Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2020 | Permalink
Μίστερ Γκουίν
Ο μυθοπλαστικός κόσμος που πλάθει ο σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας Alessandro Baricco (Τορίνο, 1958), είναι γεμάτος συναίσθημα και εικόνες που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, μεταφέροντάς τον σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό σύμπαν γεμάτο απρόσμενες καταστάσεις. Ακόμα και στα λιγότερο επιτυχημένα μυθιστορήματά του, ο Μπαρίκο (που δεν διστάζω να ομολογήσω ότι του έχω μεγάλη αδυναμία), διαβάζεται ευχάριστα και προσφέρει λογοτεχνική απόλαυση στον αναγνώστη του, όταν όμως, η συνταγή του επιτυγχάνει, τότε, το αποτέλεσμα είναι έξοχο. Αυτή είναι η περίπτωση του μυθιστορήματός του, με τίτλο «ΜΙΣΤΕΡ ΓΚΟΥΙΝ» («Mr Gwyn & Tre volte all' alba») - (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Α. Παπασταύρου, σελ. 316), ενός βιβλίου που σε κερδίζει από την πρώτη του σελίδα. Στην έκδοση συμπεριλαμβάνεται και η νουβέλα «Τρεις φορές το ξημέρωμα», που είναι μεν αυτόνομη (και μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά), έχει όμως έμμεση σχέση με την ιστορία που ξετυλίγεται στον «Μίστερ Γκουίν» και είναι και αυτή υπέροχη.

«Ενώ περπατούσε στο Ρήτζεντ’ς Παρκ – σε μια αλέα που την επέλεγε πάντα, ανάμεσα από πολλές -, ο Τζάσπερ Γκουίν είχε ξαφνικά την διαυγέστατη αίσθηση πως όσα έκανε κάθε μέρα για να βγάλει τον επιούσιο δεν του ταίριαζαν πια. Κι άλλες φορές τον είχε αγγίξει αυτή η σκέψη, αλλά ποτέ με τέτοια σαφήνεια και τόση αβρότητα.»


Ο Τζάσπερ Γκουίν είναι ένας επιτυχημένος συγγραφέας, 43 ετών, που περνάει μια γερή κρίση ταυτότητας. Ζει μόνος του στο Λονδίνο, το γράψιμο δεν τον γεμίζει πλέον και δημοσιεύει ένα κείμενο στον Γκάρντιαν, με 52 πράγματα που δεσμευόταν να μη ξανακάνει στη ζωή του. Το προτελευταίο από αυτά ήταν, να εκδίδει βιβλία και το τελευταίο, να γράφει βιβλία. Το άρθρο δημοσιεύεται, ο εκδότης του, ο Τομ, με τον οποίον είχαν γίνει καλοί φίλοι στο πέρασμα των χρόνων, αρνείται να τον πιστέψει, αλλά ο κύριος Γκουίν σοβαρολογεί, όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
Όπως περνούσε όμως ο καιρός, ο κύριος Γκουίν διαπίστωνε ότι και η τωρινή του ζωή, με τις άπειρες ώρες διαθέσιμες μέσα στην ημέρα, τις ατελείωτες βόλτες και τις ώρες που περνούσε σε αυτόματα πλυντήρια, βλέποντας τον κάδο να γυρίζει, ήταν κι αυτή αδιέξοδη και δεν αντλούσε καμία ευχαρίστηση ούτε από αυτήν.

Μια έκθεση ζωγραφικής στην οποία πηγαίνει κατά τύχη, του προσφέρει την έμπνευση αλλά και την λύση για το δημιουργικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Θα γίνει «Αντιγραφέας πορτρέτων»· αντί να τα ζωγραφίζει, θα γράφει και θα τα δίνει στον άνθρωπο που θα απεικονίζει – και θα έχει πληρώσει βέβαια, γι’ αυτό. Ο εκδότης του θεωρεί την ιδέα θεότρελη και την οικονομική καταστροφή δεδομένη, αλλά ο Μίστερ Γκουίν, προχωράει στην υλοποίησή της, νοικιάζοντας μια απομακρυσμένη αποθήκη και μετατρέποντάς την σε στούντιο, με έναν ειδικό φωτισμό, όπου οι λάμπες θα αυτοκαταστρέφονται η μία μετά την άλλη, στην περίοδο του ενός μηνός που ο δημιουργός οφείλει και δεσμεύεται να έχει ολοκληρώσει το πορτρέτο. Για να δώσει μια ακόμα μεγαλύτερη μοναδικότητα στην εργασία του (και να εμπνευστεί ακόμα περισσότερο), ο κύριος Γκουίν, παραγγέλνει σε έναν φίλο του, επιτυχημένο συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής, μια πρωτότυπη μουσική σύνθεση διάρκειας για να συνοδεύει την εργασία του.

Ως πρώτο μοντέλο και ουσιαστικά δοκιμάζοντας τον εαυτό του, αν μπορεί να αποδώσει έργο, ο Μίστερ Γκουίν επιλέγει την Ρεβέκκα, την βοηθό του εκδότη του, μια νεαρή κοπέλα, υπέρβαρη, με ωραίο και πολύ εκφραστικό πρόσωπο. Το μοντέλο πρέπει να ποζάρει γυμνό για τέσσερις ώρες, επί τριάντα ημέρες, χωρίς καμία επικοινωνία με τον δημιουργό, και μετά από ένα αρχικό διάστημα μπορεί να κινείται ελεύθερα στον χώρο και να κάνει ότι θέλει, χωρίς όμως να μιλάει, ούτε να επικοινωνεί με κανέναν, ούτε με τον ίδιο τον κύριο Γκουίν. Όταν ολοκληρώνεται το πορτρέτο, ο δημιουργός του, οφείλει να παραδώσει το κείμενο στον εντολέα κι εκείνος δεν μπορεί να το δημοσιεύσει πουθενά, είναι δικό του και πρέπει να παραμείνει μυστικό. Η Ρεβέκκα που στην αρχή προσέρχεται πολύ επιφυλακτική, νιώθει να αναπτύσσεται μια επαφή με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα (που πάντοτε θαύμαζε), εκείνος όμως παραμένει απόμακρος και προσηλωμένος στο έργο του. Το αποτέλεσμα συγκινεί την Ρεβέκκα - για την ακρίβεια την συγκλονίζει.

«Δεν συνειδητοποιούσε αμέσως την παρουσία του. Είχε μάθει πως αυτό δεν ήταν σημαντικό. Ωστόσο δεν ένιωθε ασφαλής παρά μόνο αφού τον έβλεπε - και ήρεμη μόνο αφού την έβλεπε εκείνος. Δε θα μπορούσε να το φανταστεί, στην αρχή, όμως αυτό ακριβώς, το πιο αδιανόητο πράγμα - το επίμονο βλέμμα του άντρα πάνω της - είχε γίνει κάτι απαραίτητο που χωρίς αυτό δεν αναγνώριζε τίποτα από τον εαυτό της. Με έκπληξη κατάλαβε ότι συνειδητοποιούσε τη γύμνια της μόνο όταν ήταν μόνη ή όταν εκείνος δεν την κοίταζε. Αντίθετα, της φαινόταν φυσιολογικό να την κοιτάζει και τότε ένιωθε ντυμένη, και ολοκληρωμένη, σαν ένα έργο καλά καμωμένο. Με το πέρασμα των ημερών διαπίστωσε με έκπληξη ότι επιθυμούσε να την πλησιάζει και συχνά την απογοήτευε βαθιά το ότι έμενε ακουμπισμένος στον τοίχο, αρνούμενος πεισματικά να πάρει αυτό που εκείνη θα του παραχωρούσε χωρίς καμία δυσφορία. Τότε μπορούσε τυχαία να πλησιάσει εκείνη, όμως δεν ήταν απλό, έπρεπε να είναι σε θέση ν' αποφύγει οποιαδήποτε στάση θα φάνταζε σαν προσπάθεια σαγήνευσης - στο τέλος γινόταν απότομη, στις κινήσεις της, και άστοχη. Και τελικά εκείνος έπρεπε να ξαναβρεί μια ανώδυνη απόσταση.»

