Σάββατο, Μαΐου 28, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαΐου 28, 2022 | Permalink
Those vintage years ("Μικρές Αυτοκρατορίες")
Ο Χρήστος Αστερίου (1971, Αθήνα), αποτελεί την ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση, ενός στυλίστα δημιουργού που δεν παρασύρεται από «ευκολίες», που δεν υποκύπτει στη γοητεία της πλοκής, ενώ στα μυθιστορήματα του, δεν βρίσκεις στοιχεία σύγχρονης ηθογραφίας από τα οποία κατακλύζεται η εγχώρια παραγωγή.

Μετά το απαιτητικό και ευρηματικό μυθιστόρημά του «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» πριν από μερικά χρόνια, ο δημιουργικός και ολιγογράφος συγγραφέας επανήλθε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, με τις «ΜΙΚΡΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ – MURATTI / ΕΝΑΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ» (εκδ. Πόλις, σελ. 91), ένα ολιγοσέλιδο αφήγημα, που κινείται στον δυσδιάκριτο χώρο μεταξύ νουβέλας, έρευνας, ιστορικής καταγραφής.


Στο βιβλίο του ο Αστερίου, ασχολείται με μια ιστορική καπνοβιομηχανία, που κατασκεύαζε τα περίφημα τσιγάρα Muratti. Δεν αποπειράται όμως μια ιστορική καταγραφή της φίρμας, ούτε ασχολείται με τις λεπτομέρειες. Ουσιαστικά η ιστορία αυτή τού χρησιμεύει ως πρόσχημα για να μιλήσει για τις «μικρές αυτοκρατορίες» που χάνονται μέσα στο διάβα του χρόνου. Για τον μαρασμό και τη λησμονιά, για τις συνήθειες των ανθρώπων και πως μπορούν να αλλάξουν όλα, για την δύναμη του χρόνου και την σχετικότητα των πραγμάτων.

Η καπνοβιομηχανία Muratti, ιδρύθηκε το 1821 στην Κωνσταντινούπολη από έναν Έλληνα καπνέμπορο, τον Βασίλειο Μουράτογλου. Μέχρι το 1880 δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την πορεία της εταιρείας που άκμαζε, όμως το 1882 ο Σουλτάνος λόγω υπέρογκου χρέους παραδίδει το μονοπώλιο του καπνού σε μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία και κατ’ αυτόν τον τρόπο «υποχρεώνει» την οικογένεια Μουράτογλου να μεταφέρει τις δραστηριότητές της εκτός Τουρκίας.
Οι Μουράτογλου (υιοί), ανοίγουν γραφεία στο Βερολίνο της Γερμανίας και στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, ο Σοφοκλής αναλαμβάνει το Γερμανικό γραφείο, ο Δημοσθένης το Βρετανικό. Η αλματώδης άνοδος της εταιρείας στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα την καθιερώνει στην αγορά και τα τσιγάρα της βρίσκονται στα δάχτυλα ηθοποιών και διασήμων που φωτογραφίζονται με αυτά, ενώ και τα κέρδη παρά τον Α παγκόσμιο πόλεμο πολλαπλασιάζονται.
Η απουσία απογόνων όμως, φέρνει αλλαγές στην ιδιοκτησία της εταιρείας. Ο Σοφοκλής πεθαίνει μετά τον πόλεμο και η εταιρεία περνάει στα χέρια των Αρμένιων Ιμπλακτσιάν, ενώ την διεύθυνση έχει ο καπνέμπορος Αλέξανδρος Εμφιετζόγλου, που παντρεύτηκε την χήρα του Σοφοκλή Μουράτογλου. Το όνομα της φίρμας συνεχίζει να είναι MURATTI.
Το Αγγλικό παράρτημα της εταιρείας συνεχίζει υπό την διεύθυνση του Δημοσθένη Μουράτογλου και ακμάζει ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής, αναλαμβάνοντας χορηγίες σε ποδηλατικούς αγώνες και σε τουρνουά ποδοσφαίρου, θα αντιμετωπίσει την κρίση του μεγάλου πολέμου και τον συνδικαλισμό της εποχής και μετά τον θάνατο του άκληρου Δημοσθένη, θα περάσει στα χέρια της Philip Morris International, ενώ το Γερμανικό παράρτημα αφού αγορασθεί από έναν Γερμανό επιχειρηματία το 1960, θα περάσει κι αυτό στα χέρια της British American Tobacco. Τι θυμίζει πλέον τα παλιά Muratti; Ένας τύπος τσιγάρου που ονομάζεται Muratti Ambassador και ένα τουρνουά ποδοσφαίρου στα νησιά της Μάγχης που συνεχίζεται από το 1905 και διοργανώνεται ετησίως.
 
«Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε καλά καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ’ αυτό. Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι’ ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντας τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα ž συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου.
Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν. Το παράδοξο μοιρολόι που σιγοψιθυρίζουμε μιλάει, ουσιαστικά, για εμάς τους ίδιους.»
 
Ο Αστερίου έκανε πολυετή έρευνα για το βιβλίο του. Ταξίδεψε στα κέντρα των επιχειρήσεων Muratti, αλλά βρήκε ελάχιστα στοιχεία. Κυρίως για τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα, ούτε το παραμικρό ντοκουμέντο, παρά μόνο ένα κουτί παπουτσιών που βρήκε σε κάποιο τοπικό αρχείο, με ένα πακέτο τσιγάρων και λίγα αντικείμενα. Τι απέμεινε λοιπόν, από μια τόσο πλούσια ιστορία, από ένα επιχειρηματικό θαύμα που κράτησε 100 χρόνια για μια οικογένεια και πολλά ακόμα για μια εταιρεία; Ουσιαστικά ένα άδειο κέλυφος.
 
Ο Αστερίου υποχρεώνεται (εκ των πραγμάτων) να αυτοσχεδιάσει, να οικοδομήσει ένα αφήγημα, έχοντας στα χέρια του σκόρπια στοιχεία. Ίσως όμως αυτή η συνθήκη, να τον ευνόησε, γιατί με λόγο ευσύνοπτο και περιεκτικό, έγραψε μια ελεγεία των χαμένων ευκαιριών και των απωλεσθέντων στιγμών στο πέρασμα του χρόνου. Τοποθετεί τον ήρωά του, έναν μοναχικό ηλικιωμένο που στη θέαση μιας ωραίας γυναίκας που καπνίζει, θυμάται την ηδονή που ένιωθε ανάβοντας ένα τσιγάρο, και αυτόματα, έρχεται στο νου του αυτή η μηχανική κίνηση που την βλέπουμε όλο και αραιότερα γύρω μας. Το πακέτο τσιγάρων που κρατούσε η κοπέλα ήταν MURATTI και αυτό ανασύρει μνήμες στον «ήρωα» της ιστορίας, που θα προσπαθήσει να βρει στοιχεία για την (ελληνικής έμπνευσης) εταιρεία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
 
«…Αν οι εποχές μπορούν, ανεξαιρέτως όλες, να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και όχι να στοιβάζονται σε στρώματα, η μία θύμα της άλλης, αν νεκροί και ζωντανοί, με το βάρος των προσωπικών τους ιστοριών, μπορούν να είναι, τρόπον τινά, παρόντες την ίδια στιγμή, το μονοσήμαντο «τώρα» αποκτά και πάλι νόημα, γίνεται ξανά συναρπαστικό.»


