Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007 | Permalink
Αυτοβιογραφικά κείμενα
Αναγνωρίζω ότι το πρόβλημα με το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Π.Τατσόπουλου «Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ» (Εκδ.Μεταίχμιο) είναι καθαρά δικό μου διότι παρατήρησα ότι οι κριτικοί απόλαυσαν το βιβλίο,το κοινό το έχει αγαπήσει,οπότε μάλλον κάνω λάθος στην κρίση μου,την οποία αναλύω παρακάτω.

Παρακολουθώντας τον συγγραφέα από το πρώτο του βήμα με τους υπέροχους ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ είχα παρατηρήσει ότι παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου γιά το στυλ του και τον τρόπο γραφής του,τις μεταπτώσεις του και την ροπή του προς την κοσμικότητα παρουσίαζε λογοτεχνικές αρετές και υποσχόταν πολλά (βέβαια όταν «υπόσχεσαι» γιά πάνω από 2-3 χρόνια,τότε κάτι δεν πάει καλά,αλλά τέλος πάντων...).Με το τελευταίο του βιβλίο ο πανέξυπνος συγγραφέας συνεχίζει μία πορεία που δείχνει να τον εκφράζει .

Κατά την άποψή μου το πολυδιαφημισμένο,ευπώλητο έργο του Τατσόπουλου έχει τα εξής στοιχεία:

• Είναι καλογραμμένο
• Διαβάζεται άνετα
• Έχει χιούμορ,που σε κάποιους μπορεί ν’αρέσει πολύ
• Είναι αυτοσαρκαστικό
• Παρουσιάζει με ικανοποιητικό τρόπο το προσωπικό του θέμα χωρίς να το κάνει «μελό»
• Οταν αναφέρεται στο «καυτό» θέμα της υιοθεσίας έχει ενδιαφέρον.

Από την άλλη παρουσιάζει τα εξής συμπτώματα:

• Είναι εξυπνακίστικο
• Είναι απίστευτα βαρετό
• Τραβάει σε μάκρος άνευ λόγου
• Τα ευφυολογήματα του συγγραφέα είναι μπανάλ «Σαν χαρακτήρας η μάνα μας ήταν φτυστή ο Κατέλης» και άλλα παρόμοια...
• Είναι ανούσιο
• Είναι γεμάτο κοινοτοπίες
• Ο συγγραφέας ναρκισσεύεται (αλλά το κάνει σε όλα τα βιβλία του,δεν μου κάνει εντύπωση πλέον).
• Σου δίνει την αίσθηση ενός καλογραμμένου μακροσκελούς άρθρου σε κάποιο περιοδικό ποικίλης ύλης.

Το ερώτημα που προκύπτει μετά την ανάγνωση του βιβλίου,είναι κατά πόσον είναι λογοτεχνία αυτό το πράγμα...Ο (μάλλον ιδανικός γιά columnist σε κάποια μεγάλη εφημερίδα αλλά όχι μυθιστοριογράφος)Τατσόπουλος εμπλουτίζει την προσωπική του ιστορία (που θα μπορούσε να δώσει ένα υπέροχο μυθιστόρημα) ,με σχόλια γιά συναδέλφους του,με «πιπεράτες ιστοριούλες»,με παρεϊστικη ατμόσφαιρα,με ειρωνίες γιά Coelho (ώπα ρε μεγάλε),με «καταγγελίες»,με όσα τέλος πάντων θεωρεί ότι μπορεί να ενδιαφέρουν το αναγνωστικό του κοινό.Αποκορύφωμα όλων αυτών αποτελεί το μακροσκελές κεφάλαιο όπου γιά να δικαιολογήσει την ουσιαστική ιδέα του βιβλίου του,ότι το αίμα δεν μετράει τόσο,όσο η καρδιά,αναλύει επί μακρόν την χολυγουντιανή μπαλαφάρα «The next best thing» με την Μαντόνα και τον Ρ.Έβερετ-κάπου εκεί παρέδωσα το πνεύμα και με δυσκολία παρακολουθούσα την συνέχεια.

Είναι όμως όλα αυτά ικανά να συστήσουν ένα λογοτεχνικό έργο?Οι πωλήσεις του βιβλίου δείχνουν ότι στον κόσμο αρέσει το «λίγο απ’όλα»,το «tutti-frutti»...Εάν είναι αυτό το ζητούμενο,no problem,εάν όμως κοιτάμε λίγο την λογοτεχνική πλευρά των πραγμάτων εκεί έχουμε πρόβλημα.

Απεναντίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα την αυτοβιογραφία του Ν.Οικονομάκου «ΣΕΒΑΧ Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» (Εκδ.Εστία).Με θαυμαστή οικονομία λόγου (μεστός και άμεσος) ο συγγραφέας περιγράφει μια ζωή αγώνων και ταλαιπωρίας.

Ο Ν.Οικονομάκος έγινε αριστερός εμπειρικά,η ίδια η ζωή τον διαμόρφωσε.Από μικρός μπάρκαρε σε καράβια όπου μυήθηκε στην κομμουνιστική ιδεολογία,με το που ξεσπάει ο πόλεμος πάει στην Μ.Ανατολή και την Β.Αφρική και κατατάσσεται στις Ελληνικές μεραρχίες,πνεύμα ανεξάρτητο και επαναστατικό,διακρίνεται στις μάχες,οργανώνει θεατρικές ομάδες,δεν «κολώνει» πουθενά.Γυρίζει στην εμφυλιακή μεταπολεμική Ελλάδα όπου δουλεύει γιά τον παράνομο μηχανισμο του ΚΚΕ.Φυλακίζεται,καταδικάζεται σε θάνατο αλλά την γλυτώνει,περνάει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του στις φυλακές (Κέρκυρα,Ακροναυπλία,Αίγινα,Κρήτη) και λίγο πριν από την Χούντα αποφυλακίζεται.Πάει στο Παρίσι όπου εκεί παλεύει γιά την πτώση των συνταγματαρχών μπαινοβγαίνοντας στην Ελλάδα παράνομα.Μετά την μεταπολίτευση αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης αλλά ως γνήσιος πονηρούλης Έλληνας βρίσκει την άκρη και με διάφορες αργομισθίες βγάζει τα προς το ζειν σε Βρυξέλλες (δουλεύοντας γιά την Ευρωπαϊκή κοινότητα) και στην Ελληνική πρεσβεία της Βενεζουέλας.
Με υλικό που θα γέμιζε τουλάχιστον 3 βιβλία (Μ.Ανατολή,Φυλακίσεις,η ζωή του στο εξωτερικό από το 67 και μετά),ο Οικονομάκος δεν προτάσσει ούτε στιγμή το εγώ του και με ιδιαίτερη σεμνότητα αφηγείται συγκλονιστικές στιγμές της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας.Η αφήγησή του δεν έχει «αγκυλώσεις» ούτε διδακτισμό,αναγνωρίζει τα λάθη του κινήματος και τα προσωπικά του.
Καταφερτζής,πολυμήχανος,τετραπέρατος με ελάχιστη μόρφωση τα βγάζει πέρα με όλες τις καταστάσεις.Οι περιγραφές του έχουν χιούμορ,είναι αυτοσαρκαστικός και σπαρακτικός ταυτόχρονα,ενώ οι τελευταίες σελίδες από τις περιπέτειες του στην Λ.Αμερική είναι σπαρταριστές.

