Τετάρτη, Μαρτίου 31, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 31, 2021 | Permalink
Φωνές
«Είμαι τόσο λίγο σε μένα, που αυτό που κάνουν από μένα, σχεδόν δεν μ’ ενδιαφέρει.» (145)
 
Για τους ανθρώπους σαν κι εμάς, που έχουμε τα χρονάκια μας, η αποκάλυψη / ανακάλυψη του Αργεντινοιταλού Antonio Porchia (1885 Κονφλέντι, Ιταλία – 1968 Μπουένος Άιρες, Αργεντινή), στις αρχές της δεκαετίας του 90, στην έκδοση-κόσμημα της Στιγμής «Επιλογή από τις Voces» σε μετάφραση του Ε.Χ.Γονατά, αποτέλεσε όχι μόνο μια έκπληξη, αλλά και ένα αναγνωστικό σοκ. Ο Γονατάς απέδωσε περίπου 300 αφορισμούς σε αυτόν τον μικρό τόμο, και αργότερα ήρθε η πλήρης έκδοση της Ινδίκτου, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, με 1082 αφορισμούς μεταφρασμένους από τον Βασίλη Λαλιώτη, να υπενθυμίσει εμφαντικά την αξία του σπουδαίου συγγραφέα. Η νέα πλήρης, συλλεκτική και καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Bibliotheque, του μικρού τομιδίου «ΦΩΝΕΣ» («Voces»), στην μετάφραση και εξαιρετικό πρόλογο, του Βασίλη Λαλιώτη (σελ.145), δεν διαφέρει από αυτήν των εκδόσεων Ίνδικτος, η οποία όμως είναι από καιρό εξαντλημένη, και ήρθε να γνωρίσει τον Porchia σε νεότερες γενιές αναγνωστών, αλλά και να εμπλουτίσει τις βιβλιοθήκες ημών των φανατικών του σπουδαίου Αργεντίνου συγγραφέα.
 

«Μπαίνει ένας καινούργιος πόνος στο σπίτι και οι παλιοί πόνοι του σπιτιού τον υποδέχονται σιωπηλοί, όχι πεθαμένοι.» (74)
 
Ο Αντόνιο Πόρτσια, ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Μέχρι τα 17 του έζησε στον Ιταλικό Νότο και λίγο καιρό αφότου πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του παίρνει τα έξι από τα εφτά παιδιά της και μεταναστεύουν στην Αργεντινή, όπου ζουν σε ιδιαίτερα φτωχικές συνθήκες, με τον Αντόνιο να κάνει χειρωνακτικές εργασίες για να βοηθήσει την οικογένεια.
 
«Θα φύγω από σένα, αλλά εσύ μη φεύγεις από μένα. Γιατί θα φύγω από σένα όπως φεύγω από όλα, χωρίς τίποτα να φεύγει από μένα.» (585)
 
Μερικά χρόνια αργότερα, αγοράζουν ένα τυπογραφείο με τον αδερφό του, όπου ο Αντόνιο δουλεύει εκεί μέχρι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, που αφήνει τη δουλειά του και αγοράζει ένα σπίτι με κήπο σε μια συνοικία του Μπουένος Άιρες, όπου ασχολείται με την κηπουρική. Έχει ήδη αρχίσει να γράφει τις «Φωνές».
 
«Να γελάς από το να μην γελάς, να κλαις από να μην κλαις: να υπάρχεις από το να μην υπάρχεις.» (831)
 
Ο Πόρτσια, άνθρωπος ταπεινός και μονήρης, αυθύπαρκτος και ευγενής, έκανε παρέα με γλύπτες, ζωγράφους, γενικότερα καλλιτέχνες της εποχής. Συχνάζει στην συνοικία Μπόκα, δεν γράφει πολύ – πέντε, έξι, αφορισμούς τον χρόνο, που τους δούλευε διαρκώς -, είναι ιδανικός στο να υποδέχεται φίλους στο μικρό του σπίτι, κερνώντας τους με άφθονο κρασί, αλλαντικά, φρούτα από τον κήπο του, τα Ισπανικά του είναι λίγο ιδιόμορφα – κάτι που φαίνεται στα γραπτά του.
 
«Δεν έχεις τίποτα και θα μου έδινες έναν κόσμο. Σου χρωστάω έναν κόσμο.» (232)
 
Τις «Φωνές» τον πείθουν να τις βγάλει σε βιβλίο, οι φίλοι του, που τον βλέπουν να τις γράφει σε φύλλα χαρτιού και να τους τις μοιράζει. Η πρώτη έκδοση, των 1000 αντιτύπων, θα εκδοθεί το 1943 και περνάει τελείως απαρατήρητη. Όπως περιγράφει ο φίλος του Roberto Juarroz, δεν ξέρει τι να κάνει με τα αντίτυπα και τα δωρίζει σε μια εταιρεία που διευθύνει μια σειρά από λαϊκές βιβλιοθήκες σε όλη την Αργεντινή.
 
«Η πρώτη μου απογοήτευση υπήρξε η τελευταία μου απογοήτευση. Κατόπιν είχα περισσότερες απογοητεύσεις, γιατί στην ανθρώπινη ψυή πάντα, χωράει  μια απογοήτευση επιπλέον.» (795)
 
Αντίτυπα λοιπόν, των «Φωνών» βρίσκονται σε απομακρυσμένες γωνιές της χώρας, όπου τα ανακαλύπτουν οι απλοί άνθρωποι, που συχνάζουν σε αυτές και η φήμη του βιβλίου, που δεν υπάρχει πλέον στην αγορά, διαδίδεται από στόμα σε στόμα.
 
«Σου χρωστούν τη ζωή κι ένα κουτί σπίρτα και θέλουν να σου πληρώσουν ένα κουτί σπίρτα, γιατί δεν θέλουν να σου χρωστούν ένα κουτί σπίρτα.» (331)
 
Ο Πόρτσια, «υποχρεώνεται» εκ των συνθηκών, να προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση, εμπλουτισμένη αυτή τη φορά, με νέες «φωνές» που έγραψε τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν. Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν τον δρόμο τους, όταν ένας Γάλλος κριτικός που εργαζόταν στην Αργεντινή, θα πιάσει στα χέρια του τις «Φωνές» και θα ενθουσιαστεί. Του προτείνει να γράφει στο μέγιστο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, το Sur, αλλά η συνεργασία δεν ευοδώθηκε, επειδή οι επιμελητές και οι διορθωτές του περιοδικού, θέλησαν να διορθώσουν τα «τυπικά συντακτικά λάθη» των αφορισμών, αρνούμενοι να κατανοήσουν το μοναδικό εκφραστικό ύφος του συγγραφέα τους.

 
«Ο συγγραφέας του όλου μου δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι ο συγγραφέας τού πως είναι το όλον μου.» (1010)
 
Οι «Φωνές» μεταφράζονται στα Γαλλικά, και προκαλούν τον θαυμασμό συγγραφέων και κοινού. Υπάρχει και μια χαριτωμένη ιστορία, όπου ο Πόρτσια βλέπει στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου του Μπουένος Άιρες, τη Γαλλική έκδοση, ενώ του είχαν αρνηθεί κάποτε την τοποθέτηση της πρωτότυπης. Σπεύδει να την αγοράσει και ο πωλητής του την συστήνει με θερμά λόγια!
 
«Μια ζωή τελείως συνειδητή, κανείς δεν θα μπορούσε να την υποφέρει.» (870)
 
Η φήμη του εξαπλώνεται, θα προταθεί για βραβεία, θα τον καλέσουν στην Γαλλία όπου θα αρνηθεί να ταξιδέψει, το βιβλίο θα αρχίσει να εκδίδεται σε άλλες χώρες, θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός στον αγγλοσαξωνικό κόσμο με την εμβληματική μετάφραση του ποιητή W.S.Merwin, αλλά εκείνος, αφού πρώτα μετακομίσει σε μικρότερο σπίτι λόγω οικοινομικής δυσχέρειας, θα ασχολείται μόνο με τα φυτά του και τους φίλους του.
 
«Αν ήσουν όπως εγώ σε ήθελα, θα ήσουν όπως εγώ ο ίδιος▪ και σαν εμένα ίδιο, δεν θα σε ήθελα.» (1008)
 
Ο Πόρτσια, δεν θα παντρευτεί ποτέ, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ερωτική του ζωή. Θα πεθάνει με τραγικό τρόπο σε ηλικία 83 ετών, όταν χτύπησε το κεφάλι του, πέφτοντας από μια σκάλα που ήταν ανεβασμένος κλαδεύοντας ένα δέντρο στο εξοχικό ενός φίλου του.
 
«Θέλησα να πλησιάσω το σωστό από σωστούς δρόμους. Κι έτσι άρχισα να ζω λάθος.» (248)
 
Τι είναι όμως οι «Φωνές», αυτά τα επιγράμματα που δεν σταματάς να τα διαβάζεις, σαγηνευμένος από την αμφίσημη γοητεία τους και την σοφία που κρύβουν μέσα στις λέξεις τους; Οι μελετητές των αφορισμών αυτών, έχουν ανακαλύψει επιρροές από Επίκουρο, Λάο Τσε, Λα Ροσφουκώ, Κάφκα, Λίχτενμπεργκ, Βουδισμό, Ταοϊσμό, ότι μπορεί να σκεφτεί κανείς. Ο Πόρτσια τα αρνήθηκε όλα, όποτε ερωτάτο για αυτό. Ισχυριζόταν ότι δεν τους γνώριζε καν, δεν τους είχε διαβάσει ποτέ.
 
«Δεν ξέρεις πια τι να κάνεις, ούτε όταν ξαναγίνεσαι παιδί. Και είναι θλιβερό να βλέπεις ένα παιδί που πια δεν ξέρει τι να κάνει.» (402)
 
Στην βιβλιοθήκη του, δεν βρέθηκε κανένα βιβλίο των ανωτέρω. Εξάλλου, δεν διεκδίκησε ποτέ κάτι, έγραφε τις μικρές του προτάσεις και τις μοίραζε σε φίλους…
 
«Όταν βρίσκομαι κοντά σου, λησμονώ το καλό που υπάρχει σε σένα, κι όταν βρίσκομαι μακριά σου, λησμονώ το κακό που υπάρχει σε σένα.» (1047)
 
Μαθήματα ζωής, μαθήματα ήθους από έναν ταπεινό μετανάστη, που μέσα του παρέμεινε ως τέτοιος, μιλώντας με άνεση τα Ιταλικά μέχρι το τέλος της ζωής του, παρότι δεν βγήκε για 66 χρόνια από την Αργεντινή. Οι «Φωνές» αποκαλύπτουν μια ανάγκη για στοχασμό παρά για δράση, για τη μελαγχολία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου πάνω στο βάσανο της ύπαρξης.

