Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012 | Permalink
Περί "Ελευθερίας"
Δεν θα πρωτοτυπήσω λέγοντας ότι η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» («Freedom») του Jonathan Franzen, (Εκδ. Ωκεανίδα, (βιαστική και μάλλον προχειρη) μετάφρ. Ρ.Χατχούτ, σελ.786), είναι ένα συγκλονιστικό επικό μυθιστόρημα. Ούτε θα ξαφνιάσω κανέναν από αυτούς που διαβάζουν τις απόψεις μου συστηματικά, εάν ισχυρισθώ ότι ο λόγος που κυρίως μου άρεσε (παρά την προκατάληψή μου λόγω της τρομερής διαφημιστικής εκστρατείας) ήταν ότι μου θύμισε βιβλία του 19ου αιώνα, που έχω αγαπήσει από συγγραφείς όπως ο Ντίκενς, ο Τολστόϊ, η Γουώρτον. Ο Φράνζεν κατάφερε κάτι σπουδαίο, «συνομίλησε» με το κλασσικό μυθιστόρημα προσθέτοντας πινελιές μεταμοντερνισμού σε μια ιστορία που σε παρασύρει με τη δύναμή της και την αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα.

Τα «έργα και οι ημέρες» της «αντιπροσωπευτικής» οικογένειας των Μπέργκλαντ περιγράφονται εκτενώς στο μυθιστόρημα. Μια οικογένεια μεσοαστική, σχεδόν υποδειγματική, με οικολογικές ανησυχίες, με το ωραίο και συμμαζεμένο τους σπίτι η οποία γίνεται κομμάτια και θρύψαλα. Εξάλλου, ο συγγραφέας φροντίζει να το ξεκαθαρίσει αυτό από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου:

«Τα νέα για τον Γουόλτερ Μπέργκλαντ δεν μεταδόθηκαν τοπικά – εκείνος και η Πάτι είχαν μετακομίσει στην Ουάσινγκτον πριν από δύο χρόνια και δεν έπαιζαν πια κανένα ρόλο στην κοινωνία του Σέιντ Πολ-, όμως η αστική αριστοκρατία του Ράμζεϊ Χιλ δεν έτρεφε και τόσο μεγάλη αφοσίωση στην πόλη της ώστε να μη διαβάζει τους «New York Times». Σύμφωνα μ’ένα μακροσκελές και καθόλου κολακευτικό άρθρο στους «Times», ο Γουόλτερ τα είχε κάνει θάλασσα στην επαγγελματική του ζωή στην πρωτεύουσα της χώρας. Οι παλιοί του γείτονες δυσκολεύτηκαν κάπως να ταιριάξουν την περιγραφή τους στους «Times» («επηρμένος», «αγέρωχος», ηθικά εκτεθειμένος») με τον καλόκαρδο, χαμογελαστό, ροδαλό υπάλληλο της 3Μ που θυμούνταν να πηγαίνει στο γραφείο του με το ποδήλατό του, ανηφορίζοντας την Σάμιτ Άβενιου μέσα στο φλεβαριάτικο χιόνι• φαινόταν παράξενο ότι ο Γουόλτερ, πιο πράσινος κι από την Greenpeace και με ρίζες αγροτικές, τώρα θα είχε προβλήματα επειδή τα είχε κάνει πλακάκια με τη βιομηχανία άνθρακα κι είχε φερθεί άσχημα σε ανθρώπους της επαρχίας. Από την άλλη μεριά, βέβαια, πάντα υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά με τους Μπέργκλαντ.»

Ο Φράνζεν με χειρουργική ακρίβεια ανατέμνει τους χαρακτήρες του ενώ ένα από τα πλέον εντυπωσιακά στοιχεία του βιβλίου είναι η αρχιτεκτονική του κατασκευή. Μοιρασμένο σε (σχεδόν) αυτόνομα μέρη εξετάζει πολλές φορές τα ίδια γεγονότα από δύο ή και τρείς πλευρές. Ουσιαστικά το πρώτο μέρος, που απαρτίζεται από μόνο 47 σελίδες και επιγράφεται ως «Καλοί γείτονες» καλύπτει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής των Μπέργκλαντ στο Σέιντ Πολ έως την μετακόμισή τους στην Ουάσινγκτον. Το δεύτερο (και ίσως καλύτερο) μέρος, με παραπάνω από 200 σελίδες είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας της Πάτι, «γραμμένη καθ’υπόδειξη του ψυχοθεραπευτή της», επιγραφόμενο ως «Έγιναν λάθη» και εκεί περιγράφονται τα προβλήματικά παιδικά και εφηβικά της χρόνια, οι επιτυχίες της στο μπάσκετ, τα χρόνια του Κολλεγίου, η γνωριμία του ζεύγους, η ερωτική επιθυμία της Πάτι για τον κολλητό του Γουόλτερ, τον αναρχικό και ερωτύλο πανκ τραγουδιστή Ρίτσαρντ, τα γεγονότα που οδήγησαν στον γάμο της με τον Γουόλτερ, τα προβλήματα στη σχέση τους, η απομάκρυνση των δύο παιδιών τους (για διαφορετικούς λόγους το καθένα), του Τζόι και της Τζέσικα. Το τρίτο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτοντας 400 και, σελίδες έχει τίτλο «2004» και εξετάζει πανοραμικά την ιστορία, δίνοντας περισσότερο βάρος στον Γουόλτερ και στον Τζόϊ, ενώ η Τζέσικα (περιέργως) είναι τελείως «χλωμή» ως χαρακτήρας στην πλοκή του έργου. Τα δύο μικρά τελευταία μέρη, σχεδόν 30 σελίδες το καθένα, η συνέχεια και το τέλος της «αυτοβιογραφίας» της Πάτι, με τίτλο «Έγιναν λάθη (συμπέρασμα)» και το φινάλε με τίτλο «Λίμνη Συγκροτήματος Κάντερμπριτζ» κλείνουν το βιβλίο με εξαιρετικό και ιδιοφυέστατο τρόπο καλύπτοντας τα κενά και φροντίζοντας για ένα αριστουργηματικό τέλος που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανένα.

Οι οικογενειακές σχέσεις είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Σχέσεις καθορισμένες αλλά σε συνεχή διαπραγμάτευση, σχέσεις μεταξύ του ζευγαριού, μεταξύ των γονιών και των παιδιών τους, που καθορίζουν τις πορείες που ακολουθούν στη ζωή τους, ενώ οι δυσλειτουργικές οικογένειες στις οποίες μεγάλωσαν ο Γουόλτερ και η Πάτι καθορίζουν τις κινήσεις τους ως γονείς.

Οι δύο βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος, είναι ο Γουόλτερ και η Πάτι Μπέργκλαντ. Ένα ζευγάρι που εξωτερικά φαίνεται συνηθισμένο, αυτός είναι τόσο καλός που φτάνει στα όρια της αφέλειας και εκείνη που κουβαλάει έναν επώδυνο βιασμό στην εφηβεία της και μια ολοφάνερη έλλειψη τρυφερότητας και στοργής από τους απόμακρους γονείς της, ενώνουν τις ζωές τους χωρίς να το καλοσκεφτούν και χωρίς κάποιον μεγάλο έρωτα. Η Πάτι ουσιαστικά γούσταρε τον sexy τραγουδιστή Ρίτσαρντ, αλλά την ερωτεύθηκε ο συγκάτοικός του (και τελείως διαφορετικός από αυτόν) Γουόλτερ. Όταν η Πάτι βλέπει ότι πλησιάζει κοντά στον Ρίτσαρντ, φοβάται, κάνει πίσω και πέφτει στην αγκαλιά του υπομονετικού και επίμονου Γουόλτερ. Η ζωή τους στην αρχή, αρμονική και ανέφελη. Κάνουν δύο παιδιά την Τζέσικα, ανεξάρτητη φύση και παιδί που δεν τους προβληματίζει και τον Τζόϊ, που είναι ο αγαπημένος της Πάτι, ιδιοφυής και κακομαθημένος και που κάνει την επανάστασή του φεύγοντας από το σπίτι να συγκατοικήσει στην απέναντι οικογένεια, με της οποίας την κόρη, την χαμηλότονη και ήρεμη Κόνι, έχει συνάψει δεσμό από τα παιδικά του χρόνια. Το γεγονός αυτό οδηγεί την Πάτι σε κατάθλιψη, την σχέση της με τον Γουόλτερ σε ρήξη και το ξαναφούντωμα του έρωτά της για τον επιπόλαιο και σε συνεχή κίνηση Ρίτσαρντ σε (επιτέλους) έντονη σεξουαλική κατάληξη.