Εν κατακλείδι,ένα βιβλίο που σε αφήνει με την γλυκειά γεύση της αγάπης γιά την ζωή και τον άνθρωπο.Ο συγγραφέας γεννημένος το 1923 ζεί μεταξύ Αίγινας και Αθήνας και μιά ωραία συνέντευξή του γιά την εκπομπή «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
 
Τρίτη, Μαΐου 22, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 22, 2007 | Permalink
W.G.SEBALD (υποκλίνομαι)
Εδώ και μερικούς μήνες έχει μπει στη ζωή μας ένας μεγάλος συγγραφέας,ο W.G.SEBALD.Τους τελευταίους 9 μήνες εκδόθηκαν από την Αγρα δύο βιβλία του.Πρώτα «ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ» (85) και πριν από λίγο καιρό το «ΑΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ» (87).Διάβασα τα βιβλία ,το ένα μετά το άλλο και έχω μείνει άναυδος.

Κατ’αρχήν όμως λίγα πράγματα γιά τον συγγραφέα.Ο τραγικός του θάνατος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Δεκέμβριο του 2001 κάπου στο Νόριτς της Αγγλίας συνέβη την περίοδο που η σύντομη λογοτεχνική του καριέρα είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται διεθνώς.Ο Sebald άρχισε να δημοσιεύει λίγο πριν τα πενήντα του χρόνια και παρ’ότι ζούσε στην Αγγλία όπου δίδασκε εκεί,τα βιβλία του,τα έγραφε στα Γερμανικά.
Ο Sebald γεννήθηκε σε ένα χωριουδάκι της Βαυαρίας ,το Βερταχ,το 1944.Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γάλλους.Μετά τις σπουδές του πάνω στη Γερμανική φιλολογία και τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Μάντσεστερ,δίδασκε Γερμανική λογοτεχνία από το 1970 στο πανεπιστήμιο του Νόριτς στην Αγγλία.Εξέδωσε τέσσερα μυθιστορήματα εν ζωή,και ένα εκδόθηκε μετά τον θάνατο του.Απ’ότι γνωρίζω όλα του τα βιβλία θα βγούν από την Άγρα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Το έργο του χαρακτηρίζεται από την αίσθηση του «ξεριζωμού»,την μελαγχολία του εμιγκρέ,την απουσία δράσης,τις πολλές φωτογραφίες που κοσμούν τα βιβλία του.Υπάρχουν πολλές συγγένειες με τον Προυστ και τον Τζόϋς (μήπως όμως και με τον Μπόρχες?),και πάνω απ’όλα κυριαρχεί η μνήμη.Όπως έλεγε ο ίδιος , «Το όλο ζήτημα της μνήμης αποτελεί την ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας»,και αυτή η φράση λες και συμπυκνώνει όλο του το έργο.

«ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ» και το «ΑΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ» έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά,σε σημείο που πολλές φορές να μη μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο (κυρίως εάν επιλέξεις-όπως εγώ-να διαβάσεις τα δύο βιβλία μέσα σε μία εβδομάδα...).Και τα δύο χαρακτηρίζονται μυθιστορήματα,αλλά ξεφεύγουν από τους κανόνες (εάν υπάρχουν).Διαβάζοντας πρώτα τους ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΥΣ,στην αρχή μπερδεύθηκα μήπως διάβαζα αληθινές ιστορίες,σιγά-σιγά και μπαίνοντας στην ατμόσφαιρα του συγγραφέα (ναι,χρειάζεσαι λίγο χρόνο,και ηρεμία πνεύματος γιά να εγκλιματιστείς στην ιδιαίτερη γραφή του),κατάλαβα το «παιχνίδι» με τον αναγνώστη.Οι αναμνήσεις των τεσσάρων «ξεριζωμένων από τον γενέθλιο τόπο τους» κεντροευρωπαίων Εβραίων σε συνάρτηση με τα σχόλια του αφηγητή και τις φωτογραφίες (οικογενειακές,πορτραίτα,τόποι,εργοστάσια,κοιμητήρια) δίνουν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό ποίησης,μελαγχολίας,συναισθηματικού κενού,γλυκύτητας.Όλα αυτά παρατίθενται αρμονικά, με καθημερινές πληροφορίες μικρολεπτομερειών από οικογενειακές στιγμές ή από γεγονότα της ιστορίας.Η μνήμη είναι διαρκώς παρούσα όπως και η αναζήτηση ταυτότητας,ο δε αφηγητής συνήθως αντιμέτωπος με ερωτήσεις που αδυνατεί να απαντήσει και με έντονα τα συμπτώματα του ψυχολογικού κενού ισορροπεί μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.

Στην ιστορία τού «ΑΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ» παρατηρούμε πολλά κοινά σημεία με τους ήρωες των «ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΩΝ». Αγνοώ ποιό από τα δύο βιβλία «θεωρείται» καλύτερο ή πιό «επιτυχημένο»,εγώ ξετρελλάθηκα με τον υπέροχο,ιδιόμορφο,περίεργο ήρωα που κουβαλάει το όνομα μιάς τοποθεσίας γνωστής από τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Ο Αούστερλιτς είναι ένα παιδί που γεννιέται στην Πράγα και λίγο προτού μπουν οι Γερμανοί στην Τσεχία στέλνεται από την μητέρα του γιά υιοθεσία στην Ουαλλία,γιά να γλυτώσει από την επερχόμενη καταστροφή.Από ένα γύρισμα της τύχης ο μικρός μαθαίνει την αλήθεια και σε ώριμη ηλικία αρχίζει να ψάχνει τις ρίζες του.Σε μιά συγκλονιστική αφήγηση παρακολουθούμε να ζωντανεύουν οι αναμνήσεις της (πολύ)παιδικής του ηλικίας από την ζωή στην Πράγα,οι μικρολεπτομέρειες που εντυπώνονται στη μνήμη μας γύρω από τις παρατηρήσεις που κάναμε μικροί,εικόνες της καθημερινότητας,μιά βόλτα στο πάρκο,ένα φόρεμα της μητέρας,μιά κουβέντα που ξαναέρχεται στο μυαλό μας,η ξεχασμένη γλώσσα που γίνεται πάλι οικεία.
Η επίσκεψη του Αούστερλιτς στο γκέτο του Τερέζιενστατ δεν γίνεται μελό,ούτε περιγράφει σκηνές φρίκης,έχει μιά εξαιρετική ηρεμία και μελαγχολία η οποία διαπερνά τα πλαίσια της απλης αναγνωστικής απόλαυσης και γίνεται μυσταγωγία.

