Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007 | Permalink
Αχ ρε παλιομισοφόρια,τι τραβάν'για σας τ'αγόρια
Απολαυστική είναι η σύντομη νουβέλα του πολυγραφότατου Θεσσαλονικιού συγγραφέα Σάκη Σερέφα «ΘΑ ΓΙΝΩ ΝΤΙΖΕΖ» (Εκδ.ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σελ.127) (78).

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ντοκουμέντο,μιά αληθινή ιστορία από τις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων.

Ένα έγκλημα πάθους στην μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του 50 ήταν κάτι αρκετά συνηθισμένο.Μην έχοντας στοιχεία αγριότητας η δημοσιότητα που του εδόθη ήταν μικρή.Ένας υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας,από την Αθήνα με δυσμενή μετάθεση σε ένα χωριό της Φλώρινας,γνωρίζει νεαρά της υπόσχεται γάμο,την «εκθέτει» δύο χρόνια στην μικρή κοινωνία-εκείνη έχοντας ωραία εμφάνιση και καλή φωνή πηγαίνει στην Θες/νίκη να «γίνει ντιζέζ» εγκαταλείποντας τον εραστή της.Ο τύπος την ανακαλύπτει,την παρακαλάει να γυρίσει,της υπόσχεται «λαγούς με πετραχήλια»,της ζητάει «να του χαρίσει» μιά τελευταία νύχτα μαζί και πηγαίνουν στο ξενοδοχείο του . Το επόμενο πρωί εκείνος παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα ζητώντας να τον «βάλουν μέσα» διότι σκότωσε την αρραβωνιαστικιά του πνίγοντάς την αφού πρώτα την χτύπησε βίαια.

Αυτό το γεγονός αναπαριστά με θεατρικό και αρκετά ανάλαφρο τρόπο ο συγγραφέας. Ανεβάζει στη σκηνή διάφορους (επινοημένους) δευτεραγωνιστές του δράματος να αφηγούνται ο καθένας από τη μεριά του,την πορεία των γεγονότων (από την αρχή της γνωριμίας έως το μοιραίο γεγονός) ,εκείνος δε σχολιάζει με την ματιά του σύγχρονου παρατηρητή (ή και σκηνοθέτη) τα γεγονότα.

«...Ας κρυφακούσουμε.
Ή μάλλον,πρώτα λίγη περιγραφή του Λάμπη.Η εξής:Ήταν καταφερτζής.Είχε το λέγειν που έχουν όλοι οι καταφερτζήδες. «Γεννήθηκα γιά να σε συναντήσω κάποτε».Είχε την όψη που έχουν όλοι οι καταφερτζήδες.Χαμόγελο-τιρμπουσόν.Φλοπ!ξεπατώνει τα γυναικεία φυλλοκάρδια.Βλέμμα αλκοολούχο.Γντουπ!μεθάει μονομιάς τα μάτια που θα το απορροφήσουν μονοκοπανιά.
Τώρα ας κρυφακούσουμε.
Λάμπης:Θα μπορούσα να σας προσφέρω μιά γκαζόζα?
Κική:Όχι ευχαριστώ.Είμαι με μιά φίλη μου.
Λάμπης ο Πλανευτής:Ε τότε,να της προσφέρω κι εκείνης μιά γκαζόζα.
Ναι,ναι στη Φλώρινα παράγεται άριστη γκαζόζα.Αν η σκηνή συνέβαινε στο πορτογαλέζικο Porto,ο τοπικός Λάμπης θα κέρναγε porto.Αν η σκηνή συνέβαινε στην Ινδία,ο εκεί Λάμπης θα προσέφερε τσάϊ γιασεμιού.Αν η σκηνή...»


Ο Σερέφας αλλάζει στυλ και ύφος περιγραφής των γεγονότων ανάλογα με το ποιός αφηγείται.Διαφορετικά μιλάει η φίλη της Κικής,διαφορετικά ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα.Το γλωσσικό ιδίωμα της εποχής μεταφέρεται αρκετά επιτυχημένα κατά την άποψή μου.Μία μίξη τσιφορικού λόγου με καθωσπρεπισμό.Από την άλλη ο συγγραφέας στα σχόλια του είναι σπιντάτος και στακάτος με εξαιρετικό χιούμορ,όπου ακόμα και οι «εξυπναδισμοί» δεν ενοχλούν αφού εντάσσονται στο ψιλοειρωνικό και αποστασιοποιημένο ύφος του βιβλίου.Το κακό όμως είναι ότι αυτά τα σχόλια «τραβάνε πολύ» και κάπου κουράζουν τον αναγνώστη.

Η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης περιγράφεται πολύ ικανοποιητικά και οι χώροι του δράματος παίζουν ιδιαίτερο ρόλο.Τα φτηνιάρικα ξενοδοχεία της εποχής μυρίζουν χλωρίνη και οι ρεσεψιονίστ παρακολουθούν τα πάντα,οι αστυνομικοί κινούνται με άλλους ρυθμούς από τους τωρινούς (εξαιρετικό σχόλιο πάνω στη διαφορά με το πως κινείται το περιπολικό την δεκαετια του 50 και πως πενήντα χρόνια μετά,όπου οι αστυνομικοί προσπαθούν να μιμηθούν αυτά που βλέπουν στις ταινίες).

Ας κρυφακούσουμε κι εμείς με τη σειρά μας, τον συγγραφέα από μιά συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα Μακεδονία και την οποία αλλίευσα στο διαδίκτυο:

Ποια στοιχεία αυτού του εγκλήματος τράβηξαν το ενδιαφέρον σας;

Πρώτα απ' όλα πρόκειται για την προσπάθεια μιας κοπέλας να ξεφύγει από τη μίζερη μοίρα της στο χωριό και να έρθει στην πόλη ελπίζοντας σε μια νέα ζωή, λαμπερή και ενδιαφέρουσα. Ο αρραβωνιαστικός της, ο οποίος έρχεται στη Θεσσαλονίκη, την εντοπίζει και την σκοτώνει, μέσα στο μυαλό μου συμβολίζει τη μαύρη κι άραχλη σκιά της αμείλικτης ελληνικής επαρχίας στα 1950, η οποία ακολουθεί και σκιάζει την κοπέλα, όπου κι αν πάει αυτή να κρυφτεί. Έπειτα, υπάρχει μια δαιμονισμένη λεπτομέρεια σε αυτήν την υπόθεση, η οποία μοιάζει με συγγραφικό εύρημα, όμως είναι αληθινή. Ο φονιάς, λίγες ώρες πριν από το έγκλημα, πήγε την κοπέλα για φαγητό σε μια υπόγεια ταβέρνα στο Βαρδάρι, με την επωνυμία "Ο Κάτω Κόσμος". Το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο, εκ των υστέρων όμως το όνομα της ταβέρνας λειτουργεί σαν ένας σκοτεινός οιωνός!

Αντί να παρουσιάσετε αυτό το βιβλίο σας σε κάποια από τις τόσες εκδηλώσεις που γίνονται σε βιβλιοπωλεία, οργανώσατε τρεις μεταμεσονύχτιες ξεναγήσεις των αναγνωστών σας με το... "Πούλμαν του εγκλήματος"! Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;

Το μοιραίο ξενοδοχείο του φόνου σώζεται ακόμη και λειτουργεί στην Εγνατία, αλλά με άλλη επωνυμία. Σώζεται και το κτίριο τής τότε Γενικής Ασφάλειας στην Αλεξάνδρου Σβώλου, όπου πήγε το πρωί ο δράστης και παραδόθηκε. Σώζεται και το ξενοδοχειάκι όπου ήλθε κι έμεινε η κοπέλα όταν το 'σκασε από το χωριό της. Όλα αυτά τα κτίσματα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, σε μιαν απόσταση από το Βαρδάρι μέχρι την Έκθεση, δηλαδή σαράντα λεπτά περπάτημα. Η ιδέα για το πούλμαν, λοιπόν, προέκυψε σχεδόν από μόνη της, καθώς περνούσα ξανά και ξανά μπροστά από αυτά τα κτίρια, πηγαίνοντας στη δουλειά μου ή γυρνώντας από μεταμεσονύχτια κρασιά. Χώρια που πλήττω έως αυτοχειριασμού με τις βιβλιοπαρουσιάσεις - και δεν είμαι ο μόνος, να είστε βέβαιη για αυτό

