Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2020 | Permalink
Πάντα ο Ναμπόκοφ ("Δόξα")
 Από τα βιβλία της (αποκαλούμενης ως) «Ρώσικης περιόδου», του σπουδαίου Vladimir Nabokov (Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1899 – Μοντρέ, Ελβετία 1977), η «ΔΟΞΑ» («Glory / Podvig»), είναι από τα πιο υποτιμημένα και ίσως λιγότερο προβεβλημένα, στο σύνολο του έργου του. Μυθιστόρημα που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1932, μια περίοδο πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο που ο Ναμπόκοφ ζούσε μεταξύ Ελβετίας, Βερολίνου, Κέμπριτζ και Παρισιού με το ψευδώνυμο που αρχικά χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας (V. Sirin), για να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα του, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα μ’ εκείνον. Η «Δόξα» (που αρχικά είχε τον τίτλο «Ρομαντικά χρόνια»), μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα Αγγλικά, προς το τέλος της ζωής του συγγραφέα, την δεκαετία του 70, από τον ίδιο σε συνεργασία με τον γιο του Dimitri σε μια προσπάθεια έκδοσης των πρωτόλειων βιβλίων του συγγραφέα, που ήταν γραμμένα στα Ρωσικά και εν πολλοίς άγνωστα στο κοινό της Δύσης. Η «Δόξα» μεταφράστηκε από την (εξαιρετική) Σταυρούλα Αργυροπούλου στα ελληνικά και κυκλοφόρησε στα μέσα της χρονιάς από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (σελ.270) με ένα από τα χειρότερα εξώφυλλα που κυκλοφόρησαν φέτος.
 


Η «Δόξα», ένα πολύ σαγηνευτικό μυθιστόρημα μαθητείας («Bildungsroman»), χαρακτηριστικό και αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του μοναδικού ύφους του Ναμπόκοφ, είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που εμπεριέχεται σε μεταγενέστερα έργα του συγγραφέα. Και δεν μιλάω μόνο για το «Μίλησε Μνήμη» όπου αναφέρεται εις μακρόν για την περίοδο της ζωής του στη Ρωσία και αλλού, αλλά και για το εκπληκτικό «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» πρώτο αγγλόφωνο μυθιστόρημά του, όπου λεπτομέρειες από την ζωή του στη Ρωσία, που υπάρχουν στην «Δόξα», χρησιμοποιούνται και εκεί.
 
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Μάρτιν Εντελβάις, με το περίεργο επίθετο, που ο Ελβετός παππούς του, που είχε ερωτευτεί μια πάμπλουτη Ρωσίδα τού κληρονόμησε. Ο Μάρτιν είναι ένα ευαίσθητο και πολύ ευσυγκίνητο παιδί, που έλκεται ιδιαίτερα από τα τρένα, τα δάση, τα φώτα, την ομορφιά της φύσης. Παρακολουθούμε τη ζωή του, από την παιδική του ηλικία μέχρι το τέλος των σπουδών του, τα παιδικά χρόνια στην Αγία Πετρούπολη και το διαζύγιο των γονιών του. Εκείνος θα μείνει με την μητέρα του, την Σοφία, και μετά το ξέσπασμα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, θα τον πάρει μαζί της στην Γιάλτα της Κριμαίας, σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, μακριά από τη βία των μεγάλων πόλεων. Ο πατέρας του θα πεθάνει ξαφνικά, ο εμφύλιος πόλεμος θα φτάσει στη πόλη που ζουν και η μητέρα του, θα αποφασίσει να φύγουν από τη χώρα και να πάνε να μείνουν στον κουνιάδο της (τον αδελφό του συζύγου της) σε ένα χωριό της Ελβετίας.
 
Στο ταξίδι με το πλοίο, για τον Πειραιά, μέσω Κων/λης, ο έφηβος Μάρτιν, όχι μόνο θα νιώσει τα πρώτα ερωτικά του σκιρτήματα για μια παντρεμένη γυναίκα, που γράφει ποίηση, με το περίεργο όνομα Άλα, αλλά και θα μυηθεί και στις ηδονές του έρωτα από αυτήν. Μάνα και γιος φτάνουν σύντομα στην Ελβετία και στο σπίτι του θείου Γκένριχ Εντελβάις. Ο Μάρτιν μετά από λίγο καιρό θα φύγει για σπουδές στο Κέμπριτζ της Μ.Βρετανίας και περνώντας από το Λονδίνο, θα φιλοξενηθεί στο σπίτι των Ζιλάνοβ, όπου εκεί θα γνωρίσει την μικρότερη κόρη, την Σόνια, ένα ατίθασο πνεύμα και ιδιαίτερα προκλητικό άτομο που, απαιτεί την προσοχή και το ενδιαφέρον των γύρω της διαρκώς. Ο Μάρτιν πηγαίνοντας στο Κέμπριτζ, θα γνωριστεί με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, καθηγητές και συμφοιτητές, η Σόνια θα έρχεται για επισκέψεις και ο Μάρτιν θα την ερωτεύεται όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να τολμάει να κάνει μια προσπάθεια μαζί της, καθώς εκείνη συνεχώς τον μπερδεύει με τη στάση της – άσε δε, που ο κολλητός του φίλος, ο Ντάργουιν την ερωτεύεται και της κάνει πρόταση γάμου, αλλά εκείνη τον απορρίπτει.
 
Μετά τις σπουδές, είναι αδύνατον για τον Μάρτιν, να μείνει στην Ελβετία. Η μητέρα του έχει παντρευτεί τον θείο του, δεν έχει τίποτα να κάνει και η οικογένεια της Σόνια έχουν μετακομίσει στο Βερολίνο. Εκεί θα πάει και ο Μάρτιν, για να βρει ένα νόημα στη ζωή του, αλλά και για να είναι κοντά στη Σόνια, το αντικείμενο του πόθου του. Κι εκεί όμως, είναι αδύνατον όχι μόνο να την πλησιάσει – καθώς έχει μετατραπεί σε μια μοιραία γυναίκα που την πολιορκούν Ρώσοι εμιγκρέδες ποιητές και διανοούμενοι, αλλά και αδυνατεί να την κατανοήσει. Ο Μάρτιν αποφασίζει να φύγει ξανά, να περιπλανηθεί όχι μόνο για να ξεχάσει αλλά και για να καταλάβει το βαθύτερο εγώ του, τι είναι αυτό που τον γεμίζει, ενώ στο μυαλό του γυροφέρνει η ιδέα της επιστροφής του στη Ρωσία, ως μιας πράξης ηρωικής αλλά και εντυπωσιακής.
 