Ο Sebald αριστοτεχνικά τοποθετώντας έναν διακριτικότατο αφηγητή (περισσότερο ενεργό λογοτεχνικά από τους Ξεριζωμένους αλλά μένοντας κυρίως στη σκιά),αφήνει τον Αούστερλιτς να διηγείται τα ταξίδια του στην κεντρική Ευρώπη,την ζωή του στο Λονδίνο,τις αρχιτεκτονικές του αναζητήσεις.
Φωτογραφίες τόπων,σιδηροδρομικών σταθμών,τοπίων,ανθρώπων συνθέτουν και πάλι ένα ιδιάζον σκηνικό που διαπερνά πολλά είδη λογοτεχνίας...

Στο βιβλίο κυριαρχεί όμως η έννοια του «χρόνου».Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ήρωας:
«Η σχέση του χώρου με τον χρόνο,έτσι όπως την βιώνουμε ταξιδεύοντας,έχει ακόμα και σήμερα ένα στοιχείο εξαπάτησης και αυταπάτης,γι’αυτό κάθε φορά που γυρνάμε από κάπου δεν ξέρουμε ποτέ με βεβαιότητα αν είχαμε όντως λείψει.»

Η τραγική ζωή του Αούστερλιτς μας αποκαλύπτεται βήμα-βήμα με τις συναντήσεις του αφηγητή με τον ήρωα από καιρού εις καιρόν και σε αναπάντεχα μέρη λες και ο Sebald συναντάει τον μεγάλο Μπόρχες και ψιλοκουβεντιάζουν.Ιστορία ζωής αλλά και ήρεμη,νωχελική ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης σε ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται άνετα (δεν έχει κεφάλαια,ούτε παραγράφους...)και δεν ενδείκνυται στους εραστές της δράσης και της περιπέτειας.

Εξαιρετικές και οι δύο εκδόσεις της Άγρας ,υπέροχη η μετάφραση του Αούστερλιτς ,με προβλήματα η μετάφραση των Ξεριζωμένων (αλήθεια ποιανού ιδέα ήταν να αφήνουν αμετάφραστο οτιδήποτε λεγόταν σε άλλη γλώσσα εκτός των Γερμανικών?),συγκλονιστική η γνωριμία με έναν πολύ μεγάλο δημιουργό,του οποίου,μπορείτε να διαβάσετε εδώ την τελευταία του συνέντευξη προτού πεθάνει.Γιά όποιον επιθυμεί να διαβάσει περισσότερα γιά το ΑΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ, υπάρχει μιά εξαιρετική ανάλυση του βιβλίου στο πάντα ενδιαφέρον και ζωντανό blog kafeini σε ένα παλαιότερο ποστ αφιερωμένο στο προαναφερόμενο βιβλίο.
 
Τετάρτη, Μαΐου 16, 2007
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 16, 2007 | Permalink
Η επανάσταση που τρώει τα παιδιά της
Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις το βιβλίο του Ντανίλο Κις «Ένας τάφος γιά τον Μπόρις Νταβίντοβιτς» (Εκδ.Κέδρος) (88).Το βιβλίο έχει ως υπότιτλο «Εφτά κεφάλαια μιάς κοινής ιστορίας» και δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να υπάρξει ιδανικότερος τίτλος από αυτόν.Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται..Εφτά ζωές διαφορετικών ανθρώπων με έναν κοινό παρονομαστή.Εφτά άνθρωποι που πάλαιψαν γιά ένα ιδανικό προτού αυτό που ονειρεύτηκαν τους καταβροχθίσει.

Ο Ντανίλο Κις (1935-1989) θεωρειται από πολλούς,ο Βαλκάνιος Μπόρχες.Εβραϊκής καταγωγής και γεννημένος στα Σερβοουγγρικά σύνορα,ζώντας μεγάλα κομμάτια της ζωής του και στις δύο χώρες,όπως και στη Γαλλία ,έγραψε μυθιστορήματα, ποίηση, θέατρο.Πριν από μερικά χρόνια έγινε «της μόδας» στον Αγγλόφωνο κόσμο λόγω της Σούζαν Σόνταγκ η οποία τον θεωρούσε έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του 20ου αιώνα.Το δε βιβλίο που παρουσιάζω σήμερα,ψηφίστηκε και θεωρείται το καλύτερο βιβλίο της Γιουγκοσλαβικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα (με δεύτερο στην κατάταξη το αριστουργηματικό Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του Μ.Σελίμοβιτς-εκδ.Γνώση).

Επηρρεασμένος φανερά από το στυλ του Μπόρχες,ο Κις εξετάζει τις ζωές επτά ανθρώπων και τις παρουσιάζει οσο πιο αληθοφανώς γίνεται.Σε αντίθεση με τον μεγάλο Αργεντίνο δεν κατασκευάζει εγκυκλοπαίδειες και βιβλία,αλλά παραθέτει εγνωσμένες πηγές σε σημείο να αναρωτιέσαι εάν αυτά που διαβάζεις είναι πραγματικά στοιχεία ή κατασκευασμένα.Βέβαια οι «ήρωες» του Κις δεν είναι ούτε διαννοούμενοι,ούτε ποιητές ή λογοτέχνες,είναι επαναστάτες,ιδεολόγοι ή κοινοί εγκληματίες,οραματιστές ή άνθρωποι που βρίσκονται στα γεγονότα λες και ήταν ταγμένοι γιά κάτι τέτοιο.Με ποιητικό λόγο συνδιασμένο με ντοκουμέντα,παραθέτοντας ιστορικά γεγονότα,ο συγγραφέας μας εξιστορεί σε μιά σειρά διηγημάτων ουσιαστικά και όχι μυθιστορήματος,την πορεία προς την συντριβή, την απογοήτευση και τα αδιέξοδα των επαναστατών.

Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων, είναι όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους και μερικές από τις ιστορίες κάπου συναντιούνται.Ο Μίξα (τι κοντόφθαλμη απόδοση του Miksha) είναι ένας βοηθός ράφτη ο οποίος μετατρέπεται σε δολοφόνο λόγω του βίαιου τού χαρακτήρα του και της τυφλής του υπακοής σε κάποιον ηγέτη,καταλήγοντας στην φυλακή και στον θάνατο.Ο Βέρσκολς ήρωας του Ισπανικού εμφυλίου τιμωρείται όταν θεωρούν ότι κριτικάρει τις Σοβιετικές ενέργειες. Στα «Μηχανικά λιοντάρια»,ο πιστός «απαράτσικ» Τσελιούστνικοβ,οργανώνει μιά ψεύτικη θρησκευτική τελετή γιά κάποιον Δυτικό συμπαθούντα του καθεστώτος σε ένα διήγημα που η ειρωνία της γραφής του Κις κυριολεκτικά «σπάει κόκκαλα»,ενώ στο διήγημα «Ο μαγικός κύκλος των χαρτιών»,η μοίρα του αγνού γιατρού Τάουμπε σε ένα γκουλάγκ καθορίζεται από ένα παιχνίδι με Ταρό.Η περιγραφή της κτηνωδίας και της παράνοιας των γκουλάγκ είναι συγκλονιστική θυμίζοντας Σολζενίτσιν.

Το διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο,είναι όμως εκείνο που μένει αξέχαστο στον αναγνώστη.Ο Β.Ντ.Νόβσκι ή Μπόρις Νταβίντοβιτς από τα εφηβικά του χρόνια βρίσκεται μέσα σε όλα τα γεγονότα.Σαν άλλος «Ζέλιγκ» της ομώνυμης ταινίας τού Γούντυ Άλλεν είναι παρών παντού.Άσος των μεταμφιέσεων αλλάζει περσόνες εν ριπή οφθαλμού.Η Μπολσεβίκικη επανάσταση είναι η ζωή του , αλλά ακόμα και αυτός ,το επαναστατικό πρότυπο θα πέσει θύμα των Σταλινικών εκκαθαρίσεων. Σε μία εκπληκτική σκηνή ανάκρισης ο Νόβσκι/Νταβίντοβιτς αρνείται να ομολογήσει γιά να μη προδώσει την πίστη του προς την επανάσταση αλλά ο ανακριτής Φεντιούκιν (που ανέκαθεν θαύμαζε τον Μπόρις αλλά πρέπει να αποσπάσει την ομολογία του διότι κινδυνεύει το δικό του κεφάλι),θεωρεί την στάση και την πίστη τού Νταβίντοβιτς,προδοσία της επανάστασης σε ένα εξόχως παρανοϊκό μπρα-ντε-φερ.

«Δύο φρουροί οδήγησαν τον Νόβσκι,στηρίζοντάς τον κι από τις δύο πλευρές,σε κάτι μισοσκότεινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν βαθιά στο υπόγειο του κτιρίου των φυλακών.Ο χώρος όπου τον πήγαν,φωτιζόταν με μιά γυμνή λάμπα που ήταν κρεμασμένη στο ταβάνι.Οι φρουροί τον άφησαν,και ο Νόβσκι παραπάτησε.Άκουσε την σιδερένια πόρτα να κλείνει πίσω του,όμως στην αρχή δε διέκρινε τίποτα εκτός από το φως που του θρυμμάτιζε τη συνείδηση.Η πόρτα τότε ξανάνοιξε και οι ίδιοι φρουροί,αυτή τη φορά με τον Φεντιούκιν να προηγείται,έφεραν μέσα έναν νεαρό και τον κάθισαν στο ένα μέτρο από τον Νόβσκι.Ο Νόβσκι νόμιζε πως επρόκειτό πάλι γιά ψεύτικη αντιπαράσταση,μία από τις πολλές,έσφιξε με πείσμα τα φαφούτικα σαγόνια του και,καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια,άνοιξε τα πρησμένα του μάτια γιά να παρατηρήσει τον νεαρό.
Περίμενε ν’αντικρύσει πάλι κανέναν μισοπεθαμένο με σβησμένο βλέμμα,αλλά μ’ενα ρίγος σαν προαίσθημα,είδε μπροστά του κάτι νεαρά και ζωντανά μάτια γεμάτα τρόμο ανθρώπινο,εντελώς ανθρώπινο.Ο νεαρός ήταν γυμνός ως τη μέση και ο Νόβσκι,ξαφνιασμένος και φοβισμένος απέναντι στο άγνωστο,συνειδητοποίησε ότι μυώδες σώμα του νέου δεν είχε ούτε μια μελανιά,ούτε μιά πληγή,κι ότι το υγιές,μελαψό του δέρμα δεν ειχε ακόμα αρχίσει να σαπίζει.Αυτό,όμως,που τον ξάφνιασε και τον φόβισε περισσότερο ήταν το ανεξήγητο βλέμμα του,αυτό το άγνωστο παιχνιδι στο οποίο είχε μπει,τώρα που νόμιζε πως όλα είχαν τελειώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.Μπορούσε,άραγε,να υποψιαστεί τι του ετοίμαζε το ευφυές και κολασμένο ένστικτο του Φεντιούκιν?Ο Φεντιούκιν στεκόταν από πίσω του,αόρατος αλλά παρών,βουβός,κρατώντας την αναπνοή του,αφήνοντάς τον να τον νιώσει μόνος του,να φρίξει από τη σκέψη αυτή,κι όταν η αμφιβολία που γεννά η φρίκη του ψιθυρίσει πως αυτό είναι αδύνατον,να του πετάξει εκείνη τη στιγμή στα μούτρα την αλήθεια,μια αλήθεια πιό βαριά και πιό επικίνδυνη από την σφαίρα που θα μπορούσε να του ρίξει στον αυχένα.
Όταν η αμφιβολία που γεννά η φρίκη ψιθύρισε στον Νόβσκι αυτό είναι αδύνατον,την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Φεντιούκιν:
«Αν ο Νόβσκι δεν ομολογήσει,θα σε σκοτώσουμε!»


Το πρόσωπο του νέου παραμορφώθηκε από το φόβο κι έπεσε στα γόνατα του Νόβσκι.Εκείνος έκλεισε τα μάτια του,αλλά δεν μπορούσε,εξαιτίας των χειροπέδων,να κλείσει και τα αυτιά του γιά να μην ακούσει τις ικεσίες του νέου,που μεμιάς,σαν από θαύμα,άρχισαν να γκρεμίζουν τη σκληρή πέτρα της απόφασής του,να τσακίζουν τη θέλησή του.Ο νέος τον εκλιπαρούσε με τρεμάμενη,σπασμένη φωνη να ομολογήσει,επικαλούμενος την ζωή του την ίδια.Ο Νόβσκι άκουσε καθαρά τους φρουρούς να γεμίζουν τα πιστόλια τους.Πίσω από τα ερμητικά κλειστά βλέφαρά του εμφανίστηκε μίσος μαζί με πόνο,από την υποψία μιάς ήττας,επειδή είχε αρκετό χρόνο να σκεφτεί και να συνειδητοποιήσει ότι ο Φεντιούκιν είχε καταλάβει και είχε αποφασίσει να τον καταστρέψει,χτυπώντας τον εκεί ακριβώς όπου αισθανόταν πιό δυνατός:στον εγωισμό του,γιατί,το αν ο Νόβσκι κατέληξε στο σωτήριο και επικίνδυνο συμπέρασμα σχετικά με την ματαιότητα της ύπαρξης και των παθών του,παραμένει μιά ηθική επιλογή.Το ευφυές ένστικο του Φεντιούκιν,προαισθάνθηκε επίσης ότι τέτοια στάση είναι ενδεικτική μιάς επιλογής που δεν αποκλείει την ηθικότητα,κάθε άλλο.Τα ρεβόλβερ είχαν σίγουρα σιγαστήρες,γιατί ο Νόβσκι μόλις που άκουσε τον πυροβολισμό.Όταν άνοιξε τα μάτια του,ο νέος ήταν ξαπλωμένος μπροστά του μες στα αίματα,με το κρανίο σπασμένο.»


