Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009 | Permalink
4 γιά τώρα,τα "καλύτερα" έπονται
Τύχη καλή με «προστάτευσε» και δεν είχα «αναγνωστικές ατυχίες στις φετεινές μου διακοπές. Διάβασα αρκετά βιβλία – θα ήθελα να διαβάσω παραπάνω (η μόνιμη και σταθερή μου ψύχωση) αλλά έπεσα πάλι σε «τούβλα».

Γιά ποιό να πρωτομιλήσω λοιπόν; Θα ακολουθήσω την «πεπατημένη» κάθε χρόνου. Θα αναφέρω εν συντομία μερικά (που έτσι κι αλλιώς αδικούνται γιατί τους αξίζει μεγαλύτερη αναφορά) και θα κρατήσω 2 αναρτήσεις γι’αυτά που θέλω να μακρυγορήσω λίγο παραπάνω. ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ και ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ λοιπόν, θα καθυστερήσουν λίγο – δύο συγκλονιστικά βιβλία (ατελείωτες ώρες ανάγνωσης-ηδονής) γιά τα οποία χρειάζομαι χώρο (και χρόνο).

Όσο πιό περιληπτικά μπορώ, παίρνω με την σειρά που τα διάβασα τα μυθιστορήματα που θα αναφέρω παρακάτω. Αφορούν αναγνώσεις από τις 28/7 (για να μη νομίζει κανείς ότι τα διάβασα όλα στις διακοπές μου) και είναι όλα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα βιβλία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.

«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙ» της Αυστραλέζας συγγραφέως Kate Grenville (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος (σταθερή αξία),σελ.372) είναι ένα εξαιρετικό και χορταστικό μυθιστόρημα το οποίο το 2006 που κυκλοφόρησε μπήκε στην short list των βραβείων Μπούκερ.

Ο Γουίλιαμ Θόρνχιλ ζει κάτω από τις χειρότερες συνθήκες στο Λονδίνο των αρχών του 19ου αιώνα. Βαρκάρης στον Τάμεση από μικρός προσπαθεί να επιβιώσει με την αγαπημένη του σύζυγο Σαλ και τον μικρό τους γιό. Κάνει ένα μοιραίο λάθος προσπαθώντας να κάνει μιά μικροκλοπή, τον καρφώνουν, τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο αφού τον παρουσιάζουν στο δικαστήριο ως μεγαλοαπατεώνα. Η Σαλ κινητοποιεί όποιον γνωρίζει και η εναλλακτική λύση που προσφέρει η κυβέρνηση είναι να μεταναστεύσει στην καινούρια ήπειρο την Αυστραλία και να μην ξαναγυρίσει μέχρις ότου κερδίσει την ελευθερία του. Ο Γουίλιαμ δεν έχει άλλη επιλογή, παίρνει γυναίκα, παιδί (και άλλο ένα που είναι στον δρόμο) και πάνε ως άποικοι στην περίεργη και τελείως διαφορετική χώρα. Δουλεύουν σκληρά, εξοικονομούν κάποια λεφτά, ο Γουίλιαμ κερδίζει την ελευθερία του και μαγεμένος από ένα υπέροχο μέρος αγοράζει μιά τεράστια έκταση εκεί. «Αγοράζει» τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού τα εδάφη είναι παρθένα και αν δεν έχει προλάβει κάποιος άλλος, παίρνεις από την Αγγλική κυβέρνηση, μέχρι εκεί που γουστάρεις.
Στα μέρη αυτά όμως υπάρχουν κάποιοι άλλοι, που γεννήθηκαν εκεί και τα θεωρούν δικά τους, οι αποκαλούμενοι «Αβορίγινες» που σιγά-σιγά διαπιστώνουν (the hard way) ότι οι νεοφερμένοι ήρθαν γιά να μείνουν.
Η Γκρένβιλ είναι πάρα πολύ ικανή συγγραφέας γιά να πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας ή του εύκολου εντυπωσιασμού. Παραθέτει τους δύο πολιτισμούς και την αξία της ιδιοκτησίας που είναι διαφορετική για τον καθένα. Για τους ιθαγενείς είναι αδιαννόητο αυτό που συμβαίνει με τους άποικους. Να θέλουν δηλαδή να οικειοποιηθούν ένα κομμάτι γης για τον εαυτό τους. Ποιός ο λόγος, γιατί; Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και οι άνθρωποι αλλάζουν μπροστά στο άγχος της επιβίωσης.
Κάτι παραπάνω από ένα μυθιστόρημα γιά την σύγκρουση των πολιτισμών ή την καταστροφή ενός αμόλυντου παραδείσου. Με μιά γραφή γεμάτη ένταση που ξεκινάει με Ντικενσιανό τρόπο περιγραφής του Λονδίνου και έρχεται σε αντιπαράθεση με την εξαίσια φύση της καινούριας ηπείρου για να συνεχίσει σε στυλ Κόνραντ τον αγώνα για την επιβίωση των δύο διαφορετικών κόσμων. Ένα σχόλιο για την δημιουργία της Αυστραλίας από τα πιό καίρια και διεξοδικά που έχω διαβάσει.