«Του άρεσε να χορεύει με κάποια άγνωστη κυρία, του άρεσε η επιπόλαιη, σεμνή συζήτηση μέσα από την οποία αφουγκράζεσαι εκείνο το υπέροχο ασυνάρτητο κάτι που συντελείται εντός σου και εντός της και θα κρατήσει για δυο τρεις νότες ακόμα, και έπειτα, δίχως να προσφέρει καμία λύση, θα χαθεί μια για πάντα και θα λησμονηθεί ολότελα. Όσο, όμως, διατηρείται η συνένωση, αρχίζει να διαμορφώνεται το περίγραμμα ενός πιθανού έρωτα και όλα αυτά υπάρχουν εν σπέρματι▪ η ξαφνική σιωπή μες στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, ένας άντρας που με τρεμάμενο χέρι ακουμπά στο σταχτοδοχείο το τσιγάρο του που μόλις το άναψε αλλά τον ενοχλεί, γυναικεία μάτια που κλείνουν αργά όπως στον κινηματογράφο, και το ευλογημένο ημίφως▪ και μέσα σε αυτό ένα φωτεινό σημείο, μια λαμπερή λιμουζίνα που ταξιδεύει γοργά μες στη βροχερή νύχτα. Και ξάφνου μια λευκή βεράντα και η θάλασσα να κυματίζει κάτω από τον ήλιο, και ο Μάρτιν να ρωτά σιγανά την κοπέλα που πήρε μαζί του: «Το όνομά σου; Ποιο είναι το όνομά σου;». Πάνω στο φωτεινό της φόρεμα παίζουν των φύλλων οι σκιές▪ εκείνη σηκώνεται, φεύγει. Και ο κρουπιέρης με την όψη του αρπακτικού μαζεύει με το φτυαράκι του τις τελευταίες μάρκες του Μάρτιν, και το μόνο που του μένει είναι να βάλει τα χέρια του στις άδειες τσέπες του σμόκιν του, να κατέβει με βήματα αργά στον κήπο και το πρωί να πάει να πιάσει δουλειά σαν χαμάλης στο λιμάνι▪ και να τη πάλι εκείνη … στο κότερο κάποιου άλλου … λαμποκοπάει, γελάει, πετάει νομίσματα στο νερό …»

 

Για όποιον έχει μελετήσει τη ζωή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, το βιβλίο αποτελεί μια λογοτεχνική μεταφορά της ζωής του. Όπως κι ο ήρωάς του, ο Ναμπόκοφ ακολούθησε την ίδια διαδρομή στην εξορία, όπου σε καμία χώρα, σε καμία πόλη το συναίσθημα της αποξένωσης δεν τον άφησε ποτέ. Ο ήρωάς του, ο πολύ ιδιαίτερος και συναισθηματικός Μάρτιν, είναι ένας εστέτ της εποχής, που ζει στο μυαλό του, μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Αφήνει τον εαυτό του, να χάνεται στον παραμυθένιο κόσμο των δασών, ενθουσιάζεται με την διαρκή κίνηση των τρένων, παρατηρεί και έλκεται από τα φώτα των πόλεων, των μακρινών και ανεξιχνίαστων χωριών και πόλεων που βλέπει από το παράθυρο του τρένου – σε μερικές γοητευτικές σελίδες (και είναι πολλές αυτές) του βιβλίου, θα ακολουθήσει το ένστικτό του, θα κατέβει από το τρένο, διακόπτοντας το ταξίδι του, για να βρει από πού έρχονται τα φώτα που βλέπει στο βάθος, ψάχνοντας για μια πόλη ή έναν οικισμό που νομίζει ότι τον βρίσκει.
 
Πέρα όμως από τον διάχυτο (και λίγο πεπερασμένο) ρομαντισμό του βιβλίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η έλξη που ασκεί στον ήρωα, η αίσθηση της χαμένης πατρίδας. Ο Μάρτιν επιζητεί την παρέα με τους εμιγκρέ – οι οποίοι από τη μια τον απογοητεύουν από την άλλη τον έλκουν. Έχει πάντα και διαρκώς στο μυαλό του να ξαναγυρίσει στη χώρα του, να διαβεί τα σύνορα με κίνδυνο της ζωής του, χωρίς να ξέρει τι θα πάει να κάνει εκεί, σε μια προσπάθεια να «βρει τον εαυτό του», το «βαθύτερο είναι» του. Το κλείσιμο του μυθιστορήματος, ανοιχτό σε ερμηνείες, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, καθώς ο Μάρτιν θα κάνει του κεφαλιού του χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες.
 
Η γοητεία όμως του Ναμπόκοφ είναι περισσότερο στις εξαίσιες προτάσεις, στις στιγμές που ο αναγνώστης θα μείνει ενεός μπροστά στη σαγήνη που του ασκεί η ατμόσφαιρα που πλάθει ο σπουδαίος αυτός Δημιουργός. Σε αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας, η πλοκή είναι χαλαρή, τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς να οδηγούν πουθενά – είναι φανερό ότι η «Δόξα» δεν είναι από τα καλύτερα μυθιστορήματα του, αλλά είναι επίσης φανερό ακόμα και στον πιο αδαή, ότι δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Ο «αισθητισμός» του Ναμπόκοφ, απηχεί συγγραφείς του τέλους του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ου, επικεντρώνοντας στις κινήσεις των πρωταγωνιστών του, ακόμα και τις πιο αδιάφορες – μια σκηνή τσαγιού, η ηδονή που σου προσφέρει ένα λουκουμάκι, το θρόισμα ενός φουστανιού, οι «γατίσιες» ματιές της Σόνια, το σκοτάδι των δρόμων, τα φώτα στο βάθος, το θρόισμα των φύλλων, η θέα μια λίμνης, το σήκωμα της ποδιάς της υπηρέτριας. Όλα αυτά και πολύ περισσότερα, που υπάρχουν στο αριστουργηματικό «Μίλησε μνήμη», εδώ απλά παίρνουν τη μορφή μιας μυθιστορηματικής αφήγησης.
 
«Ξάφνου ο Μάρτιν συνειδητοποίησε φουρκισμένος ότι ξέχασε να πάρει από το σαλόνι το βιβλίο που του άρεσε να διαβάζει στο κρεβάτι. Έριξε πάνω του μια ρόμπα και κατέβηκε στο πρώτο πάτωμα. Το βιβλίο ήταν ένας κακοπαθημένος τόμος του Τσέχοφ. Το βρήκε στο πάτωμα και ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Η νοσταλγία του όμως δεν έλεγε να περάσει, μολονότι ο Μάρτιν ήταν από τους ανθρώπους για τους οποίους ένα καλό βιβλίο πριν από τον ύπνο αποτελεί ευλογία. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος τύχει να θυμηθεί μέσα στη μέρα, ανάμεσα στις υπόλοιπες δουλειές του, ότι πάνω στο κομοδίνο του, απολύτως ασφαλές, τον περιμένει ένα βιβλίο, κατακλύζεται από άφατη ευτυχία.»
 
Αφύπνιση της αναγνωστικής αίσθησης και αναγνωστική απόλαυση, αυτό συνιστά η ανάγνωση της «Δόξας», ίσως βέβαια, είναι η αντάμωση ξανά με έναν μεγάλο συγγραφέα που αποτελεί εμπειρία, όποτε πιάνεις να τον διαβάσεις. Αφήγηση που αφοπλίζει, ευφυία που ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της, το ύφος του Ναμπόκοφ δεν αφήνει περιθώρια για διαφωνίες – είναι Λογοτεχνία με τα όλα της και όταν είναι τόσο ωραία μεταφρασμένη, δεν μπορείς παρά να κάνεις στην άκρη τις μεμψιμοιρίες και να αφήσεις να σε πάρει μαζί της.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
 
Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020 | Permalink
"Σκοτεινό νερό"
Η λέξη «Malacqua» στη ναπολιτάνικη διάλεκτο σημαίνει «κακοκαιρία», μεταφορικά όμως, αποδίδεται ως μια αγχώδης ψυχική κατάσταση. Ο Ιταλός συγγραφέας Nicola Pugliese (Μιλάνο 1944 – Αβέλα 2012), χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη ως τίτλο, για το μοναδικό μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας, με τίτλο «ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΝΕΡΟ» («Malacqua»), από τον πολύ καινούριο εκδοτικό οίκο Loggia, σε (ρέουσα) μετάφραση και επίμετρο, της Ευαγ. Γιάννου (σελ. 187), αποτελώντας ίσως, την μεγαλύτερη αναγνωστική έκπληξη για τη χρονιά που διανύουμε.

