Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2019 | Permalink
"Μια Οδύσσεια, ένας πατέρας, ένας γιος, ένα έπος"
«Γι' αυτό και μπορώ να πω ότι τον πατέρα μου ένιωσα πως τον γνώρισα πραγματικά μόνο όταν άρχισα να διαβάζω στα σοβαρά τους κλασσικούς.»

Ο Daniel Mendelsohn (Νέα Υόρκη, 1960), είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που αποκαλούμε «Αναγεννησιακούς», ίσως είναι από τους ελάχιστους που δικαιούνται αυτόν τον τίτλο. Διαπρεπής Καβαφικός, λάτρης της Ελλάδας, συγγραφέας και κλασσικός φιλόλογος, λογοτεχνικός (και όχι μόνο) κριτικός, ένας άνθρωπος που στα βιβλία του δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, ούτε διέπεται από τον συνήθη ναρκισσισμό που (αναπόφευκτα ίσως;) χαρακτηρίζει τους διανοούμενους με δεδομένη ικανότητα στον γραπτό λόγο. Ο λόγος του Μέντελσον, γλαφυρός και κατανοητός, με γλώσσα απλή αλλά ουσιαστική, μετατρέπει τα κείμενά του σε μια λογοτεχνική απόλαυση. Μπορεί να γράψει για την τηλεοπτική σειρά Sopranos αλλά και για την Μήδεια, για ένα ποίημα του Καβάφη και για το Game of Thrones, με την ίδια σοβαρότητα στην προσέγγιση αλλά και την ίδια γοητεία, όπως άλλωστε έκανε στο βιβλίο του με τίτλο «Περιμένοντας τους βαρβάρους».

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αίσθηση που μου άφησε το μεγαλειώδες έργο του "Οι Χαμένοι" όταν το είχα διαβάσει. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο για το χαμένο από τις ναζιστικές εκκαθαρίσεις στην Γαλικία κομμάτι της οικογένειάς του, από καιρό εξαντλημένο που πρόκειται να επανεκδοθεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Με το πλέον πρόσφατο βιβλίο του "ΜΙΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ένας πατέρας, ένας γιος, ένα έπος" (“An Odyssey, A Father, A Son and an Epic”) - (εκδ. Πατάκη, (έξοχη) μετάφρ. Μ. Ζαχαριάδου, σελ.485), - που έχει ομοιότητες με τους "Χαμένους" όσον αφορά το ταξίδι αυτογνωσίας -, είχα πάλι την ίδια αίσθηση πληρότητας και απόλαυσης, που συνήθως αποκομίζω ολοκληρώνοντας ένα πολυεπίπεδο φιλοσοφικό μυθιστόρημα, παρότι το βιβλίο είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, ένα "memoir", το οποίο όμως είναι ταυτόχρονα απόλυτη και ουσιαστική λογοτεχνία.



Στο εκτεταμένο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τίτλο "Προοίμιο" έκτασης περίπου 70 σελίδων (ακολουθώντας τα βήματα των κλασσικών επικών ιστοριών), ο συγγραφέας περιγράφει την ιστορία που πρόκειται να αφηγηθεί. Ο Μέντελσον θα δίδασκε την Οδύσσεια του Ομήρου σε προπτυχιακούς φοιτητές στο εαρινό εξάμηνο (από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο), στο κολέγιο Μπαρντ, στα βόρεια της πολιτείας της Ν.Υόρκης. Λίγο πριν την έναρξη του σεμιναρίου ο ογδοντάχρονος πατέρας του, του ζήτησε να συμμετάσχει κι εκείνος. Επί δεκαπέντε εβδομάδες, ο γηραιός κος Τζέι Μέντελσον οδηγούσε από το Λονγκ Άιλαντ που ήταν το σπίτι του, 3 ώρες περίπου για να παρακολουθήσει το μάθημα και άλλες 3 ώρες για να γυρίσει πίσω, - τις περισσότερες φορές κοιμόταν στο σπίτι του γιου του, είτε την προηγούμενη νύχτα, είτε μετά το μάθημα. Η εβδομαδιαία αυτή επαφή τους, έφερε πιο κοντά τους δύο άντρες, τον πατέρα και τον γιο, ουσιαστικά άγνωστους μέχρι τότε μεταξύ τους ή τουλάχιστον με όχι τόσο στενή σχέση.
"Στο πρώτο μισό της ζωής μου - ώσπου να φτάσω κοντά στα τριάντα - ανάμεσα μας υπήρξε μια μακρά σιγή".
Με την ολοκλήρωση των μαθημάτων, πατέρας και γιος πήγαν μαζί σε μια θεματική κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, που παρακολουθούσε την πορεία της Οδύσσειας με στάσεις στα κυριότερα μέρη που υπάρχουν στο ποίημα. Η κρουαζιέρα που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, λόγω της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, οι δύο άνδρες θα έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον και ο Ντάνιελ Μέντελσον θα συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα για την προσωπικότητα του πατέρα του. Τον χειμώνα μετά την επιστροφή τους στην καθημερινότητα, ο Τζέι Μέντελσον θα πέσει, θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο, δυο μήνες μετά, θα πάθει εγκεφαλικό, δεν θα ανακάμψει ποτέ και μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει.

