Παρασκευή, Ιουνίου 25, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 25, 2010 | Permalink
Καλοκαίρι του '56
Η νουβέλα «ΣΜΙΘ» της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Βασιλικής Ηλιοπούλου, (Εκδ.Πόλις, σελ. 204) είναι ένα άκρως ενδιαφέρον και ατμοσφαιρικό βιβλίο που μας μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που φαντάζει μακρινή και ξεχασμένη αλλά που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο κοντά μας απ’ότι θέλουμε να πιστεύουμε.

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1956 σε ένα μακρινό προάστειο της Αθήνας που μάλλον είναι οι Θρακομακεδόνες – στοιχεία πολλά δεν δίνει η συγγραφέας (εξάλλου πολλά πράγματα στο βιβλίο υπονοούνται παρά λέγονται), το όνομα ενός ρέματος μας κατευθύνει περισσότερο – και η οικογένεια του υπαλλήλου του ΟΤΕ, Θωμά Αμοράτη ζει στο πατρικό του σπίτι. Η σύζυγός του Ευανθία και ο γιός του,ο εντεκάχρονος Άρης ζουν τον χειμώνα στην Κοζάνη, όπου είναι διορισμένη ως δασκάλα η Ευανθία. Το καλοκαίρι ενώνεται η οικογένεια και υπό τις υπηρεσίες της ψυχοκόρης Φρατζέσκας απαρτίζουν μια τυπική μικροαστική οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Όλα θα ήταν βαρετά και μονότονα κάτω από τον καυτό ήλιο του Αττικού ουρανού αν δεν υπήρχαν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο Θωμάς παλιός αριστερός και κατά τα φαινόμενα Μακρονησιώτης προσπαθεί να προσαρμόσει την (ηττημένη απ’όλες τις πλευρές) ζωή του στην νεοελληνική καθημερινότητα. Χαρακτηριστικά το βιβλίο αρχίζει με την «πρόσκληση» για γνωριμία του Θωμά με τον καινούριο αστυνομικό διοικητή της δύσβατης περιοχής με τον οποίο έχει έναν έξοχα υπαινικτικό διάλογο Καφκικού κλίματος. Ο Θωμάς ζει συνεχώς με τον φόβο μη ξαναμπλέξει. Στο υπόγειο του σπιτιού έχει κρύψει ένα παλιό περίστροφο Smith&Wesson μαζί με τα «απαγορευμένα» βιβλία – στο υπόγειο που δεν κατεβαίνει κανείς, σαν ένα παρελθόν που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, να καταχωνιάσουμε. Η Ευανθία δυσανασχετεί με όλα. Με την μοίρα της και το ριζικό της που την «έριξε» σ’αυτό το «αφιλόξενο» μέρος, όπου οι γείτονες παρακολουθούν πίσω από τις κλειστές γρίλιες των σπιτιών, με το σπίτι της πεθεράς της που αν και απούσα σε καλοκαιρινές διακοπές, η εγγενής της αντιπάθεια προς την νύφη της, ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στη δεύτερη, με τον άντρα της που τον βλέπει να ξαπλώνει δίπλα της και τον νιώθει ξένο. Ο μικρός Άρης που αποτελεί τον δεύτερο πόλο της νουβέλας είναι στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας συμβολίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ελπίδα, την καινούρια ζωή. Το σπίτι αυτό αποτελεί τον τόπο των διακοπών του. Ξαναβρίσκει τους φίλους του, νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα για τις γειτονοπούλες του, θέλει να βρίσκεται έξω από το σπίτι συνέχεια. Με τον πατέρα του έχει ελάχιστη επαφή και παρά τις προσπάθειες του Θωμά να τον πλησιάσει, αυτός κρατιέται μακριά. Και «σκαλίζει» συνεχώς, ώσπου βρίσκει το Σμιθ…

Αυτά τα τρία πρόσωπα,τα μέλη της οικογένειας, είναι οι ήρωες του μικρού μυθιστορήματος. Οι σκηνές εναλάσσονται μεταξύ κωμωδίας και δράματος, μια ζωή γεμάτη φόβο, προσπάθεια χτισίματος μιας νέας ζωής (ο Θωμάς ονειρεύεται να αγοράσει αυτοκίνητο – τυπικό μικροαστικό όνειρο, χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής Ελλάδας) και συνεχής φόβος που σκιάζει όλες τις ενέργειες του ζευγαριού. Διάλογοι και αφήγηση γεμάτοι υπαινιγμούς και σιωπές σαν τα fade-outs των ταινιών. Η γραφή της Ηλιοπούλου έχει κινηματογραφικά στοιχεία, λυρικότητα και ευαισθησία, ενώ η αναπαράσταση της εποχής είναι το καλύτερο στοιχείο του βιβλίου – οι εικόνες της γειτονιάς, αυτού του ουσιαστικά χωριού στις παρυφές της Αθήνας είναι εκπληκτικές.

Βεβαίως δεν λείπουν οι χαρακτηριστικές εικόνες που υπάρχουν σε χιλιάδες νεοελληνικά μυθιστορήματα ενώ η επίδραση της «Καγκελόπορτας» του Φραγκιά είναι εμφανής. Ο φυγάς αντάρτης, ο βάναυσος πατέρας, το λυσσασμένο σκυλί, το φίδι, τα παιδιά να παίζουν στον δρόμο και να φωνάζουν, η βία που παραμονεύει πίσω από καλά κλεισμένες πόρτες – ελληνικός νεορεαλισμός ανακατεμένος στο λογοτεχνικό μίξερ της συγγραφέως, κατά περίεργο τρόπο δεν βγάζει κοινοτοπία αλλά ωραίες και καθαρές σκηνές της δεκαετίας του ’50, ίσως όχι τόσο εξαιρετικά όσο έκανε η Σ.Τριανταφύλλου στην υπέροχη (υποτιμημένη) νουβέλα της «Η Φυγή» αλλά με πολύ καλό ρυθμό, οικονομία κειμένου (που δεν πλατειάζει ούτε μια στιγμή), και ωραίους διαλόγους.

Το περίστροφο, το Σμιθ κυριαρχεί στο βιβλίο. Η παρουσία του είναι συνεχής ακόμα και στις πιο «ανώδυνες» σκηνές. Σύμβολο της αντίστασης, του αγώνα. Στοιχείο δύναμής και εξουσίας χάνει σιγά-σιγά τη λάμψη του και την ουσία του. Για να επιβιώσεις πρέπει να αλλάξεις και τότε αυτό το πανίσχυρο όργανο μπορεί να αξίζει όσο ένας ντενεκές φρέσκο βούτυρο – η ήττα μπορεί να έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα.
 
Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2010 | Permalink
Μετά την καταστροφή
Οι ήρωες των βιβλίων του Χαρούκι Μουρακάμι μοιάζουν με τους χαρακτήρες της παλιάς και αξέχαστης τηλεοπτικής σειράς Twin Peaks. Συνηθισμένοι άνθρωποι που ζουν σε μια ατμόσφαιρα από τη μία οργανωμένη και από την άλλη μυστηριώδη, νοικοκυρεμένες ζωές αλλά γεμάτες μικρά δράματα και δυσοίωνες προβλέψεις. Στον κόσμο που περιγράφει ο Μουρακάμι, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στην επιφάνεια αλλά και τίποτα δεν συμβαίνει πάνω σ’αυτήν. Όλα γίνονται υπογείως, οι άνθρωποι δεν εκδηλώνονται και οι μεγάλες ανατροπές στη ζωή τους γίνονται σχεδόν χωρίς να το καταλάβουν.

Η εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα, «ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ» (Εκδ. Ωκεανίδα, μετάφρ. Β.Κιμούλης (από τα Αγγλικά), σελ.234) δεν διαφέρει ως προς την ατμόσφαιρα και το κλίμα από τα υπόλοιπα βιβλία μυθιστορήματα ή διηγήματα του ιδίου που έχω διαβάσει (και τα περισσότερα έχω παρουσιάσει από το blog). Οι 6 ιστορίες του μικρού τόμου είναι όλες (ανεξαιρέτως) πολύ καλές, μερικές δε είναι μικρά αριστουργήματα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για κάποιο έξοχο μυθιστόρημα (κάτι που συνηθίζει ο συγγραφέας).

Το χρονικό πλαίσιο των διηγημάτων είναι το 1995 λίγο μετά τον καταστροφικό σεισμό στην περιοχή του Κόμπε. Κανένα από τα διηγήματα δεν εκτυλίσσεται στην περιοχή που επλήγη, σε κανένα από τα διηγήματα δεν υπάρχουν θύματα του σεισμού. Οι ιστορίες μιλάνε για τις επιπτώσεις του τρομακτικού αυτού γεγονότος στη ζωή των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν σ’αυτές. Ο σεισμός επιτείνει το κλίμα αβεβαιότητας και ανησυχίας που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Οι ήρωες αισθάνονται ότι η εποχή της «αφθονίας» έχει περάσει στο παρελθόν, βλέπουν ότι οι ζωές τους αλλάζουν και οι προτεραιότητές τους πρέπει να ιεραρχηθούν ξανά.

«Παράξενα και μυστηριώδη πράγματα όμως οι σεισμοί – δεν είν’έτσι;Θεωρούμε δεδομένο πως η γη κάτω απ’τα πόδια μας είναι στέρεα κι ακίνητη. Λέμε μάλιστα για τους ανθρώπους, «αυτός είναι προσγειωμένος» ή «πατάει γερά στη γη». Και ξαφνικά μια μέρα βλέπουμε πως αυτό δεν είν’αλήθεια. Η γη, τα βράχια, που υποτίθεται πως είναι τόσο συμπαγή, απ’τη μια στιγμή στην άλλη γίνονται μαλακά σαν πολτός. Το άκουσα στις ειδήσεις στην τηλεόραση: «ρευστοποίηση» το λένε, νομίζω.»

Στην υπέροχη (πρώτη) ιστορία «Ούφο στο Κουσίρο», ο Κομούρα εγκαταλείπεται από την σύζυγό του η οποία είχε πάθει σοκ από τον σεισμό χωρίς να έχει κάποιον συγγενή στο Κόμπε. Του αφήνει μόνο ένα μικρό σημείωμα λέγοντάς του ότι: «…δεν έχεις μέσα σου τίποτα που να μπορείς να μου προσφέρεις. Είσαι καλός κι ευγενικός και όμορφος, αλλά να ζω μαζί σου είναι σαν να ζω σε κενό αέρος. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που θα σ’ερωτευτούν. Σε παρακαλώ όμως να μη μ’αναζητήσεις…». Ο Κομούρα υπακούει στην προτροπή ενός συναδέλφου του να πάει στο μακρινό Χοκάϊντο για ολιγοήμερες διακοπές. Πρέπει όμως να παραδώσει ένα πολύ μικρό κουτί στην αδερφή του συναδέλφου του. Ο Κομούρα μεταφέρει το κουτί και αναρωτιέται γιατί είναι τόσο ελαφρύ σαν να μη περιέχει τίποτα ή μήπως περιέχει αυτό το «τίποτα», το «κενό αέρος» που η πρώην σύζυγός του αποδίδει στην προσωπικότητά του. Η ζωή του Κομούρα θα αλλάξει μετά το ταξίδι.