Ο Σερέφας λοιπόν παίζοντας με τα γεγονότα θα μπορούσε να αποφύγει κάποιους πλατιασμούς στον σχολιασμό και να επικεντρώσει περισσότερο στην ατμόσφαιρα,την οποία ούτως ή άλλως έχει πετύχει.
Βρίσκω όμως το εγχείρημα του πετυχημένο και πολύ ενδιαφέρον.Εν κατακλείδι ένα πολύ όμορφο «πείραμα» το οποίο διαβάζεται ευχάριστα και άνετα μέσα σε μία ώρα (του κατουρήματος συμπεριλαμβανομένου),ή,σε μιά εξόρμηση στην παραλία
 
Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 26, 2007 | Permalink
Αμαρτίες γονέων...
Μιά ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στο Μέμφις του Τενεσσή,ο Γουώλτερ Σέλμπυ δεξί χέρι του Κυβερνήτη,πολλά υποσχόμενος γιά πολιτική καρριέρα (μιά ζωντανή ενσάρκωση του Αμερικάνικου ονείρου με άλλα λόγια),συναντάει τυχαία μιά πανέμορφη και πεταχτούλα κοπελίτσα.Όπως στις παραδοσιακές Χολυγουντιανές ταινίες ερωτεύονται,παντρεύονται κάνουν δυό παιδάκια αλλά η τραγωδία παραμονεύει στη γωνία.Αρκετά χρόνια μετά,ο γιός του Σέλμπυ,ο Φρανκ επιτυχημένος ηθοποιός με κατεστραμμένη προσωπική ζωή ψάχνει στο Μέμφις τα αρχεία των εφημερίδων να μάθει την αλήθεια γύρω από τη ζωή των φυσικών του γονιών,οι οποίοι μέσα σε μία νύχτα εξαφανίστηκαν από τη ζωή αυτού και της μικρής του αδελφής.

Αυτή είναι λίγο-πολύ η ιστορία του αριστουργήματος του Jim Lewis «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ» (Εκδ.ΝΕΦΕΛΗ, σελ.409) , (88). Ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος συγγραφέας και σεναριογράφος έγραψε ένα επικό μυθιστόρημα με στοιχεία bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας)το οποίο είναι μοντέρνο με τον τρόπο του,χρησιμοποιώντας κλασσικό τρόπο γραφής και «παλιομοδίτικα» μέσα.

Το βιβλίο είναι η ιστορία δύο πολύ διαφορετικών ανθρώπων ενός πατέρα και του γιού του και είναι γραμμένο σε δύο μέρη.Το πρώτο μέρος αφηγείται την ιστορία του πατέρα Γ.Σέλμπυ ενός υπερβολικά καλού ανθρώπου (σχεδόν τέλειου),ο οποίος πέφτει θύμα του έρωτά του και διαπράττει ένα μοιραίο λάθος που του καταστρέφει τη ζωή.Είναι επίσης η ιστορία του γιού τού Σέλμπυ,του Φρανκ τον οποίο τον συναντάμε σε μία κρίσιμη καμπή της ζωής του,όταν προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και να καταλάβει ποιός είναι και τι συνέβη στην παιδική του ηλικία που του άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή.

Υπάρχει στο μυθιστόρημα το ύφος της αρχαίας τραγωδίας όταν τα περισσότερα πράγματα καθορίζονται από τη μοίρα που έχει σημαδέψει αυτή την οικογένεια.Ο συγγραφέας με ακρίβεια εντομολόγου σαν ένας διαφορετικός Ναμπόκοφ εξετάζει τις μικρές λεπτομέρειες στις ζωές των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος.

Το μυθιστόρημα θυμίζει τις ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ του Franzen (ένα εξίσου διεισδυτικό βιβλίο) σε πολλά σημεία.Το δε στυλ του Λιούις αλλάζει πολλές φορές κατά την διάρκεια του βιβλίου.Από παραδοσιακό γίνεται μοντέρνο και πάλι παραδοσιακό επιταχύνοντας στο φινάλε όπου η συγκίνηση ξεχειλίζει αλλά ο συγγραφέας κατορθώνει με υπέροχο τρόπο να κρατήσει τις ισορροπίες.

Η ψυχολογική σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών είναι λεπτομερής , οι πρωταγωνιστικοί (πατέρας και γιός) χαρακτήρες είναι στέρεοι και συμπαγείς δραματουργικά.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχει η σύζυγος του Σέλμπυ και μητέρα του Φρανκ,η μοιραία καλλονή Νικόλ η οποία φαίνεται να ασφυκτιά μέσα σε έναν «τέλειο γάμο» με τον «τέλειο σύζυγο».Ο Λιούις σχολιάζει με τον τρόπο του το «Αμερικάνικο όνειρο» όπως πολλοί άλλοι μεγάλοι συγγραφείς έχουν κάνει,αλλά αυτός ο τρόπος περισσότερο μου έφερε στο μυαλό μιά ταινία του Καζάν ,τον εξαιρετικό ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ,παρά άλλα μυθιστορήματα που «σχολιάζουν» τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής.

Ο «Βασιλιάς» είναι ένα υπέροχο βιβλίο που ευτύχησε στην ελληνική του απόδοση από την εξαιρετική δουλειά της Κας Δελιώτη και την ωραία έκδοση της «Νεφέλης». Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρεί ανάλυση του βιβλίου από τον εξαιρετικό κριτικό Τ.Γουδέλη εδώ
 
Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007 | Permalink
Που βρέθηκε τόσο μίσος
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η νουβέλα του Νίκου Δαββέτα «ΛΕΥΚΗ ΠΕΤΣΕΤΑ ΣΤΟ ΡΙΝΓΚ» (Εκδ.ΚΕΔΡΟΣ,σελ.201) (80) . Ο ποιητής και πεζογράφος αντλεί το υλικό του,από μία από τις μεγαλύτερες πληγές της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας ,τον Εμφύλιο , και συγκεκριμένα από ένα «μικρό και τοπικό» επεισόδιο του Δεκέμβρη του 44 .

Ο ήρωας του Δαββέτα είναι ένας σαραντάρης δημοσιογράφος,ο οποίος αναλαμβάνει στα πλαίσια ενός αφιερώματος του περιοδικού που εργάζεται γιά το καυτό (αλλά πάντα επίκαιρο)θέμα του Εμφυλίου,να περιγράψει ένα επεισόδιο που διαδραματίστηκε στην προσφυγική γειτονιά που μεγάλωσε (μιά τυπική συνοικία στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας-θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε,αν και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως πλαίσιο κάποια φανταστικά Σφαγεία,τα οποία όμως μοιάζουν πάρα πολύ με τα γνωστά Σφαγεία στην περιοχή Ταύρου).

Το επεισόδιο έχει μείνει στην συλλογική μνήμη ως η εκτέλεση ενός θεωρούμενου ως δωσίλογου μεγαλοπαράγοντα της περιοχής . Ρωτώντας δεξιά και αριστερά ο δημοσιογράφος όσο περισσότερο ψάχνει τόσο περισσότερο μπερδεύεται προσπαθώντας να ξεμπλέξει αυτό το κουβάρι,όπου η μία ιστορία οδηγεί στην άλλη και όπου ο καθένας από τους επιζώντες έχει μιά δική του εκδοχή της ιστορίας.
Είναι το επεισόδιο αυτό και ένας άλλος φόνος που ακολούθησε του γιατρού της συνοικίας (λόγω παιδεραστίας είπαν),πράξεις εκδίκησης?Ο εμφύλιος – όπως και κάθε εμφύλιος δεν είναι τίποτε άλλο από ξεκαθαρίσματα λογαριασμών?Υπάρχει αλήθεια,ή,οι «αλήθειες» είναι πολλές και καθαρά υποκειμενικές?