Η αφήγηση είναι θραυσματική, χρησιμοποιούνται κάποιες φωτογραφίες, κάποια δημοσιεύματα σε εφημερίδες, κάποια ιστορικά στοιχεία. Ο Αστερίου με συγκροτημένο λόγο, δεν υποκύπτει σε λυρισμούς και μελαγχολικές κορώνες, χωρίς νοσταλγικό ύφος περιπλανιέται στα «vintage years» (που τραγουδά ο Brian Ferry), ενώ οι δύο (κάτι σαν) επιστολές που απευθύνει στον (ιδιαίτερα αινιγματικό) Σοφοκλή Μουράτογλου, γραμμένες σε προσωπικό τόνο και ευρισκόμενες στο κέντρο της αφήγησης, είναι εκπληκτικές και καταδεικνύουν μια διαφορετική πορεία που θα μπορούσε να πάρει το βιβλίο εάν ήθελε ο δημιουργός του να επεκταθεί περισσότερο.
 
Είμαστε όλοι λοιπόν, «μικρές αυτοκρατορίες» προορισμένες να σβήσουν χωρίς ίχνη στο πέρασμα του χρόνου; Το ερώτημα αιωρείται στη συνείδηση του αναγνώστη, καθώς διατρέχει τις σελίδες του μικρού αλλά πολύτιμου βιβλίου. Τι άλλο από «μικρή αυτοκρατορία» είναι το μαγαζί μου, η επιχείρηση του διπλανού, το σπίτι του γείτονα; Πόσο ρευστά είναι όλα αυτά και τι θα απομείνει στο τέλος;

Τι έχει απομείνει από τον κοσμοπολιτισμό των λεβαντίνων επιχειρηματιών, από την belle époque, από τη μόδα του καπνίσματος, από τις μοιραίες γυναίκες και τους μυστηριώδεις γόητες που έκαναν την κίνηση να ανάψουν ένα τσιγάρο; Τα MURATTI ήταν ένα τσιγάρο που σήμαινε πολλά περισσότερα, ήταν μόδα, ήταν ένδειξη καλού γούστου. Τι έχει μείνει από όλα αυτά για να τα θυμίζει; Ένα τουρνουά ποδοσφαίρου στα νησάκια της Μάγχης. Ειρωνικό αλλά και αρκετά ρομαντικό!
 
Οι «ΜΙΚΡΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ», είναι ένα βιβλίο στοχαστικό που δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και δεν νοσταλγεί «χαμένα μεγαλεία». Είναι ένα βιβλίο για τη λήθη, τον χρόνο, τη μνήμη αλλά και για το όραμα, τη δημιουργικότητα και την ιστορία. Βοηθούμενο από μια πολυτελή έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις που εντυπωσιάζει απλά και μόνο ξεφυλλίζοντάς τις σελίδες του, είναι ένα βιβλίο έκπληξη, που δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες του δημιουργού του.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
Πέμπτη, Μαΐου 19, 2022
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 19, 2022 | Permalink
Michel Tournier - Μετέωροι
Η απόλαυση που αποκομίζει ο αναγνώστης από ένα βαθιά φιλοσοφικό μυθιστόρημα, που του δημιουργεί διαρκώς απορίες και προβληματισμούς, είναι απεριόριστη. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό αδιάφορων λίγο ή πολύ βιβλίων, από τα οποία δεν θυμάσαι τίποτα μετά από λίγο καιρό (για να μη πω μέρες), έρχεται η ανάγνωση ενός αριστουργήματος, όπως είναι οι μοναδικοί «ΜΕΤΕΩΡΟΙ» («LES METEORES»), του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα Michel Tournier (1924 Παρίσι – 2016 Choisel), που εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Στερέωμα (σελ.623), σε έξοχη μετάφραση και επίμετρο της Λ.Τσιριμώκου για να ενισχύσει την πίστη στην «καλή λογοτεχνία» (ή τουλάχιστον αυτή που θεωρείται ως τέτοια).


Ο Michel Tournier, μια ιδιαίτερη περίπτωση ενός συγγραφέα από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που μάλλον έχει ξεχαστεί στις μέρες μας, έγραψε μερικά εξαιρετικά μυθιστορήματα με πιο γνωστό του, το «ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ή στις μονές του Ειρηνικού», που γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία και στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν κυκλοφόρησε. Οι «ΜΕΤΕΩΡΟΙ» (που είχε κυκλοφορήσει το 1991 στην Ελλάδα με τον τίτλο «ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ» από τις εκδόσεις Εξάντας σε μετάφραση της Έλ. Σαμαρά), μυθιστόρημα γραμμένο το 1975, είναι ένα βιβλίο «ωριμότητας» του συγγραφέα, το οποίο εμπεριέχει πολλά στοιχεία που βρίσκουμε και σε άλλα έργα του (ανθρώπινες σχέσεις, αναζήτηση ταυτότητας, υπαινικτικό κοινωνικό σχολιασμό).
 
Το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Τουρνιέ, κινείται σε δύο αυτόνομους άξονες, έχοντας τρείς κεντρικούς χαρακτήρες στο προσκήνιο. Τους δίδυμους Ζαν και Πωλ – που όλοι αποκαλούν Ζαν-Πωλ – και τον θείο τους Αλεξάντρ, ο οποίος μας απασχολεί περισσότερο στο πρώτο μισό του βιβλίου. Η ιστορία που δεν κινείται γραμμικά, αλλά με εναλλασσόμενη πρωτοπρόσωπη αφήγηση μεταξύ των ηρώων, ξεκινάει με την γέννηση των διδύμων Ζαν και Πωλ, που είναι μονοζυγωτικοί, μοιάζοντας σαν δυο σταγόνες νερό, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στην Βρετάνη, σε μια μεγαλοαστική οικογένεια με πολλά παιδιά. Η μητέρα τους Μαριά-Μπαρμπαρά, μετά τη γέννησή τους, θα αρνηθεί να κάνει άλλο παιδί, ενώ ο πατέρας τους, που έχει ένα εργοστάσιο υφαντουργίας, δίπλα στο σπίτι τους, περνάει τον περισσότερο χρόνο του στο Παρίσι, γλεντώντας και δήθεν κάνοντας επαγγελματικές επαφές. Τα δίδυμα περνάνε τον χρόνο τους μεταξύ τους, αποκλείοντας εξωγενείς παράγοντες ή παρεμβάσεις. Θεωρούν ότι ανήκουν σε ένα ανώτερο είδος, αναπτύσσουν την δική τους γλώσσα όπου συνεννοούνται μπερδεύοντας τους πάντες και ενεργούν ως μια οντότητα. Μεγαλώνοντας οι δίδυμοι, αναπτύσσουν μια διαφορετική ο καθένας τους, αίσθηση του κόσμου – ο Ζαν είναι περισσότερο ανεξάρτητος και αυτόνομος, με την διδυμία να αποτελεί ένα κλουβί, μια φυλακή που νιώθει να τον περιορίζει και να μη τον αφήνει να «ελευθερωθεί», από την άλλη, ο Πωλ είναι εντελώς προσκολλημένος στην έννοια και την ομοιογένεια της διδυμίας, αντιδρώντας περίεργα στην αίσθηση αυτονομίας του αδελφού του.
 
