Τετάρτη, Απριλίου 29, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 29, 2015 | Permalink
Πόλη κατεχόμενη, πόλη πανούκλα, πόλη κατάρα
Μια πόλη υπό κατοχή. Ένας περήφανος λαός νικημένος, εξευτελισμένος, υποταγμένος προσπαθεί να συνέλθει μετά την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή. Το Τόκιο του 1948 είναι ένα σκηνικό εφιαλτικό, όπου συνέβη ένα ανατριχιαστικό μαζικό έγκλημα, το οποίο αποτελεί την βάση του συγκλονιστικού δεύτερου μέρους της «Τριλογίας του Τόκιο», του εξαιρετικού Βρετανού συγγραφέα David Peace (Γιορκσάιρ,1967), με τίτλο «ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ» («Occupied city»), (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Μ.Σαρατσιώτη, σελ.398).

Στις 26 Ιανουαρίου, 1948, ένας καλοντυμένος άντρας μπαίνει σε μια τράπεζα σε έναν κεντρικό δρόμο του Τόκιο λίγο πριν το τέλος της βάρδιας των υπαλλήλων. Ισχυρίζεται ότι είναι γιατρός, εντεταλμένος από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, συστήνεται ως Γιαμαγκούτσι Ζιρό, Τεχνικός Διευθυντής. Λέει στον υποδιευθυντή του καταστήματος ότι στην περιοχή εμφανίστηκε κρούσμα δυσεντερίας και έχει πάρει εντολή να εμβολιάσει όλο το προσωπικό της τράπεζας,  και να απολυμάνει όλα τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να έχουν μολυνθεί. Αναφέρει τα ονόματα Αμερικανών στρατιωτικών, οι οποίοι υποτίθεται είναι καθ’ οδόν για να επιβλέψουν την εργασία του. Οι υπάλληλοι συγκεντρώνονται, μαζί και ο επιστάτης, η γυναίκα του και τα παιδιά του.16 άτομα συνολικά, τα οποία λαμβάνουν το «εμβόλιο» από το στόμα σε δύο δόσεις (από δυο διαφορετικά μπουκάλια) με απόσταση 1 λεπτού, η μια δοση από την άλλη. Τα θύματα μόλις πίνουν τη δεύτερη δόση ακούνε από τον «γιατρό» ότι πρέπει να ξεπλύνουν το στόμα τους για να μη χαλάσουν τα δόντια τους. Δεν προλαβαίνουν να φθάσουν στις βρύσες, και αρχίζουν να σωριάζονται από τους φοβερούς πόνους στον διάδρομο. 12 από αυτούς θα πεθάνουν, οι 4 θα γλυτώσουν και θα περιγράψουν τον ύποπτο, ο οποίος διέφυγε με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που υπήρχε εκείνη τη στιγμή στην τράπεζα.

«Εξαιτίας σου. Η πόλη είναι ένα φέρετρο. Στο χιόνι. Στην καρότσα ενός φορτηγού. Παρκαρισμένου έξω από την τράπεζα. Στο χιονόνερο. Κάτω από τον βαρύ μουσκεμένο μουσαμά. Πέρασε μέσα από τους δρόμους. Στη βροχή. Προς το νοσοκομείο. Προς το νεκροτομείο. Στο χιονόνερο. Προς τον νεκροθάλαμο. Προς τον ναό. Στο χιόνι. Προς το κρεματόριο. Προς τη γη και τον ουρανό –
Στα δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρά μας –
Μέσα σε αυτά τα δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρα είμαστε ξαπλωμένοι. Αλλά δεν μένουμε ακίνητοι. Μέσα σε αυτά τα δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρα παλεύουμε. Όχι στο σκοτάδι, ούτε στο φως· στο γκρίζο παλεύουμε, γιατί εδώ υπάρχει μόνο γκρίζο, εδώ μόνο παλεύουμε –
Σε αυτόν τον γκρίζο τόπο
που δεν είναι τόπος,
παλεύουμε συνέχεια, ανέκαθεν, ήδη –
Σε αυτόν τον τόπο, που δεν είναι τόπος, ανάμεσα σε δύο τόπους. Στους τόπους που κάποτε ήμασταν, στους τόπους που θα βρεθούμε –
Στη νεκρωμένη ζωή,
στη ζωντανή νέκρα –
Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τόπους, ανάμεσα σε αυτές τις δυο πόλεις:
Ανάμεσα στην Κατεχόμενη Πόλη και τη Νεκρή Πόλη, εδώ κατοικούμε, ανάμεσα στην Απόπληκτη Πόλη και τη Μεταθανάτια Πόλη –
Εδώ κατοικούμε, μέσα στη γη, μαζί με τα σκουλήκια,
Στον ουρανό, με τις μύγες, εμείς που δεν είμαστε πια στα σπίτια της ύπαρξης. Πέρα από την απώλεια, σμήνη πουλιών πέφτουν από τον ουρανό και μας λούζουν με τα ματωμένα τους πούπουλα και τις κομματιασμένες φτερούγες τους. Αλλά εμείς ακόμα σε ακούμε. Εμείς που τώρα είμαστε στα σπίτια της μη-ύπαρξης. Πέρα από την απώλεια, κοπάδια ψαριών πηδάνε έξω από το νερό και μας πιτσιλάνε με τα ματωμένα τους εντόσθια και τα κομμένα τους κεφάλια. Εμείς ακόμα σε βλέπουμε. Θέλουμε να αναπνεύσουμε ξανά, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να αναπνεύσουμε. Πέρα από την απώλεια, κοπάδια βοδιών ορμάνε από τους αγρούς και μας τσαλαπατάνε με τα ματωμένα τους κουφάρια και τα κομματιασμένα μέλη τους. Εμείς σε ακούμε. Θέλουμε να γυρίσουμε πάλι πίσω, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να γυρίσουμε πίσω. Πέρα από την απώλεια. Εμείς ακόμα σε βλέπουμε. Μέσα από τα πέπλα μας…»

Η αστυνομία του Τόκιο εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό με έρευνες από σπίτι σε σπίτι, πόρτα-πόρτα κυριολεκτικά. Μετά από ανακρίσεις, έρευνες, που μπερδεύουν την ιστορία όλο και περισσότερο, διαταγές αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές, κατηγορείται ένας ζωγράφος, ο Χιρασάουα Σανταμίτσι, ο οποίος παραδέχτηκε διάφορες κομπίνες αλλά ποτέ δεν ομολόγησε τους φόνους, ισχυριζόμενος με επιμονή ότι είναι αθώος.