Ο Δαββέτας ενσωματώνει σε μιά χαλαρή αφήγηση γεμάτη χιούμορ, τους προβληματισμούς που γεννιούνται στον αφηγητή από τις αντικρουόμενες πληροφορίες. . Ο ήρωας του είναι ένας άνθρωπος με πολλά προσωπικά αδιέξοδα . Όχι τόσο νέος πιά,αλλά ούτε και γέρος,βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο της ζωής του .Μια ζωή «μετρίως,μέτριος και πάντα μετρημένος» μεγαλωμένος σε αριστερή οικογένεια και παντρεμένος την κόρη ενός πασοκτζή νεόπλουτου, βιώνει την διάλυση του γάμου του , την επαγγελματική του απογοήτευση εσωτερικά χωρίς να εκδηλώνεται . Υποφέρει ψυχοσωματικά από τον προστάτη του,από το έντερό του από το στομάχι του μεταφέροντας παραστατικά στον αναγνώστη την φρικιαστική πραγματικότητα των εσωτερικών εμφυλίων που ζεί ο καθημερινός και απλός άνθρωπος 60 χρόνια μετά τον φρικώδη εμφύλιο που ζούσαν οι άνθρωποι της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Το λεπτομερές ψάξιμο αποδεικνύεται τεράστιο μαρτύριο γιατί όσο περισσότερο βαθύτερα προχωράει αγγίζει την οικογένεια του πεθερού του,ακόμα και την δικιά του οικογένεια.

Η νουβέλα είναι γεμάτη αρετές . Εξαιρετική περιγραφή του κλίματος της εποχής,οι αφηγήσεις των μαρτύρων είναι πολύ ζωντανές , τα στιγμιότυπα από την καθημερινότητα του δημοσιογράφου πολύ γλαφυρά και με πολύ χιούμορ , το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας ,ένας επιτυχημένος ζωγράφος φέρνει στο νου, πολλούς «μαϊντανούς» που πλημμύρισαν τους τηλεοπτικούς δέκτες της πασοκικής Ελλάδας κουβαλώντας τις «αντιστασιακές δάφνες τους» ,αλλά πάνω απ’όλα εκείνο που με γοήτευσε προσωπικά , η ατμόσφαιρα της συνοικίας η οποία μεταφέρεται τόσο ζωντανά λες και το βιβλίο γράφτηκε τότε και όχι τώρα . Η μνησικακία των κατοίκων (χαρακτηριστικό της φυλής?),ο φθόνος,η ζήλεια,(οι ζωές που δεν ζήσανε)...

«...Η εκτέλεση έγινε μεσημέρι,στη μάντρα του Νικιτίδη.Την προηγουμένη είχαν κρεμάσει οι ταγματασφαλίτες στο Παγκράτι πέντε Επονιτάκια.Τα είχαν αφήσει όλη τη νύχτα να κρέμονται προς γνώση και συμμόρφωση. «Κακά ξεμπερδέματα θά΄χουμε»,μου είπε ο πατέρας μου.Οι κομμουνιστές τουλάχιστον ξέραμε πως σέβονταν τους αιχμαλώτους,άμα αλλάζανε και αυτοί «γραμμή»,θα καταλήγαμε σε λουτρό αίματος.Όπως κι’έγινε.
Εκείνο το πρωινό,θυμάμαι,σηκώθηκε από νωρίς γιατί,βλέπεις,οι Εγγλέζοι τον είχαν σαν υπεύθυνο επισιτισμού στα Σφαγεία και μέρα παρά μέρα περνούσε από τις αποθήκες τους,έπαιρνε ένα τσουβάλι αλεύρι,καμιά οκά λάδι , γάλα σε σκόνη και τα μοίραζε σε όσες οικογένειες είχαν δελτίο . Γυρνώντας από τον εγγλέζικο τομέα κατά τις εννιά,συνοδεία πάντα ενός κουτσού δασκαλάκου,κάποιος από ό,τι φαίνεται τους παρέσυρε και αντί να ακολουθήσουν την κεντρική οδό,άλλαξαν δρομολόγιο και χώθηκαν στα στενά.Εκεί τους την είχαν στημένη.Τους πήγαν μπροστά στο καρβουνιάρικο του Νικιτίδη,και τους διαβάσανε την απόφαση: «Εχθροί του λαού,πράκτορες,προδότες του κινήματος»,ξέρεις,δεν είχαν πολύ φαντασία στις κατηγορίες.Τους τουφέκισαν πριν πάρει χαμπάρι ο συνοικισμός.Βέβαια τα κακά μαντάτα τρέχουν πιό γρήγορα κι από τη φωτιά.Όταν ειδοποίησαν τη μάνα μου να «μαζέψει τον άντρα της»,λιγοθύμησε.Που το βρήκα εγώ το κουράγιο και πήγα τρέχοντας ως εκεί,ακόμη δεν μπορώ να το καταλάβω.Στη μάντρα μπροστά είχε μαζευτεί κόσμος.Άλλοι φωνάζανε «καλά τους κάνανε» κι άλλοι «φτάνει πιά».Αργότερα μάθαμε πως εκείνη τη μέρα η Πολιτοφυλακή είχε πάρει εντολή «άνωθεν» γιά μικρής έκτασης αντίποινα σε όλη την Αθήνα,το γεγονός όμως είναι πως αυτοί που την πλήρωσαν δεν είχαν καμμία σχέση μ’αυτούς που κρέμασαν τους Επονίτες στο Παγκράτι...»

Θεωρώ ότι το εξαιρετικό βιβλίο του Ν.Δαββέτα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο (ποιός το λέει,εγώ που είμαι υπερ της «λιτής φόρμας»).Μάλλον πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα ο ήρωας πετάει «λευκή πετσέτα» και λυγίζει κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων που κάποια στιγμή αγγίζουν το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον . Κατά τη διάρκεια της αφήγησης «ανοίγουν πολλά φίλτρα» μέσα στην ιστορία,τα οποία στο τέλος μένουν ανολοκλήρωτα και πολλά ερωτηματικά μένουν αναπάντητα.Προσωπικές επιφυλάξεις όμως οι οποίες δεν χαλάνε την πολύ καλή εικόνα ενός ισορροπημένου και εξαιρετικού έργου.

Όπως αναφέρεται σε κάποια αποστροφή ενός εκ των πρωταγωνιστών του δράματος, «που βρέθηκε τόσο μίσος?»...Ισως εκεί είναι η ουσία όλων των βιβλίων που γράφονται γύρω από τα Δεκεμβριανά (έναν από τους πολλούς εμφύλιους που έχει ζήσει αυτή η χώρα) αλλά και τον κάθε εμφύλιο σε κάθε γωνιά της γης . Τα ανθρώπινα πάθη που βρίσκουν την ευκαιρία να ξεσπάσουν σε κάτι τέτοιες στιγμές δραματικές γιά τον τόπο ίσως είναι τώρα η ευκαιρία με την απόσταση των χρόνων από τα γεγονότα να αποτυπωθούν στην Ελληνική λογοτεχνία, δίχως τις οξύτητες και τις αμετακίνητες θέσεις των συγγενών ως προς το θέμα μυθιστορημάτων του παρελθόντος . Θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα,τις διηγήσεις της γιαγιάς μου που ζούσε εκείνη την εποχή κάπου στον Λόφο Σκουζέ γιά τέτοιες μικροϊστορίες παραλογισμού,οι δε εφιάλτες της γιά την περίφημη «ντουντούκα» έχουν χαραχθεί και στο δικό μου υποσυνείδητο.
 
Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007 | Permalink
Ο Π.Κάρεϊ και η "ΚΛΟΠΗ" του
Ο Πήτερ Κάρεϊ είναι ένας συγγραφέας που δεν μπαίνει σε καλούπια.Άμεσος και συναρπαστικός, προβοκάτορας και προκλητικός αποφασίζει με το τελευταίο του μυθιστόρημα « ΚΛΟΠΗ , ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» (Εκδ.Ελληνικά Γράμματα) (80) να μπει στο μάτι των εμπόρων έργων τέχνης και να θίξει το αμφισβητούμενο θέμα της αυθεντικότητας και της πραγματικής αξίας των έργων τέχνης , σχολιάζοντας τον κόσμο των ζωγράφων,των συλλεκτών και των διαφόρων κύκλων που σχετίζονται με αυτό το εμπόριο.

Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τη ζωή ενός αυτοδίδακτου ζωγράφου,του Μπούτσερ Μπόουνς , ο οποίος μεγαλώνει κάπου στην Αυστραλία σε μιά οικογένεια προβληματική ,ώσπου ένας δάσκαλός του ανακαλύπτει το ταλέντο του στη ζωγραφική . Καταξιώνεται καλλιτεχνικά,μέχρι τη στιγμή που μετά το διαζύγιο του,προσπαθεί να αρπάξει από το σπίτι της πρώην συζύγου του ένα πολύτιμο πίνακά του , ο οποίος όμως θεωρείται μέρος της επίπλωσης, «γαμήλιο περιουσιακό στοιχείο»,οπότε ανήκει στην πρώην σύζυγο του. Κατηγορείται γιά «απόπειρα κλοπής»,φυλακίζεται,αλκοολικός ών τού απαγορεύουν να βλέπει το παιδί του και μετά την αποφυλάκισή του βρίσκεται άστεγος και άφραγκος, να φροντίζει τον καθυστερημένο αδερφό του Χιού,μιά φιγούρα που λες και δραπέτευσε από τον κόσμο του Φώκνερ.

Ένας πλούσιος συλλέκτης τού προσφέρει καταφύγιο κάπου έξω από το Σίδνεϋ με άντάλλαγμα τη ζωγραφική του και την φροντίδα ενός ιδιαίτερου εξοχικού του σπιτιού.Ευρισκόμενος σε δημιουργική περίοδο μετά από αρκετό καιρό,γνωρίζει μιά μυστηριώδη γυναίκα η οποία εμφανίζεται ξαφνικά και η οποία δεν θέλει πολύ να τρελλάνει τον «αλλού-γι’αλλού» Μπούτσερ και τον τρομερό αδερφό του . Η Μαρλέν ψάχνει όλο το κόσμο γιά εναπομείναντες Λάϊμποβιτς (έναν «φανταστικό» ζωγράφο κάτι μεταξύ Πόλοκ και Πικάσο του οποίου τα περισσότερα κυκλοφορούντα έργα θεωρούνται πλαστά και μάλλον υπάρχουν πολλά χαμένα κατά τους «ειδήμονες») και ο γείτονας τού Μπούτσερ όλως παραδόξως,έχει έναν από τους «χαμένους πίνακες» . Από εκεί και πέρα γίνεται το «σώσε» στο βιβλίο.

Η γνωριμία και η ερωτική ιστορία με την Μαρλέν και οι περιπέτειες που ακολουθούν στην Ιαπωνία και την Ν.Υόρκη είναι σπαρταριστές και ισορροπούν μεταξύ υπερβολής και σάτιρας του κόσμου της τέχνης .

Η αφήγηση μοιράζεται σε ίσα κεφάλαια μεταξύ του Μπούτσερ και του Χιού και εκεί ο συγγραφέας κάνει θαυμαστή δουλειά.

Ο Μπούτσερ είναι ένας χείμαρρος,αναρωτιέται συνέχεια γιά την αξία και την υποκειμενικότητα των έργων τέχνης,όπως αναφέρει χαρακτηριστικά κάπου στο βιβλίο:

«...Ντροπή,αμφιβολία,απέχθεια γιά τον εαυτό μας,όλα αυτά είναι το καθημερινό μας μενού.Αυτό που δεν μπορούσα να ανεχθώ,αυτό που πραγματικά και κατηγορηματικά έκανε τα δόντια μου να τρίζουν ήταν το να βλέπω την απόλυτη βεβαιότητα της τέλειας μετριότητας όταν ερχόταν αντιμέτωπη με την,ας την ονομάσουμε, «τέχνη».Γιατί αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι ου έριχναν το παγωμένο βλέμμα τους στους πίνακές μου πήγαιναν συχνά σε δημοπρασίες στο Σόθμπις,στο Κρίστις και στο Φίλιπς.Και τότε ήταν που κάτι μέσα μου έσπασε,όταν τελικά κατανόησα,όχι μόνο την ανιαρή αυτάρεσκη βεβαιότητά τους,αλλά και την έλλειψη κάθε ικανότητας να διακρίνουν.
Μιά παγωμένη μέρα πήγα στο Σόθμπις.Υπήρχαν δύο πίνακες του Λεζέ που βγήκαν σε πλειστηριασμό,το 25 και το 28.Ο πρώτος ζωγραφισμένος το 1912 συνοδευόταν από ένα εξασέλιδο τεκμηριωμένο βοήθημα το οποίο βασικά περιείχε αναπαραγωγές από τους καλύτερους πίνακες του Λεζέ,οι οποίοι είχαν κάποτε πουληθεί στο Σόθμπις γιά μεγάλα ποσά..Αλλά αυτοί οι δύο ήταν φριχτοί.Πουλήθηκαν γιά $800.000 . Γιά μένα αυτό ήταν το πραγματικό πρόβλημα της Ν.Υόρκης.Αυτά το $800.000.Πως να ξέρεις πόσο να πληρώσεις όταν δεν ξέρεις πόσο αξίζει?
Υπήρχε επίσης ένας Ντε Κίρικο,il grande Metafisico,πρώην ιδιοκτησία του Αλμπερ Μπαρνς.Σκέφτηκε κανείς έστω και γιά ένα δευτερόλεπτο,το λόγο γιά τον οποίο το έργο υποτιμήθηκε?Τα προ του 1918 αυθεντικά ντε Κίρικο είναι τόσο σπάνια όσο τα δόντια της κότας.Οι Ιταλοί ντίλερ έλεγαν πως το κρεβάτι του Μαέστρου ήταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος για να βάζει όλα τα «πρώιμα έργα» που συνεχώς «ανακάλυπτε».Και πως ξαφνικά όλος αυτός ο σωρός των σκουπιδιών έγιναν πραγματικά έργα?Άξιζαν τρία εκατομμύρια?Αρρώσταινα.Όχι και τόσο με τα βρώμικα χρήματα όσο με την απόλυτη έλλειψη διάκρισης,τη φρενίτιδα της μόδας.Ο ντε Κίρικο παίζει.Ο Ρενουά δεν παίζει.Ο Βαν Γκογκ είναι στη μόδα.Ο Βαν Γκογκ βρίσκεται στο ζενίθ.Πραγματικά ευχόμουν να μπορούσα να σκοτώσω τους γαμημένους.».


Ο Κάρεϊ συνεχίζει από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Ο Πλαστογράφος» να αναρωτιέται όχι μόνο γιά την αληθινή φύση της τέχνης αλλά και με το πως η τέχνη μπορεί να εκτιμηθεί και από ποιούς.

Από την άλλη έχουμε τον Χιού,ο οποίος είναι ένα μυθιστόρημα από μόνος του.Χρησιμοποιώντας Φωκνερικό αφήγηματικό τρόπο που είχε δοκιμάσει στο (κατά την άποψή μου) αριστούργημα του «Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ ΚΕΛΙ»,ο Κάρεϊ μέσω του Χιού αλλάζει ρυθμό και γλώσσα και συνήθως είναι τόσο αστείες οι περιγραφές του που πραγματικά χτυπιέσαι στα γέλια .

Ο συγγραφέας είναι τόσο φανερό ότι διασκέδασε και πέρασε καλά γράφοντας το βιβλίο του,ώστε δεν έδωσε ουσιαστική βάση στην ανάπτυξη της πλοκής η οποία είναι μάλλον προβληματική και σε πάρα πολλά σημεία εξωφρενική . Η δε ερωτική ιστορία του Μπούτσερ και της Μαρλέν είναι ενθουσιώδης και σέξυ αλλά δεν μας φαίνεται και τόσο «ερωτική».

Το ουσιαστικό όμως σημείο του βιβλίου είναι η πρόκληση του Κάρεϊ στο να σκεφτούμε λίγο παραπάνω γιά τα τερτίπια των τεχνοκριτικών και των εμπόρων έργων τέχνης και τελικά είναι αυτό ακριβώς που κάνει το βιβλίο τόσο καίριο και διεισδυτικό.Η μετάφραση της Κας Μαντόγλου βοηθάει στην απόλαυση αυτού του σημαντικού μυθιστορήματος.
 