Η νουβέλα με τον περίεργο τίτλο «ΠΙΚΝΙΚ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» των περίφημων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, των αδερφών Στρουγκάτσκι (εκδ. ΑΩ, μετάφρ. Μ.Ασημιάδη, σελ.233) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το βιβλίο που διασκεύασε και σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο ο τρισμέγιστος Αντρέι Ταρκόφσκι με τον τίτλο «ΣΤΑΛΚΕΡ».

Συνήθως δεν είμαι ικανοποιημένος με τις κινηματογραφικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων αξίας στην μεγάλη οθόνη. Λίγες οι φορές που το κινηματογραφικό έργο στέκεται ισάξια δίπλα στο βιβλίο αν και φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα, (μάλλον λόγω της προσωπικής ματιάς κάποιων σκηνοθετών που «πειράζουν» δημιουργικά τα βιβλία) . Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως έχουμε μία ταινία που είναι ανώτερη από την νουβέλα που δεν παύει να είναι έξοχη έτσι κι αλλιώς. Η ταινία είναι ελαφρώς διαφορετική και απέδωσε εξαιρετικά το σκοτεινό ύφος και την αγωνία της ιστορίας ενώ χάριν της μοναδικής ικανότητας του Ταρκόφσκι αποδόθηκε άριστα η φιλοσοφική θεώρηση της νουβέλας.

Μετά από επίσκεψη εξωγήινων στην γη, υπάρχουν ζώνες που έχουν κηρυχθεί ως «νεκρές» όπου δεν μπορεί κανείς να μπει μέσα λόγων των ατμοσφαιρικών και κλιματικών αλλαγών που τις χαρακτηρίζουν. Τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ’αυτές τις νεκρές ζώνες θεωρούνται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπάρχουν διάφοροι τύποι, οι αποκαλούμενοι «κυνηγοί» (stalkers) που εισβάλλουν με κίνδυνο της ζωής τους γιά να πάρουν ότι θεωρούν ενδιαφέρον και μετά να το πουλήσουν στους συλλέκτες ή στις κυβερνήσεις. Το βιβλίο εστιάζει στην προσωπικότητα ενός από αυτούς τους «κυνηγούς»,του Ρέντρικ Σούχαρτ ο οποίος ζει έξω από μιά τέτοια Ζώνη κάπου στον Καναδά. Η αναζήτηση της «Χρυσής Σφαίρας» μέσα εκεί θεωρεί ότι θα του δώσει απαντήσεις για την μεταλλαγμένη κόρη του που γεννήθηκε μετά τις επισκέψεις στην Ζώνη, γιά την ίδια του την ζωή.

Φιλοσοφικό μυθιστόρημα που υπονοεί περισσότερα απ’όσα περιγράφει, το ΠΙΚΝΙΚ πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά και έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η ζωή πολλές φορές αντιγράφει την λογοτεχνία. Το βιβλίο γράφτηκε την δεκαετία του 70 και το 1986 το τραγικό δυστύχημα στον ατομικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ δημιούργησε μιά τεράστια έκταση με πόλεις φαντάσματα που αποκαλείται πλέον «Ζώνη» και τους ανθρώπους που μπαίνουν μέσα σ’αυτήν τους λένε «κυνηγούς»...

Σε εντελώς διαφορετικό ύφος κινείται το πολύ ωραίο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα και εικαστικού καλλιτέχνη Tom McCarthy, «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ», (εκδ. Πάπυρος, μετάφρ.Ο.Γεράκη (φανερή η απουσία επιμέλειας), σελ.339).