 
Το τι είναι το «Σκοτεινό νερό», συνοψίζεται στον (εμπνευσμένο) υπότιτλό του: «Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος». Τέσσερις ημέρες προς το τέλος ενός Οκτώβρη, μιας ακαθόριστης χρονιάς, είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος που εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει ο Πουλιέζε – εκτυλίσσεται είναι πλεονασμός βέβαια, διότι ουσιαστικά λίγα συμβαίνουν από την άποψη της πλοκής στο βιβλίο, αλλού είναι το ζουμί, σε αυτό το παράξενο και πολύ γοητευτικό μυθιστόρημα.
 
«Η βροχή έπεφτε στα πράγματα, στις σκέψεις και στους ανθρώπους , η βροχή της προηγούμενης μέρας, ίσως και της επόμενης και των ημερών που θα ακολουθούσαν. Μια εξαιρετικά αθόρυβη και διακριτική παρουσία απάλυνε τον πόνο στα ρυάκια του νερού καθώς έπεφτε, έπεφτε ολοένα, στα φρεάτια των υπονόμων που ανάβλυζαν, στο γκριζωπό απόγευμα απέμενε μόνο η ακινησία, η σιωπή που έπεφτε, τα βλέμματα που διέφεραν, διέφεραν τόσο μεταξύ τους, καθώς ταξίδευαν, αναζητούσαν, χάνονταν, επέστρεφαν, άρχιζαν πάλι να αναζητούν, τον ουρανό συμβουλεύονταν και την άσφαλτο του δρόμου και τις κηλίδες από τις πρασινάδες στο βάθος του ορίζοντα.»
 
Τέσσερις μέρες καταρρακτώδους βροχής στη Νάπολη. Μιας βροχής που θυμίζει παλιότερες καταστροφές από τις πολλές που έχει βιώσει αυτή η ταλαιπωρημένη πόλη. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο δημοσιογράφος – alter ego όπως όλα δείχνουν του συγγραφέα -, Κάρλο Αντρεόλι, ένας μελαγχολικός άνθρωπος που οι έρευνές του, τον στρέφουν ολοένα και περισσότερο στην απελπισία. Όσο δυναμώνει η βροχή και σπίτια καταρρέουν, νεκροί βρίσκονται στα ερείπια, μια οικογένεια από την κατάρρευση ενός σπιτιού, δύο γυναίκες από το βύθισμα ενός δρόμου, περίεργα φαινόμενα συμβαίνουν. Οι φωνές που ακούγονται από το κάστρο του Μάσκιο Αντζοΐνο, διαπιστώνεται ότι ανήκουν σε μια κούκλα που ήταν κάτω από μια καρέκλα, ενώ δύο ακόμα παρόμοιες κούκλες βρίσκονται, η μια δίπλα στα πτώματα των δύο γυναικών που σκοτώθηκαν όταν υποχώρησε το οδόστρωμα της περιοχής που διέμεναν, και η άλλη κούκλα στα ερείπια ενός σπιτιού που κατέρρευσε. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, νέα κορίτσια στην εφηβεία τους (και μόνο σε αυτή την ηλικία), διαπιστώνουν ότι τα κέρματα των 5 λιρετών που έχουν στο πορτοφόλι τους, βγάζουν μουσικούς ήχους όταν τα ακουμπούν στο αυτί τους.
 
Ο συγγραφέας αφηγείται επίσης, τις ιστορίες κατοίκων της πόλης. Μια κοπέλα που αντί να πάει στην κηδεία της φίλης της, συναντάει τον εραστή της σε ένα διαμέρισμα, ο ποιητής που βλέπει την παρουσίαση της τελευταίας του συλλογής να αποτυγχάνει λόγω της βροχής, το μικρό κορίτσι που τσακώνεται με την μητέρα του, μια μάνα που συνειδητοποιεί ότι ο γιός της θα περάσει άλλη μια νύχτα με την κοπέλα του κι εκείνη θα μείνει μόνη. Ιστορίες σαν καρτ-ποστάλ, σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, που τονίζουν τη μοναξιά, τον υποδόριο φόβο γι’ αυτό που πρόκειται (ή φαντάζονται) ότι θα έρθει, και τις κρίσεις που προκαλεί μια καταστροφή. Την ίδια περίοδο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, συνεδριάζει διαρκώς, ανίκανο να πάρει μια απόφαση, με ανθρώπους που φοβούνται τις συνέπειες των έργων τους σε μια πόλη που καταρρέει.
 
«Η αναμονή βάραινε τις καρδιές με αφάνταστη πίεση, σταθερή και αναπόδραστη, σαν τη σκληρή και ανελέητη αποφασιστικότητα μιας συνεχούς επίπληξης. Και αυτή ήταν η τρίτη μέρα της βροχής. Η πόλη της Νάπολης δεν έβρισκε το σθένος να μηρυκάσει τον μελαγχολικό, παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της, δίπλωνε τις καινούριες, ανθηρές της σκέψεις σε μια σκοτεινή γωνιά του σπιτιού μαζί με το πλαστικό σωσίβιο και τα παλιωμένα σύνεργα του ψαρέματος.»
 
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι όμως περισσότερο φοβισμένοι, γιατί βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς αναμονής, για το χειρότερο. Θεωρούν τη βροχή ως προμήνυμα, μιας μεγαλύτερης καταστροφής, καθώς βλέπουν την καθημερινότητά τους να ανατρέπεται. Περιμένοντας με αγωνία, οι φωνές τους ενώνονται σε ένα χορικό αρχαίας τραγωδίας, περιμένοντας την Αποκάλυψη και την Καταστροφή.

 
Πρωταγωνιστής του βιβλίου βέβαια, είναι πάνω απ’ όλα και όλους, η πόλη της Νάπολης, μια πόλη – τοπίο θλιβερό, και ταυτόχρονα σαγηνευτικό, με τους δαιδαλώδεις παλιούς της δρόμους, τις κακοτεχνίες των κτιρίων, τις κατεστραμμένες υποδομές, εφιάλτης και πόλη-πόρνη μέσα στους αιώνες. Έμπνευση για τον συγγραφέα αποτέλεσε ένα πραγματικό περιστατικό, η καθίζηση ενός δρόμου το 1969 ύστερα από μια νεροποντή όπου σκοτώθηκε ένας περαστικός, όπως γράφει στο ωραίο της επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου.
 
«…καταραμένη πόλη! Θα κρεμάσω τις γυναίκες σου από τα πόδια στο πιο ψηλό οχυρό του Καστέλ Σαντ’ Έλμο, θα αφήσω τα κεφάλια τους να αιωρούνται στο κενό, θα ακρωτηριάσω τα πόδια και τα μάτια των παιδιών σου και στους δρόμους θα δω χιλιάδες καροτσάκια γεμάτα μ’ αυτά τα παραμορφωμένα μικρά τέρατα, θα κόψω τα δάχτυλα των χεριών στους άντρες και θα χύσω υδράργυρο στις φλέβες τους, θα ρίξω κοπριά αγελάδας στις σάλες του Παλάτσο Ρεάλε και στις αίθουσες του Εθνικού Μουσείου, στη Βίλα Πινιατέλι και στη Μονή του Σαν Μαρτίνο, θα φέρω γαϊδάρους να κατουρήσουν στην οδό ντέι Μίλε και στην Γκαλερία Βανβιτέλι, το κιτρινωπό νερουλό υγρό θα εισβάλει στους δρόμους του Βόμερο και της Κάια, θα σκορπίσω χοιρινά εντόσθια στα μαγαζιά, στα καταστήματα και στα γραφεία ολόκληρης της πόλης, και θα γίνεις αυτό, πόλη της θλίψης μου, τίποτε άλλο από έναν σωρό βρομερά, σάπια εντόσθια, η δυσωδία σου θα ενωθεί με τη δυσωδία της βενζίνης που θα χύσω στη θάλασσα καλύπτοντάς την, αυτό θα γίνεις και τίποτε άλλο, μια κιτρινωπή, δυσώδης, βρομερή κηλίδα, με τα μιάσματα της αποσύνθεσης ήδη να εισβάλλουν, το τεράστιο, εγκαταλελειμμένο σώμα σου, σώμα πόρνης, θα είναι σήψη, ελεεινός, ντροπιαστικός, ασταμάτητος θάνατος.»
 