Τρίτη, Ιουνίου 12, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 12, 2007 | Permalink
Ένα γοητευτικό παραμύθι και μιά συζήτηση με την Λεία Βιτάλη
Μπερδεύτηκα στην αρχή με το μυθιστόρημα της Λείας Βιτάλη «ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ» (Εκδ.Πατάκη) (78) . Περίμενα να διαβάσω ένα ιστορικό μυθιστόρημα γιά τις ημέρες της Άλωσης της Πόλης και βρέθηκα μπροστά σε μιά τρυφερή και ζεστή αφήγηση.Μέχρι να το συνηθίσω,ήμουν ήδη βαθειά χωμένος στην υπέροχη ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας.

Να εξηγηθώ...Η ιδιομορφία μου ως αναγνώστη οταν διαβάζω ιστορικά μυθιστορήματα είναι να αποστασιοποιούμαι από αυτά που ήδη γνωρίζω (τα ιστορικά γεγονότα εννοώ),από την καταγωγή μου ή από τα πιστεύω μου.Διαβάζω λοιπόν όσο πιό αγνά και «παιδικά» μπορώ-βάζω δε τον εαυτό μου στη θέση ενός Ισλανδού αναγνώστη που πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο σαν την Ιερή παγίδα.

Μετά από αυτή την «ομολογία»,είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ουδόλως με απασχόλησε η «ιστορική ακρίβεια».Το θέτω εξ’αρχής διότι απ’ότι κατάλαβα από τις κριτικές που εισπράττει το βιβλίο,οι περισσότεροι «κολλάνε» στα δραματικά γεγονότα τα οποία όπως και να το κάνουμε σήμαναν το τέλος μιάς εποχής και την αρχή μιάς άλλης.

Η Λ.Βιτάλη έχει καταφέρει κάτι πολύ δύσκολο,να περιγράψει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της εποχής.Κάνοντας σαφή την θέση της εξ’αρχής, καθώς εξιστορεί τα δραματικά γεγονότα της εποχής,ότι η Ορθόδοξη εκκλησία με την στάση της ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνη της γρήγορης πτώσης (αναπόφευκτης ούτως ή άλλως) της Πόλης,κινείται γύρω από τον περιγραφικό άξονα των «περίεργων κινήσεων» του πρωθυπουργού Λ.Νοταρά και των διαφόρων ιερωμένων που στέκονταν δίπλα του,μέχρι να τον «προδώσουν» κι΄αυτόν.

Εκείνο όμως που πρώτιστα ενδιαφέρει την συγγραφέα είναι να περιγράψει την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της ιστορίας της.Τα δύο μικρότερα παιδιά της οικογένειας Νοταρά,ο πρωταγωνιστής Ιάκωβος και η μικρή Ιουστίνη (η οποία είναι και ο αφηγητής της υπέροχης ιστορίας τού αδερφού της),αναδεικνύονται ως εξαιρετικοί χαρακτήρες μέσα από την τρυφερή γραφή της συγγραφέως. Δύο χαρακτήρες που θα μπορούσαν να είναι ένας άνθρωπος με δύο πρόσωπα-ένας Ιανός.

Εκεί λοιπόν που διαβάζεις και συγκρίνεις το βιβλίο με τον κολοσσό του είδους ΜΑΥΡΟ ΑΓΓΕΛΟ του Μ.Βαλτάρι (αριστουργηματικό χρονικό της Άλωσης,με μεγάλα ιστορικά λάθη,αλλά με μιά υπέροχη ερωτική ιστορία και με εκπληκτική αναπαράσταση της εποχής),η Λ.Βιτάλη σε μεταφέρει σε ονειρικά πλαίσια περιγράφοντας το «κόλλημα» του Μωάμεθ με τον μικρό Νοταρά,τον ευνουχισμό του Ιάκωβου,την σεξουαλική αφύπνιση των μικρών πρωταγωνιστών του βιβλίου.

Υπάρχουν αρκετά ελαττώματα στο βιβλίο.Ο ρυθμός που πολλές φορές αποσυντονίζεται,αλλά βλέποντας όλο αυτό το υλικό και την δουλειά που υπάρχει πίσω από το μυθιστόρημα,είναι κατανοητές οι αλλαγές ταχυτήτων.Η γλώσσα που αρκετές στιγμές είναι υπερβολική γιά τα γούστα μου ,ή το τέλος του βιβλίου που μου φάνηκε κάπως απότομο και βιαστικό.Επίσης διαφωνώ με τις αναφορές στον αναγνώστη που κάποια στιγμή θα διαβάσει το χρονικό της μικρής Ιουστίνης,αλλά ίσως ήταν αναγκαίο να γίνει έτσι λόγω της υφής του μυθιστορήματος.

Η Λ.Βιτάλη απέφυγε εξαιρετικά τις παγίδες του θέματος.Μπορεί να διαφωνεί κάποιος με την οπτική της,το θέμα «ζεματάει» και μας αγγίζει όλους.Η αναγνωστική απόλαυση είναι όμως εγγυημένη γιά όποιον μπορέσει να διαβάσει «πίσω από τις γραμμές» και να αφεθεί στον υπέροχο,εκμαυλιστή Ιάκωβο (πως να αντισταθείς στην ανδρόγυνη γοητεία του),και «στα μυστικά και ψέμματα» της οικογένειας των Νοταράδων.

Η συγγραφέας δέχτηκε να απαντήσει στις (μάλλον αφελείς) ερωτήσεις μου,με μεγάλη υπομονή.Το ιδιότυπο αυτό chat σας μεταφέρω παρακάτω,ελπίζοντας να βοηθήσει στην αποκρυπτογράφηση του βιβλίου.

