Κυριακή, Απριλίου 29, 2012
posted by Librofilo at Κυριακή, Απριλίου 29, 2012 | Permalink
Omega minor

«Αυτή η ήπειρος ξεχειλίζει από θαμμένη βία, από τα κόκαλα προκατακλυσμιαίων τεράτων και χαμένων ανθρώπινων φυλών, από μυστήρια τυλιγμένα σε κατάρα…Ολόκληρη η ήπειρος είναι ένα τεράστιο ηφαίστειο, ο κρατήρας του οποίου κρύβεται προσωρινά από ένα κινούμενο ζωγραφιστό σκηνικό το οποίο είναι εν μέρει όνειρο, εν μέρει φόβος, εν μέρει απελπισία» Χ.Μίλλερ

Το έπος του Φλαμανδού συγγραφέα (και καθηγητή Γνωστικής Ψυχολογίας στις Η.Π.Α.), με το δυσκολομνημόνευτο όνομα (σαν ποδοσφαιριστή της Μπρυζ), PAUL VERHAEGEN (ΠΑΟΥΛ ΒΕΡΑΧΕΝ), με τίτλο «OMEGA MINOR» (Εκδ. Πόλις, (εκπληκτική) μετάφρ. Ι.Μπαλτά, σελ.830), είναι πολλά πράγματα μαζί. Μια ματιά στην ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα, η ιστορία μίας εμβληματικής για την Ευρώπη πόλης, του Βερολίνου, ένα μυθιστόρημα «μαθητείας» (bildungsroman), ένα κατασκοπικό θρίλερ αλλά και μαζί ένα μυθιστόρημα ιδεών. Πάνω απ’όλα όμως είναι ένα λογοτεχνικό έργο που πατώντας πάνω στην μεγάλη παράδοση του 19ου αιώνα, με τα επικά μυθιστορήματα που τα περιελάμβαναν (στην κυριολεξία) όλα, συνομιλεί με τις πιο «μοντέρνες» λογοτεχνικές φωνές του 20ου αιώνα γεφυρώνοντας τα είδη με συνεχείς αλλαγές ρυθμού και ύφους.

Τρεις οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος, το οποίο εκτυλίσσεται στην δεκαετία του 90 κατά κύριο λόγο στο Βερολίνο, λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους. Ο αφηγητής Πάουλ Άντερμανς είναι ένας Βέλγος (Φλαμανδός) νεαρός Φυσικός που κάνει την μεταδιδακτορική του έρευνα στο Βερολίνο και ο οποίος σε μια βόλτα του στην πόλη, πέφτει θύμα στο μετρό μιας ομάδας Νεοναζί, οι οποίοι τον τσαλαπατούν κυριολεκτικά όταν μόνο αυτός υπερασπίστηκε ένα νεαρό Ασιάτη όταν τον χτυπούσαν. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου στο διπλανό κρεβάτι νοσηλεύεται ένας γηραιός και συμπαθής κύριος, ο οποίος διεσώθη από μια απόπειρα αυτοκτονίας και του συστήνεται ως Ντε Χέϊρ και που γρήγορα αποκαλύπτεται ότι είναι ένας από τους τελευταίους επιζώντες του Άουσβιτς, ενώ μετά τον πόλεμο επέλεξε ως τόπο διαμονής του το Ανατολικό Βερολίνο. Μετά την νοσηλεία τους, ο Ντε Χέϊρ ζητάει από τον Πάουλ να τον βοηθήσει να γράψει την αυτοβιογραφία του, εκείνος δέχεται και πηγαίνει κάθε μέρα στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου, όπου με την αφήγηση του ξετυλίγεται μέσω της προσωπικής περιπέτειας της εβραϊκής οικογένειας του Ντε Χέϊρ, όχι μόνο η απίστευτη και κινηματογραφικά περιπετειώδης ζωή του αλλά και η ιστορία της ανόδου του Ναζισμού, οι ημέρες στο Βερολίνο του πολέμου, όπου ο Ντε Χέϊρ μαθαίνει την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, οι ημέρες στο Άουσβιτς, η περιπετειώδης απελευθέρωσή του, το ερειπωμένο και χωρισμένο σε ζώνες Βερολίνο, η καριέρα του ως σόουμαν- ταχυδακτουλουργού, αλλά και η γνωριμία του με τον μετέπειτα ισχυρό άνδρα της Λ.Δ.Γ. Έρικ Χόνεκερ, το χτίσιμο του Τείχους στο οποίο προσωπικά συνέβαλλε.

Ο τρίτος ήρωας του βιβλίου, είναι ο Βερολινέζος νομπελίστας Φυσικός Γκόλντφαρμπ, αγνώστου (μάλλον κομμουνιστή) πατρός που μικρό παιδί διέφυγε με την διάσημη ηθοποιό μητέρα του στις Η.Π.Α., μόλις άρχισε το πογκρόμ κατά των εβραίων και λοιπών ομάδων που βρίσκονταν στο στόχαστρο της ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία. Η μητέρα προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού στην καινούργια πατρίδα και καταλήγει να πρωταγωνιστεί σε τσόντες αλλά ο μικρός είναι δυνατό μυαλό και βρίσκεται το 1942 να σπουδάζει στο Χάρβαρντ όπου γνωρίζει την Άννα που σπουδάζει Πυρηνική Φυσική στο Ράντκλιφ και η οποία θα του αλλάξει τη ζωή. Διότι η Άννα βρίσκεται στην ομάδα των επιστημόνων που σύντομα τίθενται «στην υπηρεσία της πατρίδας» και οι οποίοι (μαζί με αυτοεξόριστους Γερμανούς και άλλους) θα κλειστούν στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικού και εργάζονται πάνω στο «Manhattan project» δηλαδή την κατασκευή της βόμβας που θα αλλάξει την πορεία του πολέμου και του κόσμου ολόκληρου. Σύντομα καλείται και ο Γκόλντφαρμπ να πλαισιώσει με το ταλέντο του την ομάδα και έτσι καταφέρνει και κοντά στην Άννα να βρίσκεται έτσι ώστε να προχωρήσει η ερωτική τους σχέση αλλά και να δουλέψει πάνω σε ένα σχέδιο που τον καθιερώνει στον κόσμο της επιστήμης. Τι γίνεται όμως όταν η Άννα του ανακοινώνει ότι στέλνει τα σχέδια της κατασκευής της βόμβας στους Σοβιετικούς, άρα λειτουργεί ως πράκτοράς τους;

