Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2020 | Permalink
"Οι ακρωτηριασμένοι"

 

Ο Τσέχος Hermann Ungar (1893, Boscovice – 1929, Πράγα) είναι μια ιδιότυπη περίπτωση ελάσσονα συγγραφέα του Μεσοπολέμου, που στο όνομά του δεν πρόκειται να σταθεί ιδιαίτερα ο ιστορικός της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ίσως κι ο υποτιμημένος Robert Walser (άλλος ένας σημαντικός συγγραφέας αυτής της περιόδου). Ο Ούνγκαρ ήταν εβραϊκής καταγωγής, από εύπορη οικογένεια που έγραφε στα γερμανικά και ο σύντομος θάνατός του σε ηλικία μόλις 36 ετών από περιτονίτιδα, στέρησε το λογοτεχνικό σύμπαν από έναν συγγραφέα που σίγουρα θα πρόσφερε πολλά. Έχοντας «πέσει πάνω» σε ιερά τέρατα της εποχής (Φραντς Κάφκα, Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ, Ρόμπερτ Μούζιλ και άλλους) ξεχάστηκε γρήγορα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε (και δεν είναι) ένας πολύ σημαντικός δημιουργός που προκάλεσε πολλές συζητήσεις την εποχή του για τα βιβλία του. Μόνο δύο μυθιστορήματα πρόλαβε να γράψει ο Ούνγκαρ, τους «ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΥΣ» το 1923 και την «ΤΑΞΗ» το 1927, ενώ είχε εμφανιστεί στη λογοτεχνική σκηνή με μια συλλογή διηγημάτων το 1920 και κάποια διηγήματά του εκδόθηκαν μετά θάνατο. Είχε γράψει επίσης και δύο θεατρικά έργα και ένα δοκίμιο.
 
Με το έργο του Ungar, είχα έρθει σε επαφή πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νεφέλη «Η Τάξη» σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, ένα πολύ εντυπωσιακό μεταφορικό μυθιστόρημα για την εξουσία και την παράνοια, που είναι μάλλον εξαντλημένο. Την χρονιά που φεύγει, είχαμε την πολύ ωραία έκδοση από τις εκδόσεις Ροές, του πρώτου (χρονολογικά) μυθιστορήματος του Hermann Ungar, με τίτλο «ΟΙ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΙ» («Die Verstummelten»), σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα και (ωραίο) επίμετρο της Πελ. Τσινάρη (σελ. 255), ενός βιβλίου που γνώρισε στον περισσότερο κόσμο (και σε νέες γενιές αναγνωστών) τον συγγραφέα, προκαλώντας ενδιαφέρον και για την «Τάξη» (που είναι το πιο γνωστό βιβλίο του).
 


«Οι Ακρωτηριασμένοι», είναι ένα έξοχο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, που έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Φραντς Πόλτσερ, ένας άχρωμος και αδιάφορος υπάλληλος τραπέζης που περνάει απαρατήρητος και κανείς δεν αναρωτιέται ποτέ γι’ αυτόν. Ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα, τα δεκαεπτά χρόνια που δουλεύει στην τράπεζα, στο ίδιο πόστο, την ίδια διαδρομή, τις ίδιες ώρες ύπνου, τις ίδιες βόλτες τις Κυριακές που δεν εργάζεται.
 
Μεγαλωμένος σε μια καταπιεστική οικογένεια, με πολύ ξύλο από τον πατέρα του που μάλλον διατηρούσε ερωτική σχέση με την ίδια του την αδερφή, η οποία είχε έρθει να μείνει μαζί τους μετά τον θάνατο της μητέρας του Φραντς, ο ήρωας φοβάται τα πάντα, τον εξωτερικό κόσμο, τις γυναίκες, την οποιαδήποτε αλλαγή στη ρουτίνα του. Στο μυαλό του έχει μόνο πώς θα διατηρηθεί η τάξη των πάντων και πως θα αποφύγει τις ανατροπές στη ζωή του.
 
Ο μοναδικός του φίλος ήταν ο Εβραίος Καρλ Φάντα, γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας, που ο πατέρας του είχε βοηθήσει τον Φραντς να βρει τη θέση στην τράπεζα που δούλευε. Ο Καρλ ήταν παντρεμένος και είχε έναν γιο, αλλά μια άγνωστη και οδυνηρή ασθένεια τον είχε καθηλώσει στην αναπηρική καρέκλα, ακρωτηριασμένο – από το σώμα του είχαν απομείνει μόνο ο κορμός και το ένα χέρι. Καθηλωμένος ο Καρλ ζηλεύει αφόρητα την σύζυγό του και ζει απομονωμένος με τους εφιάλτες του σε ένα δωμάτιο.
 
«Ο πατέρας του τον έδερνε συχνά, ενώ η θεία τον κρατούσε ακίνητο. Όποτε ο Πόλτσερ τύχαινε να τον ονειρευτεί τη νύχτα, ένιωθε απέραντο τρόμο στη θέα των λεκιασμένων ρούχων του και του κατακόκκινου, ανέκφραστου προσώπου του, πίσω από το οποίο έστεκε η θεία που τον παρακινούσε να τον χτυπήσει και να τον βασανίσει. Μα το επόμενο πρωί, όταν συναντούσε τον πατέρα του, ο Πόλτσερ ευχόταν κρυφά να τον ξαναχτυπήσει. Ήθελε να δει το όνειρό του να ζωντανεύει, και μαζί μ’ αυτό να ζωντανέψει και το μίσος για τον πατέρα, καθώς εκείνος θα ανεβοκατέβαζε τις δυνατές γροθιές στην πλάτη του γιου. Καταλάβαινε βέβαια την ίδια στιγμή ότι είχε πια μεγαλώσει, ωστόσο ήξερε πως ήταν πιο αδύναμος, πολύ πιο αδύναμος από τον πατέρα του.»
 