Ο Πις ξεδιπλώνει την ιστορία πολυφωνικά, χρησιμοποιώντας και την τεχνική που είδαμε στην περίφημη ταινία Ράσομον του Κουροσάβα, μέσα από 12 διαφορετικές αφηγήσεις. Δίνει φωνή στα θύματα μέσα από το τελετουργικό της Ιαπωνικής παράδοσης των Σαμουράι, ακολουθώντας το «παιχνίδι με τα κεριά», όπου μια ομάδα ανθρώπων συγκεντρώνονται σε ένα χώρο που φωτίζεται υπο των φως των κεριών που είναι τόσα, όσοι οι συμμετέχοντες. Καθένας με τη σειρά του διηγείται την δικιά του εκδοχή της ιστορίας και στο τέλος της αφήγησης σβήνει κι από ένα κερί. Καθώς προχωράει η νύχτα και το σκοτάδι κυριαρχεί, όταν ειπωθεί και η τελευταία ιστορία, στο δωμάτιο επικρατεί πλέον το απόλυτο σκοτάδι, τότε λέει η παράδοση βγαίνουν οι δαίμονες που έχουν ζωντανέψει μέσα από τις αφηγήσεις.

Έτσι λοιπόν, ξετυλίγεται η ιστορία. Μέσα από τις αφηγήσεις, νεκρών, ζωντανών, του βασικού ύποπτου, αλλά κι ενός στρατιώτη, ενός ντετέκτιβ, ενός δημοσιογράφου και τέλος του πραγματικού ενόχου. Ο Πις ομολογεί την αδυναμία του να καταλάβει, να ελέγξει, να «δικάσει», να περιγράψει την ιστορία – ο συγγραφέας μετέχει ενεργά μέσα από σελίδες που δίνουν ανάσα στην πλοκή, σαν ιντερμέδια, μετατρέποντας το σπουδαίο αυτό βιβλίο σε ένα work in progress, σε ένα μυθιστόρημα δαιδαλώδες και εσωστρεφές που σε παρασέρνει μαζί του σε ένα ταξίδι στην καρδιά του σκότους.

Μπορεί το βιβλίο να έχει αστυνομική υφή, αλλά η ιστορία, το περιστατικό αυτό, είναι το πρόσχημα, η αφορμή για να παρακολουθήσουμε ακόμα μια καταβύθιση (όπως έκανε και με το πρώτο μέρος της τριλογίας, το μοναδικό «Τόκιο, έτος μηδέν») του συγγραφέα, στην σκοτεινή καρδιά της Ιαπωνίας, τα εγκλήματα που διέπραξε η ηγεσία της, με τον άκρατο επεκτατισμό που την διέκρινε και τις ακρότητες της διαβόητης «Μονάδας 731» με τα βιολογικά πειράματα πάνω σε αιχμαλώτους πολέμου στην Ματζουρία. Ο Πις (ο οποίος έζησε 15 χρόνια στην Ιαπωνία), με αυτή του την τριλογία κάνει ουσιαστικά ένα πολιτικοκοινωνικό σχολιασμό γύρω από τα σκοτεινά γεγονότα που ακολούθησαν την πλήρη και άνευ όρων υποταγή της Ιαπωνίας, περιγράφοντας την συγκάλυψη των Αμερικανών (αλλά και των Σοβιετικών), και την ατιμωρησία που υπήρξε μετά το τέλος του πολέμου, την σιωπή (αλλά και την ασυλία των «ερευνητών-υπευθύνων») γύρω από τα φρικιαστικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια του πολέμου και την μετατροπή μιας χώρας σε κανονικό προτεκτοράτο. Το εφιαλτικό και ερειπωμένο Τόκιο, με τους λασπωμένους δρόμους, τα καμένα σπίτια θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες το 1964, δηλαδή σε κάτι λιγότερο από μια 20ετία μετά την συνθηκολόγηση και την καταστροφή, και θα προβληθεί (αλλά και θα είναι) ως μια πόλη-μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας.

Η «Κατεχόμενη Πόλη», ισάξια (ίσως και καλύτερη) συνέχεια του «Τόκιο έτος μηδέν», είναι ένα σπουδαίο βιβλίο και μια υπέροχη αναγνωστική εμπειρία. Το ύφος, το στυλ του Πις είναι εκπληκτικό και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, εγκλωβίζοντας τον σε αυτό το tour de force, άλλοτε παραληρηματικό, άλλοτε λυρικό, ενίοτε σπειροειδές και ιλιγγιώδες, που προξενεί απορίες ως «προς το που το πάει επιτέλους», με μια μοναδική ικανότητα να σε κρατάει κολλημένο στην καρέκλα σου, μέσα σε αυτή την μοναδική γοητεία της γραφής του.