Αν οι δύο σχεδόν συνομήλικοι Γερμανοεβραίοι με τις εκ διαμέτρου αντίθετες ζωές τους δίνουν μια σχετικά ολοκληρωμένη διάσταση της ατμόσφαιρας του Βερολίνου μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ και του ζόφου που επικρατούσε αλλά και της αδιαφορίας των καλοβολεμένων αστών σ’αυτά που γίνονταν μπροστά στα μάτια τους και συνδέουν το παρελθόν με το παρόν μέσω των αφηγήσεων τους, οι δύο ηρωίδες του βιβλίου, η πανέμορφη Βενετσιάνα Ντονατέλα που κάνει μεταδιδακτορικές έρευνες πάνω στο Bing-Bang δίπλα στον Γκόλντφαρμπ και η νεοναζί σκηνοθέτις άκρων ρεαλιστικών ντοκιμαντέρ Νέμπουλα, η οποία προσκολλάται χρησιμοποιώντας τα θέλγητρά της, σε μια νεοναζιστική ομάδα για να καταγράψει την δράση της, και η εμφάνιση της στη ζωή του Πάουλ θα μεταβάλλει τα δεδομένα του μυθιστορήματος – αυτές οι δύο υπερδραστήριες σεξουαλικά γυναίκες  αλληλοσυμπληρώνονται και αυτές, αποτελώντας η μία το alter-ego της άλλης σε ένα γαϊτανάκι όπου εμπλέκονται επιστημονικές έρευνες, κοινωνικό σχόλιο, πορνογραφία αλλά και επικίνδυνα πολιτικά παιχνίδια που κάποια στιγμή παίρνουν θριλερική μορφή.

Ο τίτλος του μυθστορήματος παραπέμπει στην θεωρία της «παραμέτρου Ωμέγα». Η κοσμολογική σταθερά που πρωτοπαρουσίασε ο Αϊνστάϊν για να την απορρίψει ως ανοησία αμέσως μετά. Όμως θεωρείται ότι έκανε λάθος διότι η παράμετρος υπάρχει και αποτελεί ένα τεράστιο αίνιγμα. «Τι είναι λοιπόν το Ωμέγα; Το Ωμέγα είναι η μεταβλητή που περιγράφει το μέλλον του σύμπαντος. Αν το Ωμέγα είναι μικρότερο της μονάδας, τότε το σύμπαν είναι ανοιχτό, θα διαστέλλεται και θα συνεχίζει να διαστέλλεται για πάντα. Αν το Ωμέγα είναι μεγαλύτερο της μονάδας, τότε το σύμπαν είναι πεπερασμένο, θα αρχίσει να συστέλλεται πάλι εξαιτίας της βαρύτητας, θα καταρρεύσει και θα συμπιεστεί σε ένα σημείο, μια τεράστια μαύρη οπή, και όταν η πίεση παραγίνει μεγάλη, θα δημιουργηθεί ίσως μια καινούργια Μεγάλη Έκρηξη.»

Η αφήγηση κινείται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, όπου άνθρωποι που καθόρισαν τη μοίρα της ιστορίας του 20ου αιώνα, μπαινοβγαίνουν στην μυθοπλασία ενταγμένοι στην πλοκή. Το στοιχείο του δισυπόστατου και της ισορροπίας μεταξύ του «αληθινού» και του «κατασκευασμένου» γεγονότος, της μνήμης που υπάρχει και της μνήμης που κατασκευάζεται αιωρείται συνεχώς μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις των δύο γηραιών κυρίων, του Ντε Χέϊρ και του Γκόλντφαρμπ που αποτελούν το μεγαλύτερο (και πιο συναρπαστικό) μέρος του βιβλίου αλλά και που ψιλοανατρέπονται κοντά στο τέλος εντείνοντας τα ερωτήματα που διατρέχουν το βιβλίο απ’άκρη σ’άκρη, αφού οι δύο προσωπικότητες μπορεί να είναι στην πραγματικότητα κάτι άλλο από αυτό που παρουσιάζονται ότι είναι. Τι είναι αυθεντικό και τι όχι στην τέχνη και την ζωή, ποιες αναμνήσεις είναι δικές μας και ποιες είναι κατασκευασμένες, είναι η ζωή δική μας ή είναι δανεική;

Το παιχνίδι της επιβίωσης με κάθε τρόπο και κάθε μέσον διαπνέει τη ζωή των ηρώων του βιβλίου. Ο Ντε Χέϊρ με την ικανότητά του να ελίσσεται και να βγαίνει αλώβητος από τις καταστάσεις, ο Γκόλντφαρμπ που κυνηγάει μανιωδώς τον ποδόγυρο μη μπορώντας να ξεπεράσει την μία και μοναδική γυναίκα της ζωής του, η Ντονατέλα και η Νέμπουλα που ξεπερνάνε τις ανασφάλειές τους με το σεξ και εκμεταλλεύονται την κάθε ευκαιρία που τους παρουσιάζεται για την επίτευξη του στόχου τους, και στη μέση ο αφελής και αγνός Πάουλ με τα συνεχή ερωτήματα.

«Η Ιστορία – και αυτή είναι η μόνη αλήθεια σ’ότι αφορά την Ιστορία – η Ιστορία είναι το ψέμα που λέει το παρόν για να δώσει νόημα στο παρελθόν.»