Τότε όμως η επαγγελματική πορεία του Γουόλτερ θα αλλάξει και αυτός ο φανατικός οικολόγος, ο ιδεαλιστής, θα δουλέψει για έναν πάμπλουτο Τεξανό, της παρέας του G.W.Bush Jr, του Cheney και των άλλων «γερακιών». Ένα «Μεφιστοφελικό» πλάνο, αριστοτεχνικά κατασκευασμένο από τον Γουόλτερ με τα λεφτά του Τεξανού, όπου ένα ίδρυμα (με φορολογικές και άλλου είδους απαλλαγές), για την προστασία ενός σπάνιου πουλιού, του γαλάζιου κουφαηδονιού, με το πρόσχημα της δημιουργίας ζώνης για την διάσωσή του, θα καταστρέψει εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών για εξόρυξη άνθρακα προσφέροντας δουλειά στους χωρικούς της περιοχής. Το κόλπο δηλαδή είναι, ότι μας παραχωρείτε το βουνό σας, εμείς το καταστρέφουμε, έχετε εσείς δουλειά εγγυημένη για το υπόλοιπο της ζωής σας, ωραία σπίτια και «μοντέρνα» διαβίωση και ως αντάλλαγμα για να μη φωνάζουν οι οικολόγοι κλπ, διαθέτουμε και μια τεράστια έκταση για προστασία της πανίδας της περιοχής.

Οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονται σε συνεχή σύγχιση από την οποία δεν μπορούν να ξεμπλέξουν. Ο Γουόλτερ κάνει συνεχώς συμβιβασμούς και «κοπτοραπτική» στις θεωρίες του για να μπορέσει να δικαιολογήσει εντός του, τα αδικαιολόγητα. Κάποια στιγμή θα σπάσει και τότε η έκρηξη θα είναι ηχηρή. Η Πάτι σε ένα συνεχή συμβιβασμό από την αρχή της ζωής της. Να μπορέσει να αναπτύξει την προσωπικότητά της σε μια μεγαλοαστική οικογένεια που ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’αυτήν και τις αθλητικές της επιδόσεις, να τα καταφέρει ως μητέρα και σύντροφος καταπνίγοντας την ερωτική της επιθυμία για τον Ρίτσαρντ. Ο Ρίτσαρντ που κάνει έναν μοναχικό αγώνα με τη μουσική που παίζει και ξαφνικά γνωρίζει επιτυχία γυρίζοντας το στυλ του σε κάντρι. Αντιφατικός σε όλα του, στη ζωή του, στις σχέσεις του, ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται από την Πάτι, ενώ με μια κίνησή του ουσιαστικά διαλύει τον γάμο της με τον κολλητό του. Ο γιός της οικογένειας Μπέργκλαντ, ο Τζόι, το «καμάρι της μαμάς», που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πως θα πλουτίσει – δουλεύοντας ενώ σπουδάζει για εμπόρους όπλων και διάφορα λαμόγια που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στρατιωτικού υλικού με αδιαφανείς τρόπους. Όταν βρεθεί όμως με πολλά χρήματα στα χέρια του, τότε θα καταλάβει τι κάνει και θα προσπαθήσει ν’αλλάξει τη ζωή του ενεργώντας καταλυτικά στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Γουόλτερ.

Συμβιβασμοί, λάθη, αντιφάσεις, ερωτικά στραβοπατήματα, τα δεσμά και οι συμβάσεις που μας κρατάνε δέσμιους. Οι ήρωες του βιβλίου έχουν «ελευθερία», αγωνίζονται γι’αυτήν αλλά δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Όπως ο ήρωας του «Δράκου», της ταινίας του Ν.Κούνδουρου (που πηγαίνει στο πρώτο τους ραντεβού, ο «ψαγμένος» Γουόλτερ, την άβγαλτη Πάτι), που θέλει να γίνει ένας άλλος, οικειοποιούμενος κάτι που δεν είναι (αλλά που νομίζει ο κόσμος ότι είναι), έτσι και ο Γουόλτερ, θέλει να κάνει μια επανάσταση από μέσα, εκμεταλλευόμενος τους αδίστακτους καπιταλιστές, για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Η συντριβή είναι αναπόφευκτη. Οι ΗΠΑ της περιόδου Bush, ήταν ένα κράτος, ορισμός της διαπλοκής, ο πόλεμος στο Ιράκ ένας πόλεμος για να βγάλουν λεφτά οι κολλητοί του G.W., του αδίστακτου Cheney και της Halliburton, τύπους σαν τον Γουόλτερ, τους αντιμετωπίζουν σαν γραφικούς. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο Φράνζεν με υποδόρειο χιούμορ και συνεχή ειρωνία, καταγράφει το κλίμα μιας εποχής προ και μετά την 11/9 (το ίδιο το γεγονός περνάει σχεδόν απαρατήρητο στην πλοκή του έργου), το μυθιστόρημα του σταματάει λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ομπάμα και ενώ τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης αρχίζουν να διαφαίνονται.

Ο Φράνζεν δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με περιττά στολίδια. Ακολουθώντας το ύφος των μεγάλων κλασσικών, της αγγλοσαξονικής παράδοσης (και όχι μόνο αφού όπως προανέφερα, υπάρχει ένα Τολστοϊκό «άρωμα» στο βιβλίο), φτιάχνει μια οικογενειακή σάγκα με ένα ερωτικό τρίγωνο χαρακτήρων που ο αναγνώστης θα κατανοήσει (και θα αγαπήσει ή θα μισήσει ανάλογα), θα τσαντιστεί με τα λάθη και τις βλακείες τους, θα συγκινηθεί με το στραπατσάρισμά τους. Κάποιες φορές κουράζει με την φλυαρία και την επανάληψη, οι σεξουαλικές σκηνές είναι αμήχανες, ο χαρακτήρας της Τζέσικα παραμένει ομιχλώδης, αλλά αυτό που σου χαρίζει με το μεγαλειώδες φινάλε ο συγγραφέας είναι ανεπανάληπτο. Δεν φθάνει στο ύψος των αριστουργηματικών «Διορθώσεων» (του προηγούμενου του έπους) αλλά η «Ελευθερία» είναι ένα εξαιρετικό (και πολύ χορταστικό) μυθιστόρημα, που διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης του μακρινού μέλλοντος θα μπορέσει να κατανοήσει την κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα.