«Να περιμένεις το απροσδόκητο. Ο πατέρας μου είχε πέσει, και ήταν σαφές ότι τα εκπαιδευτικά ταξίδια είχαν τελειώσει οριστικά. Είχαμε ζήσει όμως την οδύσσειά μας – είχαμε ταξιδέψει μαζί, τρόπον τινά -, μέσα στο κείμενο στη διάρκεια ενός ακαδημαϊκού εξαμήνου, μέσα σ’ ένα κείμενο που, έτσι όπως καθόμουν τώρα και κοιτούσα την ακίνητη μορφή του πατέρα μου, μου φαινόταν όλο και πιο πολύ πως αφορούσε όχι τόσο το παρελθόν όσο το παρόν. Στο κάτω κάτω είναι μια ιστορία που μιλά για παράξενες και περίπλοκες οικογένειες και μάλιστα για δύο παππούδες – που ο ένας, από την πλευρά της μητέρας, είναι εκκεντρικός, πολυλογάς και απαράμιλλα κατεργάρης, και ο άλλος, ο πατέρας του πατέρα, λιγομίλητος και πεισματάρης▪ μιλά για μακροχρόνιους γάμους και σύντομες ερωτοτροπίες, για έναν σύζυγο που ταξιδεύει μακριά και μια σύζυγο που μένει πίσω, ριζωμένη στο σπίτι της όσο κι ένα δέντρο στο χώμα▪ μιλάει για έναν γιο τον οποίο για πολύ καιρό ο πατέρας ούτε (ανα)γνώριζε ούτε και θα μπορούσε να (ανα)γνωρίζει, μέχρι που πέρασαν χρόνια, πολλά χρόνια, και τότε ένωσαν τις δυνάμεις τους σε μια μεγάλη περιπέτεια▪ είναι μια ιστορία που, στις τελευταίες στιγμές της, μιλά για έναν άνδρα στο μέσο της ζωής του, έναν άνδρα που, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, είναι και γιος και πατέρας και που στο τέλος της ιστορίας αυτής πέφτει στα γόνατα και κλαίει έχοντας δει μπροστά του το γήρας του πατέρα του, το φάσμα της αναπόφευκτης τελευτής, ένα θέαμα τόσο συγκλονιστικό, που αυτός ο άνθρωπος, μολονότι έξοχος αφηγητής ο ίδιος και ικανότατος τόσο στην ελαφρά διαστροφή της αλήθειας όσο και στα κανονικότατα ψέματα, δεινός στον χειρισμό της γλώσσας, άρα και των άλλων ανθρώπων – αυτός ο άνθρωπος λοιπόν συντρίβεται τόσο πολύ μπροστά στην εικόνα του καταρρέοντος πατέρα του, ώστε δεν είναι πια σε θέση ούτε καν να πει τα ψέματα που θέλει και να πλέξει τις ιστορίες του, και αναγκάζεται εντέλει να πει την αλήθεια.»

Ο πατέρας του Μέντελσον που ήταν μαθηματικός και δούλευε σε μια εταιρία που κατασκεύαζε εξαρτήματα για αεροπλάνα, ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε σε όλη του τη ζωή να γίνει φιλόλογος, γι' αυτό διάβαζε Λατινικά και βιβλία ιστορίας και αρχαίας γραμματείας, οι συνθήκες όμως της ζωής τον οδήγησαν σε άλλους δρόμους. Τώρα με την Οδύσσεια, του δίνεται η ευκαιρία να ξαναθυμηθεί τα νιάτα του, εμβαθύνοντας σε ένα κλασσικό έπος αλλά και να παρακολουθήσει το διδακτικό ταλέντο του γιού του. Ο Οδυσσέας όμως είναι ένας ήρωας που δεν μπορεί να συμπαθήσει ή να κατανοήσει, είναι ένας ήρωας (αν και στον χαρακτηρισμό "ήρωας" έχει αντιρρήσεις που μεταφέρονται σε μερικούς έξοχους διαλόγους του βιβλίου), αντιφατικός και παγαπόντης, κατεργαράκος και παμπόνηρος, ψεύτης και μοιχός, που επιβιώνει (ίσως και ακριβώς γι' αυτό) στο όριο των πραγμάτων και των καταστάσεων. Ο Τζέι Μέντελσον εξαγριώνεται και διατυπώνει ανοιχτά, στην τάξη τις ενστάσεις του, προκαλώντας το αυθόρμητο ενδιαφέρον των φοιτητών που κάποια στιγμή έρχονται κοντά του, με τρόπο που ο Ντάνιελ Μέντελσον δεν είχε καταλάβει μέχρι να του το αποκαλύψουν στο τέλος των μαθημάτων.



Στην κρουαζιέρα, ο Ντάνιελ θα δει μια άλλη πλευρά του πατέρα του, πιο χαλαρή, άκρως γοητευτική, να τραγουδάει και να γίνεται το επίκεντρο των συζητήσεων. Τον έβλεπε να κάνει πλάκα, να γελάει ανέμελα, να μετατρέπεται σε έναν Οδυσσέα μετά την επιστροφή στην πατρίδα, μακριά από την περιπλάνηση και τις περιπέτειες, συμφιλιωμένο με την ηλικία και το παρελθόν του. Σε μερικές μοναδικές σκηνές του βιβλίου, οι δύο άνδρες συζητήσουν και θα κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, διαλύοντας την αμηχανία του παρελθόντος, ενώ για πρώτη φορά θα υπάρξει πραγματική εμπιστοσύνη και συμφιλίωση μεταξύ τους.

«Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα λόγος, ένας λόγος που μου κάνει πάντα έντονη εντύπωση όποτε ξαναδιαβάζω τώρα πια το ποίημα. Δίνοντας έμφαση στην ανεπάρκεια του γιου, ο ποιητής κάνει κι εμάς να λαχταρούμε την εμφάνιση του πατέρα με το αδιαφισβήτητο κύρος και τις ικανότητές του. Μ’ αυτό τον τρόπο η Οδύσσεια συνολικά αναπαριστά την αλήθεια ενός από τους πιο διάσημους και σκληρούς στίχους, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της Αθηνάς, στο τέλος της σκηνής της συνέλευσης: «…λίγοι είναι οι γιοι που φτάνουν τον πατέρα τους σε αξία▪ / οι πιο πολλοί υστερούν, ελάχιστοι υπερβαίνουν».»

Το βιβλίο αποτελεί και μια υπέροχη ανάλυση της Οδύσσειας του Ομήρου, για ένα μεγαλύτερο κοινό που δεν έχει φιλολογικές γνώσεις, ή, δεν θυμάται πολλές λεπτομέρειες από το έπος αυτό. Το βιβλίο απαντάει στο ερώτημα, αν είναι επίκαιρη η αρχαία γραμματεία και αν μπορεί να μας αγγίξει και να μας διαπαιδαγωγήσει ξανά. Ο Μέντελσον, αναλύει στους φοιτητές του, παιδιά εύστροφα τα περισσότερα, με μεγαλύτερο ή μικρότερο εύρος γνώσεων, βήμα-βήμα το ποίημα, προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον τους με απλά και κατανοητά παραδείγματα, μετατρέποντας τον Τηλέμαχο και τον Οδυσσέα σε σύγχρονους λογοτεχνικούς ήρωες για τους οποίους μπορούμε να συζητάμε (και να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε) με τις ώρες.