Έξοχο βιβλίο με το οποίο έχουν ασχοληθεί ευτυχώς και οι Έλληνες κριτικοί,ενδεικτικά αναφέρω τον Κούρτοβικ, και την Χουζούρη.Γιά όποιον θέλει να γνωρίσει καλύτερα το έργο αυτού του μεγάλου συγγραφέα συστήνω επίσης ανεπιφύλακτα το εκπληκτικό βιβλίο Η ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ που είναι ίσως ισάξιο του ΜΠ.ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ.
 
Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 11, 2007 | Permalink
Οι βιβλιόφιλοι μπορούν να γίνουν πολύ κακοί άνθρωποι
Κλείνοντας το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα «Η ΧΑΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΟΣΤΡΑ» (Εκδ.Καστανιώτη) (85),την Δευτέρα το βράδυ,ένιωσα μετά από αρκετό καιρό αυτή την ψυχική ευφορία που αισθάνεσαι όταν το βιβλίο που μόλις τελείωσες σε ικανοποίησε απόλυτα-σε «γέμισε»...


Ομολογώ ότι είχα τις επιφυλάξεις μου γιά το εγχείρημα του Δημήτρη.Γνωρίζοντας τον μέσα από το blogging και μιλώντας μαζί του αρκετές φορές γι’αυτό που ετοίμαζε κοντά 2 χρόνια,ένιωθα αβέβαιος γιά την έκβαση του εγχειρήματος.Του το είπα μάλιστα παρουσία φίλων ένα βράδυ σε μιά ταβέρνα όταν μας ανέλυε την πλοκή του βιβλίου..
«Τι πας να κάνεις, «καις» δυό-τρία θέματα ανακατεύοντας τα όλα μαζί»,του είπα και τον στενοχώρησα λίγο (ή έστω τον προβλημάτισα).Έβλεπα ότι ανοιγόταν σε χωράφια που μπορούν να αποδειχθούν παγίδες εάν δεν ελέγξεις απόλυτα το θέμα σου.Είναι πολύ πρόσφατη η έκδοση του «Χάρτινου Σπιτιού»,ενός μυθιστορήματος που αν και έχει πολλές ατέλειες,συγκίνησε όλους τους βιβλιόφιλους και μάλλον θα αποτελεί σημείο αναφοράς γιά πολύ καιρό.Φοβόμουνα λοιπόν ότι ενδεχόμενη σύγκριση με το βιβλίο του Δημήτρη,μόνο καλό δεν θα έκανε στον τελευταίο...

«Επλανώμην,πλάνην οικτράν»...Ο «Μόστρας» είναι εξαιρετικό μυθιστόρημα,και το γράφω με πλήρη συνείδηση και τελείως αποστασιοποιημένος από την φιλία μου με τον συγγραφέα.Δεν θα αναφερθώ στην πλοκή διότι το βιβλίο δεν έχει κλείσει ακόμα μία εβδομάδα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.Θα αναφερθώ σε μερικά σημεία που με εντυπωσίασαν:

Η περιγραφή των πόλεων και ιδιαίτερα της Ρώμης είναι εξαιρετική.Η Ρώμη είναι ζωντανή,αναπνέει μέσα στο βιβλίο,οι δρόμοι της και τα προάστειά της παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των παράλληλων ιστοριών που περιγράφονται.Δεν έχουμε μιά Ρώμη τουριστική,ούτε ελκυστική παρ’ότι ο ήρωας διαμένει σε μία από τις ωραιότερες περιοχές της.Συνεχής υγρασία,ψιλόβροχο,κίνηση,κορναρίσματα,οι πολυκατοικίες είναι παλιές χωρίς ασανσέρ οι περισσότερες,οι άνθρωποι είναι αγχωμένοι.

Υπάρχουν ορισμένα κεφάλαια,μικρά διαμάντια.Η συνάντηση της όμορφης Ντανιέλας με τον Πίνο είναι αριστούργημα.Η σκηνή της εκτέλεσης του Πίνο κινηματογραφικότατη.Οι ερωτικές σκηνές ζωντανές και πολύ ρεαλιστικές,το δε τέλος του βιβλίου ευφυέστατο με την απρόσμενη ενσωμάτωση ενός «ξεχασμένου» κεφάλαιου,το οποίο ξεδιαλύνει (ή μήπως αφήνει ανοιχτή?)την ιστορία.

Η βιβλιοφιλία κυριαρχεί στο μυθιστόρημα εδώ όμως παρουσιάζονται πολλές διαφορετικές πτυχές της.Από την «βιβλιοφιλία-επιχείρηση» του Μιλάνο,του κεντρικού ήρωα , ο οποίος δεν έχει καμμιά ουσιαστική κουλτούρα και γιά να ζήσει πουλάει έναν-έναν τους θησαυρούς που κληρονόμησε από τον πατέρα του,στον συμπαθέστατο Άλντο,ο οποίος είναι (ίσως ο μόνος θετικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος) ένας φανατικός βιβλιοσυλλέκτης και ταυτόχρονα μέγας βιβλιόφιλος,στον «μπρουτάλ» Σκούρα ,ο οποίος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε μέθοδο γιά να ικανοποιήσει το βιβλιοφιλικό του πάθος.