Στην «Ταϊλάνδη», η ηρωίδα είναι μια γιατρός,η Σατσούκι εξουθενωμένη από την δουλειά της που εκμεταλεύεται την υποχρεωτική παρουσία της σε ένα συνέδριο στην Μπανγκόκ για να περάσει μετά τη λήξη του μερικές μέρες σε ένα απομονωμένο θέρετρο κάπου στην εξοχή. Στις υπηρεσίες της είναι ένας γηραιός οδηγός, ο Νίμιτ λάτρης της τζαζ, ο οποίος την μεταφέρει καθημερινά σε μια ερημική πισίνα για να διαβάσει και να κάνει μπάνιο. Όπως χαλαρώνει η Σατσούκι σκέφτεται «εκείνον» που ζούσε στο Κόμπε. «Προσπάθησε να του τηλεφωνήσει στο σπίτι του αμέσως μετά το σεισμό αλλά η σύνδεση ήταν αδύνατη. Ελπίζω να’χει ισοπεδωθεί το κωλόσπιτο σκέφτηκε. Ελπίζω όλη η οικογένειά του να γυρνάει στους δρόμους απένταρη. Όταν σκέφτομαι τι μου’κανες στη ζωή μου, όταν σκέφτομαι τα παιδιά που θα’πρεπε να είχα, αυτό είναι το λιγότερο που σου αξίζει.» Την τελευταία της μέρα εκεί, ο Νίμιτ της προτείνει να επισκεφθούν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η επίσκεψη της Σατσούκι στο σπίτι αυτό θα αποτελέσει μια μυστικιστική εμπειρία που θα της δώσει απαντήσεις για όλα αυτά που κουβαλάει μέσα της.

Από τις υπόλοιπες ιστορίες της συλλογής ξεχωρίζει η εκπληκτική «Μελόπιτα». Ένα διήγημα αριστουργηματικό, και απόλυτα ενδεικτικό του ύφους του Μουρακάμι. Ο Τζουνπέι, ένας συγγραφέας σχετικά γνωστός καταπιέζει για δεκαετίες τον έρωτά του για την φίλη της φοιτητικής του ζωής Σαγιόκο που επέλεξε τον κολλητό τους αντί γι’αυτόν για σύζυγο και πατέρα της κόρης της. Περνάει τα βράδια του λέγοντας ιστορίες στην κόρη της, την μικρούλα Σάλα που έχει εφιάλτες βλέποντας στην τηλεόραση πλάνα από τον μεγάλο σεισμό. Η Σαγιόκο έχει πλέον χωρίσει και ο δρόμος είναι ανοιχτός αλλά ο Τζουνπέι ούτε να το διανοηθεί δεν μπορεί. Οι εφιάλτες της μικρής φέρνουν όλο και πιο κοντά τους δύο διστακτικούς φίλους που εξομολογούνται τον έρωτά τους ο ένας για τον άλλον. Ο σεισμός τους ένωσε, τους έκανε να δουν το βαθύτερο εγώ τους, να καταπολεμήσουν τις αναστολές τους. Ένα βαθιά αισιόδοξο μήνυμα σε μια ιστορία που ακούγεται κοινότοπη αλλά είναι τόσο ωραία γραμμένη που σε κάνει να θέλεις να την ξαναδιαβάσεις.

Το υποσυνείδητο κυριαρχεί στις ιστορίες του συγγραφέα. Αυτό είναι ο πρωταγωνιστής. Τα «αινίγματα» που θέτονται δεν είναι σκοτεινά, δεν είναι μελαγχολικά, ούτε εξυπνακίστικα. Ο Μουρακάμι μεταφέρει τη δράση σε ένα δεύτερο επίπεδο γι’αυτό και κάποιοι τον βαριούνται ή δεν βρίσκουν κάτι ενδιαφέρον σ’αυτόν. Ο κόσμος που χτίζει είναι ένας κόσμος που όλοι και όλα συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όσο μοναχικοί και να είναι οι ήρωες του (που συνήθως είναι αφόρητα μοναχικοί) – οι ζωές τους καθορίζονται από το τυχαίο, από συμβάντα κάποιες φορές περίεργα που μόνο εκείνοι μπορούν να δουν, όπως συμβαίνει στο πιο περίεργο διήγημα της συλλογής, το άνισο «Σούπερ βάτραχος σώζει το Τόκιο», όπου ένας αδιάφορος και «χλιαρός» υπάλληλος τραπέζης «βλέπει» και «συμμαχεί» με έναν τεράστιο βάτραχο για να σώσουν το Τόκιο από έναν καταστροφικό επερχόμενο σεισμό που θα προκαλέσει το γιγάντιο Σκουλήκι…

Ίσως ο ιδανικός τρόπος για να περιγράψεις ένα τοπίο μετά την καταστροφή. Οι ιστορίες του Μουρακάμι έχουν αισιοδοξία, και ένα χαμόγελο παραμονεύει μετά την ολοκλήρωσή τους. Το ανθρώπινο γένος τιμωρείται για την «ύβρι» της πλεονεξίας και του καταναλωτισμού αλλά μια καινούρια μέρα ξημερώνει. Είτε συμφωνείς , είτε δεν συμφωνείς, είναι δύσκολο να αντισταθείς σε τόση γοητεία…

«Κάποτε μου είπε για τις πολικές αρκούδες – πόσο μοναχικά ζώα είναι. Ζευγαρώνουν μόνο μια φορά το χρόνο. Μια φορά ολόκληρο το χρόνο. Στον κόσμο τους, η έννοια της διάρκειας στις σχέσεις αρσενικού-θηλυκού είναι άγνωστη. Μια αρσενική πολική αρκούδα συναντάει εντελώς τυχαία μια θηλυκή πολική αρκούδα κάπου μες στην παγωμένη απεραντοσύνη, και ζευγαρώνουν. Δεν τους παίρνει πολλή ώρα. Και μόλις τελειώσουν, το αρσενικό φεύγει τρέχοντας απ’το θηλυκό σαν να φοβάται θανάσιμα: εγκαταλείπει αμέσως το μέρος όπου ζευγάρωσαν. Δεν γυρίζει ποτέ να κοιτάξει πίσω – κυριολεκτικά. Τον υπόλοιπο χρόνο ζει σε απόλυτη μοναξιά. Επικοινωνία, έρωτας – δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία των πολικών αρκούδων – ή τουλάχιστον αυτά μου είπε ο εργοδότης μου.»
«Πολύ παράξενη ιστορία»,είπε η Σατσούκι.
«Ναι»,είπε ο Νίμιτ, «είναι παράξενη». Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό. «Θυμάμαι ότι ρώτησα τον εργοδότη μου: «Τότε γιατί υπάρχουν οι πολικές αρκούδες;» «Ακριβώς», είπε εκείνος μ’ένα πλατύ χαμόγελο. «Τότε γιατί υπάρχουμε εμείς, Νίμιτ;»
 
Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2010 | Permalink
A man for all seasons
Αν και δεν τρελλαίνομαι για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, πρέπει να παραδεχτώ ότι με συνάρπασε η βιογραφία του πανμέγιστου Orson Welles (1915-1985), «ROSEBUD, Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ» από τον κριτικό και καθηγητή κινηματογράφου David Thomson, (Εκδ.Πάπυρος, μετάφρ. Δ.Νόλλα, σελ.525), ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, εξαιρετικά καλογραμμένο και στρωτό όπου ο συγγραφέας δεν «αγιογραφεί» τον ήρωα του, ούτε στέκεται σε κουτσομπολιά ή σε «πιπεράτες» στιγμές της καριέρας του (που υπήρξαν πολλές…) αλλά προτιμάει να γράψει για τις δημιουργίες του πολλές φορές με κριτικό τρόπο και χωρίς διάθεση ωραιοποίησης ή μυθοποίησης κάποιων πραγμάτων ή γεγονότων που έχουν περάσει στην ιστορία.

Ο Γουέλς ήταν μία προσωπικότητα «bigger than life» - κλισέ έκφραση, αλλά στην περίπτωσή του ταιριάζει απόλυτα. Ένας άνθρωπος που στην ηλικία των 30 ετών, όταν άλλοι ξεκινάνε την καριέρα τους στον κινηματογράφο, είχε προλάβει να τα ζήσει όλα στην κυριολεξία. Είχε δημιουργήσει δύο από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, τον «Πολίτη Κέϊν» και τους «Υπέροχους Άμπερσονς», είχε αναστατώσει την Αμερική με την ραδιοφωνική του εκπομπή όταν διάβασε (αναπαρέστησε) τον «Πόλεμο των Κόσμων» του H.G.Wells τόσο πειστικά που αρκετές χιλιάδες αφελείς ακροατές βγήκαν στους δρόμους νομίζοντας ότι δέχονται επίθεση από τον Άρη, είχε δημιουργήσει θεατρικά γεγονότα στην Ν.Υόρκη με τις παραστάσεις του θιάσου του, είχε παίξει μεγάλους ρόλους στο θέατρο και από την άλλη είχε προλάβει να γίνει «persona non grata» στο Χόλιγουντ σε σημείο τα στούντιος να μη θέλουν να δουλέψουν μαζί του, να θεωρείται «καμένο χαρτί» από όλους, να χρωστάει παντού, σε εταιρίες παραγωγής, σε επενδυτές και (κυρίως) στην πανίσχυρη Αμερικάνικη εφορία.

«Ο Όρσον ήταν από μόνος του θέαμα. Πλατύτερος κι από την ίδια τη ζωή, ήταν ο τρόπος του να καλύπτει τον φόβο και την ανησυχία του γι’αυτήν. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις τραβούσε πάνω του την προσοχή και δύσκολα μπορούσε να υπάρξει χωρίς έναν εξισορροπιστικό κύκλο ανθρώπων, χωρίς ακροατήριο. Ήταν υπερβολικά αυθόρμητος – πράγμα επικίνδυνο. Όσοι είχαν βρεθεί μαζί του, πάνω στη σκηνή, γνώριζαν τον τρόμο να εναρμονίζονται με τα σκαμπανεβάσματα της διάθεσής του. Είχαν αντικρύσει το τρελό βλέμμα της προκλητικής ματιάς του, όταν αυτοσχεδίαζε εκτός κειμένου, περιμένοντας τους άλλους να τον ακολουθήσουν. Είχαν επίσης βιώσει τον Γουέλς να εισβάλλει στις δικές τους ατάκες, μπλοκάροντάς τους, ή κι ακόμη να πέφτει πάνω τους, σπρώχνοντάς τους έξω από το φως του προβολέα, όταν εκείνος το ήθελε περισσότερο. Το να παίζεις μαζί του ήταν σαν να συμμετείχες σε μια παρτίδα σκουός, με κάποιον που κλέβει συνέχεια και μιλάει ασταμάτητα.»

Στα 40 του ήταν ήδη βετεράνος και μόνο η Ευρώπη αναγνώριζε την μεγαλοσύνη του, η Αμερική τον φοβόταν. Ποτέ δεν τον κατάλαβαν. Οι ταινίες του απέτυχαν όλες εισπρακτικά, τα στούντιος τις πετσόκοβαν στο μοντάζ για να τις κάνουν πιο εύπεπτες, κανείς δεν επένδυε επάνω του. Αν δεν ήταν η γαλλική νουβέλ βαγκ μπορεί σήμερα να μη τον θυμόταν κανείς. Ο Τρυφώ, ο Κοκτώ, ο Γκοντάρ αναγνώρισαν την αξία της δουλειάς του και τον ανέστησαν ως άνθρωπο και ως δημιουργό, στην Αμερική τον σέβονταν ως προσωπικότητα αλλά δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Από την άλλη είχαν κι αυτοί τα δίκια τους. Ο Γουέλς ήταν ικανός να τα «κάνει λαμπόγιαλο» ανά πάσα στιγμή. Να τινάξει τους προϋπολογισμούς στον αέρα. Να τον φωνάζουν για ένα ρόλο σε μια ταινία και να θέλει να έχει τον έλεγχο του σεναρίου. Να κατεβάζει ιδέες στο λεπτό και να θέλει σαν μανιακός να τις υλοποιήσει και ότι θέλει ας γίνει – δεν τον ενδιέφερε τίποτα. Πληθωρικός σε όλα, με άποψη για τα πάντα κατέληξε στα γεράματα να παίζει δίπλα στην Πία Ζαντόρα σε ταινίες που δεν τις είδε ποτέ κανείς, να δέχεται τον χλευασμό του Μπαρτ Ρέυνολντς για να εμφανίζεται σε τηλεοπτικά σώου, να κάνει διαφημίσεις για κέτσαπ και σκυλοτροφές για να βγάλει κάνα φράγκο.