Το "Μια Οδύσσεια" είναι ένα ταξίδι προς εαυτόν, ένα μάθημα αυτογνωσίας αλλά και ένα παιδαγωγικό μάθημα, μια απόπειρα κατανόησης ενός σπουδαίου έργου της παγκόσμιας λογοτεχνίας (ίσως του σπουδαιότερου) αλλά και μια ανθρώπινη ιστορία για την σχέση πατέρα και γιου, για την αναζήτηση ταυτότητας, την αίσθηση του "ανήκειν" και της περιπλάνησης, της απώλειας και της φυγής. Είναι ένα βιβλίο για το πόσο καλά (ή και καθόλου) γνωρίζουμε τους γονείς μας, για τις σχέσεις μας μαζί τους και για τα πράγματα που δεν έχουμε κατανοήσει στο παρελθόν. Η σχέση πατέρα και γιου, στο βιβλίο θα περάσει διαστήματα όπου ο ένας θα διδάξει τον άλλον, θα τον πάρει από το χέρι (σε μια σκηνή αυτό γίνεται κυριολεκτικά), θα τον οδηγήσει σε δρόμους που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε.



«Ο πατέρας πλάθει τον γιο του από τη σάρκα και από το πνεύμα του, κι έπειτα τον διαμορφώνει με τις φιλοδοξίες και τα όνειρά του, αλλά και με τη σκληρότητα και τις αποτυχίες του επίσης. Ο γιος όμως, μολονότι είναι του πατέρα του, δεν μπορεί να γνωρίζει τον πατέρα του πλήρως, γιατί ο πατέρας τους έχει προηγηθεί▪ σε κάθε περίπτωση ο πατέρας έχει ήδη ζήσει πολύ περισσότερο από τον γιο, οπότε ο γιος είναι αδύνατο να τον προλάβει, είναι αδύνατο να μάθει τα πάντα. Πώς να μη θεωρούν οι αρχαίοι Έλληνες ότι λίγοι μόνο είναι αντάξιοι του πατέρα τους▪ ότι οι περισσότεροι υστερούν, και ελάχιστοι τους ξεπερνάνε. Δεν είναι θέμα αξίας είναι θέμα γνώσης. Ο πατέρας ξέρει τον γιο του ολοκληρωτικά, αλλά ο γιος ποτέ δεν μπορεί να ξέρει τον πατέρα.»

Είναι ένα βιβλίο συναισθηματικά φορτισμένο αλλά και ταυτόχρονα ένα work in progress, που μοιάζει με "μυθιστόρημα ενηλικίωσης", όπως θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και η Οδύσσεια του Ομήρου  καθώς οι ήρωες, ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος εξελίσσονται κατά τη διάρκειά του, όπως και οι σχέσεις των χαρακτήρων μεταξύ τους. Γραμμένο με έξοχο ύφος μας χαρίζει μοναδικές στιγμές απόλαυσης ενώ προσφέρει και μια ωραία αναλυτική ματιά στο Ομηρικό έπος υπενθυμίζοντάς μας την παγκοσμιότητά του και την διαχρονική του μαγεία.














 
Τετάρτη, Μαρτίου 20, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 20, 2019 | Permalink
"Η Λεωφόρος"

Ένα από τα ωραιότερα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ο βιβλιόφιλος αναγνώστης, είναι όταν ανακαλύπτει καλούς (ή και εξαίρετους) συγγραφείς για τους οποίους δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτα, δεν είχε δει καμία αναφορά στο όνομά τους. Διαβάζοντας αυτούς τους "άγνωστους" (για σένα) συγγραφείς, είναι σαν να ανακαλύπτεις ένα νέο κόσμο, κάτι πολύτιμο και θέλεις να μάθεις όσο γίνεται περισσότερα γι' αυτόν. Η περίπτωση του Trevanian, είναι μια από αυτές τις "αποκαλύψεις". Ο Αμερικανός συγγραφέας που έγινε γνωστός με αυτό το ψευδώνυμο, ήταν ο πανεπιστημιακός, Rodney William Whitaker (Νέα Υόρκη 1931 - Δυτική Αγγλία 2005), ο οποίος εξέδωσε 8 μυθιστορήματα ως Τρεβάνιαν με τεράστια εμπορική επιτυχία καθώς τα περισσότερα από αυτά πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα (θεωρούμενα ως "βιβλία-αεροδρομίου"), ενώ χρησιμοποίησε και άλλα ψευδώνυμα σε βιβλία του χωρίς όμως την ίδια επιτυχία. Το πρώτο βιβλίο του Τρεβάνιαν που εκδόθηκε στα ελληνικά είναι "Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ" ("The Main") - (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κλ. Παπαμιχαήλ, επιμ. Λ. Καλοσπύρος, σελ. 437), ένα ελεγειακό νουάρ μυθιστόρημα με έξοχη ατμόσφαιρα και έναν ακαταμάχητο λογοτεχνικό ήρωα.


"Η λέξη Λεωφόρος αναφέρεται σ' ένα δρόμο και ταυτόχρονα μια ολόκληρη περιοχή. Με την πιο στενή της έννοια, η Λεωφόρος είναι το Μπουλβάρ Σαιν Λωράν, κάποτε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γαλλικό και το αγγλικό Μοντρεάλ, ενώ ο ίδιος ο δρόμος είναι, στην ουσία του και στον τρόπο που αρθρώνεται , γαλλικός. Ένας δρόμος εξαθλιωμένος και θορυβώδης, με μικρομάγαζα και χαμηλά ενοίκια, ήταν φυσικό να αποτελέσει την πρώτη στάση για τα κύματα των μεταναστών που εισέρεαν στον Καναδά, και με την άφιξή τους η "Λεωφόρος" διεύρυνε την έννοιά της ώστε να συμπεριλάβει αλληλοεξαρτώμενα δίκτυα από σοκάκια προς τα δυτικά και τα ανατολικά της ραχοκοκαλιάς του Σαιν Λωράν. Κάθε νέα εθνότητα έμπαινε στη Λεωφόρο σαστισμένη, φοβισμένη, γεμάτη ελπίδα. Κάθε νέα ομάδα σχημάτιζε ένα σφιχτό κλοιό για να προστατευτεί απ' την καχυποψία και την προκατάληψη και συγκεντρωνόταν σε πολιτισμικά γκέτο των οποίων η έκταση περιοριζόταν σε κάποια οικοδομικά τετράγωνα.
Βρήκαν δουλειές, άνοιξαν μαγαζιά, απέκτησαν παιδιά· άλλοι πέτυχαν κι άλλοι απέτυχαν· και, με τη σειρά τους, αντιμετώπιζαν το επόμενο κύμα μεταναστών με καχυποψία και προκατάληψη.
Τα όρια ανάμεσα στο γαλλικό και στο αγγλικό Μόντρεαλ απλώθηκαν σε μια ουδέτερη ζώνη, όπου καμιά γλώσσα δεν υπερτερούσε, και με τον καιρό η Λεωφόρος έγινε ένα τρίτο νήμα στον ιστό της πόλης, μια ξεχωριστή ζώνη από ανάμικτους πολιτισμούς που ωστόσο δεν συγχωνεύονταν. Οι μετανάστες που πρόκοψαν, καθώς και τα περισσότερα παιδιά, μετακόμισαν στο αγγλόφωνο δυτικό Μόντρεαλ. Μα οι γέροι έμειναν, εκείνο που είχαν ξοδέψει τον κόπο και τα χρήματά τους για τη μόρφωση των παιδιών που τώρα ντρέπονται λίγο γι' αυτούς. Οι γέροι έμειναν· κι οι αποτυχημένοι· κι οι χαμένοι."