Η μεταφορική και αλληγορική διάσταση του βιβλίου, είναι εμφανής από τις πρώτες του σελίδες. Ο Πουλιέζε χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό, με συγκρατημένο τρόπο, περισσότερο για να δώσει έμφαση στην αναμονή ενός γεγονότος μεγαλύτερου από αυτό που μπορεί να συλλάβει ανθρώπου νους, προσδίδοντας έναν ελεγειακό τόνο και μια λυρικότητα σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
 
Απόηχοι από Τζόις – οι μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων που εισβάλλουν στην αφήγηση, θυμίζουν τους «Δουβλινέζους» του μεγάλου συγγραφέα -, Ίταλο Καλβίνο, Χ.Λ.Μπόρχες σε ένα μοντέρνο αφηγηματικό ύφος που συνδυάζει τον εσωτερικό μονόλογο (εδώ ο συγγραφέας μεγαλουργεί) με τον μαγικό ρεαλισμό, πυκνογραμμένο και ταυτόχρονα υπαινικτικό, ωραίος ρυθμός που συχνά είναι μουσικός, μπαρόκ και γκροτέσκο σε πολλά σημεία, σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα και η εφιαλτική αίσθηση της αναμονής, της μεγάλης καταστροφής που πρόκειται να έρθει και ποτέ δεν έρχεται. Όλα αυτά, συνθέτουν ένα έξοχο μυθιστόρημα, που παρά την απουσία πλοκής, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον προτρέπει για μια δεύτερη ανάγνωση που σε μερικά σημεία του βιβλίου μοιάζει επιβεβλημένη.
 


Η περιπέτεια του βιβλίου, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το θέμα του. Ο Πουλιέζε γνωστός δημοσιογράφος που αγάπησε τη Νάπολη και τον Νότο σαν δεύτερη πατρίδα του, έγραψε το μυθιστόρημα το 1969 και με τα πολλά, έφτασε το χειρόγραφο στα χέρια του Ίταλο Καλβίνο, που αποτελούσε ίνδαλμα του συγγραφέα. Ο Καλβίνο έκανε κάποιες παρατηρήσεις, ο Πουλιέζε τις υιοθέτησε, αλλά σε πρόσθετες παρατηρήσεις του μεγάλου συγγραφέα, δεν συμφώνησε, οπότε το έστειλε έτσι στον εμβληματικό εκδοτικό οίκο Einaudi, όπου το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά το 1977.
Το ωραίο αρχίζει εδώ… Η πρώτη έκδοση του βιβλίου εξαντλήθηκε σε μερικές εβδομάδες, η συζήτηση γύρω από αυτό πύκνωνε, το όνομα του συγγραφέα ακουγόταν παντού, κι εκείνος τότε, αποφάσισε να μη προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση. Πολλοί θεώρησαν ότι η απόφασή του αυτή, ήταν συνέπεια της χλιαρής υποδοχής από τους Ναπολιτάνους συγγραφείς και της σιωπής τους γύρω από το βιβλίο, ίσως όμως και να ήταν μια εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα, που μόνο ως τέτοιος δεν αισθανόταν ο Πουλιέζε. Το βιβλίο που είχε γίνει cult, όλα αυτά τα χρόνια, επανεκδόθηκε όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, μετά τον θάνατο του συγγραφέα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
  
 
Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020 | Permalink
Βερνόν Σουμπουτέξ - μια αναγνωστική έκπληξη
 Ο Βερνόν Σουμπουτέξ είναι ένας σαγηνευτικός απόκληρος. Είναι άρχοντας και λούζερ, «τελειωμένος» και μαχητής, «ήρωας» αλλά και καρικατούρα, μάρτυρας και λαμόγιο, ακαταμάχητος εραστής και θρυλικός ξεφτίλας, χαρακτήρας από την «Ανθρώπινη Κωμωδία» αλλά και ήρωας κόμικ. Ποιος είναι ο Βερνόν Σουμπουτέξ λοιπόν, ο bigger than life λογοτεχνικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ» της Γαλλίδας συγγραφέως (και σκηνοθέτιδος) Virginie Despentes (Νανσύ, 1969) – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Ρ.Κολαΐτη, σελ.437);

 
Ο Βερνόν είναι ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα. Είναι μεσήλικας, και το φημισμένο δισκάδικο που είχε και λεγόταν «Revolver», χρεοκόπησε και έκλεισε κάποια χρόνια πριν. Στην αρχή εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του έκλεινε κάποιες δουλίτσες και μπορούσε να συντηρηθεί, μετά αναγκάστηκε να πουλάει στο διαδίκτυο ότι στοκ του είχε μείνει από το μαγαζί - μετά όμως όλα αυτά τελείωσαν και δεν είχε έσοδα από πουθενά. Ζόρια με τα οικονομικά, ζόρια και με τις γυναίκες που σιγά σιγά εξαφανίζονταν από δίπλα του καθώς «η μπογιά του» δεν δείχνει να περνάει πλέον. Υπάρχουν όμως και οι φίλοι από το παρελθόν. Άλλο βάσανο κι αυτό. Κάποιοι πήγαν να ζήσουν στην επαρχία και όσοι είχαν μείνει, άρχιζαν να πεθαίνουν ένας-ένας, με αποκορύφωμα αυτό που συνέβη με τον Αλεξάντρ Μπλιτς, τον διάσημο τραγουδιστή με τον οποίο είχε γίνει φίλος από την εποχή του μαγαζιού και ο οποίος του πλήρωνε το ενοίκιο του σπιτιού που έμενε. Τώρα ο Αλεξάντρ Μπλιτς βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα ενός ξενοδοχείου, ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί την μεγάλη του επιτυχία, καταθλιπτικός και ναρκομανής. Είχε εξαφανιστεί για μήνες, δεν του έστελνε και τα λεφτά για το νοίκι και αίφνης, ο Βερνόν είναι κυριολεκτικά ξεκρέμαστος, καθώς χρωστάει πολλούς μήνες και η έξωση είναι αναπόφευκτη.
 
«Το δισκάδικό του λεγόταν Revolver. Ο Βερνόν ξεκίνησε να δουλεύει εκεί στα είκοσί του ως πωλητής και, στη συνέχεια, το ανέλαβε εξ ολοκλήρου, όταν το αφεντικό αποφάσισε να φύγει για την Αυστραλία, όπου έγινε εστιάτορας. Αν κάποιος του έλεγε, την πρώτη χρονιά, πως θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κει μέσα, θα του απαντούσε «κόψ’ τις μαλακίες, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω». Μόνο όταν μεγαλώνεις συνειδητοποιείς πως η έκφραση «γαμώ την πουτάνα μου, πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος» συνοψίζει όσο πιο εύστοχα γίνεται το πνεύμα της δράσης.»
 