«Άκουσε τούτο το θαυμάσιο νέο, και μέτρα τις τεράστιες συνεπαγωγές του: κάθε άνθρωπος έχει πρωταρχικά ένα δίδυμο αδελφό. Κάθε έγκυος γυναίκα κουβαλά στον κόλπο της δύο παιδιά. Αλλά το πιο δυνατό δεν ανέχεται την παρουσία ενός αδελφού με τον οποίο πρέπει να μοιράζεται τα πάντα. Τον στραγγαλίζει μέσα στην κοιλιά της μάνας του, κι αφού τον στραγγαλίσει, τον τρώει, κι έπειτα έρχεται μόνος στον κόσμο, μιασμένος από αυτό το αρχέγονο έγκλημα, καταδικασμένος στη μοναξιά και προδιδόμενος από το στίγμα του τερατώδους ύψους του. Η ανθρωπότητα αποτελείται από δράκους, από ανθρώπους δυνατούς, βέβαια, αλλά με χέρια στραγγαλιστών και δόντια κανιβάλων. Και οι δράκοι αυτοί, έχοντας πυροδοτήσει με την αρχέγονη αδελφοκτονία τους την αλληλουχία βίας και εγκλημάτων που λέγεται Ιστορία, περιπλανώνται ανά τον κόσμο, παραδέρνοντας από μοναξιά και τύψεις. Μονάχα εμείς, με ακούς, είμαστε αθώοι. Μονάχα εμείς ήλθαμε στον κόσμο πιασμένοι χέρι με χέρι και με το αδελφικό χαμόγελο στα χείλη.»
 
Στην οικογένεια Συρέν, υπάρχει ένα μαύρο πρόβατο, ο θεωρούμενος ως τεμπέλης και ομοφυλόφιλος Αλεξάντρ. Είναι ο μικρότερος από τα τρία αδέλφια, τον Γκυστάβ που έχει στη κατοχή του, την οικογενειακή επιχείρηση κληρονομιά από τον πατέρα τους, μια εταιρεία αποκομιδής και ανακύκλωσης απορριμμάτων, και τον Εντουάρ (τον πατέρα των διδύμων) που ζει στη Βρετάνη διευθύνοντας το εργοστάσιο υφαντουργίας του. Ο Αλεξάντρ είναι ένας κοσμοπολίτης, που ζει στο Παρίσι μετά από μια σκληρή θρησκευτική εκπαίδευση, απολαμβάνοντας τη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας. Όμως ο αιφνίδιος θάνατος του Γκυστάβ, τον καθιστά υπόχρεο να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση και να κολυμπήσει στα βαθειά. Η ειρωνεία της τύχης, αυτός ένας δανδής, να είναι υποχρεωμένος να τρέχει στις χωματερές, για να υλοποιηθούν οι εταιρικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί με μια σειρά πόλεων (ανάμεσά τους και το Παρίσι) για την αποκομιδή των απορριμμάτων τους, τον κλονίζει και τον αναγκάζει να ζει μια διπλή ζωή – στα σκουπίδια το πρωί, στην αναζήτηση συντρόφου όταν πέφτει η νύχτα.
 
Ο Ζαν και ο Πωλ είναι κυριολεκτικά αχώριστοι, αλλά όταν ο Ζαν ερωτεύεται την Σοφί, ο Πωλ θα αντιδράσει. Θα μπει ανάμεσα στο ζευγάρι, αναγκάζοντας την Σοφί να φύγει και να εγκαταλείψει τον Ζαν. Μετά από αυτό, ο Ζαν αναχωρεί προς άγνωστο προορισμό, ο Πωλ θα τα εγκαταλείψει όλα, ψάχνοντάς τον, περιπλανώμενος στον κόσμο, από την Βενετία, στο Μαρόκο, στον Καναδά, καταλήγοντας στο Βερολίνο, λίγο πριν την ανέγερση του τείχους. Ο Αλεξάντρ ψάχνει κι εκείνος το άλλο του μισό, σε αγκαλιές δεξιά κι αριστερά, η ζωή του καταλήγει σε αδιέξοδο και θα αναζητήσει την λύτρωση στην Καζαμπλάνκα, όπου θα μαγευτεί από τον ίδιο του τον ανηψιό (τον Πωλ) και θα οδηγηθεί προς τον θάνατο.


«Το δίδυμο κύτταρο είναι το αντίθετο της ύπαρξης, είναι η άρνηση του χρόνου, της ιστορίας, κάθε ιστορίας, κάθε αντιξοότητας – φιλονικίας, κούρασης, προδοσίας, γήρατος – που αποδέχονται ευθύς εξ αρχής, και ως τίμημα της ζωής, όσοι ορμούν στα ανάκατα νερά ενός μεγάλου ποταμού που κυλούν προς τον θάνατο.»
 
Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με δύο κύριους αφηγητές τον Αλεξάντρ και τον Πωλ, και με παρεμβολές του Ζαν, της Σοφί και κάποιων άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων, ο Τουρνιέ, έγραψε ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που λειτουργεί καλειδοσκοπικά, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο το θέμα της διδυμίας για να εξερευνήσει το ζήτημα της δυαδικότητας – ακόμα και η ιστορία του Αλεξάντρ που δείχνει ως αυτόνομη (σαν βιβλίο εντός του κύριου βιβλίου) δεν είναι, διότι κι εκείνος προτάσσει την ομοφυλοφιλία του, ως κάτι ανώτερο (όπως οι δίδυμοι την διδυμία τους). Οι δύο ιστορίες (των διδύμων και του Αλεξάντρ), μπορεί εμφανώς να μη συνδέονται μεταξύ τους, αλλά παρουσιάζουν ως κοινό στοιχείο, τον διχασμό - θέμα που κυριαρχεί στους χαρακτήρες του βιβλίου, καθώς όλοι, είτε πρωτεύοντες, είτε δευτερεύοντες είναι διχασμένοι, άρα μετέωροι στο σύμπαν.
 
Από τους τρεις κεντρικούς ήρωες, μέχρι ακόμα και χαρακτήρες που εισέρχονται για λίγες σελίδες στην αφήγηση, παρατηρούμε ανθρώπους μετέωρους, που παλεύουν με τον βαθύτερο εαυτό τους και τον διχασμό που υπάρχει εντός τους. Ο Εντουάρ (ο πατέρας των διδύμων), άψογος οικογενειάρχης όταν ζει στη Βρετάνη μαζί τους, δεινός εραστής και κοσμοπολίτης στο Παρίσι, η Μαριά-Μπαρμπαρά (η μητέρα των διδύμων), μια σιωπηλή και στιβαρή παρουσία στο σπίτι, κατά την Γερμανική κατοχή, φτιάχνει δίκτυο αντίστασης, συλλαμβάνεται και εξαφανίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ένας ιερωμένος, ο Θωμάς παλιός συμμαθητής του Αλεξάντρ, που τον μυεί στις ερωτικές ηδονές στο σχολείο, γίνεται παπάς, ο οποίος όμως βασανίζεται από τις αιρετικές του απόψεις (η δε συνομιλία Αλεξάντρ-Θωμά για το Άγιο Πνεύμα, αποτελεί μια από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου), και άλλοι πολλοί χαρακτήρες που αποκαλύπτουν τον διχασμό τους.
 