«Τα μάτια της δεν ανοιγόκλειναν. Υπήρχε ακόμα κάτι σχεδόν νεκρό μέσα τους, κάτι πολύ μακρινό. Φαινόταν να βλέπει μέσ’απ’αυτόν, ως πίσω του κι ακόμα παραπέρα, στον κρύο χώρο όπου σύντομα θα ήταν κι οι δυο νεκροί, στο τίποτα όπου είχαν ήδη περάσει η Λαλίθα, η μητέρα του κι ο πατέρας του, κι ωστόσο τον κοίταζε κατάματα, και την ένιωθε να ζεσταίνεται κάθε λεπτό που περνούσε. Κι έτσι σταμάτησε να την κοιτάζει στα μάτια κι άρχισε να κοιτάζει μέσα τους, επιστρέφοντας το βλέμμα όσο υπήρχε ακόμα καιρός, προτού χαθεί αυτή η σύνδεση ανάμεσα στη ζωή και σ’αυτό που ερχόταν αφού χανόταν η ζωή, και την άφησε να δει όλη την αθλιότητα μέσα του, όλα τα μίση δύο χιλιάδων μοναχικών νυχτών, ενώ οι δυο τους ήταν ακόμα σ’επαφή με το κενό στο οποίο όλα όσα είχαν πει ή κάνει, όλοι οι πόνοι που είχαν προκαλέσει, όλες οι χαρές που είχαν μοιραστεί, θα ζύγιζαν λιγότερο κι απ’το πιο μικρό φτερό στον άνεμο.
«Εγώ είμαι», του είπε. «Μόνο εγώ».
«Το ξέρω», είπε και τη φίλησε.»







SUPERTRAMP – Casual conversations
 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2012 | Permalink
Εκτός ελέγχου
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από τη λέξη «αριστούργημα» δεν μπορεί να σου έρθει στο μυαλό, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της νουβέλας, του εξαιρετικού Βρετανού συγγραφέα J.G. Ballard (1930-2009), με τίτλο «ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ» («Running wild»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Σ.Παπασταύρου, σελ.129). Χρησιμοποιώντας τεχνικές απόλυτου ρεαλισμού, ο συγγραφέας έγραψε κάποια χρόνια πριν (1988) αυτή την λιτή και αφτιασίδωτη δυστοπία – υπόδειγμα οικονομίας λόγου και ακρίβειας, απόλυτα ψυχρής σε πρώτη ματιά, όπου ηθελημένα απουσιάζει το συναίσθημα, υλοποιώντας (στο έπακρο), την αθάνατη ρήση του Φραντς Κάφκα: «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν οδυνηρή συμφορά…».

Το ηλιόλουστο πρωινό του Ιουνίου, του ’88 δεν προμήνυε την φρίκη που θα επακολουθούσε. Λίγο μετά τις 8 το πρωί, στο καλά προστατευμένο και περίκλειστο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών στο Πάγκμπερν βίλατζ, μια περιοχή στα περίχωρα του Λονδίνου, 32 άτομα βρίσκονται νεκρά. Είναι όλα πάμπλουτοι ένοικοι του συγκροτήματος και κάποιοι νεκροί είναι μέλη του υπηρετικού τους προσωπικού όπως και οι δύο φύλακες που βρίσκονταν στις (τελευταίας τεχνολογίας) πύλες. Το πιο περίεργο αυτών των μαζικών δολοφονιών, που όλες πραγματοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο (αλλά όλες βίαια), είναι ότι τα 13 παιδιά που ζούσαν στο συγκρότημα με τους γονείς τους, ηλικίας από 17 έως 8 ετών δεν βρέθηκαν πουθενά. Ο τύπος και τα τηλεοπτικά κανάλια φωνάζουν για απαγωγή, ίχνη δεν υπάρχουν, μοιάζει σαν να άνοιξε η γη να τα κατάπιε.

Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου, του δρος Ρίτσαρντ Γκρέβιλ, αναπληρωματικού ψυχιατρικού συμβούλου της Αστυνομίας του Λονδίνου, ο οποίος δύο μήνες μετά την διάπραξη των φόνων και στο φανερό αδιέξοδο των ερευνών καλείται να συμβάλλει στην επίλυση του γρίφου. Ο ψυχίατρος ξετυλίγει το κουβάρι, χρησιμοποιώντας την λογική και αναλύοντας τα στοιχεία που βρέθηκαν, μελετώντας εξονυχιστικά τα βίντεο που τράβηξε η αστυνομία δύο ώρες μετά τη διάπραξη των φόνων. Στην αναζήτηση των στοιχείων βοηθάει και ένας τοπικός αστυνόμος που μάλλον βλέπει τα πράγματα καθαρότερα και χωρίς παρωπίδες. Εξάλλου η λύση είναι μπροστά στα μάτια τους, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να αναλύσουν κάποια πράγματα που βρέθηκαν σε ημερολόγια και κομπιούτερ και να σκεφτούν λίγο παραπάνω. Όταν όμως μετά από μήνες, αίφνης εμφανίζεται η μικρότερη των παιδιών, η οχτάχρονη Μάριον σε προφανή κατάσταση σοκ, η αστυνομία μπερδεύεται ακόμα περισσότερο.


«Ακόμα και η πιο σχολαστική έρευνα στο ιστορικό αυτών των δολοφονημένων αντρών και γυναικών απέτυχε να εντοπίσει κάποιον κοινό παράγοντα, που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια μαζική επίθεση. Ο υπεύθυνος χαρακτήρας των γονιών και η πλουσιοπάροχη οικογενειακή ζωή πιστοποιήθηκαν από τις άφθονες καταθέσεις όσων οικιακών βοηθών είχαν την τύχη να απουσιάσουν την 25η Ιουνίου (ήταν Σάββατο, μέρα αργίας για το μεγαλύτερο μέρος του υπηρετικού προσωπικού). Όλοι κατέθεσαν ότι τα θύματα της σφαγής ήταν φωτισμένοι και και στοργικοί γονείς, με φιλελεύθερες και ανθρωπιστικές αρχές, που τις εφάρμοζαν σχεδόν σε βαθμό υπερβολής. Τα παιδιά φοιτούσαν σε πολυτελή ιδιωτικά ιδιωτικά ημερήσια σχολεία κοντά στο Ρέντιγκ και οι άριστες μαθητικές επιδόσεις τους φανερώνουν απόλυτη απουσία άγχους στην οικογενειακή τους ζωή. Οι γονείς (από τους οποίους όλοι – γεγονός ασυνήθιστο για την επαγγελματική τους τάξη – φαίνεται ότι είχαν απορρίψει την ιδέα των εσωτερικών σχολείων) αφιέρωναν πολλές ώρες στα βλαστάρια τους, σε σημείο ακόμα και να θυσιάζουν τη δική τους κοινωνική ζωή. Συνόδευαν τα παιδιά τους σε πολλές και διάφορες δραστηριότητες της ψυχαγωγικής λέσχης, οργάνωναν χορευτικά πάρτυ και αγώνες μπριτζ όπου συμμετείχαν και οι ίδιοι κανονικά, κοντολογίς οδηγούσαν με την καλύτερη έννοια τους γιούς και τις κόρες τους προς μια ζωή ολοκληρωμένη και ευτυχισμένη, από την οποία οι ίδιοι αποκόπηκαν με τόσο τραγικό τρόπο.»

Η απρόσωπη και αποστασιοποιημένη αφήγηση, ψυχρή σαν να διαβάζεις επίσημο έγγραφο τονίζει την φρίκη που ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες της συγκλονιστικής σύντομης νουβέλας του Μπάλαρντ. Νιώθεις ότι παρακολουθείς ένα ασπρόμαυρο ντοκυμαντέρ χωρίς ήχο παρά μόνο με τη άχρωμη φωνή του αφηγητή να σχολιάζει τις φρικιαστικές εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά σου και να τονίζει τα πράγματα που πρέπει να προσέξεις. Η πολυτέλεια των επαύλεων, η πλούσια και προγραμματισμένη στο έπακρο ζωή, η απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος, σε συνδιασμό με την βιαιότητα των φόνων (σύνθλιψη ανθρώπων από το αυτοκίνητό τους, πιστολάκια και μαχαιρώματα στην μπανιέρα, παγίδες αλά Βιετκόνγκ στο φυλάκιο, εν ψυχρώ εκτελέσεις), και την (εμφανή τουλάχιστον) απουσία λογικής πίσω από τα γεγονότα, κάνουν πιο έντονη την δυσφορία και την δυσκολία παραδοχής της απλούστατης αλήθειας για τους υπεύθυνους της τραγωδίας.

