Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016 | Permalink
Βιβλίο
Αδιέξοδοι έρωτες, μια κλειστή τοπική κοινωνία καταπιεστική και οπισθοδρομική, πολιτισμικές διαφορές, οικονομικοί μετανάστες της δεκαετίας του 60, η λογοτεχνία διαρκώς παρούσα και στο βάθος ένας λογοτεχνικός ήρωας που το όνομά του είναι “Βιβλίο” (“Livro)! Το λογοτεχνικό σύμπαν του εξαιρετικού συγγραφέα Jose Luis Peixoto (Πορτογαλία,1974), είναι γεμάτο υπέροχες εικόνες, αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία, λυρική ατμόσφαιρα. Τον πρωτογνωρίσαμε στη χώρα μας, με το θαυμάσιο “Νεκροταφείο πιάνων” (Ελληνικά Γράμματα,2009) και τώρα με το έξοχο μυθιστόρημα “ΒΙΒΛΙΟ” (“Livro”), (Εκδ.Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Α.Ψυλλιά, σελ.294), αποδεικνύει ότι είναι ένας ώριμος συγγραφέας από τον οποίον μπορείς να περιμένεις πολλά.

Μάιος του 1948, σε ένα χωριό της Πορτογαλίας, μια γυναίκα εγκαταλείπει τον εξάχρονο γιο της δίπλα σε ένα συντριβάνι. Του αφήνει μόνο ένα βιβλίο στα χέρια. Εκείνη φεύγει με μια βαλίτσα, τον εγκαταλείπει. Γνωρίζει ότι ένας φίλος της, που δουλεύει ως χτίστης σε ένα αρχοντικό εκεί δίπλα, θα τον πάρει μαζί του, θα τον μεγαλώσει φτωχικά αλλά με αξιοπρέπεια. Και έτσι ακριβώς γίνεται. Το αγόρι είναι ο Ιλίντιο και ο χτίστης είναι ο Ζοζουέ. Από την μητέρα του, ο Ιλίντιο θα κρατήσει μια ελάχιστη ανάμνηση, δεν θα ψάξει ποτέ να την βρει – στο χωριό είχε την φήμη της “παστρικιάς”, χωρίς να είναι. Κανείς δεν ξέρει ποιός είναι ο βιολογικός πατέρας του Ιλίντιο, όλοι υποψιάζονται τον παπά, κάποιοι δύο βοσκούς της περιοχής – δεν έχει και τόση σημασία. Ο μικρός θα μεγαλώσει με τον χτίστη και θα τον βοηθάει στις δουλειές του. Με τους παιδικούς του φίλους, τον ζωηρό Κόσμε, και τον αφελή Γκαλοπίν θα είναι αχώριστοι. Θα ερωτευτεί στην εφηβεία του, μια μεγαλύτερή του, κατά 3-4 χρόνια κοπέλα, την Αντελαΐντε, που είναι ψυχοκόρη μιας παράξενης γριάς που κρατάει το μικρομάγαζο του χωριού (ψιλικατζίδικο, ταχυδρομείο).

Ένα χωριό χαμένο στα βάθη της Πορτογαλικής υπαίθρου, μια κοινωνία καταπιεσμένη και φτωχική. Η δικτατορία του Σαλαζάρ διαρκώς παρούσα. Χαφιέδες, παπάδες, αστυνομικοί, μόνο αυτοί περνάνε καλά, οι υπόλοιποι φυτοζωούν. Ο Ιλίντιο αποφασίζει να μιλήσει, να προσεγγίσει την Αντελαΐντε, τα ήθη αυστηρά, η μοναδική κίνηση τρυφερότητας που μπορεί να κάνει, είναι να της χαρίσει το βιβλίο που του άφησε η μάνα του. Η γριά όμως δεν θα κάτσει με σταυρωμένα χέρια, σε συνεργασία με τα αδέρφια της Αντελαΐντε, θα την στείλουν στην Γαλλία, ως παράνομη μετανάστρια, μέσα από μονοπάτια και δύσβατους δρόμους, θα φτάσει στο Παρίσι, όπου θα δουλέψει σε σπίτια και στην Βιβλιοθήκη της περιοχής ως καθαρίστρια. Το βιβλίο την συνοδεύει. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ιλίντιο και ο Κόσμε θα ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή και θα πάνε κι εκείνοι στο Παρίσι, θα ψάξουν για την Αντελαΐντε, δεν θα την βρουν, τα χρόνια περνάνε και η ζωή υποχρεώνει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.

Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Σαλαζάρ έχει πέσει και η δημοκρατία έχει έρθει στην πολύπαθη χώρα. Ένας νεαρός που το όνομά του είναι Βιβλίο, θα πείσει την μητέρα του να ακολουθήσουν την αντίθετη διαδρομή, να γυρίσουν στο χωριό της, στις ρίζες τους, να συμφιλιωθούν με το παρελθόν, να αφήσουν πίσω τους το Παρίσι με τα φώτα και τις μεγάλες λεωφόρους, να χαθούν στις εσχατιές της υποανάπτυκτης (ακόμα) χώρας. Ο Βιβλίο θέλει να κατανοήσει, να βρει απαντήσεις πέραν από τον κόσμο της λογοτεχνίας, και να ολοκληρώσει ένα κύκλο που άνοιξε αρκετές δεκαετίες πριν.

Η ιστορία που αφηγείται ο Πορτογάλος συγγραφέας είναι κατά ένα μεγάλο της μέρος αυτοβιογραφική. Οι γονείς του Πεϊσότο μετανάστευσαν, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή που περιγράφεται τόσο ζωντανά στο βιβλίο, στο Παρίσι για να επιστρέψουν πριν την γέννηση του συγγραφέα στο χωριό της επαρχίας Αλεντέζου, το ίδιο μέρος στο οποίο εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος.

Το βιβλίο του Πεϊσότο κινείται σε πολλά επίπεδα. Από τη μια θίγει το θέμα της μετανάστευσης των Πορτογάλων στην Γαλλία. Πάνω από ενάμιση εκατομμύριο φύγανε στις δεκαετίες 50 και 60, με κίνδυνο της ζωής τους, περνώντας μέσα από δύσβατες περιοχές, δάση, ερημιές για να μπουν μέσω Ισπανίας στην Γαλλία, όπου σχημάτισαν μια αρκετά μεγάλη κοινότητα. Η μακροχρόνια (45 χρόνια περίπου) δικτατορία του Σαλαζάρ, είχε μετατρέψει την άλλοτε κοσμοκράτειρα σε μια φτωχή, αγροτική και υποανάπτυκτη χώρα, όπου η πλειοψηφία του λαού ζούσε με τα βασικά και η παραμικρή υποψία αντίθετης προς το καθεστώς φωνής καταπνιγόταν.

Από την άλλη, δομικά και υφολογικά, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Τα 3/4 του βιβλίου είναι γραμμένα με λυρικό και γραμμικό ύφος όπου παρακολουθούμε την ιστορία του Ιλίντιο και της Αντελαΐντε, τον αδιέξοδο έρωτά τους, τις προσπάθειες τους για επιβίωση, είτε στο χωριό, είτε στο Παρίσι, τους διαφορετικούς τους δρόμους. Το δεύτερο μέρος είναι η αφήγηση του Βιβλίου, του νεαρού που θα ολοκληρώσει τον κύκλο και είναι γραμμένη σε ελλειπτικό ύφος με μοντέρνα γλώσσα, γεμάτο λογοτεχνικές αναφορές και απέραντη βιβλιοφιλία - ενώ σε μια δημιουργική έκρηξη απέραντης ειρωνείας, ο συγγραφέας περιγράφει τον πιο βιβλιόφιλο ήρωα απ'όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τον ιδιόμορφο Κονσταντίνο ως τον πιο δύστροπο και σκατόψυχο άνθρωπο.

