Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2019 | Permalink
"Απόγνωση"

Από την "ΑΠΟΓΝΩΣΗ" ("Despair"), το ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα του σπουδαίου Vladimir Nabokov (Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1899 – Μοντρέ, Ελβετία 1977), είχα μόνο κινηματογραφικές αναμνήσεις. Μου είχε προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση, όταν είδα στα τέλη της δεκαετίας του '70, την ταινία του Ρ.Β.Φασμπίντερ, η οποία βασίστηκε στο βιβλίο. Η περίεργη ιστορία, η σκηνοθεσία, η μοναδική ερμηνεία του Ντερκ Μπόγκαρντ, μου είχαν προκαλέσει δυνατά συναισθήματα (που ακόμα θυμάμαι, σαράντα χρόνια μετά...), τα οποία οφείλω να ομολογήσω, δεν τα βρήκα στο μυθιστόρημα από το οποίο προήλθε, η (αρκετά διαφορετική) ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη. Αυτό βέβαια, δεν μειώνει την μεγάλη αξία του μυθιστορήματος, που ο ίδιος ο Ναμπόκοφ θεωρεί από τα ελάσσονά του. Η κυκλοφορία του φέτος από τις εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Αύγ. Κορτώ (σελ. 269), εμπλουτίζει με την ωραία αυτή έκδοση, την ελληνική βιβλιογραφία του μεγάλου συγγραφέα, συστήνοντάς τον εκ νέου, σε ένα νεότερο κοινό.


Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα Ρώσικα, είναι δηλαδή, από τα έργα της πρώιμης συγγραφικής περιόδου του Ναμπόκοφ, με τίτλο Ατσάγιανε ("Otchayanie") στις αρχές της δεκαετίας του '30, όταν ο συγγραφέας διέμενε στο Βερολίνο, κυκλοφόρησε στα Αγγλικά σε μετάφραση του ίδιου του συγγραφέα, το 1937 και ο ίδιος ξαναδούλεψε τη μετάφραση από την αρχή και εξέδωσε την τελική μορφή του βιβλίου το 1965.

Η χρονική περίοδος του μυθιστορήματος, είναι τα χρόνια του μεσοπολέμου, πιο συγκεκριμένα, το 1930, και ο ήρωας, ο Χέρμαν, είναι ουσιαστικά ένας Ρώσος εμιγκρές, αλλά λόγω του Γερμανού πατέρα και της Ρωσίδας μητέρας, είναι ένας άνθρωπος που αισθάνεται αποξενωμένος και άπατρις. Είναι έμπορος σοκολάτας και η σύζυγός του, Λύντια, είναι μια ζουμερή και αφελής Ρωσίδα, που περνάει τον περισσότερο χρόνο της με τον ανεπρόκοπο ζωγράφο ξάδερφό της (ή τουλάχιστον έτσι τον παρουσιάζει, ενώ διαφαίνεται μια περισσότερο από φιλική και "συγγενική" σχέση μαζί του), Αρνταλιόν, ο οποίος ζει κυριολεκτικά εις βάρος του Χέρμαν.

"Το βλέμμα του διέτρεξε βιαστικά το γκριζωπό φανελένιο κοστούμι μου· κατηφόρισε στο μανίκι μου· σκόνταψε και στάθηκε πάλι στο χρυσό ρολόι γύρω απ' τον καρπό μου.
"Δεν μπορείς να μου βρεις καμιά δουλειά;" ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι.
Σημειώστε: αυτός πρώτος, κι όχι εγώ, κατάλαβε τον μασονικό δεσμό που απέρρεε από την ομοιότητά μας· και καθώς η ομοιότητα διαπιστώθηκε από μένα, λογάριαζε ασυναίσθητα πως είμαι σε κάποια λεπτή εξάρτηση απ' αυτόν, σαν να ήμουν εγώ ο μίμος κι εκείνος το πρωτότυπο. Όπως είναι φυσικό, ο καθένας προτιμάει να του λένε "...σου μοιάζει" παρά "του μοιάζεις". Ζητώντας μου βοήθεια, ο χαμερπής αυτός αχρείος απλώς ψηλάφιζε το έδαφος, για μελλοντικές απαιτήσεις. Στο θολωμένο του μυαλό καιροφυλακτούσε, ενδεχομένως, η σκέψη ότι θα του όφειλα ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι απλόχερα μου παρείχε, υπάρχοντας και μόνο, την ευκαιρία να του μοιάζω. Σε μένα η ομοιότητά μας φαινόταν σαν αξιοπερίεργο στα όρια του θαυμαστού. Εκείνος εστίαζε κυρίως στην επιθυμία μου να διακρίνω την οποιαδήποτε ομοιότητα. Στα μάτια μου φάνταζε σαν σωσίας, τουτέστιν σαν ένα πλάσμα σωματικά πανομοιότυπο με μένα. Αυτή η απόλυτη ταύτιση ήταν που μου προξενούσε ένα τέτοιο διαπεραστικό ρίγος. Ο ίδιος, απ' τη μεριά του, έβλεπε στο πρόσωπό μου έναν αμφιλεγόμενο μιμητή. Θα ήθελα ωστόσο να τονίσω ότι οι ιδέες του ήταν πολύ θολές, και βέβαια δεν θα καταλάβαινε τίποτε, ο μπουμπούνας, αν του τις ανέλυα."

Ο Χέρμαν, είναι ένας άνθρωπος ασταθής και απρόβλεπτος, φανερά διαταραγμένος. Όταν θεωρεί ότι βρίσκει απέναντί του, κατά τη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού στην Πράγα, τον σωσία του, στο πρόσωπο ενός άνεργου και άστεγου ανθρώπου, του Φέλιξ, μια ιδέα καλλιεργείται στο μυαλό του. Να σκηνοθετήσει την δολοφονία του, σκοτώνοντας τον σωσία του, να πάρει τα λεφτά της ασφάλειας, και να ζήσει στο Παρίσι μαζί με την σύζυγό του, μια διαφορετική ζωή. Παρ’ότι είναι εμμονικά τελειομανής, το σχέδιό του, δεν είναι και το πιο πλήρες, άσε που η περίφημη "ομοιότητα" του με τον Φέλιξ, υπάρχει μόνο μέσα στο κεφάλι του, κι έτσι τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή.

Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, ότι έχει να κάνει με έναν αναξιόπιστο αφηγητή, που ψεύδεται συνεχώς, κατασκευάζει σενάρια με το μυαλό του, μπλέκει τα γεγονότα, τους ανθρώπους, τα πάντα. Όπως ομολογεί σε ένα σημείο του βιβλίου, από μικρός, κάθε μέρα λέει κι ένα ψέμα, ενώ σε ένα άλλο σημείο, κλείνει ουσιαστικά το μάτι στον αναγνώστη, ομολογώντας ότι έχει πει ψέματα για την μάνα του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συντελεί στο να βρίσκεται ο αναγνώστης  διαρκώς μετέωρος, μεταξύ αλήθειας και πλάνης, καθώς ο συγγραφέας παίζει με το δίπολο Χέρμαν/Φέλιξ, ενώ ο ήρωας/αφηγητής ακόμα και όταν περιγράφει τις πιο καθημερινές του στιγμές, δεν σταματά να μπερδεύει τον αναγνώστη με τις συνεχείς παλινδρομήσεις της μνήμης του.

"Έχω συνηθίσει υπερβολικά την έξωθεν θέαση του εαυτού μου, το να'μαι συγχρόνως ζωγράφος και μοντέλο, οπότε δεν είναι ν' απορείς που το ύφος μου στερείται την ευλογία και τη χάρη του αυθορμητισμού. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να ξαναμπώ στο παλιό μου κέλυφος και να βολευτώ όπως παλιά μέσα στον εαυτό μου· είναι τόση η αταξία εκεί μέσα· τα έπιπλα έχουν μετακινηθεί, η λάμπα έχει καεί και μαυρίσει, κομμάτια του παρελθόντος μου - σκουπίδια στο πάτωμα."


Ο Ναμπόκοφ ήταν μεγάλος στυλίστας, και αυτό φαίνεται από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος. Σαρδόνιο χιούμορ και ειρωνεία, σε συνδυασμό με το “παράλογο”, το οποίο βρίσκεται συνεχώς παρόν, διατρέχουν την ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Ο Χέρμαν δεν διαφέρει πολύ από τον Χούμπερτ, τον ήρωα της Λολίτας (του αδιαμφισβήτητου αριστουργήματος του συγγραφέα), όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου του: “Αμφότεροι είναι νευρωτικοί, αχρείοι, ωστόσο υπάρχει μια κατάφυτη ζώνη Παραδείσου στην οποία επιτρέπεται να περιδιαβαίνει ο Χούμπερτ ένα σούρουπο τον χρόνο· όμως η Κόλαση δεν θα δώσει ποτέ άδεια εξόδου στον Χέρμαν.” Ο Χέρμαν όπως αργότερα και ο Χούμπερτ, στο έργο του Ναμπόκοφ, αμφότεροι αναξιόπιστοι αφηγητές, που διαρκώς παλεύουν με την ύπαρξή τους και τα αδιέξοδά τους.

Το μυθιστόρημα, έχει εμφανείς επιρροές από τα έργα του Ντοστογιέφσκι – και ο Ναμπόκοφ, αυτοσαρκάζεται όταν παρουσιάζει τον ήρωά του να γράφει ένα βιβλίο που δεν θα μοιάζει σε τίποτα με αυτά του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Υπαρξιακό νουάρ, που εκτυλίσσεται ως ψυχολογικό θρίλερ, η “Απόγνωση”, είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, που μπορεί ο ίδιος ο συγγραφέας να το θεωρεί κατώτερο από άλλα βιβλία του, δεν είναι όμως καθόλου έτσι.