Ο Μίστερ Γκουίν, θα προτείνει στην Ρεβέκκα, να παραιτηθεί από την δουλειά της και να εργαστεί για εκείνον ως βοηθός του. Να φροντίζει δηλαδή να βρίσκει πελάτες, ανθρώπους που θα πλήρωναν ένα σεβαστό ποσό για το πορτρέτο τους από έναν διάσημο συγγραφέα, να τους εγκρίνει, να τους εξηγεί την διαδικασία κλπ. Το σχέδιο υλοποιείται και προχωράει με τεράστια επιτυχία, όμως η πλήρης εχεμύθεια και συνεργασία που απαιτούνται από τους ενδιαφερόμενους, δεν είναι κάτι εύκολο και τα προβλήματα σύντομα θα ανακύψουν, φέρνοντας πάλι τον κύριο Γκουίν σε αδιέξοδο.
Η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα, μας αποκαλύπτεται σταδιακά – μετά τις αποφάσεις για την πορεία που θα χαράξει στο πρώτο κεφάλαιο. Μαθαίνουμε περισσότερα για τον Μίστερ Γκουίν, από τις συνομιλίες με τον εκδότη και φίλο του, όπως και από αυτές με την Ρεβέκκα παρά από τις σελίδες με τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις του πάνω στους ανθρώπους. Ο Γκουίν προσπαθεί να προσαρμόσει τη ζωή του στα νέα δεδομένα, μόνο που κι εκείνος αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει απομακρυνθεί από το συγγραφικό μετερίζι, ουσιαστικά δοκιμάζεται σε ένα άλλο είδος γραφής, παρότι το ονομάζει διαφορετικά και κανείς δεν το βλέπει παρά ο άμεσα ενδιαφερόμενος.


Με την πρόοδο της ιστορίας, το βάρος μετατοπίζεται και η Ρεβέκκα, η γλυκιά και ικανότατη βοηθός του προβάλλει ως κεντρικό πρόσωπο στην εξέλιξη της ιστορίας. Από τη μια η γοητεία που της ασκεί, ολοένα και περισσότερο, η αινιγματική προσωπικότητα του συγγραφέα/αντιγραφέα, από την άλλη είναι εκείνη που θα κληθεί εκ των γεγονότων να φωτίσει το μυστήριο που καλύπτει τον σκοτεινό κύριο Γκουίν και θα συνειδητοποιήσει ότι το «σαράκι» του γραψίματος δεν φεύγει εύκολα από έναν γεννημένο παραμυθά.

Έξοχο μυθιστόρημα, που συνεχώς παίζει με το θέμα της ταυτότητας και της δημιουργίας, των επιλογών και των αδιεξόδων. Με υπέροχο ως συνήθως στυλ, ο Μπαρίκο σε ένα υπνωτιστικό νοητικό παιχνίδι, σαγηνεύει τον αναγνώστη του, σε μια περίεργη ιστορία που στηρίζεται πολύ στην ατμόσφαιρα – κάτι στο οποίο ο Ιταλός συγγραφέας ειδικεύεται – και στο διφορούμενο και αινιγματικό της υπόθεσης. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αντιφατικοί και ασαφείς, καθώς περιβάλλονται από ένα μυστήριο και μια ομίχλη, που σκοπίμως καλλιεργείται μέσα από την λυρικότητα της αφήγησης.

Η νουβέλα που ολοκληρώνει το βιβλίο «Τρεις φορές το ξημέρωμα», κινείται κι αυτή στο ίδιο ύφος, έχοντας ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο, στις τρεις συνδεδεμένες ιστορίες που την απαρτίζουν, έναν άντρα, μια γυναίκα και μια βαλίτσα σε ένα δωμάτιο ενός παρηκμασμένου ξενοδοχείου. Εκείνο που κυριαρχεί σε αυτές είναι, ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από το παρελθόν σου, ούτε να το μετατρέψεις, όπως ακριβώς βιώνει κι ο Μίστερ Γκουίν στην ιστορία του. Τα δύο κομμάτια του βιβλίου, ενδεδυμένα με το μυστήριο και υπό την μοναδική αφηγηματική ικανότητα του χαρισματικού Ιταλού συγγραφέα, δένουν αρμονικά, προσφέροντας μεγάλη λογοτεχνική απόλαυση.

«Μη μου πείτε πως δεν το’ χετε σκεφτεί ποτέ. Να τα παρατήσετε όλα και ν’ αρχίσετε πάλι απ’ την αρχή. Δε θα’ ταν κι άσχημα ε;
Είστε τρελή.
Όμως η γυναίκα είπε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου ονειρεύεται να ξαναρχίσει απ’ την αρχή και πρόσθεσε ότι σ’ αυτό υπήρχε κάτι το συγκινητικό, όχι το τρελό. Είπε ότι στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν ξαναρχίζει ολότελα απ’ την αρχή, ωστόσο είναι αδιανόητο πόσο χρόνο περνάει ο κόσμος να φαντασιώνεται ότι ξαναρχίζει, συχνά μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται πνιγμένος στα δικά του βάσανα και στη ζωή που θα ήθελε να παρατήσει.» («Τρεις φορές το ξημέρωμα»)

Βαθμολογία 85 / 100








 
Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2020 | Permalink
Πλην (αυτός ο υπέροχος κύριος)

Αχ αυτός ο υπέροχος κύριος Πλην. Κυριολεκτικά σε αφοπλίζει! Μιλάω για τον ήρωα του θαυμάσιου μυθιστορήματος, "ΠΛΗΝ" ("LESS"), του σχετικά άγνωστου (αλλά πολύ καλού) Αμερικανού συγγραφέα Andrew Sean Greer (Washington D.C., 1970). Έναν συγγραφέα, που τον πρωτογνωρίσαμε στη χώρα μας με το εξαιρετικό, δεύτερο βιβλίο του, "Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι", το 2004, που εκδόθηκε από την "Εμπειρία εκδοτική" (δυστυχώς εξαντλημένο). Το νεότερο μυθιστόρημά του "Πλην", που απέσπασε το Αμερικανικό βραβείο Πούλιτζερ για την λογοτεχνία, του 2018, εκδόθηκε στα μέσα της περασμένης χρονιάς στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση της Παλ. Ισμυρίδου (σελ.318).


Ο κύριος Άρθουρ Πλην, είναι ένας 50άχρονος συγγραφέας που ζει στο Σαν Φρανσίσκο και έχει γνωρίσει (πολύ) καλύτερες μέρες στη ζωή του. Είναι σχετικά διάσημος, ως ένας ελάσσων συγγραφέας, που κάποτε έγραψε ένα μυθιστόρημα που γνώρισε κριτική και εμπορική επιτυχία - όχι βέβαια τόση, ώστε να τον εξασφαλίσει δια βίου και αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό οικονομικό πρόβλημα.
Στις καλές μέρες της νιότης του, όταν ήταν εικοσάχρονος ζούσε με τον πολύ μεγαλύτερό του, αναγνωρισμένο και βραβευμένο, ποιητή Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, ο οποίος τον είχε εισάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους και είχε διαλύσει τον γάμο του γι' αυτόν, αλλά κάποια στιγμή η σχέση τους έφτασε στο τέλος της. Τώρα, είναι στα πολύ κάτω του, νιώθει ότι μόνο αυτός έχει γεράσει ενώ δίπλα του όλοι οι γκέι άντρες παραμένουν νέοι (στην πραγματικότητα ο κύριος Πλην είναι ένας πολύ γοητευτικός μεσήλικας που η εμφάνισή του δεν δείχνει με τίποτα την ηλικία του), έχει στείλει ένα μυθιστόρημα στον εκδότη του και περιμένει απάντηση, ενώ ο επί αρκετά χρόνια σύντροφός του, ο Φρέντι που είχε τα μισά του χρόνια, παντρεύεται.

"...Πλην ο τζέντλεμαν, Πλην ο συγγραφέας, Πλην ο τουρίστας, Πλην ο χίπστερ, Πλην ο αποικιοκράτης. Κι ο αληθινός Πλην; Που βρίσκεται ο αληθινός Πλην; Ο νεαρός που έτρεμε την αγάπη; Ο Πλην πριν από εικοσιπέντε χρόνια, ο οποίος έπαιρνε τον εαυτό του απολύτως στα σοβαρά; Ε, λοιπόν, αυτόν δεν τον περιέλαβε στις αποσκευές του. Έπειτα από τόσα χρόνια, δεν ξέρει καν που τον έχει καταχωνιάσει."