 
«Ο κόσμος συγχωρεί τα ελαττώματά σου, όχι τις αρετές σου.» (769)
 
Οι αφορισμοί του Πόρτσια δεν έχουν ίχνος έπαρσης, είναι απλά γραμμένες, κατανοητές από τον καθένα, και ερμηνεύονται όπως ο αναγνώστης τους επιθυμεί. Δεν είναι όλοι αφορισμοί στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, ενώ υπάρχουν πολλές επαναλήψεις, που δείχνει ότι τον συγγραφέα τους, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η δημοσίευσή τους. Είναι μικρά κείμενα που δεν γράφονται για κάποιον σκοπό, αλλά ως μια τελείως προσωπική (άρα απόλυτα οικουμενική) ερμηνεία της ζωής. Και γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμα.
 
«Φορές πιστεύω πως το κακό είναι όλα και πως το καλό είναι μονάχα ένας ευσεβής πόθος του κακού.» (343)
 
Προσωπικά θεωρώ ότι οι «Φωνές» ανήκουν στη Λογοτεχνία. Όπως ο Μπόρχες έγραψε κάπου: «ο αναγνώστης νιώθει την άμεση (την διαρκή) παρουσία ενός ανθρώπου και του πεπρωμένου του», ή, όπως έλεγε ο Juarroz, οι «Φωνές» είναι μια «απόπειρα βιογραφίας» του συγγραφέα.
 
«Πόσοι, κουρασμένοι από το να ψεύδονται, δεν αυτοκτονούν σε οποιαδήποτε αλήθεια.» (267)
 
Θα έλεγα ότι είναι μια συλλογή υπαρξιστικών μικροϊστοριών, που μπορείς να τις διαβάζεις χωρίς σειρά, και χωρίς πρόγραμμα, ανά πάσα στιγμή. Δεν συνιστάται η ανάγνωσή τους σε «βουλιμικούς αναγνώστες» που διατρέχουν τις σελίδες των βιβλίων, αγωνιώντας να διαβάσουν το επόμενο βιβλίο της λίστας τους, τις «Φωνές» τις διαβάζεις αργά – ίσως και ανάμεσα σε άλλες αναγνώσεις σου -, τις απολαμβάνεις σαν ένα υπέροχο γλυκό, και τις σκέπτεσαι μετά για ώρες.
 
«Το να βρίσκεσαι σε συντροφιά δεν είναι να είσαι με κάποιον, αλλά να είσαι σε κάποιον.» (1082)



 
Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2021
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2021 | Permalink
"Εκεί που χτυπά ή καρδιά του κόσμου"
Ένα μυθιστόρημα, με έντονο το πραγματολογικό στοιχείο και με ήρωες εμβληματικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα, ανθρώπους που στο πέρασμα του χρόνου λατρεύτηκαν από εκατομμύρια «πιστούς», είναι το πολύ καλό «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» («Le Coeur battant du monde»), του Γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Sebastien Spitzer (1970, Παρίσι). Ένα βιβλίο που έφτασε στη βραχεία λίστα για το σημαντικότατο βραβείο Γκονκούρ, του 2019, που εκδόθηκε στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις του 21ου (μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ. 396), κι έχει περάσει ουσιαστικά απαρατήρητο από την εγχώρια κριτική, παρά την δεδομένη αξία του, και το τεράστιο ενδιαφέρον που παρουσιάζει.


 
Είχε ο Καρλ Μαρξ, εξώγαμο γιο; Πόσοι γνωρίζουν αυτό το γεγονός που δεν αναφέρεται συχνά; Κι αν η σχέση του Ένγκελς με τον Μαρξ, είναι γνωστή, τι ακριβώς ρόλο στη ζωή του μεγάλου φιλόσοφου έπαιξε η «Κόκκινη Τζένη», η σύζυγός του δηλαδή, βαρόνη Γιοχάνα φον Βεστφάλεν, αυτή η ιδιαίτερα δυναμική και σκληρή γυναίκα που παράτησε πλούτη και τίτλους για να ζήσει με τον επιπόλαιο Μαρξ; Ήξεραν οι τρεις (τόσο διαφορετικές μεταξύ τους) κόρες τους, την ύπαρξη, ενός αποδιοπομπαίου μικρού αδελφού; Και πως μεγάλωσε αυτό το παιδί, τι απέγινε;
 
«Το Λονδίνο είναι η απαίσια κοσμόπολη. Οι δρόμοι του μυρίζουν εξορία και καπνιά, κάρι και ζαφορά, λυκίσκο, ξύδι και όπιο. Η πιο μεγάλη πόλη του κόσμου είναι μια αποκαμωμένη Βαβυλώνα με χίλιες γλώσσες, μπουκωμένη με όλ’ αυτά που η αυτοκρατορία δεν μπορεί πλέον ν’ αφομοιώσει. Έχει την καρδιά του οίκου των Τιδόρ και μπουκώνει καταβροχθίζοντας τους φτωχούς κι αδύναμους. Όταν παραχορταίνει, τους ξερνάει πιο πέρα και τους αφήνει να συσσωρεύονται στα φρικτά προάστιά της.»
 
Το μυθιστόρημα του Σπιτζέρ ξεκινάει το 1851, στο Λονδίνο και ολοκληρώνεται στο τέλος της δεκαετίας του 1860. Η Ιρλανδέζα Σάρλοτ έχει φύγει από τη χώρα της, λόγω του θανατηφόρου λιμού, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη στο Λονδίνο. Είναι έγκυος στο πρώτο της παιδί, το οποίο θα χάσει όταν θα βρεθεί στη μέση μιας ληστείας, χτυπημένη και σε κακή κατάσταση. Θα την διασώσει ο Μάλτε, ένας ψευτογιατρός, που έχει το «ιατρείο» του σε μια φτωχική γειτονιά γεμάτη πόρνες και απόκληρους. Σ’ εκείνον θα πάει ο Φρίντριχ Ένγκελς, ένα νεογέννητο αγοράκι, καρπό της ερωτικής συνεύρεσης του φίλου του Καρλ Μαρξ με την υπηρέτρια της οικίας του. Ο Ένγκελς είχε κληθεί εσπευσμένα στο Λονδίνο από το Μάντσεστερ (όπου έχει το εργοστάσιο κατεργασίας βαμβακιού, ένα παράρτημα της οικογενειακής επιχείρησης στη Γερμανία), να διευθετήσει το πρόβλημα που προέκυψε με την πρόωρη γέννηση ενός παιδιού που κανείς δεν θέλει. Ο Μάλτε λαμβάνει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό και αναθέτει στην Σάρλοτ την ανατροφή του βρέφους παρέχοντάς της τα αναγκαία, τα οποία όμως δεν είναι αρκετά και για τους δυο τους, έτσι η Σάρλοτ βγαίνει στην πορνεία.
 
Ο Ένγκελς θα γυρίσει στο Μάντσεστερ, θα ασχοληθεί με την επιχείρησή του, που θα γνωρίσει μεγάλα προβλήματα από την έλλειψη βαμβακιού, που προκύπτει από τον Αμερικάνικο εμφύλιο, ενώ η ελεύθερη σχέση του με δύο Ιρλανδές αδελφές, εργάτριες στο εργοστάσιο του, θα προκαλέσει το κοινό αίσθημα της πόλης. Τελικά η μία θα πεθάνει κι ο Ένγκελς θα ζήσει με την μικρότερη και μόνιμα διχασμένος μεταξύ της ανώτερης τάξης στην οποία ανήκει με τις κυνηγετικές εξορμήσεις και τις δεξιώσεις και με τις προοδευτικές ιδέες του, που βρίσκουν διέξοδο στην επαφή του με τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος γράφει ασταμάτητα.
 
«Είναι συνομήλικοι. Τριάντα και κάτι. Αλλά ο Μαύρος φαίνεται πιο μεγάλος, με το χυδαίο προκοίλι του και το μεγάλο μέτωπό του χαρακωμένο από γραμμές δυσπιστίας. Το πραγματικό του όνομα είναι Καρλ Μαρξ. Αλλά εδώ και πολλά χρόνια τον λένε όλοι Μαύρο. Αυτό το παρατσούκλι το χρωστάει στο ιδιαίτερο χρώμα της επιδερμίδας του. Μαυριδερή, πολύ σκούρα. Τα μαλλιά του είναι κατάμαυρα, τα γένια σκεπάζουν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Μοιάζει με τον Οθέλλο του Σαίξπηρ. Το κεφάλι του θα’ λεγες ότι είναι τοποθετημένο σαν μια μπάλα πάνω στους ώμους του. Ο λαιμός του, κοντός, κρύβεται από την πλούσια και πυκνή γενειάδα του. Όσο κι αν μαζεύει την κοιλιά του, ο Ένγκελς δυσκολεύεται να περάσει μέσα μαζί του.»

 
Το όνομα του μικρού είναι Φρέντι και μεγαλώνει στην αγκαλιά της Σάρλοτ που του δίνει το επίθετο του συντρόφου της, που έφυγε στην Αμερική να βρει την τύχη του και δεν έχει ξαναγυρίσει. Ο Φρέντι είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αφηγείται ο Σπιτζέρ. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους δρόμους του Λονδίνου, μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, υποχρεωμένο να βρίσκεται έξω τις ώρες που η μητέρα του δέχεται πελάτες στο σπίτι για να μπορέσουν να επιβιώσουν, στις βόλτες του θα γνωρίσει και την οικογένεια του Μαρξ, θα κάνει παρέα με την μικρότερη, την Τούσι που είναι ατίθαση και έχει μια έμφυτη περιέργεια, ώσπου να επέμβει η στιβαρή Γιοχάνα που αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο μικρός και να απομακρύνει τα δύο παιδιά.
Η επιδεινούμενη φτώχεια όμως της Σάρλοτ θα τους υποχρεώσει να μετακομίσουν στο Μάντσεστερ για να βρουν καλύτερη τύχη στην βιομηχανική πρωτεύουσα της Αγγλίας. Εκεί στην πόλη με το ισχυρό Ιρλανδικό στοιχείο, τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα, αλλά ο Φρέντι που όσο μεγαλώνει μοιάζει όλο και περισσότερο στον πατέρα του, θα γνωρίσει τους εξεγερμένους επαναστάτες της Ιρλανδίας, εντασσόμενος στον σκοπό τους.
 
