Τρίτη, Μαρτίου 25, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 25, 2014 | Permalink
ARAB JAZZ
Είναι τόσο σαγηνευτικό το πολάρ αστυνομικό μυθιστόρημα "Arab Jazz" (Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας 2012), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αγγ.Τσέλιου, σελ. 340), του Γαλλουαφρικανού συγγραφέα και ντοκιμαντερίστα Karim Miske (Ακτή Ελεφαντοστού,1962), που σε "υποχρεώνει" να βάλεις σε δεύτερο πλάνο την σχετικά μπερδεμένη πλοκή του και να επικεντρωθείς στην εξαιρετική του ατμόσφαιρα και στα (πολλά και μάλλον αδιέξοδα) ζητήματα που θέτει.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, Αχμέντ Ταρουντάν ονειροπολεί ως συνήθως μέσα στο φτωχικό και γεμάτο pulp αστυνομικά βιβλία, διαμέρισμά του όταν βλέπει το πτώμα της γειτόνισσας του Λορά, η οποία έμενε στο διαμέρισμα πάνω από το δικό του, να κρέμεται πάνω από το μπαλκόνι του. Ξυπνάει από τον λήθαργό του, τρέχει επάνω και βρίσκει την Λορά φρικτά κατακρεουργημένη με τελετουργικό τρόπο. Διαισθανόμενος ότι θα αποτελέσει τον κύριο ύποπτο φροντίζει να καθαρίσει τα χέρια του και τις σταγόνες αίματος που είχαν πέσει στο μπαλκόνι του προτού εμφανιστεί η αστυνομία.

Ο Αχμέτ ένας άνθρωπος καταθλιπτικός και μοναχικός, δεν έχει καμία επαφή με τους Μουσουλμάνους συμπατριώτες του στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού όπου κατοικεί. Για καιρό υπό ψυχιατρική αγωγή, την οποία έχει διακόψει, ζει με ένα επίδομα πρόνοιας και το μόνο που τον νοιάζει είναι η ανάγνωση αστυνομικών "μαύρων" μυθιστορημάτων. Η μοναδική του επαφή με τον "έξω κόσμο" ήταν η Λορά, η όμορφη αεροσυνοδός που προσπαθούσε να τον γοητεύσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τώρα αυτή η ίδια η Λορά κρέμεται σαν το σφαχτάρι κι εκείνος προσπαθεί να αφυπνισθεί για πρώτη φορά μετά από χρόνια.

Οι δύο αστυνομικοί που έχουν αναλάβει την υπόθεση, η όμορφη Εβραία Ρασέλ και ο μυστικοπαθής Ζαν καταλαβαίνουν με την πρώτη, ότι ο Αχμέντ δεν είναι ένοχος αλλά είναι η μόνη τους ελπίδα να καταλάβουν τι γίνεται στην γειτονιά.

"Τέρμα το αίσθημα ασφυξίας που τους κατέλαβε όταν μπήκαν στην γκαρσονιέρα. Το διαμέρισμα του Αχμέντ μοιάζει με ζώνη του λυκόφωτος και οι δυο αστυνομικοί νιώθουν εδώ ελεύθεροι να ψηλαφήσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Και να συναντηθούν εκεί. Δεν έχουν ανάγκη να το πούν, ξέρουν ότι ο Αχμέντ δεν είναι αυτός που αναζητούν. Διαισθάνονται, συγκεχυμένα, οτι στην έρευνα αυτής της υπόθεσης είναι τρείς, όχι δύο. Μια Εβραία ασκενάζι, ένας Βρετόνος χαμένος στον κόσμο του κι ένας Άραβας με οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Η ντριμ-τιμ του 19ου! Θα χρειαστεί, παρ'όλ'αυτά, να παίξουν το παιχνίδι των μπάτσων με τον ύποπτο."