Πολυτελείς οικισμοί, με γκαζόν και πισίνες, που υπόσχονται γαλήνη και «προστασία», από ποιους όμως; Στην νουβέλα δεν υπάρχουν εξωγήινοι και ζόμπις, δεν υπάρχουν εξωτερικοί εχθροί που θέλουν να εισβάλλουν στο καλά φρουρούμενο με κάμερες παντού «χωριό», ούτε κάνας σαλεμένος θρησκευτικός ηγέτης που ονειρεύτηκε το τέλος του κόσμου. Θα μπορούσε να είναι και μια σκηνή από το μέλλον, μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, είναι όμως ένα βιβλίο απόλυτα ρεαλιστικό με ένα μυστήριο που η λύση του αποδεικνύεται περισσότερο τρομακτική και άγρια από το ίδιο το γεγονός. Η απόρριψη της θεωρίας που αναπτύσσει ο ψυχίατρος, το επίσημο κλείσιμο του φακέλου από τις αρχές και η καταχώρηση του περιστατικού ως «ανεξιχνίαστο» τονίζει την ειρωνία αλλά και την τάση της κοινωνίας να «εξαφανίζει» κάτω από το χαλί δυσάρεστες καταστάσεις.

«Οι ιδιοκτήτες αυτών των κομψών κατοικιών είχαν φύγει από τη ζωή με τις ελάχιστες υλικές ζημιές στα σπίτια τους, λες και η βιτρίνα της επαγγελματικής και της μεγαλο-μεσοαστικής ζωής ήταν το πιο στιβαρό και μακρόβιο αγαθό τους.
Αδιαφορώντας για τις ζωές και τους θανάτους που παζαρεύονταν εντός των τειχών του, το Πάνγκμπερν Βίλλατζ θα επιβίωνε. Μόλις το μυστήριο αυτή της μαζικής δολοφονίας και απαγωγής θα λυνόταν, μια φαινομενικά αδύνατη αποστολή με την οποία είχα τώρα επιφορτιστεί, ένας νέος θίασος ενοίκων θα επιστρατευόταν σύντομα, για να γεμίσει αυτά τα ήσυχα σαλόνια. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, καθώς έβγαινα από την αίθουσα προβολής και ξαναβρισκόμουν στον βραδινό θόρυβο και στο κυκλοφοριακό χάος του Ουάιτχωλ, ανατρίχιασα στη σκέψη αυτών των νέων αφίξεων.»







MGMT - Kids
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012 | Permalink
Η πλαστογράφηση της ιστορίας
Εντυπωσιακό ως κατασκευή, το πανοραμικό μυθιστόρημα και παγκόσμιο best-seller, του μεγάλου συγγραφέα και διανοητή Umberto Eco, με τίτλο «ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ» («Il cimitero di Praga»), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Ε.Καλλιφατίδη, σελ.567), μπορεί να μη θυμίζει σε τίποτα το (προ τριακονταετίας) αριστούργημά του, «Το όνομα του Ρόδου» (παρά μόνο στην πολυλογία), διαθέτει όμως τα γνώριμα στοιχεία που καθιέρωσαν τον συγγραφέα στη συνείδηση του βιβλιόφιλου κοινού. Γοητευτικός λόγος, απλή και κατανοητή γλώσσα, συνεχής δράση, στέρεος κεντρικός χαρακτήρας, άποψη και βαθιά ιστορική γνώση, επιτυχής ενσωμάτωση στον μύθο των πραγματολογικών στοιχείων της εποχής.

Ο Έκο στο μυθιστόρημα του ασχολείται με την πλαστογράφηση της ιστορίας και τις συνομωσιολογικές θεωρίες που έγιναν πολύ της μόδας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά ουσιαστικά κυριάρχησαν μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Ο «ήρωας» (πλεονασμός, αφού τον κεντρικό χαρακτήρα μόνο ως «ήρωα» δεν μπορείς να τον δεις…), ένας πλαστογράφος ολκής, ο Σιμονίνι, ιταλός από το Πιεμόντε, γέροντας πλέον που ζει στο Παρίσι γράφει τα ημερολόγια του καθώς τελειώνει ο αιώνας, με διχασμένη προσωπικότητα, αφού η περσόνα του εναλάσσεται με αυτή ενός αβά. Μάστορας των μεταμφιέσεων και των παραχαράξεων παντός είδους, ο Σιμονίνι είναι ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας που μέσα από τις περιπέτειές του περνάει η ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, του αιώνα των αναταράξεων και της δημιουργίας ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, πολέμων και εξεγέρσεων που άλλαξαν τον χάρτη της ιστορίας, εποχή που δημιουργούνται οι ιδεολογίες που κυριάρχησαν (και ταλαιπώρησαν) στον κόσμο τον επόμενο (20ο αιώνα) αλλά και σημαντικών επιστημονικών ανακαλύψεων.

«…Το ντοκουμέντο, για να πείθει, πρέπει να είναι κατασκευασμένο εξαρχής και, ει δυνατόν, δεν θα πρέπει να εμφανίζεται το πρωτότυπό του, αλλά απλώς να αναφέρεται η ύπαρξή του, έτσι που να μην μπορεί να φτάσει κανείς σε καμμία υπαρκτή πηγή, όπως έγινε με τους Τρείς Μάγους, για τους οποίους μίλησε μόνον ο Ματθαίος σε δύο στίχους τους, χωρίς να πει ούτε πως λέγονται, ούτε πόσοι ήταν, ούτε αν ήταν βασιλείς, και όλα τα υπόλοιπα είναι φήμες της παράδοσης. Κι όμως, για τον κόσμο είναι εξίσου αληθινοί με τον Ιωσήφ και την Μαρία και ξέρω ότι σε κάποια μέρη τιμούν τη σορό τους. Οι αποκαλύψεις θα πρέπει να είναι μοναδικές, εντυπωσιακές, μυθιστορηματικές. Μόνο έτσι γίνονται πιστευτές και γεννούν την οργή.»

Ο Σιμονίνι μεγαλώνει με τις ιστορίες του παππού του για τους Εβραίους. Το παραδοσιακό (οικογενειακό και όχι μόνο) μίσος, γνώριμο στοιχείο σε πολλά σημεία της Ευρώπης από τον μεσαίωνα και μετά, γίνεται έμμονη ιδέα στον νεαρό Σιμονίνι, ο οποίος έχοντας ταλέντο στην πλαστογραφία και στην κατασκευή συνωμοσιών προσλαμβάνεται από τις μυστικές υπηρεσίες, πρώτα τις Ιταλικές – όπου αποστέλλεται στην Σικελία για να χαλάσει τα σχέδια του Γαριβάλδη και μετά από μια σειρά περιπετειών και την συγκομιδή ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, ξενιτεύεται αναγκαστικά για να αποφύγει περαιτέρω περιπέτειες, στο Παρίσι, όπου κι εκεί θα θέσει το ταλέντο του στη διάθεση των αρχών. Αργά αλλά σταθερά, ο Σιμονίνι έχει στήσει μια θεότρελλη και εντελώς παράλογη ιστορία, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Α.Δουμά, το «Ιωσήφ Μπάλσαμο» και στις λαϊκές επιφυλλίδες του Ευγένιου Σύη (Eugene Sue), με τους «μοχθηρούς Εβραίους» και τους «δαιμονικούς Μασόνους», όπου Ραβίνοι από διάφορες φυλές του Ισραήλ μαζεύονται κάθε 100 χρόνια στο (εγκαταλελειμένο από τον 18ο αιώνα)εβραϊκό Κοιμητήριο της Πράγας και συνωμοτούν για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας» της Εβραϊκής φυλής στον κόσμο. Το μόνο που μένει είναι να το «λουστράρει», να το «εμπλουτίσει» και να το δώσει στα «κατάλληλα χέρια». Και αυτά βέβαια είναι της διαβόητης «Οχράνα» των μυστικών υπηρεσιών του Τσάρου της Ρωσίας. Τα «Πρωτόκολλα» του Σιμονίνι, με κάποιες πινελιές θα γίνουν τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» και από εκεί θα εξαπλωθούν στον κόσμο.

