Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2009 | Permalink
Ταξίδι στην κόλαση
Διαβάζοντας το ογκώδες μυθιστόρημα του γνωστού και μη εξαιρετέου, JAMES ELLROY, "ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ",(Εκδ.Άγρα,μετάφρ.Ανδ.Αποστολίδης,σελ.860), δεν μπορεί να μην αναρωτηθείς, τι πράγμα ακριβώς είναι αυτό που διαβάζεις. Το βιβλίο (δεύτερο μέρος της τριλογίας UNDERWORLD USA) έχει γραφτεί με το ύφος που χρησιμοποίησε στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας, το ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΜΠΛΟΪΝΤ, ο συγγραφέας. Νευρώδης αφήγηση, σχεδόν ασθματική, μικρές προτάσεις, μικρές παράγραφοι, χρήση ντοκουμέντων, αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής, πρόσωπα αληθινά να μπερδεύονται με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, υπέρμετρη (και ορισμένες φορές αδικαιολόγητη) βία, πάρα πολλοί χαρακτήρες που κάποιες φορές λες και είναι βαλμένοι γιά να δοκιμάσουν τις αντοχές της μνήμης σου, φλυαρία, κοινοτοπίες αλλά και δράση, ιλιγγιώδης και χαοτική δράση...

Γιατί διαβάζω τα βιβλία του Ελρόυ φανατικά λοιπόν; Σχεδόν ένα τον χρόνο...Τι είναι αυτό που με τραβάει και με απωθεί ταυτόχρονα; Είμαι σίγουρος ότι ο συγγραφέας αυτός, αντιπροσωπεύει ότι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον λογοτεχνικό κόσμο. Είναι υπέρμετρα ρατσιστής, έντονα φαλλοκράτης, οι ιδέες του είναι σίγουρα ακροδεξιές, σχεδόν φασιστικές, μισεί την λογοτεχνία όπως δηλώνει δεξιά και αριστερά, δεν ξέρω τι να πιστέψω γιά τον τύπο. Από την άλλη αν αποπειραθείς να «μπεις» στα βιβλία του δεν μπορείς να τα αφήσεις...Σε παίρνει μαζί του σε ένα «ταξίδι» στα βάθη της κόλασης και δεν σ’αφήνει να πάρεις ανάσα, οι περιγραφές του είναι συγκλονιστικές και οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες ολοζώντανοι. Είναι ένα μυστήριο από τα πάμπολλα της αναγνωστικής "απόλαυσης"...

Το «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ» παίρνει την σκυτάλη από το «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΜΠΛΟΪΝΤ» στην πολιτική ιστορία του αμερικάνικου υποκόσμου που γράφει ο Ελρόυ. Διατρέχει την ταραγμένη πενταετία 1963-1968. Από την δολοφονία του Τζων (Τζακ) Κέννεντυ με την οποία ξεκινάει το βιβλίο, περνάει στην δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και καταλήγει στην δολοφονία του Ρόμπερτ (Μπομπ) Κέννεντυ. Πρωταγωνιστές είναι μία τριάδα σκληρών και αδίστακτων τύπων, οι δύο είναι επιζήσαντες του πρώτου βιβλίου, ο διχασμένος πολιτικά και συναισθηματικά Ουώρντ Λίττελ, ο σκληρός και τρελλαμένος αντι-Καστρικός Πητ Μποντιούραντ και ο τρίτος είναι ο βασικός ήρωας του βιβλίου, ο Ουέην Τέντροου Τζούνιορ, αστυνόμος που έχει σπουδάσει Χημεία, του οποίου ο πατέρας Ουέην Τέντροου Σήνιορ, ελέγχει σωματεία, κινείται στο παρασκήνιο των Καζίνων του Βέγκας, εκβιάζει με μαγνητοταινίες και φιλμάκια πολιτικούς.

Οι τρεις τους βρίσκονται στο Ντάλας την ημέρα της δολοφονίας. Ο καθένας τους γιά διαφορετικό λόγο αλλά και οι τρείς έμμεσα ή άμεσα εμπλέκονται στο γεγονός. Και οι τρεις γνωρίζουν την αλήθεια, ποιός το έκανε και γιατί το έκανε. Ο Ουέην πηγαίνει στο Ντάλας για να σκοτώσει έναν μαύρο που πουλάει ναρκωτικά στο Λας Βέγκας πράγμα που απαγορεύεται από την τοπική μαφία που κοντρολάρει τα καζίνα. Έχει πληρωθεί 6.000 δολλάρια,αυτά τα δολλάρια θα του αλλάξουν τη ζωή (ο original τίτλος του βιβλίου είναι «The cold six thousand»). Με το που φτάνει συνειδητοποιεί ότι πρέπει να «κάνει τη δουλειά» με έναν ντόπιο μπάτσο ο οποίος είναι μεγάλο φασιστόμουτρο και καθήκι. Ο Ουέην τα παίρνει χοντρά, βρίσκει μιά αφορμή και τον σκοτώνει, εξαφανίζει το πτώμα και αφήνει τον μαύρο να φύγει φορτώνοντας του την εξαφάνιση του αστυνομικού. Από την στιγμή που μπήκε στον χορό ο Ουέην δεν θα ξαναβγεί. Και όταν ο μαύρος που είχε ελευθερώσει θα γυρίσει στο Βέγκας και θα σφάξει (αφού πρώτα την βιάσει) την γυναίκα του Ουέην, ο τελευταίος φλιπάρει κανονικά και χώνεται όλο και πιό βαθειά στην κόλαση της διαφθοράς. Ο Πητ συμμετέχει στον πυρήνα των ανθρώπων που οργάνωσαν την δολοφονία του J.F.K, οι εντολές που έχει είναι να σκοτώσει μία πόρνη που έτυχε να ακούσει κάτι γιά την δολοφονία. Την σκοτώνει και αυτό το έγκλημα θα τον στοιχειώσει. Γυρίζοντας στο Βέγκας θα ακολουθήσει τον δικό του δρόμο πάντα συνεργαζόμενος όμως με την τοπική μαφία των καζίνων. Θα αγοράσει ένα από αυτά και μιά εταιρεία ταξί – θα παρακολουθεί και θα εκβιάζει. Ο κύριος σκοπός της ζωής του όμως είναι η ανατροπή του Κάστρο και η επαναφορά του παλιού καθεστώτος στην Αβάνα (La Causa). Ο Λίττελ (που εδώ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αντίθεση με το Ταμπλόιντ), είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων χαρακτήρας. Τυπικά είναι νομικός εκπρόσωπος του Χάουαρντ Χιουζ, ουσιαστικά όμως συνεργάζεται με το FBI, και με την μαφία του Βέγκας. Ο διχασμός του είναι τέτοιος που από τη μιά λατρεύει τον Μπομπ Κέννεντυ και από την άλλη συνεργεί στην ανελέητη παρακολούθησή του. Από τη μιά πληρώνεται από το FBI και προωθεί τα συμφέροντα του Χιουζ προσπαθώντας να εξαγοράσει τα καζίνα του Βέγκας, κατακλέβοντας τον, από την άλλη στέλνει επιταγές βοήθειας στην οργάνωση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Διαπράττει ένα σοβαρό λάθος, ερωτεύεται μία από τις πόρνες που γνώριζαν κάτι γιά την δολοφονία του JFK και αποφασίζει να της αλλάξει ταυτότητα και να την πάρει μαζί του – μόνο που τίποτα δεν μένει κρυφό από την «οργάνωση».