Μπορείς να διαφωνήσεις σε πολλά σημεία με τις απόψεις του Τόμσον γύρω από τις ταινίες που σκηνοθέτησε ο Γουέλς. Θεωρεί την «Κυρία από τη Σανγκάη» μια μετριότατη ταινία – την βρίσκω έξοχη και μπορώ να παραθέσω τουλάχιστον δέκα απόψεις γνωστών κριτικών κινηματογράφου που συμφωνούν μαζί μου. Το ίδιο και τον «Ξένο (The Stranger)» που τον θεωρεί πολύ κακή ταινία, την έχω δει τουλάχιστον 3 φορές, είναι εξαιρετική με έναν Γουέλς απίστευτο. Από την άλλη οι αναλύσεις του πάνω στις περισσότερες από τις ταινίες είναι εξαιρετικές, ο άνθρωπος ξέρει από κινηματογράφο και φαίνεται. Διαβάζοντας το βιβλίο βλέπεις τον «Πολίτη Κέιν», τις «Καμπάνες του μεσονυχτίου (Μάκβεθ)», τον «Οθέλο», την «Δίκη» με άλλο μάτι. Θέλεις να ξαναδείς τον «3ο άνθρωπο» για να (ξανα)θαυμάσεις την μεγαλειώδη ερμηνεία του Γουέλς ως ο μυστηριώδης «κακός» Χάρυ Λάιμ, πόσο απογειώνει την ταινία και να ξανακούσεις τον (λιγότερο από 1 λεπτό) μεγαλειώδη (αλλά τόσο politically incorrect) αυτοσχέδιο μονόλογο του που συναντάει αυτόν του Μ.Μπράντο ως Κουρτς στην «Αποκάλυψη Τώρα»… «Στην Ιταλία υπό τους Βοργίες, επί τριάντα χρόνια, είχαν πολέμους, φόνους, αιματοχυσία, τρομοκρατία – και δημιούργησαν τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και την Αναγέννηση. Στην Ελβετία, είχαν αδελφική αγάπη, πεντακόσια χρόνια δημοκρατία και ειρήνη, κι αυτό τι δημιούργησε…; Τα ρολόγια κούκου.» Βλέπεις ξανά και ξανά την σκηνή στο «Μόμπυ Ντικ» του Χιούστον και μένεις άφωνος με την tour-de-force ερμηνεία του ως Πατήρ Μέιπλ σε μια χαρακτηριστική σκηνή («Και τι είναι ο άνθρωπος, που θα ζήσει περισσότερο απ’ τον Θεό του;») της άνισης αυτής ταινίας.

Το μυστήριο γύρω από την προσωπικότητα αυτού του «δαίμονα» δεν λύνεται ούτε από τις 500 και σελίδες του Τόμσον. Ο Γουέλς παραμένει «άπιαστος», ξεγλιστράει από τα χέρια του αναγνώστη με τον ίδιο τρόπο που παρέμενε αινιγματικός ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους (αν υπήρξε κανείς τέτοιος). Περισσότεροι τον θαύμασαν παρά τον αγάπησαν (αν τον αγάπησε κανείς). Ο Τόμσον τον θεωρεί ακαταμάχητο γόη (πώς να αντισταθείς σε τέτοια δύναμη-σαν να σε παρασέρνει) αλλά μάλλον αδιάφορο εραστή – κάτι σκόρπιες κουβέντες της Ρ.Χέιγουορθ συμπληρώνουν την εικόνα. Περισσότερο ως έναν άνθρωπο ερωτευμένο με την εικόνα του, έναν νάρκισσο όπως είναι όλες οι μεγαλοφυίες που πίστευε ότι μπορούσε να καταφέρει τα πάντα, ο οποίος ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του που στα μάτια των άλλων (αυτών των «απλών, καθημερινών» ανθρώπων που συνήθως διαμορφώνουν την αποκαλούμενη «κοινή γνώμη») φαινόταν γραφικός. Ο Ζαν Κοκτό μάλλον πέτυχε την τέλεια περιγραφή:

«Ο Όρσον Γουέλς είναι ένα είδος γίγαντα με παιδικό πρόσωπο, ένα δέντρο γεμάτο πουλιά και σκιά, ένα σκυλί που’χει σπάσει την αλυσίδα του και ξαπλώνει σε ανθισμένο λιβάδι, ένας δραστήριος αργόσχολος, ένας σοφός τρελός, ένα νησί περιτριγυρισμένο από ανθρώπους, ένας μαθητής που κοιμάται στην τάξη, ένα στρατηγικό μυαλό που παριστάνει τον μεθυσμένο όταν θέλει να τον αφήσουν ήσυχο.»

Ο Τόμσον ψάχνει το μυστικό του Rosebud, της λέξης που ψιθυρίζει ο Κέην στο νεκροκρέβατο του και γίνεται η αφορμή να ξετυλιχθεί η ιστορία στην ταινία που καθόρισε την ζωή και την καριέρα του Welles. Όπως στο φιλμ, έτσι και στην πραγματική ζωή, το μυστικό βρίσκεται στην παιδική ηλικία του μεγάλου δημιουργού. Μεγαλωμένος ως παιδί-θαύμα από μικρός βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος όλων. Κανείς δεν μπορούσε να του αντισταθεί τίποτα και το απίστευτο θράσος του δικαιολογείτο από την τεράστια αυτοπεποίθησή του. Όλα τα έκανε με άγνοια κινδύνου. Να παρουσιαστεί στο Ιρλανδικό θέατρο στα 16 του και να τους το «παίξει» έμπειρος ηθοποιός ειδικευμένος στον Σαίξπηρ, να ανεβάσει θεατρική παραγωγή με μαύρους ηθοποιούς στο Χάρλεμ στα 20 του χρόνια, να βγάλει την Αμερική στους δρόμους, να σκηνοθετήσει ένα τόσο προκλητικό και μεγαλειώδες ταυτόχρονα έργο σαν τον «Πολίτη Κέιν» που γνώριζε ότι θα του φέρει τόσους μπελάδες αφού θεωρήθηκε ότι είναι μια βιογραφία του Χ.Χιούζ ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια μελλοντολογική αυτοβιογραφία που ίσως αυτός ο μεγαλοφυής άνθρωπος (που του άρεσαν τόσο οι «μαγείες» και τα ταχυδακτυλουργικά τρικ) να υποψιαζόταν ότι γυρίζει.

Ο Γουέλς αδίκησε τον εαυτό του. Ήταν τόσο «μεγάλος» που δεν χωρούσε πουθενά. Αντί λοιπόν να «χαμηλώσει» πλησιάζοντας στο επίπεδο και στις πολιτικές των στούντιος ή των παραγωγών, ήθελε να τους εξυψώσει στο δικό του. Το σύστημα φρόντισε να τον «τιμωρήσει», να τον βάλει στο περιθώριο. Τι έμεινε λοιπόν; Μερικές από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Χιλιάδες προσχέδια σεναρίων ή ταινιών τα οποία χάθηκαν σε συρτάρια, ξεχάστηκαν ή θάφτηκαν σε γραφεία ή καταστράφηκαν σε μια πυρκαϊά του σπιτιού του. Μερικές ανεπανάληπτες ερμηνείες σε ταινίες που απογειώθηκαν λόγω της παρουσίας του. Ήταν ένας «άνθρωπος για όλες τις εποχές» μόνο ο κόσμος ήταν πολύ μικρός γι’αυτόν ή όπως είπε η Ζαν Μορό: «μοιάζει τόσο πολύ με έκπτωτο βασιλιά…επειδή δεν υπάρχει βασίλειο στον κόσμο, αρκετά καλό για τον Όρσον Γουέλς».
 
Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 11, 2010 | Permalink
Το παιχνίδι του Ντε Νίρο
Το βραβευμένο πρώτο βιβλίο του Λιβανέζου συγγραφέα Rawi Hage, με τον ελκυστικό τίτλο, «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΝΤΕ ΝΙΡΟ» (Εκδ.Πάπυρος, μετάφρ.Θ.Γλυνάτση, σελ. 326), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα άνισου μυθιστορήματος που σε ενθουσιάζει στα 2/3 του και σε απογοητεύει στο τελευταίο 1/3 καταστρέφοντας το σύνολο. Το «σώζει» λίγο στο τέλος αλλά οι θαυμάσιες εντυπώσεις σε συνδιασμό με την ατμόσφαιρα που έχει φτιάξει ο ικανότατος συγγραφέας, έχουν πετάξει μακριά και η αίσθηση του «ανεκπλήρωτου» είναι αυτή που μένει…

Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Μπασάμ, ένας νεαρός από Αρμένικη οικογένεια που ζει στον Χριστιανικό τομέα της ταλαιπωρημένης Βυρητού. Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια του εμφυλίου, στην δεκαετία του ’80 και ο Μπασάμ μαζί με τον κολητό του φίλο, τον Ζορζ προσπαθούν να επιβιώσουν από τη μια, και ψάχνουν τρόπο διαφυγής στο εξωτερικό από την άλλη. Ο Μπασάμ σχεδιάζει να μεταναστεύσει στην Ρώμη και ο Ζορζ στο Παρίσι που ζει ο εξαφανισμένος Γάλλος πατέρας του. Για να ζήσουν κάνουν μικροδουλειές, ο μεν ήρωας στο λιμάνι στις φορτοεκφορτώσεις πλοίων,ο δε φίλος του δουλεύει σε ένα μικρό καζίνο.

Κάτω από βόμβες που πέφτουν, φόνους που γίνονται μπροστά στα μάτια τους, οι δύο νέοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση διαφορετικά. Ο Μπασάμ αρκείται σε μικροκομπίνες και μικροκλοπές προσπαθώντας να μαζέψει κάνα φράγκο να την κάνει από την κόλαση. Ο Ζορζ (αποκαλούμενος και Ντε Νίρο) κυκλοφορεί και οπλοφορεί τρομάζοντας τους γύρω του, κάποια δε στιγμή κατατάσσεται στην εθνοφρουρά (στους Φαλαγγίτες δηλαδή) συμμετέχοντας ενεργά στην αλληλοσφαγή. Η «Ρώσικη ρουλέτα» (η αλλιώς αποκαλούμενη στο βιβλίο «το παιχνίδι του Ντε Νίρο» από την γνωστή σκηνή του «Ελαφοκυνηγού) είναι στην καθημερινή διάταξη, καταδεικνύοντας την εύθραυστη ισορροπία των νεύρων, την ασημαντότητα της ζωής μέσα στο χάος.