Ο Άρθουρ Πλην δεν συζητάει καν την περίπτωση να παρευρεθεί στον γάμο του πρώην συντρόφου του και αποδέχεται όποια πρόταση του έχει σταλεί, για να βρίσκεται μακριά. Προγραμματίζει λοιπόν ένα ταξίδι, που ουσιαστικά είναι ένας γύρος του κόσμου, για αρκετούς μήνες. Το πρόγραμμά του ξεκινάει από την παρουσίαση ενός βιβλίου επιστημονικής φαντασίας στη Νέα Υόρκη ενός διάσημου συγγραφέα του είδους, συνεχίζεται με μια ομιλία στο Μεξικό ως ειδικός στη γενιά των διανοούμενων του κύκλου του πρώην μέντορά και εραστή Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, ακολουθεί η υποψηφιότητα ενός βραβείου για ένα  μυθιστόρημά του στη Βόρεια Ιταλία, η διδασκαλία ως επισκέπτης καθηγητής στη Γερμανία (ο κύριος Πλην μιλάει Γερμανικά ή μάλλον νομίζει ότι μιλάει σε μερικές από τις σπαρταριστές σελίδες του βιβλίου), μια πολυτελής εκδρομή στο Μαρόκο (μετά από μια διαμονή μερικών ωρών στο Παρίσι), για να γιορτάσει με μια παρέα τα γενέθλια μιας ηθοποιού, εκδρομή που καταλήγει σε καταστροφή, η φιλοξενία σε ένα πολυτελές “καταφύγιο συγγραφέων” στην Ινδία (το οποίο ανήκει στον πατέρα του Φρέντι του τελευταίου του έρωτα), για διαλογισμό και γράψιμο, και τέλος η ανάθεση ενός γευσιγνωστικού οδοιπορικού στην Ιαπωνία για ένα περιοδικό.

"Για έναν συγγραφέα, η μόνη αληθινή τραγωδία είναι η πλήξη· όλα τα υπόλοιπα αποτελούν υλικό."


Στο ενδιάμεσο, ο Άρθουρ Πλην έχει ενημερωθεί από τον εκδότη του, ότι το τελευταίο του βιβλίο έχει απορριφθεί και θα πρέπει να κάνει μεγάλες αλλαγές για να το ξαναστείλει. Απογοητευμένος από αυτό, βλέπει την καριέρα του να βουλιάζει για τα καλά – όπως του λέει κάποιος, δεν μπορούν να τον πάρουν στα σοβαρά ως γκέι συγγραφέα γιατί δεν είναι αρκετά ακτιβιστής, οπότε δεν έχει την υποστήριξη της κοινότητας ενώ στον λογοτεχνικό κόσμο δεν μπορούν να τον εκτιμήσουν πραγματικά, αφού τον θυμούνται περισσότερο ως εραστή του θρυλικού Ρόμπερτ Μπράουνινγκ παρά ως συγγραφέα.

Το ταξίδι όμως του Άρθουρ Πλην από την Δύση προς την Ανατολή,  εκτυλίσσεται διαφορετικά απ’ ότι περιμένει και με μερικές πολύ ιδιαίτερες στιγμές. Κατά τη διάρκειά του, θα γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα έχει ερωτικές στιγμές, θα γελάσει και θα στενοχωρηθεί, θα κάνει ωραίες συζητήσεις, θα εκπλαγεί με την αποδοχή του ως συγγραφέα, θα βιώσει περιπέτειες και θα δει ωραία μέρη, αλλά το σημαντικότερο είναι, ότι θα επανεκτιμήσει τον εαυτό του, θα στρωθεί να γράψει, θα πιστέψει πάλι στις ικανότητές του, αλλά και στην δύναμή του να ερωτευτεί ξανά, να ζήσει μια ζωή που θα είναι ικανοποιημένος και ήρεμος με τον εαυτό του..

"Διαβάζουμε σχετικά ποιήματα, ακούμε σχετικές ιστορίες, ακούμε τους Σικελούς να λένε ότι τους χτύπησε κεραυνός. Όμως εμείς ξέρουμε ότι δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα, ότι δεν υπάρχει ο έρωτας της ζωής σου. Ο έρωτας δεν είναι τόσο τρομακτικός. Έρωτας είναι να βγάζεις το κωλόσκυλο βόλτα, ώστε να μπορέσει ο άλλος να κοιμηθεί, να ασχολείσαι με τις φορολογικές δηλώσεις, να καθαρίζεις το μπάνιο χωρίς να κρατάς κακία στον σύντροφό σου. Να έχεις έναν σύμμαχο στη ζωή. Δεν είναι φωτιά, δεν είναι κεραυνός."

Το μυθιστόρημα του Σων Γκρίερ, κατά βάση σατιρικό και με στοιχεία πικαρέσκου, στηρίζεται στην εκπληκτική αφηγηματική ικανότητα που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα του. Με την αφήγηση να είναι άλλοτε πρωτοπρόσωπη και άλλοτε να χρησιμοποιείται ένας ανώνυμος αφηγητής, παρακολουθούμε την πορεία ενός θλιμμένου και αμήχανου ανθρώπου, ανασφαλή και μελαγχολικού, προς την αυτογνωσία και την πίστη για ζωή. Ο συγγραφέας σατιρίζει τις λογοτεχνικές κοινότητες, τους “πνευματικούς ανθρώπους”, τις απονομές βραβείων, τις λογοτεχνικές ημερίδες, τις παρουσιάσεις βιβλίων, τα πολυτελή καταφύγια των συγγραφέων σε εξωτικούς προορισμούς, τις γαστρονομικές κριτικές.

Ο Σων Γκρίερ, παρακολουθεί με πολλή συμπάθεια και συμπόνια τον ήρωά του, δεν τον κάνει γκροτέσκο και υπερβολικό, δεν του χαρίζεται, αλλά και δεν τον κολακεύει. Περιγράφει έναν άνθρωπο γήινο και συναισθηματικά ταλαιπωρημένο, που πρέπει να πιστέψει πάλι στη ζωή. Και το κάνει εξαιρετικά, φέρνοντάς τον δίπλα στον αναγνώστη, ο οποίος από ένα σημείο της αφήγησης και μετά, συμπάσχει και παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον και πολλή ζωντάνια, τις περιπέτειές του υπέροχου κυρίου Πλην, ενός από τους πιο ενδιαφέροντες και σαγηνευτικούς λογοτεχνικούς ήρωες των τελευταίων χρόνων, που θα μπορούσε άνετα να μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία (αν πέσει στα χέρια ενός καλού σκηνοθέτη), στον κινηματογράφο ή σε μορφή τηλεοπτικής σειράς.

"Η ευτυχία δεν είναι μια απάτη."

Ωραίο μυθιστόρημα το “Πλην”, που ο συγγραφέας του το έχει αφιερώσει στον Daniel Handler, τον συγγραφέα περισσότερο γνωστό ως “Λέμονι Σνίκετ”, και όπως στα βιβλία του, έτσι και στον Άρθουρ Πλην, συμβαίνουν μια “σειρά από ατυχή γεγονότα”, τα οποία όμως δεν είναι περιπέτειες για μικρά παιδιά και εφήβους, αλλά για μεγάλα παιδιά που ψάχνουν να βρουν το νόημα της αγάπης μέσα στη ζωή κι να αντιληφθούν επιτέλους ότι, η ηλικία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στον έρωτα, ούτε στην απόλαυση της ζωής με τις τελευταίες εκπληκτικές σελίδες αυτού του αγαπησιάρικου μυθιστορήματος να το επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο.  

Βαθμολογία 83 / 100




 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020 | Permalink
Η κυρία με τα περιστέρια ("Πλατεία Διαμαντιού")

Ένα από τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα, την χρονιά που πέρασε (αναμφίβολα μέσα στα δέκα καλύτερα), είναι το εκπληκτικό μυθιστόρημα της Ισπανίδας (Καταλανής) Merce Rodoreda y Gurgui (Barcelona 1908 – Girona 1983), με τίτλο «ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΟΥ» («La Placa del Diamant») – εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ευρ. Σοφός, επίμ. Γκ.Γκ.Μάρκες, σελ.237). Ένα βιβλίο που γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν η συγγραφέας ήταν εξόριστη στην Ελβετία και εκδόθηκε το 1962, γραμμένο εξαρχής στα Καταλανικά, για να αποτελέσει ένα βιβλίο – ορόσημο της Καταλανικής λογοτεχνίας.


Η «Πλατεία Διαμαντιού», είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της Νατάλια που αποκαλείτο από τον αγαπημένο της Κιμέτ, «Κολομέτα» («Περιστεράκι») μου· είναι η ιστορία μιας γυναίκας που μας συστήνεται ως ένα αγνό και αθώο κορίτσι στην αρχή της ιστορίας, για να την εγκαταλείψουμε στο τέλος της (προς μεγάλη μας θλίψη), ώριμη και επιτέλους σχετικά ήρεμη μετά από τα δεινά που υπέστη, και τις περιπέτειες που βίωσε. Είναι όμως και η ιστορία μιας πόλης και των ανθρώπων της, είναι η απεικόνιση μιας ταραγμένης εποχής που κατέστρεψε μια χώρα.