Οι χαρακτήρες είναι στέρεα δομημένοι και εξαιρετικά ενδιαφέροντες.Ο Μιλάνος ένα χαριτωμένο κολόπαιδο,λίγο κατεργάρης,αρκετά θρασύδειλος,αλλά με αρκετή αυτογνωσία (επαναλαμβάνει δυό-τρεις φορές «είμαι ένας μπάσταρδος»).Ο Γκαμπριέλε με τα χαρακτηριστικά τού πρώην μέλους των Ερυθρών Ταξιαρχιών,τρελλούτσικος συλλέκτης κόμικς,ιδιωτικός ντέτεκτιβ,κολόπαιδο κι’αυτός,βρίσκεται μπλεγμένος στην ιστορία από σπόντα.Ο Άλντο και ο Σκούρας δύο τελείως διαφορετικοί τύποι βιβλιοφίλων ή ο ίδιος μυθιστορηματικός χαρακτήρας, με δύο διαφορετικά πρόσωπα,ένας Ιανός?Τα μέλη της banda,της ιδιότυπης συμμορίας εκτελεστών με τα φοβερά ψευδώνυμα,Σκέψη,Δύναμη,Τεχνική και το κορυφαίο Υπομονή.Οι δύο πρωταγωνίστριες του βιβλιου,η Ντανιέλα και η Μονίκ,μοιραίες,πανέμορφες,σεξουαλικά αντικείμενα,προσπαθούν ανεπιτυχώς να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.Οι εκτελεστές Πίνο και Ιβαν,κτήνη με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο απαραίτητος «εγκλεισμός»,υπάρχει και εδώ όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Μαμαλούκα.Από το μίζερο διαμερισματάκι στο «Αλκοόλ»,στο γκαράζ του «Βοτανικού»,στην σπηλιά του «Εκδότη» μέχρι το υπόγειο του «Μόστρα».Η εμμονή του συγγραφέα σε όλη της την έκταση.Εδώ λειτουργεί πολύ καλύτερα από τα προηγούμενα βιβλία του,χωρίς όμως να λειτουργει το ίδιο καθοριστικά όπως στα άλλα βιβλία του συγγραφέα.

Η προεργασία που έχει κάνει ο συγγραφέας κάνει μπαμ από μακριά.Η ιστορία του Δ.Μόστρα θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρου μυθιστορήματος (που θα ήταν μάλιστα πολύ συναρπαστικό).Ένα άρθρο σε ένα περιοδικό αποτέλεσε την αφορμή γιά να το «ψάξει» περισσότερο ο Μαμαλούκας και να μας δώσει μιά συγκινητική ιστορία υπέροχης και ανιδιοτελούς βιβλιοφιλίας η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα τεκταινόμενα στο μυθιστόρημα.Μιά ιστορία μέσα στην ιστορία που την παρακολουθείς συγκινημένος.

Το εξαιρετικό εύρημα με το «Πανοπτικόν» του Μπένθαμ.Διαβάστε το βιβλίο και θα καταλάβετε..Παίρνει την πρωτότυπη ιδέα του Μπένθαμ γιά μιά φυλακή και από την ίδια ιδέα κατασκευάζει ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ...Παράκρουση έπαθα κύριε Μαμαλούκα μας...

Υπάρχουν και άλλα φετίχ του συγγραφέα που επανέρχονται στο βιβλίο αυτό.Τα γρήγορα αυτοκίνητα,οι λεπτομερείς περιγραφές των χώρων,η σημασία στην λεπτομέρεια (η οποία μερικές στιγμές αποβαίνει σε βάρος της πλοκής),το δηλητηριώδες χιούμορ,η απουσία «καλών ανθρώπων»,αφού όλοι (μα όλοι) κάποια λαδιά κάνουν ή έχουν κάνει στη ζωή τους.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι σίγουρα το ωριμότερο του Δ.Μαμαλούκα.Φοβάμαι ότι μέσα στην μανία όλων μας να κατηγοριοποιούμε τα βιβλία (και όχι μόνο),το παρόν μυθιστόρημα θα χαρακτηριστεί ως αστυνομικό κάτι που θα το αδικήσει και θα περιορίσει τους εμπορικούς του ορίζοντες.Αλλά αυτό είναι θέμα μιάς μεγαλύτερης συζήτησης...

Κλείνω με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο.Είναι ένα μέρος του κεφαλαίου που προανέφερα,η μοιραία (τυχαία) συνάντηση του απελπισμένου «κτήνους» Πίνο και της όμορφης μικρής Ντανιέλας.Είναι μιά χορογραφία θανάτου,ένα μοιραίο ταγκό,που δείχνει τις ικανοτητες του συγγραφέα....Chapau chef..