Η αφήγηση του Σπιτζέρ, δεν επικεντρώνεται στους Μαρξ και Ένγκελς. Ο ήρωάς του είναι ο Φρέντι και η Σάρλοτ (μέγιστος μυθιστορηματικός χαρακτήρας), που παλεύουν να επιβιώσουν σε απάνθρωπες συνθήκες, όπως και οι πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες των εργατριών του Μάντσεστερ και των Ιρλανδών αγωνιστών. Ο συγγραφέας, με γλαφυρότητα και αξιοθαύμαστη οικονομία στήνει μια σαγηνευτική τοιχογραφία της εποχής, με τις συνθήκες των εργοστασίων και την χρεωκοπία των εμπόρων βαμβακιού (οι πληροφορίες που δίνει για το Αμερικανικό βαμβάκι και το τι συνέβη στα χρόνια του Εμφυλίου, είναι πραγματικά μοναδικές), την βιαιότητα της αστυνομίας και βέβαια πάνω απ’ όλα την ατμόσφαιρα των δρόμων του Λονδίνου, την φτώχεια και την δυσωδία, την πορνεία και τον θάνατο – περιγραφές επηρεασμένες από τις σελίδες του Καρόλου Ντίκενς, που μια φράση του χρησιμεύει ως εισαγωγή στο μυθιστόρημα.
 
Ο Σπιτζέρ στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, προσθέτοντας την μυθοπλασία, εκεί που του λείπουν οι πληροφορίες. Όπως χαρακτηριστικά, γράφει στο τέλος του βιβλίου του, «όλα είναι αληθινά, ή σχεδόν. Ο Μαρξ και το οντολογικό του σφάλμα. Ο Ένγκελς και οι ανέσεις του. Η Τούσι, το αγοροκόριτσο. Αλλά για τον Φρέντι και τη Σάρλοτ βυθίστηκα στην γκρίζα ζώνη μιας ιστορίας γεμάτης αποσιωπήσεις. Η ύπαρξή τους κρατήθηκε κρυφή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Υπήρξε ένα από τα επτασφράγιστα μυστικά της Σοβιετικής Ένωσης και όλων των κλειδοκρατόρων του μαρξιστικού ναού.»
 

Το πιο δυνατό σημείο όμως αυτού του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος μυθιστορήματος, είναι η ατμόσφαιρα των δρόμων των δύο μεγαλουπόλεων, που απεικονίζονται με γλαφυρότητα, του Λονδίνου και του Μάντσεστερ. Συνθήκες τραγικές, εκμετάλλευση στο μάξιμουμ και αξία ζωής στο μίνιμουμ, τα εργατικά ατυχήματα είναι συνεχή και τα θύματα αυτών, καταδικάζονται σε μια ζωή χωρίς αύριο, ζόφος και κτηνωδία, κόσμος που βράζει από αγανάκτηση, άνθρωποι που υποφέρουν από την έλλειψη των στοιχειωδών πραγμάτων.
 
Η περιγραφή μιας κοινωνίας χωρίς την παραμικρή ελπίδα, ενός κόσμου σκληρού και μάταιου, κάνει το «Εκεί που χτυπά η καρδιά του κόσμου» (τίτλος που βγαίνει από μια φράση του Καρλ Μαρξ), ένα συγκινητικό και πολύ ζωντανό μυθιστόρημα, που ωθεί τον αναγνώστη του σε προβληματισμό και σκέψεις. Εξαιρετική αναπαράσταση των πρώτων χρόνων της Βιομηχανικής Επανάστασης, θαυμάσια μίξη Ιστορίας και Μυθοπλασίας, το βιβλίο του Σπιτζέρ, αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα.
 
Βαθμολογία 81 / 100


 
Σάββατο, Μαρτίου 20, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 20, 2021 | Permalink
"'Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά"
Αποτελούσε έλλειμμα για τη μεταφρασμένη λογοτεχνία στη χώρα μας, ότι δεν είχε εκδοθεί ποτέ το εμβληματικό μυθιστόρημα «ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ» («All the Kings Men»), του Αμερικανού συγγραφέα (αλλά και διάσημου Λογοτεχνικού Κριτικού) Robert Penn Warren (1905, Γκάθρι, Κεντάκι – 1989, Στράτον, Βερμόντ), ένα βιβλίο που βρίσκεται μέσα σε όλες τις λίστες με τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα και κυκλοφόρησε με το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου, αποσπώντας το βραβείο Πούλιτζερ το 1947. Ευτυχώς στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, το κενό καλύφθηκε με την αισθητικά ωραία έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Πόλις, από την οποία λείπει όμως και κάποιο επίμετρο ή εισαγωγή, σε πολύ καλή μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου (σελ. 554).
 

Βιβλίο μεγάλης πνοής το αριστουργηματικό «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά», είναι πολλά πράγματα μαζί. Μυθιστόρημα πολιτικό και φιλοσοφικό, μυθιστόρημα μαθητείας και αυτογνωσίας, στοχασμός γύρω από την εξουσία και τον άνθρωπο με τις ατέλειες αλλά και την μεγαλοσύνη του, πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα μεγάλο Αμερικανικό μυθιστόρημα για τον Νότο, που περιγράφει αυτή την ιδιόρρυθμη ατμόσφαιρα σε αυτές τις Πολιτείες των Η.Π.Α., που έχει χαθεί πλέον, καθώς έχουν ομογενοποιηθεί τα πάντα.
 
Στο βιβλίο υπάρχουν και πρωταγωνιστούν, δύο έξοχοι λογοτεχνικοί ήρωες, ο Κυβερνήτης Γουίλι Σταρκ και ο δημοσιογράφος και έμπιστός του Τζακ Μπέρντεν. Η αφήγηση που δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, αλλά έχει χρονικά άλματα στο παρελθόν, κατά το μεγαλύτερο μέρος της γίνεται μέσα από την υποκειμενική ματιά του Τζακ Μπέρντεν, ο οποίος περιγράφει μεν την ιστορία της ανόδου και της πτώσης ενός bigger than life μυθιστορηματικού ήρωα, από την άλλη όμως, εξιστορεί και την δική του προσωπική πορεία από τα χρόνια της νιότης του, μέχρι την ωριμότητα.
 
Η υπόθεση του λογοτεχνικού έργου
 
Ο δημοσιογράφος Τζακ Μπέρντεν το 1922 γνωρίζει τον Γουίλι Σταρκ, όταν ο δεύτερος έχει καταγγείλει στις αρχές, μια εξόφθαλμη παρανομία στο χτίσιμο ενός σχολείου του Μέισον σίτι, της μικρής πόλης που μένει. Ο Σταρκ είναι ένας αφελής και μάλλον ονειροπόλος νέος άνθρωπος, που ζει μια φτωχική ζωή έξω από την πόλη, με τη σύζυγο του Λούσι και τον μικρό τους γιο. Παρότι η καταγγελία του «πνίγεται» από τους διεφθαρμένους ιθύνοντες της περιοχής, όταν μετά από δύο χρόνια συμβαίνει ένα ατύχημα στο νεόκτιστο σχολείο, οι άνθρωποι που τον είχαν χλευάσει, τον αναγορεύουν ήρωα της μικρής πόλης και το όνομά του ακούγεται σε όλη την Πολιτεία.
 
Στις επερχόμενες εκλογές, το φαβορί των εκλογών, σκέπτεται να εκμεταλλευτεί την φήμη του Σταρκ, χρησιμοποιώντας τον, ως τρίτο υποψήφιο για να διασπάσει το εκλογικό σώμα, κάνοντας την επικράτησή του ευκολότερη. Στέλνει δύο ανθρώπους του, την δυναμική Σέιντι Μπερκ και τον «άνθρωπο για όλες τις δουλειές» Τάινι Ντάφι να «βοηθήσουν» τον Σταρκ, που δεν είναι κι ο πιο επιδέξιος ρήτορας παραπέμποντας στατιστικές και αριθμούς στους μπουρτζόβλαχους που τον παρακολουθούν. Όταν όμως η Σέιντι τού αποκαλύπτει την αλήθεια, ο Σταρκ μεθάει και λύνεται η γλώσσα του, παρατάει τις σημειώσεις, μιλάει με την καρδιά του, λέγοντας πικρές αλήθειες, μαγνητίζοντας τους ακροατές του. Ο Σταρκ δεν θα καταφέρει τίποτα σε αυτές τις εκλογές, έχει όμως αφήσει υποσχέσεις για το μέλλον.
 
Κι έτσι στις επόμενες εκλογές θριαμβεύει, κατακτώντας το αξίωμα του Κυβερνήτη της Πολιτείας. Στο επιτελείο του ήδη ανήκουν η Σέιντι ως γραμματέας και έμπιστή του, ο Ντάφι που ακολουθεί το ρεύμα και γνωρίζει τα κατατόπια, και ο οδηγός του ο Σούγκαρ Μπόι που τον έχει για Θεό του. Στην ομάδα, θα προστεθεί ο Τζακ Μπέρντεν ως «ερευνητής» και υπεύθυνος τύπου. Ο Τζακ Μπέρντεν είναι κλασσική περίπτωση ανθρώπου, μπερδεμένου μέσα στον ιδεαλισμό και τις εμμονές του. Έχει σπουδάσει Ιστορία, αλλά εργάζεται ως δημοσιογράφος. Πιστεύει στον Σταρκ, τον θεωρεί ειλικρινή πολιτικό και τρέφει φιλικά αισθήματα γι’ αυτόν. Η οικογένειά του, παλιά αριστοκρατική του Νότου ζει σε μια πόλη που φέρει το όνομα της οικογένειάς του. Είναι όμως μια ιδιαίτερη περίπτωση οικογένειας, αφού ο πατέρας του Έλις Μπέρντεν, επιτυχημένος δικηγόρος, έχει παρατήσει το σπίτι, παίρνοντας διαζύγιο, και ζει στην πόλη ως άστεγος κηρύττοντας το Ευαγγέλιο, ενώ η μητέρα του ζει μαζί με τον τρίτο ή τέταρτο σύντροφό της, πάντα προσκολλημένη σε οτιδήποτε έχει στη τσέπη βαρύ πορτοφόλι.
Στην μικρή και ειδυλλιακή πόλη ζει και η Ανν Στάντον, ο εφηβικός έρωτας του Τζακ Μπέρντεν που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς μια ο ένας, μια η άλλη, μέσα στην ανασφάλειά τους έκαναν πίσω την πιο κρίσιμη στιγμή. Ο Τζακ Μπέρντεν είναι επίσης στενός φίλος με τον Άνταμ Στάντον, τον μεγαλύτερο αδερφό της Ανν, που είναι φημισμένος (κυρίως για την ακεραιότητά του) χειρουργός. Ο πατέρας των δύο φίλων του Τζακ, ήταν για χρόνια Κυβερνήτης της περιοχής, άρα και ο ισχυρός άνδρας της, μαζί με τον Δικαστή Ίρβιν που ακόμα εξουσιάζει και επηρεάζει τα παλαιά τζάκια της περιοχής. Όλοι αυτοί περιφρονούν τον Γουίλι Σταρκ θεωρώντας ότι ανήλθε στην εξουσία με δόλιες μεθόδους κι ότι απειλεί την παλιά αριστοκρατία, ενώ αποδοκιμάζουν τον Τζακ για την απόφασή του να εργαστεί γι’ αυτόν.
 