Το βιβλίο είναι χρονολογικά τοποθετημένο τις τελευταίες ημέρες του 1992, όταν η ενωμένη Τσεχοσλοβακία ζει τις τελευταίες της ημέρες πριν την ειρηνική και προγραμματισμένη διάσπαση της, την Πρωτοχρονιά του 1993. Η Πράγα είναι το τέλειο μυθοπλαστικό σκηνικό γιά μιά ιστορία που έχει πολλές προεκτάσεις καλλιτεχνικές και όχι μόνο. Μιά συμμορία Βούλγαρων μαφιόζων που ασχολείται με όλων των ειδών τις κομπίνες προσπαθεί να φυγαδεύσει στις αγορές των συλλεκτών μιά βυζαντινή εικόνα που εκλάπη από ένα μοναστήρι της Βουλγαρίας. Η πολύ περίεργη αυτή εικόνα που αναπαριστά έναν άγνωστο άγιο να αναλήπτεται στους ουρανούς με ένα minimal φωτοστέφανο ενώ το background αναπαριστά θάλασσες,καράβια, ανθρώπους που ίπτανται. Μιά εικόνα που δεν είναι καταχωρημένη πουθενά αλλά η Ιντερπόλ την αναζητάει απεγνωσμένα. Η πρόθεση των Βούλγαρων είναι να δημιουργηθεί ένα ακριβές αντίγραφο της εικόνας που θα αφήσουνε να βρεθεί από τις αρχές. Μέχρι να διαπιστωθεί η αντιγραφή, η αυθεντική εικόνα θα έχει φτάσει στον αγοραστή της.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Άντον Μαρκόφ, είναι πρώην διαιτητής ποδοσφαίρου(!!) με καλλιτεχνικές ανησυχίες.Ζει με την ΕλληνοΡωσίδα γυναίκα του, της οποίας τα δύο παιδιά από τον προηγούμενο της γάμο, τα κρατάει ο πρώην σύζυγός της στην Βουλγαρία και δεν τα αφήνει να έρθουν στην Πράγα. Ο Μαρκόφ αναγκάζεται να βοηθάει τους μαφιόζους συμπατριώτες του με αντάλλαγμα την ελευθερία των παιδιών του. Εκείνος αναλαμβάνει να βρει κάποιον καλό ζωγράφο να αντιγράψει την εικόνα. Με τις γνωριμίες του στο αντεργκράουντ καλλιτεχνικό κίνημα της πόλης βρίσκει έναν πολύ καλό ιδιόμορφο καλλιτέχνη ο οποίος φτιάχνει όχι ένα αλλά δύο αντίγραφα της εικόνας τρελλαμένος τελείως από την ομορφιά και την δύναμή της.
Στην ιστορία εμπλέκονται, ένας ψιλοσαλεμένος Ασφαλίτης που παρακολουθεί τις συνομιλίες και τις κινήσεις των Βούλγαρων, ένας Άγγλος κριτικός τέχνης που δουλεύει τα πρωινά σαν γυμνό μοντέλο στην σχολή Καλών Τεχνών και είναι συγκάτοικος του αντιγραφέα της εικόνας, τρελλαμένες βλάχες Αμερικάνες φοιτήτριες και μη που βρίσκουν τον καλλιτεχνικό τους (και όχι μόνο), παράδεισο στην Πράγα, γκαλερίστες του Άμστερνταμ που ψάχνουν νέα ταλέντα στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο.

Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του ΜακΚάρθυ είναι εγκλωβισμένοι και προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι. Ο Μαρκόφ περιμένει τα παιδιά της αγαπημένης του γιά να πάνε όλοι μαζί να ζήσουν στην Αμερική,ο ζωγράφος Μάνασεκ προσπαθεί να ξεφύγει απο το παρελθόν του ζώντας μιά ξέφρενα σεξουαλική ζωή, ο Αγγλος Νικ περιμένει μιά δουλειά στο Άμστερνταμ για να ξεφύγει από την μίζερη ζωή που ζει.Μπορεί το μυθιστόρημα κάπου να σε μπερδεύει με τα τόσα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν από τις σελίδες του αλλά είναι εξαιρετικά γοητευτικός ο τρόπος που ο ΜακΚάρθυ στήνει την ιστορία σαν θρίλερ. Ο κόσμος της τέχνης, το παιχνίδι μεταξύ αυθεντικού και αληθινού επανέρχεται συνέχεια και η τεχνική των Βυζαντινών εικόνων το θέτει σε όλη την έκτασή του-διότι όπως επαναλαμβάνεται συνέχεια στο βιβλίο, η κάθε βυζαντινή εικόνα κοπιάρει κάποια άλλη οπότε ποιά είναι η αυθεντική; Ο συγγραφέας χειρίζεται άψογα το χαώδες σύνολο και μας παραδίδει ένα εξαιρετικό «πειραγμένο» μυθιστόρημα αγωνίας που σε «μεταφέρει» και σε προβληματίζει.