«...Ο Πίνο ζυγίζει εκατόν πέντε κιλά.Η Ντανιέλα μόλις πενήντα δύο.Το παρκέ τρίζει κάτω από τα πόδια τους.Στον τοίχο υπάρχει κρεμασμένη μιά αυθεντική ξυλογραφία που απεικονίζει τον Ιανό Λάσκαρι.Στα χέρια του κρατάει έναν τόμο,πιθανότατα ένα χειρόγραφο,και κοιτάζει κάπως ανήσυχος και σφιγμένος τη σκηνή που διαδραματίζεται μπροστά του.Νομίζεις πως αγωνιά γι’αυτές τις δύο ψυχές που σε ελάχιστα δευτερόλεπτα θα συγκρουστούν άγρια σχεδόν παράλογα.
Η λογική απουσιάζει απ’αυτό το διαμέρισμα στην καρδιά της Ρώμης στις εφτά παρά τέταρτο το απόγευμα ακριβώς.Η λογική έχει φύγει από το μυαλό του Πίνο.Η αγωνία πνίγει την Ντανιέλα καθώς τα βλέμματά τους συναντιούνται.
Ένας άγνωστος.
Ένας τεράστιος άντρας.
Δεν φοβάμαι.Μου φαίνεται πως είμαι αλλού.Μοιάζω να είμαι μακριά.Δεν συμβαίνει σ’εμένα.
Μιά γκομενίτσα.Αυτό είναι.Μιά μικρή γκόμενα.Σίγουρα θα βάλει τις φωνές.Δεν πρέπει να φωνάξει.Με κοιτάζει.Με βλέπει.Δεν πρέπει να με βλέπει κανείς.Όταν κάνω αυτές τις δουλειές,δεν πρέπει να υπάρχουν μάρτυρες.
Αν μιλήσω θα μ’ακούσει?Μπορεί αυτός ο γίγαντας ν’ακούει?Τι θέλει από εμένα?Τι του έκανα?
Ντανιέλα.Η αναπνοή της γυαλίζει στο ζεστό αέρα του δωματίου καθώς τα χέρια του σαν σάρκινες τανάλιες κλείνουν γύρω από τον κατάλευκο λαιμό της.
Πίνο.Βρόμικα,χτυπημένα δάχτυλα.Μαύρα σπασμένα νύχια,ουλές,κοψίματα,δυσωδία θανάτου.Δάχτυλα που έχουν φέρει θάνατο.
Ντανιέλα,που έχει γεννηθεί μόλις είκοσι χρόνια πριν.Ντανιέλα,μ’ενα τέλειο κορμί που σφύζει από υγεία.
Ντανιέλα που έχει κάνει πραγματικό έρωτα πολύ λίγες φορές.Κι’εχει νιώσει να τελειώνει ακόμα λιγότερες.
Ντανιέλα που κάποτε είχε μιά μικρότερη αδερφή.Με σιδεράκια στα δόντια.Η οποία την έβλεπε σαν θεά.Κι ίσως μιά μέρα συναντηθούν.
Όχι,η Ντανιέλα σκέφτεται πως δεν είναι δυνατό να πεθάνει.Γιά όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να ζήσει.
Απέναντί της είναι ο Πίνο.
Ο Πίνο είναι σκληρός.Ο Πίνο έφαγε το πρώτο του χαστούκι πριν κλείσει δυο μήνες ζωής.Μεγάλωσε μέσα στα αναμορφωτήρια κι έπειτα μπήκε στη φυλακή.Ο Πίνο πολέμησε να μην τον βιάσουν και τα κατάφερε.Έχει χτυπηθεί κι έχει χτυπήσει αλύπητα.Μέχρι θανάτου.Ο Πίνο ξεκίνησε από μπράβος κι έφτασε να είναι πληρωμένος φονιάς.Κάνει ότι βρωμοδουλειά χρειάζεται να γίνει.Μέχρι τώρα δεν έχει δείξει οίκτο ποτέ.
Τώρα ανάμεσα στα στιβαρά τριχωτά του χέρια,κρατάει ένα λεπτεπίλεπτο λαιμό μιάς κοπελίτσας μ’ενα δέρμα τόσο απαλό,που ως κι ένα φιλί θα μπορούσε να της αφήσει έναν ανεπαίσθητο μώλωπα.Αισθάνεται το χέρι της στον αγκώνα του.Δε νιώθει πόνο.Περισσότερο το αισθάνεται σαν γαργάλημα.Πιό πολύ τον πονούν τα μάτια της.
Με λένε Ντανιέλα.Μη με σφίγγεις άλλο!
Η Ντανιέλα στριφογυρίζει,παλεύει.Τα δάχτυλά της παραμερίζουν το ανοιχτό μπουφάν του και χώνονται σ’ενα ζεστό μάλλινο πουλόβερ.Γραπώνουν,ξύνουν και τραβούν δεκάδες πολύχρωμες κλωστές.Η Ντανιέλα όμως πάει όπου την πάει εκείνος.Κάθε τόσο τα πόδια της αφήνουν το πάτωμα.Ο Πίνο την σηκώνει σαν πούπουλο.
Αρκετά δεν υπέφερα?
Τη σφίγγει συνεχώς ενώ αναδίδει μιά άσχημη μυρωδιά.
Εκείνη την αισθάνεται.Δεν πειράζει,σκέφτεται.Αρκεί να μη με σκοτώσεις.Στρέφει το βλέμμα προς το παράθυρο.Βλέπει πολυάριθμες σκοτεινές στέγες κι ένα μοναχικό τρούλο κάποιας εκκλησίας.Βλέπει όμως και φώτα,άπειρα φώτα.Κάπου εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι.Κάπου εκεί υπάρχει κάποιος που μπορεί να τη βοηθήσει.Να μην πεθάνει.Όμως,που είναι τώρα?Αχ,να την άφηνε.
Πίνο.Πολλή δύναμη,λίγο μυαλό.
Πίνο ,με συγκεχυμένη άποψη για το τι είναι ανθρώπινη ζωή.Και πόσο αξίζει.
Πίνο που ξέρει ότι είναι ξεγραμμένος.Που νιώθει κυνηγημένος.Που θα έκανε τα πάντα γιά να σωθεί.Πίνο,που έχει σκοτώσει ξανά.Που έχει κάνει πολύ χειρότερα από το να συνεχίζει να σφίγγει αυτόν το σχεδόν παιδικό λαιμό.
Ντανιέλα που παραιτείται καθώς βλέπει πως,αν κλείσει τα μάτια,θα σταματήσει να πνίγεται,θα σταματήσει να πονάει.Αφήνεται στην αγκαλιά του.
Με λένε Ντανιέλα.Εσένα?
Η βροχή έξω πέφτει αμείωτη.Ρώμη,αιώνια πόλη.Όπως το κακό.Ο μόνος ήχος που ακουγεται στο σκοτεινό διαμέρισμα του Νικόλα Μιλάνο είναι αυτός που κάνει το άψυχο κορμί της Ντανιέλα,όταν πέφτει στο ξύλινο παρκέ.»

 
Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007 | Permalink
Τράνζιτο
«Κι’εδώ?Τι με περιμένει εδώ?Ίσως ξέρετε το παραμύθι γιά τον νεκρό άνδρα.Περίμενε μιά αιωνιότητα τι είχε αποφασίσει γι’αυτόν ο Κύριος.Περίμενε και περίμενε,ένα χρόνο,δέκα χρόνια,εκατό χρόνια.Ύστερα ικέτεψε γιά την καταδίκη του.Δεν μπορούσε ν’αντέξει άλλο την αναμονή.Του αποκρίθηκαν:Τι περιμένεις τελικά?Είσαι από καιρό στην Κόλαση.Γιατί αυτή ήταν η Κόλαση:Η ανόητη αναμονή του γιά το τίποτα.Τι μπορεί να είναι πιό κολασμένο?Ο πόλεμος?Με ένα άλμα θα σας βρει και πέρα από τον ωκεανό.Τα βαρέθηκα όλα πιά.Θέλω να πάω στο σπίτι μου.»

Αυτή την κόλαση ζούν οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Άννας Σέγκερς «ΤΡΑΝΖΙΤΟ» (Εκδ.ΑΓΡΑ) (85).Την ατελείωτη αναμονή σε μιά (φαινομενικά) ουδέτερη περιοχή,την Μασσαλία ,μιά διαφορετική Καζαμπλάνκα, προς αναζήτηση μιάς καινούριας πατρίδας,ενός τόπου «σωτηρίας» από την λαίλαπα του Β Παγκόσμιου πολέμου.

Η συγγραφέας έγραψε ένα ουσιαστικά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα,της περιπέτειας που έζησε στην Μασσαλία όταν προσπαθώντας να διαφύγει από τους Γερμανούς περίμενε ένα πλοίο που δεν ερχόταν,γιά να πάει προς τις ΗΠΑ.Χρησιμοποιώντας ως κεντρικό ήρωα έναν άνδρα ,ο οποίος το έχει σκάσει από ένα Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και όπως περιπλανιέται στο κατεχόμενο Παρίσι,από ένα γύρισμα της τύχης,οικειοποιείται την ταυτότητα ενός αυτόχειρα συγγραφέα,φεύγει γιά τον Νότο της Γαλλίας και μετά από μικροπεριπέτειες φτάνει στην Μασσαλία.