Η Νατάλια γνωρίζει τον Κιμέτ, χορεύοντας στην πλατεία. Είναι κι οι δύο νέοι και άβγαλτοι. Ο Κιμέτ είναι ένα λαϊκό παιδί, λίγο αλητάκος, μελαχρινός, εντυπωσιακός εμφανισιακά, δεν θα δυσκολευτεί να γοητεύσει την Νατάλια που δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο και μεγάλωσε ορφανή από μητέρα, και που έχει τυπική σχέση με τον πατέρα της. Οι δύο νέοι παντρεύονται και νοικιάζουν ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα που το κάνουν κατοικήσιμο με την βοήθεια των φίλων του Κιμέτ. Βρισκόμαστε στην Βαρκελώνη της δεκαετίας του '30 λίγο πριν τον Εμφύλιο. Η ζωή τους είναι δύσκολη, ο Κιμέτ δουλεύει ως μαραγκός, είναι λίγο ακαμάτης, κουράζεται εύκολα, συνεχώς παραπονιέται για όλα, και φέρεται άσχημα στην Νατάλια που σύντομα θα μείνει έγκυος και θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι, τον Αντόνι, λίγο καιρό δε αργότερα, θα έρθει κι ένα κορίτσι, η Ρίτα. Οι δουλειές στο ξυλουργείο που έχει ανοίξει ο Κιμέτ, δεν πάνε καλά και πάντα ανήσυχος, θεωρεί ότι εκτρέφοντας περιστέρια στην ταράτσα θα βγάλουν πολλά χρήματα. Τα περιστέρια κατακλύζουν το σπίτι και βρίσκονται παντού, με την Νατάλια να μη προλαβαίνει να καθαρίζει το σπίτι και να φροντίζει τα δύο μικρά παιδιά.

«Άκουγα μόνο γουργούρισμα περιστεριών. Σκοτωνόμουν να καθαρίζω τα περιστέρια. Βρομούσα ολόκληρη περιστέρι. Περιστέρια στην ταράτσα, περιστέρια στο διαμέρισμα, τα έβλεπα στον ύπνο μου. Η κοπέλα με τα περιστέρια. Θα φτιάξουμε ένα συντριβάνι, έλεγε ο Σιντέτ, με την Κολομέτα πάνω κι ένα περιστέρι στο χέρι. Όταν προχωρούσα στον δρόμο προς το σπίτι των αφεντικών μου να δουλέψω, το γουργούρισμα των περιστεριών με ακολουθούσε και χωνόταν στο κεφάλι μου σαν μπάμπουρας. Κάποιες φορές η κυρία μου μιλούσε κι εγώ, αφηρημένη, χωρίς να καταλαβαίνω, δεν της απαντούσα, κι εκείνη μου έλεγε, δεν με ακούτε;»


Οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας, θα την υποχρεώσουν να εργαστεί, σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι της πόλης ως υπηρέτρια, ενώ τα μικρά παιδιά μένουν μόνα στο σπίτι με τα περιστέρια να κάνουν πάρτι. Ξεσπάει ο εμφύλιος κι ο Κιμέτ παίρνει τα όπλα εντασσόμενος στις δυνάμεις των Δημοκρατικών. Τα προβλήματα γίνονται όλο και περισσότερα, καθώς οι εργοδότες της, την απολύουν, για πολιτικούς λόγους, χρήματα δεν υπάρχουν από πουθενά και η απελπισία την κατακυριεύει. Ο θάνατος του Κιμέτ στο μέτωπο θα έρθει να μεγαλώσει το αδιέξοδο με την Νατάλια - που δεν θα είναι πια Κολομέτα - να σκέπτεται σοβαρά την αυτοκτονία.

Τα περιστέρια κατακλύζουν την Νατάλια όπως και μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου. Η μυρωδιά τους, το γουργούρισμά τους το ακούει παντού, ακόμα κι όταν δεν είναι τριγύρω από εκεί που βρίσκεται. Δεν μπορεί να παραπονεθεί, απλά να σκύβει το κεφάλι, είναι φορές που ο αναγνώστης την βρίσκει εκνευριστικά παθητική, η θλίψη της και η απάθειά της να κυριεύουν την αφήγηση, να γίνονται βραχνάς, να σε πνίγουν. Είναι τέτοιος ο δυναμισμός της γραφής της Ροδορέδα που αποκλείεται να μην επηρεαστείς.

«…σκέφτηκα να πιέσω τη θλίψη, να την κάνω μικροσκοπική για να μην επιστρέψει, να μην τρέξει ούτε ένα λεπτό ακόμα στις φλέβες μου και να πάψει να την περιτριγυρίζει. Να την κάνω μπάλα, μικρή μπαλίτσα, σκάγι. Να την καταπιώ.»

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Νατάλια, συγκλονίζει και η Ροδορέδα αποδεικνύεται συγγραφέας τεράστιου μεγέθους. Παρακολουθούμε τον Ισπανικό εμφύλιο, όχι μέσα από σκηνές μαχών ή γεγονότων, δεν διαβάζουμε ιστορίες ηρωισμού ή δειλίας, αλλά αφουγκραζόμαστε την καθημερινή αγωνία της γειτονιάς, την βάσανο των απλών, φτωχών ανθρώπων που βρίσκονται έρμαια των ιστορικών στιγμών. Συγκλονιστικές σελίδες της απόγνωσης και της αγωνίας για επιβίωση, της προσπάθειας της ηρωίδας να σώσει τα παιδιά της από την πείνα, όπως και, την προσπάθειά της να αποφύγει την τρέλα που την κυριεύει, και την απελπισία που την κατακλύζει.

Η συγγραφέας επικεντρώνει στις λεπτομέρειες και στις κινήσεις. Τα αντικείμενα έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην αφήγηση - τα έπιπλα, οι πόρτες, οι καρέκλες, τα κουμπιά, οι ντουλάπες, οι καθρέφτες, τα κρεβάτια με τα καλύμματά τους, τα ρούχα των ανθρώπων, τα παπούτσια, τα νομίσματα, οι ζυγαριές, τα μαχαίρια κ.ο.κ., όπως και τα βλέμματα και οι εκφράσεις, τα χέρια. Η Νατάλια περιγράφει τα πάντα, και όλα αποκτούν μια συμβολική και μεταφορική διάσταση.

«Εκείνη η κυρία φαίνεται ότι το είπε σε μια άλλη. Κι εκείνη σε μια άλλη. Όλες το έλεγαν στο αυτί και όταν το έβλεπαν ότι πλησίαζα πάντα υπήρχε μία που ειδοποιούσε τις άλλες, έρχεται η κυρία με τα περιστέρια. Μερικές φορές κάποια που ακόμα δεν ήξερε την ιστορία ρωτούσε: ο πόλεμος τα σκότωσε; Μια άλλη έλεγε στη γειτόνισσα στο παγκάκι: και λέει ότι πάντα αυτό σκέφτεται… Μια άλλη εξηγούσε σ’ αυτές που δεν το ήξεραν, ο σύζυγός της της έφτιαξε έναν πύργο επίτηδες για να μπορέσει να τον γεμίσει με περιστέρια κι έμοιαζε με σύννεφο δόξας… Όταν μιλούσαν για μένα όπως πίστευαν ότι ήμουν, έλεγαν: νοσταλγεί τα περιστέρια, νοσταλγεί τα περιστέρια η κυρία με τα περιστέρια που ζει μόνο νοσταλγώντας τα περιστέρια και τον πύργο με τα παραθυράκια ψηλά ψηλά…»


Μοντερνιστικό ύφος και συνειδησιακή ροή χαρακτηρίζουν την αφήγηση της Ροδορέδα, σε ένα καθαρό «bildungsroman» («μυθιστόρημα ενηλικίωσης»). Η ηρωίδα μεγαλώνει και αλλάζει κατά την διάρκεια του βιβλίου, μετατρέπεται από ένα αφελές και λίγο χαζό κοριτσάκι που βρίσκεται μονίμως σε σύγχυση («...αυτό που εμένα μου συνέβαινε ήταν ότι δεν ήξερα για ποιο λόγο είχα έρθει στον κόσμο») σε γυναίκα, που πάντα μέσα σε μια απολύτως πατριαρχική και καταπιεστική κοινωνία, επιτέλους στο τέλος του βιβλίου θα βρει την ηρεμία σε ένα φινάλε από τα ωραιότερα και τρυφερότερα που μας έχει χαρίσει η παγκόσμια λογοτεχνία.