«…Για να είναι αναγνωρίσιμος και επίφοβος ο εχθρός, πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μας ή στο κατώφλι του σπιτιού μας. Να, λοιπόν γιατί οι Εβραίοι. Μας τους έδωσε η Θεία Πρόνοια, ας τους χρησιμοποιήσουμε, που να πάρει, κι ας προσευχόμαστε να υπάρχει πάντα ένας Εβραίος για να τον μισούμε ή να τον φοβόμαστε. Κάποιος είπε ότι ο πατριωτισμός είναι το έσχατο καταφύγιο των απατεώνων: όποιος δεν έχει ηθικές αρχές τυλίγεται συνήθως με μια σημαία και όλοι οι μπάσταρδοι επικαλούνται την καθαρότητα της φυλής τους. Η εθνική ταυτότητα είναι το τελευταίο καταφύγιο των άκληρων. Η αίσθηση της ταυτότητας βασίζεται στο μίσος, στο μίσος γι’αυτόν που δεν είναι ίδιος. Θα πρέπει να καλλιεργήσουμε το μίσος σαν πολιτικό πάθος. Ο εχθρός είναι ο φίλος των λαών. Χρειάζεται πάντα να μισούμε κάποιον για να νιώθουμε δικαιωμένοι μές στην δυστυχία μας. Το μίσος είναι το πραγματικό αρχέγονο πάθος. Και η αγάπη είναι μια ανώμαλη κατάσταση. Γι’αυτό και σκοτώθηκε ο Χριστός: μιλούσε ενάντια στη φύση. Δεν αγαπούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή, αυτή η ανέφικτη ελπίδα γεννάει τη μοιχεία, τη μητροκτονία, την προδοσία του φίλου…Αντίθετα μπορούμε να μισούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή. Αρκεί να βρίσκεται πάντα εκεί για ν’αναζωπυρώνει το μίσος μας. Το μίσος ζεσταίνει την καρδιά.»

Ο Έκο με χιούμορ και ειρωνία επιτίθεται στα στερεότυπα και στην κατασκευή των μύθων και των συνωμοσιών. Με όπλο την εύκολη γι’αυτόν κατασκευή ισχυρής μυθοπλασίας και την σαγηνευτική (σαν παραμύθι) αφήγηση, εξιστορεί μια τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία ενός πανούργου και μοχθηρού τύπου, ικανού για τα πάντα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδειασμό και μέσα από ένα ταξίδι στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, μέσα από τεράστια ιστορικά γεγονότα, τους Χίλιους του Γαριβάλδη και την εκστρατεία στη Σικελία, την Κομμούνα του Παρισιού, τον ΓαλλοΓερμανικό πόλεμο, τη συνωμοσία κατά του Ντρέιφους, αποδεικνύει ότι κάθε ιστορία, κάθε θεωρία, όταν στηρίζεται σε πράγματα απλά και κατανοητά, ήδη γνωστά στον απλό λαό μέσα από αφηγήσεις, χωρίς δυσνόητες καταστάσεις και πασαλειμένη με αρχέγονους «φόβους» και λοιπές μυστικιστικές αηδίες μπορεί να γίνει δημοφιλής και να καθιερωθεί ως ιδεολογία. Τόσο απλά και συνάμα τόσο επικίνδυνα κυρίως τώρα στην εποχή του διαδικτύου και της τεράστιας κρίσης, όπου ο κάθε psycho γράφει ότι του κατεβαίνει στο κεφάλι ανεξέλεγκτα και με ένα απλό πάτημα του κουμπιού του υπολογιστή του.

Μπορεί να μην είναι από τα βιβλία που με ξετρελλαίνουν, μπορεί επίσης κάποιες στιγμές να είπα «basta», «αρκετά πιά», αλλά είναι γεγονός ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, είναι σε κάποιες σελίδες συναρπαστικό αλλά η ακατάσχετη φλυαρία (που υπάρχει σε κάθε μυθιστόρημα του Έκο) του κουράζει ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο και βολικό αναγνώστη. Υπάρχουν θαυμάσιες περιγραφές φαγητών (ο Σιμονίνι δύο πράγματα αγαπούσε, το φαγητό και το ποτό), εξαιρετική απεικόνιση της εποχής, οι δρόμοι είναι ολοζώντανοι και οι περιγραφές κάποιων καταστάσεων ρεαλιστικότατες, ενώ οι λιθογραφίες που είναι σκόρπιες στο μυθιστόρημα (όλες από την προσωπική συλλογή του συγγραφέα) ενισχύουν την γοητεία και δίνουν μια αίσθηση graphic novel στο μυθιστόρημα. Ο Έκο «συνομιλεί» με την λαϊκή λογοτεχνία της εποχής, τα μυθιστορήματα των επιφυλλίδων, του Σύη (η ατμόσφαιρα των «Μυστηρίων των Παρισίων» είναι διάχυτη στο βιβλίο), του Δουμά, του Ουγκό, η ατμόσφαιρα τους αναπλάθεται από τον πανέξυπνο Έκο.

Το βιβλίο έχει μόνο έναν (κατ’ομολογία του ίδιου του συγγραφέα) μυθιστορηματικό χαρακτήρα, τον Σιμονίνι, όλοι οι υπόλοιποι (και είναι πολλοί) που παρελαύνουν από τις σελίδες του είναι αυθεντικοί και όντως υπήρξαν – χαμένοι πια στα βάθη της ιστορίας. Ο γκροτέσκος κεντρικός χαρακτήρας, αυτός ο απαίσιος Σιμονίνι με τη διχασμένη προσωπικότητα (σε πολλά κομμάτια του βιβλίου, εμφανίζεται το alter-ego του, ο αβάς Ντάλα Πίκολα σε σημείο που να παίζεται ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη για το αν είναι όντως διχασμένος ο Σιμονίνι ή υπάρχει και κάποιος άλλος χαρακτήρας στο βιβλίο) είναι τόσο αηδιαστικός και τόσο καρτουνίστικος που προκαλεί κάποιες φορές το γέλιο αλλά εκεί ακριβώς είναι και «η παγίδα» που στήνει ο Έκο, ότι αυτός ο μπουφόνικος χαρακτήρας είναι ικανός να πυροδοτήσει ταραχές, σφαγές, πολέμους με τις «κουλές» ιστορίες του και τις σχιζοφρενικές του ενέργειες. Όποιος αμφιβάλλει εάν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και στην «πραγματική ζωή» δεν έχει παρά να σκεφτεί κάποιους «ηγέτες» και τότε θα καταλάβει.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

QUEEN - The Bohemian rhapsody
 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2012 | Permalink
Ο ένοικος
Η εξαιρετική νουβέλα «Ο ΕΝΟΙΚΟΣ» («El Inquilino») του σπουδαίου Ισπανού συγγραφέα Javier Cercas, (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Ι.Ντούμη, σελ.161), είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και παρ’ότι είναι από τα πρώτα μυθιστορήματα (1989), του πολύ επιτυχημένου (οι "Στρατιώτες της Σαλαμίνας εκτός από τα πολλά βραβεία που απέσπασε, έγινε παγκόσμιο best-seller και ταινία)πλέον συγγραφέα είναι ισάξιο των υπέροχων μεταγενέστερων και απόλυτα αντιπροσωπευτικό της γραφής και του ύφους που τον καθιέρωσε.