Το μεγάλο αυτό λιμάνι εκείνο τον καιρό είχε μετατραπεί σε μιά προσφυγούπολη,χιλιάδες κόσμος προσπαθεί να εξασφαλίσει μιά βίζα γιά Μεξικό,Ν.Αμερική ή ΗΠΑ.Τα πλοία όμως δεν πηγαίνουν κατευθείαν γιά αυτά τα μέρη,αλλά σταματάνε σε διάφορα λιμάνια.Από αυτά τα ενδιάμεσα μέρη/σταθμούς οι επιβάτες των πλοίων περνάνε «τράνζιτο»,δηλαδή δεν μπορούν να κατεβούν αλλά θα πρέπει να έχουν την «άδεια διέλευσης»,το περίφημο «Τράνζιτο»,αλλιώς θα τους κατεβάσουν εκεί και θα τους κλείσουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και μετά θα τους παραδώσουν στους Γερμανούς.Συν τοις άλλοις,οι πρόσφυγες εκτός από τα χαρτιά από κάθε χώρα/λιμάνι που περνάει το πλοίο,θα πρέπει να εξασφαλίσουν και μιά σειρά άλλων εγγράφων,όπως είναι η άδεια παραμονής στην Μασσαλία και άλλα παρόμοια χαρτιά.Εν τω μεταξύ όμως ,η εξασφάλιση κάποιου χαρτιού μπορεί να πάρει τόσο χρόνο,ώστε στο ενδιάμεσο να έχει λήξει η βίζα,ή, το τράνζιτο ή ακόμα και η άδεια παραμονής,οπότε ο υποψήφιος να πρέπει να αρχίσει την «συλλογή εγγράφων» από την αρχή...

«...αν σας έχουν ελέγξει,αν έχετε βίζα,τι σχέση έχει αυτό με το Τράνζιτο?Γιατί λήγει ολωσδιόλου?Τι πράγμα είναι αυτό?Γιατί δεν αφήνουν τους ανθρώπους να περάσουν γιά τους νέους τόπους διαμονής τους?»Είπε :«Γιέ μου,επειδή όλες οι χώρες φοβούνται πως,αντί να περάσουμε,θα θελήσουμε να μείνουμε.Ένα τράνζιτο-είναι η άδεια διέλευσης από μιά χώρα,όταν είναι βέβαιο πως δεν θέλεις να μείνεις».»

Χαμένοι όλοι οι έγκλειστοι αυτής της πόλης/no man's land,μέσα σε ένα χάος γραφειοκρατίας,δωροδοκιών,καρφωμάτων,τρόμου και ανασφάλειας,οι άνθρωποι υπομένουν όλες τις ταλαιπωρίες καρτερικά,με απάθεια, προσπαθώντας απλώς να επιβιώσουν . Τεράστιες ουρές,δυνατός άνεμος,ατελείωτες ώρες στα καφέ,συνομωσίες και μιά μοιρολατρία διατρέχουν τις σελίδες αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος που ουσιαστικά συνεχίζει το εξαίσιο βιβλίο της Νεμιρόφσκυ «Γαλλική Σουίτα»,το οποίο έμεινε ημιτελές λόγω του τραγικού θανάτου της συγγραφέως του και κάπου συναντάει το βιβλίο του Ε.Μ.Ρεμάρκ «Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ»,το οποίο έχει παρόμοιο θέμα.

Η Σέγκερς βίωσε αυτή την περιπέτεια όταν δραπετεύοντας από το στρατόπεδο του Βερνέ περνάει με τα παιδιά της λαθραία την διαχωριστική γραμμή και τον Γενάρη του 43 φτάνει στην Μασσαλία.Από εκεί τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου (οπότε καταλαβαίνουμε,ότι αυτοί οι δύο μήνες της αναμονής της συγγραφέως,στην Μασσαλία,ουσιαστικά περιγράφονται στο βιβλίο),επιβιβάζεται σε ένα φορτηγό πλοίο,γιά την Μαρτινίκα με συνεπιβάτες,μεταξύ άλλων,τον Μπρετόν,τον Σερζ και τον Λεβί-Στρως.Μετά από περιπέτειες δύο μηνών φτάνουν στην Ν.Υόρκη όπου της απαγορεύεται η είσοδος λόγω φακελώματος από το FBI,και μπαρκάρει γιά το Μεξικό όπου και τελικά αποβιβάζεται σώα και ασφαλης στο τέλος του Ιουνίου.

Καφκική ατμόσφαιρα,κινηματογραφική αφήγηση σε μιά σκοτεινή και πανέμορφη Μασσαλία στην οποία κάνουν ατελείωτες ανεμοδαρμένες βόλτες οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος.Σαν σε μία λιγότερο ρομαντική Καζαμπλάνκα ο αινιγματικός ήρωας του βιβλίου, συναντάει τον έρωτα του,την σύζυγο του ανθρώπου που οικειοποιήθηκε την ταυτότητα και η οποία δίνει ενδιαφέρον στην άσκοπη και ατέρμονη προσπάθεια διαφυγής του.
Η Σέγκερς όμως δεν δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην σχέση που αναπτύσσεται,ούτε στην περίεργη φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας.Περισσότερο την ενδιαφέρουν οι τύχες των απλών ανθρώπων,των οικογενειών που αρνούνται την βίζα γιά την Αμερική,διότι η ετοιμοθάνατη γιαγιά της οικογένειας δεν εξασφαλίζει βίζα γιά τον εαυτό της.Των ανθρώπων που έχουν έτοιμα όλα τα χαρτιά,αλλά σπάνε από την ατελείωτη αναμονή και θέλουν να γυρίσουν στο χωριό τους και στον βέβαιο θάνατο.

Σπαρακτικό χωρίς να είναι μελό,αυτό το πυκνογραμμένο μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα μιά φιλοσοφική μελέτη στο θέμα του «περάσματος» σε μιά άλλη χώρα,σε μιά άλλη κατάσταση.Αυτό το πέρασμα χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό,που μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα... Λύτρωση,υπέρβαση,διαφυγή,απόδραση ή και θάνατο.

Ένα σημαντικό βιβλίο,κατάθεση ψυχής και ανθρωπιάς,αισιόδοξο και γεμάτο αγάπη, αλλά ταυτόχρονα απαισιόδοξο και γεμάτο απελπισία , περιγράφει καταστάσεις τόσο ζωντανά και «παίζει» με τον αναγνώστη που νιώθει κάποιες στιγμές να βουλιάζει, στην σχεδόν θριλερική ατμόσφαιρα του βιβλίου.Ρέουσα μετάφραση (αλλά γιατί ο Μιστράλ δεν μεταφράζεται σε μαϊστράλι ή τραμοντάνα?),εξαιρετική έκδοση από την Άγρα,και πολύ καλή εισαγωγή από την Κ.Βολφ.