«Γιατί η διδυμία σφηνώνει λίγο περιβάλλον στην καρδιά της ομοιογενούς κληρονομικότητας, κι αυτό δεν αποτελεί μόνον ακρωτηριασμό, αλλά και εισχώρηση αέρα, φωτός και θορύβου στην ιδιωτικότητα του όντος. Οι γνήσιοι δίδυμοι δεν είναι παρά ένα και μοναδικό ον, που η τερατωδία του έγκειται στο ότι κατέχει δύο διαφορετικές θέσεις στο χώρο. Αλλά ο χώρος που τους διαφοροποιεί είναι ιδιόμορφος. Είναι τόσο πλούσιος και ζωντανός που, συγκρινόμενος μαζί του, ο χώρος όπου περιπλανώνται οι παράταιροι είναι άνυδρη έρημος. Αυτός ο διαδιδυμικός χώρος – η εκδιπλωμένη ψυχή – είναι εκτατός παντοιοτρόπως. Μπορεί να συρρικνωθεί σχεδόν στο μηδέν όταν οι πανομοιότυποι αδελφοί κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι στην ωαρική στάση. Αν όμως ο ένας από τους δυο φύγει μακριά, τεντώνεται και λεπταίνει – δίχως ποτέ να σκίζεται – σε διαστάσεις που μπορεί να τυλίγουν τον ουρανό και τη γη. Τότε ο διδυμικός κώδικας αποκρυπτογράφησης καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο, και οι πόλεις του, τα δάση του, οι θάλασσες, τα βουνά του ανανοηματοδοτούνται.
Απομένει ένα έσχατο ερώτημα (…): τι συμβαίνει με την εκδιπλωμένη ψυχή αν ο ένας από τους διδύμους εξαφανιστεί για πάντα;»
 
Το βιβλίο διατρέχει μια μεγάλη χρονικά περίοδο, περίπου τριών δεκαετιών. Από την προπολεμική Γαλλία έως την κορύφωση του Ψυχρού πολέμου, που είναι η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου, χωρίζοντας το Βερολίνο σε Δυτικό και Ανατολικό. Ο Τουρνιέ, χρησιμοποιεί ως φόντο, ως υπόβαθρο όσα συμβαίνουν στον κόσμο, με τις εξελίξεις να επηρεάζουν τις ζωές των ηρώων του – οι γονείς των διδύμων χάνονται στον Β παγκόσμιο πόλεμο, ο Αλεξάντρ θα έχει προβλήματα στη δουλειά του, περισσότερο όμως από τα «εξωτερικά» γεγονότα, τον απασχολεί τι συμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο και στα γεγονότα που αντιμετωπίζουν οι ήρωές του.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το άψογα δομημένο μυθιστόρημα. Τα αντίθετα που διαρκώς τονίζονται (ετεροφυλοφιλία-ομοφυλοφιλία, αστικό τοπίο-ανοιχτοί ορίζοντες, παράδεισος-κόλαση, ρευστότητα εποχών-μετεωρολογικά φαινόμενα, κίνηση-ακινησία, έρωτας-θάνατος), οι δίδυμες πόλεις ή χώρες, που βίαια από ιστορικά γεγονότα χωρίζονται (Γερμανία, Βερολίνο, Βενετία/Κωνσταντινούπολη), όλα ακόμα και τα ασήμαντα παίζουν ρόλο στο βιβλίο.
 
Η αναζήτηση του Πωλ, αρχικά για να βρει τον αδελφό του και όταν συνειδητοποιεί ότι ο Ζαν δεν θέλει να βρεθεί, μετατρέπει το μυθιστόρημα σε περιπλάνηση, εσωτερικό ταξίδι προς την ολοκλήρωση, προς την πραγματικότητα. Όπως έλεγε ο ιερωμένος Θωμάς στον φίλο του, τον Αλεξάντρ στην συνομιλία τους στην εκκλησία «Ό,τι παρέμεινε αιχμαλωτισμένο στο σώμα του Χριστού εκτινάχθηκε και απλώθηκε στα πέρατα της γής. Το κοινό κτήμα που έβρισκα μονάχα στον Ιησού, μού αποκαλύφθηκε μέσα στον κάθε ζωντανό άνθρωπο. Η διδυμία μου έγινε οικουμενική. Ο ξέταιρος δίδυμος πέθανε, κι ένας αδελφός των ανθρώπων γεννήθηκε στη θέση του.»


Το βιβλίο είναι γεμάτο από συγκλονιστικές εικόνες, σκηνές λογοτεχνικής ανθολογίας, όπως οι περιγραφές στο ίδρυμα των παιδιών με νοητικά προβλήματα που γειτονεύει με το σπίτι των δίδυμων, ο πνιγμός με τη βάρκα του πιο ιδιοφυούς παιδιού του ιδρύματος που παίρνει μαζί του όσα παιδιά βρίσκει στην παραλία για μια βόλτα, το εργοστάσιο υφαντουργίας, οι χωματερές, τα ταξίδια του Πωλ, οι ακαταμάχητες σελίδες του τελευταίου σταθμού του Αλεξάντρ στην Καζαμπλάνκα, οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου με τον Πωλ να βρίσκει επιτέλους την αλήθεια.
 
Το βαθειά συμβολικό μυθιστόρημα του Τουρνιέ, είναι ένα ολιστικό βιβλίο που περιέχει σχεδόν τα πάντα στις σελίδες του. Φιλοσοφικούς διαλόγους, θρησκευτικές αναζητήσεις, κοινωνικούς προβληματισμούς, υπαρξιακά άγχη, χιούμορ και ειρωνεία, προκλητικό και με τολμηρές σκηνές, αιρετικό και αντιφατικό, σελίδες για το μυστήριο της ζωής και πάνω απ’ όλα την αναζήτηση του εαυτού και του άλλου που θα συμπληρώσει το ιδανικό αντίστοιχό του. Ο Τουρνιέ επηρεασμένος από την εποχή της μεταπολεμικής έκρηξης των Ιδεών και κυρίως τις θεωρίες των Φουκώ και Ντελέζ, έγραψε ένα μυθιστόρημα που εμπεριέχει έννοιες και ιδέες ενσωματωμένες στη πλοκή, περνώντας στον αναγνώστη νοήματα που μπορεί και να μη τα κατανοούσε διαβάζοντας ένα βιβλίο θεωρίας.
 
Οι «Μετέωροι» είναι ένα βιβλίο απαιτητικό, που προ(σ)καλεί τον αναγνώστη του διαρκώς. Πυκνογραμμένο και χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, είναι ένα βιβλίο που όσο εισέρχεσαι εντός του, σε κερδίζει, καθώς προσαρμόζεσαι στον αφηγηματικό ρυθμό του και στις διαρκείς προκλήσεις του μυαλού, η δε ανταμοιβή – αίσθηση στο τέλος είναι τεράστια. Είναι ένα βιβλίο που κάθε σκεπτόμενος και ανήσυχος εραστής της λογοτεχνίας πρέπει να διαβάσει.
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
Τρίτη, Μαΐου 10, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 10, 2022 | Permalink
Ιρλανδική μελαγχολία ("Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη)
«Δεν είναι το μίσος η απάντηση στην αγάπη ∙ ο θάνατος είναι.»

Δυο παρακμάζοντες και ελαφρώς καταρρέοντες πρώην άνθρωποι του υποκόσμου περιμένουν στο λιμάνι της Αλχεθίρας, να καταφθάσουν τα πλοία από Ταγγέρη. Είναι δυο Ιρλανδοί μεσήλικες, που τα πολλά χιλιόμετρα ζωής στις πλάτες τους είναι εμφανώς ορατά. Τι ακριβώς όμως, περιμένουν αυτά τα δυο ερείπια, ο Μόρις Χερν και ο Τσάρλι Ρέντμοντ, στο θορυβώδες λιμάνι του Ισπανικού Νότου; Όχι τον «Γκοντό» του Μπέκετ, παρότι το μυαλό του αναγνώστη, πηγαίνει συνεχώς προς τα εκεί. Περιμένουν την κόρη του ενός, του Μόρις, την Ντίλι Χερν που έχουν να την δουν τρία χρόνια. Έχουν μαζί τους μια φωτογραφία του κοριτσιού στα είκοσί του χρόνια, ούτε ξέρουν πως μοιάζει τώρα η μικροκαμωμένη Ντίλι που είχε (στη φωτογραφία) τα μαλλιά της ράστα. Ρωτάνε, όποιον βρουν, άλλοτε επιθετικά, άλλοτε παρακλητικά, και όλοι προσπαθούν να απομακρυνθούν από κοντά τους.
 