«Δέκα χιλιάδες βόμβες είχαν πέσει κι εγώ περίμενα το θάνατο να έρθει και να πάρει τη μερίδα του από τη γαβάθα με τα κομμένα μέλη και το αίμα. Περπατούσα στο δρόμο ανάμεσα στις βόμβες που έπεφταν. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Περπατούσα πάνω από ανθρώπους κρυμμένους στα καταφύγια σαν τους αρουραίους κάτω από το χώμα. Περπατούσα δίπλα σε φωτογραφίες νεκρών παλικαριών κολλημένες στους ξύλινους πυλώνες του ηλεκτρικού, στην είσοδο κτιρίων, με διακόσμηση που θύμιζε μικρούς ναούς.
Η Βυρητός ήταν η πιο ήρεμη απ’όλες τις πόλεις του κόσμου που βρίσκονταν στις εμπόλεμες ζώνες.
Περπατούσα στη μέση του δρόμου λες και μου ανήκε. Διέσχιζα την πιο ήρεμη πόλη, μια έρημη πόλη που μου άρεσε• όλες οι πόλεις πρέπει ν’αδειάσουν από ανθρώπους και να παραδοθούν στα σκυλιά.
Μια βόμβα έσκασε λίγο πιο πέρα. Περίμενα να δω τον καπνό, περίμενα ν’ακούσω τα μουγκρητά και τα ουρλιαχτά, αλλά τίποτα δεν συνέβη. Ίσως η βόμβα να είχε χτυπήσει εμένα. Ίσως ήμουν νεκρός στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, το αίμα μου να εκτινάσσεται σαν συντριβάνι και να σκουπίζεται με τα ρούχα ενός αγνώστου. Το αίμα μου ρουφιέται από πολέμαρχους ή από έναν Θεό με άσβηστη δίψα, έναν ασήμαντο, ιθαγενή Θεό, έναν Θεό φθονερό που πανηγυρίζει πάνω από τα κουφάρια της φυλής του, έναν Θεό που αποφασίζει ποιος δούλος του θα πεθάνει και ποιος όχι, έναν μοναχικό, παράφρονα, φανταστικό Θεό, δηλητηριασμένο από μολύβι και ασήμι, με την προσοχή του διασπασμένη από τα θεία όργια και τα συνοικέσια, που αναμειγνύει νερό και κρασί όσο ακονίζει το σπαθί του πριν το δώσει στην πληθώρα των ρακένδυτων προφητών του, αυτούς τους ακρωτηριασμένους αγίους, τους συνωμότες ευνούχους του.
Στο μπαλκόνια μιας γριάς είδα ένα πουλί μέσα σ’ένα κλουβί• από κάτω, στο πάτωμα, μια κουλουριασμένη γάτα, και πιο πέρα έναν πεινασμένο σκύλο που έψαχνε να χώσει τα αριστοκρατικά δόντια του σε κανένα κουφάρι, ψάνχοντας ν’αρπάξει ένα απαλό χέρι ή ένα τρυφερό πόδι. Η ανθρώπινη σάρκα δεν απαγορεύεται, αυτός ο νόμος ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, μου είπε το μαλλιαρό κανίς. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι συμφωνώντας, και συνέχιζα να περπατάω. Άκουγα τουφεκιές και βόμβες. Αυτή τη φορά οι βόμβες έπεφταν προς την κατεύθυνση της μουσουλμανικής συνοικίας, έτοιμες να τραυματίσουν, έτοιμες ν’ανοίξουν κι άλλες πληγές στα κορμιά μικρών κοριτσιών. Οι βόμβες που εκτοξεύονται ακούγονται πιο δυνατές από αυτές που προσγειώνονται.
Στάθηκα στη μέση του δρόμου και έστριψα ένα τσιγάρο. Τράβηξα μια ρουφηξιά, έβγαλα τον καπνό που απλώθηκε σαν ασπίδα γύρω μου. ΟΙ βόμβες που έρχονταν κατά πάνω μου εξοστρακίζονταν, άλλαζαν κατεύθυνση και τινάζονταν στον ουρανό προς μακρινούς πλανήτες.»


Ο Μπασάμ έχει ερωτική σχέση με την χυμώδη γειτόνισα του την Ράνα η οποία περιμένει από αυτόν γάμους και πανηγύρια αλλά ο ήρωας το μόνο που θέλει, το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι το πώς θα αποδράσουν από εκεί μέσα. Της φέρεται σκληρά, σχεδόν απάνθρωπα και εκείνη αρχίζει να κοιτάζει προς τη μεριά του Ζορζ που έχει «μεγαλοπιαστεί» μέσα στις παρακρατικές ομάδες που σφάζουν Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Ο Ζορζ χωμένος στα ναρκωτικά, τσαμπουκαλεύεται συνεχώς, έχει μπλέξει σε ένα περίεργο τρίγωνο με ένα ζευγάρι Γάλλων και είναι ένα ανερχόμενο στέλεχος στον στρατό των Φαλαγγιτών, εκτελώντας ριψοκίνδυνες αποστολές. Οι δύο φίλοι ακολουθούν διαφορετικές πορείες ενώ οι Ισραηλινοί μπουκάρουν στην Βυρητό και μαζί με την Εθνοφρουρά οργανώνουν τις σφαγές στους Παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα.

Ο Μπασάμ θα καταφέρει να διαφύγει στην Μασσαλία, προσφέροντας ότι χρήματα έχει καταφέρει να μαζέψει. Οι τελευταίες 100 σελίδες του μυθιστορήματος αφορούν τις προσπάθειες του να επιβιώσει στο Παρίσι. Θα μπλέξει πάλι αλλά θα τα καταφέρει να διαφύγει στον Καναδά. Με κάποιες μικροδιαφορές, αυτή είναι και η διαδρομή του συγγραφέα, οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε το βιβλίο εν μέρει αυτοβιογραφικό. Το τι έγινε με τον Ζορζ αν και εν πολλοίς το υποψιαζόμαστε, δεν θα το μάθουμε παρά μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος όταν ο ήρωας υπό το βάρος της τρομερής αποκάλυψης θα μιλήσει στην ετεροθαλή αδερφή του παρανοϊκού φίλου του.

Το μυθιστόρημα συγκλονίζει στο μεγαλύτερο μέρος του – αυτό που εκτυλίσσεται στην κόλαση της Βυρητού. Η μουσική υπόκρουση της ανάγνωσης είναι οι βόμβες που πέφτουν συνεχώς και όχι η θεϊκή φωνή της Φεϊρούζ. Βόμβες που ανατινάζουν σπίτια, που διαλύουν ή εξολοθρεύουν οικογένειες. Ελεύθεροι σκοπευτές να σκοτώνουν ανεξέλεγκτα. Ο Χαζ εντυπωσιακά μεταφέρει την ατμόσφαιρα διάλυσης, ηθικής και σωματικής εξάντλησης, επιβίωσης με κάθε μέσον. Η ζωή δεν έχει καμμία αξία, το ξύλο είναι η μοναδική μορφή συννενόησης και συνδιαλαγής. Οι νεαροί διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους μέσα στο χάος, στην ατμόσφαιρα γουέστερν και αναρχίας – ο συγγραφέας μεταφέρει με ωραίο στυλ και γλώσσα που εντυπωσιάζει με την λυρικότητά της, τον «κακό χαμό» και την προσπάθεια επιβίωσης των ηρώων του γι’αυτό και εκπλήσσει δυσάρεστα το κομμάτι του βιβλίου όπου ο Μπασάμ βρίσκεται στην Γαλλία. Θα μπορούσε να είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που το διαβάζεις με κομμένη την ανάσα αλλά δυστυχώς μοιάζει να ξέφυγε από τα χέρια του συγγραφέα...

Ο Ραβί Χαζ γεννήθηκε το 1964 στην Βυρητό όπου έζησε την φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Μετά από περιπέτειες διέφυγε και ζει στον Καναδά όπου γράφει, εργάζεται ως εικαστικός καλλιτέχνης αλλά και ως οδηγός ταξί. «Το παιχνίδι του Ντε Νίρο» (2006) ήταν το πρώτο του βιβλίο και απέσπασε αρκετά βραβεία ενώ το δεύτερο «Cockroach (Η κατσαρίδα)» του 2008 εντυπωσίασε και αυτό.
 
Τρίτη, Ιουνίου 08, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 08, 2010 | Permalink
Από τη μεριά του οπαδού

Στο καινούργιο τεύχος του περιοδικού «ΔΙΑΒΑΖΩ» υπάρχει ένα μίνι-αφιέρωμα με θέμα «Ποδόσφαιρο και Λογοτεχνία» στο οποίο συμμετέχω με το παρακάτω κείμενο, που φέρει τον τίτλο του σημερινού post. Το κείμενο δημοσιεύεται στο blog χωρίς τις (απαραίτητες λόγω οικονομίας ύλης) περικοπές του περιοδικού.

--------------------------------------------------------------

Υπάρχει ένα καταπληκτικό κεφάλαιο* στο βιβλίο του Ουρουγουανού συγγραφέα Eduardo Galeano με τίτλο, «ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ» (El futbol a sol y sombra), όπου ο γνωστός Αργεντίνος συγγραφέας Οσβάλντο Σοριάνο αφηγείται μια επίσκεψή του στο σουπερμάρκετ Carrefour το οποίο χτίστηκε εκεί που ήταν το παλιό γήπεδο της Σαν Λορένσο. Ο Σοριάνο περπατάει ανάμεσα στα ράφια με τα προϊόντα μαζί με έναν παιδικό του ήρωα παλιό ποδοσφαιριστή της ομάδας, όταν εκείνος θυμάται ότι σ’εκείνο ακριβώς το σημείο του μαγαζιού έβαλε το πιο γρήγορο γκολ που μπήκε ποτέ…Διαβάζοντας το συγκεκριμένο κεφάλαιο σ’αυτό το απολαυστικό βιβλίο που είναι γεμάτο από αναμνήσεις, περιστατικά κυρίως του Λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου δεν μπορείς να μη μελαγχολήσεις και να μην αναρωτηθείς εαν το ποδόσφαιρο γι’αυτούς που το αγαπάνε δεν είναι παρόμοιο με την μαντλέν του Προυστ. Μια ανάμνηση των παιδικών τους χρόνων, στιγμές απόλαυσης, στιγμές ξεγνοιασιάς, στιγμές όπου ο άνθρωπος ξαναγίνεται παιδί. Κι αν μια μαντλέν ήταν αρκετή στον Προυστ για να τον βυθίσει στην παιδική του ηλικία, η θύμηση ενός αριστερού βολέ (πάντα αριστερού, διότι οι αριστεροπόδαροι ποδοσφαιριστές είναι οι μεγαλύτεροι αρτίστες), είναι ικανή να προκαλέσει τέτοια ποιητικά συναισθήματα που όποιος δεν παρακολουθεί ή δεν του αρέσει το συγκεκριμένο άθλημα αδυνατεί να κατανοήσει.

Έχω διαβάσει υπέροχα βιβλία γραμμένα για το ποδόσφαιρο. Κείμενα θεωρητικά όπως το προαναφερθέν βιβλίο του Γκαλεάνο, το διεισδυτικό και τόσο επαρκές «FUTEBOL» του δημοσιογράφου και ερευνητή του ποδοσφαίρου, Άλεξ Μπέλος που περιγράφει την περιπέτεια του Βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ανατέμνοντας τον τρόπο ζωής αυτής της χώρας, το εξαιρετικό «Πόλεμος του ποδοσφαίρου» του Ρ.Καπισίνσκι. Έχω διαβάσει και μερικά ενδιαφέροντα ποιήματα που έχουν γραφτεί για το ποδόσφαιρο (και πολύ περισσότερα παντελώς ανούσια). Αλλά ελάχιστα μυθιστορήματα γύρω ή για το άθλημα αυτό με έχουν συγκινήσει, είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτά που βρίσκω πραγματικά ενδιαφέροντα. Δυστυχώς δεν μου λένε τίποτα οι ιστορίες για λαϊκά παλληκάρια που γίνονται διάσημοι λόγω της ποδοσφαιρικής τους ικανότητας, με το «θεϊκό κορμί» που γδύνεται ιδρωμένο, ούτε η επίδειξη ψευτομαγκιάς, ενώ η αναπόφευκτη (μυθοπλαστικά) πτώση στα χρέη ή τα ναρκωτικά ή στον τζόγο μου προκαλεί απέραντη πλήξη. Μόνο από Βρετανούς συγγραφείς έχω νιώσει πραγματική απόλαυση και την ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου του ποδοσφαίρου. Ίσως είναι θέμα παράδοσης, λαϊκής κουλτούρας, άθλημα ριζωμένο στο συλλογικό υποσυνείδητο – ας μη λησμονούμε ότι το ποδόσφαιρο για τον Βρετανό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς του και τα γήπεδα όλων των κατηγοριών γεμίζουν κόσμο ανεξάρτητα της βαθμολογικής θέσης των ομάδων ή του επιπέδου ποδοσφαίρου που παίζουν.