Το «Omega minor», δεν είναι ένα εύκολο και άνετο (στην ανάγνωση του) μυθιστόρημα. Έχει τη μορφή ενός συμφωνικού έργου Βαγκνερικών διαστάσεων, όπου πολλά πράγματα επαναλαμβάνονται, όπου υπάρχει φλυαρία, όπου ο αναγνώστης μπορεί να κρατήσει τα κομμάτια που τον εκφράζουν και τον ενδιαφέρουν περισσότερο. Έχει πολύ ρομαντισμό αλλά και άγριο ρεαλισμό, είναι έντονα επηρεασμένο από δεκάδες συγγραφείς (που θα είναι κουραστική η παράθεση των ονομάτων τους), είναι γενικώς ανοικονόμητο μέσα στον μαξιμαλισμό του εγχειρήματος. Είναι όμως (και πάνω απ’όλα) ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής και οράματος – συγγενές μέσα από τις αντιθέσεις με το έτερο εξαιρετικό βιβλίο του Γ.Βόλμαν «Κεντρική Ευρώπη» - το οποίο προσπαθεί να περιγράψει τα μυστήρια του μυαλού, το «Καλό» και το «Κακό», τον διχασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου, τον φόβο και τον ηρωισμό, την επιβίωση και την εξαθλίωση. Είναι ένα βαθιά (και ίσως παλιομοδίτικα) ανθρωπιστικό βιβλίο, πληθωρικό και υπερφίαλο, σαγηνευτικό και εξοντωτικό – δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την ικανότητα αυτού του σχετικά νεαρού συγγραφέα στην διαχείριση του όγκου των πληροφοριών, του όγκου των συναισθημάτων που ξεχύνονται από τις σελίδες αυτού του μεγάλου μυθιστορήματος.

«Βία, σ’όλη της την ελεύθερη έκφραση, σε πλήρη εκρηκτική έξαρση. Φασαρία, φασαρία και ησυχία. Η Φρίντριχστρασσε, η Ροζίνενστρασσε – είναι δρόμοι στην παλιά καρδιά της πόλης. Οι ξενύχτηδες που περιφέρονταν από το ένα νυχτερινό κέντρο στο άλλο μπορούσαν ν’ακούσουν τα βογκητά. Προτιμούσαν ωστόσο να κάνουν τον κουφό. Τόσα παράθυρα των πλουσιόσπιτων στην Γκενεράλ-Πάπε-Στράσε έβλεπαν στο αρχηγείο της SA Feldpolizei. Άλλοι τόσοι κάτοικοι έκλειναν τα παντζούρια. Και στο Οράνιενμπουργκ βοτανίζουν ζιζάνια και σπέρνουν πράσα και φασολάκια για τη συγκομιδή του καλοκαιριού, σε απόσταση ακοής από το ξέχειλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όλοι μας γεννιόμαστε τυφλοί – έτσι δεν είναι; - χωρίς να έχουμε διαπράξει ούτε μία αμαρτία.»

 
    
    

    


PHILIP GLASS – Glassworks (part 1)
 
Παρασκευή, Απριλίου 20, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 20, 2012 | Permalink
Μακριά από που;
«Το μυθιστόρημα προκύπτει από τις οπές και τις χαραμάδες της ιστορίας» Νοβάλις

Μετά από τον εκπληκτικό «Μολδαβό σωματέμπορο», άλλο ένα έξοχο μυθιστόρημα (περίπου στο ίδιο ύφος) του (όπως αποδεικνύεται) πολύ καλού Αργεντίνου συγγραφέα και κινηματογραφιστή EDGARDO COZARINSKY, με (τον ωραίο) τίτλο: «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΠΟΥ» («Lejos de donde»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Τ.Ψάρρης, σελ. 141). Μια αναζήτηση ταυτότητας πέρα από σύνορα και έθνη, κράτη και ηπείρους, ένα ταξίδι και ένας φιλοσοφικός στοχασμός γύρω από την ιστορία, τις αλήθειες και τα ψέμματά της, την σχετικότητα των πραγμάτων και των δεδομένων.

Μια γυναίκα το σκάει από το Άουσβιτς. Είναι το 1945 και βρισκόμαστε μερικούς μήνες πριν διαλυθεί το Γ’ Ράιχ και η νέα γυναίκα μέσα στην βαριά χλαίνη της έχει καλά φυλαγμένο ένα εβραϊκό διαβατήριο που είχε κατασχεθεί από κάποια συνομήλική της που οδηγήθηκε στο κρεματόριο. Η χλαίνη έχει βαρύνει από 20 κιλά χρυσά δόντια που έχουν ραφτεί σε μια εσωτερική τσέπη. Αυτά τα δόντια θα της χρησιμεύσουν για την δίοδο που ψάχνει να εγκαταλείψει την ρημαγμένη Ευρώπη, διότι αυτή η γυναίκα, που ζούσε κάποτε στην Βιέννη, υπηρέτησε τον Άξονα και γνωρίζει καλά ότι δεν έχει μέλλον πλέον στην χώρα της. Υπηρετούσε ως διοικητική υπάλληλος στο στρατόπεδο, μια αφελής, υπάκουη και αφοσιωμένη κοπέλα μέτριας εμφάνισης και χωρίς ιδιαίτερη κουλτούρα που θαύμαζε τον Μένγκελε για τα πειράματά του, και δεν αναρωτιόταν για το σωστό ή λάθος των επιλογών της. Την σώζει όμως η ικανότητα επιβίωσης που διαθέτει και το ένστικτό της να επιλέξει την κατάλληλη στιγμή για «να την κάνει».

Με τα πολλά, και αφού διασχίζει την μισή Ευρώπη, φθάνει στην Γένοβα και με την βοήθεια της εκκλησίας μπαίνει στο πλοίο για Μπουένος Άιρες, όπου εκεί θα χρησιμοποιήσει την καινούργια εβραϊκή της ταυτότητα. Στην Αργεντινή του Περονικού καθεστώτος και σ’αυτή την πόλη όπου φθάνουν κατά κύματα ναζί, συμπαθούντες αυτών αλλά και εβραίοι και διάφοροι άλλοι φυγάδες, όπου όλοι ενδύονται μια νέα ταυτότητα, μια νέα περσόνα, εκείνη θα ονομάζεται πλέον Τάουμπε Φισμπάϊν και θα είναι μια σιωπηλή και αινιγματική γυναίκα που δουλεύει στην κουζίνα μιας ταβέρνας που την έχει ένας γερμανός μετανάστης σκοτεινής προέλευσης και με θαμώνες όλων των ειδών.