Η ιστορία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του '70 και η Λεωφόρος είναι, ένας πολυπολιτισμικός δρόμος στην καρδιά του Μόντρεαλ. Μαγαζάκια με μικροεμπόρους, πόρνες που κάνουν πιάτσα, τσοντάδικα και κέντρα διασκέδασης, αυτοκίνητα που κορνάρουν και τουρίστες που περιδιαβαίνουν και πέφτουν θύματα πορτοφολάδων. Ο βετεράνος αστυνόμος Λαπουάντ, ένας χήρος πενηντάρης, είναι ο "πατριάρχης" της λεωφόρου, καθώς όλη τη μέρα πηγαίνει πάνω κάτω, μιλώντας με τους μαγαζάτορες και τις πόρνες, προλαβαίνοντας μικροκλοπές και μη διστάζοντας να χειροδικήσει με τον "παλιό, καλό τρόπο" ενός μπάτσου που δεν καταλαβαίνει από κοινωνικές ευαισθησίες και δημοκρατικές συμπεριφορές. Ζει ολομόναχος, μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, χωρίς να αλλάξει τίποτα στο σπίτι - σε ένα σπίτι που γυρίζει μόνο για να κοιμηθεί. Στην φαντασία του, ζει ακόμα με την γυναίκα του κι έχουν παιδιά (δύο κόρες), παρότι ποτέ τους δεν κατάφεραν να τεκνοποιήσουν, ενώ δυο βράδια τη βδομάδα τα περνάει παίζοντας χαρτιά εδώ και χρόνια με φίλους του μαγαζάτορες της περιοχής.

Όταν ένας νεαρός βρίσκεται νεκρός σε έναν παράδρομο της λεωφόρου, γνωρίζουν από το εγκληματολογικό ότι ο Λαπουάντ θα ασχοληθεί θέλουν δεν θέλουν με την υπόθεση. Μαζί του θα είναι κι ένας νεαρός εκπαιδευόμενος αστυνομικός, ο Γκούτμαν που στην αρχή φρικάρει με τις μεθόδους του έμπειρου Λαπουάντ, που δεν διστάζει να μπουκάρει σε σπίτια χωρίς ένταλμα ή να ξεφτιλίζει τους νταβατζήδες της περιοχής όταν κάνουν μαγκιές, έλα όμως που αυτές οι ενέργειες λειτουργούν προς κατάπληξη του Γκούτμαν.

"...Του Γκούτμαν του φαίνεται περίεργο που ο Λαπουάντ γνωρίζει τόσα πολλά για τις ανθρώπινες αντιδράσεις και την ανθρώπινη κατάσταση και την ίδια στιγμή είναι τόσο αμόρφωτος. Αμφιβάλλει αν ο υπαστυνόμος μπορεί να εξηγήσει όρους όπως το "Εκείνο" του Φρόιντ ή η "ψυχογενής φυγή". Κατά πάσα πιθανότητα, αναγνωρίζει τη λειτουργία αυτών των δυνάμεων και των μηχανισμών, χωρίς να ξέρει να τις ονοματίσει."

Ο Λαπουάντ έχει όμως τα δικά του προβλήματα να διευθετήσει εκτός από τον φόνο. Τα παράπονα στον αστυνομικό διευθυντή της περιοχής για τις μεθόδους του, αυξάνονται κι εκείνος του ζητάει να παραιτηθεί σύντομα με τιμητική σύνταξη, ενώ γνωρίζει και μια νεαρή κουτσή πόρνη που την λυπάται και την φιλοξενεί σπίτι του για ένα βράδυ στην αρχή, που μετά γίνονται περισσότερα, φέρνοντας μια (ευχάριστη στην αρχή) αναστάτωση στην ρουτίνα του. Από την άλλη, προσπαθεί με τον συνεργάτη του να εξιχνιάσουν την δολοφονία που δείχνει να μην είναι τόσο τυχαία όσο έδειχνε στην αρχή, καθώς τα νέα στοιχεία που προστίθενται δείχνουν μια ιστορία αρκετά πολύπλοκη που συνδέεται με παλιότερες δολοφονίες που έγιναν στην περιοχή που ελέγχει ο Λαπουάντ.


Μυθιστόρημα που είναι επικεντρωμένο στον κεντρικό του ήρωα, τον Λαπουάντ, είναι “Η Λεωφόρος”. Ένας άνθρωπος που αντιπροσωπεύει μια παλαιότερη εποχή η οποία φτάνει στο τέλος της και αδυνατεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες μεθόδους, ο αστυνόμος, γνωρίζει ότι δεν έχει μέλλον σε αυτή τη δουλειά, είναι ένας μοναχικός καουμπόι, ένας ήρωας ελεγειακός που βαδίζει προς το τέλος των δοξασμένων του ημερών, που ζει μέσα στη μοναξιά και παρέα με τις αναμνήσεις του. Δίπλα του, στην όλο ζωντάνια αφήγηση του Τρεβάνιαν, ωραία σκιαγραφημένοι χαρακτήρες της ζωής της λεωφόρου, οι πόρνες, οι μαγαζάτορες, τα κλεφτρόνια, αλλά και ο νεαρός εκπαιδευόμενος Γκούτμαν με τις δικές του αγωνίες και άγχη.

Η Λεωφόρος” δεν βασίζεται στην αστυνομική πλοκή, η οποία παρουσιάζει μεν ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι κάτι πρωτότυπο, στερώντας από αυτό το ωραίο νουάρ, την απογείωσή του. Είναι ένα βιβλίο που δίνει το βάρος του, στην ατμόσφαιρα του κεντρικού δρόμου, την λεπτομέρεια στις περιγραφές, στις σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί, στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής σε συνδυασμό με το εμφανές κοινωνικό σχόλιο για τις αλλαγές με εταιρείες που χτίζουν γραφεία και σπίτια, για μια πόλη που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς.

Χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία από τον κινηματογράφο (οι περιγραφές της λεωφόρου θυμίζουν πανοραμικά πλάνα και εικόνες από ταινίες του Σκορτσέζε ή το (έξοχο) τηλεοπτικό «The Deuce»), με ωραίους διαλόγους και έναν ήρωα που χαράσσεται στη μνήμη σου, “Η Λεωφόρος”, είναι ένα θαυμάσιο page-turner βιβλίο που το απολαμβάνεις και περνάς υπέροχα μαζί του. Το κυριότερο όμως είναι ότι με αυτό το μυθιστόρημα γνωρίζουμε έναν σημαντικό συγγραφέα, ανυπομονώντας για το γνωστότερο βιβλίο του, το “Shibumi” που θα μεταφραστεί κι αυτό στη γλώσσα μας.

Βαθμολογία 79 / 100



 
Τετάρτη, Μαρτίου 13, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 13, 2019 | Permalink
Κόμπρα

Μια συναρπαστική ιστορία που εκτυλίσσεται στη Νότια Αφρική του σήμερα, στην «μετά-απαρτχάιντ» εποχή, είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα του Νοτιοααφρικανού συγγραφέα Deon Meyer (Paarl, 1958), με τίτλο «ΚΟΜΠΡΑ» («Kobra») – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. (από τα Αγγλικά) Α.Αποστολίδης, σελ.456). Μυστικές υπηρεσίες, βίαια εγκλήματα, πολιτικά παιχνίδια ανακατεύονται σε ένα βιβλίο με ξέφρενο ρυθμό, που ο αναγνώστης δεν παίρνει ανάσα από την έντονη δράση και την αγωνία.


Ο αστυνόμος Μπένι Γκρίσελ, που προσπαθεί να θεραπευτεί από το πρόβλημα αλκοολισμού του, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα σκηνικό αίματος σε μια απόμερη βίλα έξω από το Κέιπ Τάουν. Αρκετοί νεκροί συνθέτουν ένα παζλ ερωτηματικών που ο Γκρίσελ με την επίλεκτη ομάδα της αστυνομίας του Κέιπ Τάουν, που αποκαλείται «Γεράκια» καλούνται να επιλύσουν.
Οι φόνοι ήταν όλοι εκτελεσμένοι με ακρίβεια που έδειχνε επαγγελματίες, ενώ οι νεκροί ήταν ντυμένοι με καινούργια κοστούμια και ήταν σωματώδεις. Η έπαυλη είχε νοικιαστεί σε κάποιον Βρετανό μέσω ηλεκτρονικής συναλλαγής και αλληλογραφίας από μια εταιρεία ασφαλείας που ειδικεύεται σε αυτού του είδους τις δουλειές με πανάκριβο αντίτιμο. Τα στοιχεία όμως δεν οδηγούν πουθενά καθώς ο ενοικιαστής είχε δώσει ψεύτικο όνομα. Μετά από μια επίσκεψη στην Βρετανική Πρεσβεία και ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, ο Γκρίσελ ανακαλύπτει ότι στην βίλα φιλοξενείτο ένας διάσημος Άγγλος μαθηματικός που είχε εξελίξει μια φόρμουλα ανεύρεσης των μεθόδων διακίνησης μαύρου χρήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, και ο οποίος είχε απαχθεί από τους εκτελεστές για τους οποίους δεν μπορούσε να βρεθεί κανένα στοιχείο, παρά μόνο ότι στην εσωτερική πλευρά κάθε κάλυκα που βρέθηκε στον τόπο των εγκλημάτων, ήταν χαραγμένη μια Κόμπρα.   

Στην υπόθεση μπλέκεται τελείως τυχαία και ένα νεαρό κλεφτρόνι, ο Τάιρον που επιδίδεται με μεγάλη ικανότητα σε μικροκλοπές από μικρό παιδί. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πιο ριψοκίνδυνος, διότι πρέπει να καλύψει τις σπουδές της αδελφής του στην Ιατρική. Δεν διστάζει λοιπόν, να βουτήξει την τσάντα μιας καλλίγραμμης τουρίστριας έξω από ένα εμπορικό κέντρο. Η τσάντα όμως περιέχει μια κάρτα μνήμης που θέλει πολύ ο εκτελεστής με τον κωδικό όνομα Κόμπρα, ο οποίος παρακολουθεί την σκηνή της κλοπής και κυνηγάει τον νεαρό πορτοφολά σκορπίζοντας νεκρούς στην προσπάθειά του να τον πετύχει.
Στην ιστορία εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες των Βρετανών αλλά και η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας της Ν.Αφρικής, που τυπικά αναλαμβάνουν τις έρευνες. Ο Γκρίσελ και η ομάδα του, τα Γεράκια, βρίσκονται στη μέση, μεταξύ της απαγόρευσης από τους ανώτερούς τους να ασχολούνται άλλο με την υπόθεση, αλλά και των συνεχιζόμενων φόνων από τη μια άκρη του Κέιπ Τάουν στην άλλη, καθώς το κυνηγητό του Τάιρον φέρνει κι άλλους νεκρούς σε μια ιστορία βίας και συνεχούς αγωνίας.

«Που πήγε η εποχή όπου αυτή η χώρα ήταν το σκουπίδι του κόσμου και κανείς δεν ερχόταν; Όταν ήξερες τουλάχιστον πως ο ύποπτος ήταν κάποιο εδώδιμο κάθαρμα;»

Η δράση εκτυλίσσεται στην ευρύτερη περιοχή του Κέιπ Τάουν και μέσα στην πόλη, η ομορφιά του τοπίου έρχεται σε αντίθεση με την βία και την σκληρότητα, τους ρυθμούς της μοντέρνας πόλης που αναπτύσσεται. Ο Μέγιερ δεν περιγράφει (με εξαιρετικό τρόπο) μια απλή ιστορία κατασκοπίας, καταδίωξης και αγωνίας, αλλά μέσα από την ξέφρενη πλοκή, ασκεί κοινωνική και πολιτική κριτική στο σύστημα και στην σύγχρονη πολιτική κατάσταση της χώρας του, με την διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, τον ρατσισμό και τις ανισότητες να είναι ακόμα έντονες και τα πολιτικοοικονομικά παιχνίδια να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.

Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στους χαρακτήρες, κυρίως στους δύο ήρωές του, τον κουρασμένο αλλά ικανότατο αστυνομικό Γκρίσελ, που δίνει τον προσωπικό του αγώνα να καταπολεμήσει τον αλκοολισμό και μια ελαφρά κατάθλιψη που του έχει επιφέρει η ερωτική του σχέση με μια επιτυχημένη τραγουδίστρια και στον νεαρό πορτοφολά Τάιρον, που μια ζωή προσπαθούσε να επιβιώσει στους δρόμους της πόλης και τώρα τρέχει να γλυτώσει από μια απειλή που φαίνεται ανίκητη ενώ και οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστές της ιστορίας δεν μένουν πίσω σε ενδιαφέρον. Η τεχνολογία διαδραματίζει πολύ ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή του βιβλίου. Τα κινητά τηλέφωνα, οι σύγχρονες τεχνικές παρακολούθησης αντικαθιστούν τα παραδοσιακά μέσα κάνοντας την εξέλιξη της ιστορίας ιλιγγιώδη και εφιαλτική.

Ο Μέγιερ ειδικεύεται σε αυτό το στυλ ιστοριών, αστυνομικές με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις στη σύγχρονη Νότια Αφρική. Γράφει στα Αφρικάανς και θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς της χώρας του με πολλές διεθνείς διακρίσεις. Στο πρώτο του βιβλίο που μεταφράζεται στα ελληνικά, μας εκπλήσσει με την δύναμη και την ζωντάνια της γραφής του. Η «Κόμπρα» είναι ένα εκπληκτικό page-turner, μια ιστορία που από κάποια στιγμή και μετά δεν σε ενδιαφέρει αν είναι αληθοφανή όσα διαβάζεις (που μάλλον είναι αλλά who cares), καθώς παρασύρεσαι από την ροή και τον ρυθμό της καταιγιστικής δράσης, σε ένα βιβλίο που σίγουρα θα σε κάνει να περάσεις υπέροχα διαβάζοντάς το.

Βαθμολογία 80 / 100



 
Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2019 | Permalink
Ένα ταξίδι στα βιβλιοπωλεία του κόσμου ("Βιβλιοπωλεία" του Jorge Carrion)
«Περί των βιβλίων ως αντικειμένων, ως πραγμάτων, περί των βιβλιοπωλείων ως αρχαιολογικών χώρων ή παλιατζίδικων ή αρχείων που προβάλλουν αντίσταση στο να μας αποκαλύψουν τη γνώση που κατέχουν, που αρνούνται από τη φύση τους να καταλάβουν τον χώρο στην ιστορία του πολιτισμού που τους αναλογεί, περί της στάσης τους να πηγαίνουν, πολλές φορές, κόντρα σε χωρικούς διαχωρισμούς, να εναντιώνονται σε μια πολιτική διαχείριση του χώρου υπό όρους εθνικούς και κρατικούς, περί της σπουδαιότητας της κληρονομιάς, περί της διάβρωσης του παρελθόντος, περί της μνήμης και των βιβλίων, περί της άυλης κληρονομιάς και της αποτύπωσής της σε υλικά που τείνουν στην αποσύνθεση, περί του Βιβλιοπωλείου και της Βιβλιοθήκης ως διπρόσωπου Ιανού ή ως δίδυμων αδελφών ψυχών, περί της (πάντα αστυνομικής) λογοκρισίας, περί των χώρων που δεν έχουν πατρίδα, περί του βιβλιοπωλείου ως καφέ και ως σπιτικού πέρα και πάνω από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, την Ανατολή και την Δύση, τον δυτικό και τον ανατολικό πολιτισμό, περί του βίου και του έργου των βιβλιοπωλών, με μόνιμη στέγη ή περιπλανώμενων, απομονωμένων ή μελών μιας κοινής παράδοσης, περί της έντασης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο χειροτέχνημα και τη μαζική παραγωγή, περί της δύναμης που έχει η συνάντηση σε ένα βιβλιόφιλο περιβάλλον, και του ερωτισμού της (λανθάνον σεξ), περί της ανάγνωσης ως έμμονης ιδέας και ως παραφοράς αλλά και ως ασυνείδητης παρόρμησης ή επιχειρηματικού σχεδίου, με τα ανάλογα προβλήματα διαχείρισης και την εργασιακή εκμετάλλευση, περί των τόσων κέντρων και των αναρίθμητων περιφερειών, περί του κόσμου ως βιβλιοπωλείου και του βιβλιοπωλείου ως κόσμου, περί της ειρωνείας και της σοβαρότητας, περί της ιστορίας όλων των βιβλίων και περί συγκεκριμένων βιβλίων, με ονοματεπώνυμο στα εξώφυλλα, από χαρτί ή πίξελ, περί των βιβλιοπωλείων όλου του κόσμου και περί των δικών μου βιβλιοπωλείων, περί όλων αυτών θα μιλήσει αυτό το βιβλίο, που μέχρι πριν από λίγο βρισκόταν σε ένα βιβλιοπωλείο ή σε μια βιβλιοθήκη ή στο σπίτι κάποιου φίλου και το οποίο τώρα ανήκει έστω και προσωρινά, αναγνώστη, στη δική σου βιβλιοθήκη.»

Ένα βιβλίο για τα βιβλιοπωλεία του κόσμου, για την αγάπη των βιβλίων, για το βιβλίο ως ανάγκη, προτεραιότητα, πολύτιμο αγαθό, είναι το σαγηνευτικό «ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ, ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη» («Librerias»), του Ισπανού καθηγητή δημιουργικής γραφής και δημοσιογράφου, Jorge Carrion (Ταραγόνα, 1976) - (εκδ. Ποταμός, (έξοχη) μετάφρ. Κων/νος Παλαιολόγος, σελ.418). Ένα βιβλίο που είναι ένα ταξίδι μύησης στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη, ανά τους αιώνες και ανά τις ηπείρους. Ένα ταξίδι όχι μόνο για το εμπόριο και το αλισβερίσι γύρω από τα βιβλία αλλά και για την βιβλιοφιλία, το παρόν και το μέλλον των βιβλιοπωλείων όχι μόνο ως επιχειρήσεις αλλά και ως χώρων που προάγουν την ανάγνωση.


«Κάθε βιβλιοπωλείο συμπυκνώνει τον κόσμο.»