Ως φανατικός οπαδός κι εγώ και μεγαλωμένος σε ποδοσφαιρικές εξέδρες από 3 χρονών (που είναι και η πρώτη μου ποδοσφαιρική ανάμνηση), με συγκινούν περισσότερο τα μυθιστορήματα που είναι γραμμένα από τη μεριά του οπαδού. Διότι όσο υπέροχη και συναρπαστική κι αν βρίσκω την εξαιρετική αναπαράσταση των 40 ημερών του μεγαλοφυή μανιακού Μπράιαν Κλαφ όπως την περιέγραψε τόσο λογοτεχνικά ο David Peace στο χρονικό με μυθιστορηματική υφή που έχει ως (ευδιάκριτο) τίτλο «Καταραμένη ομάδα», κάπου νιώθω ότι δεν μ’αγγίζει τόσο πολύ όσο τα δύο μυθιστορήματα που διάβασα εδώ και μερικά χρόνια και με τα οποία θα ασχοληθώ εκτενέστερα.


Το «ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ»(The football factory), του Άγγλου συγγραφέα John King (εκδ. ΟΞΥ, μετάφρ.Δ.Αγγελίδη, σελ.326), εκδόθηκε το 1996 και «έσκασε σαν βόμβα» στο λογοτεχνικό στερέωμα γνωρίζοντας κριτική αλλά και εμπορική αποδοχή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι τόσο για αλλά κυρίως γύρω από το ποδόσφαιρο, όχι τόσο για την λατρεία του οπαδού για την ομάδα του αλλά κυρίως για το φαινόμενο του χουλιγκανισμού, εκεί όπου το ποδόσφαιρο αποτελεί απλώς το πρόσχημα και όχι την αιτία.

Με επιρροές από Burgess (ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ) αλλά και I.Welsh (TRAINSPOTTING), το «ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ» είναι ο μονόλογος ενός φανατικού οπαδού της Τσέλσι, του Τομ Τζόνσον. Ενός καλοντυμένου σκληρά εργαζόμενου αστού, ο οποίος εμφανισιακά απέχει πολύ από τα πρότυπα που οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους για τον συνηθισμένο χουλιγκάνο. Ο Τομ ζει για το Σάββατο, όχι για να δει το παιχνίδι όσο για να έρθει η ώρα που αυτός και η παρέα του θα πλακωθούν στο ξύλο με τους αντίπαλους οπαδούς σε προκαθορισμένες περιοχές κοντά στο γήπεδο που θα γίνει ο αγώνας. Ξύλο και των γονέων, βία χωρίς σκοπό, απεριόριστη έκκριση αδρεναλίνης, σε βαθμό που σοκάρει.

Το μυθιστόρημα είναι ένας μονόλογος του Τομ γεμάτος σεξιστικές αναφορές, απέραντο ρατσισμό, μίσος για την εξουσία – η Βρετανία περιγράφεται ως το απόλυτο αστυνομικό κράτος, οι κάμερες υπάρχουν παντού και ελέγχουν τα πάντα. Η δράση εκτυλίσσεται σε «αυτόνομες ζώνες» όπου οι ομάδες των «οπαδών» προσπαθούν να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από την αστυνομία. Οι σκηνές βίας είναι «χορογραφημένες», η γραφή του Κινγκ, κυνική και ρεαλιστική (σε σημείο εξάντλησης) εισχωρεί μέσα στο μυαλό του αναγνώστη και ουσιαστικά το ανατινάζει.

Το ποδόσφαιρο ως άθλημα δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους ήρωες του μυθιστορήματος, μεγάλωσαν μ’αυτό στις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου, δεν αναρωτιούνται, δεν τους ενδιαφέρει η ποιότητα της ομάδας που υποστηρίζουν απλώς θέλουν να ανήκουν κάπου. Στην βία της εξουσίας αντιτάσσουν την δικιά τους βία ξορκίζοντας τον φόβο και την καταπίεση, την εργασιακή εκμετάλευση και την αποξένωση των πόλεων. Το Λονδίνο είναι εφιαλτικό και απεικονίζει τον μεταμοντέρνο κόσμο. Πλούσιοι και φτωχοί, άσπροι και μαύροι, Εδουαρδιανά κτίρια υψηλής αισθητικής δίπλα σε απρόσωπες μοντέρνες πολυκατοικίες – κόσμος φοβισμένος, πρόβατα που τους καθοδηγεί η τηλεόραση, ο τύπος, η εξουσία σε διάφορες μορφές. Η γλώσσα του Κινγκ δυναμική και κυνική δεν αφήνει τίποτα όρθιο, κάνοντας με τα κρεμμυδάκια δεκάδες κοινωνιολογικές αναλύσεις για το φαινόμενο της ποδοσφαιρικής βίας.

«Κατά κάποιο τρόπο είμαστε αράπηδες. Λευκοί αράπηδες. Λευκά σκουπίδια. Λευκά σκατά. Είμαστε μειοψηφία επειδή δεν ανοιγόμαστε. Λίγοι σε αριθμό. Πιστοί κι αφοσιωμένοι. Το ποδόσφαιρο μας γεμίζει. Αν και η διαφορετικότητά μας στηρίζεται στο μίσος και στο φόβο, είμαστε κομμάτι αυτής της κοινωνίας και γι’αυτό οι καριόλες που μας έχουν κάτσει στο σβέρκο δεν μπορούν να βγάλουν άκρη με την πάρτη μας. Έχουμε κοινή φιλοσοφία, μα εμείς την έχουμε πατεντάρει για να μας ταιριάζει. Είμαστε λίγο απ’όλα. Δεν έχουμε ταμπέλα. Τ’αρχίδια οι πλούσιοι μας μισούν και οι φτωχοπεινάλες σοσιαλιστές δεν μπορούν να μας δεχτούν. Είμαστε ευτυχισμένοι με τη ζωή μας, δε χρειαζόμαστε κοινωνικούς λειτουργούς. Κανείς μας δεν ξεπαγιάζει θλιμμένος και μόνος τις νύχτες, γαμημένος απ’ τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, το σεξ ή οτιδήποτε άλλο μας την έχει στημένη για να μας στείλει. Το κεφάλι μας είναι στη θέση του. Είμαστε τρία κανονικά παιδιά και κουλτούρα μας είναι το ποδόσφαιρο γιατί είναι μέρος της ζωής μας. Τα πρόβατα και οι λύκοι πάνε στο στρατό, τα γουρούνια γίνονται μπάτσοι, άλλοι προτιμούν να σκοτώνουν τους ανθρώπους με την πολιτική κι άλλοι με το χρήμα.»

Εντελώς διαφορετική είναι η προσέγγιση στο άθλημα από τον ήρωα του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ» (FEVER PITCH), του 1992, από τον άνισο Βρετανό συγγραφέα Nick Hornby (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ.Β.Αδραχτά, σελ.389). Στο βιβλίο αυτό που από πολλούς θεωρείται το καλύτερο λογοτεχνικό έργο που έχει γραφτεί για το ποδόσφαιρο, ο Χόρνμπυ περιγράφει την ζωή του φανατικού, του παθιασμένου οπαδού μίας ομάδας (εν προκειμένω της Άρσεναλ – αλλά θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε ομάδα) και πως αυτή η λατρεία αντανακλάται στην καθημερινότητά του.

«Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ» είναι το ευαγγέλιο του οπαδού, του ανθρώπου που σε άσχετες στιγμές της ημέρας σκέφτεται το προηγούμενο ή το επόμενο ματς της ομάδας του. Του τύπου που θα σπαταλήσει ένα υπέροχο απόγευμα ή ένα βράδυ για να δει έναν αγώνα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον απλά για να βρεθεί στην αγαπημένη του θέση στο γήπεδο, για να δει την ομάδα – σε όποια βαθμολογική θέση κι αν βρίσκεται αυτή, σε οποιαδήποτε κατηγορία κι αν αγωνίζεται, ότι είδους ποδόσφαιρο κι αν παίζει. Είναι το ευαγγέλιο του οπαδού-πελάτη, που οι διοικούντες την ομάδα ξέρουν ότι μπορούν να βασιστούν επάνω του, διότι εκείνος θα αγοράσει την καινούρια φανέλα, θα αγοράσει το εισιτήριο διαρκείας της επόμενης σεζόν, θα συνδράμει στο περιοδικό της ομάδας ασχέτως εάν έχει κάνει μεταγραφές, έχει βγει στην Ευρώπη, έχει καλούς ή κακούς παίκτες. Είναι το ευαγγέλιο του οπαδού που ζει για το μάτς του Σαββατοκύριακου, που ζει με τις αναμνήσεις των αγώνων και των στιγμών που σημάδεψαν την παιδική και εφηβική του ηλικία, του ανθρώπου όπως λέει και ο συγγραφέας «για ανησυχητικά μεγάλα διαστήματα μιας κανονικής ημέρας, είναι ένας άνθρωπος με μειωμένη νοημοσύνη».

Το βιβλίο του Χόρνμπυ καλύπτει μια μεγάλη περίοδο της ζωής του, από την πρώτη γηπεδική εμπειρία που θυμάται το 1968, έως το 1992. Τα κεφάλαια αναφέρονται ως επί το πλείστον σε αγώνες ή σε ποδοσφαιριστές της Άρσεναλ, αλλά υπάρχουν και αρκετά κεφάλαια που αφορούν αγώνες μικρότερων κατηγοριών ή αγώνες της ομάδας του Κέμπριτζ, της πόλης που φοίτησε ο συγγραφέας. Επεισόδια σπαρταριστά για υπέροχους τύπους (μούρες) των επαρχιακών γηπέδων, των γηπέδων των μικρών πόλεων όπου όλοι αισθάνονται συγγενείς, με πλέον χαρακτηριστικό (και ξεκαρδιστικό) αυτό, του οπαδού της Μέιντενχεντ Γιουνάιτεντ (ομάδας μάλλον ανεξάρτητης κατηγορίας) Χάρι Τέιλορ ενός πολύ ηλικιωμένου ανθρώπου που δεν μπορούσε να μείνει μέχρι το τέλος των αγώνων που γίνονταν Τρίτη, επειδή η Τρίτη ήταν η ημέρα που έκανε το μπάνιο του!!!