«Στην Κατεχόμενη πόλη, αυτή η πόλη είναι ένα φέρετρο. Αυτή η πόλη είναι ένα σημειωματάριο. Αυτή η πόλη είναι ένα καθαρτήριο. Αυτή η πόλη είναι μια πανούκλα. Αυτή η πόλη είναι μια κατάρα. Αυτή η πόλη είναι μια ιστορία. Αυτή η πόλη είναι μια αγορά. Αυτή η πόλη είναι μια ερημιά. Αυτή η πόλη είναι μια πληγή. Αυτή η πόλη είναι μια φυλακή. Αυτή η πόλη είναι ένας καθρέφτης. Αυτή η πόλη είναι ένα ποτάμι. Και αυτή η πόλη είναι μια γυναίκα…»







 
Τετάρτη, Απριλίου 22, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 22, 2015 | Permalink
Απληστία
Έξοχο δείγμα νατουραλιστικού μυθιστορήματος, είναι το πρωτοεκδοθέν στη χώρα μας, εμβληματικό μυθιστόρημα του πολύ σημαντικού Αμερικανού συγγραφέα του 19ου αιώνα, Frank Norris (San Francisco, 1870-1902), με τίτλο «ΜακΤΙΓΚ, Μια ιστορία από το Σαν-Φρανσίσκο» («McTeague: A story of San Francisco»), (Εκδ. Gutenberg, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος, σελ.480). Το βιβλίο του Νόρις, απλό στην ιστορία του, είναι μια βαθιά και ενδελεχής μελέτη χαρακτήρων, που εντυπωσιάζει με την ακρίβεια της αλλά και την εντυπωσιακή απεικόνιση της καθημερινότητας.

Ο ΜακΤιγκ, είναι ένας κομπογιαννίτης οδοντογιατρός, που έχει μάθει την τέχνη του εμπειρικά και διατηρεί ένα οδοντιατρείο στην οδό Πολκ, έναν κεντρικό μικροαστικό δρόμο στο Σαν Φρανσίσκο. Ογκώδης και ψηλός για τα μέτρα της εποχής (κοντά στο 1.90), με ανοιχτά χαρακτηριστικά, είναι υπερβολικά δυνατός και δεν διακρίνεται για την ευστροφία και την εξυπνάδα του. Για την ακρίβεια είναι μάλλον βραδύνους και αφελής. Ζει μια μοναχική ζωή, με μοναδικό του φίλο, τον Μάρκους Σούλερ με τον οποίον ζουν στην ίδια πολυκατοικία, στην οποία επίσης διαμένει, μια Μεξικάνα καθαρίστρια η Μαρία Μακάπα που αρκείται σε μικροκλοπές από τα διαμερίσματα και παραμυθιάζει έναν Εβραίο γυρολόγο, τον Ζέρκοφ ότι η οικογένειά της, στην πατρίδα της, είχε στην κατοχή της, χρυσά σερβίτσια και αντικείμενα μεγάλης αξίας. Επίσης στο ίδιο κτίριο ζουν δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι, «γέρο-Γκράνις» και η Δις Μπέικερ, των οποίων τα διαμερίσματα τα χωρίζει ένας τοίχος και χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, μέσω των θορύβων της καθημερινότητάς τους, «κάνουν παρέα» ο ένας στον άλλον τα βράδυα.

Ο Μάρκους είναι ερωτευμένος με την ξαδέρφη του, την Τρίνα κόρη μεταναστών από την Γερμανία, την οποία γνωρίζει στον ΜακΤιγκ, κι εκείνος άπειρος όπως είναι από την γυναικεία συντροφιά, έλκεται ιδιαίτερα από αυτήν. Η Τρίνα δεν δείχνει αδιάφορη, χωρίς όμως να τρελαίνεται κιόλας από την παρουσία του. Ο ΜακΤιγκ αποφασίζει να την ζητήσει σε γάμο, μη μπορώντας να συγκρατήσει το πάθος του και ζητάει από τον Μάρκους να αποτραβηχτεί από την διεκδίκησή της, κι εκείνος το κάνει. Η Τρίνα δέχεται την πρότασή του, και πείθει τον εαυτό της ότι είναι ερωτευμένη μαζί του, περισσότερο γοητευμένη από την στιβαρότητα των χεριών του και την φυσική του παρουσία.

Λίγο πριν τον προγραμματισμένο γάμο, η Τρίνα κερδίζει ένα λαχείο αξίας 5.000 δολαρίων, κάτι που αλλάζει τελείως την οικονομική τους κατάσταση. Αυτόματα ο Μάρκους αισθάνεται αδικημένος, διότι αν δεν είχε υποχωρήσει, θα ήταν εκείνος που θα απολάμβανε τα οφέλη του λαχνού και αλλάζει την συμπεριφορά του απέναντι στον ΜακΤιγκ σε σημείο να χαλάσει την φιλία τους μετά από ένα βίαιο επεισόδιο στην γειτονική μπυραρία. Ο γάμος βέβαια γίνεται κανονικά και το ζευγάρι κάνει μια συνετή και μετρημένη ζωή, καθώς η Τρίνα επενδύει τα χρήματα του λαχείου και φυλάει ακόμα και τους τόκους. Η αρχική εντύπωση ότι είναι μια γυναίκα προσεκτική και διαποτισμένη με την έννοια της οικονομίας, μετά από λίγο καιρό καταρρίπτεται καθώς η Τρίνα αποκαλύπτει την έντονη φιλαργυρία της, μαζεύοντας και φυλάσσοντας ακόμα και την τελευταία δεκάρα.

Σύντομα η ζωή τους αλλάζει καθώς, ο ΜακΤιγκ ενημερώνεται ότι – κατόπιν καταγγελίας από κάποιον (προφανώς τον Μάρκους) - πρέπει να κλείσει το ιατρείο του, διότι δεν έχει κάποιο πτυχίο και ασκεί παράνομα το επάγγελμα του. Μένει άνεργος και ψάχνει για δουλειά χωρίς να βρίσκει κάτι. Η Τρίνα αρνείται να βοηθήσει την κατάσταση, κρατώντας κλειδαμπαρωμένες τις οικονομίες τους και αρνούμενη να αγγίξει τα 5000 δολάρια που κατείχε. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια διαρκή γκρίνια, το ζευγάρι μετακομίζει σε μικρότερο διαμέρισμα, πουλώντας τα καλύτερα έπιπλά τους και καθώς η κατάσταση όλο και χειροτερεύει οικονομικά γι’ αυτούς, ο ΜακΤιγκ που μεθάει όλο και συχνότερα βρίσκοντας καταφυγή στο ποτό, γίνεται βίαιος τραυματίζοντάς την στα χέρια, ενώ εκείνη αρνείται να του δώσει ακόμα και τα εισιτήρια για τα λεωφορεία που παίρνει ψάχνοντας για δουλειά, ταλαιπωρώντας τον. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια, η γκρίνια άγριους τσακωμούς και η αναζήτηση χρημάτων την μοιραία σύγκρουση μεταξύ του ζεύγους που θα κορυφωθεί με ακραίες συνέπειες.