Βαθμολογία 80 / 100




 
Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 26, 2019 | Permalink
"Περί Χρόνου και Ποταμού"
«Γεννήθηκα το 1900 – είμαι 24 χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια πιστεύω ότι το σημαντικότερο έργο στην Αγγλική είναι ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις – Πιστεύω ότι η καλύτερη μπαλάντα είναι αυτή του Τζ. Κ. Τσέστερτον με τίτλο «Λεπάντο». Η καλύτερη αφηγηματική ποίηση είναι αυτή του Τζον Μάνσφιλντ – ειδικά στα έργα Ο μπογιατζής, Ο ποταμός και Η χήρα στην οδό Μπάι. Ο πιο πολυγραφότατος – ο Άρνολντ Μπένετ -, ο πιο άξιος δοκιμιογράφος – ο Μπέλοκ -, ο πιο γιγαντιαίος διεξοδικός ρεαλιστής – ο Θίοντορ Ντράιζερ -, ο πιο φειδωλός στις επιλογές του και με ικανότητες διαρκείας – ο Γκάλσγουορθι. Το πιο ποιητικό θεατρικό έργο – Ο γυναικάς της Δύσης -, ο καλύτερος δημοσιογράφος – ο Σίνκλερ Λιούις. Ο κριτικός με τη μέγιστη λεπτότητα – ο Τ.Σ.Έλιοτ -, ο κριτικός μεγίστου εύρους και ισχύος – ο Χ.Λ.Μένκεν-, η καλύτερη γυναίκα συγγραφέας – η Μέι Σίνκλερ -, η δεύτερη καλύτερη – η Βιρτζίνια Γουλφ -, η τρίτη καλύτερη – η Γουίλα Κάθερ.»

Είναι κάποια βιβλία - «λογοτεχνικά ορόσημα», που η ανάγνωση τους προϋποθέτει την ισχυρή (κι αδιαπραγμάτευτη) απόφαση του αναγνώστη, να αναμετρηθεί μαζί τους, να διαθέσει τον απαραίτητο χρόνο, αγνοώντας τις σειρήνες των νέων κυκλοφοριών, των αναγνωστικών «πρέπει», του σχετικού «hype» γύρω από μια έκδοση, που συζητιέται στους ανάλογους βιβλιοφιλικούς κύκλους. Είναι κάποια βιβλία που μετά την ανάγνωσή τους, καθώς φτάνεις στο τέλος μιας διαδρομής που διήρκεσε μέρες ή εβδομάδες (για κάποιους και μήνες), αισθάνεσαι πληρότητα και φόρτιση, είναι δύσκολο να βγεις από το σύμπαν του συγγραφέα, από την διαδρομή του μαζί σου. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το αριστουργηματικό (με την λέξη να αναλογεί ακριβώς στην αξία του), ελεγειακό έπος «ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΟΥ» («Of Time and the River»), του σπουδαίου (και μοναδικού ως περίπτωση) Αμερικανού συγγραφέα Thomas Wolfe (Άσβιλ, Β. Καρολίνα 1900 - Βαλτιμόρη, Μέριλαντ 1938), που κυκλοφόρησε στο τέλος του περασμένου χρόνου, επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εξάντας, στην Λευκή σειρά (τρεις τόμοι Α τόμος 707 σελ./ Β τόμος 600 σελ./ Γ τόμος 662 σελ.), σε μετάφραση (άθλο) και εισαγωγή του Γ. Λειβαδά.

Το μυθιστόρημα του Γουλφ, αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του βιβλίου που τον καθιέρωσε στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή, του έξοχου «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου», χωρίς η ανάγνωση του πρώτου να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάγνωση (και την απόλαυση) του «Περί Χρόνου και Ποταμού». Αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα, στο περιεχόμενό του, περιγράφει την συνέχεια της ζωής του Γιουτζίν Γκαντ, ήρωα του πρώτου βιβλίου και, είναι χωρισμένο σε οκτώ (8) βιβλία, που στην ελληνική έκδοση έχουν μοιραστεί στους τρεις τόμους, ως εξής: Δύο (2) βιβλία στον πρώτο τόμο, δύο (2) βιβλία στον δεύτερο τόμο, και τέσσερα (4) βιβλία στον τρίτο τόμο. Τα βιβλία φέρουν τίτλους από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, από την μυθολογία αλλά και από την παγκόσμια λογοτεχνία, ενδεικτικά αναφέρω μερικούς από αυτούς: «Ορέστης: η φυγή πριν τη μανία», «Τηλέμαχος», «Το ταξίδι του Ιάσονα», «Ο νεαρός Φάουστους» κλπ., υποδηλώνοντας το «ταξίδι», την περιπλάνηση του ήρωα Γιουτζίν προς την αυτοσυνείδηση και ωριμότητα.

«Τώρα, λοιπόν, είχε φτάσει εκείνη η μέρα, και εκείνες οι δύο εικόνες – ας τις πούμε καλύτερα φώτα και εκδοχές της ψυχής ενός ανθρώπου -, εκείνη του απομονωμένου, χαμένου και μοναχικού Νότου, και εκείνη του σκληρού, του υπέροχου, παράδοξου και μυστικού Βορρά κυλούσαν μες στο αίμα του σαν τρέλα. Και όπως είχε δει χιλιάδες εικόνες του θαμμένου και σιωπηλού Νότου τον οποίο γνώριζε σ’ όλη του τη ζωή, έτσι τώρα είδε το όραμα του σκληρού περήφανου Βορρά με όλες του τις αστραφτερές πόλεις, και την παλίρροια της ζωής. Είδε τη βραχώδη γλυκύτητα της γης του και την πράσινη μοναξιά του, και είχε γνωρίσει το φευγαλέο μούδιασμα της πρόγνωσης, εκείνη την ένταση στα σωθικά της έκστασης του ερχομού του χιονιά, τις μυρωδιές των λιμανιών και την κυκλοφορία των επιβλητικών του πλοίων.»

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ταξίδι του Γιουτζίν από την πόλη του, το Άλταμοντ της Κατόμπα, προς το Χάρβαρντ, όπου θα συνεχίσει τις σπουδές του στην δημιουργική γραφή, καθώς πλέον έχει αποφασίσει να γίνει συγγραφέας με όποιες θυσίες αυτό συνεπάγεται. Ο Γιουτζίν θα επισκεφτεί τον ετοιμοθάνατο από τον καρκίνο, πατέρα του, σε ένα νοσοκομείο της Βαλτιμόρης και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του γνωρίζοντας διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, από αυτούς που είχε συνηθίσει στην μικρή του πόλη.

Με την επιστροφή του στην οικογενειακή εστία, ο πατέρας του πεθαίνει και εκείνος βρίσκεται σε αναμονή απαντήσεων από περιοδικά όπου έχει στείλει κάποια διηγήματα και από εκδότες για κάποια θεατρικά έργα που έχει γράψει. Οι απαντήσεις είναι απορριπτικές, οπότε στην προσπάθειά του να βρει κάποιο εισόδημα και να προσπαθήσει πιο έντονα από το κέντρο των εξελίξεων, αφήνει την πόλη του και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, όπου θα διδάξει σε ένα παράρτημα του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Ο Γιουτζίν μαγεύεται από την Νέα Υόρκη και τρέφει γι’ αυτήν αισθήματα έλξης και απώθησης. Θα γνωρίσει έναν ενδιαφέροντα Εβραίο φοιτητή και την οικογένειά του, θα συναντηθεί ξανά με έναν πάμπλουτο συμφοιτητή του, ο οποίος θα τον καλέσει σπίτι του για ένα πολύ ενδιαφέρον σαββατοκύριακο, όπου θα του γνωρίσει την αδερφή του, η οποία ενθουσιάζει τον άπειρο Γιουτζίν, αλλά δεν υποκύπτει στην (διακριτική) πολιορκία του, ενώ η φιλία του με άλλον έναν από τους παλιούς του φίλους, διαβόητο μέθυσο, θα του ταράξει την μονότονη καθημερινότητα.

«Τι είναι αυτό το αλλόκοτο και θλιβερό θαύμα της ζωής; Είναι να νιώθεις, σαν η μανία της μέρας έχει περάσει, την απογευματινή σιγή, τη θλίψη του χαμένου, εξασθενημένου φωτός, ν’ ακούς τους μακρινούς ήχους και τις πνιγμένες κραυγές, και τα βήματα, τις φωνές, τη μουσική, και τα πάντα χαμένα – και κάτι να μουρμουρίζει, απέραντο και πανίσχυρο μέσα στον αέρα;»

Με τα χρήματα που είχε μαζέψει από την εργασία του στο Πανεπιστήμιο, ο Γιουτζίν αποφασίζει να πάει για ένα χρόνο στην Ευρώπη. Μεταβαίνει πρώτα στην Αγγλία, στην Οξφόρδη και στο Λονδίνο και ύστερα στο Παρίσι, όπου συναντάει τυχαία τον Στάργουικ, παλιό του συμφοιτητή στο Χάρβαρντ, ο οποίος γλεντοκοπάει εκεί μαζί με δύο Βοστονέζες φίλες του. Ο Γιουτζίν δεν θα αργήσει να γίνει το τέταρτο μέλος της παρέας, ενώ σιγά-σιγά θα ερωτευτεί την νεαρότερη από τις δύο γυναίκες, την μυστηριώδη Ανν, η οποία είναι ο βασικός χρηματοδότης της παρέας. Η Άνν όμως αποκρούει τις προτάσεις του Γιουτζίν, προσκολλημένη συναισθηματικά στον (φανερά ομοφυλόφιλο) Στάργουικ. Ο Γιουτζίν θα αφήσει την παρέα να συνεχίσει τις θεότρελες και χωρίς σκοπό περιπλανήσεις της, για να αφοσιωθεί στο γράψιμο.