Το Βιβλίο είναι επίσης μια ερωτική ιστορία, μεγάλη και τραγική, κοινότοπη και τρυφερή, μπανάλ και γλυκειά, ολοζώντανη και φρέσκια. Με χαρακτήρες στέρεους και ανθρώπινους, με συνεχείς ανατροπές που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μπορεί το δεύτερο εκπληκτικό μέρος να απογειώνει το μυθιστόρημα, αλλά είναι το πρώτο μέρος που δίνει τον τόνο στο βιβλίο με υπέροχα λυρικά στιγμιότυπα-στοπ καρέ και φράσεις που γυρίζεις πίσω να ξαναδιαβάσεις - όπως: "του έλειπε η μοναξιά του",ή, "Ο Ιλίντιο της πρόσφερε το βιβλίο χωρίς ν'αγγίξουν τα χέρια. Πάνω απ' το βιβλίο είχαν περάσει τα χρόνια. Σε κλίμακα, το βιβλίο ήταν κάτι σαν θάνατος.", ή, "Στα πρόσωπα, τα χρώματα λέκιαζαν το ένα πάνω στο άλλο.".


Οι ήρωες του τόσο σαγηνευτικού αυτού μυθιστορήματος, χαρίζουν το Βιβλίο, όπως χαρίζουν τις αναμνήσεις τους - μέσα στο βιβλίο αυτό, στα χέρια που το αγκάλιασαν, στις τσέπες που χώθηκε, στις τσάντες που χώρεσε βρίσκεται ολόκληρη η ζωή τους, οι έρωτές τους, οι αγώνες τους, το πάθος τους για την πατρίδα. Οι αναμνήσεις τους ακολουθούν όπου και να βρίσκονται, το χώμα του χωριού ή τα φώτα της μεγαλούπολης. Διχασμένοι και διεσπαρμένοι, ολοζώντανοι και γοητευτικοί σε μια εξαίσια αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει αυτό το βιβλίο.




 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2016 | Permalink
Καταστροφές και Θρίαμβοι
Την ιστορική πορεία της Ελλάδας από την διαμόρφωσή της ως κράτος μέχρι σήμερα εξετάζει με σαφήνεια και γλαφυρό αφηγηματικό ύφος, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Yale, Στάθης Καλύβας (Κέρκυρα,1964), στο βιβλίο του «ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΟΙ», («Εκδ.Παπαδόπουλος, μετάφρ. Ν.Ρούσσος, σελ.324). Το βιβλίο που έχει ως υπότιτλο «Οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας», εξετάζει με σφαιρικότητα την μοναδική πορεία μιας χώρας που συνεχώς καταστρέφεται και όμως όχι απλώς επιβιώνει αλλά παρουσιάζει και ορισμένα αξιοσημείωτα επιτεύγματα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο για ένα ξένο (αγγλόφωνο) κοινό, και εντάσσεται στη σειρά «What everyone needs to know about» των Πανεπιστημιακών εκδόσεων Οξφόρδης, και φθάνει στα χέρια μας μεταφρασμένο. Ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα: «πως φθάσαμε στην κρίση του 2009» και αποτελεί ένα εργαλείο κατανόησης για τους αγγλόφωνους αναγνώστες των δεδομένων της χώρας μας. Μ’αυτόν τον τρόπο διαβάζουμε σε μεγάλο μέρος του βιβλίου πράγματα ήδη πολύ γνωστά σ’εμάς, που αποτελούν όμως μια καλή ευκαιρία να τα ξαναθυμηθούμε υπό το πρίσμα της σημερινής κατάστασης.