Το μυθιστόρημα του Νόρις είναι γραμμένο ακριβώς με το πνεύμα του Νατουραλισμού που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία με κυριότερο εκφραστή του, τον Γάλλο Εμίλ Ζολά και είχε αρχίσει να επηρεάζει Αμερικάνους συγγραφείς, όπως τον Στ.Κρέιν («Μάγκι», «Το κόκκινο σήμα») ή τον Θ.Ντράιζερ (με το αριστουργηματικό «Η μικρή μας Κάρυ» και το αμετάφραστο στη χώρα μας «Αμερικανική τραγωδία»). Απηχεί επίσης τις τεράστιες αλλαγές που γίνονταν στις επιστήμες, την βιομηχανική ανάπτυξη και το πνεύμα του ιμπεριαλισμού που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή. Ας μη λησμονούμε εξάλλου ότι ο Νόρις ως ευαίσθητος δέκτης, αποκλείεται να μην είχε διαβάσει Νίτσε και Σπένσερ και να μην είχε εντρυφήσει στην Δαρβινιστική θεωρία. Οι ήρωες ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν, είναι καταδικασμένοι να μη την υπερβούν - η νατουραλιστική λογοτεχνία διαπνεόταν από αυτό το ντετερμινιστικό στοιχείο.

Όλα αυτά περνάνε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, που δεν αποφεύγει τα στερεότυπα όπως ο κακός και μοχθηρός Εβραίος έμπορος, ο Ζέρκοφ, η κληρονομικότητα στην βίαιη συμπεριφορά του ΜακΤιγκ, ο οποίος προέρχεται από μια γενιά βίαιων ανθρώπων ενώ ο αλκοολισμός του πατέρα του, τον ακολουθεί καθώς αποκτάει περισσότερη αυτοπεποίθηση όταν είναι πιωμένος. Ο ΜακΤιγκ είναι ένας άνθρωπος ακατέργαστος με κτηνώδη δύναμη που δεν μπορεί να ελέγξει γιατί δεν έχει την πνευματική ικανότητα για κάτι τέτοιο, ενώ τα ζωώδη ένστικτά του βγαίνουν στην επιφάνεια στις δύσκολες στιγμές και τον βοηθάνε να ξεφεύγει από αυτούς που τον κυνηγούν.

Οι ήρωες του Νόρις, ο (κτηνώδης δύναμη, ογκώδης άγνοια) ΜακΤιγκ που κάπου γίνεται συμπαθής μέσα στην αφέλειά του, η φιλάργυρη (σε όρια ψυχοπάθειας) και εκνευριστική μικροκαμωμένη Τρίνα δεν είναι ερωτευμένοι, νομίζουν ότι είναι, αλλά μόνο έρωτας ή αγάπη δεν είναι αυτό που νιώθουν. Ενώνονται από ένα σεξουαλικό πάθος εκείνος, από μια μοιρολατρική και ενστικτώδη διάθεση εκείνη και δεν αρκεί παρά να εκδηλωθούν τα πρώτα προβλήματα για να διαλυθεί το οικοδόμημα. Γύρω τους διάφοροι μικροαστοί που προσπαθούν να επιβιώσουν με το χρήμα να κυριαρχεί στις σχέσεις διαπροσωπικές η μή.

Το ΜακΤιγκ είναι βέβαια (και πάνω απ' όλα) ένα συναρπαστικό κοινωνικό μυθιστόρημα γεμάτο έντονες εικόνες, ολοζώντανους (αν και κάπως σχηματικούς) χαρακτήρες που εναλλάσσονται στην πλοκή σαν να βρίσκονται σε μια σκηνή θεάτρου. Και τι άλλο είναι η οδός Πολκ με την φασαρία και την κίνησή της από ένα θεατρικό σκηνικό όπου η γραφή του Νόρις σαν κάμερα παρατηρεί τα πάντα, σχολιάζοντας με τον τρόπο της τα δρώμενα. Είναι ευδιάκριτη η επιρροή του Κ.Ντίκενς στον τρόπο απεικόνισης της ζωής στην πολυκατοικία, ενώ υπάρχει έντονο το στοιχείο του Ρομαντισμού και του Μελοδράματος στην ιστορία, η οποία μπορεί να φαίνεται απλή σε πρώτο επίπεδο αλλά δεν είναι καθόλου.


Το μυθιστόρημα του Νόρις έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στην εποχή του όπως αναφέρει ο ικανότατος μεταφραστής Μ.Μακρόπουλος στην εξαιρετική εισαγωγή του, η οποία συνιστώ να διαβαστεί στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου ως επίμετρο. Είναι γνωστή η ιστορία της ταινίας "Απληστία" ("Greed" 1924) ,του παρανοϊκού αλλά και εξαιρετικού σκηνοθέτη Έριχ φον Στροχάιμ που βασίστηκε πάνω στο μυθιστόρημα του Νόρις και η οποία από 9 (ή κατ' άλλους 80) ώρες υλικού, αναγκάστηκε ο σκηνοθέτης να περιορίσει σε μια ταινία 130 λεπτών, η οποία δίνει μεγαλύτερη βάση στο μελοδραματικό στοιχείο του βιβλίου και η οποία θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου. Υπάρχει και μια άλλη ταινία ομώνυμη του μυθιστορήματος, γυρισμένη το 1916 για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία, ενώ παίχτηκε και μια όπερα που συνέθεσε ο Γ.Μπόλκομ με τον ίδιο τίτλο (ΜακΤιγκ) το 1992.