Και οι τρεις συνεργάζονται με τους πραγματικούς ενόχους. Γυρίζοντας στο Λας Βέγκας συνεργάζονται και μεταξύ τους. Υπηρετούν το οργανωμένο έγκλημα. Οργανώνουν παρακολουθήσεις, δολοφονίες, πολιτικές λοβιτούρες. Το Λας Βέγκας στο μυθιστόρημα του Ελρόυ αναδεικνύεται ως ένα σκηνικό διαφθοράς, εγκλήματος, πολιτικών παιχνιδιών. Οι εκβιασμοί πάνε και έρχονται. Γιά όλους (που επισκέπτονται την πόλη γιά να παίξουν στα καζίνα) θα βρεθεί κάτι – κάμερες και «κοριοί» υπάρχουν παντού. Θα βρεθούν άντρες γιά τον Ροκ Χάντσον ,τον Σολ Μινέο και τον Σάμυ Ντέηβις Τζούνιορ. Ο Ντην Μάρτιν και ο Φρανκ Σινάτρα θα γαμάνε ότι κινείται (οποιουδήποτε φύλου) ενώ θα υπάρχουν ταινίες με την Άβα Γκάρτνερ να παίρνει πίπα στον Πρόεδρο στην ταράτσα και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να πηδάει μιά λευκή.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί την διαδρομή Λας Βέγκας-Ντάλας-Χάουαρντ Χιουζ-Βιετνάμ-Κούβα-Ηρωίνη «κατασκευής και προώθησης» από την CIA στο Βιετνάμ-Αστέρες της σόουμπιζ σε «τρελλές φάσεις»-σκληροί (πολύ σκληροί) άντρες που κάνουν βρώμικα πράγματα-σκληροί (πολύ σκληροί) άντρες που ερωτεύονται. Οι γυναίκες χρησιμοποιούνται κυρίως ως ντεκόρ στην πλοκή αν και η ικανότητα του Ελρόυ στην κατασκευή χαρακτήρων είναι τέτοια που ακόμα και σε «υποστηρικτικούς ρόλους» δίνει πνοή, όπως στην τραγική φιγούρα της Τζάνις, της συζύγου του πατέρα του Ουέην τζούνιορ, που χρησιμοποιείται από τον αδίστακτο μορμόνο Ουέην Τέντροου Σήνιορ σε κάθε είδους εκβιασμό ή της αινιγματικής Άρντεν που την ερωτεύεται ο Λίττελ και γίνεται Τζέην-κι αυτή «διχασμένη» όπως άλλωστε όλοι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος.

Το ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ακολουθεί Σαιξπηρική δομή μέχρι το τραγικό αλλά αναμενόμενο φινάλε. Πολύπλοκες πολιτικές δολοπλοκίες, παιχνίδια της μοίρας, και πολύς Φόβος και Μίσος. Δεν υπάρχει ποίηση και συναίσθημα στον αδυσώπητο κόσμο του Ελρόυ. Όλα διέπονται από την «ανάγκη» γιά εκδίκηση, γιά «ξεκαθάρισμα» και οδηγούνται από την μανία του χρήματος και του πλουτισμού. Οι μικρές προτάσεις (δύσκολα βρίσκεις πρόταση πάνω από 10 λέξεις), η συνεχής παράθεση των ονομάτων μέσα στην ίδια την πρόταση με εμμονή στην λεπτομέρεια μας παραπέμπουν σε ένα κινηματογραφικό ύφος σεναριακής υφής κειμένου που όμως είναι μοναδικό και χαρακτηρίζει τον συγγραφέα.

«Το Γκόλντεν Γκορτζ-11.00μ.μ.
Δώδεκα δωμάτια.Οι Μεξικάνοι κοιμούνται.Το δωμάτιο 5 άδειο.Το 4-τόπος ραντεβού.
Φάνηκαν στις 9.00.Ήρθαν με δύο αμάξια.Ο Κίνμαν έφερε ποτά,η Τζάνις το κλειδί.
Ο Ουέην παρακολουθούσε, διέσχισε το πάρκινγκ,είχε φέρει μαζί του εργαλεία.
Διεστραμμένο κουτάβι, μαλάκας σαν-
Το οικόπεδο ήταν άδειο.Κανένας αργόσχολος/μουτσάτσος/αλκοολικός.Το δωμάτιο 5 δεν είχε παράθυρα.Το δωμάτιο 4 ήταν σκοτεινό.
Έντεκα καφετιές πόρτες,μιά πράσινη.Αστειάκι διεστραμμένου κουταβιού.
Ο Ουέην πασπάτεψε τις κλειδαριές.Τις γύρισε δεξιά και αριστερά.Και τις δύο μαζί.
Τα χέρια του έτρεμαν,ο ιδρώτας έσταζε.Οι αντίχειρές του πονούσαν. Δεξιά/αριστερά/μέτρα-
Η πάνω κλειδαριά άνοιξε.
Σκούπισε τα χέρια του.Έγειρε πάνω στην πόρτα και την έσπρωξε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα.Φώτισε το δωμάτιο. Ήταν μικρό και η μυρουδιά του οικεία.
Παλιές μυρουδιές – εμπεδωμένες. Το ποτό και ο καπνός του Ουέην Σήνιορ.
Ο Ουέην φώτισε το πάτωμα και τους τοίχους κι έπιασε το νόημα.
Μιά καρέκλα,ένας πάγκος με τασάκι /μπουκάλα / ποτήρι. Ένας καθρέφτης που έβλεπε κρυφά στο δωμάτιο 4. Ένα μεγάφωνο στον τοίχο / ηχομόνωση /διακόπτης ήχου.
Ο Ουέην κάθισε. Η καρέκλα, περίσσευμα από το Περού της Ιντιάνα. Το δωμάτιο 4 ήταν σκοτεινό. Ο Ουέην έβαλε ποτό.
Το κατέβασε και άφησε να τον κάψει. Ο καθρέφτης ήταν 3 επί 3, το κλασσικό μέγεθος της αστυνομίας.
Ο Ουέην γύρισε το διακόπτη. Άκουσε τον Κίνμαν να αναστενάζει, άκουσε την Τζάνις να αναστενάζει σε αντίστιξη.
Η Τζάνις αναστέναζε σε στυλ πορνοηθοποιού – μπομπίνα 101.
Ο Ουέην έβαλε ποτό. Το κατέβασε και άφησε να τον κάψει. Ο Κίνμαν τελείωσε –ωωω-ωωω-ωωω. Η Τζάνις τελείωσε μαζί του. Φαλτσάροντας στους αναστεναγμούς.
Άκουσε σιγανές κουβεντούλες και γελάκια και παραμόρφωση από το μεγάφωνο. Ένα φως άναψε. Το δωμάτιο 4 έλαμψε.
Η Τζάνις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν γυμνή. Πήγε στη δική της πλευρά του καθρέφτη. Καθυστέρησε, πόζαρε και άρπαξε τα τσιγάρα της από ένα κομοδίνο.
Ο Ουέην έσκυψε, η Τζάνις θόλωσε, ο Ουέην έκανε πίσω. Ο Κίνμαν είπε κάτι. Της μουρμούριζε γλυκόλογα. Ήταν άσχετος.
Η Τζάνις χάιδεψε την ουλή από την εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας και έφτιαξε τα μαλλιά της.
Τα στήθη της κουνήθηκαν, τα μαλλιά της ανακατεύτηκαν. Ήταν φορτισμένη, χαμογέλασε, σάλιωσε το δάχτυλό της κι έγραψε «Τζούνιορ» στον καθρέφτη