Ο Μάριο Ρότα, ο ήρωας της νουβέλας, είναι ένας άνθρωπος σε απόγνωση. Καθηγητής Φωνολογίας (Linguistics στα νεοελληνικά…), σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο των Η.Π.Α., βολεμένος επί σειρά ετών σε μονότονες παραδόσεις μαθημάτων σε ψιλοαδιάφορους φοιτητές, ζούσε μια ζωή ασφαλή και άνετη. Ώσπου μια μέρα έρχονται όλα ανάποδα. Βγαίνει για τζόκινγκ και παθαίνει διάστρεμμα. Καθώς επιστρέφει στο σπίτι του, η σπιτονοικοκυρά του, του συστήνει τον Ντάνιελ Μπέρκοβιτς ο οποίος είναι ο νέος ένοικος του απέναντί του διαμερίσματος και θα είναι συνάδελφός του στο πανεπιστήμιο, διδάσκοντας πάνω-κάτω τα ίδια μαθήματα μ’αυτόν. Σύντομα ο Μάριο συνειδητοποιεί ότι όλοι οι συνάδελφοι του γνώριζαν για την άφιξη του νέου καθηγητή στη σχολή εκτός από αυτόν, διαπιστώνει δε ότι πρέπει πλέον να αλλάξει γραφείο και να πάει σε κάποιο που θα μοιράζεται με άλλους, διότι στο παλιό δικό του έχει εγκατασταθεί ο Μπέρκοβιτς (αυτός ο «ξένος» ως εισβολέας-οδοστρωτήρας), ο οποίος απ’ότι ακούει από τον κοσμήτορα της σχολής είναι μεγάλο όνομα στον χώρο.

Όταν τον καλεί στο γραφείο του ο διευθυντής, ο Μάριο βλέπει την καταστροφή να έρχεται. Ο Μπέρκοβιτς θα πάρει τα 2 από τα 3 μαθήματα που εκείνος δίδασκε και έτσι ο μισθός του Μάριο θα περιοριστεί στο 1/3. Λόγω δε της μη δημοσίευσης άρθρου του σε κάποιο περιοδικό τα τελευταία 2 χρόνια, η σύμβαση του θα επανεξεταστεί στο τέλος της χρονιάς. Το «κερασάκι στη τούρτα» έρχεται να συμπληρώσει η αποκάλυψη της κοπελιάς του, μια φοιτήτριας σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ότι επόπτης στην πτυχιακή της θα είναι ο Μπέρκοβιτς (για τον οποίον εκφράζει τον θαυμασμό της) αντί αυτού και θα ήθελε να διακόψουν την ερωτική τους (έτσι κι αλλιώς χαλαρή) σχέση.

Ο Μάριο ζει έναν εφιάλτη, ο οποίος γίνεται ακόμα εντονότερος όταν βλέπει ότι ο Μπέρκοβιτς έχει ήδη γίνει talk of the town και αυτόν τον κοιτάνε όλοι με ένα βλέμμα λύπης και οίκτου. Ο κόσμος του έχει διαλυθεί σε μικρά κομμάτια και δεν μπορεί να καταλάβει καθώς νιώθει όλα γύρω του να γκρεμίζονται. Αλλά τι συμβαίνει πραγματικά; Τι του κρύβουν όλοι; Και πάνω απ’όλα γιατί η επίπλωση του διαμερίσματος του Μπέρκοβιτς είναι ακριβώς ίδια με του δικού του σπιτιού – ακόμα και οι πίνακες τους οποίους αγόρασε στην Ιταλία;

Είναι μια νουβέλα «Καφκικού» ύφους και ο Θέρκας εκτός από σπουδαίος τεχνίτης είναι και ένας πολύ ευφυής συγγραφέας. Αφήνει τον αναγνώστη να επιλέξει τη συνέχεια, αφού η αφήγησή του, μονίμως στα όρια μεταξύ ειρωνίας, χιούμορ και απελπισίας είναι διφορούμενη και αινιγματική. Ο αναγνώστης «βυθίζεται» και παρασύρεται (μπερδεύεται αρκετά με τον αντιφατικό ήρωα), χωρίς να μπορεί να προβλέψει την συνέχεια και μπορεί το τέλος να είναι λίγο βιαστικό και να αφήνει πολλά ερωτηματικά αλλά αυτό δεν ενοχλεί καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι εκείνο που προέχει είναι αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι μεταξύ εσένα (του αναγνώστη) και του συγγραφέα.

Η νουβέλα που θυμίζει σε αρκετά το μεταγενέστερο (έξοχο) μυθιστόρημα του συγγραφέα, με τίτλο «Η ταχύτητα του φωτός», είναι πάνω απ’όλα ένα «ανοιχτό» κείμενο που δίνει πολλή τροφή για σκέψη. Ο ήρωας που ισορροπεί μεταξύ σχιζοφρένειας και ανασφάλειας, είναι ένας καθημερινός, κοινός άνθρωπος, με τις δήθεν βεβαιότητες του που βλέπει να ανατρέπονται ξαφνικά (ή όχι τόσο), με τα δεδομένα του που βλέπει να μην ισχύουν πια, με τη «τακτοποιημένη» και «ρουτινιάρικη» ζωή του που ενδέχεται να αλλάξει σε μια στιγμή. Τέλος, με τις φοβίες που προσπαθεί ο καθένας μας να πνίξει βαθιά μέσα του αλλά μπορούν να βγούν στην επιφάνεια με κάποια ασήμαντη αφορμή. Ο Θέρκας χωρίς να φλυαρεί, χωρίς να μακρολογεί, με μια ιστορία όπου δεν ξέρεις τι μπορεί απ’όλα αυτά να συμβαίνει πραγματικά, παραδίδει ένα απλό και διαυγές μάθημα φιλοσοφίας.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

TALKING HEADS - Once in a lifetime
 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2012 | Permalink
Ο Αόρατος άνθρωπος
Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, ο «ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» («Invisible man»), του αφροαμερικανού συγγραφέα Ralph Ellison (1914-1994), (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Α.Μπακοδήμου, σελ.548), είναι ένα ιδιαίτερα συμβολικό και πολυεπίπεδο βιβλίο, το οποίο βραβεύθηκε το 1953 (ένα χρόνο μετά την έκδοσή του) με το National Book Award και συμπεριελήφθη από την Modern Library, μέσα στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του προηγούμενου αιώνα.

«Είμαι ένας αόρατος άνθρωπος. Όχι, δεν είμαι φάντασμα από εκείνα που στοίχειωναν τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, ούτε είμαι κανένα από εκείνα τα εκτοπλάσματα του Χόλιγουντ. Είμαι ένας υπαρκτός άνθρωπος, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, με ίνες και υγρά – και μπορώ μάλιστα να υποστηρίξω πως διαθέτω και μυαλό. Είμαι αόρατος απλώς επειδή οι άνθρωποι αρνούνται να με δουν. Όπως οι ασώματες κεφαλές που βλέπετε καμιά φορά στο τσίρκο, είναι σαν να με περιβάλλουν παραμορφωτικοί καθρέφτες. Όσοι με πλησιάζουν βλέπουν μόνο όσα με περιβάλλουν, τον εαυτό τους ή θραύσματα της φαντασίας τους – για την ακρίβεια, βλέπουν τα πάντα και τους πάντες εκτός από εμένα.»