Η αίσθηση που σου αφήνει η «Πλατεία Διαμαντιού», μόνο με αυτή της ανάγνωσης του γοτθικού αριστουργήματος "Άβυσσος" ("Nada") της Κάρμεν Λαφορέτ (από χρόνια εξαντλημένο και εκτός εμπορίου πλέον στη χώρα μας), μπορεί να συγκριθεί. Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε το 1945 στην Ισπανία, και περιγράφει την ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης μετά τον Εμφύλιο, ενδέχεται να επηρέασε την Ροδορέδα, που έγραψε το δικό της εξαίσιο μυθιστόρημα μερικά χρόνια αργότερα, χαρίζοντάς μας μια ηρωίδα ισάξια αυτής της Λαφορέτ.

Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση από την ημέρα που κυκλοφόρησε και γνώρισε κριτική και εμπορική επιτυχία. Ένα άγαλμα της λογοτεχνικής ηρωίδας, της Κολομέτα, κοσμεί την πλατεία Διαμαντιού στην Βαρκελώνη, ως δείγμα αναγνώρισης σε αυτή την συγγραφέα που τόλμησε εν μέσω Φρανκισμού να εκδώσει ένα μυθιστόρημα στα Καταλανικά. Όμως, με το μαγευτικό μυθιστόρημα της Ροδορέδα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια απλή αναγνωστική απόλαυση, αλλά για μια αφήγηση που σε παρασέρνει με αυτό το κράμα δυναμισμού και λυρισμού στην αφήγηση, ψυχολογικού βάθους και αλήθειας, αλλά και εκπληκτικής περιγραφής μιας κοινωνίας σε αναβρασμό. Δεν πετάς κυριολεκτικά τίποτα από ένα βιβλίο που αν το διαβάσεις νέος μπορεί να σε ακολουθεί για μια ολόκληρη ζωή.

Βαθμολογία 87 / 100



 
Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2020 | Permalink
Ο παππούς του πολάρ χτυπάει αλύπητα ("Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ " και "Εθνική 86")


Ο Jean Bernard Pouy (Παρίσι, 1946), είναι ένας συγγραφέας που είχα πρωτοδιαβάσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, το (ίσως καλύτερο) μυθιστόρημά του, «Το αγόρι με το φαγωμένο αυτί», έκτοτε ότι δικό του, κυκλοφορεί στη γλώσσα μας (δεν είναι πολλά δυστυχώς), κυριολεκτικά το ρουφάω. Μια ευτυχής συγκυρία συνετέλεσε ώστε να εκδοθούν τα δύο προηγούμενα χρόνια, δύο έξοχα βιβλία του από διαφορετικές περιόδους, που κινούνται σε ένα τελείως διαφορετικό κλίμα το ένα από το άλλο, κάτι που δείχνει απεριόριστο εύρος των δυνατοτήτων του «παππού του πολάρ» (όπως αυτοαποκαλείται). Σε αυτό το κείμενο λοιπόν, θα μιλήσουμε για το πρώτο μυθιστόρημα του Pouy, με το οποίο έκανε δυναμική (πιο δυναμική δεν έχει) είσοδο στην Γαλλική λογοτεχνική σκηνή, το «Ο ΣΠΙΝΟΖΑ ΓΑΜΑΕΙ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ» («Spinoza encule Hegel») του 1983, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Oposito, σε μετάφραση του Ζ.Δ.Αϊναλή (σελ. 131)και το μεταγενέστερο «ΕΘΝΙΚΗ 86» ("RN 86"), που κυκλοφόρησε από τις  εκδόσεις Άγρα, σε (ωραία) μετάφραση Σπ. Γιανναρά και πρόλογο του Caryl Ferey (σελ. 252).

Ποιος είναι όμως, ο ιδιόρρυθμος αυτός συγγραφέας με το δυσκολοπρόφερτο όνομα; Ο Jean Bernard Pouy είναι ένα «παιδί του Μάη του ‘68», στοιχείο που φαίνεται καθαρά στο αναρχικό ύφος του πρώτου του μυθιστορήματος, «Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ». Είναι ένας συγγραφέας της noir λογοτεχνίας, και πιο συγκεκριμένα του υποείδους που αποκαλείται "πολάρ", και έχει γράψει πάνω από 50 αστυνομικά μυθιστορήματα, έχει διευθύνει αστυνομικές λογοτεχνικές σειρές και είναι οπαδός της σχολής Ουλίπο , δηλαδή του συγγραφικού κινήματος για μια παιγνιώδη γραφή υπό περιορισμούς (λογοπαίγνια, ασκήσεις ύφους, αυτοπεριοριστικά τεχνάσματα) που κυριότεροι εκπρόσωποι του είναι το «Ζωή οδηγίες χρήσεως» του Περέκ και το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» του Καλβίνο. Ο Πουύ είναι φανατικός οπαδός της λαϊκής λογοτεχνίας, αντισυμβατικός και ιδιαίτερα κυνικός, αιωνίως αναρχικός και μηδέποτε υποταγμένος, παρότι αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να παίξει το παιχνίδι της αγοράς.

Η εμφάνισή του το 1983 με τη δυστοπική νουβέλα "Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ" (στην ακρίβεια "Ο Σπινόζα σοδομεί τον Χέγκελ"), ήρθε να ταράξει τα νερά της αστυνομικής γαλλικής λογοτεχνικής σκηνής, με ένα βιβλίο αιρετικό και τελείως αναρχικό, όπου βεβαίως δεν συναντάμε κανέναν μεγάλο φιλόσοφο στις σελίδες του, απεναντίας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, ένα ευρωπαϊκό Μαντ Μαξ, με τρομερό χιούμορ και τέτοιο δυναμισμό και ζωντάνια στο στυλ, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του.

Σε μια Γαλλία που έχει κυριολεκτικά διαλυθεί, όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο και στις πόλεις κυριαρχούν οι συμμορίες, ο Ζουλιούς που έχει χάσει την οικογένειά του στις ταραχές που κατέστρεψαν το Παρίσι δυόμισι χρόνια πριν, έχει επιβιώσει με χίλια ζόρια και πλέον έχει μείνει άνεργος χάνοντας τη δουλειά στη ραδιοφωνία καθώς όλα πλέον ελέγχονται από τη λογοκρισία και την αυστηρότητα ενός καθεστώτος που προσπαθεί να βάλει τάξη στα πράγματα. Ο Ζουλιούς πήρε τα όπλα και βγήκε στους δρόμους, γιατί πιστεύει στην πλήρη ανατροπή των πάντων - φωτιά και τσεκούρι παντού. Ηγείται μιας ομάδας ενόπλων και έχει το παρατσούκλι "Σπινόζα", φοράει μια εσάρπα και μπότες από μωβ φιδοτόμαρο.

«Δεν είμαστε πια παρά έντεκα, διότι προκειμένου να είναι κανείς Σπινοζικός είναι απαραίτητο πέρα από κάθε τι άλλο να έχει διαβάσει τον Βιργιλίου θάνατο του Χέρμαν Μπροχ, τη Γνώση του πόνου του Κάρλο Γκάντα, το Κάτω απ’ το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, τη Μικρή αδερφή του Τσάντλερ και φυσικά Σπινόζα. Γιατί Σπινόζα; Είχα αποφασίσει ότι μου άρεσε πραγματικά ο σπασίκλας που έκρυβε μέσα του. Είναι εντελώς ηλίθιο.»



Οι "Σπινοζικοί" ψάχνουν για βενζίνη και χώρο, αντίπαλοί τους διάφορες ομάδες περιθωριακών που ακούνε στα ονόματα, "Κεφάλαιο Κινγκ-Κονγκ", "Κόκκινος Τορέ", "Κρας 69", "Κόκκινος Φουριέ", "Μπουρδέλο Μπορντίγκα", "Κάρλο Πόντι", "Ζντάνωφ", "Σταχάνωφ forever" και άλλα τέτοια παρανοϊκά! Όμως ο μεγάλος αντίπαλος είναι οι "Νέοι Χεγκελιανοί", μια ομάδα που ο Σπινόζα και οι δικοί του κυνηγάνε με λύσσα.

Αυτό όμως το «πανηγύρι» σύντομα θα πάρει τέλος. Το κράτος οργανώνεται, και γίνεται όλο και πιο αυταρχικό. Δεν παίζουν πλέον μόνες τους οι συμμορίες, βρίσκουν απέναντί τους δυνάμεις της Τάξης και του Νόμου. Η "Ένοπλη Σπινοζική Φράξια" θα συγκρουστεί μέχρι τελικής πτώσεως με τους "ΝεοΧεγκελιανούς" σε μια μάχη της "Ηθικής" με την "Αισθητική" (!) υπό τους ήχους του ραδιοφώνου της "Πέμπτης Διεθνούς" και του Sympathy for the Devil.