Αυτός είναι ο καμβάς, πάνω στον οποίον ξετυλίγεται η ιστορία, του εξαιρετικού μυθιστορήματος «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΛΟΙΟ ΓΙΑ ΤΑΓΓΕΡΗ» («Night Boat to Tangier»), του βραβευμένου Ιρλανδού συγγραφέα Kevin Barry (1969, Limerick) – (εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφραση και επίμετρο  Ορφέα Απέργη, σελ. 302), το οποίο ήταν στη μακρά λίστα για το βραβείο Booker 2019. Εκπλήσσοντας με το μπαρόκ αφηγηματικό του ύφος, το μυθιστόρημα, που συνδυάζει προφορικό λόγο με γκροτέσκο, λυρισμό με στοιχεία παραλόγου, έρχεται να ταιριάξει απόλυτα στην μεγάλη Ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση.


«Στο λιμάνι της Αλχεθίρας είχαν μαζευτεί οι απογοητευμένοι ποινικοί της μισής Ευρώπης. Η ατμόσφαιρα είχε μια νότα από Μεσαίωνα. Τα περιπλανώμενα παιδιά πάντων των εθνών κάθονταν χάμω και τριπάρανε και ήταν σε κατάσταση μέθης. Όλα τα ταμπούρλα και τα κορίτσια και τα σκυλιά ήταν παρατεταγμένα. Μικρούτσικες φωτίτσες διακρίνονταν μες στο σκοτάδι καθώς ρουφιόντουσαν τα μπουριά. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα τελετουργικής επισημότητας. Επρόκειτο συχνότατα για παιδιά χωρίς χιούμορ. Το λιμάνι τη νύχτα είχε ένα χαρακτήρα πυρετικό, διαβολικό. Μέσα του αντηχούσε το παρελθόν, αλλά ανήκε στον νέο αιώνα. Μια νύχτα διαυγή σαν ετούτη μπορούσες να διακρίνεις, μια ώρα απόσταση προς νότο, τα φώτα της Ταγγέρης.»
 
Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο Οκτώβριος του 2018, η δράση του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα σε ένα 24ωρο, και όπως αναφέρω στην αρχή, ο Μόρις και ο Τσάρλι, κάποτε αυτοκόλλητοι, που έγιναν εχθροί και τώρα φιλιώσανε ξανά, περιμένουν την κόρη του πρώτου. Οι πιθανότητες να την βρούνε μέσα στον κόσμο ελάχιστες και το βράδυ είναι μακρύ. Τα κεφάλαια του βιβλίου, εναλλάσσονται μεταξύ της αναμονής στο λιμάνι, τους διαλόγους μεταξύ τους και τις ερωτήσεις σε νέους που πετυχαίνουν εδώ κι εκεί, μήπως είδαν ή γνωρίζουν την Ντίλι, και σε ένα μακρύ φλας – μπακ στο παρελθόν, όπου παρακολουθούμε κυρίως την πορεία του Μόρις, τον έρωτα και τη σχέση του με την Σίνθια, τον γάμο και την γέννηση της Ντίλι, το εμπόριο ναρκωτικών από την Ισπανία.
 
Ο ένας είναι κουτσός, ο άλλος έχει μείνει με ένα μάτι. Είναι και οι δύο θορυβώδεις και ενοχλητικοί, αντιπαθείς καταρχάς που στο τέλος ο αναγνώστης τους συμπαθεί. Με βασικό πρωταγωνιστή τον Μόρις, ξετυλίγεται η ιστορία της οικονομικής ανόδου των δύο ηρώων του βιβλίου αλλά και η πτώση τους, μετά την προσπάθεια για ξέπλυμα χρήματος του Μόρις που αγόρασε μια έκταση, έχτισε μεζονέτες που δεν πουλήθηκαν, την προβληματική σχέση με την Σίνθια, τους ατελείωτους καυγάδες τους που συνετέλεσαν στον χωρισμό τους, τον θάνατό της, και την φυγή του Μόρις στην Ισπανία, για τα καλά αυτή τη φορά, με τον Τσάρλι να αποτελεί το μοιραίο πρόσωπο σε αυτή τη σχέση.
 
«Ήταν η εικόνα του Γκάλιβερ καρφωμένου στο έδαφος, το δέρμα του τεντωμένο από χιλιάδες μικρά σχοινάκια καρφωμένα με πρόκες στο χώμα: η γυναίκα του, το παιδί του, η μάνα του, ο πεθαμένος πατέρας του, ο πράσινος διάδρομος, τα εγκλήματα κι οι εθισμοί του, οι εχθροί του κι ακόμα χειρότερα οι φίλοι του, οι πιστωτές του, οι άγρυπνες νύχτες του, η βία του, η ζήλια του, το μίσος του, η απίστευτη γαμημένη λαγνεία του, οι πόθοι του, τα οκτώ άδεια σπιτάκια του, τα θύματά του, οι ακατονόμαστοι φόβοι του και το σφυροκόπημα της καρδιάς του μες στο σκοτάδι και όλος αυτός ο κίνδυνος που σερνόταν μες στη νύχτα και όλα τα φαντάσματά του και όλα αυτά που τα φαντάσματά του απαιτούσαν από κείνον και όλα τα μέρη που είχε πάει στη ζωή του και τα νοσταλγούσε, και οι μεγάλοι λάκκοι της σιωπής στους κοκαλιασμένους λόφους εδώ πάνω – τι να ζει μέσα σ’ αυτούς τους γαμημένους τους λόφους; - και η απομόνωση που τόσο απελπισμένα ποθούσε, και η γαλήνη που τόσο είχε ανάγκη, και η αγάπη που χρειαζόταν, και ήταν νέος ακόμη, ουσιαστικά, ήταν πραγματικά πολύ νέος – αλλά ναι, ήταν καρφωμένος στο γαμημένο το χώμα.
Και Θε μου πόσο πολύ ήθελε να την κοπανήσει.»

 
Η Ιρλανδία μέσα από τα θλιμμένα και κουρασμένα μάτια των δύο ταλαίπωρων ηρώων του βιβλίου, είναι ένα κλειστοφοβικό μέρος, μια χώρα που σου τρώει τις σάρκες αλλά είναι κι ένα μέρος που σε κυνηγά για πάντα, δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό και όλο θέλεις να ξαναγυρνάς. Η οικονομική άνοδος μέσα από τα ναρκωτικά και τα επικίνδυνα παιχνίδια, οι ρισκαδόρικες μπίζνες του δίδυμου, και η απότομη πτώση του, αντανακλούν το κάποτε θεωρούμενο ως «οικονομικό θαύμα» της χώρας, τα μεγάλα ποσά που βρέθηκαν σε χέρια ανθρώπων, που δεν δίσταζαν να πεταχτούν μέχρι τις Σκανδιναβικές χώρες για να διαλέξουν έπιπλα για το σπίτι – όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μόρις, αλλά και την ταχεία και απότομη πτώση αυτής της ψευδο-ευημερίας, που δείχνει με εύγλωττο τρόπο ο συγγραφέας, μέσα από το πολυτελές συγκρότημα κατοικιών που δεν πουλιέται ούτε ένα.


Ο Barry, με θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα, μετατρέπει ένα φαινομενικά «σκοτεινό μυθιστόρημα» με δυσάρεστο θέμα, σε μια αναγνωστική απόλαυση. Οι διάλογοι του Μπεκετικού διδύμου είναι εκπληκτικοί με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, πικρία και κυνισμό. Οι δύο άνθρωποι, που διετέλεσαν απατεώνες ολκής, σε αυτές τις ατέλειωτες ώρες αναμονής, κάνουν έναν απολογισμό της συντριβής τους, το δικό «τέλος του παιχνιδιού». Όπως λέει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του, «στους Ιρλανδούς αρέσει πολύ να μιλάνε, να ακούνε τον ήχο της φωνής τους», οπότε κι εδώ έχουμε ένα βιβλίο βασισμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στον διάλογο.
 