«Τι είναι η μανία που ετούτος ο νέος θα βιώσει, που θα τον τσακίσει για πάντα πάνω στην πελώρια γη; Είναι ο νους που τρελαίνεται με την ίδια του την υπερβολή, η καρδιά που ραγίζει από την οδύνη της δικής της σύγχυσης. Είναι η λαχτάρα που που διογκώνεται με καθετί που πολιορκεί, η δίψα που καταπίνει ποτάμια μα παραμένει ακόρεστη. Είναι να συναντήσεις ένα εκατομμύριο ανθρώπους, ένα εκατομμύριο πρόσωπα να δεις και να εξακολουθείς να είσαι ένας άγνωστος πάντα. Είναι να περιφέρεσαι τη νύχτα ανάμεσα στα ράφια μιας τεράστιας βιβλιοθήκης, να παίρνεις βιβλία από χίλια ράφια, να τα διαβάζεις με ενός νέου ανθρώπου την ακόρεστη δίψα.»

Όπως γίνεται κατανοητό, η πλοκή του επικού μυθιστορήματος, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Όποιος το διαβάσει γι’ αυτό το λόγο, έχει χάσει την ώρα του! Σημασία στην ροή του μυθιστορήματος, έχει η περιπλάνηση και οι ιδέες του ήρωα, οι εμμονές του και η δίψα του για γνώση και λογοτεχνία (είναι ένας άνθρωπος που ζει και αναπνέει γι' αυτήν), οι μονόλογοί του και οι περιγραφές των ανθρώπων, των τοπίων, των συναντήσεών του και των συζητήσεων. Μέσα από τον τεράστιο όγκο του βιβλίου, υπάρχουν σελίδες ανθολογίας και λογοτεχνικής μαγείας, που σαγηνεύουν τον αναγνώστη, που θα τις διαβάσει πολλές φορές (και ίσως φωναχτά) για να αντιληφθεί το μεγαλείο τους. Οι σελίδες του θανάτου του πατέρα – γενικότερα ίσως όλο το βιβλίο που περιγράφει την επιστροφή στην οικογενειακή εστία, οι περιγραφές της Νέας Υόρκης αλλά και της εκπληκτικής έπαυλης που ο Γιουτζίν θα περάσει ένα διαφωτιστικό και καθοριστικό για την εξέλιξή του γουικέντ, οι περιγραφές των Άγγλων και της ζωής στην Αγγλία, του Παρισιού και της ξέφρενης ζωής εκεί, είναι εκπληκτικές.

«…είμαστε εντελώς χαμένοι, εντελώς γυμνοί και εντελώς μόνοι στην Αμερική. Απέραντοι και βάναυσοι ουρανοί εκτείνονται πάνω από τα κεφάλια μας, και όλοι μας βρισκόμαστε ασταμάτητα σε κίνηση και δεν έχουμε πατρίδα. Συνεπώς, δεν είναι η αργή, ακριβής πτώση της άμμου των αμέτρητων ημερών μέσα στην κλεψύδρα που θυμόμαστε περισσότερο, την τέφρα του χρόνου▪ ούτε την ασύλληπτη μονοτονία των χαμένων χρόνων, τα απαραβίαστα προγράμματα της χαμένης ζωής και τα γνώριμα πρόσωπα που θυμόμαστε περισσότερο. Είναι ένα πρόσωπο μια φορά ιδωμένο και για πάντα χαμένο μέσα στο πλήθος, το βλέμμα ενός ματιού, ένα πρόσωπο που χαμογέλασε και χάθηκε σ’ ένα περαστικό τρένο, είναι το προαίσθημα μιας συγκεκριμένης νύχτας πως πλησιάζει το χιόνι, το γέλιο μιας γυναίκας σ’ έναν δρόμο μες στο κατακαλόκαιρο πριν από πολλά χρόνια, είναι η μνήμη ενός συγκεκριμένου φεγγαριού στην άκρη του σκοτεινού δάσους με τα πεύκα τον γερασμένο Οκτώβρη – και οι ζωές όλων μας γραμμένες στη συστροφή ενός φύλλου πάνω στο κλαδί, μια πόρτα που άνοιξε, και μια πέτρα.»

Η γραφή, το στυλ του Γουλφ, σε παρασύρει με το πάθος του. Είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχω συναντήσει, με τόση ορμή και δυναμισμό στο ύφος τους. Με μακροπερίοδο λόγο, λυρικό και ποιητικό, ορμητικό και ζωντανό το μυθιστόρημα, δεν φοβάται την φλυαρία (και διαθέτει μπόλικη από δαύτην), δεν φοβάται τους χαρακτηρισμούς (που πολλούς ο σημερινός αναγνώστης θα τους βρει σεξιστικούς και ρατσιστικούς, αλλά στον μεσοπόλεμο έτσι μιλούσαν), και τις επαναλήψεις, τις αλλαγές ρυθμού στην αφήγηση (και είναι πολλές), τις εξαντλητικές λεπτομέρειες και τις (σε πολλά σημεία κουραστικές αλλά απαραίτητες) μεγάλες περιγραφές. Η αφήγηση από κυρίως τριτοπρόσωπη, μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη, ενώ υπάρχουν και ημερολογιακές καταγραφές από την διαμονή στο Παρίσι, ανακατεύοντας δημιουργικά το στυλ του - ο αναγνώστης νιώθει σαν να παρακολουθεί έναν μεγάλο μαέστρο που κατευθύνει με την μπαγκέτα του μια ορχήστρα που αποτελείται από δεκάδες αντίγραφά του.

Καθαρό «μυθιστόρημα μαθητείας (bildungsroman)», το μυθιστόρημα του Γουλφ, είναι ένα πληθωρικό και γεμάτο συμβολισμούς και μεταφορές βιβλίο, που μπορεί να έχει ως κεντρικό του θέμα την αναζήτηση εαυτού, μέσα από την περιπλάνηση του ήρωα του, αλλά μιλάει και για την αναζήτηση και την απώλεια της πατρικής φιγούρας, όχι μόνο μέσα από την ιστορία και τον θάνατο του πατέρα, αλλά και ως πηγή καταπίεσης και ενταφιασμού ελπίδων και προσωπικότητας. Η Αμερική ως μητρική (και πατρική) γη, να καταπνίγει τις ελπίδες και τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αλλά και ως γη της επαγγελίας και της ευκαιρίας, είναι ένα συνεχές σημείο αναφοράς στο μυθιστόρημα. Όπως άλλωστε και η έννοια του Χρόνου όχι μόνο στο εμφανές θέμα της ρευστότητάς του (ποτάμια, θάλασσες, τρένα, πλοία) αλλά και ως παρελθών χρόνος και παρών χρόνος.

«Που είσαι τώρα, που όλα τα πράγματα πάνω στη γη επιστρέφουν και πάλι; Αφού ετούτα τα πράγματα που έχουν ξαναγυρίσει, που έχουμε ξαναδεί, που έχουμε ξανακούσει, που τα έχουμε ξαναζήσει, θα υπάρξουν και πάλι για εμάς όπως έχουν ξαναϋπάρξει, μονάχα αν επιστρέψεις και πάλι εσύ.
Πατέρα, μες στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, έχω ακούσει της υπερταχείας τη βροντή. Μες στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, έχω ακούσει τους αέρηδες να ουρλιάζουν ανάμεσα στα πελώρια δέντρα, και τα βελανίδια να πέφτουν σαν ανεμόβροχο. Μέσα στη νύχτα, μες στο σκοτάδι, έχω ακούσει πάνω στις στέγες τα βήματα της βροχής, τα λούκια να βουλώνουν από το ασταμάτητο βροχόνερο, και την τρομερή γη να μουλιάζει και να καταπίνει τις βροχές, ξεδιψώντας μέσα στον Μάη – και έχω ακούσει τη λυπηρή σιωπή του ποταμού τον Οκτώβρη.»

Η ιστορία της έκδοσης του βιβλίου του Γουλφ, είναι κι αυτή μυθιστορηματική. Ο συγγραφέας, παρέδωσε το 1933, ένα χειρόγραφο περίπου 1.000.000 (ενός εκατομμυρίου!) λέξεων, στον σπουδαίο επιμελητή των εκδ. Σκρίμπνερς, Μάξουελ Πέρκινς (που επιμελήθηκε μυθιστορήματα των Φιτζέραλντ, Χέμινγουέι και άλλων), ουσιαστικά δλδ, ένα βιβλίο 10.000 σελίδων, όπου ο ακάματος συγγραφέας μέχρι την τελευταία στιγμή προσέθετε και άλλες... Μετά από διαφωνίες και σκληρές αποφάσεις – κι αφού διεγράφησαν ολόκληρα τμήματα της αφήγησης, το βιβλίο ολοκληρώθηκε στη μορφή που γνωρίζουμε, σε ένα σύνολο περίπου 1000 σελίδων στα Αγγλικά, και 1969 σελίδων στην παρούσα ελληνική έκδοση. Η ιστορία αυτή, όπως και η σύγκρουση μεταξύ των δύο δυναμικών προσωπικοτήτων, του Πέρκινς και του Γουλφ, αναπαρίσταται στην πολύ ενδιαφέρουσα (αλλά άνιση) ταινία «Ένας χαρισματικός άνθρωπος» («Genius»), με τον Jude Law να ερμηνεύει τον Τhomas Wolfe, και τον Colin Firth, τον Μάξουελ Πέρκινς.