LF: Καλημέρα,να μιλήσουμε λίγο γιά την Ιερή Παγίδα?
Λεία: ναι ναι
LF: Λοιπόν,κάνω ξεκάθαρη τη θέση μου εξ'αρχής και σου λέω ότι μου άρεσε το βιβλίο.Κάποιες στιγμές του τις απόλαυσα σαν ένα ωραίο παραμύθι.Δεν γνωρίζω εάν αυτό σε ικανοποιεί ως δημιουργό
Λεία: Η πρόθεσή μου ήταν να γράψω κάτι μαγευτικό, σαν παραμύθι, που να μη διαβάζεται σαν ιστορία αλλά να σε κάνει να εισχωρείς σ' έναν ατμοσφαιρικό κόσμο του παρελθόντος.
LF: Να υποθέσω λοιπόν ότι κάπου συναντηθήκαμε,εσύ ως συγγραφέας και εγώ ως αναγνώστης.Το αναφέρω γιατί οι περισσότεροι μάλλον το είδαν σαν ιστορικό βιβλίο γύρω από τα γεγονότα της Άλωσης.Ήταν και αυτό μέσα στις προθέσεις σου?
Λεία: Βασίστηκα στα ιστορικά γεγονότα. Έκανα έρευνες γύρω από την άλωση 12 χρόνια, για τα πριν την άλωση και τα μετά την άλωση. Το βιβλίο θεωρώ ότι έχει πολλά επίπεδα -σόρρυ αν ακούγεται αυτό τετριμένο- δεν έχει ιστορικά λάθη, ίσως έχει διαφοροποιήσεις από την επίσημη ιστορία, όπως τη διαβάζουμε στα εγχειρίδια, αλλά σίγουρα είναι αλήθινό με την προσωπική μου εκδοχή.
LF: Θα το χαρακτήριζες (εάν έπρεπε να κατηγοριοποιηθεί κάπου)ως ένα ιστορικό μυθιστόρημα(μυθ-ιστορία)?
Λεία: Αυτό που με ιντριγκάριζε ήταν να μιλήσω για τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Και αυτό -αν θες- είναι που το κάνει να έχει σχέση με το σήμερα. Ο πόλεμος είναι πάντα και παντού ο ίδιος. Τα θύματα τότε ήταν οι έλληνες, σήμερα άλλοι. Θα μου επιτρέψεις να πω ότι απεχθάνομαι τις κατηγοιριοποιήσεις και τις ταμπέλες. Η Ιερή Παγίδα είναι ένα μυθιστόρημα -κατα την ταπεινή γνώμη μου- πολιτικό αλλά και ψυχαγωγικό. Αυτές ήταν οι προθέσεις μου. Δεν θα έβαζα καμία άλλη ταμπέλα. Φυσικά με τα επίπεδα που λέγαμε μπορούμε να οδηγηθούμε σε υπαρξιακές ερωτήσεις κλπ αλλά δεν νομίζω να θες να κάνουμε τέτοια κουβέντα.
LF: Όχι,πιστεύω οτι είσαι σαφής-σαφέστατη γιά την ακρίβεια.
Θα ήθελα να πάμε σε μερικές λεπτομέρειες του βιβλίου..Πες μου περισσότερα γιά τον Ιάκωβο(βασικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος)
Λεία: Ο Ιάκωβος είναι υπαρκτό πρόσωπο. Αλλά γι' αυτόν έχει γράψει πολύ λίγα πράγματα η επίσημη ιστορία. Μάλιστα οι απόψεις διχάζονται. Ο Ιάκωβος σαν γιος του τελευταίου πρωθυπουργού του Βυζαντίου έπαιξε ρόλο στην ιστορία. Ήταν το πρόσωπο που δέχτηκε την άλωση πάνω στο κορμί και την ψυχή του. Άλλοι χρονικογράφοι λένε ότι ο Μωάμεθ ο κατακτητής τον σκότωσε μαζί με τους δικούς του και άλλοι ότι τον... ερωτεύθηκε και τον απήγαγε στο χαρέμι του. Αυτό ακολούθησα. Με μάγεψε η ιδέα. Ήταν μόλις 14 ετών και πανέμορφος. Γράφω μια ερωτική ιστορία μεταξύ τους. Μόνο που είναι βίαιη, σκληρή, έχει πολύ αίμα και καταλήγει να συμπαρασύρει έναν ολόκληρο λαό. Όμως δεν τελειώνει παρά όταν ο Ιάκωβος πάρει την εκδίκησή του.
LF: Στην αρχή βρήκα πολύ "τραβηγμένη" αυτή την εκδοχή του "έρωτα",της "επιθυμίας" του Μωάμεθ.Όταν παρασύρθηκα από την ατμόσφαιρα του βιβλίου,μου φαινόταν πολύ "φυσική".Πήρες αφορμή από κάπου να χτίσεις το μυθιστόρημα γύρω από αυτό το γεγονός,ή,ήθελες να γράψεις ένα μυθιστόρημα γιά την Άλωση (θέμα που καίει-μην αγγίζετε είναι έτσι?) και θεώρησες ότι μπορείς να το συνδιάσεις με μιά "ερωτική ιστορία"?
Λεία: Το αντίθετο. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα. Η ερωτική ιστορία του Μωάμεθ και του Ιάκωβου είναι αληθινή. Δηλαδή υπάρχει στην ιστορία με τις φράσεις ότι "ήταν τόσο όμορφος που τον πήρε στο χαρέμι του". Από εκεί και ύστερα αρχίζει η μυθοπλασία. Εκείνο που με κρατούσε alert σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής ωστόσο δεν ήταν ούτε η ερωτική ιστορία ούτε η ίδια η άλωση αλλά ο ρόλος της εκκλησίας. Το βρώμικο παιχνίδι που παίχτηκε σε βάρος όλων αυτών των ανθρώπων και πώς χρησιμοποιήθηκε από εκείνους που είχαν τη δύναμη να παρασύρουν τον κόσμο να υποταχτεί σε μια μοίρα που οι ίδιοι είχαν καθορίσει και βρήκαν την ευκαιρία να βγουν από αυτή την καταστροφή κερδισμένοι. Γι' αυτό σου είπα για πολλά επίπεδα του βιβλίου.
LF: Μιά που έθιξες το θέμα της Εκκλησίας...Θα ερχόμουν σ'αυτό αργότερα.Είναι σχεδόν βέβαιο-παρ'ότι αποσιωπάται ότι ο ρόλος της Ορθόδοξης εκκλησίας ήταν ιδιαίτερα σκοτεινός σ'εκείνη την περίοδο.Η περιγραφή της ατμόσφαιρας των ημερών εκείνων στο βιβλίο σου και οι μυστικές συναντήσεις των μοναχών με τους φανατικούς πιστούς είναι καταπληκτική.Εσύ τι πιστεύεις προσωπικά ότι θα ήταν η "καλύτερη λύση"?Η Πόλη υπήρχε περίπτωση να σωθεί?
Λεία: Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία. Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα με τις έριδες και την παρακμή της οικονομικής ισχύος αλλά και τη διάβρωση από την διαφθορά και την απώλεια κυριαρχίας σε πάρα πολλά σημεία της αυτοκρατορίας -μην ξεχνάμε ότι λίγο πριν την άλωση η αυτοκρατορία ήταν μόνο η Κωνσταντινούπολη και 2-3 πόλεις ακόμη- δεν ήταν δυνατόν να σωθεί. Ούτε αν έστελνε βοήθεια η Δύση. Είναι μύθος αυτό. Η Δύση τότε είχε τα δικά της προβλήματα. Δεν μπορούσε να οργανώσει τέτοιο στρατό που να κατόρθωνε να αντιμετωπίσει την ορμή των τούρκων. Χρειαζόταν πολύ χρήμα. Ο Παλαιολόγος σωστά ζητούσε βοήθεια αλλά έτσι οδήγησε το λαό του στα πρόθυρα του εμφύλιου για λόγους θρησκευτικού φανατισμού. Σχετικά με την ένωση των εκκλησιών. Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Και ξεκινούσε από παλιά. Η Ελλάδα έπρεπε να είχε ξεχάσει την Κωνσταντινούπολη -όπως έλεγε ο Πλήθων- και να κοιτάξει να οχυρώσει την κυρίως Ελλάδα αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία φιλαράκο. Όχι η Πόλη δεν μπορούσε υπό εκείνες τις συνθήκες να σωθεί. Απλώς η εκκλησία κατόρθωσε να το εκμεταλλευτεί προς όφελός της.
LF: Συμφωνώ απόλυτα αν και δεν έχω διαβάσει Πλήθωνα.
Πάντως πρέπει να παραδεχθείς ότι η οικογένεια Νοταρά είναι πολύ γοητευτική και ο Νοταράς πατήρ (ο πρωθυπουργός) quite a character που λένε και οι Εγγλέζοι..
Λεία: Ασχολούμαι με τον Πλήθωνα στο προηγούμενο βιβλίο μου Το Παραμύθι του Μεγάλου Φόβου και μια μορφή Ιεράς Εξέτασης που υπήρξε -αν και δεν το παραδέχονται- στην Ορθόδοξη εκκλησία!
Λεία: Ο Νοταράς είχε διφορούμενη στάση. Πολύ ιστορικοί το λένε. Είχε πει το περίφημο καλύτερα τουρκικό φέσι παρά καλύπτρα λατινική στην Πόλη. Από την άλλη τα συμφέροντά του ήταν στη Δύση. Η περιουσία του και τα κορίτσια του εκεί τα φυγάδευσε.
LF: Ναι,εννοώ ότι είναι χαρακτήρας ολοκληρωμένος γιά μυθιστόρημα.Η εκτέλεση του τον κάνει περισσότερο συμπαθή στα μάτια μας,αλλά ήταν πουσταράς μεγάλος-η αλήθεια να λέγεται...
Λεία: Η εκκλησία αυτόν τον πουσταρά τον θεωρεί τον πρώτο οσιομάρτυρα μετά την άλωση.
LF: Διαβάζοντας το βιβλίο σου,μου ήρθε στο μυαλό και κατέβασα από την βιβλιοθήκη μου,ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία,τον ΜΑΥΡΟ ΑΓΓΕΛΟ του Μ.Βαλτάρι.Ένα μυθιστόρημα που το θεωρώ μέσα στα 10 αγαπημένα μου.Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με το δικό σου,αν και η τεράστια διαφορά είναι στο πρόσωπο της Α.Νοταρά,που στον Βαλτάρι είναι ερωτικότατη.