Ο «Αόρατος άνθρωπος» (που δεν έχει καμμία σχέση με το ομώνυμο αριστούργημα του H.G.Wells), μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία (γραμμένο και σε πρωτοπρόσωπο, «ψευδοαυτοβιογραφικό» στυλ), αφηγείται την ιστορία ενός ανώνυμου νεαρού που προσπαθεί (ματαίως) να ξεφύγει από την μοίρα της φυλής του, ενός ανθρώπου που προσπαθεί να είναι ξεχωριστός και να συνυπάρξει με τους συνανθρώπους του – ασχέτως χρώματος – για να καταλήξει μέσα από πολλές ήττες, περνώντας από δεκάδες απογοητεύσεις, να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να παραμείνει «αόρατος» για να επιβιώσει.

Ο ήρωας, κερδίζει μια υποτροφία για ένα κολλέγιο που σπουδάζουν μαύροι, αλλά παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις του, πέφτει θύμα της ατυχίας του όταν συνοδεύοντας έναν από τους (λευκούς) χρηματοδότες της σχολής, τον πηγαίνει σε περιοχές που θεωρούνται επικίνδυνες, και που κρατιούνται μακριά από βλέμματα ή από την παρουσία των λευκών. Ο κοσμήτορας της σχολής τον αποβάλλει θεωρώντας ότι παρέβη τον αυστηρό κανονισμό και εκείνος φεύγει για την Ν.Υόρκη όπου μετά από περιπέτειες βρίσκει δουλειά σ’ένα εργοστάσιο χρωμάτων - το οποίο παράγει «το απόλυτο λευκό χρώμα» που στην πραγματικότητα κατασκευάζεται με αρκετή δόση μαύρου μέσα του. Εκεί ο ήρωας θα αντιμετωπίσει την δυσπιστία των εργαζομένων, που θεωρούν ότι ένας μορφωμένος μαύρος μπορεί να τους φάει τη δουλειά ενώ πέφτει θύμα μιας έκρηξης, η οποία τον τραυματίζει στο κεφάλι.

Τον περιθάλπουν στο νοσοκομείο του εργοστασίου, τον επαναφέρουν μετά από ηλεκτροσόκ στη ζωή και με μια αποζημίωση στη τσέπη, ξαναβρίσκεται στους δρόμους του Χάρλεμ ψάχνοντας για δουλειά. Μια μέρα βρίσκεται τυχαία μπροστά στην έξωση μιας οικογένειας και αυθόρμητα παίρνει τον λόγο, και προτρέπει με ιδιαίτερη επιτυχία, το συγκεντρωμένο πλήθος να αποτρέψει την έξωση και να ξεσηκωθεί. Καθώς φεύγει να γλυτώσει από την αστυνομία που έχει κληθεί, τον προσεγγίζει ένας περίεργος τύπος, ο οποίος (εντυπωσιασμένος από την ρητορική του ικανότητα), του κάνει την πρόταση να «στρατολογηθεί» σε μια «αδελφότητα», η οποία προσπαθεί να αφυπνίσει τους μαύρους χωρίς βία και εξεγέρσεις. Θα πρέπει να εκπαιδευθεί από την «αδελφότητα» και μετά θα βγεί στους δρόμους να προσηλυτίσει τους ομόχρωμους του σε μια ειρηνική επανάσταση σύμφωνα με τις οδηγίες που θα πρέπει να ακολουθεί πάντα πιστά χωρίς να βάζει «δικές του πινελιές» και να πηγαίνει όπου τον στέλνουν. Όταν ο αφηγητής θα βγεί στους δρόμους του Χάρλεμ, θα διαπιστώσει ότι έχει το «χάρισμα» να συγκινεί τα πλήθη και να τους επηρεάζει. Σύντομα όμως βρίσκεται ενώπιον της σύγκρουσης που υπάρχει στην κοινότητα των ομοχρώμων του περί δυναμικότερης αντίδρασης στην καταπίεση της επίσημης πολιτείας. Τάση που εκφράζεται κυρίως από τον Ρας «τον Παρακινητή» που απειλεί ευθέως με εξαφάνιση τον αφηγητή κατηγορώντας τον ως «πουλημένο στους λευκούς.

«Εσύ δικός μου αδελφός, άνθρωπε. Αδέλφια έχουν ίδιο χρώμα, γιατί, διάβολε, λες λευκούς αδέλφια; Σκατά, άνθρωπέ μου. Είναι σκατά! Αδέλφια έχουν ίδιο χρώμα. Εμείς είμαστε γιοι της μάμα Άφρικα, ξέχασες; Εσύ μαύρος, Μ Α Υ Ρ Ο Σ! Εσύ – να σε πάρει διάβολος, άνθρωπέ μου!» είπε και ανεβοκατέβαζε το μαχαίρι για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Εσύ άσχημα μαλλιά! Εσύ χοντρά χείλια! Λένε πως βρωμάς! Σε μισούνε, άνθρωπέ μου. Εσύ Αφρικανός, Αφρικανός! Γιατί πας μαζί τους; Άσ’τα σκατά, άνθρωπέ μου. Θα σε πουλήσουν. Όλοι λευκοί είναι όπως παλιά. Μας έκαναν σκλάβους – ξέχασες; Πώς να θέλουν το καλό μαύρου; Πως γίνουν αυτοί αδέλφια σου;»

Ο αφηγητής βρίσκεται στη μέση, μετέωρος. Από τη μια η «Αδελφότητα» που του παρέχει τα προς το ζην, αλλά διαφωνεί με τις μεθόδους τους καθώς δεν τις βρίσκει να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό για την καλυτέρευση της ζωής των μαύρων, από την άλλη η βία και η ανατροπή των πάντων που πρεσβεύει ο Ρας και οι συν αυτώ, τον απωθεί. Όταν η βία ξεσπάσει όμως και το Χάρλεμ αρχίσει να καίγεται, θα πρέπει να κάνει τις επιλογές του…

Ο ήρωας/αφηγητής ψάχνει να βρει ποιος είναι και τι πρέπει να κάνει για να επιβιώσει μέσα στη κοινωνική ζούγκλα. Είναι «αόρατος» από όλους, όχι μόνο από τους λευκούς αλλά και από τους μαύρους. Βλέπει συνεχώς τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται στην πλάτη του και διαπιστώνει ότι η μόνη αντίδραση του είναι να ζήσει όπως οι άλλοι περιμένουν από αυτόν, δηλαδή ως «αόρατος».

Ο συγγραφέας επιλέγει έναν έντονα συμβολικό τρόπο να καταδείξει πρόσωπα και πράγματα. Η «αδελφότητα» παραπέμπει στο (αρκετά ενεργό τότε στις Η.Π.Α.) κομμουνιστικό κόμμα, ο Ρας παραπέμπει στον εμβληματικό αφροαμερικάνο ακτιβιστή Μάρκους Γκάρβεϋ, το κολλέγιο που σπουδάζει είναι ευθεία αναφορά στο περίφημο Tuskegee University (σχολείο που σπούδαζαν μόνο μαύροι και ίδρυσε ο πεφωτισμένος αφροαμερικανός ηγέτης Booker T.), αλλά και άλλες πολλές αναφορές σε βιβλία και γεγονότα που θα μπορούσαν να γεμίσουν σελίδες επί σελίδων.

Γραμμένο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την περίοδο τεράστιων αλλαγών που συντελούντο στην αμερικάνικη κοινωνία , το μυθιστόρημα του Έλισον, βοηθούμενο από την βράβευσή του που το έκανε ευρύτερα γνωστό, επηρέασε όχι μόνο λογοτεχνικά αλλά και κοινωνικά. Μυθιστόρημα (ουσιαστικά) μαθητείας, με πολύ στυλ που απογειώνεται μέσα από τον σουρεαλιστικό τρόπο που επιλέγει ο συγγραφέας να προσδώσει στις «περιπέτειες» του αφηγητή. Επηρεασμένος περισσότερο από τον Ντοστογιέφσκι («Αναμνήσεις από το υπόγειο») και την ματιά του ΜαλρώΑνθρώπινη μοίρα»), παρά από την αμερικάνικη πεζογραφία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αναμιγνύει στην πολυπρισματική του σύνθεση αφροαμερικάνικες τελετές, μουσική τζαζ και μπλουζ, θρησκευτικές αναφορές.