Το εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα, που αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, ενσωματώνει στο ύφος του όλη την αγγλοσαξωνική λογοτεχνία και όπως αναφέρει ο μεταφραστής Γ. Λειβαδάς, στην καίρια και ευσύνοπτη εισαγωγή του «ήταν το πρώτο αμερικανικό μυθιστόρημα που εστίασε με τέτοιο ζήλο στην αμφισβήτηση της ικανότητας του μοντέρνου ανθρώπου να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται δημιουργικά τον εαυτό του, ήταν το μυθιστόρημα-διέλευση από τα όρια του αμερικανικού μοντερνισμού στο τότε απροσδιόριστο ακόμη, μα υφέρπον όραμα μιας δραματικής λογοτεχνικής διαδοχής.». Οι μεγάλοι αμερικανοί συγγραφείς του β’ μισού του 20ου αιώνα, επηρεάστηκαν από το «Περί χρόνου και ποταμού», ενώ βλέπουμε και πόσο μοντέρνο είναι και σήμερα με όλη αυτή την άνθιση της αυτοαναφορικής λογοτεχνίας, που διαφημίζεται ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο.

«Γιατί τελικά τι είμαστε αδελφέ μου; Είμαστε η φασματική αναλαμπή μιας λυπηρής λαχτάρας, το στοιχειωμένο και φωσφορικό λαμπύρισμα ενός αθάνατου χρόνου, η εφημερότητα των ημερών που έχει στοιχειώσει της γης η αιωνιότητα. Είμαστε η ανείπωτη ομιλία, ένας ανικανοποίητος λιμός, μια ακόρεστη δίψα▪ ο πόθος που διαλύει τους μύες μας, που ανατινάζει τα μυαλά μας, που αρρωσταίνει και σαπίζει τα σωθικά μας, και ξεσκίζει κατά μόνας τις καρδιές μας. Είμαστε ενός πάθους η ανατροπή, μια στιγμιαία φλόγα έκστασης και αγάπης, ένα κομμάτι σάρκας με αίμα κατακόκκινο και οδύνη, μια χαμένη κραυγή, μια μουσική της χαράς και του πόνου, το στοίχειωμα των φευγαλέων έντονων ωρών, μια παρ’ ολίγον αιχμαλωτισμένη ομορφιά, ο ψίθυρος της άυλης μνήμης ενός δαίμονα. Είμαστε του χρόνου τα κορόιδα.
Γιατί τι είμαστε αδελφέ; Είμαστε οι γιοι του πατέρα μας, του οποίου το πρόσωπο δεν το ‘δαμε ποτέ, είμαστε τέκνα του πατέρα μας, του οποίου τη φωνή ποτέ δεν ακούσαμε, είμαστε οι γιοι του πατέρα μας, απ’ τον οποίο κραυγάζοντας ζητήσαμε παρηγοριά και δύναμη ζώντας μες στην οδύνη, είμαστε οι γιοί του πατέρα μας, του οποίου η ζωή πέρασε μέσα στη μοναξιά και την ερημιά όπως κι η δική μας, είμαστε τα τέκνα του πατέρα μας, στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε μονάχα μεσ’ από τ’ αλλόκοτο, σκοτεινό φορτίο της καρδιάς και της ψυχής μας, είμαστε τα τέκνα του πατέρα μας , και τα δικά του βήματα στην αιωνιότητα θ’ ακολουθούμε.»

Συγκίνηση, χαρά, λύπη, απόλαυση, τα συναισθήματα εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αυτού του πληθωρικού μυθιστορήματος, αυτού του ελεγειακού έπους. Είναι τόσο μεγαλειώδες μυθιστόρημα, το «Περί Χρόνου και Ποταμού» που ο όγκος του, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τον επίμονο αναγνώστη και τον λάτρη της λογοτεχνίας. Μαζί με το προηγούμενό του βιβλίο, το εκπληκτικό «ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ», ανήκουν στην κατηγορία των «Μεγάλων Αμερικανικών Μυθιστορημάτων», που κάθε Αμερικανός συγγραφέας ονειρεύεται να γράψει. Διαβάζεται εύκολα και σε παρασύρει σε μια μοναδική διαδρομή από την οποία θα βγεις λογοτεχνικά σοφότερος και επαρκέστερος αναγνωστικά. Λίγη τόλμη (και χρόνος) χρειάζεται.

Βαθμολογία 89 / 100



 
Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2019
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2019 | Permalink
"Λευκός σκύλος"

Αυτοβιογραφικό βιβλίο, ουσιαστικά ένα non-fiction μυθιστόρημα, είναι το υπέροχο "ΛΕΥΚΟΣ ΣΚΥΛΟΣ" ("Chien blanc") του πολυβραβευμένου Γαλλορώσου συγγραφέα Romain Gary (το πιο "επιτυχημένο" φιλολογικό ψευδώνυμο, από τα πολλά που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, που γεννήθηκε με το όνομα Roman Kacew στη Βίλνα της Ρωσίας, το 1914, και πέθανε στο Παρίσι, το 1980). Το βιβλίο από τα λιγότερο γνωστά του Γκαρύ, εκδόθηκε πρόσφατα στη χώρα μας, από τις καινούργιες εκδόσεις "Οκτάνα", σε μετάφραση της Ευγ. Γραμματικοπούλου (σελ.319).

Στον "Λευκό σκύλο", ο έμπειρος συγγραφέας, περιγράφει τις ημέρες του στις Η.Π.Α., τα τελευταία χρόνια της ταραγμένης δεκαετίας του '60, όταν υπηρετούσε ως Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας, στην πόλη του Λος Άντζελες και ήταν παντρεμένος με την Αμερικανίδα ηθοποιό και ακτιβίστρια πολιτικών δικαιωμάτων Τζιν Σίμπεργκ (που έγινε γνωστή από την ερμηνεία της, στο πλευρό του Ζ.Π.Μπελμοντό στην εμβληματική ταινία "Με κομμένη την ανάσα", του Ζαν Λικ Γκοντάρ). Με αφορμή, την παρουσία ενός διαφορετικού σκύλου στη ζωή τους, ο Γκαρύ γράφει για τον ρατσισμό, τις φυλετικές διαμάχες, την πολιτική κατάσταση και την Αμερικάνικη κοινωνία.

Ο Γκαρύ και η Σίμπεργκ, μαζί με τον μικρό τους γιο και αρκετά οικόσιτα ζώα (τρεις γάτες, ένα σκύλο αλλά και ένα τουκάν κι ένα πύθωνα που είχε δοθεί σε έναν ιδιωτικό ζωολογικό κήπο, επειδή τρόμαζε τους προσκεκλημένους), ζούσαν σε μια βίλα στο Μπέβερλι Χιλς. Μετά από μια καταιγίδα, στην πόρτα τους βρίσκεται ένας εντυπωσιακός γκρίζος γερμανικός ποιμενικός, εμφανώς ταλαιπωρημένος, τον οποίον αμέσως περιθάλπουν καθώς ο σκύλος δεν είναι μόνο ευγενικός αλλά και πολύ έξυπνος. Μετά από μερικές ημέρες ησυχίας, διαπιστώνουν ότι ο σκύλος αυτός επιτίθεται σε κάθε μαύρο που εισέρχεται στο σπίτι - ταχυδρόμος, μεταφορέας κλπ. Μετά την αρχική του έκπληξη, ο Γκαρύ πηγαίνει τον σκύλο στον φίλο του που έχει τον ιδιωτικό ζωολογικό κήπο, και ενημερώνεται ότι σκύλος αυτός είναι εκπαιδευμένος γι' αυτόν τον λόγο, να επιτίθεται στους μαύρους! Αυτοί οι σκύλοι, είναι γνωστοί, ως "Λευκοί σκύλοι" και ανατρέφονται (από γενιά σε γενιά) από τα σώματα ασφαλείας στον Αμερικάνικο Νότο, με σκοπό να επιτίθενται μόνο σε μαύρους, αλλά και να προστατεύουν πλούσιους λευκούς από ενδεχόμενη "μαύρη εξέγερση".

"Υπάρχει κάτι βαθιά αποκαρδιωτικό και ανησυχητικό σε αυτές τις απότομες μεταμορφώσεις ενός ζώου που νομίζεις ότι το γνωρίζεις σε ένα πλάσμα άγριο, σε κάτι σχεδόν εντελώς αλλότριο. Πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή φύσης, σαν να περνάς σε άλλη διάσταση· είναι μια από εκείνες τις οδυνηρές στιγμές όπου οι καθησυχαστικές μας ταξινομήσεις και οι οικείες κατηγοριοποιήσεις τινάζονται στον αέρα. Απογοητευτική εμπειρία για τους ερασιτέχνες των βεβαιοτήτων. Βρισκόμουν ξαφνικά αντιμέτωπος με την εικόνα της ωμής βαρβαρότητας, που καραδοκεί στην καρδιά της φύσης, της οποίας την υποβόσκουσα παρουσία προτιμάμε να ξεχνάμε μέχρι την επόμενη φονική της εκδήλωση."