Εμφανείς οι αναφορές στον Μπέκετ, αλλά και στη Ιρλανδική παράδοση των σπουδαίων λογοτεχνών, από τον Τζόις μέχρι τους πιο σύγχρονους, συνδυάζει τον λυρισμό με τον προφορικό λόγο, τη γλώσσα των pub με έξοχο λογοτεχνικό ύφος. Ατμοσφαιρικά το βιβλίο θυμίζει περισσότερο βέβαια, το υπέροχο «Αποστολή στη Μπριζ», την ταινία του McDonagh από το 2008, παρά τα θεατρικά έργα ή τα βιβλία του Μπέκετ, ενώ οι δύο ήρωες θα μπορούσαν να βγαίνουν από ένα επεισόδιο των Sopranos (στις σκηνές με την μητέρα του Μόρις κυρίως).
 
Το «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΛΟΙΟ ΓΙΑ ΤΑΓΓΕΡΗ», ωραία μεταφρασμένο από τον Ορφέα Απέργη, είναι ένα υπέροχο υπαρξιακό νουάρ, διαποτισμένο από την έμφυτη μελαγχολία και τρέλα των Ιρλανδών, ένα λογοτεχνικό έργο που ενσωματώνει με ιδανικό τρόπο τις πολλές επιρροές που έχει, υψώνοντας την ευδιάκριτη δική του. Είναι ένα μυθιστόρημα ελεγειακό, που ξαφνιάζει με την στιβαρότητά του και το ωραίο του στυλ, που δείχνει έναν συγγραφέα (άγνωστο μέχρι τώρα στη χώρα μας), του οποίου, ανυπομονούμε να διαβάσουμε τα υπόλοιπα βιβλία του.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
Δευτέρα, Μαΐου 02, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 02, 2022 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας ένα "μεγάλο βιβλίο" ("Εγχειρίδιο Ιχθύων")

 

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επανεκδοθεί ένα σημαντικό βιβλίο. Συνήθως αυτό συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια, που μια νέα ανάγνωση / προσέγγιση θεωρείται απαραίτητη, το πιθανότερο (σχεδόν βέβαιο) είναι ότι θα το ξαναβρούμε με μια νέα μετάφραση. Στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Αυστραλού (Τασμανού για την ακρίβεια – η Τασμανία αποτελεί αυτόνομη πολιτεία της Αυστραλίας) συγγραφέα Richard Flanagan (1961, Longford Tasmania), με τον περίεργο τίτλο «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΧΘΥΩΝ, μυθιστόρημα σε 12 ψάρια» («Goulds Book of Fish»), που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός (σελ. 421), δεν συνέτρεχε κανείς από τους παραπάνω λόγους.


Το βιβλίο είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά, το 2006, σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, από τις εκδόσεις Άγρα, σε μια εκπληκτική έκδοση, διανθισμένη με πίνακες ιχθύων, είχε εξαντληθεί εδώ και μερικά χρόνια, δεν ξαναβγήκε, είχε γίνει περιζήτητο από τους βιβλιόφιλους, καθώς η φήμη του, το ακολουθούσε και τώρα επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Ψυχογιός (που εκδίδουν όλα τα βιβλία του Richard Flanagan), χρησιμοποιώντας την ίδια μετάφραση (ξανακοιταγμένη) και με ωραίο (και απαραίτητο) πρόλογο της ίδιας μεταφράστριας, αλλά χωρίς τους πίνακες των ιχθύων – μια έλλειψη που χτυπάει άσχημα στο μάτι, όταν συγκρίνεις τις δύο εκδόσεις, καθώς οι πίνακες δεν είναι μόνο εξαίσιοι αισθητικά, αλλά συντελούν και στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου.
 
«Ονομάζομαι Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ – βαρυποινίτης δολοφόνος και ζωγράφος & πολλά άλλα άνευ σημασίας. Επειδή μου λείπει η αρετή, αναγκάζομαι να σας πω ότι είμαι ο πλέον αναξιόπιστος οδηγός που θα εμπιστευτείτε ποτέ σας, ένας άνθρωπος πεθαμένος πριν της ώρας του, ένας παραχαράκτης που καταδικάστηκε στη ζοφερή αίθουσα του Κακουργοδικείου του Μπρίστολ εκείνο το αποπνικτικό απόγευμα της 10ης Ιουλίου 1825 και ο δικαστής παρατήρησε, αν μη τι άλλο, πως το όνομά μου ήταν κατάλληλο για το Ημερολόγιο του Νιούγκεϊ μαζί με όλων των άλλων θανατοποινιτών κι αμέσως μετά έβγαλε τον μαύρο σκούφο του και με καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.»
 
Το «Εγχειρίδιο Ιχθύων», είναι μια ιστορία εξαπάτησης, αλλά κι ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο, ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, καθόλου εγκεφαλικό όπως συνήθως συμβαίνει – το αντίθετο μάλιστα, είναι ένα λογοτεχνικό ταξίδι που είτε θα σε παρασύρει μαζί του, σε ένα σύμπαν εφιαλτικό και ταυτόχρονα μαγευτικό, ή, θα σε αφήσει τελείως απέξω, κλείνοντας ερμητικά τις «πόρτες» του. Ο αναγνώστης καλείται να προσέλθει σε αυτή την «περιπέτεια», αφήνοντας πίσω του, όλες τις σκέψεις και να αφεθεί στη μοναδική αφήγηση του Φλάναγκαν, που όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, είναι κι εδώ μοναδική!

Ο βαρυποινίτης Γιούλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ (1801 – 1853), είναι ο ήρωας του βιβλίου. Αληθινό πρόσωπο, που καταδικάστηκε σε φυλάκιση κι εξορία 49 χρόνων, στην Γη του Βαν Ντίμεν, όπως ήταν τότε γνωστή η Τασμανία. Έγινε γνωστός για τους 26 πίνακες με τα ψάρια που ζωγράφισε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη νήσο Σάρα της Τασμανίας (12 από αυτούς τους πίνακες κοσμούν την πρώτη έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα). Φύση καλλιτεχνική αλλά και απατεώνας ολκής, ο Γκουλντ, ζωγράφισε ψάρια με κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά και οι πίνακές του βρίσκονται σε ένα βιβλίο που ανήκει στην Βιβλιοθήκη της Τασμανίας.
 
Το μυθιστόρημα του Φλάναγκαν, ξεκινάει στη σύγχρονη εποχή, όταν ένας απατεώνας, ο Σιντ Χάμετ, που πουλάει στους τουρίστες έπιπλα, που (τα φτιάχνει έτσι, ώστε να) δείχνουν παλιά, βρίσκει τυχαία, ένα χειρόγραφο με ζωγραφιές ιχθύων, όπου έχει χρησιμοποιηθεί κάθε είδους γραφική ύλη, συνδυασμένη με μια περίτεχνη και ιδιαίτερα δυσανάγνωστη γραφή και ιστορίες που η μια επικαλύπτει την άλλη. Ήταν ένα χάος χωρίς αρχή και τέλος, ένα ημερολόγιο με γεγονότα βγαλμένα από ένα παρανοϊκό μυαλό. Ο Χάμετ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι έχει μπροστά του, ένα ιστορικό γεγονότων, γραμμένο από τον κατάδικο Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, στον οποίον το 1828 ανατέθηκε από τον στρατιωτικό γιατρό της Νήσου Σάρα, της διαβόητης αποικίας των βαρυποινιτών, να ζωγραφίσει όλα τα ψάρια που αλιεύονταν στις θάλασσες της. Εκτός όμως από τα ψάρια, ο κατάδικος περιέγραφε και την καθημερινότητα από την φυλακή που βρισκόταν. Η κάθε ιστορία ήταν γραμμένη με μελάνι διαφορετικού χρώματος και οι «ειδικοί» που ο Χάμετ συμβουλεύεται πέφτουν σε αντιφάσεις για την αυθεντικότητα των περιγραφών. Ο Χάμετ όμως χάνει το «Εγχειρίδιο Ιχθύων» και δεν μπορεί να το ξαναβρεί με τίποτα. Έτσι, κάθεται και ξαναγράφει την ιστορία που αφηγείται ο Γκουλντ, όπως τη θυμάται, κι εκεί ουσιαστικά αρχίζει αυτό το μαγευτικό βιβλίο, από τη σελίδα 61 – καθώς οι πρώτες 60 σελίδες όπως αναφέρεται, έχουν χαθεί…
 