«Συχνά την αιφνιδίαζε η ανάμνηση ενός περιστατικού που είχε βιώσει μόλις τρία χρόνια πριν ξεκινήσει να ζει αυτή τη ρουτίνα, την οποία είχε δεχτεί μάλλον με ανακούφιση παρά με μοιρολατρία, τη ρουτίνα της ζωής της στο Μπουένος Άιρες.
Έβλεπε τον εαυτό της να περπατάει με κόπο, οι μπότε βυθισμένες στο χιόνι, η βαριά στρατιωτική χλαίνη να την καμπουριάζει, ψάχνοντας κάποιο σημάδι που να επιβεβαιώνει την κατεύθυνση που είχε πάρει, το πεπρωμένο από το οποίο το μόνο που περίμενε ήταν να της παρέχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να ξεφεύγει ολοένα πιο μακριά, μακριά από έναν κίνδυνο ολοένα ξεφεύγει πιο κοντινά, έναν κίνδυνο δίχως πρόσωπο αλλά που ήξερε ότι ήταν αδυσώπητος, βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην καλοσύνη των ξένων. Πως είχε καταφέρει να επιβιώσει εκείνες τις εβδομάδες όπου έπρεπε να σέρνει τις λιγοστές ώρες ύπνου από το ένα τυχαίο, αφιλόξενο, μυστικό καταφύγιο στο άλλο; Που είχε βρει τις απαραίτητες δυνάμεις, εκείνη που ήταν συνηθισμένη να περνάει στο στρατόπεδο της μέρες της καθισμένη σ’ένα γραφείο, συμπληρώνοντας καρτέλες με στοιχεία ταυτότητας, επίθετα γεμάτα με σύμφωνα που στα γερμανικά δεν συνυπήρχαν ποτέ, φωτογραφίες με αδιάφορα πρόσωπα στα οποία είχε μάθει να αναγνωρίζει τις καταδικασμένες φυσιογνωμίες μιάς κατώτερης φυλής;
Τούτες τις στιγμές οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών αγωνίας, γεμάτων με μια κούραση που έμοιαζε να είναι αυτή που την έσπρωχνε να συνεχίσει, ακόμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, της παρουσιάζονταν σαν ένα όνειρο απ’όπου είχε ξυπνήσει περνώντας στη σχεδόν υπνοβατική μονοτονία αυτής της καινούργιας ζωής, μιας ζωής στην οποία λίγες χειρονομίες, λίγες λέξεις έφταναν για να γεμίσουν μια μέρα που θα ήταν ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη.
Ο λήθαργος ονομαζόταν Μπουένος Άιρες.»

Δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν και οι περίπατοι, οι μυρωδιές από τις ψησταριές της πόλης, της θυμίζουν τους φούρνους του Άουσβιτς, κλεισμένη στον εαυτό της και την σιωπή της –παρατηρεί ή χαζεύει το πολύχρωμο πλήθος της φασαριόζας πόλης από το μπαλκόνι της πανσιόν που μένει μαζί με άλλους ευρωπαίους φυγάδες που όλοι ψάχνουν μια καινούργια ζωή. Η νέα πραγματικότητα θα εισβάλλει στη ζωή της, όταν ένα βράδυ γυρνώντας από το ρεστωράν θα πέσει θύμα βιασμού από τρεις μεθυσμένους, τα πρόσωπα των οποίων δεν βλέπει. Θα μείνει έγκυος για δεύτερη φορά και θα γεννήσει όπως και την πρώτη ένα παιδί χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι να το κάνει, και αν εκείνο το κοριτσάκι το άφησε σε μια Πολωνέζικη οικογένεια και αφού τους φρόντισε για λίγο οικονομικά, αργότερα εξαφανίστηκε ξεχνώντας το - τώρα τα πράγματα στη ζωή της είναι αλλιώς. Θα φέρει στον κόσμο ένα αγόρι με ινδιάνικα χαρακτηριστικά. Θα τον βγάλει Φεδερίκο και θα του διοχετεύσει όλη την αγάπη και το συναίσθημα που κρύβει βαθιά μέσα της. Το αγόρι μεγαλώνει περνώντας άπειρες ώρες μόνο του στην πανσιόν και αρχίζει να το σκάει και να κάνει βόλτες στην αχανή πόλη. Ανακαλύπτει τη μαγεία του σινεμά, της μουσικής, νιώθει διαφορετικός, νιώθει Εβραίος αφού ανακαλύπτει το εβραϊκό διαβατήριο της μητέρας του και την προέλευση του επιθέτου του. Και μια βραδιά ένα αυτοκίνητο παρασέρνει τη μητέρα του και μένει μόνος του.

Τα χρόνια περνάνε, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αργεντινή είναι καταπιεστικό και σκληρό, ο Φεδερίκο οργανώνεται στο αντιδικτατορικό κίνημα αλλά μέσα του, κάτι τον τρώει, πρέπει να φύγει, να πάει στην Ευρώπη να βρει τις ρίζες του, τους συγγενείς της μητέρας του – βάσει ενός ονόματος ψεύτικου και μιας καταγωγής που δεν είναι αυτή που νομίζει, αλλά εκείνος είναι αποφασισμένος. Και έτσι κάνει την διαδρομή αντίστροφα, φεύγει προδίδοντας τους συντρόφους του και πάει στην Ευρώπη όπου εκεί θα μείνει ψάχνοντας φαντάσματα, σε μια ήπειρο όπου όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι ρευστά.

«Οι ιστορίες δεν επινοούνται. Κληρονομούνται.»

Η νουβέλα του Κοζαρίνσκι διατρέχει μια περίοδο 60 χρόνων με χρονικά άλματα. Η αφήγηση είναι γοητευτική, και ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια το πολύ ευαίσθητο θέμα της ηρωίδας του που είναι μια γυναίκα, από εκείνες που θεωρούνται «εκπρόσωποι του Κακού», μια τυπική γερμανίδα της εποχής, που δίπλα της (κυριολεκτικά όμως) άνθρωποι οδηγούντο στους θαλάμους αερίων και εκείνη σφύριζε αδιάφορα. Μια γυναίκα που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επιβίωση – και σ’αυτό τα κατάφερνε πολύ καλά. Η σχετικότητα της ιστορίας, και πως γράφεται αυτή αποτυπώνεται και στις λίγες πινελιές της (εγκιβωτισμένης στην νουβέλα) ιστορίας του Σοβιετικού φωτογράφου Γεβγκένι Χαλντέι, ο οποίος τράβηξε το 1945 την διάσημη φωτογραφία με τον στρατιώτη που υψώνει την σοβιετική σημαία στην στέγη του Ράιχσταγκ. Είναι όμως μια φωτογραφία σκηνοθετημένη και ρετουσαρισμένη, όπως ήταν οι πιο επιτυχημένες φωτογραφίες της ιστορίας . Η ιστορία αλλοιώνεται από τις αυταπάτες, από τα ψέμματα και από τους μύθους που την περιβάλλουν – που είναι η αλήθεια και ποια είναι τα όριά της. Ο Κοζαρίνσκι στο βιβλίο του (όπως άλλωστε και στον «Μολδαβό σωματέμπορο») με επιμονή θέτει τον αναγνώστη μπροστά στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα.