 
Τετάρτη, Απριλίου 15, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 15, 2015 | Permalink
Ο Θερμοστάτης
Ειρωνικό και σαρκαστικό ύφος διαπερνάει τις 13 ολιγοσέλιδες ιστορίες της θαυμάσιας συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Ο ΘΕΡΜΟΣΤΑΤΗΣ» (Εκδ. Μελάνι, σελ.132),  του συγγραφέα και ηθοποιού Κωνσταντίνου Πουλή (Αθήνα,1973). Άνθρωποι καθημερινοί, λίγο φευγάτοι, προσαρμόζονται στην πραγματικότητα που τους ξεπερνάει τις περισσότερες φορές με τον παραλογισμό της, άνθρωποι που ονειρεύονται άλλη ζωή από αυτή που αναγκάζονται εκ των συνθηκών ή εκ των περιστάσεων να ζουν.


Ο Πουλής υιοθετώντας ένα κινηματογραφικό ύφος επηρεασμένο από την σλάπστικ κωμωδία (όπως αυτές του βωβού κινηματογράφου με ήρωες χαρακτήρες ενσαρκωμένους γκροτέσκα από τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Μπάστερ Κίτον) και με μια παιγνιώδη διάθεση σατιρίζει την νεοελληνική πραγματικότητα, αυτό το «Δελφινάριο» της καθημερινότητάς μας σε ιστορίες που κινούνται από τον μινιμαλισμό έως την άκρατη θεατρικότητα.

«Ενάμισι τετραγωνικό μέτρο

Ο Ωρελιάν έζησε δεκαπέντε χρόνια σε μια σοφίτα στο Παρίσι με συνολικό εμβαδό τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, από τα οποία όμως σύμφωνα με τον νόμο μόνο το 1,56m2 λογαριάζεται ως βιώσιμος χώρος. Καθώς η γαλλική νομοθεσία θεωρεί πως αυτό το εμβαδό βρίσκεται κάτω από τα ανεκτά όρια διαβίωσης, ο Ωρελιάν αποφάσισε να κινηθεί δικαστικά κατά της ιδιοκτήτριας και να ζητήσει να του επιστραφούν τα ενοίκια όλων αυτών των ετών. Η δημοσιογράφος που πήγε να τον συναντήσει τον ρώτησε: «Πως ζήσατε τόσα χρόνια εδώ;» Και ο Ωρελιάν της απάντησε: « Τι να σας πω…συνηθίζεις».»

Ένας προκομένος και κεφάτος νεαρός που δουλεύει ως βοηθός κουρέα, ονειρεύεται ένα βράδυ ότι είναι σταρ του Χόλιγουντ, τον ερωτεύεται η πανέμορφη συμπρωταγωνίστριά του και έχει το αφεντικό του στην πραγματική ζωή να τον χτενίζει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Όταν ξυπνάει θεωρεί ότι το όνειρο συνεχίζεται και αρνείται να προσαρμοστεί στην πεζή ρουτίνα. Νιώθει ότι είναι μεγάλος και τρανός, μιλάει Αγγλικά και παθαίνει κατάθλιψη στο έξοχο διήγημα «Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο των Εξαρχείων», ενώ στο «Έρως ανεπίκαιρος», έχουμε τον έρωτα ενός νεαρού για μια κοπέλα και την προσπάθεια του να κάνει σχέση μαζί της, που δεν μπορεί όμως να ευδοκιμήσει λόγω γκαντεμιάς και συνθηκών της εποχής.

Στον «Θρίαμβο» έχουμε την «άβολη» κατάσταση ενός έφηβου ερωτύλου καθώς ο καθηγητής στο σχολείο, τον βάζει να αναγνώσει δυνατά αποσπάσματα από τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Α.Εμπειρίκου, και, στο «Να πως με λεν’ εμένα», ο συγγραφέας σατιρίζει τους οικονομικούς όρους που έχουν εισβάλλει στην επικαιρότητα και αναμασώνται από τους περισσότερους χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς σημαίνουν. Το «Ενάμισι τετραγωνικό μέτρο» που παραθέτω λίγο πιο πάνω, είναι ένα υπέροχο μινιμαλιστικό διηγηματάκι, ενώ, στο ευφυέστατο «Γκουρμέ», τρείς φοιτητές στη Μόσχα που συνηθίζουν να διαβάζουν φωναχτά Λογοτεχνία τα βράδια που συναντιούνται, κάποια στιγμή ξεμένουν από λογοτεχνικά βιβλία και διαβάζουν το βιβλίο συνταγών που έστειλε η μητέρα του ενός. Στο «Χιλιόμετρο μηδέν», ένα Ιονεσκικού ύφους διήγημα, το θέμα της συζήτησης στην παρέα είναι το σημείο στην πλατεία Συντάγματος από όπου ξεκινάει η μέτρηση των χιλιομετρικών αποστάσεων, κάτι που γίνεται εμμονή σ’αυτόν που ξεκίνησε την κουβέντα με τραγική κατάληξη, και, στο υπέροχο «Η μαμά του κτήνους», ένα διήγημα άψογου κινηματογραφικού ύφους με μαύρο χιούμορ, κτηνώδης γιός εκτελεί ανθρώπους κατόπιν εντολών της μητέρας του, μόνο που εκείνη συνεχώς λαθεύει στην ταυτότητα, και λάθος άνθρωποι την πληρώνουν.