Ο Γκαρύ ένας βαθιά ανθρωπιστής, ευαίσθητος αλλά και ιδιαίτερα κυνικός άνθρωπος, πιστεύει ότι αναθέτοντας τον σκύλο στους έμπειρους εκπαιδευτές, θα μπορέσει να τον μεταμορφώσει. Κάτι που σύντομα αποδεικνύεται τρομερά δύσκολο, έως αδύνατον, μέχρι τη στιγμή που θα τον αναλάβει ένας πολύ επίμονος νεαρός μαύρος εκπαιδευτής (ειδικός στο να βγάζει το δηλητήριο από τα φίδια!) που μετά από το πρώτο στάδιο απογοήτευσης με τον σκύλο, θα επιμείνει προκαλώντας τον "λευκό σκύλο" μέχρι εξαντλήσεως.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας την ιστορία του "λευκού σκύλου" αλληγορικά, βρίσκει την ευκαιρία να γράψει για τα γεγονότα που συντάρασσαν τις Η.Π.Α., εκείνη την περίοδο. Για τους μαύρους ακτιβιστές και τον ρατσισμό (και τον αντιρατσισμό), που επικρατούσε και στις δύο πλευρές, για τον διχασμό στη κοινωνία, για τις μεγάλες διαδηλώσεις και τις συμπλοκές, στο Γουότς, την Βαλτιμόρη, το Σικάγο. Για τους Μαύρους Πάνθηρες και τους φιλοειρηνιστές, για την αφέλεια και την ευπιστία της συζύγου του Τζιν Σίμπεργκ με τους κάθε λογής εξεγερμένους και αδικημένους του συστήματος, αληθινούς και ψεύτικους, για τα τσεκ με τα τεράστια ποσά που εκείνη υπέγραφε, για τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε. Γράφει από μια προνομιούχα θέση και δεν το κρύβει, αλλά με την ματιά ενός ουδέτερου παρατηρητή, εκνευρίζεται με το χάος που επικρατεί σπίτι του και την αδιαλλαξία των μαύρων, αλλά και την βία και την απανθρωπιά της αμερικανικής κοινωνίας.

"Αυτή η χώρα, ούσα πρωτοπόρα σε οτιδήποτε υπερβαίνει το μέτρο, είναι επίσης πρωτοπόρα στις νευρώσεις. Μέσα σε αυτή την πελώρια τεχνολογική μηχανή διανομής ζωής, σε κάθε πλάσμα αισθάνεται ολοένα και περισσότερο σαν νόμισμα που γλιστράει  στη σχισμή, που χειραγωγείται από προκαθορισμένα κυκλώματα και, τέλος, αποβάλλεται στην απόληξη της μηχανής ως συνταξιούχος και ως πτώμα. Για να γλιτώσει κανείς από την ανυπαρξία, είτε συναθροίζεται σε φυλές, όπως οι χίπις και οι αμέτρητες σέχτες, είτε προσπαθεί να κάνει αίσθηση μέσα από ένα φονικό χάπενινγκ, για να "εκδικηθεί"."


Η Αμερικάνικη κοινωνία και οι συνθήκες ζωής σε αυτήν, δεν ξεφεύγει από την ευφυέστατη και οξυδερκή ματιά του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα. Η εμμονή των Αμερικανών με τον φαλλό (που γίνεται πολύ έντονη και στους μεγάλους συγγραφείς της χώρας, από τον Χέμινγουέι έως τον Ροθ και τον Μέιλερ) και την σεξουαλική επιδειξιομανία, αποτελεί υλικό για μερικές από τις πιο σπαρταριστές σελίδες αυτού του βιβλίου.

Πολύ ενδιαφέρον και εύστοχο, το θαυμάσιο αυτό βιβλίο (που μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο, το 1982, από τον καλό σκηνοθέτη Samuel Fuller), του Ρομαίν Γκαρύ (ενός συγγραφέα που ομολογώ, είχα να διαβάσω δεκαετίες), προσφέρει τροφή για σκέψη και προβληματισμό, παραμένοντας επίκαιρο ακόμα και στις μέρες μας με τα ερωτήματα που διαρκώς θέτει. Μια αλληγορία για το μίσος και τις διακρίσεις, αλλά και για την ελπίδα και την αναγέννηση, αυτό το βιβλίο, ουσιαστικό και καίριο, μας συστήνει ξανά, έναν συγγραφέα που πρέπει διαρκώς να θυμόμαστε

Βαθμολογία 82 / 100









 
Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2019
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 15, 2019 | Permalink
"Μαξ Χάβελααρ" ένα εμβληματικό μυθιστόρημα

Γραμμένο την δεκαετία του 1850, το «ΜΑΞ ΧΑΒΕΛΑΑΡ ή Οι δημοπρασίες καφέ της Ολλανδικής Εμπορικής Εταιρείας» («Max Havelaar of de Koffiveilingen der Nederlandsche Handelmaatschappij»), του Ολλανδού συγγραφέα που έγινε γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Multatuli (1820-1887) – (εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.374), είναι ένα εμβληματικό κλασσικό έργο, που ασχολείται και καταγγέλλει την Ολλανδική πολιτική στις αποικίες. Το μυθιστόρημα μπορεί να μη παρουσιάζει σπουδαίες λογοτεχνικές αρετές, αλλά είναι ένα ευφυέστατο και δυναμικό βιβλίο που συγκινεί και παραμένει επίκαιρο ακόμα και σήμερα, καθώς οι πολιτικές πρακτικές που περιγράφει, μπορεί να έχουν τροποποιηθεί αλλά ουσιαστικά δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα.


Ο Μουλτατούλι έγραψε ένα πολιτικό βιβλίο σε σατυρική μορφή για την Ολλανδική αποικιοκρατική πολιτική  στην Ινδονησία, τις «Ολλανδικές ανατολικές Ινδίες» όπως ήταν γνωστή η περιοχή. Θίγοντας το διεφθαρμένο σύστημα διακυβέρνησης, χωρίς να μασάει τα λόγια του, το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση όταν κυκλοφόρησε το 1860, δέχθηκε ισχυρή κριτική αλλά συνετέλεσε στην αλλαγή πολιτικής της Ολλανδίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Το μυθιστόρημα, αφηγείται την ιστορία του Μάξ Χάβελααρ, ενός ιδεαλιστή δημόσιου υπαλλήλου που τοποθετείται στο νέο του πόστο, ως βοηθός νομάρχη, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ιάβας. Μελετημένος και ενημερωμένος για τα τεκταινόμενα εκεί, θέλει να κυβερνήσει δίκαια, καθώς γνωρίζει καλά την εκμετάλλευση και την καταπίεση που υφίστανται οι ιθαγενείς, την πείνα και την αφόρητη φτώχεια στην οποία έχουν περιέλθει. Ο ρομαντισμός του, όμως θα οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα, θα βρει εμπόδια παντού και παρά την δεδομένη εργατικότητά του και τις πρωτοποριακές ιδέες του, στο τέλος θα συντριβεί και θα καταστραφεί προσωπικά με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά του.

«Ο Χάβελααρ ήταν τριάντα πέντε χρονών, αδύνατος και σβέλτος. Εκτός από το λεπτό ευκίνητο άνω χείλος και τα μεγάλα ανοιχτά γαλάζια μάτια που έμοιαζαν ονειροπόλα όταν ήταν ήρεμος αλλά έκαιγαν όταν τον συνέπαιρνε μια ιδέα, τίποτε άλλο αξιοπρόσεκτο δεν υπήρχε πάνω του. (…) Ήταν γεμάτος αντιφάσεις. Αιχμηρός σαν μαχαίρι, τρυφερός σαν κορίτσι, ήταν πάντοτε ο πρώτος που ένιωθε το τραύμα που είχαν προκαλέσει τα σκληρά του λόγια και υπέφερε περισσότερο από τον πληγωμένο. (…) Αγαπούσε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, παραμελούσε συχνά τις καθημερινές υποχρεώσεις του για να αποκαταστήσει μια αδικία που ήταν μεγαλύτερη ή πιο μακρινή ή πιο βαθιά και που τον προσέλκυε περισσότερο, ίσως επειδή χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια. Ήταν ιπποτικός και θαρραλέος, αλλά, όπως κι ο άλλος Δον Κιχώτης, συχνά ανάλωνε το θάρρος του σε ανεμόμυλους.»

Ο Μουλτατούλι χρησιμοποιεί δύο αφηγηματικές φωνές, έχοντας ουσιαστικά τοποθετήσει την κεντρική ιστορία, αυτή του Μαξ Χάβελααρ σε ένα εσωτερικό πλαίσιο ενός μεγαλύτερου πίνακα, ο οποίος περιγράφει την Ολλανδική καλβινιστική κοινωνία του 19ου αιώνα. Ο έμπορος καφέ (μεσίτης καφέ όπως αυτοαποκαλείται συνεχώς) Ντροοχστόπελ, συναντάει ξανά τον Σάλιμαν, έναν παλιό του συμμαθητή, ο οποίος πήγε στις ανατολικές Ινδίες να εργαστεί και τώρα οικονομικά κατεστραμμένος, έχει επιστρέψει με την οικογένειά του και αναζητά δουλειά. Ο Σάλιμαν του ζητάει να του βρει εκδότη για ένα βιβλίο που έχει γράψει και ο αφόρητα υποκριτής και συντηρητικός Ντροοχστόπελ, που θεωρεί τα μυθιστορήματα «κατώτερο είδος του λόγου» αλλά βλέπει ότι υπάρχουν μέσα στο βιβλίο πράγματα που θα ενδιέφεραν την αγορά του καφέ, αναθέτει την επιμέλεια του υλικού που του παραδίδει ο Σάλιμαν, στον νεαρό εκπαιδευόμενο Στερν, ο οποίος είναι γιος ενός Γερμανού εμπορικού του συνεργάτη και έχει ποιητικές ανησυχίες. Ο Στερν λοιπόν ξαναγράφει ουσιαστικά την ιστορία του Μαξ Χάβελααρ και ο Ντροοχστόπελ φροντίζει να την διανθίσει με σχόλια αρμόζοντα στο ήθος και στο ύφος των Καλβινιστών εμπόρων.