Ο Φραντς Πόλτσερ, νοικιάζει για χρόνια ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας χήρας, της κυρίας Κλάρας Πόργκες. Κάποια στιγμή, θα υποκύψει στην πολιορκία αυτής της σεξουαλικά αχόρταγης γυναίκας, η οποία θα τον αναγκάσει να αλλάξει τους ρυθμούς του, να πηγαίνει μαζί του στο καφέ που σύχναζε για χρόνια μόνος παρατηρώντας τους άλλους, να τον συνοδεύει στους προγραμματισμένους περιπάτους του, να την συστήσει στον Καρλ και στην οικογένειά του. Ο Καρλ μπορεί να κυριεύεται από σεξουαλικές φαντασιώσεις και να κάνει σκηνές ζηλοτυπίας στη σύζυγό του, θα χρειαστεί όμως και νοσοκομειακή φροντίδα, την οποία θα του παρέχει, ένας σωματώδης τύπος, πρώην κρεοπώλης, τελείως ψυχάκιας με την θρησκεία, που κουβαλάει πάντα πάνω του ένα τεράστιο μαχαίρι με το οποίο έσφαζε τα κρέατα όταν δούλευε στο χασάπικό του, ενώ συνηθίζει να φοράει την αιματοβαμμένη ποδιά του, όταν επιδίδεται στις θρησκευτικές του συνήθειες.
 
Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, και ο παρανοϊκός πλέον Καρλ, μετακομίζει στη πανσιόν της Κλάρας Πόργκες νοικιάζοντας ένα δωμάτιο, όπου διαμένει με τον πάντα άυπνο και σε διαρκή εγρήγορση χασάπη/νοσοκόμο του, ενώ ο Φραντς Πόλτσερ που προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα μεταξύ του φίλου του και της συζύγου του που την υποψιάζεται για τα πάντα, βλέπει την ξεσαλωμένη χήρα να του κάνει τη ζωή κόλαση, απαιτώντας όλο και περισσότερο σεξ σε αντάλλαγμα για τη διαμονή του. Ο κλοιός στενεύει και γίνεται περισσότερο ασφυκτικός, ενώ η τάξη στη ζωή του ήρωα έχει διασαλευτεί τελείως με απρόβλεπτες συνέπειες.
 
«Η τάξη έχει διασαλευτεί, σκέφτηκε. Καθόταν στο παγκάκι και κοιτούσε το πλατύ ποτάμι. Πρέπει να αποκατασταθεί η τάξη για να μην γκρεμιστούν τα πάντα. Δεν είναι δεισιδαιμονία αυτό, όπως λέει ο Καρλ. Μπορεί όμως να είναι φόβος Θεού. Επειδή ο Θεός είναι γαλήνη, βεβαιότητα και τάξη.»
 
Γραμμένο με ψυχρό και αποστασιοποιημένο ύφος, το μυθιστόρημα του Ούνγκαρ, μεταφέρει την εφιαλτική και ζοφερή ατμόσφαιρα σήψης και παρακμής του ήρωά του, σε αυτήν την κάθοδο προς την κόλαση. Ο Φραντς Πόλτσερ είναι ένας ουσιαστικά ακρωτηριασμένος ως προς τα συναισθήματα και τον εσωτερικό του κόσμο άνθρωπος, που μέσα του κυριαρχεί ο Φόβος ενώ ο αδερφικός του φίλος, ο Καρλ Φάντα είναι ένας τυπικά και ουσιαστικά ακρωτηριασμένος άνθρωπος, που βυθίζεται στην παράνοια παρασύροντας όποιον έχει δίπλα του σε αυτήν. Γύρω και δίπλα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους που είναι ουσιαστικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επικρατεί το πανηγύρι των τρελών, ένα «freak show», μια παράλογη κατάσταση, ανθρώπων αριβιστών και κομπιναδόρων, εκμεταλλευτών και μοχθηρών. Και όλα αυτά σε ένα ήρεμο σκηνικό μιας άχρωμης και απρόσωπης πόλης που οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς αλλαγή.
 
Η βία μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, είναι διάχυτη στο βιβλίο και κλιμακώνεται αργά αλλά σταθερά, για να φτάσουμε σε ένα διφορούμενο και συγκλονιστικό φινάλε που αφήνει τα πάντα ανοιχτά και τον αναγνώστη άφωνο. Ο συγγραφέας περιγράφει χωρίς συναισθηματισμό τις περιπέτειες του ήρωά του, την αυτοκαταστροφή του και τον ξεπεσμό του. Μεταπολεμικά τραύματα και μαύρα χρώματα κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Είναι πλεονασμός να περιγράψουμε την ατμόσφαιρα του βιβλίου ως «Καφκική» - αυτό φαίνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες και ο ζόφος απλώνεται όσο προχωράμε στην ανάγνωση του.
 
Υπέροχο μυθιστόρημα, με μια ιδιαίτερη δύναμη το «Οι Ακρωτηριασμένοι», είναι ένα από τα πιο δυνατά βιβλία που διάβασα τη χρονιά που φεύγει. Είναι ένα βιβλίο που έλκει και απωθεί, γοητεύεσαι και αηδιάζεις ταυτόχρονα. Ίσως γι’ αυτό εκφράστηκαν τόσο βίαια απέναντί του, μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Τόμας Μαν «ένα φρικτό βιβλίο, μια σεξουαλική κόλαση γεμάτη βρομιά» κλπ και ο Στέφαν Τσβάιχ που έγραψε πως ο συγγραφέας έχει «μια φριχτή προτίμηση για τη δυσωδία, τα μιάσματα της ψυχής , για πνιγηρές λουσμένες στον ιδρώτα, βρόμικες καταστάσεις» κλπ. Ο χρόνος όμως είναι σύμμαχος αυτού του πολύτιμου βιβλίου που πρέπει να διαβαστεί από όποιον ενδιαφέρεται για την καλή λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020 | Permalink
Δύο δυστοπικές νουβέλες ("Θάλασσα" και "Γυμνός")
 Δύο έξοχες νουβέλες, δύο βιβλία από τα καλύτερα της εγχώριας παραγωγής παρουσιάζονται σήμερα στο blog. Δύο δυστοπίες διαφορετικού ύφους, από συγγραφείς που με κάθε καινούργια τους δουλειά έχουν να πουν πολλά και να μας προσφέρουν μοναδικές λογοτεχνικές στιγμές. «Η ΘΑΛΑΣΣΑ» του Μιχάλη Μακρόπουλου (Αθήνα, 1965) – (εκδ. Κίχλη, σελ.73), έρχεται να συμπληρώσει αριστοτεχνικά, το έξοχο περσινό του βιβλίο «ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ», και ο «ΓΥΜΝΟΣ» του Χρήστου Χρηστίδη (Αθήνα, 1953) – (εκδ. Εντευκτηρίου, σελ. 153), που κάνει νέα δυναμική εμφάνιση μετά το εντυπωσιακό «ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ», με ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο.
Ας τα δούμε αναλυτικότερα, τονίζοντας το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της εξαίρετης καλλιτεχνικής δουλειάς των δύο εκδοτικών οίκων (Κίχλη και Εντευκτήριο).
 