Ο συλλογισμός του Καλύβα και η θέση του είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και διαυγής. Θεωρεί ότι η ελληνική ιστορία διαγράφει «επτά κύκλους άνθησης, κατάρρευσης και διάσωσης. Όλοι ξεκινούν με αφετηρία ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα που αρχικά φαντάζει ανέφικτο, ίσως και τρελό.»
Ο πρώτος κύκλος ξεκινάει στις αρχές του 19ου αιώνα, με την οργάνωση της ένοπλης εξέγερσης και την δημιουργία μιας ανεξάρτητης χώρας, ο δεύτερος κύκλος με το χτίσιμο του ανεξάρτητου πλέον κράτους και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε συνδυασμό με την εθνική συνείδηση σε έναν τόπο ρημαγμένο. Ο τρίτος κύκλος τοποθετείται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και είναι η δημιουργία παραγωγικής οικονομίας με σύγχρονες υποδομές σε μια χώρα ορεινή και απροσπέλαστη και χωρίς φυσικούς πόρους. Ο τέταρτος κύκλος αφορά την εδαφική επέκταση της χώρας υπό τον Ε.Βενιζέλο με σκοπό να αποτελέσει την μεγάλη δύναμη των Βαλκανίων και της Ν.Α.Ευρώπης. Ο πέμπτος κύκλος ξεκινάει αμέσως μετά τις καταστροφές της Μικράς Ασίας, της Κατοχής και του Εμφυλίου με την προσπάθεια της χώρας να αποκτήσει σύγχρονη οικονομία ώστε να οικοδομηθεί ένα Δυτικό κράτος. Ο έκτος κύκλος αφορά την προσπάθεια για πλήρη φιλελευθεροποίηση και  εκδημοκρατισμό αμέσως μετά την πτώση της Δικτατορίας (1967-1974), ενώ ο έβδομος κύκλος είναι η πορεία για ενσωμάτωση της χώρας στο προηγμένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής ένωσης και η προσπάθεια με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

«Και τα εφτά εγχειρήματα πέτυχαν, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο. Και τα επτά εγχειρήματα, ωστόσο, φάνταζαν σχεδόν αδύνατα κατά την εκκίνησή τους. Ποιός μπορούσε να φανταστεί το 1820 ότι θα αναδυόταν ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος από την Οθωμανική αυτοκρατορία; Ποιός μπορούσε να φανταστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1840 ότι θα δημιουργούνταν εκεί ένα ευρωπαϊκού τύπου κράτος και πως η Ελλάδα θα γινόταν τελικά το πιο πετυχημένο κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης; Ποιος μπορούσε να φανταστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ότι η Ελλάδα θα έβγαινε από τη φτώχεια και θα πετύχαινε ένα επίπεδο ευημερίας πέραν κάθε φαντασίας; Τέλος ποιος άραγε θα φανταζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ότι η Ελλάδα θα γινόταν μια σταθερή και φιλελεύθερη δημοκρατία; Και με το ίδιο σκεπτικό, πόσοι άραγε πιστεύουν σήμερα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια πετυχημένη, παραγωγική οικονομία στο πλαίσιο της ευρωζώνης; Η απάντηση παραμένει σταθερά η ίδια: ελάχιστοι.»

Η φιλοδοξία, ο υπέρμετρος ενθουσιασμός, ο μαξιμαλισμός των εκάστοτε ηγετών της χώρας, οδήγησαν σε μεγάλα δράματα, σε τεράστιες καταστροφές. Η θέση του συγγραφέα όμως είναι ότι αυτές οι καταστροφές δεν μπόρεσαν να ακυρώσουν εντελώς τα κέρδη της προηγούμενης περιόδου. Η χώρα προχωρούσε και επανερχόταν ακόμα καλύτερη, σχεδόν πάντα με την μεγάλη οικονομική και στρατιωτική (σε ορισμένες καίριες περιπτώσεις) βοήθεια του ξένου παράγοντα, ξεπερνώντας τις δυνατότητές της αλλά και τις προσδοκίες των έξωθεν παρατηρητών. Βασικά στοιχεία αυτής της τάσης για βοήθεια, θεωρεί ο Καλύβας ότι ήταν/είναι: η κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας καθαρά συμβολικά, οι επιτυχημένες συμμαχίες των Ελλήνων ηγετών, αλλά και η πρωτοφανής αντοχή του λαού στις δοκιμασίες. Η μεγάλη αντίφαση είναι ότι ανέκαθεν ο λαός έβλεπε με καχυποψία τους «σωτήρες» του, είτε ήταν η Μ.Βρετανία, είτε οι Η.Π.Α., είτε η Γερμανία.