Το μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί την σάτιρα σε πρώτο επίπεδο, καταγγέλλει με άμεσο και ευθύ τρόπο την αποικιοκρατική πολιτική της Ολλανδίας στις αποικίες, και πιο συγκεκριμένα στην Ιάβα το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο νησί της Ινδονησίας. Η Ολλανδική κυβέρνηση τον 19ο αιώνα υποχρέωσε τους αγρότες της Ιάβας να καλλιεργούν μόνο καφέ και ζάχαρη, αλλάζοντας τις παραδοσιακές τους συνήθειες που ήταν η καλλιέργεια ρυζιού. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν τη σοδειά τους στους τοποτηρητές που είναι ουσιαστικά οι έμπιστοι άνθρωποι του εκάστοτε Νομάρχη και του βοηθού του, οι οποίοι είναι υπάλληλοι της Ολλανδικής κυβέρνησης. Οι τοποτηρητές αντί αμοιβής κρατάνε προμήθεια επί της σοδειάς, οπότε όσο περισσότερη σοδειά παραδώσουν οι αγρότες, τόσο μεγαλύτερη προμήθεια θα λάβουν εκείνοι, κι έτσι ήταν οι πλουσιότεροι και οι ισχυρότεροι (με δικό τους προσωπικό στρατό) σε αυτή την αλυσίδα συμφερόντων. Εκτός από τα λιγοστά χρήματα, οι αγρότες αγοράζουν από την Ολλανδική κυβέρνηση που έχει το μονοπώλιο, όπιο για τις φαρμακευτικές τους ανάγκες, το οποίο όμως δημιουργεί εθισμό και έτσι είχαμε τα φαινόμενα εκατομμυρίων εθισμένων στο όπιο ανθρώπων, που ζούσαν σε εξευτελιστικές συνθήκες, πάμπτωχοι σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές του πλανήτη.



Το μυθιστόρημα του Μουλτατούλι, γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, συνετέλεσε στην αλλαγή πολιτικής στις αποικίες. Ο Μουλτατούλι ήταν το ψευδώνυμο του Ολλανδού συγγραφέα Eduard Douwes Dekker, ο οποίος υπηρέτησε ως κυβερνητικός υπάλληλος στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, από το 1838 μέχρι το 1856, όταν αγανακτισμένος από τις συνθήκες και τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του, επέστρεψε στη χώρα του και έγραψε το «Μαξ Χάβελααρ», το οποίο θεωρείται πλέον ορόσημο στη λογοτεχνία της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα Ολλανδικά μυθιστορήματα. Το βιβλίο αγαπήθηκε και μνημονεύθηκε συχνά από τους Μαρξ, Φρόιντ, Ανατόλ Φρανς, Χ. Έσσε, Τόμας Μαν και άλλους, ενώ σίγουρα επηρεάστηκε ο Τζόζεφ Κόνραντ στα αριστουργηματικά του μυθιστορήματα γύρω από τις συνθήκες αποικιοκρατίας στις Βελγικές αποικίες της Αφρικανικής ηπείρου.

Το «Μαξ Χάβελααρ», είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στον αναγνώστη του 21ου αιώνα. Μεταφρασμένο υπέροχα από την Μαργαρίτα Μπονάτσου (σε αυτή την ωραία έκδοση της Αιώρας), είναι βέβαια ένα βιβλίο που τα σημάδια του χρόνου φαίνονται επάνω του, καθώς πλέον δείχνει αφελές σε πολλά σημεία του και υπερβολικά καταγγελτικό. Τοποθετημένο όμως στην εποχή του, μπορεί να αντιληφθεί εύκολα κανείς, τον αντίκτυπο που θα είχε στον αναγνώστη του 1860 και γενικότερα του 19ου αιώνα.

Ο σημερινός αναγνώστης εκτός από την ωραία και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, θα εκτιμήσει το παθιασμένο ύφος, τις ζωντανές περιγραφές και το δηλητηριώδες χιούμορ του συγγραφέα για την μεσαία και ανώτερη τάξη των εμπόρων, την μανία τους για κέρδος και «ηθική». Τα θέματα βέβαια, της δικαιοσύνης και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, της αδικίας και της υποκρισίας, παραμένουν ακόμα φλέγοντα στις μέρες μας (και υποθέτω για πάντα), καθιστώντας το μυθιστόρημα του Μουλτατούλι απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε συνειδητοποιημένο και ευαίσθητο άνθρωπο. Στο link που επισυνάπτω εδώ, από το blog του συγγραφέα Τάσου Γουδέλη, μπορείτε να διαβάσετε ένα κείμενο του σπουδαίου συγγραφέα, D.H.Lawrence για αυτό το βιβλίο.

Βαθμολογία 82 / 100


 

 
Τετάρτη, Ιουλίου 10, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 10, 2019 | Permalink
"Βουδαπέστη"

Υπάρχουν βιβλία που η ανάγνωσή τους προκαλεί έκπληξη και ταυτόχρονα αποκάλυψη. Οι έμπειροι αναγνώστες (όπως η αφεντιά μου) συνήθως δεν ξαφνιάζονται, ξέρουν τι τους περιμένει όταν επιλέγουν το προσεχές βιβλίο προς ανάγνωση. Με την νουβέλα "ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ" ("Budapeste"), του δημοφιλέστατου Βραζιλιάνου, συνθέτη και τραγουδιστή, αλλά και (έξοχου όπως αποδεικνύεται) συγγραφέα Chico Buarque (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1944) - (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Παπαδήμα, σελ.161), η επιλογή, έγινε κατόπιν του δικαιολογημένου παραπόνου της μεταφράστριας Μ.Παπαδήμα, όπως εκφράστηκε σε ένα post στο Facebook, για την αναιτιολόγητη σιωπή των κριτικών και των ανθρώπων του βιβλίου γενικότερα, για το βιβλίο αφότου κυκλοφόρησε. Η Παπαδήμα, είχε δίκιο αλλά και άδικο ταυτόχρονα. Είναι τόσα πολλά τα (αξιόλογα) βιβλία που κυκλοφορούν, που σίγουρα κάποια θα "παραπέσουν", κάποια θα χαθούν και άλλα θα υπερπροβληθούν, λόγω hype, μάρκετινγκ κλπ. Εαν δε το βιβλίο ανήκει σε κάποιον όχι ιδιαίτερα γνωστό στην πατρίδα μας συγγραφέα, δεν θέλει και πολύ να περιέλθει στην λήθη.



Η υπέροχη όμως «Βουδαπέστη», δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα. Είναι ένα βιβλίο που φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη του, που θα το ερωτευτεί ή θα το μισήσει - δεν υπάρχει μέση οδός. Γεμάτο χιούμορ και εσωτερικό μονόλογο, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή και με το λαβυρινθώδες εσωτερικό του παιχνίδι που παραπέμπει σε Μπορχεσικούς δρόμους, μπορεί να σε σαγηνεύσει και να σε μαγέψει, αλλά μπορεί και να σε απωθήσει. Ευτυχώς η δικιά μου περίπτωση ανήκει στις πρώτες, ενθουσιάστηκα από την αρχή και βυθίστηκα μέσα του, σε σημείο απογοήτευσης που τελείωσε τόσο σύντομα.

"Για να προσαρμόσω το αυτί μου στην καινούργια γλώσσα ήταν απαραίτητο να απαρνηθώ όλες τις άλλες."

Ο Ζοζέ Κόστα, είναι ένας πολύ επιτυχημένος ghost-writer (συγγραφέας-φάντασμα), στη χώρα του την Βραζιλία. Είναι συνέταιρος σε ένα πρακτορείο που αναλαμβάνει την συγγραφή κάθε είδους βιβλίου, και ο Ζοζέ Κόστα ως μαιτρ του είδους, γράφει ασταμάτητα χωρίς όμως να μπορεί να βάλει την υπογραφή του πουθενά. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, συνταξιούχοι, δυναμικοί παράγοντες της Βραζιλίας, αναθέτουν τη συγγραφή (κυρίως) απομνημονευμάτων, ή, κάθε είδους ιστοριών στον ευφάνταστο άνδρα που αντί αδρότατης αμοιβής αναλαμβάνει το έργο. Είναι παντρεμένος με μια επιτυχημένη τηλεοπτική παρουσιάστρια και έχουν μαζί έναν γιο, που ο Κόστα δεν βλέπει σχεδόν ποτέ.

Ο Ζοζέ Κόστα έχοντας μόλις ολοκληρώσει την παρακολούθηση ενός συνεδρίου ghost-writers στην Κων/λη της Τουρκίας, στην επιστροφή του στο Ρίο μέσω Φραγκφούρτης, το αεροπλάνο κάνει αναγκαστική προσγείωση στην Βουδαπέστη, όπου οι επιβάτες θα διανυκτερεύσουν. Ο Κόστα περνάει μια ανήσυχη νύχτα, με ανοιχτή την τηλεόραση, ακούγοντας συνεχώς αυτή την άγνωστη και περίεργη γλώσσα, που του θυμίζει αμυδρά τα Τουρκικά που άκουγε στην Κων/λη, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει λέξη. Έχοντας ικανότητα στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, προσπαθεί να ψελλίσει κάποιες λέξεις, μάταια όμως. Φεύγει το επόμενο πρωί, γοητευμένος από τους ήχους της γλώσσας.