Λεία: Κοίταξε είναι πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Ο Μαύρος Άγγελος και από τα πιο φημισμένα ιστορικά της εποχής του. Τότε τα μυθιστπορήματα αυτού του τύπου με ιστορικό περιεχόμενο είχαν αυτή τη γραφή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ιστορικό αν θέλεις μυθιστόρημα έχει ξεφύγει από τα στενά πλίσια και ψάχνει αλλού να βρει τον εαυτό του. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει λόγο κανείς συγγραφέας να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα αν δεν έχει να προτείνει κάποια νέα εκδοχή ή να φωτίσει -ακόμη και με τη φαντασία του- σκοτεινά σημεία της ιστορίας. Ή αν θες να ανατρέφψει καθιερωμένες απόψεις. Αυτό με ενδιαφέρει προσωπικά. Σχετικά με τον Βαλτάρι η συνάντηση της Άννας Νοταρά με τον Μαύρο Άγγελο είναι στη σφαίρα βέβαια της μυθοπλασίας του συγγραφέα διότι η Άννα είχε φυγαδευτεί στη Βενετία πολύ πριν την πολιορκία της Πόλης. Μαζί με τις αδελφές της και πολλούς άλλους ευγενείς του Βυζαντίου. Το ότι έχει κάποια ιστορικά "λάθη" δεν του αφαιρεί τη μαγεία του. Δεν βιαβάζουμε μυθιστορήματα για να μάθουμε ιστορία. Αλλά για να εισχωρήσουμε στην ατμόσφαιρα της εποχής και να προβληματιστούμε για κάποια πράγματα πιστεύω.
LF: Σίγουρα αλλάζουν οι εποχές,αλλά όπως λες και εσύ η ατμόσφαιρα παραμένει...Και οι ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ σε επηρέασαν αρκετά,έτσι?Έκπληξη ήταν αυτό,διότι παρ'ότι όσοι το διάβασαν το βιβλίο αυτό,το "ρούφηξαν" κυριολεκτικά,μετά γιά λόγους περίεργους βγήκαν και τό έθαβαν δεξιά κι'αριστερά..
Λεία: Εκείνο που με εντυπωσίασε σ' αυτό το βιβλίο είναι ο τρόπος που περιγράφει τον πόλεμο και την ερήμωση της πόλης και των ανθρώπων μετά την καταστροφή. Πολύ ζωντανά και πολύ
ατμοσφαιρικά και μου έδωσε την εικόνα ότι ο πόλεμος σε όλες τις εποχές είναι ο ίδιος, με τα ίδια αποτελέσματα στην ερήμωση των ανθρώπων. Έχω χρησιμοποιήσει μάλιστα 2 σελίδες του στο δικό μου, βλέπεις και αυτός μιλάει για ένα μικρό παιδί μέσα στη φωτιά του πολέμου. Πιστεύω ότι πολλοί κριτικοί -όχι όλοι ευτυχώς- απαξιώνουν τα ιστορικά μυθιστορήματα και αυτό είναι κατάλοιπο από παλιά. Τότε που αυτά είχαν άλλο υπόβαθρο. Ήταν αντιγραφές των εγχειριδίων της ιστορίας με ολίγην ψυχογραφία των ηρώων. Αλλά τώρα ψαχνόμαστε αλλιώς και πάμε αλλού. Θα γίνει κάποια στιγμή κατανοητό. Το μέλλον δεν μπορούμε να το φρανάρουμε.
LF: Ξέρεις,στέκονται αμήχανοι οι περισσότεροι αναγνώστες διότι προσπαθουν να καταλάβουν τι ακριβώς διαβάζουν σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα.Έτσι λοιπον και οι κριτικοί...Κάτι άλλο που ήθελα να αναφέρω είναι η μουσική που έπαιζε στο φλάουτο του ο Ιάκωβος...Αυτό είναι δικό σου εύρημα?
Λεία: Το φλάουτο υπήρχε όπως θα ξέρεις με την ονομασία αυλός από την αρχαιότητα. Έψαξα λοιπόν να βρω ένα κομμάτι εκείνης της εποχής και βρήκα τον Μασώ. Ήθελα ο Ιάκωβος να μπορεί να μαγεύει τους άλλους με κάτι που έκανε. Γενικά ήθελα να είναι ένα χαρισματικό άτομο και ακριβώς γι' αυτό η πτώση του να είναι συντριπτική. Σαν τα χαρίσματά του να προκάλεσαν τη μοίρα του. Το βιβλίο έχει κάποιες μεταφυσικές πλευρές που μου άρεσαν να τις ζω καθώς το έγραφα. Δεν ψυχαγωγούνται μόνο οι αναγνώστες όταν διαβάζουν αλλά και οι συγγραφείς όταν γράφουν. Βέβαια τις πιο πολλές φορές αυτή η ψυχαγωγία δεν είναι παρά η οδυνηρή κατάβαση στο υπογειο.
LF: Σε μαγνήτισε κι'εσένα ο Ιακωβος μου φαίνεται
Ιουστίνη και Ιάκωβος-δύο προσωπα σε ένα?
Λεία: Δεν μπορώ να γράψω αν δεν έχω ερωτευθεί τον ήρωά μου
Λεία: Κάποιοι παρεξήγησαν τον ρόλο της αφηγήτριας Ιουστίνης, ότι έχω βάλει μια γυναίκα να αφηγείται γιατί ήθελα να δώσω βάρος στη γυναικεία υπόσταση μ΄'εσα στηννιστορία. Άλλοι πάλι ότι δεν πέτυχε το παιχνίδι με το εύρημα να βρίσκεται η Ιουστίνη στο μυαλό του Ιάκωβου. Εμένα όλο αυτό με ενθουσίασε, ήταν μια κινητήρια δύναμη να αφηγηθώ με τα μάτια μιας μικρής κοπέλας τη φρ΄λικη του πολέμου.
LF: Αν και το αρχοντικό των Νοταράδων δεν ήταν "μέσα" στη φρίκη...Την βίωσαν βέβαια εκ των υστέρων..
Λεία: Και όχι μόνο τη φρίκη του πολέμου αλλά και το βασανιστήριο του αδελφού της που λατρεύει. Μια πρόκληση αν θέλεις για έναν άλλο τύπο αφήγησης.
Λεία: Σ' αυτό το σημείο υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Μην ξεχνάμε ότι τη φρίκη για πρώτη φορά την αφηγείται η πλευρά που την δημιούργησε, έστω και εν αγνοία της. Η Ιουστίνη είναι κόρη του πρωθυπουργού, πριγκήπισσα. Σαν να εξιστορούσε την γαλλική επανάσταση η Μαρία Αντουανέτα. Μια άλλη οπτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει ευθύνη ή ότι στο τέλος δεν πλήρωσε για τις επιλογές της, που ήταν επιλογές της τάξης της κλπ. Η Ιουστίνη δεν έχει βέβαια ευθύνη σαν μικρό κορίτσι αλλά οι "έξοδοι" που επιχειρεί προς τον αναγνώστη απευθύνοντάς του τον λόγο νομίζω ότι είναι ένας αυτοσαρκασμός εν αγνοία της. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
LF: Νομίζω ότι είναι εμφανές αυτό και στο βιβλίο.Μπορεί να φανώ άσχετος τώρα,αλλά με τρώει και θα στο ρωτήσω..Η "Οργάνωση των Ελλήνων" υπήρξε ως "οργάνωση"?Μου φάνηκε λίγο "προχωρημένο" ως σχέδιο γιά την εποχή,αλλά στο ξαναλέω δεν ξέρω σχεδόν τίποτα γιά το τι συνέβη μετά την Αλωση σε αυτούς που κατέφυγαν στην Δύση.
Λεία: Η Οργάνωση στη Βενετία υπήρξε. Όπως υπήρξαν οργανώσεις και άλλων λαών σ' αυτόν τον τόπο. Αλλιώς δεν μπορούσαν να σταθούν και να δημιουργήσουν μια κοινότητα. Ίσως αυτή η οργάνωση να έγινε λίγο αργότερα αλλά επίσης και πολύ αργότερα φάνηκαν τα αποτελέσματά της.
LF: Μάλλον πολύ-πολύ αργότερα,ε θέλουν χρόνο αυτά τα πράγματα
Λεία: Σίγουρα διότι είχαν να παλέψουν με τον φόβο των Βενετών να τους δώσουν δικαιώματα, όπως παντού και πάντα άλλωστε στους μετανάστες. Ακόμη και όταν έχουν λεφτά.
LF: Τελικά τι μένει σε ένα συγγραφέα μετά από τη συγγραφή ενός τέτοιου δύσκολου στην δημιουργία του βιβλίου?Οι ήρωες συνεχίζουν να ζουν μέσα σου?Οι αναγνώστες σου,τι σου λένε-γιατί οι κριτικοί όπως ανέφερα και προηγουμένως είναι λίγο αμήχανοι απέναντι στο μυθιστόρημα..
Λεία: Είχαν και καλές κριτικές, ας πούμε του Κούρτοβικ, αλλά και άλλων. Υπήρχαν βέβαια και ενστάσεις. Και παρανοήσεις. Και άλλα πολλά. Το βιβλίο είναι τέτοιας υφής που δεν μπορεί εύκολα να κατηγοριοποιηθεί. Οι κριτικοί πάντα σε κάτι καινούριο στέκουν αμήχανοι. Δεν ξέρουν σε ποιο κουτάκι να το βάλουν. Ναι ήταν δύσκολο το εγχείρημα αλλά κατά τη γνώμη μου άξιζε τον κόπο. Και -επίσης κατά τη γνώμη μου- πέτυχε. Οι αναγνώστες μου με έχουν εντυπωσιάσει διότι μου λένε ότι τους μάγεψε και τους παγίδεψε. Δεν θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου να μη τους πιστεύω. Έχω ανάγκη από τη στήριξή τους. Γι' αυτούς γράφω αν θέλεις. Για να επικοινωνήσω μαζί τους. Όσο για τους ήρωες υπάρχουν μέσα και μετά το έργο όπως υπήρχαν και πριν το έργο. Γιατί είναι κομμάτια του εαυτού μου.
LF: Θα ήθελα να σ'ευχαριστήσω γι'αυτή την κουβέντα μας.Ήταν μεγάλη η τιμή που μου έκανες να σπαταλήσεις τον χρόνο σου μαζί μου,και πάλι σ΄ευχαριστώ.
Λεία: Εγώ σ' ευχαριστώ. Ελπίζω να απάντησα σε κάποιες απορίες σου. Στη διάθεσή σου για οτιδήποτε.