«Γνωρίζεις την απάντηση του Εβραιόπουλου που αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα; Στο μίζερο στετλ της Γαλικίας ή της Βεσσαραβίας όπου γεννήθηκε, η μητέρα του κλαίει απαρηγόρητα. «Γιέ μου, γιατί πηγαίνεις τόσο μακριά;» οδύρεται ξανά και ξανά. Ο γιός, ήδη μακριά από εκεί από εκεί με τη σκέψη του, ίσως με μια έμφυτη επίγνωση ότι κάθε απόσταση είναι σχετική, απαντάει: «Μακριά; Μακριά από πού:»

Είναι ένα μαγευτικό και υπέροχο βιβλίο, το οποίο προσομοιάζει σε ύφος και ατμόσφαιρα με κεντροευρωπαϊκό θυμίζοντας Ζέμπαλντ και Μ.Κούντερα παρά λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Με δομή κινηματογραφική, αφήγηση ουσιαστική και χωρίς κενά ισορροπεί με απόλυτη επιτυχία μεταξύ νουβέλας και φιλοσοφικού δοκιμίου, ενώ το μελαγχολικό και όμορφο φινάλε - όπου ο πενηντάχρονος πλέον Φεδερίκο Φισμπάϊν («εβραίος» με τη βούλα!), θα αγγίξει έν αγνοία του, την «αλήθεια» αλλά θα την προσπεράσει - αφήνει τον αναγνώστη με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη.





CIRCADIAN EYES - Rain
 
Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012 | Permalink
Για τον Πόε
Εντυπωσιάζει ακόμα και τον πλέον αδαή αναγνώστη, η εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση των πιο χαρακτηριστικών ιστοριών του τεράστιου αμερικανού συγγραφέα Edgar Allan Poe (1809-1849), με τίτλο «21 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ «ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ»», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε (καταπληκτική) μετάφραση (και ανθολόγηση) της Κατερίνας Σχινά. Στις 425 (πυκνογραμμένες και μεγάλου σχήματος) σελίδες του τόμου, στα 21 αυτά πεζογραφήματα παρελαύνει ολόκληρη η θεματική του συγγραφέα, οι εμμονές και η μαγεία του, η αχαλίνωτη φαντασία του, το αξεπέραστο και μοναδικό του στυλ που όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένει φρέσκο και ζωντανό.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 6 θεματικά μέρη, με ιστορίες ανάλογου ύφους, τον «Τρόμο» με 6 διηγήματα («Ο μαύρος γάτος», «Μαρτυριάρα καρδιά», «Το προσωπείο του Κόκκινου Θανάτου», «Βερενίκη», «Το πηγάδι και το εκκρεμές», «Η πτώση του Οίκου των Άσερ»), το «Φανταστικό» με 5 διηγήματα («Ελεονόρα», «Λιγεία», «Ερωτική συνάντηση», «Μορέλα», «Σιωπή-Ένας μύθος»), το «Μυστήριο» με 5 πεζογραφήματα όπου στα περισσότερα ο ήρωας είναι ο «ιππότης Ογκίστ Ντιπέν», πρόδρομος των διάσημων ντετέκτιβ που εμφανίστηκαν αργότερα στην παγκόσμια πεζογραφία, όπως ο Σέρλοκ Χολμς του Κόναν Ντόιλ, ή ο Ηρακλής Πουαρό της Α.Κρίστι και είναι από τα πιο γνωστά του Πόε («Ο άνθρωπος του πλήθους», «Οι δολοφονίες της οδού Μοργκ», «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ», «Το κλεμμένο γράμμα», «Γουίλιαμ Γουίλσον»), την «Περιπέτεια» με δύο ιστορίες («Χειρόγραφο σε μπουκάλι» και «Κάθοδος στο Μάελστρομ»), η «Επιστημονική φαντασία» (που αντιπροσωπεύεται με το εντυπωσιακότατο «Μέλλοντα ταύτα») και τέλος η «Σάτιρα» με δύο διηγήματα («Ο Άγγελος του Παράδοξου» και «Απώλεια αναπνοής»). Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και το αριστουργηματικό ποίημα του Πόε, «Το Κοράκι» («The Raven»), ένα «αφηγηματικό» ποίημα, ίσως η πιο διάσημη δουλειά του συγγραφέα και ένα από τα εμβληματικότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο θάνατος, η ασθένεια, ο πόνος, κυριαρχούν στις περισσότερες από τις ιστορίες του Πόε. Είτε μιλάμε για τις πιο «γοτθικού» ύφους όπως είναι αυτές του «Τρόμου» και του «Φανταστικού», είτε για αυτές της «Σάτιρας», η γραφή είναι ευρηματική αλλά δεν περιγράφει ευχάριστες ή «αισιόδοξες» καταστάσεις, γι’αυτό άλλωστε ο συγγραφέας θεωρείτο στον καιρό του ως «νοσηρός» και «δυσάρεστος». Με την ανάπτυξη όμως των Ψυχαναλυτικών θεωριών και την εξάπλωση της φήμης του Πόε στην Ευρώπη μέσω της Γαλλικής διανόησης, η φήμη του εξαπλώθηκε παγκοσμίως με τέτοια καλλιτεχνική διείσδυση ώστε να επηρεάσει (πέραν των προαναφερομένων συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών), συγγραφείς ασύλληπτου μεγέθους, όπως ο Φ.Ντοστογιέφσκι ή ο Φ.Κάφκα, τον Μποντλέρ που ουσιαστικά τον «σύστησε» στην Ευρώπη, ενώ ο ίδιος ο Ι.Βερν έχει παραδεχθεί την επίδραση του Πόε στο έργο του, για να μην αναφέρουμε τις προφανείς και ολοφάνερες επιρροές στο έργο των Lovecraft, King και άλλων.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα του Πόε εξαιρετικά, εξάλλου έχει την φήμη του «άνισου» συγγραφέα. Υπάρχουν μερικές αριστουργηματικές ιστορίες που ξεχωρίζουν όπως «Ο μαύρος γάτος», «Η μαρτυριάρα καρδιά» (αυτή είναι η αγαπημένη μου), «Η δολοφονία της οδού Μοργκ», «Ελεονόρα», «Λιγεία» και άλλες που θεωρώ λιγότερο καλές. Δεν μπορεί όμως κανείς να αγνοήσει την γοητεία της γραφής του, με τον ποιητικό λυρισμό που την διαπερνάει (εξάλλου ήταν ποιητής τεράστιου μεγέθους), την ατμόσφαιρα, την γοητεία του αλλόκοτου και του παράλογου (μέσα όμως από λογικοφανείς επαγωγές), τον πόνο και την συντριβή.