Ο Μισκέ ξεπερνάει το αρχικό σοκ του αναγνώστη με το πολύ βίαιο (αλλά αρκετά κλισέ) έγκλημα των πρώτων σελίδων, εισάγοντας στην πλοκή του όσο περισσότερα στοιχεία μπορεί. Σαν να έχει μια τεράστια μαρμίτα και εκεί μέσα να ρίχνει υλικά. Μάρτυρες του Ιεχωβά (οι γονείς της δολοφονημένης) οι οποίοι είχαν ουσιαστικά αποκηρύξει την "αμαρτωλή" κόρη τους, σαλαφιστές μουσουλμάνοι φανατικοί και μη, ιμάμηδες και μουσικοί της ραπ, γνωστοί του Αχμέντ, Εβραίοι χασιδιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, όλοι με ένα σκοπό, την κυριαρχία και την υποταγή των "άλλων", των "άπιστων". Οι προσωπικές ιστορίες όχι μόνο των κεντρικών χαρακτήρων αλλά και αυτές των δευτερευόντων κυριαρχούν και είναι τρομακτικά ενδιαφέρουσες αφού εκεί ξετυλίγεται το κουβάρι του θρησκευτικού παραλογισμού. Όποιος προσπαθεί να διαφοροποιηθεί, να "ξεφύγει" πρέπει να τιμωρηθεί. Ο Αχμέντ είναι ένα "κακό σπυρί", όπως και η Λορά - εκείνη την πλήρωσε χάρη σε μια άτυχη στιγμή, ο ιδιόρρυθμος Αχμέντ αποτελεί τον ιδανικό ύποπτο, θα την πληρώσει κι αυτός;

Ο συγγραφέας αξιοποιεί την εμπειρία του ως κινηματογραφιστής, αφού τα ντοκιμαντέρ του μ'αυτό το θέμα, τον φανατισμό των θρησκειών ασχολούνται και το βιβλίο του έχει ρυθμό και ένα καταιγισμό πληροφοριών γύρω από δόγματα και εμμονές, φανατισμούς κάθε είδους και απόχρωσης. Το χρήμα όμως ενώνει τους πάντες και η εμφάνιση ενός καινούργιου και πανίσχυρου ναρκωτικού - προερχόμενου από την καρδιά μιάς από τις θρησκευτικές οργανώσεις στη Ν.Υόρκη, θα είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας που θα παρασύρει στο διάβα του όποιον βρεί.

Ο Μισκέ, αποτίει φόρο τιμής στον Ελρόι και το βιβλίο του "Λευκή Τζαζ" με αυτό του το μυθιστόρημα, που είναι αρκετά "μαύρο" όπως του μεγάλου (και πολύ αντιφατικού) Αμερικανού. Μέσα στην βία και τον παραλογισμό της ιστορίας, ξεπροβάλλει η ερωτική ιστορία του Αχμέντ και της Ρασέλ, του "τελειωμένου" μουσουλμάνου που ψάχνει κάπου να πιαστεί και της "σκληρής" και μοναχικής εβραίας όμορφης αστυνόμου, όπως ένα λουλούδι που ανθεί στην έρημο χαρίζοντας μια νότα αισιοδοξίας.


Στο θαυμάσιο μυθιστόρημα του Μισκέ, μπλέκονται οι ήχοι (το "σάουντρακ" είναι υπέροχο), οι μυρωδιές του πολυπολιτισμικού Παρισιού με τα πολυεθνικά ρεστωράν, τα ήθη κι έθιμα σε συνδυασμό με τον παραλογισμό των φανατικών και την βία που ελλοχεύει παντού. Η αφήγηση ακολουθεί έναν μουσικό ρυθμό και η ατμόσφαιρα σε κατακλύζει - στο τέλος καταλήγεις να μη προσέχεις και τόσο το ποιός και το γιατί , ενώ το κάπως βιαστικό φινάλε κλείνει κάπως απότομα την ιστορία, αλλά είπαμε, είναι ένα μυθιστόρημα που "τα γύρω-γύρω" έχουν μεγαλύτερη σημασία από την ιστορία την ίδια.