Το μόνο αντικείμενο που προλαβαίνει να πάρει από το σπίτι του, αφότου έρχονται οι δικαστικοί κλητήρες είναι μια τσάντα, που μεταξύ διαφόρων μικροπραγμάτων μέσα, έχει και μερικές βιντεοκασέτες που γυρίστηκαν σπίτι του, κι όπου ο Αλεξάντρ Μπλιτς προβαίνει σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση. Είχε μείνει στου Βερνόν τρεις μέρες, τίγκα στο ναρκωτικό και στο ποτό και έχοντας μαζί του μια παλιά βιντεοκάμερα, αυτοσυνεντευξιάστηκε σε τρεις βιντεοκασέτες, αφήνοντάς τες στον Βερνόν, λέγοντάς του, ότι αυτή είναι η διαθήκη του. Ο Βερνόν δεν τις άκουσε ποτέ, αλλά τώρα συνειδητοποιεί ότι αποτελούν ένα είδος κληρονομιάς που μπορεί να αξίζει πολλά.
 
Ο Βερνόν περιπλανιέται από καναπέ σε καναπέ, εκμεταλλευόμενος διαδικτυακές φιλίες με γυναίκες και άντρες με τους οποίους συνομιλούσε στο Facebook, τηλεφωνώντας σε παλιούς φίλους με τους οποίους είχε χαθεί για χρόνια, λέγοντάς τους ψέματα ότι ζούσε στο Κεμπέκ. Συνάπτει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες απελπισμένες και γυναίκες νέες που δεν μπορούν να αντισταθούν στα γαλάζια του μάτια, φυλάει σκυλιά, κάνει οτιδήποτε για να επιβιώσει. Σύντομα όμως διαδίδεται ότι έχει στη κατοχή του, κάτι από τον Αλεξάντρ Μπλιτς που θα ενδιέφερε πάρα πολλούς, όχι μόνο από την πλευρά την δημοσιογραφική, αλλά κι από την πλευρά εχθρών του τραγουδιστή που δεν ήθελαν να βγει κάτι στη δημοσιότητα. Κάποιοι βρίσκονται στο κατόπι του άστεγου και πένητα Βερνόν κι άλλοι ψάχνουν για να εντοπίσουν από πού προέρχονται οι φήμες προσδίδοντας ένα θριλερίστικο στοιχείο στην ιστορία. Εν τω μεταξύ, ο Βερνόν κλωτσάει και τις τελευταίες ευκαιρίες για να βολευτεί κάπου, πάντα ατίθασος και αποσυνάγωγος, ερωτεύεται τις λάθος γυναίκες και κάνει πάντα τις λάθος επιλογές.
 
«Μόλις την επομένη, μες στο φως της μέρας, τον θάμπωσε η ομορφιά της. Η Μαρσιά κρατούσε ένα φλιτζάνι τσάι ανάμεσα στις παλάμες της, με το κεφάλι στραμμένο προς το φως, καθισμένη, με τα μάτια κλειστά, απέναντι από την τζαμαρία. Η καθαρή γραμμή του πηγουνιού της, η αψεγάδιαστη καμπύλη των χειλιών, το πρόσωπό της, πρόσωπο εξόριστης βασίλισσας. Σε μια στιγμή, έγινε όλες οι γυναίκες που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Στο κόσμο του ροκ, συναναστρεφόταν μοντέλα, κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα, πορνοστάρ, μαζοχίστριες, κουλτουριάρες … οι εγγονές της Πάτι Σμιθ και τη Μαντόνα. Όμως οι άλλες – οι κόρες της Τζέι Λο και της Μπιγιονσέ, οι μικρές Ριάνα και Σακίρες – δεν χρειάζονταν το ροκ. Έπαιζαν σε άλλο ταμπλό. Ο Βερνόν δεν καταλάβαινε τι θα μπορούσε να έβρισκε μια τέτοια κοπέλα σ’ έναν τύπο όπως αυτός. Όμως στο διαμέρισμα, ο Βερνόν ήξερε ακριβώς που ήταν η Μαρσιά, περιφερόταν στον χώρο όπου εκείνη βρισκόταν τυχαία, προσεκτικός για να δείχνει ανέμελος, και του φαινόταν πως εκείνη ήθελε πάντα να ζεστάνει λίγο νερό όταν αυτός ήταν εκεί, να ψάξει το φουλάρι της στο καθιστικό ακριβώς όταν αυτός βρισκόταν εκεί. Κύκλωναν ο ένας τον άλλον, δεν αντάλλασσαν κουβέντα, τους ένωνε ένα αόρατο τεντωμένο σχοινί.»

 
Η συγγραφέας περιγράφοντας την περιπλάνηση του ήρωά της, από το ένα σπίτι στο άλλο, από καναπέ σε καναπέ, από κρεβάτι σε κρεβάτι, προσφέρει ένα πανόραμα της σύγχρονης Γαλλικής κοινωνίας δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια. Μέσα από τις συζητήσεις και τις συμπεριφορές, από τους μικροαστούς και τους οικονομικά ανερχόμενους, μέχρι τις πορνοστάρ και τους ανθρώπους των δισκογραφικών εταιρειών, τονίζονται οι αντιφάσεις, οι σχέσεις οικονομικές, κοινωνικές και συζυγικές/ερωτικές. Μέσα από ένα πλήθος χαρακτήρων, εξαιρετικά σκιαγραφημένων βλέπουμε το «μοδάτο» Παρίσι των κοινωνικών διαφορών και των κοινωνιολογικών επιπέδων.
 
Αναπόφευκτα ο Ουελμπέκ και τα βιβλία του έρχονται στο μυαλό του αναγνώστη. Ένας Ουελμπέκ όμως διαφορετικός, πιο pulp, πιο σπιντάτος, πιο γκροτέσκος. Η κοινωνία είναι η ίδια και τα θέματα κοινά. Σεξ, ναρκωτικά, αποξένωση και αλλοτρίωση, το κυνήγι της δόξας με κάθε τρόπο και ματαιοδοξία συνιστούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που η Ντεπάντ περιγράφει με κυνισμό, ενσυναίσθηση, πειστικότητα και ζωντάνια, κρατώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση, ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον του, από χαρακτήρα σε χαρακτήρα που εισάγει στην ιλιγγιώδη πλοκή του μυθιστορήματός της. Βεβαίως ο ήρωάς της, αυτός ο απίθανος Βερνόν Σουμπουτέξ είναι που κυριαρχεί στη δομή του βιβλίου, ένας άνθρωπος που «πέφτει» και προσπαθεί να κρατηθεί, που τον συμπαθείς και τον αντιπαθείς, αντιφατικός όπως η ίδια η ζωή, όπως η κοινωνία μέσα στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει.
 
Πλημμυρισμένο από μουσικές – το «soundtrack» του βιβλίου υπάρχει στο Spotify - και γραμμένο με δυναμισμό και ένταση, το μυθιστόρημα της Ντεπάντ σε «χτυπάει κατακούτελα» και σε ξαφνιάζει σε κάθε του κεφάλαιο, παρασύροντας τον αναγνώστη του, σε μια διαδρομή που εμπεριέχει τα πάντα, γέλιο (το χιούμορ είναι σαρωτικό), δράμα, ένταση, βωμολοχίες, στιγμές που το γκροτέσκο υπερτερεί σε ίσως ενοχλητικό βαθμό, σε ένα ταμπλό βιβάν σύγχρονο αλλά και ταυτόχρονα παλαιϊκό από ένα Παρίσι άναρχο και ξέφρενο που θα μπορούσε να φέρει στο μυαλό σελίδες από τα μεγάλα και ανοικονόμητα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ.
 
Πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που ήδη έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση με την μορφή τηλεοπτικής σειράς, το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ», είναι ένα μοντέρνο και γνήσια λαϊκό μυθιστόρημα, υπέροχο και άκρως πληθωρικό, ουσιαστικό και καίριο που, αποτελεί μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις της χρονιάς – ομολογώ ότι δεν θα το άγγιζα αν δεν έβλεπα τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που το διάβασαν και την ένταση με την οποία μου μιλούσαν γι’ αυτό. Έχοντας μπει στην μικρή λίστα (shortlist) για το Man Booker του 2018, και μεταφρασμένο υπέροχα από την εξαιρετική Ρίτα Κολαΐτη (που μεταπηδάει με άνεση από τον Huysmans και τον Malraux, στην Ντεπάντ και τον Vincent) το μυθιστόρημα, δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν αναγνώστη και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Ανυπομονώ για τη συνέχεια…
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2020 | Permalink
Για ένα λογοτεχνικό αριστούργημα ("Το τέλος της παρέλασης, Κάποιοι όχι..."

 

Όταν συζητούσαμε με την νέα ιδιοκτησία των εκδόσεων Εξάντας για την αναβίωση της «Λευκής Σειράς», ένα από τα (πολλά και ιδιαίτερα ποιοτικά) βιβλία που είχα προτείνει για έκδοση, ήταν η εμβληματική τετραλογία του Ford Madox Ford (Surrey 1873 – Ντοβίλ, Γαλλία 1939), «Το τέλος της παρέλασης», ένα βιβλίο που είχα διαβάσει νέος στο πρωτότυπο, το είχα αγαπήσει, και μου έκανε πάντοτε εντύπωση γιατί δεν είχε εκδοθεί ποτέ στα ελληνικά! Η πρότασή μου υποστηρίχθηκε από την Μαρία Γυπαράκη που ήταν η υπεύθυνη για τις εκδόσεις, και μετά από κάποιες αναποδιές που δεν είναι της παρούσης, η μετάφρασή του ανατέθηκε (ευτυχώς) στην εξαίρετη Κατερίνα Σχινά.
 
Πριν από μερικούς μήνες, κυκλοφόρησε, ο πρώτος τόμος στην «Λευκή σειρά» – να ξεκαθαρίσω ότι οι τόμοι είναι αυτόνομοι, αν και ήδη στο εξωτερικό, κυκλοφορούν και τα τέσσερα βιβλία μαζί σε ένα τόμο – με τίτλο «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΑΣΗΣ, ΚΑΠΟΙΟΙ ΟΧΙ…» («Parades end, Some do not…»), όπως αναφέρω παραπάνω από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (σελ. 633), και ξαναδιαβάζοντας το, στα ελληνικά αυτή τη φορά, στην ρέουσα και (ως συνήθως) προσεγμένη δουλειά της έμπειρης μεταφράστριας, συνειδητοποίησα κάποιους από τους λόγους, που δεν είχε μεταφραστεί ποτέ αυτό το αριστούργημα του μοντερνισμού, με κυριότερο, αυτόν της αναγνωστικής δυσκολίας – διότι είναι ένα βιβλίο που θέλει/απαιτεί την προσοχή και την αφοσίωση του αναγνώστη σε αυτό το «ταξίδι» που είναι πυκνογραμμένο και γεμάτο νοήματα χωρίς να συμβαίνει κάτι δραματικό, αφού όλα βρίσκονται σε δεύτερο επίπεδο και κυρίως στηρίζονται σε έναν αφηγητή, που όπως και στην περίπτωση του άλλου σπουδαίου μυθιστορήματος, του Φορντ, το «Ο καλόςστρατιώτης», δεν είναι πάντα ο πιο αξιόπιστος.
 


Το βιβλίο του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα (το όνομά του είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Joseph Lepoprt Hermann Ford Madox Hueffer) γραμμένο το 1924, διαδραματίζεται τα χρόνια του Α παγκόσμιου πολέμου, λίγο πριν ξεσπάσει και κατά τη διάρκειά του, και χωρίζεται σε δύο μέρη, παρακολουθώντας την πορεία του κεντρικού χαρακτήρα, του Κρίστοφερ Τίτζενς, μιας μοναδικής λογοτεχνικής περσόνας.
Ο αριστοκράτης Τίτζενς είναι ένας τζέντλεμαν της «παλιάς σχολής», που αυτοπροσδιορίζεται ως «ο τελευταίος Τόρι» («Torries» αποκαλούντο οι οπαδοί του Συντηρητικού κόμματος της Μ.Βρετανίας). Είναι ένας άνθρωπος βαθιά συντηρητικός με πολύ ισχυρές (και αμετακίνητες) απόψεις, που απορρίπτει οτιδήποτε σύγχρονο καθώς ζει στο παρελθόν, οραματιζόμενος την εποχή του 17ου αιώνα ως τον αιώνα που μεγαλούργησε η Αγγλία κατακτώντας τον κόσμο! Είναι ο μικρότερος γιος ενός επαρχιώτη τζέντλεμαν του Γιορκσάιρ, δεν είχε καμία φιλοδοξία, μεγαλόσωμος και ελαφρώς ατσούμπαλος με ωραία μάτια και έντονο βλέμμα, ήταν προορισμένος για μια θέση στο Δημόσιο και είχε ένα μόνιμο εισόδημα από ένα κληροδότημα της μητέρας του. Ο Τίτζενς νιώθει και αισθάνεται «ξένος» στην κοινωνία που έχει διαμορφωθεί στην Αγγλία της εποχής, όπου οι γυναίκες έχουν αποκτήσει κάποια δικαιώματα, και οι σουφραζέτες κάνουν αγώνες για το δικαίωμα ψήφου, νιώθει «ξένος» και απομονωμένος στην ιδέα μιας ανοιχτής και «πανερωτικής» κοινωνίας. Εργάζεται σε ένα υπουργείο και καθώς είναι μαθηματική διάνοια, ασχολείται με τις στατιστικές και την έρευνα, δίνοντας λύσεις σε πολλά θέματα – αν δεν ήταν τόσο απόμακρος και σνομπ θα έκανε μεγάλη καριέρα στον δημόσιο βίο αλλά η στάση του απομακρύνει τους πάντες.
 
«Σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν δυο μυαλά που δουλεύουν παράλληλα, και το ένα ελέγχει το άλλο▪ κι έτσι το συναίσθημα έρχετεαι αντιμέτωπο με τη λογική, η νόηση μετριάζει το πάθος και οι πρώτες εντυπώσεις επιδρούν λίγο, αλλά πολύ λίγο, στη γενική εικόνα. Παρ’ όλα αυτά οι πρώτες εντυπώσεις εμπεριέχουν πάντοτε κάποια προκατάληψη και ο ήρεμος στοχασμός συχνά πρέπει να δουλέψει εντατικά για να τις απαλείψει.»
 