Ο Πόε έζησε μια βασανισμένη ζωή και ουσιαστικά παρήγαγε έργο για λιγότερο από 15 χρόνια αφού πέθανε νεότατος, στην ηλικία των 40 χρόνων.Στην εποχή του δέχθηκε επίθεση από τους κριτικούς, διότι θεωρήθηκε ότι το έργο του σκανδάλιζε την πουριτανική (με την πλήρη έννοια του όρου) κοινωνία της Αμερικής. Απηχώντας την γοτθική ατμόσφαιρα των Αγγλοσαξωνικών ιστοριών των Χόφμαν και Ράντκλιφ, απαντούσε στις κατηγορίες λέγοντας: «Αυτός ο τρόμος δεν έβγαινε από πουθενά αλλού, παρά από την ψυχή μου». Μόνο με την βοήθεια (και την εξάπλωση) της Ψυχανάλυσης έγινε κατανοητό το έργο του Πόε.

Ο σχεδόν 3 χρονών Έντγκαρ που είδε την θεατρίνα μητέρα του Ελίζαμπεθ να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του από φυματίωση, «κουβάλησε» σε όλη του τη ζωή την μορφή της στο νεκρικό κρεβάτι πλαισιωμένη από δύο κεριά. Υιοθετήθηκε (μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του – ο πατέρας είχε εξαφανιστεί) από την οικογένεια Άλλαν, όπου γνώρισε την πολύ αυστηρή πατρική εξουσία στο πρόσωπο του Σκοτσέζου εμπόρου Τζον Άλλαν. Στην εφηβεία του, κυρίως ως αντίδραση στην σκληρότητα του θετού του πατέρα, ερωτεύτεται παράφορα μια τριαντάχρονη σχιζοφρενή η οποία σε λίγο χρονικό διάτημα πεθαίνει - ο νεαρός Έντγκαρ περνάει τις νύχτες του πάνω από τον τάφο της…Γράφεται στην Σχολή Ευελπίδων, τον διώχνουν λόγω «ασωτείας και καταχρήσεων». Το σκάει από το σπίτι των Άλλαν και βρίσκει καταφύγιο σε μια συγγενή του (από την μεριά του πατέρα του) την κυρία Κλιμ. Στο σπίτι της θα γνωρίσει την πρώτη του σύζυγο, την δεκατριάχρονη Βιρτζίνια, εκείνος είναι 26 και εάν στην αρχή είναι σχετικά αδιάφορος απέναντί της, όταν αυτή προσβάλλεται από φυματίωση και βαδίζει προς τον τάφο, την ερωτεύεται τρελλά, αν και λίγο προτού εκείνη πεθάνει (1847), ο Πόε έχει ήδη συνάψει σχέσεις με την ποιήτρια Φράνσις Όσγκουντ. Λεπτομέρεια, η Όσγκουντ ήταν κι εκείνη φυματική και είχε τρομακτική ομοιότητα με την μητέρα του.

Ο Πόε χαμένος μέσα στο όπιο και το αλκοόλ, κάνει μια προσπάθεια να παντρευτεί την ποιήτρια Σάρα Έλεν Γουίτμαν, καρδιοπαθή και νευρωτική αλλά ο έντονος αλκοολισμός του δεν τον αφήνει να ηρεμήσει. Λίγο προτού πεθάνει (λιποθύμησε σε μια ταβέρνα ή στον δρόμο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου την επομένη εξέπνευσε) έκανε μια απόπειρα να παντρευτεί την παλιά του γειτόνισα Ελμίρα Σίλτον αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε.

Στα 3 διηγήματα της συλλογής , «Ελεονόρα»-«Λιγεία»-«Μορέλα», από την ενότητα του «Φανταστικού» διακρίνουμε τον ψυχισμό του Πόε, την αναζήτηση της μητέρας μέσα από τον ήρωα που είναι ο σύζυγος που αγαπάει την (πεθαμένη πλέον) γυναίκα του έντονα και με νοσηρή εμμονή, προσκολλημένος σ’αυτό το «αιθέριο πλάσμα» που έφυγε μακριά σε ένα τόπο πέρα από τον χρόνο και τον τόπο σημαδεμένο από την μοίρα. Σ’αυτά τα διηγήματα μια αρρώστεια θα την πάρει μακριά του, εκείνος θα ορκιστεί αιώνια αφοσίωση, αλλά αδύναμος όπως είναι δεν θα μπορέσει να τηρήσει τους όρκους του και θα τιμωρηθεί.. Όπως δηλαδή συνέβη και στην ζωή του, ο Πόε που θα γοητευθεί από την χτυπημένη απ’το χτικιό Βιρτζίνια αλλά όπως εκείνη οδεύει προς τον θάνατο, εκείνος θα τρομοκρατηθεί από την ένταση του συναισθήματός του και θα πέσει στην αγκαλιά της Φρ.Όσγκουντ που του φέρνει έντονα στο μυαλό την μητέρα του. Τον «Πατέρα» έχει ήδη προλάβει να τον «εκδικηθεί» με τον «Μαύρο Γάτο» και την «Μαρτυριάρα καρδιά», διηγήματα που δείχνουν έναν άνδρα εγκληματία και δειλό, ψυχασθενή και σαδιστή.