Αυτό είναι το σκηνικό πάνω στο οποίο τοποθετεί την δράση του βιβλίου του ο Penn Warren. Στο εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Σταρκ αναθέτει στον Τζακ Μπέρντεν, να βρει στοιχεία για το παρελθόν του Δικαστή Ίρβιν, μετά την γνωστοποίηση του τελευταίου ότι στις επερχόμενες εκλογές για την Γερουσία θα υποστηρίξει τον υποψήφιο που κατεβαίνει αντίπαλος του Σταρκ – διότι ο Σταρκ μετά το τέλος της κυβερνητικής του θητείας, θεωρεί ότι έχει στο χέρι του, μια θέση στη Γερουσία, που θα του ανοίξει τον δρόμο ως την προεδρία των Η.Π.Α.
Ο Σταρκ θεωρεί ότι ο κάθε άνθρωπος έχει «θαμμένους σκελετούς» στο ντουλάπι του κι ο Δικαστής παρότι παρουσιάζεται άψογος, σίγουρα κάτι υπάρχει στο παρελθόν του. Γνωρίζει ότι ο Τζακ Μπέρντεν είναι ο ιδανικός άνθρωπος για να το βρει, παρότι με αυτόν τον τρόπο τον φέρνει αντιμέτωπο με τις καταβολές του.
 
«Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στην αμαρτία, γεννιέται μέσα στη διαφθορά και περνάει από την μπόχα της πάνας στην αποφορά του σάβανου. Πάντα κάτι υπάρχει.»
 
Ο Τζακ Μπέρντεν γνωρίζει ότι είναι καλός ερευνητής από τα φοιτητικά του χρόνια. Όταν σπούδαζε Ιστορία, βρίσκονται στην κατοχή του, ένα πακέτο επιστολές μαζί με κάποια άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν στα υπάρχοντα του Κας Μάστερν, ενός μακρινού θείου του πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στην Ατλάντα, πολεμώντας για τον στρατό των Νοτίων. Ο Τζακ ασχολείται με αυτές τις επιστολές που ανοίγουν έναν ολόκληρο κόσμο μπροστά του. Ο Κας Μάστερν ερωτεύτηκε την Άναμπελ, σύζυγο του καλύτερού του φίλου που ήταν τραπεζίτης. Όταν ο φίλος του, μαθαίνει την ερωτική σχέση των δυο τους, αυτοκτονεί. Μετά την κηδεία, η Άναμπελ είναι πεπεισμένη ότι μια σκλάβα που έχει στην υπηρεσία της, η Φοίβη, γνώριζε για την παράνομη σχέση της με τον Κας και την κοιτάει περίεργα. Την πηγαίνει λοιπόν, σε μια κοντινή πόλη και την δίνει σε έναν δουλέμπορο να την πουλήσει. Όταν ο Κας Μάστερν μαθαίνει το γεγονός αυτό, προσπαθεί να την εντοπίσει και να την αγοράσει πίσω, αλλά τα ίχνη της χάνονται και εκείνος, μπλέκει με τη συμμορία των δουλεμπόρων, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά στη ζωή του, την φρίκη τού να είσαι σκλάβος. Γυρνώντας στην μικρή φυτεία που κατείχε, απελευθερώνει τους σκλάβους του – κάτι ιδιαίτερα ανατρεπτικό για το περιβάλλον του – και μετά κατατάσσεται ως απλός στρατιώτης στον στρατό των Νοτίων, ενώ ως γαιοκτήμονας θα μπορούσε να πάρει βαθμό αξιωματικού και μεγαλύτερη ασφάλεια στις μάχες. Από τις ενοχές που τον βασανίζουν, για την σχέση του με την Άναμπελ και την έμμεση συμμετοχή του στο δουλεμπόριο, θα επιδιώξει ουσιαστικά τον θάνατό του.
 
Ο Τζακ Μπέρντεν συγκλονίζεται με αυτή την ιστορία που ανακαλύπτει, σε τέτοιο βαθμό, που παρατάει τις σπουδές του λίγο πριν την διατριβή του. Την ξαναθυμάται, όταν ο Σταρκ τού αναθέτει την έρευνα για τον Δικαστή, σίγουρος ότι υπάρχει κάτι στο παρελθόν του. Και ο Τζακ σκαλίζοντας παλιά αρχεία, βρίσκει ότι ο Δικαστής είχε κάποτε δωροδοκηθεί, οδηγώντας έναν άνθρωπο σε αυτοκτονία. Το αδίκημα έχει βέβαια παραγραφεί πλέον, αλλά στην έρευνά του ο Τζακ διαπιστώνει ότι συνεργάτης του Δικαστή, ήταν ο Κυβερνήτης Στάντον, ο πατέρας των δύο μοναδικών του φίλων, της Ανν και του Άνταμ. Δεν λέει κάτι στον Σταρκ, μέχρι να μιλήσει με τον Δικαστή, ενώ αποκαλύπτει στην Ανν, τα γεγονότα, την αλήθεια για τον πατέρα της, συγκλονίζοντάς την.  
 
«…ολόκληρη η ζωή δεν είναι παρά ο σκοτεινός παλμός του αίματος και ο σπασμός του νεύρου.»
 
Ο Σταρκ εξομολογείται στον Τζακ Μπέρντεν, ότι θέλει να υλοποιήσει το όνειρό του, να χτίσει το μεγαλύτερο νοσοκομείο της περιοχής που θα είναι δωρεάν για όλους. Επιθυμεί να αναθέσει την διεύθυνσή του στον Άνταμ Στάντον, ο οποίος όμως τον σιχαίνεται, σκέφτεται λοιπόν να τον εκβιάσει αποκαλύπτοντάς του, ότι ο πατέρας τους ήταν κι αυτός μπλεγμένος σε περίεργες υποθέσεις. Ο Τζακ συνειδητοποιεί ότι ο Σταρκ γνωρίζει επακριβώς τις εμπλοκές του Δικαστή και του Κυβερνήτη Στάντον και απλώς τον χρησιμοποιεί για να πείσει τον παλιό του φίλο.
Η κατάσταση εμπλέκεται όταν διαπιστώνει ότι η σκληροτράχηλη Σέιντι είναι από χρόνια ερωμένη του Σταρκ, καλύπτοντας (και υπομένοντας) όλες τις κατά καιρούς μικροϊστορίες του με χορεύτριες κλπ. Τα μπλεξίματα συνεχίζονται, καθώς ο ατίθασος γιος του Σταρκ και εξαιρετικός παίκτης του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, τραυματίζεται και μια κοπέλα – φίλη του, ισχυρίζεται ότι είναι έγκυος στο παιδί του. Ένας μεγαλοεργολάβος (μαζί με τον πατέρα της), εκβιάζει τον Σταρκ για να του αναθέσει την κατασκευή του νοσοκομείου. Ο Σταρκ στέλνει τον Τζακ στον Δικαστή να τον απειλήσει ότι αν δεν βγάλει ένταλμα σύλληψης των εκβιαστών θα δημοσιοποιήσει την παλιά του δωροδοκία. Ο Τζακ σε μια δραματική συζήτηση με τον Δικαστή θα φύγει με άδεια χέρια, μη γνωρίζοντας ότι έχει ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, όχι μόνο για ότι θα επακολουθήσει, αλλά και για το δικό του παρελθόν που δεν γνώριζε. Όπως οδηγούμαστε προς το φινάλε της ιστορίας, η κατάσταση γίνεται όλο και περισσότερο δραματική και το αληθινό πρόσωπο των πρωταγωνιστών της αποκαλύπτεται.
 
«Φτάνεις σ’ ένα άγνωστο μέρος, σε μια πόλη σαν το Μέισον Σίτι, και δεν σου φαίνονται πραγματικοί άνθρωποι, αλλά ξέρεις πως είναι. Ξέρεις πως όταν ήταν πιτσιρίκια έμπαιναν στο ρέμα κι όταν μεγάλωσαν κάπως έβγαιναν με τη δύση και πήγαιναν κι ακουμπούσαν στον πίσω φράχτη και κοίταζαν πέρα, την ύπαιθρο και τον ουρανό, και δεν ήξεραν τι γινόταν μέσα τους, αν ήταν χαρούμενοι ή θλιμμένοι, κι όταν μεγάλωναν για τα καλά πλάγιαζαν με τις γυναίκες τους και γαργαλούσαν τα μωρά τους, να τα κάνουν να γελάσουν, και πήγαιναν το πρωί στη δουλειά και δεν ξέρανε τι θέλανε, αλλά είχαν τους λόγους τους να κάνουν διάφορα και θέλανε να κάνουν καλά πράγματα, γιατί πάντα πρόβαλλαν καλούς λόγους για ό,τι έκαναν, και μετά, όταν γέρασαν, τους έχασαν τους λόγους για να κάνουν οτιδήποτε και κάθονταν στον πάγκο, μπροστά στο μαγαζί με τα χάμουρα και πιάνανε κουβέντα για τους λόγους που είχαν οι άλλοι, μόνο που είχαν ξεχάσει ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι. Και μετά κάποιο πρωί, λίγο προτού χαράξει, εκεί που πλάγιαζαν στο κρεβάτι τους και κοίταζαν το ταβάνι, συνειδητοποιούσαν πως μετά βίας το έβλεπαν, γιατί στη λάμπα ήταν καρφιτσωμένη μια εφημερίδα για να σκιάζει κάπως το φως, και δεν αναγνώριζαν πια τα πρόσωπα γύρω από το κρεβάτι, γιατί το δωμάτιο ήταν πήχτρα στον καπνό ή στην ομίχλη και τα μάτια τους τσούζανε καιτ ο λαρύγγι τους είχε κλείσει. Α, ναι, μια χαρά πραγματικοί άνθρωποι είναι και ο λόγος που μπορεί να μη σου φαίνονται εσένα πραγματικοί είναι γιατί ούτε κι εσύ είσαι πολύ πραγματικός.»
 