Σίγουρα οι «δημοκρατικές ευαισθησίες» (ή μάλλον ότι ευαίσθητο έχει μέσα του ο αναγνώστης) δοκιμάζονται στα βιβλία του Ελρόυ, κάποιος θα πει ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απεικόνιση της κοινωνίας, του κόσμου – άλλωστε, σε όλα υπάρχει ο αντίλογος . Το βιβλίο είναι κατώτερο των παλαιότερων του συγγραφέα, κυρίως του «Κουαρτέτου του Λος Άντζελες» (Μαύρη Ντάλια, Το Μεγάλο Πουθενά, Το Λος Άντζελες εμπιστευτικό,Η λευκή τζαζ), αλλά είναι στο ίδιο επίπεδο με το Ταμπλόϊντ. Ο μεταφραστής κ.Αποστολίδης έχει κάνει υπέροχη δουλειά,αποδίδοντας εξαιρετικά τον ρυθμό του βιβλίου και το ύφος του συγγραφέα. Κατά τ'άλλα, μάλλον "ο τολμών νικά"...
 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 19, 2009 | Permalink
Ο αθάνατος ΣΙΛΑΣ ΜΑΡΝΕΡ
Ένα από τα αγαπημένα μου Κλασσικά Εικονογραφημένα που διάβαζα (και ξαναδιάβαζα) μετά μανίας στην παιδική μου ηλικία, ήταν ο ΣΙΛΑΣ ΜΑΡΝΕΡ. Δεν θυμόμουν τι με «τράβαγε» στην φαινομενικά απλή ιστορία του φτωχού υφαντή, μπορεί να συνετέλεσε η δύναμη της εικονογράφησης αλλά μάλλον μέσα στο (τότε) αγνό μυαλό μου καταλάβαινα ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε, δεν μπορώ εξάλλου να λησμονήσω ότι μερικά από τα πιό αγαπημένα μου βιβλία της κλασσικής λογοτεχνίας κάπως έτσι τα πρωτοανακάλυψα, από τα Κλασσικά εικονογραφημένα (ΑΘΛΙΟΙ,ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΜΟΪΚΑΝΩΝ, ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ, ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ και πολλά άλλα). Μου ξανάρθε «η γεύση της υπέροχης μαντλέν» όταν άρχισα να διαβάζω την καινούρια έκδοση στα Ελληνικά του βιβλίου από τις εκδόσεις Μαϊστρος σε ωραία μετάφραση του κ.Γρ.Κονδύλη και συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη συγκινηθείς μ’αυτήν τη νουβέλα. Γραμμένη το 1861 από την πανμέγιστη GEORGE ELIOT, η ιστορία του ΣΙΛΑΣ ΜΑΡΝΕΡ αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνωστών γιά τα πανανθρώπινα μηνύματά της, τα καίρια κοινωνικά της σχόλια, το χιούμορ, την φινέτσα της και τις εξαιρετικές περιγραφές της καθημερινής ζωής στην επαρχία.

Ο Σίλας Μάρνερ είναι ένας ικανότατος υφαντής που καταφεύγει στο Ράβελο, ένα συνηθισμένο χωριό κάπου στα βάθη της Αγγλικής επαρχίας, διωγμένος από τον τόπο του, το Λάντερν Γιάρντ όπου ζούσε ήσυχα και στις αγκάλες μιάς περίεργης θρησκευτικής αδελφότητας. Τον κατηγόρησαν γιά μιά κλοπή που ποτέ δεν έκανε και αυτός από την ντροπή του πήρε τους δρόμους.
Στο Ράβελο όταν αρχίζει η ιστορία ζει κοντά δεκαπέντε χρόνια – το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας είναι η αρχή του 19ου αιώνα – απομονωμένος στην άκρη της πόλης σε ένα καλύβι στο χείλος ενός εγκαταλειμμένου λατομείου πέτρας. Οι χωριανοί τον αντιμετώπιζαν πάντα με δυσπιστία όπως όλους τους «ξένους».

«Γιά τους ξωμάχους του παλιού καιρού, ο κόσμος έξω από το άμεσο περιβάλλον τους αποτελούσε μιά περιοχή ασάφειας και μυστηρίου: γιά την αταξίδευτη σκέψη τους, η ιδιότητα του πλάνητος ήταν μιά έννοια τόσο ασύλληπτη όσο η χειμερινή ζωή των χελιδονιών που επέστρεφαν με τον ερχομό της άνοιξης – ακόμα κι’ενας άποικος, εάν ερχόταν από μέρη αλαργινά, δεν έπαυε να αντιμετωπίζεται με κάποιο ίχνος δυσπιστίας, πράγμα που θα απέτρεπε οποιανδήποτε έκπληξη σε περίπτωση που μιά μακροχρόνια άμεμπτη συμπεριφορά εκ μέρους του έληγε με την διάπραξη ενός εγκλήματος – ειδικά εάν είχε όνομα ανθρώπου που διέθετε γνώση ή που έπιαναν τα χέρια του. Κάθε επιδεξιότητα, είτε είχε να κάνει με τη χειμαρρώδη χρήση εκείνου του δύσκολου οργάνου που λέγεται γλώσσα είτε με κάποια άλλη τέχνη άγνωστη στους χωρικούς, ήταν από μόνη της ύποπτη: οι τίμιοι άνθρωποι, γεννημένοι και αναθρεμμένοι κατά τρόπο γνωστό, δεν έδειχναν σημάδια υπερβολικής σοφίας ή εξυπνάδας – στην καλύτερη περίπτωση να ήξεραν να προβλέπουν τον καιρό, και η διαδικασία διά της οποίας αποκτούσαν κάθε είδους γρηγοράδα και δεξιοσύνη ήταν τόσο μυστηριώδης που άγγιζε τα όρια της μαγείας.»

Ο Σίλας μαζεύει σιγά-σιγά ένα κομπόδεμα. Κάνοντας πρώτη φορά στη ζωή του αμειβόμενη εργασία και ζώντας χωρίς προσωπικές επαφές, τα χρήματα αυτά μετά από τόσα χρόνια είναι αρκετά και η μοναδική απόλαυση του Σίλα είναι να τα μετράει κάθε βράδυ μπροστά στο τζάκι και μετά να τα κρύβει. Ο Σίλας επίσης πάσχει από ένα περίεργο σύμπτωμα που τον πιάνει κατά καιρούς. Μαρμαρώνει και «χάνεται» από τον κόσμο γιά μερικά λεπτά της ώρας, όπου δεν έχει επικοινωνία με το περιβάλλον.
Όταν κάποια στιγμή τα λεφτά του, χάνονται μυστηριωδώς αφού του τα κλέβει ο απατεώνας και ανεπρόκοπος γιός ενός εκ των προεστών του χωριού, η στάση των κατοίκων αρχίζει να αλλάζει (προς το καλύτερο) απέναντι στον κακόμοιρο υφαντή που αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια την κλοπή της μικρής περιουσίας του. Ο νεαρός κλέφτης εξαφανίζεται, κανείς δεν συνδιάζει την εξαφάνιση του με την κλοπή των χρημάτων αφού αυτή φορτώνεται στους τσιγγάνους ή στους γυρολόγους που περνάνε από το χωριό. Ο Σίλας πρέπει να ξαναρχίσει από την αρχή.
Την νύχτα των Χριστουγέννων, το χιόνι είναι έντονο και ο Σίλας παθαίνει μία από τις κρίσεις του. Καθώς όμως ξυπνάει βρίσκει μπροστά στο τζάκι ένα κοριτσάκι δύο περίπου ετών με χρυσαφένιες μπούκλες. Η μητέρα του μωρού, κατεστραμμένη από το ποτό και ταλαιπωρημένη από την πείνα, περιπλανιέται στο χωριό και πεθαίνει σχεδόν έξω από την πόρτα του Σίλα. Το μωρό βλέπει το φως από το τζάκι περνάει μπροστά από τον «μαρμαρωμένο» υφαντή και βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Η μητέρα του ήταν «εν κρυπτώ» σύζυγος του Γκόντφρυ Κας, αδερφού του νεαρού που έκλεψε τα χρήματα του Σίλα, άρα το κορίτσι ήταν κόρη του Γκόντφρυ που ο θάνατος της «παράνομης» συζύγου του, τον διευκολύνει στα σχέδια του να παντρευτεί την πανέμορφη Νάνσυ Λάμμετερ με την οποία ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος αλλά το κρυφό παρελθόν του τον εμπόδιζε από το να την ζητήσει σε γάμο.
Ο Σίλας προς γενική έκπληξη αποφασίζει να κρατήσει την μικρή και να την μεγαλώσει. Η ζωή του αλλάζει τελείως και αποκτά νόημα επιτέλους. Αφοσιώνεται στην μικρή Έπι που την βαφτίζει με το όνομα της αδερφής του, ενώ οι γυναίκες του χωριού του συμπαραστέκονται συγκινημένες. Το χωριό πλέον τον έχει αποδεχθεί, όλοι αναγνωρίζουν την καλωσύνη του, δεν τον κοιτάνε με μισό μάτι, γίνεται ένας αξιοσέβαστος πολίτης της κοινότητας. Όταν όμως η Έπι φτάνει σε ηλικία γάμου, το παρελθόν «ξυπνάει» και απειλεί πάλι τον κακόμοιρο Σίλα...

Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, μας λέει η Έλιοτ και αυτό είναι το βασικό θέμα του μυθιστορήματός της. Η ζωή μας γίνεται καλύτερη και αποκτά νόημα και υπόσταση όταν αγαπάμε, όταν αφοσιωνόμαστε σε κάποιον και αυτό αντανακλάται και στους άλλους. Ο ήρωάς της περνάει από την «Κόλαση» της αποπομπής από τον τόπο του, στο «Καθαρτήριο» των δεκαπέντε χρόνων που ζει μιά μοναχική ζωή ασχολούμενος μόνο με το να συσσωρεύει χρήμα που θεωρεί ότι είναι και ο σκοπός του στη ζωή και τελικά φτάνει στον «Παράδεισο» που τον οδηγεί το μικρό αγγελούδι στο οποίο αφιερώνει την ύπαρξή του και (επιτέλους) μαθαίνει να αγαπά... Πριν την άφιξη της Έπις, ο Σίλας δεν ζει, απλά επιβιώνει ως άλλος άνθρωπος των σπηλαίων, αγνοεί ακόμα και τις απλούστερες των πράξεων. Μαζί με την μικρή μαθαίνει κι’αυτός και ξαναθυμάται τα παιδικά του χρόνια, την εποχή του Λάντερν Γιαρντ και όταν σε μιά ιδιαίτερα συμβολική σκηνή προς το τέλος του βιβλίου, επισκέπτεται το μέρος όπου έζησε παλιά, προς μεγάλη του έκπληξη βλέπει ότι δεν υπάρχει πιά, έχουν χτιστεί άλλα οικήματα, κτίρια και ο κόσμος που γνώριζε έχει φύγει. Το «στοιχειωμένο παρελθόν» του έχει πεθάνει και ο Σίλας Μάρνερ είναι επιτέλους ένας ελεύθερος άνθρωπος.

Το γράψιμο της Έλιοτ είναι κέντημα πραγματικό. Ζωγραφιά απίστευτη. Χιούμορ, υπαινικτική γραφή, κοινωνικό σχόλιο, έμμεση κριτική της Εκκλησίας, διαπερνούν τις σελίδες της πυκνογραμμένης νουβέλας που αποτελεί παράδειγμα του πως μπορείς να συμπυκνώσεις αριστουργηματικά τόση πολλή δράση σε λίγες σελίδες.Εξαιρετική η έκδοση (σε πολυτονικό!) από τις εκδόσεις Μαϊστρος, με πολύ χρήσιμα επίμετρα στο τέλος, το ένα γιά την ζωή της συγγραφέως και το άλλο (του ικανότατου μεταφραστή) γιά το βιβλίο.

Το πραγματικό όνομα της Τζορτζ Έλιοτ (1819-1880), ήταν Μαίρη Αν Έβανς και θεωρείται μία εκ των μεγαλυτέρων συγγραφέων του 19ου αιώνα. Προσωπική μου άποψη είναι ότι συγκαταλέγεται στην πρώτη γραμμή, ισάξια των αδερφών Μπροντέ, καλύτερη της Τζέην Ώστιν, κοιτάζει στα μάτια τους Ντίκενς, Θάκεραιη, Κόλινς. Έζησε μιά επαναστατική (γιά τα δεδομένα της εποχής) ζωή δηλώνοντας ότι απορρίπτει τον Χριστιανισμό στον πατέρα της και φεύγοντας από το σπίτι και επιλέγοντας να συζήσει με τον μεγάλο της έρωτα, τον δημοσιογράφο Τζ.Χ.Λιούις ο οποίος ήταν παντρεμένος. Ο νόμος δεν του επέτρεπε το διαζύγιο αλλά αυτό δεν εμπόδισε το ζευγάρι να χαρεί τον έρωτά του αποκηρυγμένοι (κυρίως η Έβανς) από όλους. Η επιλογή του «ανδρικού» ονοματεπώνυμου γιά τα βιβλία της ήταν σχεδόν μονόδρομος εάν ήθελε να καθιερωθεί με την αξία της και όχι λόγω του σκανδάλου που είχε προκληθεί. Παρ’ότι τα πρώτα της βιβλία γνώρισαν επιτυχία, η καταξίωση της (κυρίως εμπορικά) έγινε με το ΣΙΛΑΣ ΜΑΡΝΕΡ. Με τα χρόνια και καθώς γνώριζε την επιτυχία, η πραγματική της ταυτότητα αποκαλύφθηκε προσθέτοντας της ακόμα περισσότερους θαυμαστές. Ήδη μετά το 1860 το κλίμα στην Αγγλία άλλαζε προς το προοδευτικότερο κυρίως μετά την δημοσίευση της ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ του Δαρβίνου. Η Έλιοτ φύλαξε το καλύτερο γιά το τέλος, αφού το τελευταίο της μυθιστόρημα, το αγαπημένο μου, MIDDLEMARCH θεωρείται (και είναι) ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα.

«Τον παλιό καιρό υπήρχαν άγγελοι που έρχονταν και έπαιρναν τους ανθρώπους από το χέρι για να τους οδηγήσουν μακριά από την καταδικασμένη πόλη. Δεν βλέπουμε πιά ολόλευκους αγγέλους σήμερα. Κι όμως, οι άνθρωποι οδηγούνται μακριά από την επικείμενη καταστροφή: ένα χέρι πιάνει το δικό τους και τους οδηγεί απαλά σ’έναν γαλήνιο και λαμπρό τόπο, ώστε να μη κοιτάζουν πίσω τους πιά. Το χέρι αυτό μπορεί να ανήκει σε ένα μικρό παιδί.»
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 16, 2009 | Permalink
Ο χορός της νίκης
Ένας συνδιασμός αστυνομικής περιπέτειας και ρομάντζου είναι το μυθιστόρημα του Χιλιανού συγγραφέα ΑΝΤΟΝΙΟ ΣΚΑΡΜΕΤΑ «Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ», (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Ε.Τσόκα, σελ.365). Ο γεννημένος το 1940 συγγραφέας (ο οποίος είναι παγκόσμια γνωστός από το βιβλίο του «Ο ταχυδρόμος του Νερούδα» που πάνω του βασίστηκε η υπέροχη ταινία IL POSTINO), βραβεύτηκε γι’αυτό το βιβλίο με το βραβείο Πλανέτα - ένα από τα μεγαλύτερα βραβεία της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