Σε άλλου είδους προβληματισμούς σε οδηγεί η ογκώδης και φιλόδοξη δημιουργία του Καναδού Andrew Davidson, «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» (The Gargoyle), (εκδ. Τόπος,μετάφρ.Δέσποινα Λάμπρου, σελ.440). Τι είναι αυτό το «βαρυφορτωμένο» μυθιστόρημα με τους φανατικούς πιστούς και τους εξίσου φανατικούς πολέμιους; Είναι ένα αριστούργημα ή μιά μεγαλειώδης παπάρα; Εάν πω ότι πολλές φορές μου ερχότανε να το πετάξω από τα χέρια και μετά από μερικές σελίδες να διαβάζω σαν μανιακός την συνέχεια τι μπορεί να πει κανείς; Σίγουρα σε κεντρίζει, σίγουρα σε «κρατάει» και θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω, έλξη/απώθηση εναλλάσονται σαν σκωτσέζικο ντους.

Ο αυθεντικός τίτλος του βιβλίου (The Gargoyle), παραπέμπει στα τερατόμορφα πλάσματα που κοσμούν τις στέγες των γοτθικών εκκλησιών και χρησιμεύουν ως υδρορροές. Τέτοιου είδους αγάλματα κατασκευάζει η αινιγματική Μαριάνε Έγκελ που εμφανίζεται ξαφνικά στην κατεστραμμένη ζωή του ανώνυμου αφηγητή (και πρωταγωνιστή)του βιβλίου. Ο αφηγητής είναι ένας πρώην επιτυχημένος πορνοστάρ με την δικιά του εταιρία παραγωγής που εντελώς μαστουρωμένος τσακίζεται με το αυτοκίνητό του σε μιά χαράδρα και καίγεται. Γλυτώνει ως εκ θαύματος αλλά είναι πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Ότι έχει απομείνει από αυτόν δεν θυμίζει σε τίποτα τις παλιές του δόξες. Τα εγκαύματα είναι πολύ βαθειά, το πέος του κάηκε και του το κόψανε, είναι θαύμα το πως επέζησε. Ακινητοποιημένος και μπανταρισμένος δέχεται τις φροντίδες της Μαριάνε που νοσηλεύεται με ψυχολογικά προβλήματα στην κλινική. Η Μαριάνε πιστεύει ότι είναι 700 ετών, και στο πρόσωπο του αφηγητή αναγνωρίζει τον μεγάλο της έρωτα, έναν μισθοφόρο στρατιώτη όταν εκείνη ήταν μιά εξαιρετικά μορφωμένη καλόγρια στο φημισμένο μεσαιωνικό μοναστήρι του Ένγκελθαλ της Βαυαρίας που δεν υπάρχει πιά. Η σχιζοφρενική προσωπικότητα της Μαριάνε κατακυριεύει τον αφηγητή και σαν μιά άλλη Σεχραζάντ του αφηγείται ιστορίες όπου η αγάπη υπερνικά τον θάνατο,από την Ισλανδία, από τους Βίκινγκς με πρωταγωνιστή έναν γκέϊ πολεμιστή(!!),από την Ιταλία με ένα ζευγάρι που το χτυπάει η πανούκλα,από την Αγγλική αριστοκρατία ενώ αυτές διανθίζονται από λουκούλεια γεύματα που ξεκινάνε από την Ελληνική κουζίνα με τζατζίκια και μπακλαβάδες μέχρι την Γιαπωνέζικη με σούσι.

Παράλληλα με την σύγχρονη αφήγηση της ζωής του αφηγητή και της Μαριάνε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της θεραπείας του κατακα(η)μένου αφηγητή ο οποίος από ένα εγωιστικό και αντιπαθέστατο πλάσμα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε έναν άνθρωπο που νοιάζεται γιά τους δίπλα του και την σχέση τους που αναπτύσσεται εντός και εκτός κλινικής, παρακολουθούμε από την αφήγηση της Μαριάνε την ιστορία της μοναχής μέσα στο Ένγκελθαλ και τον παράφορο έρωτα που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτής και του μισθοφόρου που χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού γιά να θεραπευτεί από τα εγκαύματά του.