Ο Σταρκ ως κεντρικός χαρακτήρας
 
Στο μυθιστόρημα του Penn Warren, που εμπνεύστηκε τον τίτλο του από ένα παιδικό τραγουδάκι, ο κεντρικός χαρακτήρας γύρω από τον οποίον περιστρέφονται όλοι οι άλλοι, είναι ο Γουίλιαμ Σταρκ. Ο συγγραφέας μπορεί να το αρνήθηκε όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, αλλά η προσωπικότητα του ήρωά του, βασίζεται στα έργα και τις ημέρες του Κυβερνήτη της Λουιζιάνας (1928-1932) και αργότερα Γερουσιαστή (1932-1935), Χιούι Λονγκ ενός αντιφατικού Δημοκρατικού, που προσέφερε πολλά στην πολιτεία της Λουιζιάνας, διαφώνησε ανοικτά με τον Ρούζβελτ για την πολιτική του New Deal και δολοφονήθηκε από τον γαμπρό ενός πολιτικού του αντιπάλου. Ο Λονγκ ήταν ένας λαϊκιστής πολιτικός, που κινητοποιούσε τις μάζες, κυβέρνησε αυταρχικά, έκανε πολλά δημόσια έργα και χρησιμοποιούσε συζητήσιμες μεθόδους. Κάτι ανάλογο φέρεται να κάνει ο Σταρκ στο βιβλίο, ο οποίος, ξεκινάει ως ιδεαλιστής πολιτικός που θέλει να αλλάξει τον κόσμο και αλλάζει τον εαυτό του. Θεωρεί ότι κάνει το Καλό αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τις χειρότερες μεθόδους για να το επιτύχει. Ακόμα και στην φαινομενικά καλύτερη πράξη του, την κατασκευή του Νοσοκομείου – εκβιάζει τον Δικαστή Ίρβιν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει αυτή του η ενέργεια στους γύρω του, ακόμα και σε πολύ κοντινά του πρόσωπα. Στον βωμό της σκοπιμότητας, μπορεί να θυσιάσει τα πάντα.
 
Η δύναμη της εξουσίας, οι μέθοδοι και ο χειρισμός των ανθρώπων
 
Ο Σταρκ αντιπροσωπεύει στην κυριολεξία, τον Λαϊκιστή πολιτικό. Θεωρεί ότι η πολιτική είναι το μέσον για να ασκήσει εξουσία και να αποκτήσει δύναμη. Μπορεί κάποιες προθέσεις του να είναι καλές αλλά ο τρόπος που τις ασκεί είναι κακός και βρώμικος, θεωρώντας ότι αφού τον ψηφίζουν οι πολίτες, έχει την έγκριση του κόσμου για τα πάντα. Όπως κάθε Λαϊκιστής πολιτικός (από τον Μουσολίνι έως τον Ατατούρκ και από τον Τσάβες έως τον Τραμπ), συγκεντρώνει εναντίον του, τα παλιά πολιτικά τζάκια, τους παλιούς πολιτικούς – που δεν ήταν καλύτεροι αλλά χρησιμοποιούσαν διαφορετικές μεθόδους, την ανώτερη τάξη των τοπικών κοινωνιών που διαφωνεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί.
Παρακολουθούμε στο μυθιστόρημα ότι ο Σταρκ χρησιμοποιεί και χειρίζεται με την ικανότητά του να γοητεύει τους πάντες, μια σειρά από ικανούς στον τομέα τους ανθρώπους, με κυριότερο τον έτερο ήρωα του μυθιστορήματος Τζακ Μπέρντεν, που έχει ειδικευτεί στις έρευνες, την Σέιντι που είναι ο πολιτικός του βραχίονας και ίσως το πιο ευθύ άτομο στο βιβλίο, η οποία, του φτιάχνει την εικόνα ανεβάζοντάς τον στην εξουσία, αλλά η αχίλλειος πτέρνα της είναι ο έρωτάς την γι’ αυτόν που κάποια στιγμή θα την τυφλώσει, κυρίως όταν τον βλέπει δίπλα στο άτομο που είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνη, και τον Ντάφι για τις βρωμοδουλειές – ο Ντάφι είναι το ακριβώς αντίθετο του Σταρκ, δεν ρωτάει, εκτελεί, χώνεται σε δουλειές που κανείς άλλος δεν μπορεί να αναλάβει. Ο Σταρκ όμως χειρίζεται και την σύζυγό του, την Λούσι, που την αφήνει να νομίζει ότι διατηρεί τον ιδεαλισμό της, μένοντας «εκτός εικόνας» και στο παρασκήνιο, ουσιαστικά όμως έτσι τον διευκολύνει να κάνει ότι ακριβώς επιθυμεί.
 
Ο Τζακ Μπέρντεν ως κεντρικός χαρακτήρας και η σχετικότητα της μνήμης
 
Ο άλλος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι ο αφηγητής του, ο Τζακ Μπέρντεν, που από αδιάφορος για όλα δημοσιογράφος, λίγο ιδεαλιστής και ρομαντικός, μεταμορφώνεται κατά την διάρκεια της ιστορίας που αφηγείται σε έναν άνθρωπο της πράξης, σε έναν κυνικό «fixer» για τον Σταρκ. Ο Τζακ πιστεύει και γοητεύεται από τον Σταρκ, τον θεωρεί φίλο του, τον καλύπτει και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να εκτελέσει τις εντολές του.
Όλο το βιβλίο είναι μια άσκηση μνήμης του Τζακ Μπέρντεν. Η σχέση του με τον Σταρκ τού σημαδεύει τη ζωή, την καθορίζει. Χρησιμοποιεί τη μνήμη του για να ξεφεύγει από το βρώμικο παρόν και τις δουλειές που του αναθέτει ο Σταρκ – υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια στο βιβλίο που θυμάται τη σχέση του με την Ανν Στάντον και τον Άνταμ, τις σπουδές του, την οικογένειά του. Βλέπει τους γύρω του, να χρησιμοποιούν επιλεκτικά τη μνήμη τους, σοκάρεται όταν ο άνθρωπος που είχε πρότυπο στη ζωή του μικρός, ο Δικαστής Ίρβιν, δεν θυμάται την παλιά ιστορία δωροδοκίας και τον άνθρωπο που αυτοκτόνησε, εντυπωσιάζεται όταν η Ανν και ο Άνταμ Στάντον, δεν θυμούνται αν ο πατέρας τους έκανε βρωμοδουλειές. Όταν όμως κι αυτός ανασύρει από τη μνήμη του, την ιστορία του Κας Μάστερν, δεν αργεί να καταλάβει, πόσο τον στοιχειώνει ακόμα και πόσο θα τον επηρεάσει στο υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Τζακ Μπέρντεν στο τέλος του μυθιστορήματος, συνειδητοποιεί την σχετικότητα της μνήμης και την επίδραση του χρόνου. Βλέπει ότι η προσπάθειά του να δραπετεύει μέσα από τις αναμνήσεις του, τού φέρνει περισσότερο δυστυχία παρά ευτυχία, κι ότι πρέπει πλέον να ζει στο παρόν για να μπορέσει να ισορροπήσει.
 
Ένα μυθιστόρημα (και) για τον Αμερικάνικο Νότο
 
Ο Γ. Σταρκ ζει και ακμάζει σε μια πολιτεία του Νότου (το Κεντάκι, την Λουιζιάνα;). Η άνοδος ενός πολιτικού από το μηδέν ουσιαστικά, ήταν κάτι που συνέβαινε σχεδόν πάντα, μόνο στις Νότιες πολιτείες, καθώς εκεί τα πολιτικά τζάκια ήταν παντοδύναμα και η πολιτική ήταν ένα κληρονομικό δικαίωμα των αριστοκρατικών οικογενειών. Το όλο στυλ της παρουσίας του Σταρκ είναι χαρακτηριστικό ενός Νότιου πολιτικού που έχει διαπροσωπικές σχέσεις με τους ψηφοφόρους του, δεν διστάζει να πάρει το εντυπωσιακό του αυτοκίνητο και να μεταβεί επί τόπου να λύσει μόνος του ένα θέμα, πίνει πολύ και βρίζει, αδιαφορεί για τους καλούς τρόπους, είναι ρατσιστής.
Η αναζήτηση της οικογενειακής κληρονομιάς και παράδοσης είναι ακόμα ένα γνώρισμα του Νότου, όπου οι οικογενειακές ρίζες είναι ένα στοιχείο πολύ δυνατό.
 
Στο μυθιστόρημα του Penn Warren, ο Νότος βέβαια παρουσιάζεται σε μια μετάβαση. Η δράση δεν εκτυλίσσεται στα σαλόνια με τις βαριές κουρτίνες και τις δεσποσύνες με τα ωραία φορέματα. Μπορεί η ερωτική ατμόσφαιρα της υγρασίας και του νερού να κυριαρχούν στις σκηνές που ο Τζακ περιγράφει την ιδιόμορφη ερωτική του σχέση με την Ανν Στάντον, αλλά τίποτα ρομαντικό δεν υπάρχει στα λόγια του – εξάλλου ο συγγραφέας τον παρουσιάζει να μιλάει και να κινείται ως άλλος ήρωας των Τσάντλερ και Χάμετ.  Να τονίσω εδώ, και την πλήρη απουσία του μαύρου στοιχείου από το μυθιστόρημα – οι μαύροι στο βιβλίο είναι υπηρέτες, αχθοφόροι ή σκλάβοι όπως στην ιστορία του Κας Μάστερν. Για τον Νότιο, ο μαύρος ήταν ένα αντικείμενο ή δεν υπήρχε καθόλου.
 
Φιλία – Προδοσία
 
Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, ο Τζακ Μπέρντεν και ο Γουίλι Σταρκ είναι φίλοι εκτός από συνεργάτες – με σχέση βέβαια «αφεντικού» και «υπαλλήλου» που όμως τις περισσότερες φορές υπερβαίνει τον επαγγελματισμό και γίνεται φιλική. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αποτελούν ο ένας το alter-ego του άλλου. Παρότι τα οικογενειακά τους υπόβαθρα είναι διαφορετικά, ο Τζακ θαυμάζει τον Σταρκ για τον δυναμισμό του και την ικανότητά του να δονεί και να μαγεύει τον κόσμο. Στο τέλος του βιβλίου, ο Τζακ συνειδητοποιεί ότι ένα μεγάλο και σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του έχει τελειώσει.
Η άλλη σημαντική φιλική σχέση του βιβλίου είναι αυτή του Τζακ και του Άνταμ Στάντον, με τον Τζακ να θαυμάζει τον φίλο του που έχει καταφέρει να γίνει σπουδαίος γιατρός διατηρώντας την προσωπική του ακεραιότητα.Η εξέλιξη της πορείας του Άνταμ Στάντον στο βιβλίο, είναι κάτι που θα προκαλέσει ενοχές στον Τζακ.
Όλοι όμως οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, βρίσκονται να μεταπηδούν από την φιλία στην προδοσία και πίσω, με ευκολία. Η Σέιντι θα προδώσει τον εραστή της Γουίλιαμ Σταρκ όταν η ζήλεια της θα την τυφλώσει, η Ανν Στάντον θα προδώσει τον Τζακ Μπέρντεν με τον χειρότερο τρόπο, ο Ντάφι θα προδώσει το αφεντικό του, ο Δικαστής Ίρβιν θα είναι φίλος και προδότης για την οικογένεια του Τζακ Μπέρντεν.
Ο Τζακ στο τέλος του βιβλίου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καταστάσεις καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων – καλό, κακό, φιλία, προδοσία είναι σχετικά και καθορίζονται από τα γεγονότα.
 