Το βιβλίο είναι εξαιρετικό και διαυγές, υπαινικτικό και κατανοητό για κάθε είδους αναγνωστικό κοινό. Τα γεγονότα κρίνονται με την ψύχραιμη και διεισδυτική ματιά, ενός ανθρώπου του Δυτικού κόσμου χωρίς κομματικές αγκυλώσεις. Μπορεί κάποιους να ενοχλήσουν ορισμένα συμπεράσματα γύρω από τον Εθνικό Διχασμό και τον  Εμφύλιο (θέματα ευαίσθητα που ευτυχώς οι νέοι ιστορικοί προσεγγίζουν από πολλές πλευρές).

«Η στροφή...από τον παραδοσιακό συντηρητισμό προς την μεταπολιτευτική προοδευτικότητα ήταν μεν σαρωτική, αλλά, ίσως και λόγω της ταχύτητας με την οποία είχε πραγματοποιηθεί, υπήρξε συγχρόνως πολύ πιο επιφανειακή απ'ότι φάνηκε αρχικά. Κάτω από τη διάχυτη προοδευτικότητα, εξακολουθούσε να παραμονεύει ένας βαθύτερος συντηρητισμός που έβρισκε την έκφρασή του στην έντονα κομφορμιστική συμπεριφορά, την ξενοφοβία, την καχυποψία για το διαφορετικό, τον φόβο των μεγάλων αλλαγών, τη βαρύτητα της οικογένειας και την ταύτιση με τα σύμβολα του έθνους και της ορθοδοξίας. »

Το 1/3 του βιβλίου του Καλύβα - πάνω από 100 σελίδες, αφιερώνεται στα γεγονότα μετά την μεταπολίτευση. Ίσως εδώ να διακρίνεται μια άνιση κατανομή πάνω στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας, αλλά είναι κατανοητό, επειδή ο συγγραφέας πάνω απ' όλα ενδιαφέρεται να καταδείξει πως η χώρα έφθασε στο σημερινό χάος. Με λεπτομέρεια περιγράφονται οι κυβερνητικές πρακτικές των 2 κομμάτων που διαχειρίστηκαν την εξουσία από το '74 και μετά, την διόγκωση του δημοσίου (250.000 μισθωτοί- 7,5% του εργ. δυναμικού μετά τον πόλεμο, 510.000 άτομα, 15% του εργ. δυναμικού το 1980,  722.000 μισθωτοί το 1991 - 20% του εργ. δυναμικού), τον λαϊκισμό, την τρομοκρατία, τις απεργίες, τις "συγκρουσιακές πρακτικές" και τέλος για τα Μνημόνια Οικονομικής και Πολιτικής προσαρμογής από το 2010 και μετά.

«Κεντρική θέση στην ελληνική κουλτούρα κατέχει ένα παράδοξο που έχει επισημανθεί από αρκετούς παρατηρητές. "Η δομή της ελληνικής κοινωνίας είναι κολεκτιβιστική" γράφει ένας από αυτούς, "αλλά η νοοτροπία της χώρας είναι το ακριβές αντίθετο του κολεκτιβισμού. Στην πραγματικότητα, η δομή της περιγράφεται από τη φράση "ο καθένας για την πάρτη του" ". Η παρατήρηση αυτή εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: πως συμβιβάζονται και συνυπάρχουν ο έντονος κολεκτιβισμός και ο άκρατος ατομικισμός; »

Οι "Καταστροφές και Θρίαμβοι", είναι τελικά ένα αισιόδοξο βιβλίο (παρά την απελπισία που μπορεί να καταλάβει τον αναγνώστη βλέποντας μπροστά του τους αριθμούς και τα δεδομένα της κρίσης), που πρέπει να διαβαστεί απ' όλους, ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση. Ένα βιβλίο χρήσιμο και απαραίτητο, για να συγκρίνουμε και να κατανοήσουμε πράγματα και καταστάσεις.