Το έργο του Πόε αποτέλεσε αφορμή για πολλές ψυχαναλυτικές εργασίες, από την Μαρία Βοναπάρτη μέχρι τις μέρες μας. Και τι δεν περνάει μέσα από το έργο του άλλωστε. Ο Πόε, είναι ένας συγγραφέας που διαπερνάει τους αιώνες, τα λογοτεχνικά είδη, τις επιρροές, την κριτική. Ένας συγγραφέας, ευτυχώς πολυμεταφρασμένος στην χώρα μας (παλαιότερα από τα Γαλλικά αλλά ευτυχώς από τον μεσοπόλεμο και μετά από τα Αγγλικά), με εκδόσεις για κάθε γούστο (και βαλάντιο), που προσφέρεται για συνεχή μελέτη και ανακάλυψη, για ξαναδιάβασμα (κάθε φορά ο αναγνώστης ανακαλύπτει και κάποια πτυχή που δεν είχε προσέξει, κάποια αναφορά που του είχε διαφύγει) και για άπειρες και ατέρμονες συζητήσεις. Ένας κλασσικός με την πλήρη έννοια του όρου.

A Dream Within A Dream

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?


Όνειρο μέσα σ’όνειρο

Το ύστερνό μου φίλημα στο μέτωπό σου πάρε!
Και άφησε μου, αγάπη μου, δυό λόγια να σου πω,
Αλήθεια λες σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
Χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό;
Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα,
Και την εσκέπασε βουνό της δυστυχίας μεγάλο,
Σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο, καλή μου
Αφού η ζωή ‘ναι όνειρο, κρυμμένο μέσα σ’άλλο;

Στέκομαι σ’άγρια ακρογιαλιά που δέρνει την το κύμα
Κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
Τι λίγοι! Και πως φεύγουνε απ’τα κλειστά μου χέρια
Ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω…
Θεέ μου! Είν’αδύνατο να σώσω μόνο ένα
Από το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είν’όλα όσα βλέπουμε σ’αυτόν εδώ τον κόσμο
Ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ’άλλο;

(Μετάφρ. Κ.Ουράνης)





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

ALAN PARSONS PROJECT – A dream within a dream (Tales of Mystery and Imagination)
 
Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012 | Permalink
Τρείς κυρίες
Πολλές αρετές και κάποια κοινά στοιχεία, παρά το εντελώς διαφορετικό της θεματολογίας τους, διέκρινα στα βιβλία 3 νέων γυναικών συγγραφέων που κάνουν με αυτά είτε την πρώτη, είτε την δεύτερη εμφάνιση στην πεζογραφία μας. Η Βασιλική Πέτσα με την σύντομη νουβέλα της «ΘΥΜΑΜΑΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ. 89), η Τζούλια Γκανάσου με το μυθιστόρημά της, «ΟΜΦΑΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ», (Εκδ. Γκοβόστη, σελ.204) και η Κύπρια Μαρία Ιωάννου με την συλλογή διηγημάτων της με τίτλο, «Η ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΑΣ», (Εκδ. Γαβριηλίδη, σελ.153), νεότατες όλες, λίγο πάνω - λίγο κάτω από τα 30 τους χρόνια, με γραφή που δύσκολα θυμίζει πρωτοεμφανιζόμενο, αναδεικνύουν μέσω των κειμένων τους ένα ζοφερό κόσμο και μια απαισιοδοξία, εικόνα της μοναχικής και απρόσωπης εποχής που διανύουμε.

Το «Θυμάμαι» της Πέτσα, είναι μια «ασπρόμαυρη» νουβέλα, η οποία αφορμάται από ένα φονικό που έγινε πριν από κάποια χρόνια κοντά στις Σέρρες. Το πεδίο δράσης στο βιβλίο της Πέτσα είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό και το γεγονός είναι ο φόνος ενός γηραιού χήρου παλιού ελασίτη αντάρτη από δύο ανήλικες. Τα συμβάντα τα μαθαίνουμε μέσα από τις καταθέσεις συγγενών, γειτόνων, γονέων, κοντοχωριανών των εμπλεκομένων. Ένα καλειδοσκόπιο απόψεων, δεδομένων, υποθέσεων, φαντασιώσεων, προκαταλήψεων ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Γραφή λιτή, δωρική σαν να είναι μια κάμερα απέναντι στους ανθρώπους.

Ελληνικό μετεμφυλιακό (μετά από τόσα χρόνια οι πληγές παραμένουν ανοιχτές) τοπίο, μικροαστισμός και καταπίεση, κουτσομπολιό και αδιέξοδα, χαμένα όνειρα (;) και ψευδαισθήσεις. Τίποτα δεν εξηγείται, τίποτα δεν διευκρινίζεται, τίποτα δεν τελειώνει. Τα δύο κορίτσια φυλακίζονται, η στάση τους είναι τελείως διαφορετική. Η μικρή «σπάει» και συνεχώς μιξοκλαίει, η μεγάλη βουβή και αινιγματική, προσπαθεί να τα πάρει όλα επάνω της. Ένα ταξίδι στην Αθήνα, τα λεφτά για τα εισιτήρια, η απόπειρα βιασμού, ποιες ήταν οι αιτίες, γιατί έγινε αυτό που έγινε, δεν θα μάθουμε ποτέ – οι αφηγήσεις των 23 προσώπων που παρελαύνουν δίνουν μια κοινωνιολογική περισσότερο παρά ψυχολογική διάσταση στο θέμα. Κανείς δεν είναι αθώος, ή μάλλον είναι όλοι ένοχοι, στην νουβέλα της Πέτσα που μπορεί να μην εμβαθύνει ιδιαίτερα στο θέμα και στους χαρακτήρες, αλλά εντυπωσιάζει με την οικονομία του λόγου, την ατμόσφαιρα και την χειραγώγηση των γεγονότων σε μια ιστορία η οποία δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία της και που συνεχώς κάτι θυμίζει (ταινίες, βιβλία, αφόρητη πραγματικότητα…) διαβάζεται όμως μέσα σε μια ωρίτσα και σε απασχολεί πολύ περισσότερο. Ωριμότητα γραφής, που δεν περίμενα από μια τόσο νεαρή κοπέλλα – κάτι που με «ιντριγκάρει» ιδιαίτερα για την συνέχεια.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινείται το σκοτεινό και εφιαλτικό «Ομφάλιος λώρος» της Γκανάσου, που είναι το δεύτερο βιβλίο της. Ένα λυρικό και ποιητικό μυθιστόρημα, μια εφιαλτική δυστοπία η οποία αποτελεί ένα αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο για την σύγχρονη αποθέωση του σώματος και την εμμονή στη νεότητα με κάθε μέσον και τρόπο.