 
Η ιστορία του Κας Μάστερν και η επίδρασή της στον Τζακ Μπέρντεν
 
Ο Τζακ μετά την ανάγνωση των επιστολών του Κας Μάστερν και την πλήρη γνώση της ιστορίας του, στην αρχή, αδυνατεί να κατανοήσει την πορεία του μετά την αποκάλυψη ότι η αυτοκτονία του καλύτερού του φίλου, οφείλεται στο ότι αποκαλύπτει την σχέση του Κας και της συζύγου του. Ο Τζακ δεν καταλαβαίνει γιατί ο Κας νιώθει τόσο ένοχος για την αυτοκτονία του φίλου του και τη σχέση με την γυναίκα του. Ο Τζακ αδυνατεί να κατανοήσει, γιατί είναι μόλις 20 χρονών, πως οι ενέργειες ενός ανθρώπου, μπορούν να επηρεάσουν τόσο καθοριστικά τη ζωή ενός τρίτου ή γιατί αυτός ο τρίτος αναλαμβάνει την ευθύνη για ότι συνέβη στη ζωή κάποιου άλλου με τον οποίον δεν ήρθε σε κατευθείαν επαφή. Βλέπουμε πως ήταν ο Τζακ ως φοιτητής, και το πώς τα γεγονότα που ακολούθησαν μετέστρεψαν τις ιδέες του, με αποτέλεσμα να θέλει, όταν πλέον έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη ανατροπές να γράψει την ιστορία του Κας Μάστερν σε βιβλίο, επιτέλους κατανοώντας τις ενέργειές του.
Οι ερωτικές ιστορίες (ή τα ερωτικά τρίγωνα) εμπλουτίζουν την συνολική εικόνα στο μυθιστόρημα για την ανθρώπινη φύση, επικεντρώνοντας στο ερώτημα πως αντιμετωπίζει ο καθένας την προδοσία σε μια σχέση, αν κατανοεί τα λάθη του, πως διαχειρίζεται τις ενοχές του, όπως βέβαια και την σχετικότητα της κάθε ερωτικής σχέσης. Πως λοιπόν επηρεάζουν όλα αυτά τα σφάλματα, τους άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους; Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό το φαινομενικά άσχετο εγκιβωτισμένο κεφάλαιο του Κας Μάστερν, διότι χρησιμεύει συγκριτικά με τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των χαρακτήρων του βιβλίου.
 
Η ταινία του Robert Rossen
 
Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» έγινε το 1949, δύο μόλις χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματος και είναι η καλύτερη από τις άλλες μεταφορές που έγιναν αργότερα. Ο εξαίρετος σκηνοθέτης Robert Rossen, μετέφερε μέσα σε 110 λεπτά, με απόλυτη πιστότητα και ακρίβεια τα σημαντικότερα στοιχεία του βιβλίου (λείπει ουσιαστικά μόνο η εγκιβωτισμένη ιστορία του Κας Μάστερν) σε ένα σενάριο που προκαλεί θαυμασμό και με μοντάζ που μετατρέπει την όλη ιστορία σε ένα ξέφρενο θρίλερ, το οποίο δεν θυμίζει σε τίποτα μια ταινία γύρω από την πολιτική. Οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας, ουσιαστικά άγνωστοι μέχρι τότε, βραβεύτηκαν με Όσκαρ ερμηνείας (ο Τζον Γουέιν είχε απορρίψει τον ρόλο), ενώ η ταινία αποτέλεσε εκτός από κριτική και μεγάλη εμπορική επιτυχία.
 

Εν κατακλείδι
 
Το «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» είναι ένα πραγματικό σπουδαίο βιβλίο, για το οποίο μπορείς να μιλάς για ώρες. Είναι πολύ παραπάνω από ένα βιβλίο για την πολιτική διαφθορά και για την εξουσία. Είναι πολύ παραπάνω από ένα βιβλίο χαρακτήρων όπως είναι τα μεγάλα έργα του Σαίξπηρ, από τα οποία (κυρίως τον «Ιούλιο Καίσαρα») εμπνέεται ο Penn Warren με τις αναφορές να είναι σαφείς. Είναι ένα βιβλίο που συνδιαλέγεται απευθείας με τα έργα του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι, με την μεγάλη Αμερικάνικη αφηγηματική παράδοση, με τα μυθιστορήματα του μεσοπολέμου (τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ, το «U.S.A. 42ος παράλληλος» του Ντος Πάσος και άλλα), είναι ένα βιβλίο που επηρέασε τις επόμενες γενιές των Αμερικανών μυθιστοριογράφων.
 
Το «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά», είναι ένα υπαρξιακό δράμα και ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας, είναι ένα βιβλίο για τις ανθρώπινες σχέσεις με αυτό το χαρακτηριστικό των μεγάλων αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπου η κάθε σχέση του κεντρικού ήρωα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαφορετικό βιβλίο. Είναι επίσης ένα μοντερνιστικό μυθιστόρημα, όπου απουσιάζει η γραμμική αφήγηση κι όπου ο συγγραφέας εισάγει μια εγκιβωτισμένη ιστορία (που θα μπορούσε από μόνη της να είναι μια συγκλονιστική νουβέλα), η οποία όμως θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Είναι ένα δυναμικό και γεμάτο ζωντάνια βιβλίο γύρω από τα μυστικά και ψέματα, για την αλήθεια και το ψέμα, την αγάπη και την αφοσίωση (ή την έλλειψή τους). Είναι ένα βιβλίο για όλες τις εποχές, που θα είναι πάντα σύγχρονο και επίκαιρο. Είναι ένα μεγάλο Αμερικανικό μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 89 / 100


 
  
 
Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021 | Permalink
Μια φιλόδοξη "Διερμηνέας"
Τα τελευταία χρόνια στην Γερμανία, πληθαίνουν οι λογοτεχνικές και κινηματογραφικές (όπως και τηλεοπτικές) αναφορές στην αφύπνιση της κοινωνίας της χώρας στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’60 γύρω από την Ναζιστική περίοδο και πως την βίωσε ο απλός κόσμος. Είναι γεγονός ότι η Γερμανική κοινωνία, μετά την συνθηκολόγηση και τις δίκες που διεξήγαγαν οι Σύμμαχοι για εγκλήματα του Ναζιστικού καθεστώτος, ασχολήθηκε με την οικονομική και κοινωνική ανόρθωση της χώρας, φροντίζοντας να θάψει το πρόσφατο παρελθόν κάτω από το χαλί. Διοικητές στρατοπέδων συγκέντρωσης άλλαζαν ονόματα και συνέχισαν να απολαμβάνουν τη ζωή τους, κρατικοί υπάλληλοι έμειναν ανέπαφοι να συνεχίσουν να δουλεύουν, ενώ και οι πολίτες της χώρας (τουλάχιστον η σιωπηρή πλειοψηφία) αρνούνταν σκεφτούν για τις ενοχές ή τα λάθη που διέπραξαν.

 
Η εικόνα άρχισε να αλλάζει, μετά από την πίεση των εβραϊκών οργανώσεων για την ανεύρεση των εγκληματικών πολέμου – αφού πρώτα είχε υπογραφεί η «Συμφωνία του Λουξεμβούργου» (1952) που άνοιξε τον δρόμο για τις αποζημιώσεις (που οι περισσότερες χάθηκαν στη γραφειοκρατία). Το καθοριστικό γεγονός όμως ήταν η σύσταση της «Κεντρικής Υπηρεσίας Διώξεως Ναζιστικών Εγκλημάτων» το 1958, που άνοιξε τον δρόμο για τις μεγάλες δίκες που ακολούθησαν την δεκαετία του 60 για τα στρατόπεδα του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα. Ένα από αυτά τα γεγονότα, η πρώτη μεγάλη δίκη που διεξήχθη στην Φραγκφούρτη, το 1963, γνωστή ως «η δεύτερη δίκη του Άουσβιτς» (η πρώτη έγινε το 1947 στην Πολωνία και αφορούσε μεγαλόβαθμους αξιωματικούς του στρατοπέδου, με 23 θανατικές καταδίκες), αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζει την ιστορία της η Γερμανίδα συγγραφέας και πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σεναριογράφος Annete Hess (1967, Ανόβερο), στο πρωτόλειο μυθιστόρημά της, με τίτλο «Η ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ» («Deutsches Haus»), που συζητήθηκε πολύ στη Γερμανία και κυκλοφόρησε στα μέσα της περασμένης χρονιάς στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μετάφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, σελ.340).
 
Η ηρωίδα της ιστορίας, είναι η 28χρονη Εύα, που εργάζεται ως Διερμηνέας από τα Πολωνικά. Λίγο προτού ξεκινήσει η Δίκη του Άουσβιτς, την καλούν διότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τον επίσημο διερμηνέα του Δικαστηρίου, να απασχοληθεί στη Δίκη ως αναπληρώτρια. Η Εύα είναι μια κοπέλα («μεγαλοκοπέλα» σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής), που ζει με τους γονείς της, και τα δύο αδέρφια της, μια μικρότερή της αδερφή που είναι νοσοκόμα και ένα μικρό αγόρι που πάει ακόμα σχολείο, πάνω από την ταβέρνα που διατηρούν, το «Γερμανικό Μαγειρείο», σε ένα κεντρικό σημείο της Φραγκφούρτης, με τον πατέρα της να μαγειρεύει, την μητέρα της να βοηθάει στη κουζίνα. Είναι μια τυπική μικροαστική οικογένεια, όπου ζουν αρμονικά μεταξύ τους, χωρίς πολλές κουβέντες, η ταβέρνα πάει συμπαθητικά από τότε που άνοιξε, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, η περιοχή γεμίζει σιγά σιγά από μετανάστες, η επικείμενη δίκη είναι κάτι που δεν τους απασχολεί.
 