Ο όμορφος νεαρός Άνχελ Σαντιάγο αποφυλακίζεται χάριν μιάς γενικής αμνηστείας την ίδια ημέρα με τον διάσημο διαρρήκτη Βεργάρα Γκρέϊ.Είχαν φυλακιστεί γιά τελείως διαφορετικό λόγο, γιά μιά μικροκλοπή ο πρώτος, γιά μιά μεγάλη διάρρηξη ο δεύτερος. Και αν ο Βεργάρα Γκρέϊ απολαμβάνει της γενικότερης αποδοχής από το συνάφι του,λόγω της εξαιρετικής ικανότητας του στις διαρρήξεις και το όνομά του έχει γίνει ένας θρύλος, ο Άνχελ Σαντιάγο στα 20 του χρόνια βίωσε την φρίκη της φυλακής όπου βιάστηκε από το πρώτο βράδυ όταν ο διευθυντής των φυλακών τον έριξε γυμνό μέσα σ’ενα κελί που τον περίμεναν ειδοποιημένα κάποια αποβράσματα. Η Βικτόρια Πόνσε πάει στην τελευταία τάξη του λύκειου και το μόνο που την ενδιαφέρει στη ζωή της είναι να γίνει μπαλαρίνα. Δεν γνώρισε τον πατέρα της ο οποίος σκοτώθηκε πέντε μήνες προτού εκείνη γεννηθεί, θύμα της δικτατορίας του Πινοτσέτ. Την έχουν διώξει από το σχολείο λόγω μειωμένης επίδοσης και απουσιών και όπως τριγυρνάει να «σκοτώσει» το πρωινό της πέφτει πάνω στον πανέμορφο Άνχελ Σαντιάγο.

Η μοίρα ενώνει τους τρεις αυτούς τόσο διαφορετικούς ανθρώπους με τα διαφορετικά πλάνα,τους τρεις losers της ζωής. Και αν ο Βεργάρα Γκρέϊ βαδίζει προς το τέλος του βίου του, οι άλλοι δύο μόλις αρχίζουν. Είναι και οι τρεις ηττημένοι αλλά θέλουν να νικήσουν. Ο Βεργάρα Γκρέϊ να τον δεχτεί ξανά η γυναίκα του και ο γιός του που τον έχουν αποκηρύξει. Ο Άνχελ Σαντιάγο να αγοράσει ένα άλογο και να ξαναγυρίσει στον τόπο του. Και η Βικτόρια να τελειώσει το σχολείο και να ασχοληθεί σοβαρά με τον χορό.

Η ευκαιρία είναι μοναδική. Ο Άνχελ βγαίνοντας από την φυλακή έχει δύο σκοπούς. Ο ένας είναι να σκοτώσει τον διευθυντή των φυλακών που τον εξευτέλισε. Και ο δεύτερος είναι ένα λεπτομερές σχέδιο καταστρωμένο από έναν συγκάτοικο του στη φυλακή γιά την κλοπή κάποιων εκατομμυρίων από έναν παλιό συνεργάτη της χούντας. Γιά να υλοποιηθεί το σχέδιο (που είναι σε ένα βιβλιαράκι που έχει ως κάλυμμα το εξώφυλλο μιάς συλλογής διηγημάτων του Ρ.Κάρβερ!!!), χρειάζεται τα μαγικά χέρια του Βεργάρα Γκρέϊ. Πρέπει να τον πείσει, δεν είναι και δύσκολο, αφού ο Βεργάρα βγαίνοντας κι αυτός από την στενή ανακαλύπτει ότι δεν έχει φράγκο αφού ο συνέταιρός του στην μεγάλη μπάζα έχει φάει και το δικό του μερτικό, που υποτίθεται ότι το φυλούσε. Ο Άνχελ όμως βάζει κι’άλλον ένα σκοπό στη ζωή του-πρέπει να βοηθήσει την Βικτόρια να την ξαναδεχτούνε στο σχολείο, να πληρώσει την σχολή χορού, να την κάνει να πιστέψει στον εαυτό της και να βρει τον δρόμο της. Εν τω μεταξύ ο διευθυντής των φυλακών προβλέποντας την εκδίκηση του Άνχελ Σαντιάγο, δίνει άδεια ενός μηνός, σε έναν βαρυποινίτη με την αποστολή να σκοτώσει τον νεαρό προτού τον προλάβει εκείνος...

Το μυθιστόρημα είναι αρκετά προβλέψιμο αλλά πολύ γοητευτικό. Το Σαντιάγο, η πρωτεύουσα της Χιλής παίζει σημαντικό ρόλο στην δράση αφού όλα διαδραματίζονται στους δρόμους του. Οι περιγραφές της πόλης από τον Σκαρμέτα είναι πολύ ζωντανές, η κίνηση στους δρόμους, τα φαγητά, τα σινεμά, ο κόσμος που μπαινοβγαίνει στα λεωφορεία, ο δρόμος των καμπαρέ και των πορνείων, ο αγώνας γιά επιβίωση. Το κοινωνικό σχόλιο του Σκαρμέτα εμπεριέχει χιούμορ και ειρωνία με τρυφερότητα και συναισθήματα. Το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πολιτικό μυθιστόρημα. Η Χιλή είναι βουτηγμένη στην ύφεση και την οικονομική χρεοκοπία, με τεράστια ανεργία και πληθωρισμό. Τα «χουντικά σταγονίδια» υπάρχουν ακόμα διατηρώντας την παρασκηνιακή τους δυναμική, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα είναι γιά τα μπάζα. Ο συγγραφέας τα περνάει όλα από την προσωπική του ματιά, υποδόρια και μέσα από μιά πληθωρική αφήγηση δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.

Ο συγγραφέας «παίζει» με το όνομα της Βικτόριας, όπου βέβαια victoria σημαίνει νίκη και η πρωταγωνίστρια ζητάει να την φωνάζουν la Victoria μετατρέποντας το όνομα σε κοινό ουσιαστικό. Το ιδιότυπο τρίγωνο, ο νεαρός ρομαντικός κλέφτης, ο συναισθηματικός και ανθρώπινος συνταξιούχος διαρρήκτης και η γοητευτική αδύναμη και «αλλού-γι’αλλού» wannabe μπαλαρίνα θα καταφέρουν να νικήσουν, μιά νίκη διαφορετική γιά τον καθένα τους και με διαφορετική κατάληξη.

Η εξέλιξη της ιστορίας θυμίζει αρχαία τραγωδία και όποιος έχει διαβάσει πέντε-έξι αστυνομικά ή έχει δει λίγο σινεμά, προβλέπει με ασφάλεια τι θα γίνει στο τέλος αλλά ο Σκαρμέτα έχει τον τρόπο του να μετατρέπει ένα «page-turner» μυθιστόρημα σε μία στοχαστική ελεγεία. Την στιγμή που χαμογελάς από το οξύ χιούμορ δέχεσαι και μία δόση κοινωνικού σχολίου έξυπνα τοποθετημένου στην δράση. Οι δε διάλογοι κάποιες στιγμές είναι τόσο έξυπνοι που σε κρατάνε αιχμάλωτο της γοητείας αυτού του συγκινητικού και ταυτόχρονα διασκεδαστικού μυθιστορήματος που είναι ένας ύμνος στην αγάπη, την συντροφικότητα και την δύναμη της θέλησης.
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009 | Permalink
...Όταν είμαι κακός είμαι κακός κι όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος...
«Όλες οι βλενόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη.
Ήταν η εποχή που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά.
Παρ’όλ’ αυτά νομίζω ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα.»