 
Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007 | Permalink
Απ' την Κική κι απ' την Κοκό ποιά να διαλέξω?την Κική την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η Κοκό
Η απόπειρα κατανόησης του έρωτα μπορεί να προκαλέσει ζημιά μεγάλη και τραύματα ανεπανόρθωτα.Ο Γερμανός συγγραφέας Wilhelm Genazino στην καινούρια του νουβέλα «Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» (Εκδ.Καστανιώτη) (70) περιγράφει την προσπάθεια ενός άνδρα (που ασκεί το περίεργο επάγγελμα του «Αποκαλυπτή»),να ισορροπήσει μεταξύ δύο γυναικών που (θεωρεί ότι)αγαπάει εξ’ίσου αλλά πιστεύει ότι ήρθε ο καιρός της επιλογής της μιάς έναντι της άλλης.

«...Δεν μπορώ παρά να συστήσω ανεπιφύλακτα τη μόνιμη αγάπη γιά δύο γυναίκες.Λειτουργεί σαν ένα θαυμάσιο,διπλό αγκυροβόλημα στον κόσμο.Σιτεύεις με αγάπη,και αυτό είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι.Η αγάπη για δύο γυναίκες δεν είναι ούτε χυδαία,ούτε κακή,πόσο μάλλον διεστραμμένη ή φιλήδονη.Αντίθετα είνα τελείως ομαλή (και εξομαλυντική),είναι μια σημαντική εμβάθυνση σε όλα όσα έχουν σημασία στη ζωή.Τη συγκρίνω συχνά με την αγάπη γιά τους γονείς.Κανένας δεν αξίωσε ποτέ να αγαπάμε μόνο τη μητέρα ή μόνο τον πατέρα.Αντίθετα,όλος ο κόσμος απαιτεί απο μας να αγαπάμε μητέρα και πατέρα,και μάλιστα ταυτόχρονα και έντονα γιά μιά ζωή,ίσως και γιά περισσότερο.Αλίμονο αν εξασθενήσει η αγάπη μας γιά τον έναν ή τον άλλον!Κάθε τόσο αναρωτιέμαι γιατί στη μία περίπτωση μας επιτρέπεται η διπλή αγάπη,ενώ στην άλλη περίπτωση μας είναι απαγορευμένη.Η συνείδηση ότι η σεξουαλική μου ζωή ονομάζεται πολυγαμική και άρα κατά την κρατούσα αντίληψη είναι και κακόβουλη,γιά μένα δεν ισχύει μέσα στη διάρκεια των χρόνων.Όταν συναναστρέφομαι γιά μεγαλύτερο διάστημα μόνο μία γυναίκα,υποφέρω αμέσως από εγκατάλειψη,κυριεύομαι δηλαδή από το μόνιμο βάσανο όλων των μονογαμικών.»

Ο ήρωας του Γκενατσίνο είναι ένας περίεργος άνθρωπος,θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει «απατεώνα».Εργάζεται ώς ελεύθερος «Αποκαλυπτής»,δηλαδή δίνει διαλέξεις,οργανώνει επιστημονικές συζητήσεις και συνέδρια εντυπωσιάζοντας τους ανθρώπους με τις προβλέψεις του.Δεν καταστροφολογεί,ούτε κινδυνολογεί,ασχολείται περισσότερο με «παραμορφώσεις που εισχωρούν στη ζωή μας αθέατα και μας πνίγουν σταδιακά».Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει «απατεώνα» και στην προσωπική του ζωή.Διατηρεί σχέσεις με δύο μεσήλικες γυναίκες,μία σαρανταπεντάρα και μία πενηνταπεντάρα,οι οποίες δεν δείχνουν ιδιαίτερα εξαρτημένες από αυτόν,αλλά μάλλον περιμένουν και κάτι περισσότερο,το οποίο δείχνει αδύναμος να τους το δώσει.

Το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος αυτού του ιδιόμορφου ανθρώπου,γραμμένο με ψυχρότητα και αποστασιοποίηση αλλά με αρκετό χιούμορ και ωραία ατμόσφαιρα.Το ιδιαίτερο ménage a trois θα μπορούσε να λειτουργεί θαυμάσια εάν ο πρωταγωνιστής δεν περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας που τον κάνει να αναθεωρεί την στάση του γιά την ζωή,την οικογένεια,τον εαυτό του κάνοντας όλο και πιό δύσκολη την ισορροπία μεταξύ των δύο σχέσεων.

Ο ήρωας του Γκενατσίνο κινείται σε έναν «απρόσωπο» κόσμο,όπου όλοι οι γνωστοί και υποτιθέμενοι φίλοι του κάνουν απίστευτα επαγγέλματα.Ό ένας είναι «Σύμβουλος Πανικού»,ο άλλος γίνεται «Εκπρόσωπος των αγανακτισμένων στο εργοστάσιο Ντέλιγκ»,ο τρίτος είναι φανατικός «εχθρός του ταχυδρομείου».Η πόλη όπου ζουν είναι μιά τυπική Γερμανική πόλη-θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε,το όνομα δεν έχει σημασία.Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι επιφανειακές-ακόμα και ο έρωτας μεταξύ των τριών ανθρώπων όπως περιγράφεται δείχνει τις περισσότερες φορές,ανούσιος και κουρασμένος ίσως αντανακλώντας την αλλοτρίωση του πρωταγωνιστή.

Η τελική επιλογή ζωής που κάνει ο ήρωας δεν έχει καμμία σημασία.Έτσι κι’αλλιώς δεν έχει κερδίσει την συμπάθεια του αναγνώστη,σε αντίθεση με τις δύο γυναίκες που δείχνουν απόλυτα φυσιολογικές και καθημερινές μέσα στη μοναξιά που τις περιβάλλει.Ο συγγραφέας καταφέρνει να εντυπωσιάσει με το Καφκικό κλίμα και την λεπτή ειρωνία που είναι διάχυτη στην νουβέλα.Κλείνεις το βιβλίο μπερδεμένος σαν τον ήρωα με το πιό αδιέξοδο θέμα που μπορεί να υπάρξει:τον Έρωτα...

Ενδελεχής ανάλυση του βιβλίου υπάρχει στο υπέροχο blog της Alef και του Moha.Βέβαια οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας ή προσέγγισης του έργου εκμηδενίζεται μπροστά στη μεγαλειώδη απλότητα των στίχων ενός μπολέρο: «Ζεις μονάχα μιά φορά και πρέπει να μάθεις να αγαπάς και να ζεις».