Η Εύα διατηρεί μια σοβαρή ερωτική σχέση με τον Γίργκεν, γιο μεγαλοβιομήχανου που είναι σοβαρά άρρωστος και πρόκειται να παραδώσει την επιχείρηση στον γιο του, που έκανε εκκλησιαστικές σπουδές αλλά πλέον ασχολείται μόνο με την ανθούσα επιχείρηση. Ο Γίργκεν είναι ένας αυστηρός Προτεστάντης, που δεν έχει ακόμα αγγίξει την Εύα, με την οποία είναι ερωτευμένος, αλλά είναι φανερή η κοινωνική και οικονομική τους απόσταση, κάτι που γίνεται σαφέστατο, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όταν καλείται σε τραπέζι γνωριμίας στο σπίτι πάνω από την ταβέρνα, φέρνοντας σε φανερή αμηχανία την οικογένεια της Εύας.
 
Όταν η Εύα καλείται να εργαστεί ως Διερμηνέας στη Δίκη, η οικογένειά της και ο Γίργκεν προσπαθούν να την αποτρέψουν. Θεωρούν ότι το να σκαλίζουν τις παλιές υποθέσεις δεν χρησιμεύει σε κάτι, εξάλλου βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι «πλήρωσαν» ένα βαρύ τίμημα με την καταστροφή της χώρας τους από τους Συμμάχους και όπως δείχνουν οι έρευνες η πλειοψηφία των πολιτών της χώρας είναι κατά της διεξαγωγής της Δίκης – που ήταν ουσιαστικά μια σειρά από Δίκες από το 1963 έως το 1965 με κατηγορούμενους μεσαία και χαμηλόβαθμα στελέχη του Άουσβιτς.
Η Εύα πηγαίνει ανυποψίαστη στην δουλειά της, - και η πρώτη της ανάθεση, να μιλήσει με έναν επιζώντα του Άουσβιτς είναι δραματική. Έχει άμεση επαφή με έναν μαχητικό Καναδό δικηγόρο, από τον οποίο βλέπει μια διαφορετική στάση από αυτή των κοντινών της ανθρώπων, με ειρωνεία απέναντι στους Γερμανούς πολίτες που θέλουν να ξεχάσουν, με διάθεση να βγουν όλα στη φόρα. Υπάρχει όμως και η ιστορία της αδερφής της Εύας, της Άνεγκρετ, που τρώει συνεχώς, και εργάζεται στο Δημοτικό νοσοκομείο της πόλης, στο τμήμα με τα νεογέννητα, από τη μια σώζοντας μικρές ζωές, από την άλλη προσπαθώντας να δηλητηριάσει κάποια από αυτά.
 
Ξεκινώντας η Δίκη, η Εύα συνειδητοποιεί ότι παλιές αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία έρχονται στην επιφάνεια, θολές στην αρχή, ξεκαθαρίζοντας λίγο στη συνέχεια. Σκέπτεται διαρκώς μέρα με τη μέρα, καθώς φρικαλέες σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποκαλύπτονται, γιατί αντιδρούν τόσο οι γονείς της ακόμα και στο να συζητήσουν μαζί της τα τεκταινόμενα της ημέρας, γιατί αλλάζουν συνεχώς την κουβέντα, ενώ η στάση του συντρόφου της, που δεν συμπαρίσταται στην αλλαγή που συμβαίνει μέσα της, την προβληματίζει εξίσου. Καθώς έχει βάλει το μυαλό της να σκεφτεί, θυμάται… Ότι ο πατέρας της, ήταν μάγειρας στα Ες Ες το γνώριζε, δεν ήταν κάτι κρυφό, ότι όμως δούλευε στα μαγειρεία του Άουσβιτς δεν το θυμόταν, και οι φωτογραφίες εκείνης και της αδερφής της σε ένα κήπο σπιτιού, τελικά ήταν από το στρατόπεδο – τι ακριβώς έκαναν οι γονείς της εκεί; Γνώριζαν; Και πως μπορούν και ζουν ανέφελα μετά από αυτό; Η Εύα καθημερινά αλλάζει και διαπιστώνει ότι η αποκάλυψη της αλήθειας, είναι κάτι που κανένας δεν επιθυμεί.
 
«Ήταν ευτυχισμένες μέρες, είχε πει ο πατέρας της. Επειδή εκείνη η δουλειά ήταν η πρώτη που τού επέτρεπε να έχει μαζί του τη γυναίκα και τις κόρες του. Πρώτη φορά είχαν ζήσει μαζί ως οικογένεια, είπε, σ’ ένα ευρύχωρο σπίτι, προστατευμένοι, με όλα όσα χρειάζονταν. Μόνο με τον καιρό καταλάβαιναν τι γινόταν στο στρατόπεδο. Οι πελάτες στη λέσχη ήταν καθωσπρέπει αξιωματικοί – φυσικά, όχι όλοι. Υπήρχαν και ορισμένοι που έπιναν πολύ. Ο διευθυντής του πολιτικού τμήματος; Εκείνος με το πρόσωπο χιμπατζή; Ευγενικός και χαμηλών τόνων. Καμιά φορά ρωτούσε για υπολείμματα φαγητού. Για τους κρατούμενους που εργάζονταν στο τμήμα του. Όχι, δεν ήξεραν τι έκανε όταν είχε υπηρεσία. Όχι, οι άντρες των Ες Ες δεν μιλούσαν πολύ για τη δουλειά τους την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Η μητέρα της Εύας είπε ότι δεν πήγαινε καν στο στρατόπεδο. Είχε το νοικοκυριό, έπλενε και μαγείρευε. Φρόντιζε τις κόρες της. Ναι, αναγκαζόταν να κλείνει τα παράθυρα. Βρομούσε άσχημα όταν είχε ανατολικό άνεμο. Ναι, ήξεραν ότι εκεί έκαιγαν πτώματα. Αλλά έπρεπε να τους πιστέψει όταν έλεγαν ότι δεν ήξεραν πως οι άνθρωποι θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων, αυτό το έμαθαν αργότερα. Μετά τον πόλεμο. Και γιατί δεν ζήτησε μετάθεση; Δύο φορές είχε κάνει αίτηση. Μάταια. Ναι, εντάξει, πράγματι είχε ενταχθεί στα Ες Ες, ήδη πριν από τον πόλεμο. Αλλά το έκανε απλώς επειδή αισθανόταν μόνος, επειδή ήταν τόσο συχνά χώρια από την οικογένεια. Όχι από πεποίθηση. (…) Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στον διάδρομο. Όταν η Εύα είχε επιστρέψει στο καθιστικό μετά τη σύντομη συνομιλία και ανακοίνωσε πως έπρεπε να πάει στο γραφείο, ο πατέρας την κοίταξε και είπε σαν να έβαζε τελεία: «Δεν είχαμε άλλη επιλογή, παιδί μου».»

 
Το μυθιστόρημα της Hess, είναι συναρπαστικό ως ιστορία και πολύ ενδιαφέρον. Η ιστορία της οικογένειας της Εύας, δεν αποτελεί πρωτοτυπία για την Γερμανική κοινωνία, καθώς πολλά νεώτερα μέλη μετά την δεκαετία του ’60, βρέθηκαν να ανακαλύπτουν μυστικά κρυμμένα κάτω από το χαλί για τους γονείς τους ή τους προγόνους τους και την στάση τους κατά την διάρκεια της Ναζιστικής διακυβέρνησης. Η συγγραφέας έδωσε τη μέγιστη προσοχή στην δημιουργία της ατμόσφαιρας, όπου επιτυγχάνει εξαιρετικό αποτέλεσμα, απεικονίζοντας, την μικροαστική νοοτροπία, τον ενδόμυχο φόβο να μην αποκαλυφθεί τίποτα για το παρελθόν, την απέχθεια προς τους ξένους που ανακατεύουν τα πάντα και «δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε», την απώθηση των «κακών» αναμνήσεων. Οι αλήθειες που αποκαλύπτονται λειτουργούν ως «γροθιά στο στομάχι» για τους περισσότερους από τους βολεμένους πλέον και ελαφρώς λοβοτομημένους πολίτες που εξανίστανται με κάθε προσπάθεια αφύπνισης της συλλογικής μνήμης.
 
Η Hess όμως αφήνει την (πολύ επιτυχημένη όπως διάβασα) σεναριογράφο να κυριαρχήσει στα κρισιμότερα σημεία του βιβλίου, επικεντρώνοντας στην απεικόνιση, στην δράση και στην πλοκή, παρά στην εμβάθυνση των χαρακτήρων του βιβλίου της, που πολλοί από αυτούς είναι «χάρτινοι» και δεν αναπτύσσονται παρά το αρχικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν. Προσεγγίζοντας πολλά θέματα και ανοίγοντας διαρκώς νέα δεδομένα στην ιστορία, η συγγραφέας, αφήνει τεράστια χάσματα στην κατανόηση των χαρακτήρων του βιβλίου, που οι περισσότεροι τελικά χρησιμεύουν ως απλές καταγραφές στην ιστορία.
 
«Η Διερμηνέας», είναι ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο αξιόλογο μυθιστόρημα, για την λήθη, την μνήμη και την συλλογική και ατομική ευθύνη και ενοχή, που όμως μένει μετέωρο και ημιτελές, αφήνοντας μια άνιση επίγευση μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Ίσως η Hess, κάπου «χάθηκε» μέσα στη φιλοδοξία της και στο ωραίο θέμα που επεξεργάστηκε, κι έτσι, «απλώθηκε» περισσότερο από όσο μπορούσε ως συγγραφέας, αγγίζοντας πολύ περισσότερα θέματα, απ’ όσα μπορούσε να υπηρετήσει λογοτεχνικά.
Μάλλον το μυθιστόρημά της, θα λειτουργήσει καλύτερα ως τηλεοπτική σειρά – εξάλλου εκεί ειδικεύεται η συγγραφέας. Προσφέρει όμως ως γνήσια λαϊκή λογοτεχνία – και δεν είναι καθόλου αμελητέο αυτό -, δίνοντας στον μέσο αναγνώστη τα ερεθίσματα για να το ψάξει λίγο περισσότερο και να προβληματισθεί για καίρια και ουσιαστικά πράγματα.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 
Τρίτη, Μαρτίου 09, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 09, 2021 | Permalink
"Αύριο θα μας λένε αλλιώς"
Τα τελευταία χρόνια ίσως και να βλέπουμε περισσότερες ταινίες για τις ερωτικές σχέσεις απ’ όσες μπορούμε να αντέξουμε, πραγματικός καταιγισμός απεικόνισης του πως διαλύεται μια σχέση, του πως μεγεθύνονται τα προβλήματα της καθημερινότητας. Είχα αποφύγει να διαβάζω μυθιστορήματα που επικεντρώνονται πάνω σ’ αυτό το θέμα, ίσως ως μια άμυνα του οργανισμού απέναντι στην δυναμική της εικόνας. Πριν λίγους μήνες διαβάζοντας το συμπαθητικό «Ιδού εγώ» του Safran Foer – ένα βιβλίο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, διαπίστωσα τη δυσκολία του εγχειρήματος να μιλήσεις για την διάλυση μιας μακροχρόνιας σχέσης και να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. 
Το ίδιο πρόβλημα – ίσως περισσότερο έντονο – παρουσιάζεται και στο πολύ ενδιαφέρον, αλλά και ιδιαίτερα άνισο, βραβευμένο (βραβείο «Alfaguara» 2019), μυθιστόρημα «ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ» («Manana tendremos otros nombres»), του Αργεντίνου συγγραφέα, κριτικού Λογοτεχνίας και Ακαδημαϊκού Patricio Pron (1975, Rosario) που ζει και εργάζεται στη Μαδρίτη – (εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφρ. Μ. Παλαιολόγου, σελ.310).
 