Στην πατρίδα του, αναλαμβάνει να γράψει την αυτοβιογραφία, ενός Γερμανού επιχειρηματία, που την γράφει όπως συνήθως κάνει, με το δικό του, προσωπικό ύφος, κρατώντας μόνο τα βασικά σημεία της αφήγησης του Γερμανού. Η Βουδαπέστη του έχει γίνει έμμονη ιδέα, όταν δε η σύζυγός του, του λέει, ότι στον ύπνο του παραμιλάει στα Ουγγρικά, ο Κόστα είναι σίγουρος ότι έχει χάσει τον εαυτό του. Προτείνει στην σύζυγό του να πάνε διακοπές στην Βουδαπέστη, εκείνη επιμένει να πάει στο Λονδίνο και έτσι ακολουθούν διαφορετικούς προορισμούς. Στην Βουδαπέστη, ο Κόστα γνωρίζει την Κρίσκα, μια όμορφη Ουγγαρέζα που ζει με το παιδί της και αναλαμβάνει να του μάθει τη γλώσσα. Οι δυο τους θα ερωτευτούν, αλλά ο Κόστα, που έχει τραβήξει τη διαμονή του περισσότερο από το προγραμματισμένο διάστημα, πρέπει να επιστρέψει στο Ρίο, καθώς με την σύζυγό του δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα στο διάστημα της απουσίας τους και η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει.

Στο Ρίο διαπιστώνει, ότι το βιβλίο που έγραψε για τον Γερμανό επιχειρηματία, έχει γίνει τεράστια επιτυχία, η δε σύζυγός του δουλεύει πλέον σε άλλη πόλη, ενώ στο πρακτορείο, έχουν προσληφθεί κι άλλοι ghost-writers που προσπαθούν να γράψουν στο δικό του ύφος. Ο Κόστα αισθάνεται αποξενωμένος, δεν μπορεί να δεχτεί ότι κάποιος άσχετος έκανε best-seller το δικό του βιβλίο, βγάζει στη φόρα ότι το έγραψε αυτός, μετά το μετανιώνει – ο γάμος του ουσιαστικά δεν υπάρχει πλέον, το μυαλό του είναι συνεχώς στη φυγή και έτσι αποφασίζει να φύγει για την Βουδαπέστη, μήπως βρει τον εαυτό του. Οι συνθήκες όμως που θα συναντήσει με την επιστροφή του, δεν είναι πλέον οι ίδιες και πρέπει να ξεκινήσει κυριολεκτικά την ζωή του από την αρχή.

"Για έναν μετανάστη, η προφορά μπορεί να είναι ένα είδος εκδίκησης, ένας τρόπος να κακομεταχειριστεί τη γλώσσα που τον καταπιέζει. Θα αναμασάει πάντα κάποιες λέξεις από αυτή τη γλώσσα που δεν εκτιμά, αυτές που του είναι απαραίτητες για τη δουλειά του και για την καθημερινότητά του, ούτε μία παραπάνω. Και ακόμη κι αυτές, θα τις ξεχάσει στο τέλος της ζωής του για να επιστρέψει στο λεξιλόγιο της παιδικής του ηλικίας. Όπως ξεχνάει κανείς τα ονόματα των κοντινών του προσώπων, όταν η μνήμη αρχίζει να χάνει νερά, σαν πισίνα που αδειάζει σιγά σιγά, όπως ξεχνάει κανείς τη χτεσινή μέρα και μένουν οι αναμνήσεις οι πιο βαθιές. Αλλά για όποιον υιοθέτησε μια καινούρια γλώσσα, σαν να επέλεξε μια μητέρα, για όποιον αναζήτησε και αγάπησε όλες τις λέξεις, η επιμονή της ξενικής προφοράς είναι μια άδικη τιμωρία."



Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με αρκετά μοντερνιστικά στοιχεία, υπαινικτικότητα, θαυμαστή οικονομία λόγου και πολύ χιούμορ (οι Ούγγροι συγγραφείς έχουν ονόματα παλιών ποδοσφαιρικών θρύλων της χώρας), χαρακτηρίζουν το ύφος του βιβλίου. Ο Μπουάρκε γράφει ανάλαφρα και απλά, αλλά πολύ ουσιαστικά, σαγηνεύοντας με αυτόν τον τρόπο τον αναγνώστη, που παρασύρεται από τον ωραίο ρυθμό του μυθιστορήματος και εισέρχεται σιγά σιγά στην ιστορία, μαγνητισμένος.

Υπαρξιακό και κάποιες στιγμές εφιαλτικό μέσα στις κωμικοτραγικές στιγμές του, το βιβλίο του Μπουάρκε, μετατρέπεται από λυρικό σε ρεαλιστικό και ισορροπεί μεταξύ προσωπικής απόγνωσης και  καθημερινής απελπισίας, στην μαγεία των αισθήσεων και στους λογοτεχνικούς προβληματισμούς για το ποιος γράφει και τι…Μπορχεσικοί λαβύρινθοι του μυαλού, σωσίες και καταστάσεις που μπορεί να υπάρχουν στο μυαλό του ήρωα, νοητικοί καθρέφτες και κάτοπτρα, κατακλύζουν την ιστορία.

Πάνω απ’ όλα όμως, είναι το ζήτημα της ταυτότητας και της επιλογής, της γλώσσας και της οικειοποίησής της, που αποτελούν τα κεντρικά θέματα της νουβέλας του Μπουάρκε. Η επιλογή των Ουγγρικών μιας γλώσσας στριφνής και δύσκολης δεν είναι τυχαία, ο αφηγητής δεν βρίσκει συνώνυμα στη μητρική του γλώσσα ενώ κάποια στιγμή θεωρεί ότι αν μιλάει συνεχώς Ουγγρικά θα αντικαταστήσει στο μυαλό του, τους ήχους της γλώσσας του και τις αναμνήσεις που του φέρνουν στο μυαλό. Συνεχή ερωτήματα για την γλώσσα και την σχετικότητά της κατακλύζουν αυτό το θαυμάσιο και εθιστικό μυθιστόρημα, που το μετέφερε άψογα, η πάντα εξαίρετη Μαρία Παπαδήμα.

Βαθμολογία 84 / 100



 
Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2019 | Permalink
Θραύσματα μιας ζωής ("Οδηγίες για οικιακές βοηθούς")

Θραύσματα μιας ζωής, θραύσματα αυτοβιογραφίας, διατρέχουν την ραχοκοκαλιά του τόμου με τα 43 διηγήματα της Αμερικανίδας συγγραφέως Lucia Berlin (Αλάσκα 1936 - Καλιφόρνια 2004), μια εκπληκτική συλλογή που κυκλοφορεί με τίτλο "ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΒΟΗΘΟΥΣ" (“A Manual for Cleaning Women”) - (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 572) και συγκεντρώνει τα περισσότερα διηγήματα που είχε γράψει η συγγραφέας, κατά τη διάρκεια της ζωής της, τα οποία είχαν δημοσιευτεί σε επαρχιακά λογοτεχνικά περιοδικά και είχαν εκδοθεί από μικρούς εκδοτικούς οίκους της περιφέρειας.

"Όλοι κουβαλάμε στο νου μας κάποιο λεύκωμα· πόζες· φωτογραφικά στιγμιότυπα ανθρώπων που αγαπήσαμε σε διαφορετικές εποχές."


Η μέχρι πρόσφατα παντελώς άγνωστη Lucia Berlin, έζησε μια μυθιστορηματική ζωή, πλούσια σε εμπειρίες και συγκινήσεις (οι περισσότερες άσχημες και τραυματικές). Κακοποιημένη σεξουαλικά από τον παππού της μικρή, και υποφέροντας από σκολίωση σε όλη της τη ζωή, έζησε σε διάφορα μέρη, λόγω της δουλειάς του πατέρα της (ήταν μηχανικός ορυχείων). Αλάσκα, Ελ Πάσο, Σαντιάγκο Χιλής σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από οικονομική άνεση και πρωτόγνωρη (για την οικογένεια) χλιδή, ενώ μετά την απόφασή της να σπουδάσει στις ΗΠΑ, αρχίζει η περίοδος της μεγάλης περιπλάνησής της, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ψυχολογικά. Τρεις γάμοι, διαζύγια, τέσσερα παιδιά, ερωτικές σχέσεις, μετακομίσεις σε Μεξικό, Αριζόνα, Αλμπουκέρκη (Νιού Μέξικο), Νέα Υόρκη, Κολοράντο, Λος Άντζελες, οικονομικά προβλήματα και επαγγέλματα όπως: καθαρίστρια σε σπίτια, νοσοκόμος, διοικητική υπάλληλος και τηλεφωνήτρια σε νοσοκομείο, καθηγήτρια. Όλα αυτά υπό το μόνιμο θέμα με τον αλκοολισμό της, που προέκυψε από τα νεανικά της χρόνια, ζώντας σε μια οικογένεια με χρόνια παρόμοια προβλήματα (ο παππούς και η μητέρα της ήταν αλκοολικοί).

"Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον θάνατό σου, Τερ. Αλλά το ξέρεις.
Είναι όπως εκείνη τη φορά στο αεροδρόμιο, όταν ήσουν έτοιμος να μπεις στη φυσούνα που οδηγούσε στο αεροπλάνο για την Αλμπουκέρκη.
"Ω, σκατά. Δεν γίνεται να φύγω. Δεν θα βρεις ποτέ το αυτοκίνητο".
"Τι θα κάνεις άμα φύγω, Μάγκι;" με ρωτούσες ξανά και ξανά, την άλλη φορά, όταν θα πήγαινες στο Λονδίνο.
"Θα φτιάχνω μακραμέ, αλητάκο μου".
"Τι θα κάνεις άμα φύγω, Μάγκι;"
"Πραγματικά πιστεύεις ότι σε χρειάζομαι τόσο πολύ;"
"Ναι" είπες. Μια απλή δήλωση, τυπική της Νεμπράσκας.
Οι φίλοι μου λένε ότι κυλιέμαι στην αυτολύπηση και τις τύψεις. Λένε πως δεν βλέπω κανέναν τους πια. Όταν χαμογελάω, το χέρι μου πηγαίνει άθελά μου στο στόμα μου να το κρύψει.
Συλλέγω υπνωτικά χάπια. Κάποτε κάναμε μια συμφωνία...αν τα πράγματα δεν βελτιώνονταν ως το 1976, θα πηγαίναμε να αυτοκτονήσουμε με όπλο στην άκρη της μαρίνας. Δεν με εμπιστευόσουν, είπες ότι θα σε πυροβολούσα πρώτο και θα το έσκαγα, ή θα πυροβολούσα πρώτα τον εαυτό μου, κάτι απ' τα δύο. Με κούρασαν τα παζαρέματα, Τερ."


Στα διηγήματά της, η Μπερλίν μεταφέρει αυτές τις εμπειρίες της, περιγράφοντας τις ζωές ανθρώπων που συνήθως δεν προσέχουμε, ανθρώπων που περπατάνε δίπλα μας, περνώντας απαρατήρητοι, μπαίνουν στα σπίτια μας, συναλλάσσονται μαζί μας για διάφορα θέματα, μας εξυπηρετούν ή μας εκνευρίζουν στην καθημερινότητά μας. Πόσα βιβλία ή ιστορίες γνωρίζουμε με ήρωες, μια καθαρίστρια, μια τηλεφωνήτρια, μια κουρασμένη γυναίκα που περιμένει να πλυθούν τα ρούχα της στα πλυντήρια;

Στις ιστορίες με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις (μόνο σε μια βρίσκουμε δύο αφηγητές), υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σκηνές ακινησίας που ξαφνικά παίρνουν ζωή. Επεισόδια από την περίοδο του καθολικού οικοτροφείου, από την περίοδο της ζωής στη Χιλή, από την εφηβεία και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, από την περιπλάνηση σε διάφορα μέρη με τους εκάστοτε συντρόφους της, από το Μεξικό και την ασθένεια της αδερφής της, από το νοσοκομείο, από τα σπίτια που καθάριζε. Το ύφος είναι τόσο άμεσο και εκπέμπεται τέτοια οικειότητα από τα κείμενα, που, πολλές φορές νιώθεις σαν να σου μιλάει ένας φίλος, και να σου εξομολογείται στιγμές της ζωής του. Οι ιστορίες της Μπερλίν έχουν κίνηση και αμεσότητα, ξεκινάνε ήρεμα και απλά και προς το τέλος εκρήγνυνται, είτε με κάτι που συμβαίνει, είτε με κάποιο σχόλιο.

"Οι άνθρωποι στα αυτοκίνητα γύρω μας έτρωγαν πράγματα που πιτσιλάνε. Καρπούζια, ρόδια, λιωμένες μπανάνες. Μπίρα εκτινασσόταν από μπουκάλια σε οροφές, σόδες χύνονταν σαν καταρράκτες στα πλάγια των αυτοκινήτων...Πεινάω, κλαψούρισα. Η κυρία Σνόουντεν το είχε προβλέψει. Το γαντοφορεμένο χέρι της μου έδωσε ένα μπισκότο με σύκο τυλιγμένο σ' ένα χαρτομάντιλο που μύριζε πούδρα. Το μπισκότο ξεδιπλώθηκε στο στόμα μου σαν γιαπωνέζικο λουλούδι."

Η γοητεία της καθημερινότητας κυριαρχεί στα διηγήματα. Χαρακτήρες που κοιτούν από τα παράθυρα του σπιτιού τους, που ρεμβάζουν ακίνητοι, που καπνίζουν ατελείωτα, που πηγαίνουν στα καθαριστήρια και πιάνουν κουβέντα με πλάνητες και τυχαίους, που καθαρίζουν σπίτια για να ζήσουν «εισβάλλοντας» στη ζωή των άλλων, που πίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο, αυτοκαταστροφικοί τύποι αλλά και συμβιβασμένοι, που μισούν τη μονοτονία και ακολουθούν πάντα τον “δύσκολο δρόμο”. Η ζωή σε βαρετές επαρχιακές πόλεις, αλλά και στην χαλαρότητα του Σαντιάγκο, στη Νέα Υόρκη αλλά και στην βαβούρα του Μεξικού, όπου δεν μπορείς ούτε στιγμή να μείνεις μόνος σου, περνάνε μέσα από το δηλητηριώδες και οξύ χιούμορ της Μπερλίν, με ζωντανές σκηνές που διαγράφονται στη μνήμη και μένουν αξέχαστες στον αναγνώστη μέσα από την γλαφυρότητα των εικόνων και τη σημασία της κάθε λεπτομέρειας, που περιγράφει με το μοναδικό της ύφος η συγγραφέας.


"Αγαπημένη μου Κόντσι,
Έγραψα ένα διήγημα, τα "Μήλα". Είναι για έναν γέρο που μαζεύει μήλα. Ο Μπομπ Ντας κοκκίνισε με το στιλό του καμιά δεκαριά επίθετα και είπε ότι ήταν "μια καλογραμμένη, αποδεκτή ιστοριούλα". Ο Τζο είπε ότι ήταν εξεζητημένη και επίπλαστη. Ότι θα έπρεπε να γράφω μόνο γι' αυτά που αισθάνομαι, όχι να επινοώ κάτι για έναν γέρο που ποτέ δεν γνώρισα. Δεν με πείραξαν ιδιαίτερα όσα είπαν. Διάβασα το διήγημά μου ξανά και ξανά.
Ασφαλώς και με πείραξαν.
Η Έλλα, η συγκάτοικός μου, είπε ότι θα προτιμούσε να μην το διαβάσει. Μακάρι να τα πηγαίναμε καλύτερα. Κάθε μήνα, η μητέρα της, τής ταχυδρομεί τις σερβιέτες της από την Οκλαχόμα. Σπουδάζει θέατρο. Θεέ μου, πως θα καταφέρει μια μέρα να παίξει τη λαίδη Μάκβεθ, αν παθαίνει σύγκρυο με λίγο αιματάκι;"

Η συλλογή «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς», μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα, καθώς οι ιστορίες έχουν συνοχή και σύνδεση μεταξύ τους. Τα ονόματα των ηρωίδων αλλάζουν – κάποια παραμένουν τα ίδια σε αρκετά διηγήματα, ενώ δεν ακολουθείται κάποια χρονική σειρά, με κάποιες από τις αφηγήσεις να συνεχίζονται σε δύο ή τρία διηγήματα, ελαφρώς παραλλαγμένες σε κάποια κοινά σημεία. Αυτοαναφορικός λόγος με στοιχεία auto-fiction (αυτομυθοπλασίας), που ξεφεύγει από την αυτοβιογραφία, καθώς παρουσιάζεται έντονα λογοτεχνικός και με στοιχεία υπερβολής. Η Μπερλίν, με σαρκασμό και δηλητηριώδες χιούμορ, ισορροπεί μεταξύ δράματος και κωμικοτραγικών στοιχείων ακόμα και στις πιο φορτισμένες συναισθηματικά σκηνές, με χαρακτηριστικότερη αυτή στο Μεξικό, όταν η ηρωίδα έχει πάει να φροντίσει την μικρότερη αδελφή της που πεθαίνει από καρκίνο, η οποία παραπονιέται ότι όταν πεθάνει “δεν θα ξαναδεί ποτέ της γαϊδουράκια”!

Οι επιρροές στο ύφος της Μπερλίν πολλές, καθώς βλέπεις να περνάει από τα κείμενά της, ολόκληρη η μεσοπολεμική Αμερικανική πεζογραφία, με κυριότερες επιδράσεις ή συγγένειες να διακρίνονται με τα έργα των Κάρβερ και Κέρουακ (κυρίως). Το ύφος της Μπερλίν χαρακτηρίζεται από τους Αμερικανούς κριτικούς, ως “dirty realism” (“βρώμικος ρεαλισμός”), όρος ευφυής και απολύτως ταιριαστός, ενώ δεν υπάρχει καθόλου διδακτισμός ή κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις – τα πράγματα “απλώς συμβαίνουν” και οι καταστάσεις παίρνουν τον δρόμο τους.

"Άραγε τι είναι ακριβώς ο γάμος; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και τώρα αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ο θάνατος."

Αποτελεί αξέχαστη εμπειρία, η ανάγνωση των ιστοριών της Μπερλίν, που αποδεικνύεται μια τεράστια διηγηματογράφος, ισάξια των Τσέχοφ, Μανρό, Κάρβερ, Τσίβερ. Ευτύχησε να εκδοθεί στη χώρα μας, σε έναν υπέροχο τόμο από τις (εξαίρετες) εκδόσεις Στερέωμα, με έναν θαυμάσιο και κατατοπιστικότατο πρόλογο της σπουδαίας Lydia Davis (συγγενούς στο ύφος με την Μπερλίν), και ωραία μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Ένα βιβλίο που θα είναι σίγουρα στην καλύτερη δεκάδα αυτών που διάβασα το 2019.

Βαθμολογία 86 / 100