 
Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2014 | Permalink
Η τραγωδία ενός "ήρωα" της καθημερινότητας
Με την τραγωδία ενός καθημερινού ανθρώπου, ενός σύγχρονου "νεόπτωχου" έλληνα, ασχολείται ο πολύ καλός συγγραφέας Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, (Λάρισα,1970) στο ωραίο αλλά και ιδιαίτερα σκληρό, καινούργιο του μυθιστόρημα, "Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ", (Εκδ.Καστανιώτη, σελ.493), με το οποίο επανέρχεται με δυναμικό και εμφαντικό τρόπο στη λογοτεχνική σκηνή μετά από 6 χρόνια (δημιουργικής όπως φαίνεται) σιωπής. Ένα  βιβλίο απόλυτου ρεαλισμού, απεικόνιση της σημερινής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και τις επιπτώσεις της στην καθημερινότητα της ζωής της πόλης.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Αργύρης Τρίκορφος, είναι ένας από τους δεκάδες "αόρατους" ανθρώπους που συναντάμε στον δρόμο, στις στάσεις των μέσων μαζικής μεταφοράς, στο σουπερμάρκετ. Χαρακτηριστικά ο συγγραφέας δεν μας δίνει, ούτε καν ένα μικρό δείγμα της εμφάνισής του – σε κάποια συνομιλία μόνο διαπιστώνουμε ότι έχει «βάλει κιλά». Πενηντάρης και οικονομικά κατεστραμμένος μετά την πτώχευση της μικρής βιοτεχνίας κουμπιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, είναι πηγμένος στα χρέη και στις υποχρεώσεις. Νοικιάζει και δουλεύει ένα ταξί, μέσα στο οποίο περνάει το μεγαλύτερο ποσοστό της μέρας του, παλεύοντας για το μεροκάματο. Τα λιγοστά κέρδη και τα τρισμέγιστα οικονομικά βάρη, έχουν υποχρεώσει και την μέχρι πρότινος καλομαθημένη σύζυγό του να δουλεύει νυχτερινή βάρδια σε μια ψησταριά ενός κοινού τους φίλου, τυλίγοντας σουβλάκια. Έχουν αναγκαστεί να μετακομίσουν σε μικρότερο σπίτι - αφού χάσανε ότι είχαν και δεν είχαν - , τα παιδιά να πάνε σε δημόσιο σχολείο, να μετράνε και το τελευταίο ευρώ για να ξεπληρώσουν κάποτε (και αν) τους τοκογλύφους από τους οποίους δανείστηκαν.

Ο Αργύρης με το ταξί κινείται νυχθημερόν σε μια πόλη που βρίσκεται σε κατάσταση υστερίας και παρακμής, οχι μόνο οικονομικής αλλά και ενός συστήματος αξιών που έστω επιφανειακά επικρατούσε. Ακούει τους επιβάτες, κάποιες φορές συζητάει μαζί τους, συμμετέχει στους προβληματισμούς τους. Από την άλλη, όταν γυρίζει σπίτι, δεν έχει δύναμη για τίποτα. Αποξενωμένος πλέον (μετά την συσσώρευση των οικονομικών προβλημάτων) από τη γυναίκα του, χωρίς δίαυλο επικοινωνίας με την έφηβη κόρη του, ο Αργύρης νιώθει (και είναι) ένας άνθρωπος που ασφυκτιά υπό τον όγκο της αμείλικτης καθημερινότητας και της αβάσταχτης ένδειας την οποία είναι υποχρεωμένος πλέον να βιώνει.

Ώσπου μια μέρα, ανακαλύπτει μέσα στο αυτοκίνητο ξεχασμένο ένα τσαντάκι, το οποίο περιέχει γύρω στα 350000 (τριακόσιες πενήντα χιλιάδες) ευρώ. Ο Αργύρης τρελαίνεται, είναι το ποσόν που όχι μόνο θα λύσει όλα του τα προβλήματα, αλλά θα του επιτρέψει να ξαναρχίσει τη ζωή του, να ξεχρεώσει τους δανειστές του, να αναπνεύσει ξανά. Αλλά για εκείνον, ουσιαστικά, δεν υπάρχει δίλημμα,  χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, τα χρήματα επιστρέφονται στο αστυνομικό τμήμα μήπως βρούν τον αφηρημένο και ξεχασιάρη κάτοχό τους και μπροστά στον εμβρόντητο (και σκανδαλισμένο) αστυνόμο, ο Αργύρης χωρίς "να κουνήσει βλέφαρο" παραδίδει ένα ποσόν που θα "κόλαζε και Άγιο". Σύντομα (σχεδόν την επόμενη μέρα), τα "τσακάλια" του τηλεοπτικού ρεπορτάζ πληροφορούνται το νέο, και ο Αργύρης προτού προλάβει να πει κάτι στην σύζυγό του, εμφανίζεται στον τηλεοπτικό φακό προβεβλημένος ως πρότυπο τιμιότητας και συνέπειας.

Από εκείνη τη στιγμή, ο ανύποπτος (και κάπου αφελής) Αργύρης θα ζήσει έναν εφιάλτη. Η σύζυγος του τον διώχνει από το σπίτι, οι τοκογλύφοι πιστωτές του ζητάνε άμεση εξόφληση των χρωστούμενων, όλοι γενικώς τον αντιμετωπίζουν είτε ως ούφο και γραφικό μαλάκα, είτε ως κάποιον που έχει πολλά χρήματα «καβατζωμένα» και  που έχει την άνεση να επιστρέφει ένα τέτοιο ποσό πίσω. Ο Αργύρης συνεχίζει την ζωή του, παλεύοντας με το ταξί στους δρόμους, προσπαθώντας να πείσει για την λογική της πράξης του, απευθυνόμενος σε ώτα μη ακουόντων, δεχόμενος τη μια σφαλιάρα, ψυχολογική και εν πράξει, κατρακυλώντας και βυθιζόμενος ακόμα περισσότερο στη δίνη των προβλημάτων του.