Το βιβλίο ξεκινάει με τον Τίτζενς να πηγαίνει με τον φίλο και συνάδελφό του Μακμάστερ (φανατικό Wigg δηλαδή οπαδό του Φιλελεύθερου κόμματος, ενδεικτικό κι αυτό της διαφορετικής τους καταγωγής και αντιπρόσωπο μιας νέας τάξης στη χώρα), υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, σε μια πόλη του Σάσεξ για ένα τουρνουά γκολφ. Ταξιδεύουν με τρένο, κάτι που προξενεί ανασφάλεια στον Τίτζενς ως σύμβολο της Βιομηχανικής εποχής. Ήταν συμφοιτητές με τον Μακμάστερ στο Κέμπριτζ και παρότι ο τελευταίος ήταν μικροαστικής ή ακόμα «ταπεινότερης» καταγωγής, αυτό δεν ενοχλεί τον Τίτζενς που τρέφει βαθιά φιλικά αισθήματα γι’ αυτόν. Ο Μακμάστερ έχει μόλις γράψει ένα δοκίμιο κριτικής για τον ποιητή και ζωγράφο Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι και (ανάμεσα σε όλα τα άλλα) θα ήθελε να εισχωρήσει στους κύκλους της διανόησης.
Τον Τίτζενς δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα αυτό, καθώς ο ίδιος έχει ένα πολύ σοβαρό προσωπικό πρόβλημα. Η πανέμορφη και ιδιαίτερα «καπάτσα» σύζυγός του, Σύλβια τον έχει εγκαταλείψει εδώ και μερικούς μήνες, ευρισκόμενη στο εξωτερικό – στη Γαλλία -  με τον εραστή της. Έχει πάρει μαζί της την κόρη τους, ένα παιδί που ο Τίτζενς υπεραγαπά, παρότι έχει σοβαρές αμφιβολίες για το εάν είναι πράγματι δικό του. Ο Μακμάστερ ( που θεωρεί τον φίλο του, ως «τον ευφυέστερο άνθρωπο στη χώρα»), με τον οποίο διαμένει τους τελευταίους μήνες αφότου η Σύλβια έφυγε, τον συμβουλεύει να ζητήσει διαζύγιο, αλλά εκείνος απορρίπτει μετά βδελυγμίας την ιδέα ως πράξη απεχθή για έναν τζέντλεμαν που προτιμάει να ξεφτιλιστεί παρά να εκθέσει μια κυρία.
Η Σύλβια όμως, μόλις του έχει στείλει μια επιστολή, που του ζητάει να την δεχτεί πίσω, ανατρέποντας εν μέρει την κατάσταση. Η Σύλβια, βρίσκεται κι αυτή σε προσωπικό αδιέξοδο, αλλά είναι μια «γυναικα – δηλητήριο», δεν φοβάται να πει οτιδήποτε στον Τίτζενς, που τον θεωρεί τελείως άβουλο και ελαφρώς ηλίθιο, εκμεταλλευόμενη την ευγένειά του και την αμετακίνητη στάση του, προς το τι θεωρεί «πρέπον» για έναν τζέντλεμαν – κάτι που ίσως και να τον καθιστά «ηλίθιο» στο τέλος. Εξάλλου αυτό δεν απέχει από την γενικότερη αίσθηση γύρω του, καθώς όλοι (μα όλοι) θεωρούν ότι κάτι πονηρό έχει κάνει ο ίδιος για να τον εγκαταλείψει η σύζυγός του, καθώς δεν μιλάει καθόλου γι’ αυτό, αφήνοντας να αιωρείται στην κοινωνία η εντύπωση ενοχής του.
 
Στο Σάσεξ, ο Τίτζενς και ο Μακμάστερ, θα κάνουν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες που θα τους αλλάξουν τη ζωή. Καταρχάς ο Μακμάστερ θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την κα Ντούσμιν, σύζυγο ενός παρανοϊκού πάστορα, με την οποία δεν θα αργήσει να κάνει δεσμό, και ο Τίτζενς θα γνωρίσει την Βαλεντάιν Γουάνοπ, κόρη μιας πολύ γνωστής συγγραφέως – που ο Τίτζενς ανέκαθεν θαύμαζε ως τη συγγραφέα του μοναδικού λογοτεχνικού έργου της εποχής που ήταν άξιο μνείας. Η Βαλεντάιν μια πολύ γοητευτική νεαρή σουφραζέτα, που έχει αναγκαστεί να δουλεύει από μικρή λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας, αφού πρώτα μαζί με μια φίλη της μπουκάρει στο τουρνουά γκόλφ διακόπτοντάς το, έλκεται από τον αφελή και ελαφρώς αυτιστικό Τίτζενς και αυτοί οι δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι θα ερωτευτούν σε τελείως πλατωνικό βέβαια επίπεδο.
 
Στο δεύτερο (και πολύ καλύτερο) μέρος του βιβλίου, βρισκόμαστε στην χειρότερη περίοδο του Α παγκοσμίου πολέμου, μάλλον στο 1917. Ο Τίτζενς γυρίζει από το μέτωπο (από την Γαλλία) με μετατραυματικό σοκ. Έχει ελαφρά αμνησία, προσπαθεί να βρει τον εαυτό του διαβάζοντας την Μπριτάνικα, μπας και επανέλθει. Ο Μακμάστερ έχει παντρευτεί κρυφά την κα Ντούσμιν, που έχει χηρεύσει στο ενδιάμεσο και διοργανώνει λογοτεχνικές βραδιές στο διαμέρισμά τους.
 
Ο Τίτζενς με την επιστροφή του από τα χαρακώματα, μένει μαζί με την Σύλβια και το παιδί τους, στο σπίτι τους στο Λονδίνο και βλέπει τακτικά την κα Γουάνοπ που μαζί με την Βαλεντάιν έχουν μετακομίσει στο Λονδίνο. Η καλή κοινωνία της πόλης είναι πλέον πεπεισμένη (και σκανδαλισμένη) ότι, ο Τίτζενς όχι μόνο συντηρεί μάνα και κόρη, αλλά κι ότι έχει κάνει παιδί με την δεύτερη που εργάζεται ως γυμνάστρια σε ένα σχολείο θηλέων, εξακολουθώντας την ακτιβιστική της δράση. Η Σύλβια το πιστεύει βαθύτατα και σκορπάει το δηλητήριό για τον σύζυγό της, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί με αποκορύφωμα την κατηγορία ότι ό πατέρας του Τίτζενς απεβίωσε πρόσφατα διότι δεν άντεξε την ντροπή από τις φήμες, ότι ο γιος του ζει από την περιουσία της συζύγου του κι ότι με αυτά τα χρήματα, συντηρεί την ερωμένη του με την οποία έχει ένα εξώγαμο. Ήδη έχει συνεννοηθεί με τον τραπεζίτη τους, να μη δέχονται την υπογραφή του Τίτζενς στις επιταγές και προσπαθεί να πάρει την συνολική διαχείριση των οικονομικών τους, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο σύζυγός της είναι ανίκανος για κάτι τέτοιο – εξάλλου έχει κληθεί να επιστρέψει στο μέτωπο. Η εμφάνιση όμως του μεγαλύτερου αδελφού του Τίτζενς και κληρονόμου της πατρικής περιουσίας, θα διαφοροποιήσει την κατάσταση.
 
«Εξόντωση ή θεραπεία! Οι δύο βασικές λειτουργίες του ανθρώπου. Αν θέλεις να εξοντώσεις κάτι πήγαινε στη Σύλβια Τίτζενς με τη βέβαιη πεποίθηση ότι θα το αφανίσει: συναίσθημα▪ ελπίδα▪ ιδεώδη▪ - όλα τα σκοτώνει γρήγορα και αποτελεσματικά. Κι αν θέλεις κάτι να μείνει ζωντανό, πήγαινε στη Βαλεντάιν: κάτι θα βρει για να το σώσει… Οι δύο τύποι του ανθρώπινου πνεύματος: ο ανελέητος εχθρός από τη μια, το ασφαλές του αντίβαρο από την άλλη: το ξίφος… και το θηκάρι!»