Για να συνειδητοποιήσουμε λίγο τα πράγματα, αυτό που ξεκινάει στη σελίδα 61, και ολοκληρώνεται 350 σελίδες αργότερα, είναι η αφήγηση του Φλάναγκαν, πάνω σε ότι θυμόταν ο Χάμετ, από το «αυθεντικό» βιβλίο του Γκουλντ. Σε αυτήν την εξαπάτηση, της εξαπάτησης, βρίσκουμε έναν Γκουλντ, που το καλλιτεχνικό του ταλέντο τον διασώζει από κρεμάλες, τιμωρίες, εκτελέσεις, έναν ζωγράφο που προσπαθεί να επιβιώσει από παρανοϊκές καταστάσεις, σε ένα κόσμο ασύλληπτης βίας.
 
«Κι όταν τελείωσα την εικόνα & έριξα μια ματιά στο κακόμοιρο το γουρουνόψαρο που κειτόταν πια νεκρό στο τραπέζι, μου γεννήθηκε η απορία αν, με το θάνατο του κάθε ψαριού, ο κόσμος γινόταν πιο μικρός ως προς την ποσότητα της αγάπης που θα μπορούσε να νιώσει κανείς γι’ αυτό το πλάσμα Αν περιοριζόταν κατά τόσο το δέος & η ομορφιά που απόμειναν καθώς ένα ένα τα ψάρια πιάνονταν στο δίχτυ. Κι αν συνεχίσουμε ν’ αρπάζουμε & να γδέρνουμε & να σκοτώνουμε, αν κατά συνέπεια ο κόσμος γίνεται όλο και πιο φτωχός από αγάπη & δέος & ομορφιά, τι θα απομείνει στο τέλος;
Άρχιζε, βλέπετε, να με ανησυχεί αυτός ο αφανισμός των ψαριών, αυτή η φθορά της αγάπης που προκαλούσαμε τόσο άσκεφτα, & φανταζόμουν τον κόσμο του μέλλοντος σαν στείρα ομοιομορφία, όπου ο καθένας είχε καταβροχθίσει τόσα ψάρια ώστε δεν έμεναν πια άλλα & όπου η Επιστήμη γνώριζε όλα, μηδενός εξαιρουμένου, τα είδη & τα φύλα & τα γένη, αλλά κανείς δεν γνώριζε την αγάπη, γιατί είχε εξαφανιστεί μαζί με τα ψάρια.
Η ζωή είναι ένα μυστήριο, έλεγε ο Γερο-Γκουλντ, μνημονεύοντας έναν άλλον Ολλανδό ζωγράφο, & η αγάπη είναι το μυστήριο μέσα στο μυστήριο.
Χωρίς τα ψάρια όμως, ποιο ζωηρό άλμα, ποιος παφλασμός θα σηματοδοτεί την αρχή των κύκλων;»
 

Το 2007, όταν το
blog, ήταν ακόμα νέο, είχα διαβάσει το «Εγχειρίδιο Ιχθύων» από τις εκδόσεις Άγρα, και είχα γράψει ένα σύντομο (σε σχέση με τα «σεντόνια» που γράφω τώρα) κείμενο. Επαναλαμβάνω όμως τα βασικά στοιχεία της ιστορίας, γράφοντας με λίγο διαφορετικό τρόπο αυτά που είχα γράψει τότε, γιατί έχουμε το ίδιο βιβλίο, οπότε θα ήταν άτοπο να γράψω άλλα (παρότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν 15 χρόνια πριν).
 
Ο Γκουλντ ζωγραφίζει για τον γιατρό της αποικίας, που προσβλέπει σε μια θέση στην Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας, ένα βιβλίο με εικόνες ιχθύων. Ταυτόχρονα ερωτεύεται μια ιθαγενή που είναι ερωμένη του αρχιδεσμοφύλακα και που μετέπειτα θα γίνει ερωμένη και του (τελείως) παράφρονα Διοικητή της αποικίας, που μέσα στα μαξιμαλιστικά του σχέδια που δεν έχουν περιορισμό, χτίζει ένα παλάτι, ξεπουλάει την ξυλεία του νησιού σε Ιάπωνες και φτιάχνει ένα σιδηρόδρομο για ένα κυκλικό δρομολόγιο τετρακοσίων μέτρων. Όλα αυτά εναλλάσσονται με φρικιαστικές περιγραφές βασανιστηρίων, σκηνές κόλασης και καθαρτηρίου, και Άγγλους που εξολόθρευαν τους Αβορίγινες ιθαγενείς με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο Γκουλντ, το μόνο που σκέφτεται είναι η επιβίωση και θέλει να την επιτύχει με κάθε τρόπο, καθιστώντας την παρουσία του απαραίτητη, εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται.
 
Ο Φλάναγκαν με παραληρηματικό ύφος σε πολλά σημεία του βιβλίου,  ενσωματώνει μια ποικιλία λογοτεχνικών ειδών στην αφήγησή του. Από το γκροτέσκο και το πικαρέσκο που θυμίζει Lawrence Sterne, στη gothic ατμόσφαιρα μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, στο ιστορικό λογοτεχνικό έργο μεγάλης πνοής, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει αναχρονισμούς και παιχνιδιάρικα στοιχεία στην ιστορία του που την «επικαιροποιούν» αλλά και χρησιμεύουν ως ένα είδος πολιτικού σχολίου στον 20ο αιώνα, ουσιαστικά μαγεύοντας τον αναγνώστη και παρασύροντάς τον στις υπερβολές της αφήγησης. Κάποιες φορές αστεία, κάποιες στιγμές ιδιαίτερα ελκυστική, με πάρα πολλή βία και θλίψη, αλλά πάνω απ’ όλα σαγηνευτική και μαγευτική η αφήγηση, κυριολεκτικά σε καθηλώνει.
 