Σε ένα καταπληκτικό κεφάλαιο κάπου στη μέση του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, ο Χόρνμπυ εξηγεί πως καταπολέμησε την κατάθλιψη με το ποδόσφαιρο. Η κατάθλιψη που τον συνόδευε τα χρόνια της δεκαετίας του 80 και τον είχε φέρει στο κατώτερο επίπεδο αυτοσεβασμού, σε σημείο να μη μπορεί να βρει μια δουλειά της προκοπής, να μη μπορεί να γράψει ούτε μια γραμμή θεραπεύεται εν μία νυκτί (κυριολεκτικά) με αφορμή μία νίκη της Άρσεναλ επί της Τότεναμ στον ημιτελικό του Littlewoods cup το 1987 με ένα γκολ στο τελευταίο λεπτό. Είναι η πιο χαρακτηριστική (και αληθινή) εικόνα του πως το ποδόσφαιρο μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή:


«Παρ’όλα αυτά, η μόνη πειστική εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι εκείνη τη νύχτα σταμάτησα να αισθάνομαι άτυχος κι ότι το μπούκωμα που είχε προκαλέσει εδώ κι ένα χρόνο τόση απόγνωση είχε ξεμπουκώσει, όχι από μένα, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από την Άρσεναλ. Έτσι λοιπόν πήδησα πάνω στους ώμους της ομάδας και με μετέφεραν στο φως που μας είχε ξαφνικά φωτίσει όλους. Αλλά η ανύψωση που μου πρόσφεραν με απομάκρυνε κατά κάποιον τρόπο από κοντά τους: παρότι είμαι ακόμα ένας από τους πιο αφοσιωμένους οπαδούς και πηγαίνω σε κάθε εντός έδρας αγώνα και αισθάνομαι τις ίδιες εντάσεις, εξάρσεις και θλίψεις που αισθανόμουν πάντα, καταλαβαίνω πια ότι έχουν μια εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα της οποίας η επιτυχία ή η αποτυχία δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μου. Τη νύχτα εκείνη σταμάτησα να είμαι ένας τρελαμένος-με-την-Άρσεναλ κι έμαθα ξανά τι σημαίνει να είσαι οπαδός, τρελούτσικος, ακόμα και κάπως επικίνδυνα ιδεοληπτικός, αλλά κατά τ’άλλα ένας απλός οπαδός.»

Η τεράστια εμπορική επιτυχία του βιβλίου, δημιούργησε έναν καινούριο όρο στο μάρκετινγκ του ποδοσφαίρου. Οι οπαδοί με τα χαρακτηριστικά αυτών όπως είναι ο συγγραφέας αποκαλούνται από τους θεωρητικούς του χώρου «Hornbyists» και αποτελούν την καλύτερη πελατειακή βάση των μεγάλων ποδοσφαιρικών εταιριών όπως αναφέρουν στην εξαιρετική τους μελέτη για τα οικονομικά του ποδοσφαίρου (και όχι μόνο) οι S.Kuper και S.Szymanski στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πέρσι στην Βρετανία με (τον προβοκατόρικο) τίτλο «Why England lose and other curious football phenomena». Επίσης «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ» γυρίστηκε 2 φορές ταινία μία στην Αγγλία σε σενάριο του ίδιου του συγγραφέα κα μία στην Αμερική από τους αδελφούς Φαρέλι μεταφέροντας την δράση στον χώρο του Μπέιζμπολ, καταστρέφοντας (κατά την άποψή μου) τελείως το πνεύμα του βιβλίου.

«Τελικά ο «Πυρετός της μπάλας» ασχολείται με το φαινόμενο του να είναι κανείς οπαδός. Έχω διαβάσει βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που προφανώς αγαπούν το ποδόσφαιρο, αλλά εδώ πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό• κι έχω διαβάσει βιβλία γραμμένα – ελλείψει καλύτερης λέξης – από χούλιγκανς, παρόλο που τουλάχιστον το 95% των εκατομμυρίων που παρακολουθούν παιχνίδια κάθε χρόνο δεν έχουν χτυπήσει ποτέ στη ζωή τους έστω κι έναν άνθρωπο. Έτσι μένουν οι υπόλοιποι από μας κι όλοι εκείνοι που έχουν αναρωτηθεί τι ενδεχομένως σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Αν και οι λεπτομέρειες είναι μοναδικές για μένα, ελπίζω ότι θα αγγίξουν κάποια ευαίσθητη χορδή σ’οποιονδήποτε έπιασε τον εαυτό του πριν από δέκα, δεκαπέντε ή και είκοσι πέντε χρόνια ν’αφαιρείται, στη μέση μιας εργάσιμης μέρας, μιας ταινίας ή μιας συζήτησης, μπροστά σ’ένα αριστερό βολέ που καρφώνεται στην πάνω δεξιά γωνία…»

--------------------------------------------------------------------------------

*Το απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαλεάνο…

Ένα γκολ του Σανφιλίππο

Αγαπητέ Εντουάρντο

Τις προάλλες ήμουν στο «Carrefour», εκεί που άλλοτε ήταν το γήπεδο της Σαν Λορένσο. Ήμουν μαζί με τον Χοσέ Σανφιλίππο, τον ήρωα των παιδικών μου χρόνων, που υπήρξε πρώτος σκόρερ της Σαν Λορένσο επί τέσσερις συνεχείς αγωνιστικές περιόδους. Περπατούσαμε ανάμεσα στις γόνδολες, περιτριγυρισμένοι από κατσαρόλες, τυριά και πλεξούδες από λουκάνικα. Ξαφνικά, ενώ πλησιάζαμε στα ταμεία, ο Σανφιλίππο ανοίγει τα χέρια του και μου λέει: «Φαντάσου, εδώ κάρφωσα τον Ρόμα, σ’εκείνον τον αγώνα με την Μπόκα». Προσπερνάει μια χοντρή, που σέρνει ένα καροτσάκι γεμάτο με μπριζόλες, κονσέρβες και λαχανικά, και λέει: «Ήταν το πιο γρήγορο γκολ που μπήκε ποτέ».

Συγκεντρωμένος, σαν να περίμενε την εκτέλεση ενός κόρνερ, μου διηγείται: «Είπα στο νούμερο πέντε, που εκείνη τη μέρα έπαιζε για πρώτη φορά στην πρώτη ομάδα: «Μόλις αρχίσει ο αγώνας, στείλε μου μια μπαλιά μέσα στην περιοχή. Μη θυμώνεις, δεν πρόκειται να σε εκθέσω». Εγώ ήμουν μεγάλος κι αυτός πιτσιρικάς. Καντερβίγια ονομαζόταν, φοβήθηκε και σκέφτηκε: να δούμε αν θα τα καταφέρω». Και αμέσως ο Σανφιλίππο μου δείχνει ένα σωρό από βαζάκια μαγιονέζας και φωνάζει: «Εκεί την έστειλε!». Ο κόσμος μας κοίταζε αμήχανα. «Η μπάλα έπεσε πίσω από τους κεντρικούς αμυντικούς, έτρεξα, μου ξέφυγε προς στιγμή προς τα εκεί, εκεί που είναι το ρύζι, βλέπεις;» και μου δείχνει την κάτω σειρά ραφιών, και ξαφνικά τρέχει σαν λαγός, παρά το μπλε κουστούμι και τα λουστρίνια που φορούσε. «Την τσίμπησα και μπουμ!» Εκείνη τη στιγμή έκανε ένα αριστερό σουτ. Όλοι στραφήκαμε προς τα ταμεία, εκεί όπου τριάντα χρόνια πριν ήταν η εστία, και νομίσαμε ότι η μπάλα πήρε ύψος και μπήκε γκολ, εκεί ακριβώς που είναι οι μπαταρίες ραδιοφώνου και τα ξυραφάκια. Οι πελάτες και οι κοπέλες των ταμείων ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Εγώ είμαι έτοιμος να κλάψω. Ο Νενέ Σανφιλίππο είχε ξαναβάλει εκείνο το γκολ του 1962, μονάχα για να μπορέσω να το δω.

Οσβάλντο Σοριάνο
 
Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2010 | Permalink
Χειμώνας (The Housekeeper)
Ομολογώ ότι δεν περίμενα να με εντυπωσιάσει τόσο πολύ το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας (εγκατεστημένης στην Ελλάδα) συγγραφέως Melanie Wallace με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΧΕΙΜΩΝΑΣ» (The Housekeeper), (Εκδ.Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκη, σελ. 276). Είναι από αυτά τα βιβλία που τα επιλέγεις περισσότερο από προαίσθημα (όταν δεν γνωρίζεις τίποτα για τον δημιουργό τους,όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση), μπορεί και να είχα διαβάσει κάτι στον τύπο (δεν θυμάμαι), αλλά που στο τέλος χαίρεσαι που το διάβασες και ανακάλυψες μία συγγραφέα με εξαιρετική ποιότητα γραφής, ικανότητα στη δημιουργία χαρακτήρων και στέρεας πλοκής.

Συνήθως κάποιες αυθόρμητες και ενστικτώδεις πράξεις (ενέργειες) καθορίζουν το μέλλον μας. Έτσι συνέβη και με την ηρωίδα του «Χειμώνα», την έφηβη δεκαεφτάρα Τζέιμι που παρέα με τον σκύλο της έχει καταφύγει σε μια πόλη χαμένη στο πουθενά. Η Γωνιά των Βαφιάδων (The Dyers Corner) είναι ένα χωριό κάπου στα βουνά της βόρειας Ανατολικής Ακτής των Η.Π.Α. που χτυπήθηκε από την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του ’30 και από τη δημιουργία μιας τεχνητής λίμνης που υποχρέωσε τους περισσότερους κατοίκους να χάσουν τα σπίτια τους και να φύγουν μακριά. Η μητέρα της Τζέιμι που γεννήθηκε εκεί έφυγε με τους γονείς της και συνέχισαν αλλού τη ζωή τους. Τώρα έχουν πεθάνει όλοι και η Τζέιμι (που μεγάλωσε χωρίς πατέρα) θυμάται αυτό το μέρος από την μοναδική εκδρομή της ζωής της κάποτε εκεί και από τις οικογενειακές διηγήσεις.

Βρισκόμαστε στο 1976, οι νέοι συνήθιζαν να περιπλανιούνται κάνοντας ωτοστόπ, οπότε το θέαμα μιας όμορφης νεαρής που ζητούσε στέγη και τροφή δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους ορεσίβιους χωριανούς. Στους παλαιότερους, το βάδισμα και η κορμοστασιά της Τζέιμι κάτι θύμιζε και όταν έμαθαν ποια είναι, έπαθαν σοκ παρατηρώντας την ομοιότητα με τη γιαγιά της. Η Τζέιμι πιάνει δουλειά ως φύλακας του σπιτιού της Μάργκαρετ, μιας γηραιάς διανοούμενης που επισκέπτεται το μέρος μερικούς μήνες το χρόνο και χρειάζεται κάποιον να προσέχει το γεμάτο βιβλιοθήκες σπίτι. Έχει συνάψει μια θλιβερή σχέση με έναν μέθυσο παντρεμένο που της παρέχει στέγη αλλά νιώθει εγκλωβισμένη. Το μέρος είναι σαν φυλακή. Κρύο τρομερό, άγρια φύση, άνθρωποι σε ημιάγρια κατάσταση, φτώχεια και σκληρότητα, πολλή σκληρότητα...

Ο Γκέιλεν από την άλλη είναι ένας «παγιδευτής ζώων». Βάζει παγίδες, πιάνει ελάφια, αλεπούδες και έτσι ψιλοπορεύεται. Βασανισμένος τριανταπεντάρης με πολλούς «σκελετούς στη ντουλάπα του», απελπισμένος από τη ζωή του και την ηθελημένη απομόνωσή του, ερωτεύεται την μικρή κοπέλα αλλά είναι πολύ δειλός (ή μάλλον ανίκανος συναισθηματικά) για να το εκφράσει. Θα είναι ο μόνος που θα σταθεί δίπλα της όταν εκείνη ανοίξει άθελά της, τον «ασκό του Αιόλου».