Δεν είναι ένα βιβλίο που θα αγαπήσει ο αναγνώστης (όπως τα μυθιστορήματα της Toni Morisson για παράδειγμα), αλλά θα το θαυμάσει για τον δυναμισμό και την ορμή του, για τον παθιασμένο τρόπο γραφής και τον ξέφρενο (σχεδόν ιλιγγιώδη) ρυθμό του. Διαβάζεται εύκολα και σε παρασέρνει με τις εικόνες του, ενώ ορισμένες σελίδες του, όπως των συμπλοκών στο Χάρλεμ, είναι τόσο έντονες που νιώθεις ότι βλέπεις κινηματογραφική ταινία. Ο Έλισον συγγραφέας ουσιαστικά ενός βιβλίου (του συγκεκριμένου) ήταν από αυτούς τους συγγραφείς που λες και η μοίρα τους προορίζει να παραδώσουν ένα μεγάλο έργο στην ανθρωπότητα και ήταν ευχής έργον που εκδόθηκε επιτέλους στα ελληνικά.





LOUIS ARMSTRONG – All of me
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2012 | Permalink
Τα πρώτα διηγήματα του μεγάλου Raymond Carver
Στον λογοτεχνικό κόσμο του Raymond Carver, τίποτα δεν συμβαίνει στην επιφάνεια. Οι καταστάσεις που ζουν οι χαρακτήρες των μινιμαλιστικών ιστοριών του μπορούν να παρομοιασθούν με αυτές τις λίμνης που τα νερά της είναι πάντα ήρεμα αλλά από κάτω γίνεται ο κακός χαμός. Η τεχνική που ανέπτυξε και απογείωσε ο εξαιρετικός αυτός διηγηματογράφος, πρωτοφάνηκε το 1976 (κάνοντας ιδιαίτερη αίσθηση) στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «ΛΟΙΠΟΝ, ΘΑ ΠΑΨΕΙΣ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ;» («Will you please be quiet, please?»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Γ.Τζώρτζης, σελ.269), η οποία παρά την εμπορική της αποτυχία, ήταν υποψήφια για το National Book Award εκείνης της χρονιάς.

22 ιστορίες συνθέτουν αυτή τη συλλογή διηγημάτων. Διηγήματα μικρά, τα περισσότερα κάτω από 10 σελίδες (ένα από αυτά, «Ο πατέρας» είναι 3 σελίδες), έως κάποια μεγαλύτερα που είναι γύρω στις 20 σελίδες. Ιστορίες καθημερινές, φαινομενικά απλές, όπου τις περισσότερες φορές όλα υπαινίσσονται, τα συναισθήματα μένουν καλά κρυμμένα, καταπιεσμένα, η καταστροφή ή ο έρωτας είναι στο παρά ένα για να ξεσπάσουν. Ο Κάρβερ δίνει την αίσθηση ότι αφήνει τον αναγνώστη να συνεχίσει αυτός την ιστορία, να δώσει το δικό του τέλος, όπως εκείνος θέλει ή όπως φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι.

Άνθρωποι που ζουν στις συνοικίες, μικροί πόλεμοι μέσα σε μικροαστικά σπίτι των προαστείων. Ποτό και ναρκωτικά, απρόσωπο σεξ και σχέσεις στα όρια. Ζευγάρια σε κρίση, άνδρες κατεστραμμένοι, γυναίκες απελπισμένες, αναζήτηση τρυφερότητας από αγνώστους (στο συγκλονιστικό «Είστε γιατρός;» όπου μια γυναίκα καλεί τυχαία έναν άγνωστο και τον παρακαλάει να πάει σπίτι της), παιδιά που κάνουν αταξίες προσπαθώντας να τραβήξουν την προσοχή των αδιάφορων γονιών τους, άνδρες που ζουν μαζί με τους γονείς τους λόγω ανεργίας, γείτονες να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον, άνθρωποι που είναι έτοιμοι να κάνουν βίαιες πράξεις αλλά συγκρατιούνται (ο ένας να εγκαταλείψει τον σκύλο της οικογένειας που τον εκνευρίζει, ο άλλος να σκοτώσει δύο παιδιά που μπήκαν στο κτήμα του για να σκοτώσουν πάπιες), ζευγάρια που νιώθουν τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια τους όταν μυστικά αποκαλύπτονται ή όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν το φάσμα της χρεωκοπίας.

Βαθύτατα υπαινικτικά τα διηγήματα του τεράστιου συγγραφέα, (ο οποίος ήταν αληθινός μάστορας στο understatement), με βάθος και ουσία χωρίς «περικοκλάδες» και λοιπές φλυαρίες θα διαβάζονται πάντα και παντού. Γραμμένες πριν από 35-40 χρόνια (αλλά και οι μεταγενέστερες των υπόλοιπων διηγηματικών του συλλογών που κυκλοφορούν), οι ιστορίες του Κάρβερ είναι ακόμα επίκαιρες και μοιάζουν σαν να γράφτηκαν χθες.
Οικονομική κρίση, δυσκολία στην επικοινωνία είναι σε πρώτο πλάνο. Υπάρχουν στη συλλογή διηγήματα διαμάντια («Χοντρός», «Είστε γιατρός;», «Δεν είπε κανείς τίποτα», «Ελάτε στη θέση μου», «Ποδήλατα, μύες, τσιγάρα», «Τι συμβαίνει;» (αυτό που προτιμώ από τη συλλογή), «Λοιπόν θα πάψεις σε παρακαλώ;»), υπάρχουν και κάποια που δεν είναι στο ίδιο επίπεδο αλλά σχεδόν όλα είναι εξαιρετικά. Γενικότερα τα διηγήματά του χαρακτηρίζονται από αυτό το ιδιαίτερο στυλ της λιτής και απέριττης γλώσσας του, που θυμίζει Χεμινγούεη στον ρεαλισμό και στο «δημοσιογραφικό ύφος» αλλά και Μπουκόφσκι στο γυμνό και αφτιασίδωτο τρόπο που περιγράφει τα δρώμενα. Η γραφή του Κάρβερ θα απογειωθεί στις δύο καλύτερες συλλογές του, «Γιατί πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε γι’αγάπη» και κυρίως με το μοναδικό «Καθεδρικός ναός» (η οποία επανεκτυπώθηκε πρόσφατα – την έχω διαβάσει στην παλαιότερη έξοχη έκδοση του Οδυσσέα).

Ο Raymond Carver, (τον οποίον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς και ίσως μέσα στους 5 καλύτερους διηγηματογράφους που έχω διαβάσει), έζησε μια σύντομη ζωή (1938-1988) γεμάτη δυσκολίες και οικονομικά προβλήματα. Αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα αλκοολισμού (ήταν και ο πατέρας τους αλκοολικός) και όταν τα καταπολέμησε και είχε αρχίσει να γνωρίζει αναγνωρισιμότητα και σχετική οικονομική άνεση, προσεβλήθη από καρκίνο του πνεύμονα και πέθανε σε ηλικία μόλις 50 ετών. Έγινε ευρύτερα γνωστός στο πλατύ κοινό από την εμπνευσμένη μεταφορά μερικών ιστοριών του στην έξοχη κινηματογραφική ταινία «Στιγμιότυπα»(1993) του Robert Altman.








ARCADE FIRE – The Suburbs