Στην υπέροχη «Θάλασσα» του Μιχάλη Μακρόπουλου, ο χρόνος είναι άχρονος. Η οικολογική καταστροφή έχει συντελεστεί. Οι πάγοι έχουν λιώσει και ένας αρχαίος μετεωρίτης έχει φανερωθεί, σκορπώντας έναν θανατηφόρο ιό στη γη. Τα πάντα έχουν ερημώσει και οι μόνοι επιζώντες είναι όσοι έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, την μετάλλαξη μιας σειράς γονιδίων. Οι επιζώντες ζουν υπό την γη σε υπόγειες πόλεις και δεν βγαίνουν καθόλου στην επιφάνειά της.
 
«Μια σκηνή από μια ταινία που είδα μού θύμισε πάλι τον πατέρα μου. Αντίθετα από τη μητέρα μου, που στο μυαλό μου την είχα σαν κάτι στέρεο, με περίγραμμα τόσο καθαρό ώστε, εκτός από την ίδια, δύσκολα χωρούσε μέσα του η εικόνα άλλης γυναίκας, ο πατέρας μου μπορούσε να παίρνει στη μνήμη μου τη μορφή άλλων αντρών που του ‘μοιαζαν ή κάτι πάνω τους μού τον θύμιζε. Ο πατέρας είχε μεταμορφωθεί με τα χρόνια σε ιδέα, ενώ η μητέρα παρέμενε πρόσωπο.»

 
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια κοπέλα που ζούσε με τους γονείς της σε ένα απομακρυσμένο χωριό και είναι «υποχρεωμένη» να τους εγκαταλείψει για να επιβιώσει. Εκείνοι είναι προορισμένοι να πεθάνουν, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του μικρού χωριού που ζουν. Όταν συμβαίνει αυτό, είναι δέκα χρονών, ακούει για την θάλασσα αλλά δεν την έχει δει ποτέ – παρά μόνο μια υπόσχεση του πατέρα, που έμεινε ανεκπλήρωτη. Είκοσι χρόνια μετά, οι μνήμες παραμένουν και επανέρχονται διαρκώς. Η ζωή στην υπόγεια πόλη κυλάει με ασφάλεια αλλά μονότονα, και η νοσταλγία για έναν κόσμο που χάθηκε, για μια οικογένεια που αναρωτιέται πως ήταν άραγε οι τελευταίες της στιγμές, επιμένει να βασανίζει το μυαλό της. Αποφασίζει με την βοήθεια μιας φίλης της να «ανέβουν» στην επιφάνεια της γης. Προορισμός: η θάλασσα που ποτέ δεν γνώρισε, και το χωριό που εγκατέλειψε.
 
Ο όρος «δυστοπία», ίσως είναι αδύνατο να περιγράψει τα συναισθήματα που καταλαμβάνουν τον αναγνώστη καθώς διατρέχει τις σελίδες, αυτής της λυρικής και ελεγειακής νουβέλας. Οι αβάσταχτες λεπτομέρειες της μνήμης, με πράγματα ή γεγονότα φαινομενικά ασήμαντα που παραμένουν ζωντανά στο μυαλό της ηρωίδας, η ενηλικίωση – διότι το βιβλίο είναι και ένα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» -η δύναμη για ζωή, η αναζήτηση του εαυτού πάνω απ’ όλα, η επιμονή, η απόλυτη καταστροφή αλλά και η (αναπόφευκτη – μετά από κάθε καταστροφή) αναγέννηση που έρχεται,  είναι τα στοιχεία που καθορίζουν αυτό το μικρό αλλά πολύτιμο βιβλίο.
 


«Εκείνες τις μέρες, που το νερό ανέβαινε ολοένα, καθόμασταν κάθε βράδυ και βλέπαμε τις εικόνες στην τηλεόραση. Ήταν λίγο ως πολύ ίδιες, καθώς η μονοτονία της θάλασσας σκέπαζε όλο και μεγαλύτερες περιοχές και χανόταν ό,τι ξεχώριζε για τους ανθρώπους το ένα σημείο της γης από τ’ άλλο. Κι άλλες εικόνες, πάλι, ήταν μαζί παράλογες και συγκινητικές. Σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό που είχε εγκαταλειφθεί, ένας γέρος αρνήθηκε ν’ αφήσει το σπίτι του κι ας είχε βυθιστεί το μισό. Τώρα, άμα άνοιγε το παράθυρό του στον πάνω όροφο, βρισκόταν τριάντα εκατοστά πάνω από το νερό▪ έτσι, έδενε μια μικρή βάρκα στο στήριγμα του παντζουριού. Για να προμηθεύεται τα χρειώδη, κατέβαινε απ’ το περβάζι στη βάρκα του και πήγαινε ως εκεί που ήταν τώρα ή ακροθαλασσιά.»
 
Όπως και στο εκπληκτικό «Μαύρο νερό», η ατμόσφαιρα από τις ταινίες του Ταρκόφσκι, κατακλύζει την «Θάλασσα» - μόνο που εδώ έχουμε το θηλυκό στοιχείο να πρωταγωνιστεί. Εικόνες έντονες και (με το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα) ολοζώντανες περνάνε από τα μάτια του αναγνώστη, σιωπές που υπονοούνται, λιτός και υπαινικτικός λόγος (εδώ, διαφαίνεται η επιρροή από τις μεταφράσεις των Αγγλοσαξώνων συγγραφέων, με τις οποίες ασχολείται με μεγάλη ικανότητα ο συγγραφέας), και τα σύμβολα που τοποθετούνται στο βιβλίο ως μέρη μιας τεράστιας ταπετσαρίας, συνθέτουν μια νουβέλα μεγάλης αξίας.
 