Ο θεατρικός διάλογος, ανάλογου ύφους με την τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι εκείνος», αποτελεί τον κορμό του διηγήματος «Νεοφορμαλισμός ή Θάνατος», ενώ στο καίριο «Χωρίς χαρτιά», ελληναράς περιπατητής μπλέκεται σε άψογη κλωτσοπατινάδα μεταξύ κακόμοιρου μετανάστη, νεοναζιστών και οικογενειάρχη με τα δύο του παιδιά, και, στο «Κάμπινγκ στην πλατεία», έχουμε μια εύστροφη σάτιρα με έναν τύπο που αρέσκεται στην ελεύθερη κατασκήνωση όπου βρει, οπότε βρίσκει καταφύγιο στο μεγαλύτερο ελεύθερο κάμπινγκ της χώρας που ήταν η πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011. Στο «Κάθισμα του Τζαγκάναθ Σάνκερσεθ», ένα μονότονο ταξίδι με τρένο «απογειώνεται» μετά από μια ιδιαίτερη αφήγηση, ενώ η συλλογή κλείνει με το καλύτερο διήγημα, τον εξαιρετικό «Θερμοστάτη», όπου έχουμε την ιστορία ενός ανθρώπου που «δεν χωράει στην εποχή του», ζεσταίνεται όταν οι άλλοι κρυώνουν και υποφέρει σε σημείο δραματικό όταν οι άλλοι ζεσταίνονται. Ο Πουλής με μεταφορικό τρόπο δείχνει το δράμα του «διαφορετικού» ανθρώπου.

Ο καθημερινός (και όχι μόνο) ρατσισμός, η ξενοφοβία, το περιθώριο απασχολούν τον συγγραφέα σ'αυτή την συλλογή ενώ η ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης στις μέρες της οικονομικής κρίσης αναπαρίσταται εξαιρετικά. Ο έρωτας (συνήθως αγνός και ανυστερόβουλος) απασχολούν πολλούς από τους χαρακτήρες που περιγράφονται στα διηγήματα, οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) με αδυναμία να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο, πλάνητες και ανέστιοι, ονειροπόλοι και "φευγάτοι".

Η γραφή του Πουλή ποικίλλει, δεν είναι μονοδιάστατη, γκροτέσκα και με κάποιο στοιχείο υπερβολής σε ορισμένες από τις ιστορίες, οι οποίες έχουν ένα μπουφόνικο στοιχείο, κομέντια ντελ'άρτε με επιδράσεις από τον Ντάριο Φο (που ήταν κι ο ίδιος ηθοποιός όπως ο συγγραφέας), ενώ δεν λείπει και το παράλογο στοιχείο, όπως και ο μινιμαλισμός σε κάποιες άλλες.

Εν κατακλείδι, "Ο Θερμοστάτης", η συλλογή διηγημάτων του Κων/νου Πουλή είναι μια εξαιρετική όσο και πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια ενός ευδιάκριτου προσωπικού λόγου, που δεν ενδύεται κάποιον μανδύα σοβαροφάνειας για να μιλήσει για πράγματα σοβαρά και ουσιώδη. Το κυριότερο όμως είναι η τελική αίσθηση ενός δημιουργού με χαρακτήρα και ύφος που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητος από το αναγνωστικό κοινό.

______________________________________________________________

Ακούστε την συζήτηση με τον Κωνσταντίνο Πουλή για την συλλογή διηγημάτων του "Ο Θερμοστάτης" και για την προσωπική του διαδρομή στη λογοτεχνία και στο θέατρο, στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 4/4/15. Καλή ακρόαση



 
Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015 | Permalink
Ο Ερνέστο Γκεβάρα στην Πράγα
«Μπορείς να ταξινομήσεις τα άλυτα προβλήματα της ζωής σε δυο φέρετρα. Κάποια τα καταχωνιάζεις σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου και κατορθώνεις να τα ξεχάσεις καταλήγουν να μην σε ενοχλούν πια, αποστήματα που δείχνουν επουλωμένα, ίσως και γιατρεμένα (μπορεί και όχι). Κάποια άλλα σε ξεσκίζουν σαν άγκιστρα, κι εσύ συνεχίζεις να αιμορραγείς χωρίς να το καταλαβαίνεις. Αυτά είναι και τα χειρότερα, γιατί συνηθίζει κανείς να ζει με τον πόνο.»


Μέγας αφηγητής ο Γαλλοαλγερίνος συγγραφέας, JEAN MICHEL GUENASSIA (Αλγέρι, 1950), κάτι βέβαια που όλοι αντελήφθησαν με το θαυμάσιο «Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» πριν από μερικά χρόνια και που επιβεβαιώνεται τώρα με το χορταστικό και πολύ συναρπαστικό, «Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ Ο ΕΡΝΕΣΤΟ ΓΚ.» («La vie revee dErnesto G.»), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Α.Παππάς-Β.Χατζάκη, σελ.519), ένα μυθιστόρημα που διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα συνδυάζοντας ιστορικά στοιχεία με μυθοπλασία, σ’ αυτή την μίξη λογοτεχνικότητας και ψευδοντοκυμαντερίστικου ύφους με πολλή κινηματογραφικότητα στην γραφή, στο οποίο τόσο καλά τα καταφέρνει ο συγγραφέας.

Ο κεντρικός ήρωας αυτού του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος, είναι ο  Γιόζεφ Κάπλαν που κατάγεται από εβραϊκή οικογένεια γιατρών της Πράγας και θα γεννηθεί το 1910. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση θα σπουδάσει κι αυτός Ιατρική και τελειώνοντας τις σπουδές του θα φύγει για το Παρίσι να κάνει την ειδικότητά του στην Βιολογία και την έρευνα. Ήδη το δισυπόστατο της προσωπικότητάς του είχε αρχίσει να διαφαίνεται από την εφηβική του ηλικία, από τη μια διακατέχεται από επαναστατικές ιδέες, οι οποίες βέβαια στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 και της ανόδου του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία, θα βρουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης και προβληματισμού και από την άλλη είναι δεινός χορευτής με γνήσιο ταλέντο και ένθερμος (σε σημείο λατρείας) θαυμαστής του μεγάλου των tangos, Κάρλος Γαρδέλ. Εξαιρετικός στη δουλειά του και με μεγάλες επιτυχίες στο γυναικείο φύλλο, ο νεαρός Γιόζεφ Κ., περνάει τις μέρες του αποστασιοποιημένα και χωρίς μεγάλες συναισθηματικές εντάσεις. Τελειώνοντας την ειδίκευση του, δέχεται την ανάληψη μιας θέσης στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Αλγέρι και μεταβαίνει χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει που πηγαίνει και τι ακριβώς θα κάνει εκεί.