 
Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2016 | Permalink
Οι νόμοι των συνόρων
Ο εξαιρετικός Ισπανός συγγραφέας Javier Cercas (1962,Κάθερες), είναι ένας από τους καλύτερους της γενιάς του και με το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης «ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ» («Las leyes de la frontera»), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Γ.Ζακοπούλου, σελ.521), το αποδεικνύει με εμφαντικό τρόπο για άλλη μια φορά. Διαφορετικό (και ίσως με μεγαλύτερη φρεσκάδα) από τα βιβλία του που, είχαν κυκλοφορήσει στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, το συγκεκριμένο μιλάει για τα νιάτα, την αναζήτηση ταυτότητας, τα όρια της ελευθερίας, την σχετικότητα της δικαιοσύνης, το καλό και το κακό, το περί δικαίου αίσθημα, τα χαμένα όνειρα.

«Οι νόμοι των συνόρων» είναι ένα μυθιστόρημα που χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος εκτυλίσσεται στην Ισπανία στα τέλη της δεκαετίας του 70 και το δεύτερο την δεκαετία του 90 – περίπου 25 χρόνια μετά. Ο μυθιστορηματικός χώρος είναι η Καταλανική πόλη της Χερόνα, και το αφηγηματικό ύφος που ακολουθεί ο Θέρκας είναι αυτό του διαλόγου, καθώς υπάρχει ένας αφανής (αόρατος) συγγραφέας ο οποίος διεξάγει έρευνα γύρω από τον «θρύλο» του Γαλανομάτη, ενός προσώπου που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του πίσω από τα κάγκελα της φυλακής με πολλές απόπειρες απόδρασης, με παρεμβατικό λόγο, με ερωτικές ιστορίες να τον ακολουθούν και με μια τριλογία ταινιών να γυρίζεται γύρω από την προσωπικότητά του.

Ο συγγραφέας διαλέγει ως βασικό συνομιλητή του, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο στη ζωή του Γαλανομάτη. Τον αρκετά διάσημο δικηγόρο Ιγνάθιο Κάνιας, και έτσι μέσω της αφήγησής και της (υποκειμενικής) ματιάς του, ξετυλίγεται η σαγηνευτική ιστορία τριών ανθρώπων που βρέθηκαν μαζί παιδιά και από τότε, η μοίρα τους ένωσε.

Η ιστορία ξεκινάει στο τέλος της δεκαετίας του 70. Μπορεί η δικτατορία να έχει πέσει λίγα χρόνια πριν κι ο Φράνκο να έχει πεθάνει, αλλά στην επαρχία και πιο συγκεκριμένα στην Χερόνα μια πόλη ούτε μικρή, ούτε μεγάλη, η σκιά της συντήρησης και της αστυνομοκρατίας της Χούντας παραμένει. Ο 16άχρονος Κάνιας που υποφέρει από το bullying που υφίσταται στο σχολείο του, γνωρίζεται με την συμμορία του Γαλανομάτη, ενός χαρισματικού νεαρού που συσπειρώνει γύρω του διάφορους έφηβους που τον αναγνωρίζουν σαν τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό τους. Δίπλα στον Γαλανομάτη είναι συνεχώς η πανέμορφη Τέρε, στην θέα της οποίας, ο άβγαλτος Κάνιας κεραυνοβολείται και κάνει τα πάντα για να γίνει μέλος της συμμορίας απλά και μόνο για να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά της.
Ο Κάνιας (ή Γυαλάκιας όπως τον αποκαλεί η Τέρε και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας), παιδί μικροαστών δεν μένει μακριά από το Μπάριο Τσίνο, την φτωχική και περιθωριοποιημένη συνοικία όπου μένουν και δρουν τα μέλη της συμμορίας του Γαλανομάτη, το μόνο που έχει να διασχίσει για να πάει να τους βρει, είναι ένα ποτάμι, που αποτελεί το (άτυπο) σύνορο της πόλης. Στο εφηβικό μυαλό του Κάνιας όλη αυτή η ιστορία παίρνει μυθικές διαστάσεις.