Η μεσαιωνική ιστορία της Μαριάνε είναι απείρως πιό ενδιαφέρουσα από την σύγχρονη και αυτό δημιουργεί μιά έντονη αντίθεση στον ρυθμό της αφήγησης. «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» είναι ένα βιβλίο που δεν του λείπει η φαντασία, οι διάλογοι είναι πολλές φορές ευρηματικοί, οι ιστορίες (κυρίως της μεσαιωνικής γερμανίας) είναι συναρπαστικές, νομίζω όμως ότι χάνονται όλα μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία και τις πολλές σελίδες. Ο απόλυτος έρωτας θριαμβεύει διά μέσου των αιώνων (και των εμποδίων) αλλά αφήνει και εγκαύματα – ο κόσμος διψάει γιά μιά καλή ερωτική ιστορία...Οι ξένοι κριτικοί το έχουν παρομοιάσει με το «Όνομα του ρόδου» (καμμία σχέση) και με τον «Άγγλο ασθενή» (περισσότερες ομοιότητες βλέπω μ’αυτό), το σίγουρο είναι ότι ο Davidson είναι «παραμυθάς», το μυθιστόρημα απηχεί μιά τάση που θα την βλέπουμε όλο και πιό συχνά στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ιστορίες που είναι όλο και πιό φαντεζίστικες - ας μη ξεχνάμε την συμπαθέστατη ταινία του Αρονόφσκι "The fountain" (ελλ.τίτλος Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ), δείχνουν να γίνονται της μόδας, είναι θέμα γούστου...
 
Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009 | Permalink
These cities may change but there always remains my obsession...
Η σκιά της Ιστορίας καλύπτει την Ευρώπη καθώς το νοικιασμένο κάμπερ-κάραβαν του Ολλανδού δημοσιογράφου και συγγραφέα Χέιρτ Μακ (Geert Mak) διασχίζει τις χώρες, τις λίμνες και τα ποτάμια της γηραιάς ηπείρου, ταξιδεύουμε μαζί του σε ένα αλησμόνητο ταξίδι στον χρόνο. Το μόλις (γιατί η απόλαυση δεν έχει όρια) 841 σελίδων αριστούργημα «ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, Ταξίδια στον 20ο αιώνα», (Εκδ. Μεταίχμιο, (εξαιρετική) μετάφραση Ινώ Βαν Ντάϊκ-Μπαλτά), είναι μιά πραγματική αναγνωστική εμπειρία, μιά υπενθύμιση αλλά και ένα γερό ταρακούνημα, εξαιρετική τροφή γιά σκέψη (μάλλον γιά πολλές σκέψεις) πάνω σε έννοιες όπως «κοινή ευρωπαϊκή πολιτική», «ευρωπαϊκή κουλτούρα», πάνω σε ομοιότητες και διαφορές κάποιων ανθρώπων που η μοίρα (ή η πολιτική) τους «έκλεισε» πίσω από οριοθετημένες συνοριακές γραμμές.

Το 1999 λίγο πριν το μιλένιουμ, ο διάσημος στην χώρα του δημοσιογράφος Χ.Μακ επιχείρησε ένα ταξίδι διάρκειας ενός έτους. Σκοπός του ήταν να κατανοήσει και να περιγράψει τι χωρίζει και τι ενώνει τους κατοίκους της ηπείρου στο τέλος του πιό ταραγμένου αιώνα της ιστορίας και του αιώνα με τις μεγαλύτερες πολιτικοκοινωνικές αλλαγές. Να καταγράψει τις διαφορές που βιώνουν οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι καθώς περνάνε τα χρόνια. Να δει τις αλλαγές στην ζωή τους, από την αρχή του αιώνα έως το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Ψάχνει να βρει επιζώντες από το Ολοκαύτωμα, ανθρώπους που βίωσαν τον μεσοπόλεμο, τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Ανθρώπους που μέσα στη διάρκεια της ζωής τους χωρίς να μετακινηθούν από το μέρος τους άλλαξαν τρεις ή και τέσσερις φορές κράτος/πατρίδα. Καθώς μετακινείται από χώρα σε χώρα, από πρωτεύουσα σε χωριό, δίνει τον λόγο σε μαρτυρίες ανθρώπων της βιοπάλης αλλά και της διανόησης, πολιτικών αλλά και ταβερνιάρηδων, γνωστών του από παλιά αλλά και τυχαίων γνωριμιών.