Ας υποθέσουμε ότι μου ζητούσαν να επιλέξω έναν Έλληνα σκηνοθέτη. Η απάντηση θα ήταν εύκολη, Νίκος Νικολαϊδης. Οι ταινίες που αγαπήσαμε σε «αγνή» ηλικία είναι αυτές που μας σημαδεύουν τελικά, και «Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ» και «ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΑΚΟΜΑ» είναι αυτές που με συγκίνησαν και μ’εκαναν να δω το ντόπιο σινεμά λίγο διαφορετικά – γιατί οι ταινίες αυτές ήταν «διαφορετικές». Σαν μυθιστοριογράφος ο Νικολαϊδης κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ταινίες του, ουσιαστικά το ίδιο βιβλίο γράφει και ξαναγράφει, την ίδια ταινία γυρίζει και ξαναγυρίζει. Αν και νεκρός εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, προτιμώ να σκέφτομαι ότι είναι ακόμα μαζί μας, γι’αυτό αναφέρομαι στον ενεστώτα, γιατί η γραφή του, η ματιά του είναι ζωντανή.

Το «κύκνειο άσμα» του λογοτεχνικά είναι το μυθιστόρημα «ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ», (Εκδ.Greekworks.com, σελ.440) δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τον εξαιρετικό ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΒΑΛΚΑΝΙΟ ή τα ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, τις προηγούμενες λογοτεχνικές δουλειές του. Το βιβλίο (που εκδόθηκε μετά θάνατον,ευτυχώς κατευθείαν από το χειρόγραφο,χωρίς επιμέλεια),δεν έχει διαφορά και από τις ταινίες του, που ακόμα και οι τελευταίες του που τις θεωρώ αποτυχημένες, είναι σαν επεισόδια μιάς ζωής rock&roll, μιάς ανυπόταχτης προσωπικότητας που έζησε μιά ζωή με ελάχιστους συμβιβασμούς, μοναχική με τον τρόπο ενός ήρωα του Κέρουακ, με τον τρόπο ενός ήρωα από ασπρόμαυρη αμερικάνικη ταινία του 50.

«Γκρίζος κρεπαρισμένος χολεριασμένος και γρουσούζης σκατογκρινιάρης μιζερομίζερος σνομπάκιας μουνάκιας γκινιόλης πολύ Σοπενάουερ ο αρχίδης που να φτύσω στον τάφο μου.
Να πω την αλήθεια δεν με γουστάρω καθόλου.»


Ο αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο «Σπόρος»,δεκαπεντάχρονος, πρόωρα ώριμος λόγω της απώλειας της μητέρας του, ξημεροβραδιάζεται στο «Στέκι», όπου συναντάει την παρέα του. Μένει σε ένα παράπηγμα στα Τουρκοβούνια, ο λουτροκαμπινές έξω – όταν βρέχει άντε να κάνεις μπάνιο...Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 50 και όλα τριγύρω αλλάζουνε αλλά τα ίδια μένουν. Από σχολείο άστα να πάνε αλλά από γκόμενες σκίζει. Έχει την σχέση του την σταθερή («στέντυ») με την Μπέτυ με την οποία κάνει σεξ (κάτι «δυσεύρετο» στην εποχή), βλέπει ταινίες σαν μανιακός, χορεύει υπέροχα ροκ εντ ρολλ, του αρέσει το καλό ντύσιμο αλλά που να βρει λεφτά, του αρέσουν οι βόλτες, αλλά η ζωή του όλη είναι το «Στέκι» και η παρέα...

«Όταν πατούσα μέσα στο παχύ τσαγαλό χαλί του κι άραζα στο βάθος δίπλα στο τζιούκ-μποξ παρέα με την Τζούλι Λόντον και τον Τζόννυ Ραίη που ήταν κι ο αγαπημένος μου ξεχνούσα το γαμημένο το σχολείο το μίζερο στα Τουρκοβούνια την αφραγκιά και τι θα κάνουμε στη γαμημένη τη ζωή μας κι όταν σε λίγο πλακώναν ένα ένα τα νούμερα δε μιλούσαμε πολύ γι’αυτά που τρέχανε στην περιφέρεια της μικρής μας πόλης τα λέγαμε όλα με τα μάτια τι να πούμε; - γιά την πολιτική μη χέσω μέσα όλες τις κωλολουμπίνες τους πολιτικούς τ’αρχίδια – να φύγει ο Βασιλιάς κ’η Φρειδερίκη στα παπάρια μας και δύο αυγά μελάτα κι άμα αφήσουνε ποτέ οι Εγγλέζοι να γίνει η Κύπρος ελληνική να με γαμήσεις επιτόπου μες στο Σύνταγμα τι σχέση έχουμε εμείς μ’όλους αυτούς τους συφιλιάρηδες και λέγαμε παρέα με τις κότες τα δικά μας – ιστορίες γιά γαμήσια και γιά γκόμενες και γιά ηθοποιούς τα νέα ροκάκια που κυκλοφορούσανε κι’ύστερα πέφταν τα φράγκα στα τραπέζια ρεφενέ – πότε γιά σινεμά πότε για Λήθη το κουτούκι πίσω από την Μόλλυ πότε για τσάρκα Κηφισιά σπάνια γιά τη Μιμόζα προς Ομόνοια στριπ-τηζ και καννιβάλισμα αραιά και πότε για κανά ποτό στου Τζίμμυ στη Βουκουρεστίου μπας και ψωνίσουμε καμμιά σικάτη βίζιτα με φράγκα κι όλο κάπως τη βγάζαμε κι αν δε τη βγάζαμε γράφανε τα γκαρσόνια στα τεφτέρια το βερμούτ και γω τους έλεγα Καρυωτάκη Καββαδία για να μελώσουν τα μουνάκια τ’άσχετα που με ρωτάγανε συγκινημένα αν έγραψα εγώ αυτά τα ωραία ποιήματα και ο Μάνος έλεγε πάρτε τον αυτόν τον πούστη απο δω μέσα θα μας γαμήσει όλες τις γκόμενες.»

Η αφήγηση του «Σπόρου» ξετυλίγεται σε δύο χρόνους. Μέσα της δεκαετίας του 50 και μέσα της δεκαετίας του 60. Τα χρονικά πλαίσια μπερδεύονται γλυκά μέσα στο μυθιστόρημα και τις αλλαγές τις καταλαβαίνεις πρώτα απ’όλα από την διάθεση του αφηγητή. Ο μικρούλης ανέμελος «πηδηχταράς» που ξημεροβραδιάζεται στο Στέκι, τώρα αγωνίζεται να δουλέψει σε καμμιά ταινία ως σεναριογράφος,βοηθός σκηνοθέτη – γενικά να «την χωθεί» κάπου στο σινεμά. Έχει χάσει την παλιά παρέα και τώρα πιά βρίσκει μόνο νεκρούς. Ο κολλητός του ο Μάνος που είχε ξενιτευτεί μαθαίνει ότι πέθανε, ο «Βιθέντε» που την είχε κάνει γιά Βέλγιο αυτοκτονεί σχεδόν μπροστά στα μάτια του, ο Τάκης που θα έκανε καρριέρα στην τηλεόραση πέφτει με το δικινητήριο αεροπλανάκι του. Οι κοπελιές της παρέας είτε παντρεμένες και χαμένες, γενικώς βολεμένες, μόνο η Στέλλα , η κοπέλα του Μάνου, με τα ωραία μάτια θα ξαναμπεί στη ζωή του με διαφορετικό τρόπο.