«…αφού ξεπέρασα την ανησυχία και τον φόβο των πρώτων ημερών, να μην προτιμούσα να είμαι με τον Γαλανομάτη και την παρέα του; Πως θέλετε να μη μου άρεσε να είμαι με κάποιον που σ’εκείνες τις περιστάσεις μου πρόσφερε σεβασμό και τη δυνατότητα για περιπέτεια, χρήματα, διασκέδαση και ηδονή; Πως θέλετε να μην τον είχα εξιδανικεύσει λιγάκι; Ξέρετε πως ονόμαζα την παρέα του Γαλανομάτη;»
«Πως;»
«Οι γενναίοι του Λιανγκ Σαν Πο. Το έχετε ακούσει ποτέ αυτό το όνομα;»
«Όχι»
«Φυσικά όχι, είστε πολύ νέος. Βάζω στοίχημα όμως ότι η πλειοψηφία των συνομήλικών μου θα το θυμούνται. Έγινε διάσημο από το πρώτο γιαπωνέζικο σίριαλ που παίχτηκε στην ισπανική τηλεόραση. Γαλάζια σύνορα λεγόταν…Ήταν μια γιαπωνέζικη εκδοχή του Ρομπέν των Δασών…
Η υπόθεση ήταν απλή και εκτυλισσόταν στον Μεσαίωνα, όταν την Κίνα κυβερνούσε δεν ξέρω κι εγώ ποια δυναστεία και η αυτοκρατορία είχε πέσει στα χέρια του Κάο Τσιου, του ευνοούμενου του αυτοκράτορα, ενός άντρα διεφθαρμένου και βάναυσου που είχε μετατρέψει μια εύφορη γη σε μια έρημο χωρίς μέλλον. Κατά της τυραννίας αυτής είχε ξεσηκωθεί μόνο μια ομάδα έντιμων αντρών, με αρχηγό έναν παλιό αυτοκρατορικό φρουρό, τον Λιν Τσουνγκ. Ανάμεσά τους υπήρχε και μια γυναίκα, η Χου Σαν Νιανγκ, η πιο πιστή υπαρχηγός του Λιν Τσουνγκ. Όσοι είχαν προσχωρήσει σ’αυτή την ομάδα είχαν καταδικαστεί από την δικαιοσύνη του τυράννου να ζουν εκτός νόμου στις όχθες του Λιανγκ Σαν Πο, ενός ποταμού κοντά στην πρωτεύουσα, που ήταν και τα γαλάζια σύνορα του τίτλου, σύνορα πραγματικά, αλλά πάνω απ’όλα συμβολικά: τα σύνορα ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο.»

Ο Κάνιας ταυτίζεται με την ιστορία αυτή και διασχίζει το ποτάμι σαν να είναι το «γαλάζιο σύνορο» της τηλεοπτικής σειράς. Ερωτεύεται όλο και περισσότερο την ανεξάρτητη και ελεύθερη από δεσμεύσεις Τέρε, συμμετέχει όλο και πιο ενεργά στις επικίνδυνες αποστολές της συμμορίας. Πράξεις που γίνονται όλο και πιο ριψοκίνδυνες, και κάποια στιγμή τα πράγματα σοβαρεύουν ιδιαίτερα με ληστείες τραπεζών, πυροβολισμούς και κυνηγητά. Κάποια στιγμή η αστυνομία ξυπνάει και με μια επιχείρηση που προήλθε από το αναπόφευκτο σ'αυτές τις περιπτώσεις κάρφωμα, συλλαμβάνει τον Γαλανομάτη και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας εκτός του Κάνιας που γλυτώνει λόγω της αυτοθυσίας του Γαλανομάτη(;) και της Τέρε που δεν συμμετείχε στην συγκεκριμένη επιχείρηση. Η σπείρα εξαρθρώνεται και διαλύεται, ο νεαρός Κάνιας επιστρέφει στην πατρική εστία έχοντας δει τον χάρο με τα μάτια του.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου μεταφέρει την μυθιστορηματική δράση 25 περίπου χρόνια αργότερα. Ο Κάνιας είναι ένας επιτυχημένος και προβεβλημένος δικηγόρος στη Χερόνα όταν τα φαντάσματα του παρελθόντος ξυπνάνε με την επίσκεψη της (πάντα ωραίας) Τέρε και μιας γυναίκας ερωτευμένης με τον διάσημο φυλακισμένο, οι οποίες του ζητάνε να αναλάβει την αίτηση μεταφοράς του Γαλανομάτη στις φυλακές της πόλης. Το παρελθόν επανέρχεται με σφοδρότητα, οι αναμνήσεις ξυπνάνε όπως και τα παλιά πάθη (που ποτέ δεν είχαν σβήσει), αλλά επανέρχονται και τα ερωτήματα γύρω από τον αίτιο της εξάρθρωσης της συμμορίας. Τα χρόνια όμως έχουν περάσει, κανείς δεν είναι ίδιος πλέον και τα νεανικά είδωλα δεν θέλουν και πολύ για να αποκαθηλωθούν.