Χωρισμένο σε 15 ενότητες (την πολυσέλιδη εισαγωγή και 14 τμήματα), το βιβλίο του Καριόν, ξεκινώντας με τις (απαραίτητες) αναφορές στο εμβληματικό "Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ" του Στ. Τσβάιχ, και μέσω αυτού στον μοναδικό "Φούνες ο μνήμων" του Μπόρχες και στην "Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών" του Ντανίλο Κις, ταξιδεύει σε βιβλιοπωλεία που ειδικεύονται στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, σε αλυσίδες καταστημάτων, και από την αρχαία στην σύγχρονη Ελλάδα, περνάει στην ιστορία της εμπορίας βιβλίων, στα παλαιότερα βιβλιοπωλεία της Ευρώπης και του κόσμου. Ένα τμήμα του βιβλίου αφιερώνεται στο τουριστικότερο βιβλιοπωλείο της Ευρώπης, το Shakespeare and Company και τις διαφορετικές ζωές του όπως και στο "αδελφάκι" του, το περίφημο "City lights" το βιβλιοπωλείο του Λώρενς Φερλινγκέτι στο Σαν Φρανσίσκο. Το ταξίδι του Καριόν συνεχίζεται στην κεντρική Ευρώπη με αναφορές στον Στάλιν, τον Χίτλερ, την λογοκρισία, την Ιερά Εξέταση για να περάσει στην Κούβα του Φ.Κάστρο και από εκεί στα βιβλιοπωλεία της Ανατολής, τους δρόμους που άνοιξε στους Ευρωπαίους βιβλιόφιλους ο Πωλ Μπόουλς, στα παζάρια για βιβλία και άλλα αντικείμενα στην Τουρκία και στην Κίνα.

«Τα βιβλία γράφονται, μόνο και μόνο προκειμένου να συνδεθούν οι άνθρωποι, ξεπερνώντας την πεπερασμένη ύπαρξή του, ώστε να αμυνθούμε απέναντι στους αμείλικτους αντιπάλους της ζωής μας: την παροδικότητα και τη λησμονιά»

Δύο τμήματα του βιβλίου αφιερώνονται στην Βόρεια και τη Νότια Αμερική, στις Η.Π.Α. από την ανατολική στη δυτική ακτή, σε βιβλιοπωλεία-ορόσημα, γνωστά και άγνωστα, μικρά και μεγάλα (μερικά πραγματικά τεράστια σαν καζίνα) και στην Λατινική Αμερική ακολουθώντας τα βήματα του Ρ.Μπολάνιο στη Χιλή και στο Μεξικό, του Κορτάσαρ και του Μπόρχες στην Αργεντινή, για να επανέλθει στο Παρίσι και στα μεγάλα βιβλιοπωλεία του, και να συνεχίσει με τις μεγάλες αλυσίδες, πως αναπτύχθηκαν αυτές και την κρίση που πέρασαν και το μέλλον τους, για να μεταφερθεί σε μακρινούς τόπους, στην Αυστραλία, στη Νότια Αφρική, στην Παταγονία. Βαδίζοντας προς το τέλος, ο Καριόν γράφει για τα βιβλιοπωλεία του 21ου αιώνα, τα βιβλιοπωλεία-καφέ, τα βιβλιοπωλεία-γκαλερί, τα βιβλιοπωλεία-πολυχώρους για να νοσταλγήσει τα "καθημερινά βιβλιοπωλεία", αυτά της γειτονιάς, όπως τα έζησε στα παιδικά του χρόνια στην Βαρκελώνη και να μιλήσει για τα βιβλιοπωλεία της πόλης που μεγάλωσε. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με το "εικονικό βιβλιοπωλείο" που έχει επικρατήσει παγκοσμίως και τις σκέψεις για το μέλλον του συγγραφέα.

«Το να συσσωρεύεις ερωτικές εμπειρίες είναι όπως το να συσσωρεύεις διαβάσματα: το ίχνος τους είναι εικονικό, μνήμη και τίποτε άλλο. Το να κλέβεις ή να αγοράζεις βιβλία ή να σ’ τα χαρίζουν σημαίνει ότι τα κατέχεις: για ένα συστηματικό αναγνώστη η διαμόρφωση της βιβλιοθήκης δύναται να διαβαστεί, αν όχι ως το αφήγημα ολόκληρης της ζωής του, τουλάχιστον ως μια παρομοίωση της διάπλασής του ως ατόμου στη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, όταν η εν λόγω κατοχή είναι αποφασιστική.»


Τα «Βιβλιοπωλεία» μοιάζουν ως προς το ύφος με την έξοχη «Ιστορία της ανάγνωσης» του Alberto Manguel, ένα βιβλίο που μάλλον χρησίμευσε ως οδηγός στον Καριόν. Με συντροφιά υπέροχα επιγράμματα που συνοδεύουν κάθε κεφάλαιο του Ντιντερό, του Κορτάσαρ, του Πεσσόα, του Κανέτι, ο συγγραφέας περιγράφει βιβλιοπωλεία τόπους συνάντησης, βιβλιοπωλεία που είναι πλέον τουριστικές ατραξιόν, θρηνεί για το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της Βαρκελώνης που μετατράπηκε σε ΜακΝτόναλντς, επισημαίνει την τάση που έγινε μόδα και ίσως ανάγκη, προς ένα πιο σύνθετο βιβλιοπωλείο που έχει και άλλες χρήσεις, εξετάζει το φαινόμενο Amazon και των δρόμων που άνοιξε αυτό.

«Όλα τα βιβλιοπωλεία είναι πυξίδες: αν τα μελετήσεις, σου προσφέρουν ερμηνείες του σύγχρονου κόσμου πολύ πιο καίριες από εκείνες που προσφέρουν άλλες αντιπροσωπευτικές εικόνες ή άλλοι χώροι.»

Τα «Βιβλιοπωλεία» δεν είναι ένας τουριστικός οδηγός για βιβλιόφιλους ταξιδιώτες, ούτε ένα προϊόν μάρκετινγκ αλλά ένα βιβλίο με φιλοσοφική διάθεση, ένα ανάγνωσμα που πίσω του έχει πολλή έρευνα και κυρίως, την παθιασμένη περιπλάνηση ενός ανθρώπου που λατρεύει το βιβλίο, με στιβαρές λογοτεχνικές γνώσεις. Είμαστε έτη φωτός μακριά από γλυκανάλατες σάλτσες για βιβλιοπωλεία που χάθηκαν, ή, για ρομαντικά «παραμυθένια» βιβλιοπωλεία που έχουν γοητευτικές κυρίες που ερωτεύονται ωραίους κυρίους. Ο Καριόν δεν γράφει μια «νεκρολογία», ούτε θρηνεί για την παρακμή των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων, δεν είναι πεσιμιστής για το μέλλον τους, ούτε μπαίνει στα χωράφια των οικονομικών μοντέλων, του τρόπου διανομής, την σχέση εκδότη-βιβλιοπώλη. Τον συγγραφέα ενδιαφέρουν οι ιστορίες πίσω από τα εμβληματικά ή όχι βιβλιοπωλεία, τους ανθρώπους που πραγματοποίησαν τα όνειρά τους.