Από τη μια, ο θαλασσινός αέρας της Μεσογείου και η γνωριμία με τις δύο φίλες, την σέξυ Νελλύ και την επαναστάτρια ηθοποιό Κριστίν, από την άλλη το πολύ ενδιαφέρον ερευνητικό έργο που πραγματοποιεί στο Παστέρ, κάνουν την διαμονή του Γιόζεφ Κ. στο Αλγέρι αξέχαστη. Το μόνο μελανό σημείο στη ζωή του, είναι η αραιή αλληλογραφία με τον πατέρα του, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει στην κατακτημένη από τους Γερμανούς Πράγα. Ο δεσμός του με την Νελλύ είναι η πρώτη του πραγματική ερωτική σχέση αν κι εκείνος θαυμάζει την ασυμβίβαστη Κριστίν που μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών. Η έκρηξη του πολέμου, και η ήττα της Γαλλίας φέρνουν στο Αλγέρι (που ας μη ξεχνάμε ότι ακόμα τότε ήταν Γαλλική αποικία) τα πρώτα αντισημιτικά μέτρα, οπότε ο διευθυντής του Παστέρ για να βοηθήσει τον Γιόζεφ Κ. τον στέλνει σε ένα ερευνητικό σταθμό που είναι απομακρυσμένος στην ενδοχώρα της Αλγερίας. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος του πολέμου αγνοούμενος από όλους εκτός από τον διευθυντή του, απομονωμένος και ερημίτης. Γυρίζοντας από τα βουνά, ο Γιόζεφ Κ. θα βρει την Νελλύ στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα. Καθώς ο πόλεμος στην Ευρώπη τελειώνει, η επιστροφή στην Πράγα γίνεται έμμονη ιδέα στον νεαρό γιατρό, ο οποίος προτείνει στην Κριστίν να τον ακολουθήσει κι εκείνη δέχεται. Μαζί θα ξεκινήσουν το επικίνδυνο ταξίδι της επιστροφής στην απελευθερωμένη πλέον Πράγα με το όνειρο να βοηθήσουν στο χτίσιμο ενός νέου σοσιαλιστικού κράτους. Γίνονται μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος που παίρνει την εξουσία μετά από εκλογές, η Κριστίν φέρνει στον κόσμο τα δύο τους παιδιά, πρώτα την Έλενα και μετά από λίγα χρόνια τον Μάρτιν, αλλά σύντομα διαπιστώνουν ότι τα πράγματα κυλάνε αρκετά διαφορετικά από ότι είχανε ονειρευτεί. Η Κριστίν ασφυκτιώντας και βλέποντας ότι κινδυνεύει η ζωή τους με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα μετά την επέμβαση των Σοβιετικών στην Βουδαπέστη, θα διαφύγει στο Παρίσι παίρνοντας μαζί της τον μικρό Μάρτιν και εγκαταλείποντας τον εμβρόντητο Γιόζεφ Κ. μόνο του με την Έλενα. Η ζωή τους πλέον θα πάρει έναν διαφορετικό δρόμο ώσπου να μπει στον δρόμο τους η αινιγματική φιγούρα του Ραμόν Μπενίτες, ψευδώνυμου του Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστότερου ως Τσε.

«Είμαι Αργεντίνος αλλά έχω ξεχάσει την Αργεντινή. Πάει τόσος καιρός που έφυγα από κει, ώστε έχω την αίσθηση πως πρόκειται για κάποιον άλλον, για μια άλλη ζωήγια δώδεκα χρόνια, μια φορά μόνο επέστρεψα για λίγες ώρες, και χωρίς να δω τους δικούς μου, ούτε αυτή την πόλη που τόσο αγαπώ το Μπουένος Άιρες, είναι όλο ένα τάνγκο, κι εγώ, ένας ανάξιος Αργεντίνος, δεν ξέρω να χορεύωσήμερα έχω τόσο λίγους φίλους Αργεντίνους στο πλευρό μου, φίλους αληθινούς, σαν αδερφούς, όχι γνωριμίες, ώστε συχνά λέω στον εαυτό μου πως είμαι ξένος στον ίδιο μου τον τόπο. Αποχωρίστηκα τον τόπο μου, απομακρύνθηκα με τη θέλησή μου, γιατί πίστευα πως εκεί τίποτα δεν μπορούσε να γίνειγια ποιους λόγους ασχολήθηκα τόσο λίγο με τη γενέθλια γη μου, εγκαταλείποντας την στους αντιδραστικούς και στους στρατιωτικούς; Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουν νέος δεν ενδιαφερόμουν για την πολιτική. Κράτησα απόσταση απ’ τα κινήματα διαμαρτυρίας και απ’ τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Ζούσα μ’ εκείνο το παράξενο και δυνατό συναίσθημα πως πατρίδα μου ήταν η Λατινική Αμερική, η ήπειρος της φτώχειας, των καταπιεσμένων και των θυμάτων του ιμπεριαλισμού. Υπήρχαν ωστόσο τόσες μάχες που έπρεπε να δοθούν εκεί. Άφησα σε άλλους τη φροντίδα να αγωνιστούνεξουδετερωθήκαν τόσο γρήγορα , που ήταν σαν να μη συνέβη τίποτα. Εγκαταλείψαμε αυτούς που παλεύουν.»