Ο Θέρκας θίγει πολλά θέματα στο πολυεπίπεδο βιβλίο του, που έχει την μορφή ενός μυθιστορήματος μαθητείας, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Η αναζήτηση ταυτότητας, το φαίνεσθαι και το είναι, η πολιτική κατάσταση της χώρας, οι συνθήκες των φυλακών, η κατασκευή ειδώλων, ο έρωτας που τυφλώνει και δεν βλέπεις τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα που εκτυλίσσονται μπροστά σου, ο έρωτας που δεν σβήνει, το παρελθόν που μας στοιχειώνει, το αμφίσημο της ύπαρξης, τα σύνορα ορατά και αόρατα που καθορίζουν κοινωνικές συνθήκες-σχέσεις.


Ο ικανότατος συγγραφέας μεταφέρει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα μιας Ισπανίας που δεν υπάρχει πλέον και η διαφορά της με την σημερινή δεν είναι μόνο 35-40 χρόνια αλλά ουσιαστικά ένας αιώνας. Η θρησκοληψία, η εμφανής συντηρητικότητα, οι κοινωνικές σχέσεις, όλα είναι τελείως διαφορετικά. Με κινηματογραφικό τρόπο αναπαριστά την μετάλλαξη της Χερόνα από πόλη-χωριό σε απρόσωπη πόλη της δεκαετίας του 90, εποχής ξέφρενης ανάπτυξης και πλήρους εκδημοκρατισμού της χώρας καθώς οι φωνές αυτονομίας της Καταλωνίας πυκνώνουν.

Μπορεί ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου να είναι ο Γυαλάκιας, Ιγνάθιο Κάνιας, αλλά η μορφή που κυριαρχεί είναι ο Γαλανομάτης και η συμμορία του. Ατίθασος και αναρχική φύση, ένας "επαναστάτης χωρίς αιτία", πλάθει την προσωπική του μυθολογία, γοητεύει και ξεπροβάλλει σαν ένας πλήρης μυθιστορηματικός ήρωας καθώς στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατηρούμε την παρακμή του, τον "ιδρυματισμό" του, την αποκαθήλωσή του στα μάτια της μαγεμένης (από τον δήθεν επαναστατισμό του) κοινωνίας, αλλά και στα μάτια του μεγαλύτερου θαυμαστή του. Πρότυπο για τον χαρακτήρα του Γαλανομάτη αποτέλεσε o διάσημος "παράνομος" Juan Jose Moreno Cuenca ("El Vaquilla").


«Οι νόμοι των συνόρων», είναι ένα βιβλίο που στέκεται επάξια δίπλα στα υπόλοιπα (μεταφρασμένα) έξοχα μυθιστορήματα ("Οι στρατιώτες της Σαλαμίνας", "Ο ένοικος", "Η ταχύτητα του Φωτός"), του πολύ καλού Ισπανού συγγραφέα. Όπως και στα προηγούμενα του, υπάρχουν κι εδώ αναπάντητα ερωτήματα, η διαρκής αμφισημία, το παρελθόν - ο Θέρκας έχει ευδιάκριτο σαγηνευτικό ύφος που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη και ιδιαίτερη ζωντάνια στη γραφή του που είναι φαινομενικά απλή αλλά πολύ ουσιαστική και καίρια.


____________________________________

To blog σας εύχεται Καλή Χρονιά, αγάπη, υγεία και πολλές ωραίες αναγνώσεις για το 2016