Το τυχαίο εισβάλλει στη ζωή της όταν βλέπει ένα αγοράκι δεμένο σε ένα στύλο. Τι θα έκανε ο καθένας στη θέση της; Ποια είναι η φυσιολογική κίνηση; Το λύνει, εκείνο φεύγει – οι γύρω, αδιάφοροι, το συγκεκριμένο παιδί το δένουν οι γονείς του συχνά, την προειδοποιούν, ότι «το παιδάκι δεν στέκει καλά στα μυαλά του». Αυτή της η ενέργεια θα αναστατώσει τη ζωή της διότι το αγοράκι αυτό, είναι η προσωποποίηση του Κακού. Ζει με τους γονείς του σε ένα τροχόσπιτο, και είναι μια μηχανή θανάτου. Αφού δολοφονεί τα αδερφάκια του, γίνεται η σκιά της Τζέιμι κρυμμένος μέσα στο δάσος, μια αδιόρατη σκιά, ένας stalker. Οι γονείς του με τη βοήθεια του βίαιου και απάνθρωπου Χάρλαν, ενός φίλου τους κυνηγού, τον ψάχνουν παντού αλλά δεν μπορούν να τον βρουν. Υποψιάζονται ότι τον κρύβει η Τζέιμι, ο εφιάλτης της έχει αρχίσει και η δράση γίνεται ιλιγγιώδης.

Η Wallace καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη το αίσθημα ασφυξίας και μοναξιάς που αισθάνεται η ηρωίδα της. Ένας στιβαρός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, η Τζέιμι αισθάνεται παγιδευμένη σ’αυτόν τον άγριο και αφιλόξενο τόπο, όμορφο μεν αλλά τόσο μακριά από τον πολιτισμό. Οι ντόπιοι σκληροί και βίαιοι έχουν συνηθίσει να ζουν με τα τερτίπια της φύσης. Η αγριάδα του τόπου τους, έχει καθορίσει τη ζωή τους. Η Τζέιμι το νιώθει ότι δεν ανήκει εκεί, αλλά αυτός ο τόπος είναι το μοναδικό σημείο αναφοράς που έχει από το παρελθόν, είναι το μέρος που γεννήθηκε η μάνα της, που είναι θαμμένοι οι παππούδες της, ψάχνει κι αυτή ένα «αραξοβόλι» αλλά το Dyers Corner, ίσως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, δεν είναι και το πιο φιλόξενο μέρος.

Το μυθιστόρημα είναι αγωνιώδες και βίαιο. Το χιονισμένο τοπίο παίζει ρόλο στην δράση και στην εξέλιξη καθώς και η μοιραία τεχνητή λίμνη που η δημιουργία της καθόρισε την μοίρα αυτού του τόπου. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι, το παιδί – δαίμονας δεν ξέρουμε μέχρι το τέλος αν μπορεί να μιλήσει ή αν καταλαβαίνει τι του λένε, ο Γκέιλεν που είναι η άλλη πλευρά του τριγώνου, είναι ένας άνθρωπος που ενσαρκώνει το απόλυτο Καλό, ένας άνθρωπος που καταδιώκεται από τις πράξεις του παρελθόντος και που στην Τζέιμι βλέπει τον άγγελο του. Γύρω τους απίθανες μυθιστορηματικές φιγούρες, ο διώκτης του μικρού και της Τζέιμι, Χάρλαν που από τα παιδικά τους χρόνια μπλέκει τον Γκέιλεν σε φασαρίες, ο ανώνυμος Κυνηγός που κι αυτός ενστικτωδώς προσφέρει στέγη στον μικρό σατανά και ο οποίος καταγράφει τα συναισθήματά του και τις αλλαγές του καιρού σε ένα ημερολόγιο, ο διευθυντής του Ταχυδρομείου που ονειροπολεί όποτε βλέπει την Τζέιμι νομίζοντας ότι βλέπει την γιαγιά της, δίνει έναν λυρικό τόνο στο μυθιστόρημα καθώς μέσα από τις αναμνήσεις του (όπως και από τις φωτογραφίες που έχει στο σπίτι η Μάργκαρετ), περνάει η ιστορία του τόπου.

Το φινάλε του μυθιστορήματος απογοητεύει με την ευκολία του αλλά το συναίσθημα αναγνωστικής πληρότητας παραμένει. Η Wallace δεν είναι Proulx αλλά έχει την δικιά της μεστή φωνή, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη και τον τυλίγει στην ατμόσφαιρα του ιδιότυπου και μάλλον ασυνήθιστου bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας / ενηλικίωσης), μέσα σε ένα κόσμο βίας και αγριότητας.
 
Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 01, 2010 | Permalink
Η αργόσυρτη αυτοδιάλυση της ζωής, "like ashes the low cliffs crumble and the banks drop down into dust"
Το σημερινό ποστ αφορά 2 βιβλία του μεγάλου W.G.Sebald που μεταφράστηκαν σχετικά πρόσφατα στα ελληνικά. Το αριστούργημα (με όλη τη σημασία της λέξης) «ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ» και μία σειρά διαλέξεων που βγήκε σε ένα τόμο με τίτλο «Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν από την ΑΓΡΑ, σε εξαιρετική μετάφραση Γ.Καλιφατίδη, σελ. 340 και 285 αντίστοιχα. Αναγκαστικά το βάρος θα πέσει στο πρώτο, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ των δύο αλλά και επειδή το βρίσκω αντιπροσωπευτικότατο δείγμα της γραφής του πρόωρα χαμένου Γερμανού συγγραφέα.

«ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ» είναι ένα παράξενο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα που σε τυλίγει στον ρυθμό του αθόρυβα και ήρεμα. Διαβάζεις μαγεμένος από τη γοητεία της γλώσσας και των περιγραφών του συγγραφέα ένα ιδιότυπο οδοιπορικό, χωρίς μυθοπλασία, χωρίς πλοκή. Το βιβλίο είναι ένα διαφορετικού τύπου road-novel (μυθιστόρημα δρόμου), ουσιαστικά αυτοβιογραφικό – θα μπορούσε να το έχει γράψει ο Μπόρχες (ή ακόμα και ο Μπολάνο αν φοβόμαστε τις συγκρίσεις με τον Τρισμέγιστο).

Ο Ζέμπαλντ ουσιαστικά περιγράφει όλο το νόημα του βιβλίου του στην πρώτη σελίδα:
«…Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό που ακολούθησε, δεν έπαψα να αναλογίζομαι τόσο την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων όσο και την παραλυτική φρίκη που με κατακυρίευε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε τύχαινε να βρεθώ αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή, από καταβολής κόσμου, ακλόμα και σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή.»

Δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από το ταξίδι, ένα χρόνο μετά επηρεασμένος από αυτό και καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου από ένα ισχυρό nervous breakdown, βλέπει ότι «οι αχανείς εκτάσεις που είχα περιδιαβάσει το προηγούμενο καλοκαίρι στο Σάφφολκ είχαν πλέον συρρικνωθεί μια για πάντα σε ένα και μοναδικό, τυφλό και άτονο σημείο.»

Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1992 και ο αφηγητής περιηγείται περπατώντας την ακτή της Ανατολικής Αγγλίας, τις κομητείες του Σάφφολκ και του Νόρφολκ. Είναι οι τελευταίες μέρες του Σείριου και η παλιά δεισιδαιμονία που θέλει την μελαγχολία να μπαίνει βαθιά μέσα σου εκείνες ακριβώς τις μέρες κυριεύει τον ταξιδευτή καθώς αυτός περιδιαβαίνει τις παρηκμασμένες περιοχές που κάποτε γνώρισαν δόξες και μεγαλεία αλλά τώρα αραιοκατοικούνται και αφήνονται στο έλεος του χρόνου. Ο Ζέμπαλντ συναντάει στο δρόμο του πύργους, μέγαρα, εργοστάσια, επισκέπτεται κατοικίες που έζησαν μεγάλοι συγγραφείς, μένει σε παρηκμασμένες λουτροπόλεις που κάποτε έσφυζαν από παραθεριστές και τώρα ρημάζουν μέσα στην ανεργία και το κιτς.

Ο αφηγητής όμως αριστοτεχνικά τοποθετεί τον εαυτό σε δεύτερο πλάνο. Δεν είναι αυτός ο πρωταγωνιστής, ούτε αυτά που του τυχαίνουν στον δρόμο. Ο πρωταγωνιστής είναι οι μνήμες. Με μεγάλες δόσεις χιούμορ ο Ζέμπαλντ αφήνεται στα παιχνίδια του μυαλού και «πετάγεται» από το ένα θέμα στο άλλο φτιάχνοντας ένα περίτεχνο ιστό στον οποίο παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα θαυμαστό ταξίδι στον κόσμο. Από τον Κόνραντ στους Κινέζους αυτοκράτορες, από έναν έρωτα του Σατωμπριάν στον ιδιόμορφο περίκλειστο κόσμο του Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ, από τον ρομαντισμό του Σουίνμπερν στο αφιλόξενο και φοβικό σήμερα, από την τραγική ιστορία των παλιών Ιρλανδών αριστοκρατών με μια αφορμή φαινομενικά άσχετη γράφει για τις σφαγές των Βέλγων στο Κογκό, από το «Μάθημα ανατομίας», τον περίφημο πίνακα του Ρέμπραντ και τις λιθογραφίες του Ντύρερ στην μακέτα του Ναού της Ιερουσαλήμ που κάποιος ψιλοσαλεμένος έφτιαξε στη μέση του πουθενά, στην Ανατολική Αγγλία…

Η αίσθηση της μελαγχολίας διατρέχει τις σελίδες του εκπληκτικού αυτού «μυθιστορήματος». Ο Ζέμπαλντ βλέπει την ανταριασμένη γκρίζα θάλασσα και ονειρεύεται:
«…Ίσως οι καταχωνιασμένες μνήμες να είναι εκείνες που έρχονται να προσδώσουν στα όνειρα την αλλόκοτη αίσθηση του υπερπραγματικού. Κάλλιστα όμως μπορεί να είναι και κάτι άλλο, κάτι νεφελώδες, σαν να κοιτάζουμε μέσα από ένα μυστηριώδες πέπλο και, κατά παράδοξο τρόπο, τα πάντα να δείχνουν πολύ πιο ξεκάθαρα όταν ονειρευόμαστε. Από έναν νερόλακκο γεννιέται μια ολόκληρη λίμνη, από ένα φύσημα του ανέμου μια σφοδρή θύελλα, από μια χούφτα σκόνη μια απέραντη έρημος, από έναν κόκκο θειάφι μέσα στο αίμα μας ένα πύρινο ηφαίστειο. Τι λογής θέατρο είναι άραγε αυτό όπου την ίδια στιγμή είμαστε δραματουργοί, ηθοποιοί, διευθυντές σκηνής, σκηνογράφοι και θεατές μαζί; Χρειάζεται άραγε περισσότερη ή λιγότερη λογική για να διαβούμε τις πύλες του ονείρου, από όση διαθέτουμε όταν πλαγιάζουμε στο κρεβάτι;»

Όπως και με τους υπέροχους «Ξεριζωμένους» του, ο Ζέμπαλντ χρησιμοποιεί και σ’αυτό το βιβλίο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες γεμάτες βάθος και κατάθλιψη. Δρόμοι έρημοι, επαύλεις εγκαταλελειμένες, ακτές γκρίζες και έρημες, χωράφια. Ο ρυθμός είναι χαλαρός, σαν να σου μιλάει ένας παλιόφιλος που είχες χρόνια να συναντήσεις. Είναι μια σπουδή πάνω στη φθορά των πραγμάτων, στην παρακμή. Η οικονομική ακμή και παρακμή του τόπου μαγεύει τον συγγραφέα, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά στην κάποτε ανθούσα αλιεία της ρέγγας στην περιοχή, την άνθηση του τουρισμού με το χτίσιμο αρκετών ξενοδοχείων που τώρα ρημάζουν, με τον εμφανή πλούτο της αριστοκρατίας που έχτιζε μεγαλεπήβολα μέγαρα αναμεμιγμένων ρυθμών και τεχνοτροπιών στα οποία πλέον είτε δεν μένει κανείς, είτε έχουν γίνει νοσοκομεία ή γηροκομεία. Έλκεται από περίεργες καταστάσεις, ιδιόρρυθμους τύπους που έζησαν στην περιοχή (ή και ζουν ακόμα). Το ένα περιστατικό, η κάθε συνάντηση δίνει το έναυσμα στο μυαλό του, στην ανεξάντλητη μνήμη του να «ταξιδέψει», το κάθε τι του (υπεν)θυμίζει κάτι άλλο, μια τυχαία αναφορά σε ένα ναυτικό ημερολόγιο, μια δημοσίευση σε μια εφημερίδα, μια υποσημείωση σε ένα βιβλίο. Όλα οδηγούν σε ένα ημερολόγιο αυτοκαταστροφής και παρακμής, βαθειάς μελαγχολίας και κατάθλιψης, σε μια διαρκή «συνομιλία» μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων – στην βίαιη και αμείλικτη φύση των σύγχρονων κρατών και κυβερνήσεων προτάσσει την ηρεμία και την σιωπή των νεκρών σε μια ατμόσφαιρα αινιγματική και χαλαρή.