Η μυθολογία του νουάρ κινηματογράφου με την Λάουρα του Πρέμινγκερ να δεσπόζει, η ροκ μουσική του Τζέρυ Λη Λούις, τα ποιήματα του Καββαδία και του Καρυωτάκη, η Γκλεντόρα («όλα ξεκίνησαν όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα»,λέει κάπου ο Νικολαίδης εξηγώντας πως «εκφυλίστηκε» το ροκ εντ ρολλ) και η Τζην Τίρνευ να εμφανίζεται συνέχεια μαζί με την Κιμ Νόβακ στην φαντασία του αφηγητή – όλα αυτά δεσπόζουν στο βιβλίο του Νικολαϊδη που κάπου συναντιέται με το πρώτο μέρος της τριλογίας του Κωνστ.Τζούμα «Ως εκ θαύματος» όχι μόνο στην αναπαράσταση της εποχής αλλά και στις διασκεδάσεις και το vivere pericolosamente των πρωταγωνιστών.

Η ζωντανή γλώσσα του συγγραφέα φέρνει κοντά στον σύγχρονο αναγνώστη μιά εποχή που έχει περάσει και ελάχιστοι την θυμούνται πιά. Την Αθήνα των χωμάτινων δρόμων, τα σπίτια με την εξωτερική τουαλέτα, το «κάτι από σεξ» των ζευγαριών που «δεν έπρεπε να ολοκληρώσουν την σχέση τους», τους διαγωνισμούς χορού, την αποθέωση των αμερικάνικων προϊόντων που μερικοί καταφέρνανε να βγάζουν από τα ΠιΕξ των Αμερικάνικων βάσεων, και άλλα πολλά. Ο λόγος του Νικολαϊδη είναι χείμαρρος, οι περιγραφές του γλαφυρότατες και καίριες, καθηλώνουν διασκεδάζοντας τον αναγνώστη μεταφέροντας τον κυριολεκτικά.

Τα ονόματα των πρωταγωνιστών – μελών της τρελλοπαρέας επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο (ο Βιθέντε,ο Μπογκομόλετς), από ταινία σε ταινία ουσιαστικά οι τύποι είναι οι ίδιοι, αν και ο συγγραφέας τους αλλάζει λίγο τα επαγγέλματα. Ορισμένοι διάλογοι του «Μοντεζούμα...» ακούγονται αυτούσιοι στις ταινίες του Νικολαϊδη, ενώ οι εκπληκτικές του ατάκες επαναλαμβάνονται καθ’όλη τη διάρκεια της συγγραφικής και κινηματογραφικής του πορείας (..."βρε την Σοφία,καλώςτηνε,πως πάει η επανάσταση;...Γαμιέται...")

Η κριτική συμπεριφέρθηκε στον «Μοντεζούμα» με την ίδια αμηχανία και σιωπή που επιφύλαξε και στις τελευταίες ταινίες του Νικολαϊδη (ευτυχώς που υπήρξε το εξαιρετικό κείμενο του Πανδοχέα στα Δέκατα). Ανέκαθεν τον κατηγορούσαν γιά σεξισμό, γιά φαλλοκρατικό χιούμορ, γιά μη πολιτική στάση (αυτό όταν έκανε τα αριστουργήματά του ήταν βρισιά), γιά «έλλειψη βάθους» - τίποτα δεν κατάλαβαν... Μιά ζωή εκτός κυκλωμάτων και παρεών, ο ιδιότυπος αυτός άνθρωπος ζούσε με και γιά τα πάθη του,το σινεμά, την μουσική και την λογοτεχνία. Ίσως πιό μπήτνικ από τους μπήτνικς θα έχει τους δικούς του πιστούς που θα ακολουθούν την μοναχική του φωνή γιά πάντα.

«Μ’αρέσουν οι έρημες δεντροστοιχίες η Ζυλιέτ Γκρεκό που τραγουδάει «μισώ τις Κυριακές» τα βρεμμένα παγκάκια τα νεκρά φύλλα τα ωραία ρούχα τα ωραία φαγητά οι χνουδάτες πετσέτες τα χάι φιντέλιτυ η Χάτσον Κόμμοντορ του ’50 το Φλοκάκι κι ο βιεννουά στο Πέτρογκραδ μ’αρέσει ο Έρρολ Φλυν στην «Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» και η Μαρί Μπλανσάρ – κανείς δεν την ξέρει αλλά στο φινάλε στα παπάρια μου ζω και χωρίς αυτά – δε ζηλεύω κανέναν και τίποτα τους έχω χεσμένους όλους τους ρουφιάνους κι αυτό με γεμίζει φούρκα δεν πάει άλλο – πολύ αδιαφορία έχει πέσει.
Η μόνη λύση είναι να υποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τους τον ίδιο κόσμο κάτω απ’τον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρω τη βροχή τη θύελλα και το χιονόνερο τα μαύρα σύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό τα ρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και την υγρασία.
...
Μ’αυτό που με ζοχαδιάζει περισσότερο είναι πως με πατάω στο λαρύγγι δεν μου συγχωράω τίποτα – και δε με γουστάρω καθόλου γαμώ την ανωμαλία μου μέσα να γιατί όταν είμαι κακός είμαι κακός κι όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.»
 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009 | Permalink
Oh captain,my captain...
Δύσκολο να διαβάσεις μιά ιστορία, ένα μυθιστόρημα γύρω από τις λογοτεχνικές προσπάθειες μαθητών σε κάποιο «φωτισμένο» σχολείο και να μη σου έρθει στο μυαλό, η εμβληματική ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών». Πως να ξεφύγεις από αυτήν την παγίδα, όταν η ατμόσφαιρα στο πολύ καλό μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα, TOBIAS WOLFF «ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ,(Εκδ.Πόλις, μετάφρ.Π.Κοντογιάννη-επιμ.Α.Κυριακίδη,σελ.258), θυμίζει την ανωτέρω ταινία...

Το βιβλίο όμως αυτό, είναι κάτι διαφορετικό και πολύ πιό διεισδυτικό. Μυθιστόρημα μαθητείας (bildungsroman) το οποίο χτίζεται πάνω σε διάφορα «μυστικά και ψέμματα» που κυριαρχούν στην εξέλιξη της ιστορίας και που ασχολείται με την επίδραση που έχουν τα βιβλία και οι συγγραφείς που διαβάζουν οι έφηβοι μαθητές και πως αντανακλώνται αυτά στις ζωές τους.

Το σχεδόν ιδανικό σχολείο αρρένων της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α προσφέρει το κατάλληλο διδακτικό περιβάλλον γιά να ανθίσουν συγγραφικά μυαλά. Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του 60 και ο ανώνυμος ήρωας του μυθιστορήματος ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Το σχολείο είναι σνομπ, αριστοκρατικό με το δικό του πολύ αυστηρό σύστημα αξιών, και αυτός σπουδάζει με υποτροφία κρατώντας ένα σχετικό χαμηλό προφίλ αποκρύπτοντας από όλους την εβραϊκή του καταγωγή και την οικογενειακή του κατάσταση (παιδί χωρισμένων γονιών). Ικανός στη γραφή και αρκετά δημοφιλής μεταξύ των συμμαθητών του πλέον έχει καταξιωθεί στην πνευματική ελίτ του σχολείου και περνάει τον τελευταίο χρόνο πριν την αποφοίτηση του ασχολούμενος και με το λογοτεχνικό περιοδικό της σχολής. Έχει γίνει δεκτός από το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης οπότε το μέλλον του προδιαγράφεται λαμπρό.