Δυστοπία έχουμε και στην θαυμάσια νουβέλα του Χρήστου Χρηστίδη «Γυμνός». Εδώ όμως μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό, θεματικά αλλά και  υφολογικά. Δύο άνδρες, αναγκάζονται λόγω της υποχρεωτικής στάσης του αεροπλάνου που επέβαιναν, να αποβιβαστούν στο αεροδρόμιο μιας άγνωστης χώρας. Ο ένας – ο πρωταγωνιστής της ιστορίας - είναι μεσήλικας (;) που συνοδεύει τον άλλον, έναν ηλικιωμένο με εμφανή προβλήματα υγείας που αναγκάζεται να χρησιμοποιεί αναπηρικό καροτσάκι. Ποια είναι η σχέση των δύο ανθρώπων; Και σε τι χρησιμεύει το πιστόλι που υπάρχει στις αποσκευές του μεσήλικα, οι οποίες χάνονται μόλις αποβιβάζονται σε αυτή την παράξενη πόλη;
 


Οι δύο άνδρες σύντομα διαπιστώνουν, ότι όλα λειτουργούν διαφορετικά εδώ. Συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου το μυαλό τους και οι αισθήσεις τους δοκιμάζονται διαρκώς. Τα ξενοδοχεία δεν λειτουργούν, ούτε οι υπηρεσίες του αεροδρομίου ή της πόλης, ρολόγια δεν υπάρχουν, στα εστιατόρια είτε έχει τελειώσει το φαγητό, είτε δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, ενώ αστυνομία δεν  υπάρχει και όποιος θέλει ενδύεται και παριστάνει το όργανο της τάξης. Αντικρουόμενες πληροφορίες, άνθρωποι περίεργοι που παραπέμπουν σε άλλους ανθρώπους για απαντήσεις (ακόμα και τις πιο απλές – που μπορούμε να μείνουμε; Πουθενά!, πότε μπορούμε να φύγουμε από εδώ; Ποτέ!), είναι εγκλωβισμένοι σε ένα τόπο και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς. Στην αρχή του βιβλίου, στον αναγνώστη υπάρχει η αίσθηση από τον στίχο του τραγουδιού των Eagles, «Hotel California», «You can check out any time you like, but you can never leave»…
 
«Συνέχισε να περιπλανιέται σε μια πόλη που δεν ήξερε αν τον έδιωχνε μακριά της ή αν προσπαθούσε να τον κρατήσει για πάντα μέσα της.
Προχωρούσε και είχε την αίσθηση πως τα κτίρια έκλειναν γύρω του σαν τσιμεντένιες σαγόνες, την ώρα που στο μυαλό του στριμώχνονταν και πάλι άγριες εικόνες:
Βλέπει ότι βαδίζει αφηρημένος σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Αίφνης, συνειδητοποιεί ότι όλοι όσοι διασταυρώνονται μαζί του στρέφουν το κεφάλι και τον κοιτάζουν με διάπλατα μάτια. Απορεί. Δεν θυμάται να είναι άρρωστος, να έχει κάποια παραμόρφωση. Κοντοστέκεται σε μια βιτρίνα. Κοιτάζει το τζάμι. Ανακαλύπτει ότι κυκλοφορεί ολόγυμνος στην πόλη…
Βλέπει ότι βγαίνει από το σπίτι. Πρωί χωρίς ήλιο, ούτε όμως και σύννεφα. Η πόλη είναι βουτηγμένη σε χλωμό φως. Μπαίνει σε ένα έρημο, αδιέξοδο στενό. Ξαφνικά, από τους τοίχους τριγύρω αρχίζουν να αποκολλώνται ανθρώπινες μορφές. Τον πλησιάζουν και έκπληκτος ανακαλύπτει ότι πρόκειται για σωσίες του. Ανοίγει το βήμα. Τον ακολουθούν κατά πόδας. Αρχίζει να τρέχει. Αισθάνεται τα χνότα τους στον σβέρκο του. Ο δρόμος τελειώνει…
Όλες αυτές οι εικόνες περιστρέφονται στο μυαλό του άναρχες, ασύνδετες, κοντινές και συγχρόνως απόμακρες, δημιουργώντας του το δίλημμα αν πρόκειται για δικούς του εφιάλτες ή μήπως είναι μνήμες σε ξένο σώμα.»
 
Η επικοινωνία μοιάζει αδύνατη σε αυτό το καθεστώς παραλόγου, των ασυνάρτητων απαντήσεων και των ιδιόρρυθμων ανθρώπων που συναντάει αυτό το αταίριαστο εκ πρώτης εμφάνισης δίδυμο. Σύντομα όμως, τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις, καθώς ο γηραιός άρρωστος, ακούγοντας τις ιστορίες των κατοίκων τις συνδυάζει με δικές του μνήμες από το παρελθόν και καθώς το τέλος του έρχεται πιο κοντά, αυτές (οι μνήμες) γίνονται ακόμα εντονότερες.
 
Η ατμόσφαιρα στη πόλη είναι θολή, σαν ομίχλη και οι άνθρωποι κινούνται σαν σκιές. Στον δρόμο τους κάποια στιγμή συναντούν έναν σκηνοθέτη που τούς λέει ότι όλη η πόλη αποτελεί το σκηνικό μιας ταινίας εν εξελίξει, ενώ σε κάποια άλλη συνάντηση, ένας άνθρωπος τούς εξομολογείται ότι «είμαστε όλοι νεκροί». Ο χώρος και ο χρόνος ανατρέπεται διαρκώς, οι μνήμες επανέρχονται και ο αναγνώστης αναρωτιέται, ποια η σχέση μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων ή μήπως δεν είναι δύο, αλλά ουσιαστικά ένας…
 


Σαγηνευτική νουβέλα, που καλεί τον αναγνώστη να αφεθεί στην ροή, στον ρυθμό της. Μικρά κεφάλαια που λειτουργούν και ως ανεξάρτητα μεταξύ τους, παρότι είναι πολύ στενά συνδεδεμένα. Ο Χρηστίδης τολμάει κάτι πολύ διαφορετικό από το έξοχο προηγούμενό του βιβλίο «Ο αναποδογεννημένος» μερικά χρόνια πριν, με μια νουβέλα που κινείται μεταξύ σουρεαλισμού, παραλόγου και δυστοπίας, γεμάτης χιούμορ και φαντασίας, λυρικότητας και μελαγχολίας. Η δύσκολη ισορροπία επιτυγχάνεται με τέτοια απλότητα και καθαρότητα που ξαφνιάζουν, δείχνοντας την γερή σκευή του συγγραφέα, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ένα είδος που σπανίζει στην εγχώρια λογοτεχνία.
 
«-Όταν ήσουν μικρός, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
-Να ξεφύγω από τους εφιάλτες μου. Δεν με ενδιέφερε κανένα επάγγελμα, καμιά ασχολία.»
 