Τρεις άνθρωποι που ψάχνουν απαντήσεις είναι οι ήρωες του βιβλίου. Ο δρόμος που ακολουθούν είναι διαφορετικός και τα αποτελέσματα συχνά τραγικά. Η Σάντυ είναι στέλεχος μιας πολυεθνικής που εμπορεύεται την τεχνητή ανάγκη για νεότητα, υγεία, και «άψογη» εξωτερική εμφάνιση. Σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον που όποιος φέρει την πιο ακραία ιδέα που μπορεί να αποφέρει γρήγορα και εύκολα κέρδη, επιβραβεύεται, το αίμα του ομφάλιου λώρου, το οποίο υπόσχεται «επιμήκυνση του χρόνου ζωής» και θα είναι το «προϊόν» το οποίο θα «απογειώσει» την εταιρεία, της δημιουργεί ηθικά και συνειδησιακά προβλήματα, τα οποία προσπαθεί να επιλύσει μέσω της σχέσης της με τον «αναχωρητή» Μάνο, που διαμένει μόνιμα στην επαρχία σε ένα αγροτικό και απομονωμένο περιβάλλον παρέχοντας πρώτες ύλες για βιολογικές καλλιέργειες. Η σχέση τους όμως από ειδυλιακή και βουκολική, θα απαιτήσει αποφάσεις από την Σάντυ και θυσίες που θα πρέπει να κάνει επαγγελματικές και προσωπικές. Από την άλλη υπάρχει ο Φίλιππος, ακροβάτης σε ένα τσίρκο ανθρώπων με σωματικές ατέλειες, ένα «freak show» (ευθεία παραπομπή στην παλιά ταινία, "Freaks" ), ο οποίος νιώθει να παραλύουν τα πόδια του και η Σάντυ προσπαθώντας να τον βοηθήσει μέσω των «προϊόντων» της εταιρείας της θα χωθεί περισσότερο μέσα στα κρυφά και ανομολόγητα παιχνίδια της πολυεθνικής.

Δεν είναι κάποια μελλοντολογική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας, τύπου βιοτεχνολογικού θρίλερ, ούτε κάποια έμμεση έστω αναφορά στον Φρανκεστάϊν. Η συγγραφέας επιλέγει την δύσκολη λύση της εσωτερικότητας και των ποιητικών ρυθμών που κάποιους θα γοητεύσει αλλά (φοβάμαι ότι) μάλλον θα αποτρέψει τους περισσότερους αναγνώστες, οι οποίοι (λογικά) περιμένουν μια πιο «κινηματογραφική» προσέγγιση του ευαίσθητου αυτού θέματος. Η γραφή της Γκανάσου, είναι προσεγμένη και λυρική, οι εικόνες της εξαιρετικές, το βιβλίο αποπνέει ζωντάνια και οι διάλογοι είναι ωραίοι, από την άλλη υπάρχει πρόβλημα ρυθμού, διότι η ιστορία «ανοίγεται» και μετά δεν μπορεί εύκολα να συμμαζευτεί, ενώ οι τελευταίες σελίδες είναι κάπως βιαστικές αφήνοντας τον αναγνώστη με το αίσθημα του «ημιτελούς». Είναι όμως μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια, η οποία δείχνει μια συγγραφέα με πολλές δυνατότητες εξέλιξης.

Με την συλλογή διηγημάτων «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» της Ιωάννου, μεταφερόμαστε σε άλλο κλίμα και στυλ γραφής, περισσότερο σουρεαλιστικό και (με την δημιουργική έννοια) «πειραματικό», όπου η συγγραφέας «παίζει» με το παράλογο υποδόρεια και με φινέτσα χωρίς ευκολίες και συμβάσεις.

Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής, απηχούν προβληματισμούς και χιούμορ σε καταστάσεις άλλοτε γκροτέσκες και υπερεαλιστικές για να καταλήξουν στο ομώνυμο διήγημα του μικρού τόμου, όπου παρακολουθούμε την πτώση μιας βλεφαρίδας σε «slow motion». Τον τόνο βέβαια δίνει η εισαγωγή του βιβλίου, όπου αναφέρονται οι επιρροές της συγγραφέως. Από Μπέκετ, Ιονέσκο και Τ.Μόρισον, περνάμε στον Σαίξπηρ για να φτάσουμε στις ελληνικές επιρροές με Χρηστομάνο και την (υπέροχη) «Κερένια κούκλα» του και το «Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Καραπάνου με τον Κάφκα να σχολιάζει «αφ’υψηλού», ενώ δεν λείπουν οι αναφορές (κάτι που περνάει "υπογείως" σε όλη την συλλογή) στην μονότονη επιμονή των συμπατριωτών της στην εισβολή του ’74.

«Γενικότερα έχω προσέξει κάτι πολύ περίεργο να γίνεται στα ράφια τον τελευταίο καιρό. Όλοι μοιάζουν να περνούν μια φάση κατάθλιψης. Αν υπήρχαν ψυχολόγοι για βιβλία θα στοίχιζαν σίγουρα μια περιουσία, αφού δεν πρέπει μόνο να γιατρέψουν τους συγγραφείς αλλά και τους χαρακτήρες τους.»

Κάποια από τα διηγήματα είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα, κάποια είναι μάλλον αδιάφορα. Κερδίζει όμως τον αναγνώστη η γλώσσα της Ιωάννου, η οποία έχει στυλ και ωριμότητα, συγκρότηση και μέτρο, ενώ η αχαλίνωτη φαντασία και δημιουργικότητα δεν δείχνουν να ξεφεύγουν από το κοντρόλ και την φόρμα που επιλέγει – παρά την «αναρχία» που φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ο αναγνώστης καλείται να «μπεί» στον κόσμο και στην ατμόσφαιρα των διηγημάτων (που θα μπορούσαν να είναι ενιαία, ως νουβέλα), ακόμα και αν δεν το κάνει αυτό (δεν είναι το ευκολότερο πράγμα για τέτοιο είδος γραφής), δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την ποιότητα και το μέλλον που υπάρχει στην πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα, το οποίο (όταν επιλέξει το στυλ που της ταιριάζει περισσότερο) προοιωνίζεται εξαιρετικά ενδιαφέρον.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

MONIKA – Not young in my youth