Η άποψή του είναι σαφής από την αρχή: «Γιά βάλτε στο ίδιο τραπέζι Ρώσους, Γερμανούς, Βρετανούς, Τσέχους και Ισπανούς, και αφήστε να διηγηθούν τις οικογενειακές τους ιστορίες. Είναι διαφορετικοί κόσμοι. Κι όμως ανήκουν όλοι στην Ευρώπη.» Οργανώνει λοιπόν το ταξίδι του (αλλά και το βιβλίο) με ευρηματικό τρόπο. Κάθε μήνας και μιά διαδρομή. Δώδεκα μεγάλα κεφάλαια γιά τους δώδεκα μήνες του χρόνου. Κάθε κεφάλαιο-μήνας και μιά συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Από τον Ιανουάριο που καλύπτει την περίοδο 1900-1914 και τις πόλεις Άμστερνταμ-Παρίσι-Λονδίνο-Βερολίνο-Βιέννη (τις πραγματικά μεγάλες πόλεις-εκτός του Άμστερνταμ-της εποχής), κλείνει τον 20ο αιώνα με τον Γιουγκοσλαυικό εμφύλιο και τα χρόνια 1989-1999 που αντιστοιχούν στον Δεκέμβριο. Η διαδρομή του δεν είναι ευθεία και αρκετές χώρες/τόποι μένουν απ’έξω ή αναφέρονται πολύ λίγο. Μέσα από το ταξίδι του πραγματοποιεί μιά ανασκόπηση της Ευρωπαϊκής ιστορίας του αιώνα επικεντρώνοντας περισσότερο στο σημαντικότερο γεγονός που καθόρισε την μοίρα της ηπείρου, τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, αφιερώνοντας εκεί τον Ιούνιο( Φερμόν, Δουνκέρκη, Τσάρτουελ, Μπράστεντ, Λονδίνο), τον Ιούλιο (Βερολίνο, Χίμλερστατ, Άουσβιτς, Βαρσοβία, Λένινγκραντ, Μόσχα), τον Αύγουστο ( Στάλινγκραντ, Οδησσός, Ιστανμπούλ, Κεφαλονιά, Μόντε Κασίνο, Ρώμη, Βισί, Σεν-Μπλιμόν) και το μεγαλύτερο μέρος του Σεπτεμβρίου (Μπενουβίλ, Οουστερμπέικ, Δρέσδη, Βερολίνο, Νυρεμβέργη) καλύπτοντας μιά περίοδο 6 χρόνων.

Ο Μακ δεν ενδιαφέρεται μόνο γιά τα μεγάλα γεγονότα, τον νοιάζει η αλήθεια των ανθρώπων, βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέροντα ντοκουμέντα, όπως ημερολόγια, αφηγήσεις επιζώντων από στρατόπεδα συγκέντρωσης, μικρές λεπτομέρειες που με την υπαινικτικότητα της γραφής του γίνονται μεγάλες. Ο αναγνώστης συγκλονίζεται από ιστορικές λεπτομέρειες που μπορεί κάποια στιγμή να διέλαθαν της προσοχής μας ή και να μη τις μάθαμε ποτέ.
«Στο δημοτικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης βρίσκεται το λεπτό γαλάζιο ημερολόγιο της εντεκάχρονης Τάνια Σαβίτσιεβα. Για τα χρόνια 1941-1942 γράφει μόνο τα εξής:
Η Ζιένια πέθανε, 28 Δεκεμβρίου, ώρα 12.00 το μεσημέρι. Η γιαγιά πέθανε, 25 Ιανουαρίου, ώρα 3, 1942. Ο Λέκα πέθανε, 17 Μαρτίου, ώρα 5,1942. Ο θείος Βάσια πέθανε, 13 Απριλίου, ώρα 2, 1942. Ο θείος Αλεξέι 10 Μαίου, ώρα 4, 1942. Η μαμά πέθανε, 13 Μαίου, ώρα 7.30. Η οικογένεια Σαβίτσιεβα είναι νεκρή.
Επόμενη σελίδα: Όλοι έχουν πεθάνει.
Επόμενη σελίδα: Έχω μείνει μόνη μου.

Η Τάνια μεταφέρθηκε σε ορφανοτροφείο, όπου πέθανε το 1944.»


Ο συγγραφέας περιγράφει μιά Ευρώπη που στην χαραυγή του νέου αιώνα, η λήθη έχει σκεπάσει πολλά γεγονότα, σημαντικά πράγματα έχουν ξεχαστεί. Η γραφή του είναι υποκειμενική και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Περιγράφει έναν Ντε Γκωλ χωρίς τις ωραιοποιήσεις και την «αγιοποίηση» της ιστορίας. Εκτιμάει τις ηγετικές ικανότητες του Τσώρτσιλ και την στρατιωτική διορατικότητά του. Δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, όταν αναφέρει πως οι Αυστριακοί κάνανε σαν παλαβοί γιά τον Χίτλερ και την ένωση με την Γερμανία, ενώ μετά παρουσιάστηκαν ως θύματα του Ναζισμού. Πως το ολοκαύτωμα δεν ήταν κάτι καθαρά Γερμανικό αλλά και άλλοι λαοί συμμετείχαν με χαρακτηριστική προθυμία...