«…Οι ομάδες τελείωσαν. Θα τις ξεκάνουν μία-μία κι εκείνες δεν θα καταφέρουν καν να συσπειρωθούν για να φτιάξουν κοινό μέτωπο για μια τελευταία φορά. Δεν θα παραστώ σ’ αυτήν την αργή παρακμή, σ’ αυτή την απελπιστική απόρριψη. Δεν θα επιστρέψω στο Παρίσι για να καταστώ συνένοχος της επικείμενης επανάληψης. Δεν θέλω παι να πρέπει να ψάχνω να βρω κουβέρτα, δουλειά ή απασχόληση. Δεν θέλω πια να ζητιανεύω, δεν θέλω πια να περιμένω τις ευχαριστίες στο τέλος του μήνα, στο τέλος της καριέρας, στο τέλος της ζωής. Να είμαι μαλάκας τριακόσιες εξήντα τόσες μέρες τον χρόνο και στο τέλος να με ευχαριστούν που υπήρξα καλός μαλάκας. Δεν θα ξαναψάξω να βρω φίλους κι από μέσα μου να τους χλευάζω, δεν θα ψάξω να γοητεύσω μια σύντροφο για να νιώσω το δέρμα της και να αγκαλιάσω το κορμί της, για να της εξομολογηθώ τις στεναχώριες που δεν έχω πια και τις ελπίδες που δεν μπορώ να έχω.
Δεν μπορώ πια να νιώσω ούτε αγάπη, ούτε μίσος, ούτε συμπόνια, ούτε μεταμέλεια.»

Εν συντομία, βιβλιάρα από τις λίγες, που με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, λες του εαυτού σου, «πάμε, άλλη μια φορά»! Σπιντάτο και ασεβές, βαθιά αλληγορικό και μηδενιστικό, το τελείως πανκ μυθιστόρημα του Πουύ, διαβάζεται μέσα σε μια-δυο ώρες και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στα διάβα του. Ονόματα λογοτεχνών και φιλοσόφων πετάγονται δεξιά κι αριστερά σε ένα ανηλεές name-dropping, γεμάτο χιούμορ και αναρχία. Οι γυναίκες είναι σκεύη ηδονής, μέχρι που ο "υπεργαμάτος" Σπινόζα θα βρει τον μάστορά του από αυτές - ο μοναχικός καουμπόι με την σούπερ μηχανή, θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και αυτό δεν θα του αρέσει καθόλου. Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που υπό το πρόσχημα της ξέφρενης δράσης και του αίματος που πετάγεται δεξιά κι αριστερά, φανερώνει ένα σκηνικό κόλασης, ένα σύμπαν με ματαιωμένα όνειρα και ελπίδες.

Βαθμολογία 84 / 100



Σε τελείως διαφορετικό κλίμα, είναι το "Εθνική 86", ένα ελεγειακό και μελαγχολικό νουάρ, όπου ο Πουύ ξεκινά με μια μπανάλ ιστορία για να την απογειώσει στη συνέχεια, σε ένα μυθιστορηματικό ταξίδι του ήρωά του προς την αυτογνωσία, αλλά και την απελπισία στην οποία συνεχώς βουλιάζει.

Ο Λεονάρ μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου με την Λουσί, διαπιστώνει ότι κάτι δεν πάει καλά στη σχέση τους. Είναι δυο άνθρωποι που κοντεύουν την μέση ηλικία και έχουν ζήσει μια ήρεμη σχέση. Όμως μετά από ένα σεμινάριο στην επαρχία, η Λουσί, δεν γυρίζει σπίτι αμέσως, παρά μετά από ένα μήνα, ενώ το σεμινάριο διαρκούσε μια εβδομάδα. Στην επιστροφή της στο σπίτι, είναι απόμακρη αλλά ευγενική, το βλέμμα της όμως είναι άδειο, κενό. Δεν θέλει ερωτήσεις, δεν δίνει καμία εξήγηση γιατί της πήρε τόσο χρόνο να επιστρέψει και τι συνέβη εκεί που πήγε, και ο Λεονάρ αμήχανος αλλά τουλάχιστον ικανοποιημένος που ξαναγύρισε η γυναίκα του, δεν ρίχνει λάδι στη φωτιά, όμως μια μέρα που η Λουσί έλειπε, έψαξε την τσάντα της και το μόνο που βρήκε είναι η καρτ ποστάλ μιας γέφυρας κοντά στη Νιμ.

Και μια ωραία ημέρα, το τηλεφώνημα από την αστυνομία. Η Λουσί είναι νεκρή, μετά από μετωπική με ένα φορτηγό. Το δυστύχημα είναι τόσο περίεργο, σαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Λουσί να έπεσε επίτηδες πάνω στο μεγάλο όχημα. Όλα δείχνουν αυτοκτονία. Ο Λεονάρ διαλύεται, περνάει τρεις μήνες σε πλήρη κατάθλιψη και μετά αποφασίζει να μεταβεί στον τόπο του δυστυχήματος, αρνούμενος να παραδεχτεί το προφανές, ότι η Λουσί αυτοκτόνησε. Θα βρεθεί στα μέρη που έγινε το καθοριστικό, όπως φαίνεται, σεμινάριο. Στα χωριά γύρω από τη Νιμ και την Αβινιόν, στην Προβηγκία, με τα ειδυλλιακά τοπία και τα μέρη σαν ζωγραφιές, θα ακολουθήσει τα βήματα της αγαπημένης του, θα ανασυνθέσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής της. Και θα ανακαλύψει δυσάρεστα πράγματα, για έναν άνθρωπο που είχε δίπλα του τόσα χρόνια και δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα γι' αυτόν. Η Λουσί που θα ανακαλύψει θα είναι μια άλλη γυναίκα, γεμάτη αισθησιασμό και ζωντάνια, φαντασιώσεις και όνειρα που τα είχε θάψει. Μέσα από τις συζητήσεις με τους ντόπιους θα σχηματίσει μια εικόνα των καταστάσεων αλλά και πάλι κάτι θα του διαφεύγει.

«Έχουμε τις μαντλέν που μας αξίζουν»



Ο Πουύ παραθέτει το πορτρέτο ενός ανθρώπου κατεστραμμένου, που δεν θα ηρεμήσει αν δεν ανακαλύψει την αλήθεια. Μέσα από τους αργούς ρυθμούς της ζωής στην επαρχία, την ηρεμία των μικρών πόλεων και την βαβούρα της εθνικής οδού 86, που διασχίζει τις πόλεις αυτές, ο Λεονάρ ανασυνθέτει με επιμονή τις ημέρες και βυθίζεται όλο και περισσότερο στα μυστήρια και στις αντιφάσεις όχι μόνο της ζωής της Λουσί αλλά και της δικής του, στα λάθη του και στις παραλείψεις, στα πράγματα που αρνείτο να δει. Η απελπισία και οι παγίδες της ζωής αναπαρίστανται με εξαιρετικό στυλ, ενώ η δυσάρεστη και επώδυνη αλήθεια ξετυλίγεται αργά αργά.

Ψυχολογικό θρίλερ με πολλή εσωτερικότητα, η «Εθνική 86, εξερευνά τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης, τις εμμονές και τις ερωτικές φαντασιώσεις. Εκπληκτική ατμόσφαιρα, σελίδες γεμάτες οδύνη και σπαραγμό σε μια ιστορία που την σκέφτεσαι για αρκετό καιρό αφότου έχεις ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου.

Βαθμολογία 82 /100



 
Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020 | Permalink
Δύο ελληνικές δυστοπίες ("Αίμα μηχανή" και "Κοιλάδες του Φόβου")
«Μέλλοντα ταυτα
Not on sad Stygian shore, nor in clear sheen
Of far Elysian plain, shall we meet those
Among the dead whose pupils we have been,
Nor those great shades whom we have held as foes;
No meadow of asphodel our feet shall tread,
Nor shall we look each other in the face
To love or hate each other being dead,
Hoping some praise, or fearing some disgrace.
We shall not argue saying “’Twas thus” or “Thus,”
Our argument’s whole drift we shall forget;
Who’s right, who’s wrong, ’twill be all one to us;
We shall not even know that we have met.
   Yet meet we shall, and part, and meet again,
   Where dead men meet, on lips of living men.
Δεν θα τους βρούμε στης Στυγός την πένθιμη ακτή
Ούτε και στα περίλαμπρα Ηλύσια Πεδία
Εκείνους που μας δίδαξαν και είναι πια νεκροί –
Ούτε θα δούμε τις σκιές που μοιάζαν με θηρία,
Δεν θα πατούμε ασφόδελους επάνω στον λειμώνα
Ούτε βλεμμάτων διάλογος προβλέπεται να γίνει
Με μίσος ή και με χαρά που είμαστε στο χώμα
Ψάχνοντας για τον έπαινο, τρέμοντας την αισχύνη.
Όποιο κι αν είν’ το θέμα μας, όπου και αν μας πάει,
Στη λήθη θα τη ρίχνουμε την κάθε σύγκρουσή μας
Ποιος έχει δίκιο ή άδικο, για μας δεν θα μετράει –
Ούτε καν γνώση θα’ χουμε για τη συνάντησή μας.
Κι όμως θα σμίγουμε ξανά, εχθροί, και πάλι φίλοι,
Εκεί που σμίγουν οι νεκροί, στων ζωντανών τα χείλη.»