Οι δύο ανώνυμοι ήρωες του βιβλίου, είναι Εκείνος κι Εκείνη που ζουν στη Μαδρίτη και που μετά από πενταετή «αρμονική» συμβίωση, χωρίζουν. Εκείνη είναι αρχιτέκτων που δουλεύει σε μια εταιρεία, φανερά δυσαρεστημένη από το πώς παρεμβαίνουν οι ανώτεροί της, στα έργα που παραδίδει, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι πάντα διαφορετικό από αυτό που οραματίσθηκε και σχεδίασε. Εκείνος είναι συγγραφέας, δοκιμιογράφος με σχετική επιτυχία, που βλέπει τα νέα μέσα να κυριαρχούν στη δουλειά του, ενώ ως φανερά ανασφαλής άνθρωπος, δεν είναι σίγουρος για τίποτα. Είναι σαραντάρηδες, ζουν μαζί στο ασφαλές τους περιβάλλον, όπου οικονομικά προβλήματα δεν υπάρχουν, ούτε εντάσεις στη σχέση τους που κυλάει ήρεμα.
 
Μια μέρα με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, Εκείνη του λέει να χωρίσουν χρησιμοποιώντας το πρόσχημα, ότι έχει εραστή. Φεύγει από το σπίτι, και φιλοξενείται σε μια φίλη της. Όταν περνάνε οι ώρες, οι μέρες, αναρωτιέται γιατί προέβη σ’ αυτή τη κίνηση, τι την ώθησε – ότι η σχέση τους λίμναζε; Ότι αισθανόταν εγκλωβισμένη σε αυτή τη σχέση; Ότι Εκείνος δεν ήθελε να κάνουν παιδιά; Ευρισκόμενη μόνη με τον εαυτό της, συνειδητοποιεί ότι ίσως το τελευταίο να ήταν ένας ισχυρός παράγων, αλλά άξιζε για να διαλύσει τα πάντα;
 
Εκείνος συγκλονίζεται και παθαίνει τεράστιο σοκ. Το να μείνει μόνος ξανά μετά από τόσα χρόνια, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του, και τώρα τον βιώνει. Δίπλα του στέκεται η ατζέντισά του, που προσπαθεί να του τονώσει το ενδιαφέρον για ζωή ξανά αλλά η απουσία Εκείνης, είναι πιο έντονη από την παρουσία της. Ο πόνος και η οδύνη κυριαρχεί στα συναισθήματά του.
 
«Δεν ήξερε γιατί είχαν χωρίσει▪ πράγματι, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο δύσκολο του φαινόταν να πει τι είχε συμβεί. Ίσως Εκείνη να είχε πάρει την απόφαση κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού, οποιαδήποτε από τις μέρες που είχε γυρίσει στο διαμέρισμα και του είχε διηγηθεί πώς πέρασε στη δουλειά, τον είχε ρωτήσει για τη δική του, είχαν μαγειρέψει μαζί, είχαν μαλώσει για το ποιος απ’ τους δύο είχε ξεχάσει ν’ αγοράσει το ένα και το άλλο, είχαν γελάσει, ύστερα είχαν δει μια ταινία ή είχαν καθίσει να διαβάσουν, ο ένας δίπλα στον άλλο, στο κρεβάτι ή στον καναπέ του σαλονιού, είχαν κοιτάξει για τελευταία φορά μέσα στη μέρα τα κοινωνικά τους δίκτυα – στο τηλέφωνο, βιαστικά -, είχαν βουρτσίσει τα δόντια τους στο μπάνιο, χρησιμοποιώντας εναλλάξ την ηλεκτρική οδοντόβουρτσα, το στοματικό διάλυμα, τον νιπτήρα, είχαν ξαπλώσει, κι Εκείνος, όπως πάντα, είχε κοιμηθεί πρώτος αφήνοντας Εκείνη στον κόσμο της ημέρας – και στις δυσκολίες του. Ίσως – συνέχιζε Εκείνος – να είχαν συμβεί όλα μια τέτοια μέρα, δίχως γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας, ούτε κάποια υπόσχεση πως θα συνέβαιναν την επόμενη μέρα. Ίσως το μοναδικό που είχε συμβεί να ήταν πως Εκείνη είχε καταλάβει – όπως το είχε καταλάβει Εκείνος καιρό πριν – πως δεν υπήρχε, ούτε επρόκειτο να υπάρξει κάτι περισσότερο απ’ αυτό, από την επανάληψη κάτι εντελώς τετριμμένου και πως δεν άξιζε να επαναλαμβάνεται, μονάχα που το εξευγένιζε εξομοιώνοντάς το με την ιδέα πως αυτό ήταν η ευτυχία και πως ήταν έτσι όπως ήταν ή όπως εκδηλωνόταν αυτό.»
 
Οι νέες γνωριμίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν, δεν προσθέτουν κάτι, ούτε βοηθάνε ιδιαίτερα να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον. Διαπιστώνουν ότι ο κόσμος γύρω τους έχει αλλάξει αυτά τα χρόνια. Οι σχέσεις πλέον δημιουργούνται μέσα από τις εφαρμογές, πανεύκολα γνωρίζεις και διαγράφεις τον άλλον μέσα από το πάτημα ενός κουμπιού, ενώ η επικοινωνία σε κάθε νέα γνωριμία, γίνεται όλο και πιο δύσκολη μέσα από παράλληλους μονολόγους.
 
Ο Προν ευφυώς επιλέγει να δομήσει το βιβλίο του σε μικρά κεφάλαια, εναλλάσσοντας το κέντρο βάρους από Εκείνη σ’ Εκείνον, με χρονικές ενότητες που ποικίλλουν (24 ώρες, μια εβδομάδα, 5 χρόνια κλπ), το πριν, το μετά, κατά την διάρκεια της σχέσης. Τριτοπρόσωπη αφήγηση που λειτουργεί αποστασιοποιημένα για τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας τους ανώνυμους ήρωές της ή δίνοντας αρχικά (η Μ., η Α., η Ντ., κ.ο.κ.), στα φιλικά τους πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν, με τρόπο που δεν σε αφήνει να ταυτιστείς με τα πρόσωπα ή τις ενέργειές τους, πυκνογραμμένο ύφος που μοιάζει περισσότερο με δοκιμιακό παρά με μυθοπλαστικό, ανατέμνοντας την διαδικασία της σχέσης – αυτή την ένωση που αποκαλείται «ζευγάρι» -, την καθημερινότητα.
 
Στο επίκεντρο όμως του βιβλίου, βρίσκονται οι σημερινές ερωτικές σχέσεις. Πως έχουν αλλάξει με τα κοινωνικά δίκτυα και τις εφαρμογές, το απρόσωπο και αδιάφορο σεξ που προσφέρεται χωρίς περιορισμούς, το εφήμερο των γνωριμιών, η ανάγκη για επαφή και ουσία που απουσιάζει. Στην αφήγηση του Προν, περιγράφονται με σαφήνεια τα συναισθηματικά στάδια που ακολουθούν όταν μια σχέση διαλύεται, ενώ είναι διάχυτη η νοσταλγία για το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν, όπου οι σχέσεις ήταν δομημένες διαφορετικά, και η επιθυμία να μείνεις με κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα κοντράρει την ταχύτητα της σημερινής πραγματικότητας με τις γρήγορες εναλλαγές συντρόφων – ουσιαστικά καταναλωτικών προϊόντων.
 
«Ποτέ δεν διαλέγουμε (…) μονάχα ζούμε σ’ αυτό που είναι. Αυτό που δεν είναι υπάρχει μονάχα ως ιδέα και, όπως κάθε ιδέα, δεν μπορεί να κατοικηθεί. Παραμένει σε αναμονή όσο νομίζουμε πως αποφασίζουμε κάτι.»
 

Μυθιστόρημα ιδεών, γεμάτο θραύσματα με υπερβολική ανάλυση που κουράζει, αλλά από την άλλη σε υποχρεώνει να σκεφτείς, να συμμετέχεις ενεργά στην ιστορία που παρατίθεται μπροστά σου. Τα συνειδησιακά προβλήματα που τίθενται γύρω από την διάλυση της σχέσης, που ίσως δεν είχε προλάβει να διανύσει πολύ χρόνο, τα γιατί και τα πώς προβάλλουν διαρκώς και επαναλαμβάνονται καθ’ όλο το βιβλίο που μπορεί να αποτελεί την επιτομή της λογοτεχνικής φλυαρίας, αλλά δεν χάνει το ενδιαφέρον του, ούτε στιγμή.
 
Αξιανάγνωστο και με ουσία, το «Αύριο θα μας λένε αλλιώς», είναι ένα πυκνογραμμένο φιλοσοφικό μυθιστόρημα, που παρουσιάζει καλειδοσκοπικά την αποξένωση και τον κυνισμό των σχέσεων στον 21ο αιώνα. Η ιστορία δεν ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου τον συγγραφέα του, απλά χρησιμοποιείται ως αφορμή για όλα αυτά που αναφέρω παραπάνω. Γι' αυτό λοιπόν, δεν καταλαβαίνω (και εδώ είναι η μεγαλύτερη ένστασή μου), γιατί τραβάει τόσο πολύ, εξαντλώντας και τα τελευταία αποθέματα αναγνωστικής υπομονής που μπορεί κάποιος να διαθέτει. Τελικά, ίσως να μην ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου, αλλά δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι έχει «ζουμί» και θέτει πολλά διλήμματα στον αναγνώστη προκαλώντας τον.
 
Βαθμολογία 76 / 100