«Στη Λετονία δολοφονήθηκαν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο εβδομήντα χιλιάδες Εβραίοι, εκ των οποίων οι τριάντα χιλιάδες ήδη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1941. Στη Λιθουανία σχεδόν και οι διακόσιες χιλιάδες Εβραίοι θανατώθηκαν...Στην επίσημη αναφορά του ένας Γερμανός αξιωματικός αποκάλεσε το μίσος των αγροτών προς τους Εβραίους «τερατώδες». Είχαν, όπως έγραψε στις 16 Αυγούστου του 1941, «ήδη κάνει μεγάλο μέρος της βρόμικης δουλειάς» προτού οι Γερμανοί προλάβουν να παρέμβουν.
Σωστά ο Μόντρις Εκστάιν γράφει, αφού αναφέρει αυτό και άλλα παραδείγματα, ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν αποκλειστικά γερμανική επιχείρηση. Μπορεί ο Χίτλερ να βρήκε «πρόθυμους δήμιους» ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους, τους βρήκε, όμως, επίσης ανάμεσα στους υπηκόους των χωρών που κατέκτησε. «Το Ολοκαύτωμα έλαβε χώρα στα παραληρηματικά τοπία της Ανατολικής Ευρώπης, όπου το καλό και το κακό, σπάνια αντιμάχονταν το ένα τ’άλλο, και όπου ο φόβος και το μίσος αποτελούσαν τρόπο ζωής. Ήταν ένας μεταβατικός κόσμος όπου σύνορα και άνθρωποι μετακινούνταν κάθε τόσο καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας, και όπου ο Εβραίος και ο τσιγγάνος αποτελούσαν σύμβολα προσωρινότητας και αστάθειας. Εδώ το Ολοκαύτωμα, προτού γίνει πολιτική των ναζί, ήταν τρόπος σκέψης.»»