Ο θάνατος και η παρακμή, το αναπόφευκτο τέλος της ζωής κυριαρχούν ως έννοιες σε αυτή την υπέροχη νουβέλα. Επιρροές από το αριστουργηματικό «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο, από Καχτίτση και Γονατά, πολύς Μπέκετ around,  δεξιοτεχνία στη γλώσσα, προσοχή στις λεπτομέρειες, θεατρικότητα στην αφήγηση και οι Μπορχεσικοί καθρέφτες να πρωταγωνιστούν σε πολλές σκηνές (κάτι που γινόταν και στον «Αναποδογεννημένο»), είναι εμφανείς στον «Γυμνό», ένα βιβλίο που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί δυο και τρεις φορές, για να μπεις στο κλίμα και στον ρυθμό του.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 83 /100


 
 
 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2020 | Permalink
"Τίποτε δεν χάνεται"

 

Διαβάζοντας το ωραίο κοινωνικοπολιτικό νουάρ μυθιστόρημα «ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ» («Rien ne se perd»), της νεότατης Γαλλίδας συγγραφέως Cloe Mehdi (1992, Λυών) – (εκδόσεις Πόλις, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.385), στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό μου, η (ιδιαίτερα σκληρή) ταινία «Το Μίσος» («La Haine») του 1995. Μια ταινία - που βέβαια η ιστορία της είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που περιγράφει η Mehdi στο βιβλίο της -, για την οποία είχα πολλές ενστάσεις όταν την είχα δει, αλλά ομολογώ ότι ήταν ιδιαίτερα επιδραστική, και δημιουργούσε το σκηνικό για να κατανοήσεις καλύτερα, πράγματα και καταστάσεις που πήραν μεγάλη έκταση τα χρόνια που ακολούθησαν.

 
Η Γαλλία της ρατσιστικής βίας και της αστυνομικής αυθαιρεσίας, περιγράφεται στο μυθιστόρημα της Mehdi. Ο κόσμος των προαστίων των μεγαλουπόλεων, δεν διαφέρει από αυτόν μιας μικρής πόλης που αποτελεί το σκηνικό του δράματος στο βιβλίο. Μια δολοφονία που έγινε πριν δεκαπέντε χρόνια και δεν έχει λησμονηθεί, το παρελθόν που επανέρχεται δυναμικά και κατακλύζει τα συναισθήματα, οι πληγές που δεν έχουν κλείσει, η απώλεια, η συγγνώμη που δεν έρχεται ποτέ, το αίμα που ζητάει εκδίκηση. Γιατί αυτό είναι ουσιαστικά το βιβλίο, μια ιστορία εκδίκησης και ένας κύκλος που αρνείται να κλείσει.
 
«Όταν ήμουν πέντε χρονών αναρωτιόμουν γιατί η ζωή είναι τόσο άδικη.
Όταν ήμουν εφτά χρονών έλεγα μέσα μου ότι αν ήταν δίκαιη θα είχε χάσει όλο της το νόημα, γιατί δεν θα τρέφαμε την ελπίδα ότι θα καλυτερέψει.
Όταν ήμουν οχτώ χρονών έψαχνα απεγνωσμένα ένα μέσο να επανορθώσω τις αδικίες – αλλά δεν το βρήκα ποτέ γιατί οι περισσότερες αδικίες είναι ανεπανόρθωτες, και γι’ αυτό τόσο ανυπόφορες.
Στα εννιά μου χρόνια αποφάσισα να σταματήσω να θέτω στον εαυτό μου ερωτήματα.»
 
Ο εντεκάχρονος Ματιά ήταν αγέννητος ακόμα, όταν ο δεκαπεντάχρονος Σαΐντ σκοτώθηκε κοντά στο κοινωνικό κέντρο της περιοχής. Ένας έλεγχος ταυτοτήτων που αποτέλεσε αφορμή για ταραχές, η εκπυρσοκρότηση του όπλου ενός αστυνομικού, οι ταραχές που ακολούθησαν, η δίκη που έγινε κάποια χρόνια μετά, η αθώωση του αστυνόμου ήταν γεγονότα που σημάδεψαν την κοινωνία της μικρής πόλης. Ο δάσκαλος πατέρας του Ματιά δεν συνήλθε ποτέ από αυτή την ιστορία που συνέβη στην περιοχή του, στην φιλική του οικογένεια του νεκρού αγοριού, στην ευθύνη που ένιωθε ότι είχε. Λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε ο Ματιά κλείστηκε στο ψυχιατρείο διαγνωσμένος με σχιζοφρένεια, και μερικά χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε. Ο Ματιά ήταν πέντε χρονών, ο μικρότερος γιος μιας πενταμελούς οικογένειας που μετά σκόρπισε. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ματιά έκανε απόπειρα αυτοκτονίας προσπαθώντας να κόψει τις φλέβες του. Η μητέρα του, μια γυναίκα διαλυμένη ψυχολογικά, αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες του και ανέθεσε την κηδεμονία του μικρού, στον Ζε, έναν προβληματικό εικοσιτετράχρονο που βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο του ψυχιατρείου, με τον πατέρα του Ματιά και του είχε υποσχεθεί ότι θα τον προσέχει. Ο Ζε όμως δεν έχει λιγότερα προβλήματα. Συζεί με την μεγαλύτερή του Γκαμπριέλ που πραγματοποιεί συνεχείς απόπειρες αυτοκτονίας.
 
Ο Ματιά είναι 11 χρονών με βαρύ οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό. Ουσιαστικά υιοθετείται από έναν άνθρωπο που κατηγορήθηκε άδικα για τον θάνατο μιας συμμαθήτριάς του και ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρείο και ζει μαζί του, με την κοπέλα του, που κάνει απόπειρες αυτοκτονίας. Τι ζωή είναι αυτή; Ο Ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά ισορροπώντας διαρκώς μεταξύ πρόωρης ωριμότητας και παιδικής αφέλειας, σε ένα σιωπηλό και θλιμμένο σπίτι, όπου ο Ζε δουλεύει νυχτοφύλακας και διαβάζει κλασσικούς Γάλλους ποιητές για να διαφύγει από την πραγματικότητα, η Γκαμπριέλ περιφέρεται σαν ζόμπι, και αίφνης μετά από τόσα χρόνια, εμφανίζονται στην περιοχή γκραφίτι με το πρόσωπο του αδικοχαμένου Σαΐντ που απαιτούν «δικαιοσύνη» και «εκδίκηση».
 