«Η ντροπή δεν με αγγίζει. Θαρρείτε πως δεν κάρφωσα ποτέ σύντροφό μου; Υπήρξα & φίλος & φελλός, τους συμπαθούσα & έκλαιγα για λογαριασμό τους όταν με βάση τις ψεύτικες πληροφορίες μου τους έπαιρναν για να τους μαστιγώσουν. Επέζησα. Κακό & σφάλμα από μέρους μου & σε τι διέφερα από τη γάτα με τις εννιά ουρές που τους ξέσκιζε τις ράχες όταν πουλούσα ψυχές για λίγα ψίχουλα ή λίγη μπογιά; Πρόδωσα όλους όσους είχα ανάγκη. Ένα βρωμερό κουράδι κλεισμένο σε κελί, να τι ήμουνα. Οσμιζόμουνα την ανάσα των συντρόφων μου. Είχα στο στόμα μου την ξινίλα της σάπιας τους ζωής. Ήμουνα η βρομερή κατσαρίδα. Η σιχαμερή ψείρα, μόνιμη πηγή φαγούρας. Ήμουνα η Αυστραλία. Πέθαινα πριν γεννηθώ. Ένας αρουραίος ήμουνα που τρώει τα μικρά του. Η Μαρία Μαγδαληνή. Ο Χριστός. Ένας αμαρτωλός. Ένας άγιος. Ήμουνα σάρκα & ορμή της σάρκας & σμίξιμο της σάρκας & ο θάνατος & ο έρωτας ήταν εξίσου αποκρουστικοί & εξίσου όμορφοι στα μάτια μου. Βαστούσα στην αγκαλιά μου τα τσακισμένα τους κορμιά στο χαροπάλεμά τους. Φιλούσα τα σπυριά τους που πυορροούσαν. Έπλενα τα κοκαλιάρικα ποδάρια τους, γεμάτα έλκη, κρατήρες όπου σάπιζε το πύο ∙ το πύο αυτό ήμουνα εγώ & ήμουνα πνεύμα & Θεός & αμετάφραστος & ακατάληπτος ακόμη & για τον εαυτό μου. Πόσο τον μισούσα τον εαυτό μου γι’ αυτή την κατάσταση. Πόσο θα ήθελα να βάλω σε δοκιμασία το σύμπαν που τόσο αγαπούσα, που ήταν κι ο εαυτός μου, & πόσο θα ήθελα να ξέρω γιατί στα όνειρά μου πετούσα πάνω από ωκεανούς & γιατί όταν ξυπνούσα ήμουνα η γη που ανάδινε τη μυρουδιά φρεσκοαναδεμένης τύρφης. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στους άγριους θρήνους μου ούτε να με ακούσει να αστειεύομαι γιατί έπρεπε να ανέχομαι τέτοια ζωή. Ήμουνα Θεός & πύο & ό,τι ήμουνα εγώ ήσουνα Εσύ & ήσουνα Άγιαος, τα πόδια Σου, τα σπλάχνα Σου, η ήβη Σου, οι μασχάλες Σου, η μυρουδιά Σου & ο ήχος Σου & η γεύση Σου, η εκπεσούσα Ομορφιά Σου, ήμουνα θεϊκός καθ’ ομοίωσή Σου & ήμουνα Εσύ & δε λαχταρούσα άλλο πια τούτη τη μεγάλη γη & γιατί να μην υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν πόσο πολύ πονούσα σπάραζα λέγοντας αντίο;»
 

Αλησμόνητοι χαρακτήρες πρωταγωνιστούν στο βιβλίο του Φλάναγκαν. Όλοι παρανοϊκοί (ή σχεδόν), ο Διοικητής με την χρυσή μάσκα που δεν την βγάζει ποτέ και σε κάποιες σελίδες παραπέμπει στον Κουρτς του Κόνραντ, σε άλλες στον Πρόεδρο Μάο της Κίνας, όπως κολυμπάει στον ποταμό, ο Χειρουργός Λεμπριέρ, σωτήρας και εκμεταλλευτής του Γκουλντ, ο δεσμοφύλακας Πομπτζόι που τον βασανίζει αλλά του φέρνει υλικό για να ζωγραφίζει, ο αινιγματικός γραμματέας Γιόργκενσεν, που ισχυρίζεται ότι διετέλεσε στο παρελθόν «Βασιλιάς της Ισλανδίας», και η περιπετειώδης φύση του, τον έφερε στη Γη του Βαν Ντίμεν, όπου γράφει την ιστορία της και πεθαίνει υπό το βάρος της βιβλιοθήκης και των αρχείων του. Ο Γιόρκενσεν που θα μπορούσε να είναι ένα υποκατάστατο του Χ.Λ.Μπόρχες θεωρεί ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία, μπορεί να συνοψιστεί σε ένα αρχείο.
 
Η ρευστότητα του κειμένου συνδυάζεται με την ανυποληψία του αφηγητή. Ό,τι διαβάζουμε μπορεί να αμφισβητηθεί, όλα είναι θολά – μια ασαφής γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, γραπτού λόγου και πράξεων. Προς το τέλος του βιβλίου, συνειδητοποιούμε ότι το πτώμα που πλέει μέσα στο διαρκώς πλημμυρισμένο κελί του Γκουλντ, είναι ενός από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος, μια υπενθύμιση της ρευστότητας της ύπαρξης. Ο συγγραφέας (ποιος απ’ όλους άραγε;) «υποχρεώνει» τον αναγνώστη του, να σκεφτεί τα ασαφή όρια μεταξύ ζωής και θανάτου στο βιβλίο, επισημαίνοντας διαρκώς το ερώτημα, ποιος είναι νεκρός και ποιος ζωντανός στο κείμενο.

Κήτς, Ντε Κουίνσι, Γκαίτε, το πικαρέσκο μυθιστόρημα αλλά και οι μεγάλες αφηγήσεις του 19ου περνάνε στην αφήγηση του Φλάναγκαν που δεν διστάζει να υπερβεί όρια και γραμμές. Ο συγγραφέας, επισημαίνοντας και τονίζοντας σε όλο το σώμα του έργου, τη σχέση αφέντη / σκλάβου, θέτει και το θέμα της ταυτότητας της χώρας, πως διαμορφώθηκε δηλαδή, μέσα από τη βία και την αμφισβητούμενη και θολή προέλευση των ανθρώπων που εποίκισαν το νησί.
 
Με έντονες επιρροές από τους μεγάλους συγγραφείς του 18ου και του 19ου αιώνα, ποιον να πρωτοαναφέρεις, καθώς ο κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει κάποιον, με πιο έντονη την επίδραση των Κόνραντ, Μπόρχες, Σουίφτ, Στερν, Θερβάντες ο Φλάναγκαν έγραψε ένα μνημειώδες αριστουργηματικό μυθιστόρημα, πλημμυρισμένο από δυναμισμό και ενέργεια – παρά τον κάποιες φορές «υπνωτιστικό» του ρυθμό. Ένα μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να συμπεριλάβει ολόκληρο το σύμπαν είναι το «Εγχειρίδιο Ιχθύων», υπερβολικό και βίαιο, ανοικονόμητο και προκλητικό, αινιγματικό και δυσερμήνευτο, σκατολογικό και ταυτόχρονα βαθιά ανθρωπιστικό.
 
Το «Εγχειρίδιο ιχθύων», είναι ένα βιβλίο που θεωρεί την «αλήθεια» και την «αντικειμενικότητα» δευτερεύουσες, προτάσσοντας την ερμηνεία και την υποκειμενικότητα σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Μεταμοντέρνο και ταυτόχρονα παλαιϊκό με ένα μαγικό τρόπο, είναι ένα «μυθιστόρημα εξαπάτησης» που τυπικά έχει τα χαρακτηριστικά της «Στρατοπεδικής Λογοτεχνίας», ανατρέποντας όμως έννοιες και δεδομένα, είναι ένα βιβλίο για την ανθρώπινη εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία, ωθώντας τον αναγνώστη του σε μια διαρκή πάλη και αμφισβήτηση, όχι μόνο γι’ αυτά που διαβάζει, αλλά και γι’ αυτά που (νομίζει ότι) γνωρίζει. Είναι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο που ευτύχησε στην μεταφορά του στη γλώσσα μας από την Αθηνά Δημητριάδου.
 
Βαθμολογία 86 / 100 (διατηρώ την ίδια βαθμολογία με το 2007, παρότι στη δεύτερη ανάγνωση, το βιβλίο μου άρεσε περισσότερο και άνετα πλησίαζε το 90 / 100)