Από την Πράγα, στο Παρίσι κι από κει στο Αλγέρι και ξανά πίσω στην Πράγα, ο Γιόζεφ Κ., αυτός ο στιβαρός μυθιστορηματικός χαρακτήρας που πλάθει ο Γκενασιά, κάνει ένα κυκλικό ταξίδι, μαθητείας, ενηλικίωσης, αυτογνωσίας και διάψευσης του ονείρου. Με την μουσική του Γαρδέλ να τον ακολουθεί σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής του, θα ερωτευτεί, θα πληγωθεί, θα πιστέψει, θα προδοθεί. Μέσα από τις περιπέτειές του παρακολουθούμε το δράμα μιας γενιάς ανθρώπων που είδαν τα όνειρά τους να συντρίβονται με τον χειρότερο τρόπο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη, με τα δύο από αυτά να έχουν τα ονόματα των 2 γυναικών που καθόρισαν τη ζωή του Γιόζεφ Κ., της Κριστίν και της Έλενας. Οι γυναίκες στο μυθιστόρημα του Γκενασιά είναι οι κινητήριοι μοχλοί του. Δυναμικές και ασυμβίβαστες, ερωτικές και αντιφατικές θα κάνουν την επανάστασή τους, η Κριστίν ανυποχώρητη και άκαμπτη, η Έλενα πιο συναισθηματική και πιο δεμένη με τον πατέρα της, θα πληγωθεί περισσότερο και με την προδοσία του πιο κοντινού της ανθρώπου, αλλά ήταν δύσκολοι καιροί και κανείς δεν γνώριζε τι θα κάνει ο διπλανός του για να επιβιώσει. Το μυθιστόρημα που ξεκινάει χαλαρά και ακολουθεί έναν ήρεμο ρυθμό, θα απογειωθεί στις τελευταίες 200 σελίδες περίπου, που είναι το τρίτο του μέρος, αυτό της Έλενας και της εμφάνισης στην αφήγηση του Ερνέστο Γκεβάρα.

Τι γύρευε όμως ο Ερνέστο Γκεβάρα στην σκοτεινή Πράγα της δεκαετίας του ’60; Ο Γκενασιά πανέξυπνα  αφορμάται από ένα πραγματικό γεγονός, την διαμονή του επαναστάτη Αργεντίνου στην Τσεχοσλοβακία μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια εξαγωγής της Κουβανικής επανάστασης στο Κονγκό. Τι ακριβώς έκανε και πως πέρασε τον χρόνο του στην Πράγα ο Γκεβάρα παραμένει ένα μυστήριο, ήταν η εποχή που είχε περιπέσει σε δυσμένεια, είχε διαφωνήσει με τον Κάστρο για την πορεία της διακυβέρνησης στην Κούβα και ο Σοβιετικός παράγων είχε αρχίσει να κουράζεται από την διαρκή επαναστατικότητα του Αργεντίνου. Αγνώριστος εξωτερικά, ξυρισμένος με τεχνητή φαλάκρα και άρρωστος, ο Τσε θυμίζει μεσήλικα δημόσιο υπάλληλο, θα κρυφτεί για ένα διάστημα στην Πράγα και θα επιστρέψει στην Λατινική Αμερική για να πραγματοποιήσει την αυτοκτονική εκστρατεία στην Βολιβία. Ο Γκενασιά τον τοποθετεί στο μυθιστόρημά του, ως στέρεο μυθιστορηματικό χαρακτήρα, υπέρ το δέον γοητευτικό, να ερωτεύεται, να χορεύει, να τραγουδάει και να δίνει τον ιδιαίτερο τόνο που απογειώνει το βιβλίο.

Η έντονη λογοτεχνικότητα και οι διακειμενικές αναφορές του μυθιστορήματος, εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη με την έξοχη και αρμονικότατη τοποθέτησή τους ενώ η αίσθηση του ασπρόμαυρου φιλμ που υπήρχε και στο προηγούμενο βιβλίο του Γκενασιά είναι και πάλι εδώ σαγηνεύοντας και γλυκαίνοντας το βιβλίο. Το Αλγέρι (όπου ο συγγραφέας παρασύρεται σε πολλά σημεία από μια νοσταλγική διάθεση που συγκινεί), θυμίζει τα βιβλία του Καμύ και η ατμόσφαιρα της Πράγας είναι όσο δεν παίρνει άλλο Καφκική, εξάλλου και το όνομα του ήρωα (Γιόζεφ Κ.), έχει αυτό το στοιχείο. Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένας υπαρξιακός και σαγηνευτικός ήρωας, ενώ η Έλενα θα βρει το αντίστοιχό της στην υπέροχη ταινία του Μ.Φόρμαν «Οι έρωτες μιας ξανθιάς» που αναπαριστά ακριβώς αυτό που εκφράζει η ηρωίδα του μυθιστορήματος του Γκενασιά, την διάψευση του ονείρου μέσα στο γραφειοκρατικό και στυγνό καθεστώς. Χαρακτήρες από την «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» κάνουν την εμφάνισή τους και σ’αυτό το βιβλίο συνδέοντας τα δύο λογοτεχνικά έργα που έχουν ως κοινή αίσθηση την μελαγχολία και τον συναισθηματισμό που τα διαπερνά.

Με την μουσική των τάνγκος να το κατακλύζει, και με αυτήν την στρωτή και ωραία αφήγηση, το επικό βιβλίο του Γκενασιά, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα του καλού «λαϊκού μυθιστορήματος», του μυθιστορήματος δηλαδή που μπορεί να διαβαστεί από όλους ανεξάρτητα τον βαθμό καλλιέργειας του αναγνώστη. Επί μέρους ενστάσεις θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει (πλατειασμός στην αφήγηση, πολλά πρόσωπα που ενδεχόμενα μπερδεύουν την πλοκή, ιστορίες που μένουν ανολοκλήρωτες) αλλά ας μη γελιόμαστε, το βιβλίο ρουφιέται κυριολεκτικά και το τελευταίο μέρος του συγκλονίζει ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο, και αυτό είναι που μετράει.