Οι αστυνόμοι αρχίζουν να παρακολουθούν τον Ζε και την ιδιότυπη οικογένειά του, ενώ ο αστυνομικός «δολοφόνος» του Σαΐντ, φαίνεται ότι δεν έχει φύγει από την περιοχή και είναι ακόμα ενεργός. Η μητέρα του Ματιά παραμένει άφαντη στις διαρκείς αναζητήσεις του Ζε και η ατμόσφαιρα βαραίνει στην περιοχή. Η επανεμφάνιση της αδερφής του Ματιά, της Τζίνα κάνει τα πράγματα πιο πολύπλοκα, καθώς είναι σαφές ότι δεν έχει γυρίσει από νοσταλγία για την γειτονιά αλλά για να εκδικηθεί τον φόνο του Σαΐντ, σαν «άγγελος εξολοθρευτής» που εμφανίζεται από το παρελθόν. Ο Ματιά προσπαθεί να κολλήσει τα κομμάτια του παζλ που έχει δημιουργηθεί, σε μια ζωή που μόνο φυσιολογική δεν είναι.
 
«Ο αέρας κοπανάει πάνω στο παράθυρο του σκοτεινού διαδρόμου όπου κάθομαι ανακούρκουδα, πίσω από την πόρτα. Το σχολείο είναι βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές έχουν γυρίσει στα σπίτια τους, στις πολύπλοκες ή όχι – που να ξέρεις – οικογενειακές τους καταστάσεις. Φορές φορές κοιτάζω τα άλλα παιδιά κι αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί και σ’ αυτά να σφουγγίζουν το αίμα μιας γυναίκας στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, ν’ αγρυπνούν κάθε νύχτα κρυμμένα κάτω από ένα κρεβάτι νοσοκομείου, να πετούν βότσαλα σε μια λιμνούλα και να μετρούν τις αναπηδήσεις παρακαλώντας τον Ύψιστο Μπάσταρδο ή δεν ξέρω κι εγώ ποιον εκεί πάνω να τους κάνει τη χάρη μιας πολύ μικρής παράτασης – μόνο λίγο χρόνο ακόμα με τους άρρωστους, τους απόντες, και τους μελλοθάνατους.»

 
Η Mehdi, επιλέγει να παρακολουθήσει από στενά τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός της, με μεγάλες δόσεις ενσυναίσθησης. Με γλαφυρότητα περιγράφει την ιστορία μέσα από τα μάτια του εντεκάχρονου Ματιά, εστιάζοντας στις σιωπές και στην ζοφερή ατμόσφαιρα της κοινωνικής κατάστασης στην περιοχή, του διάχυτου ρατσισμού που είναι εμφανής και έντονος. Η επιλογή του μελοδραματικού ύφους που είναι διαρκές και πολλές φορές δείχνει να κυριαρχεί στην αφήγηση, ωθεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με την ιστορία, με τον μικρό Ματιά και τα βάσανά του, να πάρει θέση και να αγωνιά για την εξέλιξη των πραγμάτων.
 
Το ενδιαφέρον (και η αξία) βέβαια του βιβλίου, έγκειται ουσιαστικά στο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο και ελάχιστα (έως καθόλου) στο νουάρ ή στην αστυνομική εξέλιξη της ιστορίας, που δεν έχει μεγάλες ανατροπές και εκπλήξεις. Είναι πολύ γοητευτική η αφήγηση μέσα από το βλέμμα του Ματιά, αλλά πολλές φορές, ο εντεκάχρονος αφηγείται με ωριμότητα που δεν ταιριάζει στην ηλικία του ενώ το μελοδραματικό φινάλε, μπορεί να είναι λυτρωτικό για τον αναγνώστη που παρακολουθεί στενά και με πολύ αγωνία την ιστορία, αλλά είναι μάλλον αμήχανο.
 
«Και προχωράς, μαριονέτα του εαυτού σου, των δικών σου, του κόσμους σου, προχωράς, κάνοντας το ένα βήμα μετά το άλλο, πάντα ίσια μπροστά, δεν μπορείς να στηρίξεις κανέναν γιατί είσαι υποχρεωμένος να τεντώνεις τα χέρια στο πλάι για να ισορροπείς, υπάρχουν τόσοι άλλοι άνθρωποι πίσω σου, μπροστά σου, δεν μπορείς ούτε να βραδύνεις, ούτε να ταχύνεις το βήμα, όλη η ανθρωπότητα προχωράει πάνω σε αυτό, το τεντωμένο σχοινί και το παραμικρό παραπάτημα θα μπορούσε να είναι μοιραίο, για σένα, αλλά και γι’ αυτούς που προηγούνται κι αυτούς που σε ακολουθούν, ορίστε όλο σου το δίλημμα.»
 
Εκεί που πρέπει να σταθεί κανείς, είναι στην προσπάθεια της νεαρής συγγραφέως να θίξει κάποιες καταστάσεις που συνήθως περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Πως ζει μια οικογένεια μετά από τόσο δραματικά γεγονότα; Πως μπορεί να εξελιχθεί η ζωή ενός παιδιού που υφίσταται τα απόνερα των γεγονότων; Οι κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, περιγράφονται με ζωντάνια και ρεαλισμό – τα βασανιστικά ερωτήματα θίγονται χωρίς ωραιοποίηση.
 
Η Mehdi σε αυτό το βιβλίο που έγραψε λίγο μετά τα 20 της χρόνια, δείχνει στοιχεία πολύ σπουδαίου ταλέντου. Μπορεί τα ελαττώματα όπως προανέφερα να υπάρχουν, αλλά δεν είναι εύκολο να γράψεις, με τόση αμεσότητα και συναισθηματισμό, μια ιστορία για την συγχώρεση, την λήθη, την απώλεια, τις οικογενειακές σχέσεις, με κοινωνικό πρόσημο και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, συνδυάζοντάς την με στοιχεία θρίλερ που μπορεί να μην είναι αγωνιώδες αλλά έχει καλό ρυθμό. Δεν είναι περίεργο λοιπόν, που το βιβλίο αγαπιέται από όλα τα είδη του αναγνωστικού κοινού.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020 | Permalink
13 Ώρες
 Το θέμα με τις «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ» («13 Uur») – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Κ. Παπαδάκη, σελ. 530), το άκρως συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα και σεναριογράφου Deon Meyer (1958, Paarl, South Africa), είναι να μη το αρχίσεις, δεδομένου και του όγκου του. Διότι όταν διαβάσεις το πρώτο κεφάλαιο, αποκλείεται να μπορέσεις να το αφήσεις από τα χέρια σου, αφού ο καταιγιστικός ρυθμός του, δεν θα σου αφήσει χρόνο για αναγνωστικές ανάσες.
 