Samuel Butler «Μέλλοντα ταύτα» (μετάφρ. Γ. Λαμπράκος)

Στις συνήθεις ερωτήσεις ανθρώπων που δεν με γνωρίζουν καιρό, για το αν υπάρχουν λογοτεχνικά είδη που δεν αγγίζω, η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο στόμα, είναι «η επιστημονική φαντασία». Έχω διαβάσει αρκετές δυστοπίες όπως και κάποια διηγήματα (περισσότερο) και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας (Ε.Φ.), που μερικά από αυτά ήταν εξαιρετικά, αλλά ως είδος, ομολογώ είναι πολύ χαμηλά στις προτεραιότητές μου.

Γι’ αυτό λοιπόν, αποτέλεσαν ευχάριστη έκπληξη δύο μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2019, που σε πρώτη ανάγνωση ανήκουν το ένα στο είδος της Ε.Φ., το έτερο στο είδος της δυστοπίας, δεν αποτελούν όμως καθαρά δείγματα αυτών για διαφορετικό λόγο το καθένα. Το ένα είναι το πρώτο μυθιστόρημα του έξοχου μεταφραστή και πολύ καλού δοκιμιογράφου, διηγηματογράφου και ποιητή Γιώργου Λαμπράκου (Αθήνα, 1977) με τίτλο «ΑΙΜΑ ΜΗΧΑΝΗ» - (εκδ. Γαβριηλίδης, σελ.428), ένα πληθωρικό και χορταστικό βιβλίο, όπου μέσα του αναμειγνύονται πολλά είδη – αρχαίο δράμα, φιλοσοφία, περιπέτεια, μελόδραμα. Το δεύτερο είναι το νέο μυθιστόρημα της στιβαρής διανοούμενης Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, με τίτλο «ΚΟΙΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» - (εκδ. Εκκρεμές, σελ.372), ένα βιβλίο με το οποίο η έμπειρη συγγραφέας και δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί την Δυστοπία σε πρώτο επίπεδο, για να θίξει θέματα για την ύπαρξη, την φιλοσοφία, την ηθική, τις επιστήμες, τις τέχνες.


Ας τα δούμε περισσότερο αναλυτικά.

Ο Βρετανός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος ΣάμιουελΜπάτλερ (1835-1902), συναντάει τον Σοφοκλή, στο «Αίμα μηχανή», το μυθιστόρημα του Γιώργου Λαμπράκου. Βρισκόμαστε στο μέλλον, και μετά το Δ Παγκόσμιο πόλεμο, η γη είναι μια «no mans land», όπου στην επιφάνειά της, ζουν σε πλήρη ένδεια οι εναπομείναντες άνθρωποι που ονομάζονται «Αμήχανοι». Την εξουσία την έχουν οι «Μηχανάνθρωποι» μια εξέλιξη του ανθρώπου και των μηχανών, οι οποίοι ζουν σε πόλεις φτιαγμένες κάτω από την γη, σε αυταρχικά καθεστώτα, όπου οι επιστήμονες («οι Μηχανικοί») διοικούν και όπου η προσπάθεια του καθεστώτος είναι να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, τον «Βιο-Άγγελο» ώστε να αγγίξει επιτέλους την τελειότητα.

«Η μοναξιά είναι αρρώστια. Και η αρρώστια δεν ψεύδεται.»


Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Ρεστ, ένας συναισθηματικός και μοναχικός μηχανάνθρωπος, με πρόβλημα στην επικοινωνία και στις ερωτικές σχέσεις, που είναι αρθρογράφος σε ένα περιοδικό, και ασχολείται εμμονικά με το έργο του Σάμιουελ Μπάτλερ, ο οποίος εκτός από τα (λίγα αλλά πολύ σημαντικά) λογοτεχνικά του έργα, ασχολήθηκε με το θέμα της τεχνολογικής εξέλιξης σε κείμενά του, προφητεύοντας ότι ο άνθρωπος, έχοντας γίνει πλέον περιττός στο μέλλον, θα αντικατασταθεί από τις μηχανές. Ο Ρεστ, όμως δεν είναι ένας τυχαίος μηχανάνθρωπος που ζει και εργάζεται σε αυτή την ιδιότυπη κοινωνία, είναι γιος του ζεύγους που διοικεί το καθεστώς, παρότι ελάχιστες σχέσεις έχει μαζί τους. Μια μέρα λαμβάνει ένα μήνυμα από κάποια γυναίκα με το κωδικό όνομα Λ60, η οποία ζητάει να την σώσει. Τα mails της γυναίκας τον οδηγούν στο Ινστιτούτο Γενετικής, το οποίο διοικείται από τον «Βιομήχανο Ιωσήφ». Εκεί ο Ρεστ, ζητάει την βοήθεια ενός ανθρώπου με υψηλή θέση στο Ινστιτούτο, του καθηγητή Μέμορ τον οποίον εμπιστεύεται, και σύντομα ανακαλύπτει ότι η μυστηριώδης γυναίκα, λέγεται Λεκ και αποτελεί αντικείμενο πειράματος στο είδος των «Βιο-Αγγέλων». Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούν εκεί, καθώς αποκαλύπτεται ότι η Λεκ είναι αδελφή του Ρεστ, η οποία απήχθη μόλις γεννήθηκε από τον Βιομήχανο Ιωσήφ για να αποτελέσει μέρος των πειραμάτων για την δημιουργία των «Βιο-Αγγέλων». Η Λεκ είναι μια ασυναγώνιστη καλλονή, που μαγνητίζει όσους την βλέπουν, όταν θα συναντηθούν με τον Ρεστ, και θα αποκαλυφθούν τα μυστικά και τα ψέματα απ’ όλους, τα οποία καθόρισαν το παρελθόν και προγραμματίζουν το μέλλον τους, ως ήρωες αρχαίου δράματος, και γόνοι, του προεδρικού ζεύγους, θα σχεδιάσουν την εκδίκησή τους.

Το μυθιστόρημα όπως αναφέρει ο Λαμπράκος, αποτελεί φόρο τιμής στον Samuel Butler, του οποίου αποσπάσματα από έργα του, φράσεις, το εκπληκτικό ποίημα «Μέλλοντα ταύτα», παρατίθενται μέσα στο βιβλίο, ορισμένες δε φορές «συνομιλώντας» με αυτό διακειμενικά. Το βιβλίο όμως του Λαμπράκου δεν αποτελεί αντίγραφο κάποιου έργου του σπουδαίου Βρετανού, είναι ένα ωραίο λογοτεχνικό έργο, αρκετά πρωτότυπο που μπορεί σε πρώτο επίπεδο να φαίνεται ως ένα μυθιστόρημα Ε.Φ. αλλά εκείνο που κυριαρχεί θεματικά είναι το κοινωνικό και το πολιτικό κομμάτι.

«Ας είμαστε ευγνώμονες στον καθρέφτη που μας αποκαλύπτει μόνο την εμφάνισή μας.»


Ξεπερνώντας την αμηχανία και την φλυαρία, των πρώτων 100 σελίδων, η ιστορία εκτυλίσσεται ωραία, με αφηγηματικό ρυθμό που αποκτάει πολύ ενδιαφέρον από τη μέση του βιβλίου έως το αμφίσημο τέλος του. Η σάτιρα, κυριαρχεί ακόμα και στις πιο αγωνιώδεις στιγμές του «Αίμα μηχανή», όπου ο συγγραφέας παρεμβαίνει με ερωτήσεις προς τον αναγνώστη, ενώ θέτει στη διάθεσή του αρκετές (ίσως υπερβολικά πολλές) επιλογές για το φινάλε της ιστορίας.