Με το Σεράγεβο να είναι η πόλις που σηματοδοτεί τον 20ο αιώνα, αφού εκεί ξέσπασε ο Α Παγκόσμιος πόλεμος με την δολοφονία του διαδόχου της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και εκεί το στο τέλος του 20ου αιώνα έγιναν οι απίστευτες σφαγές του Γιουγκοσλαυικού εμφυλίου, ο Μακ ανοίγει ουσιαστικά και κλείνει το οδοιπορικό του, στα Βαλκανικά χώματα, Κόσοβο, Βοσνία, Βοϊβοντίνα, Σρεμπένιτσα, το τέρας του πολέμου και της φρίκης είναι εκεί γιά να υπενθυμίζει ότι η ανθρώπινη μοίρα δεν αλλάζει. Υιοθετώντας το στυλ του αγαπημένου του συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, ο Χ.Μακ με ειρωνία και χιούμορ αντιμετωπίζει το πως η λήθη χρησιμεύει γιά να «σκεπάσει» παλιές (ανομολόγητες ή όχι) πληγές. Η Δρέσδη που ξαναχτίστηκε, η αγροτική εξέγερση στο Πορτογαλικό χωριό που δεν θυμάται πια κανείς, ο Πούτιν ως πράκτορας της KGB να καίει απεγνωσμένα έγγραφα στην Δρέσδη (όπου υπηρετούσε) όταν έπεσε το Τείχος, η φάρσα του ευφάνταστου Σέρβου να βγάλει έναν σωσία του Τίτο στους δρόμους του Βελιγραδίου λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του ηγέτη και οι αντιδράσεις που προκάλεσε, η παρ’ολίγον ένωση Γαλλίας και Αγγλίας όταν έπεσε το Παρίσι που θα άλλαζε την πορεία της Ευρωπαϊκής ιστορίας, οι σταθμοί των τρένων στην Ανατολική Ευρώπη που παραμένουν οι ίδιοι μόνο που τώρα αντί να μεταφέρονται Εβραίοι, εκδίδονται πουτάνες, η αφέλεια των αρχών του αιώνα όταν η λέξη διαβατήριο ήταν άγνωστη, το ξενοδοχείο στις Άλπεις όπου έγινε η σφαγή των S.A. από τα S.S. που παραμένει το ίδιο αλλά χωρίς να αναφέρεται ούτε λέξη απο τους ιδιοκτήτες, η σφαγή των Ιταλών στρατιωτών στην Κεφαλονιά που τώρα είναι παραδομένη στην τουριστική εκμετάλλευση, η «ομερτά» των Γάλλων γιά την «αντίσταση» στον Β Παγκόσμιο, το φαινόμενο των στρατιωτικών δικτατοριών στις χώρες της Μεσογείου, η (επιστημονικής φαντασίας) έκρηξη στο Τσερνόμπιλ.
Μπορεί να μη συμφωνεί κανείς με ότι γράφει ο Μακ. Ορισμένες από τις απόψεις του σηκώνουν συζήτηση αλλά δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στην γοητεία που αποπνέει αυτό το σημαντικό έργο-ορόσημο γιά τις γενιές που έρχονται. Ένα πολύ μεγάλο βιβλίο που διαβάζεται απνευστί παρά τον όγκο του και που θα συνοδεύει τις σκέψεις μου γιά πολύ καιρό.
«Σχεδόν κάθε χώρα στην οποία ταξίδεψα, είχε φτιάξει, λόγου χάρη, τη δική της εκδοχή για την απίστευτη έκρηξη βίας μεταξύ του 1939 και του 1945, έναν δικό της μύθο για να εξηγήσει όλη αυτή την απίστευτη παραφροσύνη, για να δικαιολογήσει αποτρόπαιες πράξεις, για να θάψει ταπεινώσεις και για να δημιουργήσει καινούργιους ήρωες. Οι Βρετανοί αντιστάθμιζαν την απώλεια της αυτοκρατορίας τους με το μύθο του Blitz. Από την ντροπή του Βισί οι Γάλλοι έφτιαξαν το ηρωικό έπος του στρατηγού Ντε Γκολ και της Ρεσιστάνς. Οι Σοβιετικοί συμφιλιώθηκαν με την ανείπωτη σπατάλη ανθρώπινων ζωών από τον Στάλιν χάρη στην ιστορία του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου. Οι Γερμανοί εξηγούσαν την έλλειψη ηθικής τους κατά τα ναζιστικά χρόνια – οι Ναζί ήταν πάντα «οι άλλοι» - με το θρύλο που συνέδεε τον Χίτλερ με τον «δαίμονα του κακού».
Όλοι αυτοί οι ελαφρυντικοί, ερμηνευτικοί, παρηγορητικοί μύθοι δεν μπορούν να υπάρχουν εκτός εθνικού πλαισίου. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ιστορίες, για να κατανοήσουν το ακατανόητο, για να δώσουν μιά θέση στο πεπρωμένο τους. Ένα δικό τους έθνος, με την κοινή γλώσσα του και τις κοινές εικόνες του, μπορεί να μετουσιώσει κάθε φορά αυτές τις προσωπικές εμπειρίες σε μία μεγάλη ενιαία ιστορία. Αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη δεν έχει μιά κοινή ιστορία.»
...
«Συχνά έχω την αίσθηση ότι, παρ’όλη την κοινή μας κληρονομιά και παρά τις σημερινές επαφές, πολιτισμικά η Ευρώπη εμφάνιζε μεγαλύτερη συνοχή την άνοιξη του 1914 απ’ότι τώρα, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα. Τότε ένας εργάτης στη Βαρσοβία έκανε ακόμη λίγο πολύ την ίδια ζωή με έναν εργάτη στις Βρυξέλλες, και το ίδιο ίσχυε για έναν καθηγητή στο Βερολίνο και την Πράγα, και για ένα μαγαζάτορα στη Βουδαπέστη και στο Άμστερνταμ.
Η κοινή μας καταστροφή μπορεί να περιγραφεί εν συντομία. Γύρω στο 1900 υπήρχαν ένα δέντρο κι ένα μήλο κι όλοι έτρωγαν αποκεί. Στην καρδιά της Ευρώπης υπήρχε ένα νέο ασταθές έθνος που δεν γνώριζε την ίδια του την καταστροφική δύναμη.Ακολούθησαν δύο καταχθόνιοι πόλεμοι, τους οποίους ο καθένας μας έζησε με τον δικό του τρόπο. Ύστερα άρχισαν τέσσερις νεκρές δεκαετίες για την Ανατολή, ενώ γιά την Δυτική Ευρώπη άνοιξαν τελικά οι ουρανοί, ένας παράδεισος από σκούτερ, ηλεκτρικά χτυπητήρια, αυτοκίνητα και τηλεοράσεις. Προς το τέλος του αιώνα έπεσε το Τείχος, αλλά για εκατομμύρια Ανατολικοευρωπαίους άρχισαν ξανά δύσκολοι καιροί, τα χρόνια των ταπεινωμένων αντρών, των φοβισμένων γυναικών και των διαλυμένων οικογενειών. Ταυτόχρονα η Δύση γιόρταζε το μπουμ της δεκαετίας του ενενήντα, χωρίς να συνειδητοποιεί τι περνούσαν η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Κοντολογίς, έχουμε να πούμε και να εξηγήσουμε πολλά, και όλα αυτά μένουν ακόμη ν’αρχίσουν.»


_________________

Το blog θα μείνει κλειστό γιά 3 περίπου εβδομάδες λόγω διακοπών. Επανέρχομαι δριμύτερος την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου. Εύχομαι καλές και πολλές αναγνώσεις.