Οι «Δεκατρείς ώρες», δεύτερο βιβλίο του σημαντικού Νοτιοαφρικανού, και προγενέστερο του (εξαιρετικού) «Κόμπρα» που είχε εκδοθεί στη χώρα μας πριν δύο χρόνια, είναι ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται μέσα σε δεκατρείς ώρες, όπως λέει κι ο τίτλος του. Σε αυτό το συγκριμένο χρονικό πλαίσιο, ο συγγραφέας επιλέγει να κατανείμει την πλοκή σε μικρά κεφάλαια – ανάσες, σε μια ημέρα, όπου ο ντετέκτιβ Γκρίσελ (ήρωας και της «Κόμπρας» και μόνιμος πρωταγωνιστής των ιστοριών του Μέγιερ), καλείται να επιλύσει με την ομάδα του, δύο φόνους, που συμβαίνουν το ίδιο πρωινό.
 
Ο τόπος, το Κέιπ Τάουν, η τουριστική μεγαλούπολη της Νότιας Αφρικής, και ξημερώματα (05.36) μιας καλοκαιρινής μέρας, το πτώμα μιας Αμερικανίδας τουρίστριας βρίσκεται σφαγιασμένο, στον περίβολο μιας εκκλησίας, ενώ σχεδόν μια ώρα αργότερα, ένα μουσικός παραγωγός, ιδρυτής και διευθυντής μιας γνωστής εταιρείας, βρίσκεται από την αλκοολική σύζυγό του, που μόλις έχει ξυπνήσει, νεκρός από πυροβολισμό στο σαλόνι της έπαυλής του. Οι δύο υποθέσεις φαίνονται ασύνδετες μεταξύ τους αν και η ιστορία της τουρίστριας δείχνει πιο περιπεπλεγμένη και ακατανόητη στις Αρχές, δεδομένου ότι σύντομα ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και άλλη κοπέλα που προσπαθεί να σωθεί από μια ομάδα ανθρώπων που την καταδιώκουν.
 
Ο ντετέκτιβ Γκρίσελ, αντιλαμβάνεται ότι η κοπέλα που τρέχει πανικόβλητη στους δρόμους των (ειδυλλιακών κατά τα άλλα) συνοικιών του Κέιπ Τάουν, κρατάει τη λύση της υπόθεσης στα χέρια της και στρέφει σχεδόν όλη την ομάδα του στην ανεύρεσή της, δεδομένου δε, ότι η δολοφονημένη και η καταδιωκόμενη είναι Αμερικανίδες, στην ιστορία εμπλέκονται το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, η Αμερικάνικη Πρεσβεία κ.ο.κ. Παράλληλα εξετάζει και την περίπτωση του μουσικού παραγωγού, όπου εκεί τα πράγματα δείχνουν πιο ξεκάθαρα, καθώς όλες οι υποψίες έχουν πέσει πάνω στην αλκοολική σύζυγο του, πρώην επιτυχημένη τραγουδίστρια – ανακάλυψη του δολοφονηθέντος, η οποία δεν θυμάται τίποτα από το προηγούμενο βράδυ.
 
Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε τέσσερα επίπεδα. Στα πιο αγωνιώδη κεφάλαια, παρακολουθούμε την προσπάθεια της νεαρής και καλογυμνασμένης Αμερικανίδας Ρέιτσελ Άντερσον να διαφύγει από τους διώκτες της, τρέχοντας και κρυπτόμενη σε αυλές σπιτιών, ξετυλίγοντας ταυτόχρονα στην ανάμνησή της τα γεγονότα που οδήγησαν στο φόνο της φίλης της, που είχαν έρθει στη Νότια Αφρική μετά από ένα τουρ με σακίδια («backpackers») στην Αφρικανική ήπειρο. Στο δεύτερο επίπεδο, παρακολουθούμε τις προσπάθειες του ντετέκτιβ Γκρίσελ να συντονίσει τις δύο υποθέσεις, να καταπολεμήσει τον αλκοολισμό του (κάτι που είναι έντονο και στην «Κόμπρα»), καθώς είναι σχεδόν έξι μήνες που δεν έχει βάλει ποτό στο στόμα του, τις σκέψεις του από τα προσωπικά του αδιέξοδα και τις διπλωματικές του ικανότητες, μιλώντας με τους γονείς της Ρέιτσελ Άντερσον, τους ανωτέρους του και τις Κυβερνητικές υπηρεσίες. Στο τρίτο επίπεδο, παρακολουθούμε τις έρευνες της Αστυνομίας για να εντοπίσει την διωκόμενη κοπέλα και τον αγώνα δρόμου για την ανεύρεσή της πριν τους διώκτες της, που δείχνουν να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο κοντά σε αυτήν. Τέλος σε τέταρτο επίπεδο, παρακολουθούμε τις προσπάθειες της ομάδας του Γκρίσελ, να εξιχνιάσει τον φόνο του μουσικού παραγωγού, μέσα σε δαιδαλώδεις σχέσεις συναδέλφων του, τραγουδιστών και προσωπικού της εταιρείας που διηύθυνε.
 