Ο έρωτας και το πάθος, οι φιλοδοξίες και η βία, η εξουσία – πολιτική και γονεϊκή, τα όρια της ηθικής στις επιστήμες, οι κοινωνικές ανισότητες πράγματα και ερωτήματα φιλοσοφικά που διατρέχουν την ανθρωπότητα μέσα στους αιώνες, είναι τα θέματα που καλούνται να διαχειριστούν οι ήρωες του βιβλίου του Λαμπράκου, είτε μηχανάνθρωποι είναι, είτε βιοάγγελοι, είτε κλώνοι (στο θέμα των κλώνων ο προβληματισμός που αναπτύσσεται είναι πολύ καίριος). Ο συγγραφέας θίγει ίσως υπερβολικά πολλά θέματα – κάτι που διακρίνουμε συνήθως στις πρώτες μυθιστορηματικές απόπειρες -, αλλά (ευτυχώς) διαχειρίζεται με μεγάλη ικανότητα, την ιστορία που αφηγείται, ικανοποιώντας τον αναγνώστη στο τέλος, σε ένα πολύ αξιόλογο και ενδιαφέρον μυθιστόρημα που αξίζει να προσεχτεί ιδιαιτέρως.

Σε διαφορετικό κλίμα κινείται, η πολύ έμπειρη συγγραφέας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, στην φιλοσοφική δυστοπία της, με τίτλο «Κοιλάδες του Φόβου», ένα πυκνογραμμένο και στοχαστικό μυθιστόρημα, που απαιτεί την εγρήγορση και όχι τον εφησυχασμό του αναγνώστη.

«…το παρελθόν δεν ήταν για να το αναπολείς. Καλύτερα ήταν να το ανακαλείς μήπως και καταλάβεις ποιο ήταν το κρίσιμο λάθος κι αν έπραττες διαφορετικά, τίποτα απ’ όσα έγιναν δεν θα’ χε γίνει. Γιατί, δεν μπορεί, κάποια στιγμή, στο μέλλον που καιροφυλακτεί, θα ξαναγίνουν τα ίδια και χειρότερα, αν δεν προλάβεις να χωνέψεις τις επιλογές και τις αποφάσεις που σε ξαναπήγαιναν ίσια εκεί.»

Βρισκόμαστε στο πολύ κοντινό μέλλον, μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, 2029 και μια σειρά από εκρήξεις βομβών σε μεγάλες πόλεις του κόσμου συγκλονίζουν την ανθρωπότητα. Η Αθήνα είναι μια από αυτές και η πλατεία Συντάγματος με τις γύρω περιοχές τινάζεται στον αέρα, δημιουργώντας ένα τεράστιο κρατήρα, με ανυπολόγιστο αριθμό θυμάτων. Η Αθήνα χωρίζεται στα δύο, το σοκ είναι μεγάλο και έρχεται ως επακόλουθο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βασάνιζε τη χώρα για περίπου 20 χρόνια. Ο Δημοσθένης μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων, βρίσκει δουλειές σε χωράφια στην επαρχία για να μπορέσει να ζήσει, κουβαλάει πάντα μαζί του τον αγαπημένο του Ρώσο ποιητή Μάντελσταμ και επιβιώνει. Η αρχαιολόγος Ειρήνη κι αυτή σε πλήρη ένδεια, θα αναζητήσει την τύχη της στην επαρχία. Θα συναντηθεί με τον Δημοσθένη και μαζί θα προσπαθήσουν να οικοδομήσουν μια κοινή ζωή στις δύσκολες συνθήκες της αγροτικής ζωής.

Γύρω από αυτούς τους δύο βασικούς ήρωες της ιστορίας, κινούνται διάφοροι χαρακτήρες που διαδραματίζουν μικρό ή μεγάλο ρόλο στη πλοκή. Είναι τα χειρόγραφα ενός ημερολογίου (και πιο συγκεκριμένα το 6ο τετράδιο των ημερολογίων, που τα πρώτα 5, αποτελούσαν την νουβέλα της Δεληγιώργη «Ανέστιος»), είναι το δίδυμο του Δικαστή και του Ποιητή με τους ατελείωτους φιλοσοφικούς τους διαλόγους, είναι η ιστορία του εγγονού του Στίβεν Χώκινγκ που θα γνωρίσει έναν νεαρό πρόσφυγα, για να αναφέρω μόνο αυτούς που συνδέονται πιο άμεσα με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι.

Η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά αλλά με πολλές διακλαδώσεις και σε ένα βάθος χρόνου, καθώς ο μύθος ξεκινάει το 2029 για να ολοκληρωθεί καμιά σαρανταριά χρόνια αργότερα. Μια ζοφερή εικόνα του μέλλοντος εκτυλίσσεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου, μια συνεχής κρίση της ανθρωπότητας όπου τα προβλήματα διαιωνίζονται, η κατάσταση με το μεταναστευτικό/προσφυγικό έχει γίνει αφόρητη, οι εξουσίες γίνονται όλο και πιο αυταρχικές με απαγορεύσεις γεννήσεων και άλλα μέτρα που βλέπουμε σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τα καθεστώτα είναι στρατοκρατούμενα, ενώ απαγορεύεται και ο διάλογος μεταξύ των ανθρώπων.

«Τώρα τι κάνουν; Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα κι ας γελούσαν πολλοί, ανακαλώντας τον συνειρμό «καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, τώρα τι κάνουμε;». Αρκεί να σήκωνες το κεφάλι να δεις τις γιγαντοαφίσες που πλεύριζαν τους δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας, εκκλήσεις αναρτημένες παντού, κι ενώ όλο και κάτι κλωθογύριζε στο μυαλό των περαστικών, αυτό το ερώτημα παραδόξως έμενε αναπάντητο. Ερώτημα κρίσιμο, αν και δεν ήταν βέβαιο πως ήταν όντως κρίσιμο. Αλλά και τι ήταν βέβαιο; Προσωπικά δεν ήταν βέβαιος ούτε καν αν υπήρξε στ’ αλήθεια ποιητής.»


Τι θα σώσει τον κόσμο, η λογική ή η ποίηση; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στο στοχαστικό μυθιστόρημα της Δεληγιώργη. Μακρές και ατελείωτες συζητήσεις, σε ένα βιβλίο διαλόγου και συνεχούς προβληματισμού για τον άνθρωπο και το μέλλον του, για τη ζωή, για τις σχέσεις οικογενειακές και ερωτικές, για τον πολιτισμό, για την ηθική. Οι ιδέες πέφτουν σαν το χαλάζι, σε κάθε διάλογο, σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου. Η λογοτεχνία λέει σε ένα παλαιότερο κείμενό της η συγγραφέας «καλύπτει έσχατες ανάγκες της ύπαρξης και είναι σαν το οξυγόνο στις κορφές των βουνών – ζαλίζει και αφυπνίζει τον ζαλισμένο», και οι ήρωες της καταφεύγουν στην ποίηση, μέσα από τον Μάντελσταμ και την Αχμάτοβα για να βρουν τις απαντήσεις.

Η Δεληγιώργη όμως μιλάει και για την κρίση με διαφορετικό τρόπο. Την κοινωνική και οικονομική κρίση που έχει διαλύσει τα θεμέλια της χώρας και τις καρδιές των ανθρώπων. Το λογοτεχνικό είδος της δυστοπίας ως κομματιού της Ε.Φ. που χρησιμοποιεί, είναι το πρόσχημα, το όχημα για να μπορέσει να αποδώσει την προβληματική της. Το καταφέρνει ή όχι, είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό, σε ένα βιβλίο που υπερβαίνει τα όρια του «μ’ αρέσει» ή «δεν μ’ αρέσει» των κοινωνικών δικτύων, καθώς η πυκνή και γεμάτη νοήματα λογοτεχνία που υπηρετεί κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δοκιμίου, μια ευαίσθητη ισορροπία που (όπως και στις «Κοιλάδες του φόβου») πολλές φορές λειτουργεί καλά, άλλες όμως μπορεί να παρασύρει τον συγγραφέα σε πλατειασμούς που αποβαίνουν εις βάρος του αφηγηματικού ρυθμού.

Ένα από τα σημαντικά ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία της χρονιάς που πέρασε, είναι οι «Κοιλάδες του Φόβου». Μυθιστόρημα ιδεών – ένα είδος πολύ δύσκολο που δύσκολα το συναντάς πλέον – υπαρξιακό, που θέτει συνεχώς προβληματισμούς για την ζωή και τα όριά της, για την δύναμη ή την αδυναμία της λογικής, για την απώλεια και την συμπόνοια, για τον διάλογο με την τέχνη, για τον άνθρωπο και το μέλλον του.

Βαθμολογία (και για τα δύο μυθιστορήματα) 78 / 100