Ο Ζέμπαλντ είναι σαφής: «…αναλογίζομαι για άλλη μια φορά ότι η ιστορία του πολιτισμού μας αποτελείται σχεδόν εξ’ολοκλήρου από συμφορές…» συναντώντας τον Μπόρχες στη λατρεία που τους ενώνει για τον υπέροχο μονήρη Έντουαρντ Φιτζτζέραλντ (ως γνωστόν, τον μοναδικό Φιτζτζέραλντ που ο Μπόρχες αναγνώριζε) που κλεισμένος 16 χρόνια σε μια αγροικία δούλευε το μοναδικό έργο που άφησε πίσω του, την μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ – δεκαέξι χρόνια για 224 γραμμές. Μας φαίνεται αδιανόητο, παρανοϊκό – μπορεί και να είναι, εξάλλου ο χρόνος είναι σχετικός – αλλά δεν μπορεί κανείς να μη μαγευτεί:
« Η μόνη εργασία που ο ίδιος ολοκλήρωσε και εξέδωσε εν ζωή είναι η υπέροχη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε να ξετυλίγεται μια στενή εκλεκτική συγγένεια, παρά τους οκτώ αιώνες που χώριζαν τους δύο άνδρες. Για τον Φιτζτζέραλντ, οι ατέλειωτες ώρες που αφιέρωσε για να αποδώσει τις διακόσιες εικοσιτέσσερις αράδες του ποιήματος είχαν τον χαρακτήρα μιας συνομιλίας με τον νεκρό, μιας προσπάθειας να μας μεταφέρει το μήνυμά του. Με τη φαινομενικά ανεπιτήδευτη ομορφιά τους, οι αγγλικοί στίχοι που έπλασε ο Φιτζτζέραλντ για να φέρει εις πέρας την αποστολή του διέπονται από μια ανωνυμία που περιφρονεί κάθε αξίωση πατρότητας εκ μέρους του, ενώ παραπέμπουν, λέξη προς λέξη, σε ένα αόρατο σημείο όπου η μεσαιωνική Ανατολή και η γερασμένη Εσπερία σμίγουν κόντρα στον θυελλώδη ρου της Ιστορίας. For in and out, above, about, below, ‘Tis nothing but a Magic Shadow-Show, Play’d in a Box whose Candle is the Sun, Round which we Phantom Figures come and go. (Γιατί μέσα κι έξω, πάνω, γύρω, κάτω, άλλο δεν είναι παρά ένα μαγικό θέατρο σκιών, μέσα σε κάποιον θάλαμο που λύχνος του είναι ο Ήλιος, και γύρω του εμείς, φανταστικές φιγούρες, ερχόμαστε και πάμε)…»

«Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ» είναι ένα διαφορετικό έργο. Πρώτα απ’όλα είναι μια έκδοση που περιέχει μια σειρά διαλέξεων του συγγραφέα με τίτλο «Αεροπορικοί βομβαρδισμοί και λογοτεχνία» που έδωσε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης καθώς και 3 δοκίμια για το έργο ισάριθμων συγγραφέων. Το δοκίμιο με τίτλο «Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης – ο συγγραφέας Alfred Andersch», το δοκίμιο με τίτλο «Με τα μάτια της γλαυκός – Σκέψεις πάνω στον Jean Amery» και τέλος μία ανάλυση στο έργο του γνωστού συγγραφέα Peter Weiss με τίτλο «Η συντριβή της καρδιάς-Μνήμη και αγριότητα στο έργο του Peter Weiss». Από τις 285 σελίδες του τόμου, περίπου τις μισές (130), καταλαμβάνει η σύνοψη των διαλέξεων που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, οπότε θα ασχοληθώ μόνο με αυτό διότι είναι και το μέρος που νομίζω ότι αξίζει να ασχοληθεί (και με το παραπάνω) κανείς.

Στους «Αεροπορικούς βομβαρδισμούς και λογοτεχνία», ο Ζέμπαλντ είναι διαφορετικός από το μυθιστορηματικό του έργο. Αφήνει κατά μέρος την ήρεμη και χαλαρή αφήγηση, τον «απογειωμένο» λόγο που σε ταξιδεύει σε άλλα μήκη και πλάτη. Εδώ είναι επιθετικός, κάποιες φορές κοφτός, αιχμηρός και οξύς. Ασχολείται με ένα θέμα που τον πονάει. Την «σιωπή» των Γερμανών λογοτεχνών γύρω από τις αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου στη χώρα τους. Παραθέτει στατιστικά στοιχεία με αριθμούς νεκρών, κατεστραμμένων σπιτιών, περιγράφει σκηνές δραματικές ερήμωσης ή και εξολόθρευσης ολόκληρων χωριών ή και συνοικιών των μεγαλουπόλεων. Αναφέρει προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων, πως τους βρήκαν οι βομβαρδισμοί και τι επακολούθησε αυτών, ενώ κατά την συνήθη πρακτική του τα κείμενα διανθίζουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες για να τονίσουν τις απόψεις του.

Ο συγγραφέας στηλιτεύει την σιωπή των πνευματικών ανθρώπων κατά τη διάρκεια ή και μετά την συνθηκολόγηση. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων κάποιων συγγραφέων, όπου ο Χ.Μπελ είναι ο γνωστότερος, μας λέει ότι υπήρξε μια υποσυνείδητη «ομερτά», μια εύγλωττη σιωπή. Ένα θέμα «ταμπού» που δεν έπρεπε να αγγίξει κανείς. Ο γερμανικός λαός, η κοινωνία ολόκληρη σαν να υπήρξε μια άτυπη συμφωνία δεν μίλησε για τα γεγονότα αυτά (και δεν πολυμιλάει ακόμα), αλλά «χάραξε» μια γραμμή και είπε: «πάμε παρακάτω». Εκείνο (λέει) που τους ενδιέφερε όλους ήταν να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα, να χτίσουν την καινούργια πατρίδα.

Ο Ζέμπαλντ στις διαλέξεις του υποστηρίζει θέσεις που προκάλεσαν σωρεία συζητήσεων. Θεωρεί ότι οι λογοτέχνες έπρεπε (όφειλαν) να σταθούν απέναντι στα ιστορικά γεγονότα και να τα μεταφέρουν στο χαρτί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Δεν εμπιστεύεται ούτε τους «αυτόπτες μάρτυρες», ούτε τις (κλισεδιάρικες όπως χαρακτηριστικά αναφέρει) συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις τους. Θέλει τον λογοτέχνη στην πρώτη γραμμή, ενεργά αναμεμειγμένο στο γίγνεσθαι και όχι θεατή των εξελίξεων, κλεισμένο στον ελεφάντινο πύργο του. Θεωρεί την αντίδραση των συναδέλφων του καθαρά τυπική της γερμανικής μενταλιτέ, να καλύπτουμε τα λάθη μας, τα πράγματα για τα οποία ντρεπόμαστε, κάτω από το χαλί. Να μη μιλάμε για τη «συμφορά» που μας βρήκε. Εν ολίγοις τους τα γράφει «χύμα και τσουβαλάτα» με την ειρωνία και το χιούμορ που εν γένει χαρακτηρίζουν το έργο του.

«…Ένας Άγγλος παρατηρητής θυμάται μια βραδιά όπερας στην πόλη (το Βερολίνο), αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός. Όπως λέει με μάλλον αμφίστομο θαυμασμό, «εν μέσω τέτοιου χάους, μόνον οι Γερμανοί θα μπορούσαν να διοργανώνουν μεγαλειώδη συμφωνικά κονσέρτα σε αίθουσες κατάμεστες από μουσικόφιλους». Βλέποντας, απ’άκρη σ’άκρη της χώρας, τα πρόσωπα χιλιάδων ακροατών να λάμπουν στο άκουσμα της γλυκιάς μουσικής που πλημμύριζε και πάλι τον αέρα, ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει τα αισθήματα ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία τους; Και ωστόσο, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο το φέρσιμό τους δεν έκρυβε μια νοσηρή υπεροψία και κατά πόσο δεν καμάρωναν στη σκέψη ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας κανείς άλλος δεν είχε γράψει τέτοια μουσική και δεν είχε, συγχρόνως, υποστεί τόσα δεινά όσα οι Γερμανοί.»

Μπορεί κανείς να διαφωνήσει με πολλά από αυτά που θίγει ο Ζέμπαλντ. Προσωπικά θεωρώ την απόσταση αναγκαία συνθήκη για τον λογοτέχνη και το έργο του. Δεν πιστεύω στις «εν θερμώ» καταγραφές γεγονότων στην λογοτεχνία αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Αυτές όμως οι 130 σελίδες σε κάνουν να σκεφτείς, να προβληματιστείς και να παρασυρθείς από την γοητεία της γραφής του μεγάλου συγγραφέα που δεν φοβάται να πει την άποψή του και ας του ορμήσουν όλοι (πράγμα που έγινε όπως γράφει χαρακτηριστικά κλείνοντας αυτό το κείμενο).

Υ.Γ. Πάνε περίπου 3 χρόνια από τότε που πρωτοασχολήθηκα με τον W.G.Sebald και πάλι με ενθουσιασμό – και πάλι με 2 βιβλία του. Ορισμένα από τα στοιχεία που θίγω σ’αυτό το ποστ τα ξαναβρήκα (κυρίως στους Δακτύλιους), η γενική μου αίσθηση παραμένει. Ήταν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, κρίμα που έφυγε νωρίς.

Υ.Γ.2. Ανάλυση των Δακτύλιων του Κρόνου και από το blog της Alef λίγο καιρό πριν.

Υ.Γ.3. Ο αινιγματικός τίτλος του ποστ είναι από ένα ποίημα του εξαίσιου Ώλτζερνον (αυτό είναι όνομα) Σουίνμπερν με τίτλο By the north sea. Ο Ζέμπαλντ παραθέτοντας το απόσπασμα του τίτλου σχολιάζει ότι "το ποίημα αποτίνει φόρο τιμής στην αργόσυρτη αυτοδιάλυση της ζωής". Οι στίχοι του τίτλου ακολουθούν την υπέροχη φράση του συγγραφέα. Η μετάφραση τους είναι :" Σαν στάχτες καταρρέουν οι χαμηλοί γκρεμοί και οι πλαγιές σωριάζονται στη σκόνη".