 
Το βιβλίο δεν έχει δράση – τουλάχιστον όχι πολλή -, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, εκτυλίσσεται σε δεύτερο επίπεδο, στο μυαλό των χαρακτήρων, στα συναισθήματά τους, στα παιχνίδια της μνήμης, στις συνεχείς παρεξηγήσεις και στα κουτσομπολιά του περίγυρου των πρωταγωνιστών του, που ο Φορντ αναπτύσσει με μαεστρία, στις προσπάθειες κατανόησης των γεγονότων και στις προσπάθειες δικαίωσης του Τίτζενς, που είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας bigger than life, με τις συνεχείς αντιφάσεις του, τις σκέψεις του, την αφέλειά του που παρομοιάζεται από την παγκόσμια λογοτεχνική κριτική με αυτή του πρίγκιπα Μύσκιν του περίφημου «Ηλίθιου» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ο Τίτζενς, είναι ένας άνθρωπος, που αντιπροσωπεύει κάτι πεπερασμένο, κάτι παλαιικό, μια μορφή από το παρελθόν, είναι εκπρόσωπος μιας τάξης που πεθαίνει και με το τέλος του πολέμου θα αντιμετωπίσει τεράστιο οικονομικό (και όχι μόνο) πρόβλημα. Είναι τόσο προσκολλημένος στο παρελθόν, που όλες οι αλλαγές του προκαλούν εντύπωση και βρίσκεται σε μια διαρκή άρνηση προς τους αστούς και τα «νέα τζάκια» που διαμορφώνονται στον κοινωνικό του περίγυρο. Αυτός ο άνθρωπος θα δει τη ζωή του να ανατρέπεται με τον πόλεμο, το σοκ θα είναι τεράστιο και η προσαρμογή στην κοινωνία που έχει διαμορφωθεί στην πατρίδα του, θα είναι αποκρουστική και αβίωτη, γι’ αυτό προτιμάει να γυρίσει στο μέτωπο κι ας πεθάνει, παρά να ζει σε έναν ακατανόητο κόσμο με τον οποίον δεν μπορεί να συμβαδίσει.
 
Δεν είναι όμως μόνο ο Τίτζενς – παρότι κυριαρχεί σε κάθε σκηνή του βιβλίου (ακόμα κι όταν δεν είναι παρών), στο μυθιστόρημα δεσπόζει και η μορφή της Σύλβια της συζύγου του, που αντιπροσωπεύει την απόλυτα μοχθηρή και «κακή» σύντροφο που για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται (και παρουσιάζεται ως) γλυκιά και προσηνής με απόλυτα τρυφερά αισθήματα προς τον «αποσυντονισμένο» και «απροσάρμοστο» σύζυγό της, ενώ στην πραγματικότητα τον σιχαίνεται, τον υποβαθμίζει και τον ταπεινώνει διαρκώς και με κάθε ευκαιρία. Η Σύλβια στις σελίδες που εμφανίζεται (αλλά και όταν είναι απούσα, δείχνει να βρίσκεται στο προσκήνιο) είναι μια κινούμενη βόμβα που σχεδόν αδημονείς να εκραγεί - αγέρωχη και με την εντυπωσιακή της εμφάνιση, εισβάλλει στις συγκεντρώσεις, περπατάει στο σαλόνι της αγορεύοντας πάντα με κάθε λιγωμένο θαυμαστή της παρόντα, επιτίθεται στον Τίτζενς και καθηλώνει τον αναγνώστη με την δυναμική της προσωπικότητα. Η «ταλαιπωρία» του Τίτζενς από αυτήν, θα συνεχιστεί σε άλλη μορφή και στα επόμενα βιβλία – η Σύλβια δεν είναι ένας άνθρωπος από τον οποίον ξεμπλέκεις εύκολα.
 
«… πας γυρεύοντας για μπελάδες αν είσαι περισσότερο αλτρουιστής από την κοινωνία που σε περιβάλλει.»

 
Ως γνήσιο μυθιστόρημα χαρακτήρων – κάτι που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του Φορντ, δεν είναι μόνο αυτοί οι δύο ήρωες που συγκινούν και συναρπάζουν. Ο ανερχόμενος Μακμάστερ που αντιπροσωπεύει τον τύπο του ανερχόμενου μικροαστού από καλό όμως σχολείο, που θα κυριαρχήσει στην Βρετανική σκηνή τον 20ο αιώνα, η Βαλεντάιν Γουάνοπ που θα παρασύρει τον Τίτζενς σε μια ερωτική περιπέτεια, στην οποία αυτός, ο υπερήφανος και απόμακρος αριστοκράτης δεν θα μπορέσει να αντισταθεί, η κα Ντούσμινς που αντιπαθεί σφόδρα κι αυτή τον Τίτζενς, θεωρώντας τον «κάλπικο» και βλάκα και που ερωτεύεται τον Μακμάστερ βρίσκοντας τον τρόπο να ανέλθει στην κοινωνία, είναι όλοι αλησμόνητοι χαρακτήρες  με τα σφάλματά τους, τις καλές και τις κακές τους στιγμές, που διαγράφονται έντονα στην αναγνωστική συνείδηση.
 
«Το τέλος της παρέλασης, Κάποιοι όχι…» είναι ένα βιβλίο που μπορείς να το κατατάξεις σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Έχει τη μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα σε ιστορικά γεγονότα, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα χρονικό για έναν άνθρωπο που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει χωρίς σκηνές έντασης, είναι μια ακαταμάχητη ερωτική ιστορία δυο τελείως διαφορετικών ανθρώπων που απεικονίζουν τις κοινωνικές αλλαγές στη χώρα χωρίς να υπάρχουν ερωτικές σκηνές πάθους, είναι ένα βιβλίο για τις επιπτώσεις του πολέμου χωρίς να υπάρχει ούτε μια σκηνή στο μέτωπο. Είναι ένα αριστούργημα γραμμένο με το υπαινικτικό ύφος του Φορντ, που είναι πάνω απ’ όλα ένα εντυπωσιακό ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που βιώνει τρομερές αλλαγές.
 
Μοντερνιστικό βιβλίο που ενσωματώνει την συνειδησιακή ροή (τον εσωτερικό μονόλογο), με τον αφηγητή που αφήνει κενά στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, κάνοντας τον αναγνώστη να αμφιβάλλει πολλές φορές για την αξιοπιστία του, με πολύ χιούμορ που ισορροπεί με το δράμα, με χαρακτήρες που άλλοτε γίνονται υπερβολικοί, πολλές φορές κωμικοί και με τόσες αντιφάσεις που κάποιες στιγμές μπερδεύουν τον αναγνώστη. Δεν είναι περίεργο που το «Τέλος της παρέλασης» (συνολικά) δεν γίνεται τόσο δημοφιλές αφού οι περισσότεροι μιλούν γι’ αυτό παρά το έχουν διαβάσει. Ακόμα και ως τηλεοπτική σειρά σε αυτήν την έξοχη μεταφορά της από το BBC (με μοναδικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της), πριν μερικά χρόνια, δεν προχώρησε πέρα από το πρώτα δύο βιβλία της τετραλογίας, αποδεικνύοντας ότι είναι δύσκολο για βιβλία τέτοιου ύφους να τα αποδεχτεί το πλατύ κοινό.
 
Βαθμολογία 90 / 100