Γιά τους μαθητές του σχολείου τα πιό σημαντικά γεγονότα του εκπαιδευτικού έτους είναι οι συναντήσεις που οργανώνονται κάθε τρίμηνο με κάποιον γνωστό και καταξιωμένο λογοτέχνη. Οι τελειόφοιτοι μαθητές καλούνται να υποβάλλουν ένα διήγημα (αν είναι μυθιστοριογράφος ο καλεσμένος) ή ένα ποίημα (εάν το τιμώμενο πρόσωπο είναι ποιητής) και ο λογοτέχνης επιλέγει το καλύτερο και περνάει μερικές ώρες με τον νικητή. Τα κριτήρια είναι πάντα προσωπικά και επαφίενται στην κρίση του λογοτέχνη οπότε συχνά-πυκνά προκύπτουν ανατροπές στα προγνωστικά.

Ο μεγάλος ποιητής Ρόμπερτ Φροστ επιλέγει ένα ποίημα που το θεώρησε παρωδία παρ’ότι ο νεαρός που το έγραψε άλλα είχε στο μυαλό του ενώ η πολύ επιτυχημένη μεταπολεμική συγγραφέας Έιν Ραντ (εμείς στην Ελλάδα την γνωρίσαμε ως Άυν Ραντ,όπως σωστά επισημαίνει η anagnostria), επιλέγει ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας από έναν μαθητή που δεν είχε ξαναγράψει τίποτα. Ο ερχομός της Ραντ στο σχολείο αποκαλύπτει στα μάτια του αφηγητή μιά τελείως εγωίστρια και αγενή γυναίκα με σχεδόν φασιστική και αλαζονική συμπεριφορά που του αφήνει πολλά ερωτηματικά γιά την ποιότητα των γραπτών της. Εκεί δε που τον είχε συναρπάσει ένα της βιβλίο διαπιστώνει ότι πλέον δεν αντέχει να διαβάσει τίποτε άλλο δικό της αφού συνδιάζει τα λεγόμενα της με τα γραπτά της... «Το πρόβλημα μου ήταν ότι δεν μπορούσα πια να διαβάζω τις προτάσεις της Έιν Ραντ και να μην ακούω τη φωνή της. Και με το που άκουγα τη φωνή της, έβλεπα το πρόσωπό της ή, μάλλον, την έκφραση στο πρόσωπό της, όταν φταρνίστηκα. Ήταν μιά έκφραση έντονης απέχθειας – όχι απλώς ένας κοριτσίστικος μορφασμός αηδίας, αλλά μιά εκδήλωση πνευματικής απέχθειας, που με ανάγκαζε να δω τον εαυτό μου σαν κάποιο αξιολύπητο πλάσμα κάτω από μεγεθυντικό φακό,με σκασμένα χείλη, ωχρό ιδρωμένο πρόσωπο, υγρά μάτια κι όλα τα σχετικά. Μ’ έκανε να νιώσω ότι η αρρώστεια είναι κάτι ταπεινωτικό.»

Το μεγάλο γεγονός όμως της χρονιάς είναι η πρόσκληση προς τον Έρνεστ Χεμινγκγουέι που ο αστικός μύθος του σχολείου λέει ότι είναι προσωπικός φίλος του Κοσμήτορα της Σχολής. Ο γέρων συγγραφέας αποτελεί πρότυπο γιά τους περισσότερους επίδοξους συγγραφείς και οι γραφομηχανές στους μαθητικούς κοιτώνες πήραν φωτιά. Ο αφηγητής αισθάνεται σίγουρος πως θα κερδίσει και θα συναντήσει face to face το είδωλό του. Αισθάνεται έτοιμος να γράψει το διήγημα της ζωής του και γιά να μπει περισσότερο στην ψυχοσύνθεση του Χεμινγκγουέι αντιγράφει όλα του τα διηγήματα στην γραφομηχανή του ως άσκηση. Αλλά κολλάει, δεν μπορεί να βγάλει τίποτα (οι απόψεις του γιά τον μεγάλο συγγραφέα διαφοροποιούνται όσο τον μελετάει ενδελεχώς), και τα χρονικά πλαίσια στενεύουν – και τότε διαβάζει ένα διήγημα σε κάποιο παλιό περιοδικό μιάς άγνωστης κοπέλλας. Είναι η περιγραφή σε τελείως Φιτζεραλντικό στυλ της εμπειρίας ενός αδιάφορου και καθημερινού κοριτσιού σε ένα καλοκαιρινό χορό. Ο ήρωας μας παθαίνει την πλάκα του και θεωρεί ότι το διήγημα περιγράφει τη ζωή του – αυτό λέει είναι, πρέπει να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο...Και τι κάνει: αντιγράφει σχεδόν λέξη προς λέξη (αλλάζοντας μόνο τα ονόματα και το φύλο της πρωταγωνίστριας) το διήγημα σχεδόν αυτόματα χωρίς να έχει επίγνωση της πράξεώς του. Το διήγημα του βραβεύεται αλλά τα γεγονότα που ακολουθούν αναποδογυρίζουν την ζωή του...

Ένα μυθιστόρημα γεμάτο μυστικά και ψέμματα είναι το «Παλιό Σχολείο».Μυστικά από τον ήρωα που αποκρύβει την καταγωγή του προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στον μικρόκοσμο του σχολείου, ψέμματα από τον ίδιο με την λογοκλοπή που θεωρείται τεράστιο αμάρτημα αλλά που το αντιμετωπίζει με απίστευτο χιούμορ η συγγραφέας του διηγήματος όταν μετά από χρόνια της το ομολογεί ο δράστης. Ψέμματα από το ίδιο το σχολείο που προσπαθεί με το ψευτοαναγεννησιακό του αρχιτεκτονικό στυλ να ομοιάσει με τα αντίστοιχα βρετανικά σχολεία. Ψέμματα από τον Κοσμήτορα της Σχολής, οικογενειακά μυστικά από τον καθηγητή Ράσμους και την σύζυγό του.

Το βιβλίο είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό όπως έχει πολλάκις δηλώσει ο Γουλφ σε συνεντεύξεις του. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα και να μη θεωρείται από την διεθνή κριτική το καλύτερό του έργο αλλά εντυπωσιάζει με την ποιότητα της γραφής του και την εξαιρετικά λεπτομερή ανάπτυξη του χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα του (alter ego του συγγραφέα). Ο ήρωας προσπαθεί να μιμηθεί διάφορα στυλ γραφής και όταν επιτέλους συνειδητοποιεί ποιό είναι αυτό που του ταιριάζει και βγάζει τον αληθινό του εαυτό τιμωρείται χωρίς έλεος και ελαφρυντικά.

Η γραφή του Γουλφ θυμίζει καλές στιγμές του Φίλιπ Ροθ και οι λογοτεχνικές αναφορές και συζητήσεις που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι χρήσιμες γιά κάθε βιβλιόφιλο . Σκοτεινότερο από τον ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ και πολύ πιό εσωτερικό το ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ μας υπενθυμίζει την σχετικότητα της «πρωτότυπης γραφής», την σχετικότητα της «αυθεντίας» και το πως μπορούμε να κρύβουμε τους σκελετούς μέσα στο ντουλάπι μας (όπως ο Κοσμήτορας) γιά μιά ολόκληρη ζωή. Ένα βιβλίο «αγαπησιάρικο», με εκπληκτική αρχή και υπέροχο τέλος, που είναι και ένα ταξίδι στην παγκόσμια λογοτεχνία και που μπορεί να αποτελέσει αφορμή γιά περισσότερο ψάξιμο πάνω σε κάποιους συγγραφείς και ποιητές που περνάνε από τις σελίδες του.