«Η λογοτεχνία είναι μαγεία και ανταλλαγή, και επί αιώνες μοιραζόταν με τα χαρτονομίσματα το γεγονός ότι τυπωνόταν σε χαρτί, γι’ αυτό έχει πέσει θύμα τόσων πυρκαγιών. Τα βιβλιοπωλεία είναι επιχειρήσεις σε διπλό επίπεδο, ταυτόχρονα και κατά τρόπο αδιαχώριστο: οικονομικό και συμβολικό, πώληση αντιτύπων και δημιουργία και καταβαράθρωση μύθων, επαναβεβαίωση της κυρίαρχης αισθητικής ή εφεύρεση μιας καινούργιας, καταθέσεις και χρέη. Τα βιβλιοπωλεία ανέκαθεν, υπήρξαν τόποι σύν(τ)αξης του λογοτεχνικού κανόνα και, συνεπώς, σημεία στρατηγικής σημασίας για τη γεωπολιτική του πολιτισμού. Το μέρος όπου η λογοτεχνία αποκτά φυσική υπόσταση και, ως εκ τούτου, γίνεται πιο διαχειρίσιμη.»

Το βιβλίο είναι ένα προσωπικό ταξίδι που γίνεται όμως γενικό και αφορά όλους τους αναγνώστες που αγαπάνε τα βιβλία και ενδιαφέρονται για την ιστορία τους, από μια πλευρά που συνήθως αποσιωπάται. Από την πλευρά του εμπορίου, για τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση, μεταξύ του παραγωγού (συγγραφέας, επιμελητής, εκδότης) και του καταναλωτή (αναγνώστης), γι’ αυτούς που πρέπει να ισορροπήσουν σε δύο βάρκες – από τη μια να διατηρούν μια επιχείρηση βιώσιμη, από την άλλη να ενημερώνονται συνεχώς, να διαβάζουν και να συνεχίσουν να υπηρετούν το όραμά τους. Και όπως έγραφε ο Έκτορ Γιάνοβερ στο βιβλίο του «Memorias de un librero» : «Ένας βιβλιοπώλης είναι ένας άνθρωπος που όταν ξεκουράζεται διαβάζει▪ όταν διαβάζει, διαβάζει καταλόγους βιβλίων▪ όταν κάνει βόλτα, κοντοστέκεται στις βιτρίνες άλλων βιβλιοπωλείων▪ όταν πάει σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, επισκέπτεται βιβλιοπώλες και εκδότες. Τότε μια μέρα, αυτός ο άνθρωπος αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο για το επάγγελμά του. Ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο που θα πάει να βρει τα υπόλοιπα στις βιτρίνες ή τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Άλλο ένα βιβλίο για να το τοποθετήσει, να του βάλει τιμή, να το καθαρίσει, να το παραγγείλει ξανά, να το αποκλείσει οριστικά. Ο βιβλιοπώλης είναι το άτομο εκείνο που έχει μεγαλύτερη συνείδηση από όλους της μηδαμινότητας του βιβλίου, της σπουδαιότητάς του. Γι’ αυτό είναι ένας άνθρωπος διχασμένος▪ το βιβλίο είναι ένα εμπόρευμα που αγοράζεις και πουλάς, και αυτός συγκροτεί αυτό το εμπόρευμα. Αγοράζει και πουλάει τον εαυτό του.»

Με ωραίο στυλ και θαυμάσιο ρυθμό, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, ένα νοσταλγικό memoir, ένα ταξίδι στον χρόνο ενός ταξιδιώτη διαφορετικού από τους συνηθισμένους. Τα «Βιβλιοπωλεία» είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί από τους βιβλιόφιλους αναγνώστες, από αυτούς που αγαπάνε τα λογοτεχνικά ταξίδια, αλλά και από τους επαγγελματίες του χώρου ή τουλάχιστον από όσους αγαπάνε πραγματικά αυτό που κάνουν. Είναι ένα βιβλίο πολύτιμο και ταυτόχρονα απολαυστικό, τολμηρό και γεμάτο ωραίες σελίδες, ένα υπέροχο ανάγνωσμα.

«Ο διάλογος μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων συλλογών, μεταξύ Βιβλιοπωλείου και Βιβλιοθήκης, είναι (...) τόσο παλιός όσο πολιτισμός▪ αλλά η ζυγαριά της Ιστορίας πάντα κλίνει προς τη δεύτερη. Το βιβλιοπωλείο είναι ελαφρύ, η Βιβλιοθήκη βαριά. Η ελαφρότητα του διαρκούς παρόντος σε αντίθεση με το βάρος της παράδοσης. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξένο στην ιδέα του βιβλιοπωλείου από την έννοια της αποθησαύρισης. Την ώρα που ο βιβλιοθηκάριος συγκεντρώνει, αποθησαυρίζει, και το πολύ πολύ δανείζει για λίγο το εμπόρευμα - που πλέον δεν είναι τέτοιο και η αξία του παγώνει -, ο βιβλιοπώλης αποκτά για να ξεφορτωθεί ό,τι έχει αποκτήσει, πουλάει και αγοράζει, θέτει σε κυκλοφορία. Η δουλειά του είναι η διακίνηση, η μεταβίβαση. Η Βιβλιοθήκη βρίσκεται πάντα ένα βήμα πίσω: κοιτάζει προς το παρελθόν. Το Βιβλιοπωλείο, αντιθέτως, είναι δεμένο στην ένταση του παρόντος, υποφέρει μαζί του, αλλά ταυτόχρονα διεγείρεται από τη ροπή του στις αλλαγές. Αν η Ιστορία εξασφαλίζει την ύπαρξή στο διηνεκές της Βιβλιοθήκης, το Μέλλον απειλεί διαρκώς την ύπαρξη του Βιβλιοπωλείου. Η Βιβλιοθήκη είναι στέρεη, μνημειώδης, είναι στενά συνδεδεμένη με την εξουσία, τους τοπικούς κυβερνώντες, τα κράτη και τους στρατούς τους (...). Το Βιβλιοπωλείο αντιθέτως είναι ρευστό, εφήμερο, διαρκεί όσο διαρκεί η ικανότητά του να διατηρεί με ελάχιστες αλλαγές μια ιδέα των καιρών του ή του καιρού του. Η Βιβλιοθήκη είναι σταθερότητα. Το Βιβλιοπωλείο διανέμει, η Βιβλιοθήκη συντηρεί. »