«Η Ρέιτσελ Άντερσον κατηφόρισε τρέχοντας με όλη της τη δύναμη την οδό Άπερ Οράνιε. Τα μάτια της έψαξαν απεγνωσμένα αριστερά-δεξιά για μια διέξοδο διαφυγής, αλλά τα σπίτια και στις δύο πλευρές ήταν απόρθητα – με ψηλούς τοίχους, ηλεκτροφόρες περιφράξεις, κιγκλιδώματα και πύλες ασφαλείας. Γνώριζε ότι δεν είχε χρόνο, θα επέστρεφαν διασχίζοντας το κατάστημα, προπορευόταν περίπου εκατό μέτρα από εκείνους. Η φωνή του πατέρα της τής είχε δώσει επιμονή, επιθυμία για να ζήσει, να ξαναδεί τους γονείς της. Πόσο φριχτά πολύ θα ανησυχούσε τώρα η μητέρα της, η πολύτιμή της, αφηρημένη μητέρα!
Είδε μόνο ένα σπίτι, ένα οικοδομικό τετράγωνο μακριά από το κατάστημα στη γωνία στα αριστερά της, μια μονώροφη βικτωριανή κατοικία με έναν χαμηλό λευκό ξύλινο φράχτη κι έναν χαριτωμένο κήπο. Ήξερε ότι ήταν η μοναδική της ευκαιρία. Πήδηξε πάνω από τον φράχτη που έφτανε στο ύψος της λεκάνης της, αλλά η άκρη του παπουτσιού της κάπου μαγκώθηκε και έπεσε φαρδιά-πλατιά στο παρτέρι με τα λουλούδια, ενώ τα χέρια της μάταια επιχειρούσαν να σταματήσουν την πτώση της, το στομάχι της γλιστρούσε στην ολισθηρή επιφάνεια και το νοτισμένο χώμα του κήπου άφηνε μια φαρδιά ρίγα από λάσπη στο μπλε της μπλουζάκι.
Σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια της σκοπεύοντας να τρέξει πίσω από το σπίτι, να διασχίσει την μπροστινή μεριά και να πάει στην πίσω πλευρά, μακριά από τον δρόμο, προτού την εντοπίσουν. Πέρα από το γρασίδι, υπήρχε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι με ακόμα περισσότερα παρτέρια από χαρωπά λευκά, κίτρινα και μπλε λουλούδια. Άνοιξε το στόμα για να ανασάνει. Πιο πέρα, στη μακρινότερη γωνιά του σπιτιού, υπήρχαν μεγάλες και πυκνές βουκαμβίλιες, με τα μοβ λουλούδια τους να πέφτουν πάνω σε μια πέργκολα. Μια κρυψώνα. Δίστασε μόνο για μια στιγμή, ώστε να υπολογίσει το μέγεθος των θάμνων, χωρίς να αντιληφθεί ότι είχαν αγκάθια. Χώθηκε μέσα όσο πιο βαθιά μπορούσε στην πυκνή σκιά. Οι αιχμηρές άκρες την τρύπησαν, χάραξαν στα χέρια και τα πόδια της μακριές αιμάτινες γραμμές. Κλαψούρισε σιγανά από τον πόνο και ξάπλωσε ξέπνοη ανάσκελα πίσω από το παραπέτασμα των φύλλων. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου», μουρμούρισε και γύρισε να κοιτάξει τον δρόμο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, μόνο την πυκνή πρασινάδα και τους μικροσκοπικούς λευκούς ύπερους που φώλιαζαν ανάμεσα στα μοβ πέταλα.
Αν δεν την είχαν δει, ήταν ασφαλής. Προς το παρόν. Μετακίνησε το χέρι στα πόδια της για να προσπαθήσει να αφαιρέσει τα αγκάθια.»

 
Ο Μέγιερ ενορχηστρώνει υπέροχα το παζλ που δημιουργείται από τις παράλληλες υποθέσεις, κρατώντας σε αγωνία τον αναγνώστη του μέχρι το τέλος. Δεν αποκαλύπτεται τίποτα κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Δεν γνωρίζουμε γιατί αυτοί οι μυστήριοι τύποι, νέοι στην πλειοψηφία τους, την κυνηγάνε και γιατί σκοτώσανε με τόσο βίαιο τρόπο την φίλη της. Δεν γνωρίζουμε αν η Ρέιτσελ είναι ένοχη για κάτι – οι υποψίες στρέφονται από νωρίς στο εμπόριο ναρκωτικών. Δεν γνωρίζουμε όχι μόνο ποιος σκότωσε τον μουσικό παραγωγό, αλλά και αν οι δύο υποθέσεις συνδέονται. Η λύση της ιστορίας που θα έρθει σχεδόν 13 ώρες αργότερα, λίγο πριν τις 8 το βράδυ, θα είναι σύμφωνη με το πνεύμα της αγωνίας που διατρέχει το βιβλίο.
 
Ο αναγνώστης γρήγορα ταυτίζεται με την αγωνιώδη προσπάθεια της Ρέιτσελ να σωθεί, συμπάσχει μαζί της σε αυτή την απεγνωσμένη φυγή, νιώθει τις ανάσες της, τον πόνο της. Μοιραία το βάρος πέφτει σ’ αυτή την ιστορία, που είναι τόσο έντονη, που αδυνατίζει την δεύτερη υπόθεση, της δολοφονίας του μουσικού παραγωγού και αυτό μαζί με την υπερβολική λεπτομέρεια, στην πλοκή αλλά και στα ενδότερα της μουσικής βιομηχανίας (που είναι εν πολλοίς αδιάφορα για τον εκτός Νότιας Αφρικής αναγνώστη), είναι ένα μειονέκτημα, ενός κατά τα υπόλοιπα έξοχου θρίλερ, με δυνατούς χαρακτήρες, με βασικούς ήρωες, τον ντετέκτιβ Γκρίσελ, που εύθραυστος και πολύ ανθρώπινος γίνεται οικείος, και την κυνηγημένη Ρέιτσελ που ισορροπεί διαρκώς μεταξύ θανάτου και σωτηρίας.
 
Έμπειρος σεναριογράφος ο Meyer, χτίζει την ατμόσφαιρα του βιβλίου αριστοτεχνικά, κλιμακώνοντας την ένταση που φτάνει μετά την μέση της ιστορίας σε μεγάλη κλίμακα. Παράλληλα τονίζει τις διαφορές στις εθνότητες που απαρτίζουν την αστυνομία, με τις γραφειοκρατικές ποσοστώσεις, τις κυβερνητικές αλχημείες να μη δυσαρεστηθεί η μία έναντι της άλλης φυλής, τα πολιτικά παιχνίδια και τις λοβιτούρες της εξουσίας, περιγράφοντας μια διαιρεμένη χώρα, όπου η πρώτη ερώτηση για κάποιον είναι το χρώμα του δέρματός του, παρά ποιος είναι, και όπου οι διαφορές είναι περισσότερες από όσες πιστεύουμε.
 
Αρκετή βία, πολιτικές κόντρες, ωραίο ύφος, έξοχη δομή αλλά κυρίως τρομερή ένταση που κορυφώνεται, κρατώντας τον αναγνώστη καθηλωμένο, καθιστούν τις «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ» ένα απολαυστικό αστυνομικό θρίλερ. Ο κινηματογραφικός ρυθμός που απογειώνει το βιβλίο, το σκηνικό της μεγαλούπολης και των προαστίων της (δείτε εδώ κάποια από τα locations που εκτυλίσσεται η δράση), σε συνδυασμό με την πολύ ενδιαφέρουσα και αγωνιώδη ιστορία δεν αφήνουν τον αναγνώστη να ηρεμήσει παρά μόνο όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα, καθηλώνοντάς τον με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
 
Βαθμολογία 82 / 100