"Ηξερε ότι πολλά δεν πήγαιναν καλά. Στους δρόμους ήταν όλη μέρα. Τούτο όμως ξεπερνούσε και την πιο μαύρη απ' τις μαύρες σκέψεις του. Αν το άκουγε από άλλον και δεν το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια, δύσκολα θα το πίστευε. Και δεν ήταν το πρώτο κρούσμα βίας που έβλεπε απ' το πρωί. Μέσα σε μισή μέρα είχε δεί να ξυλοκοπούνται τρείς άνθρωποι. Νωρίς, στο φανάρι μπροστά στην πλατεία Μεταξουργείου, μετά από ένα ασήμαντο ατύχημα, δύο οδηγοί προσπαθούσαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον. Αργότερα, έξω από ένα χασάπικο στην Πετρούπολη, δύο άλλοι άντρες - άγνωστο για ποιό λόγο - προσπαθούσαν επίσης να αλληλοεξοντωθούν με κλοτσιές και μπουνιές και λίγο μετά, περνώντας απ' την πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ολόκληρη συμμορία αγοριών να ποδοπατά έναν μικροπωλητή, ενώ οι γύρω καφετέριες ήταν γεμάτες κόσμο. Που θα έβγαζε όλο αυτό; Και έπειτα πότε και πως ξεκίνησε τούτο το κακό; Γιατί δεν ήταν πάντα έτσι. Αναμμένα φυτίλια κυκλοφορούσαν ανέκαθεν, μα τόσο πολλούς κανίβαλους δεν είχε δει ποτέ αυτή η πόλη. Τι έφταιξε και χάλασαν όλα; Και τώρα που έμοιαζε πια κανονικό το αλληλοφάγωμα, γινόταν άραγε να σταματήσει η κατρακύλα;"


Ο Τζαμιώτης, δεν χαρίζεται σε κανέναν, στην κοινωνία, στον ήρωά του δε ακόμα περισσότερο – του φέρεται με σκληρότητα, τον ταλαιπωρεί σε βαθμό αφάνταστο. Δημιουργεί έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα στέρεο και δυνατό που θα μείνει στο μυαλό του αναγνώστη για καιρό. Με γλώσσα απλή και με σαφήνεια, παρακολουθεί τον ήρωά του σε έναν αγώνα αδιέξοδο. Εξ'αρχής προτάσσεται το ηθικό δίλημμα - "εσύ τι θα έκανες σε μια τέτοια περίπτωση;" Για τον Αργύρη δεν υπήρχε αυτό το ερώτημα. Ήταν θέμα λεβεντιάς και μιας ιδιαίτερης αίσθησης του καθήκοντος, οπότε θεωρεί την ενέργειά του "φυσιολογική" και πραγματικά εκπλήσσεται από τις αντιδράσεις των άλλων. Οι «άλλοι» όμως είναι οι δίπλα μας, είμαστε «εμείς», είναι το κοινωνικό σύνολο που δεν αντέχει και δεν ανέχεται συμπεριφορές που ξεχωρίζουν από τη μάζα. Ο Αργύρης πηγαίνει «κόντρα στο ρεύμα», είναι «το άσπρο πρόβατο, σε ένα κοπάδι μαύρων προβάτων» - και γι’αυτό πρέπει να τιμωρηθεί από αυτόν τον κόσμο της λαμογιάς και της κομπίνας.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται μέσα σε ένα χρονικό διάστημα ενός δεκαπενθημέρου και ολοκληρώνεται με τα γεγονότα του καλοκαιριού, του 2011 στο Σύνταγμα. Ο έτερος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η πόλη, η Αθήνα που υποφέρει από μια πρωτόγνωρη κρίση, οικονομική και όχι μόνο. Οι σκηνές στους δρόμους, η βία σωματική και λεκτική είναι έντονη στο βιβλίο και ο ρεαλισμός της γραφής την επιτείνει σε βαθμό πνιγηρό. Η δύναμη του βιβλίου και η επίδρασή του είναι τέτοια που πολλές φορές  νιώθεις να παρακολουθείς μια ταινία του Οικονομίδη, με τους ήρωες στα πρόθυρα παράκρουσης.

"Η πόλη και η σιωπή" είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, από τα καλύτερα του Τζαμιώτη, που έχει έναν κεντρικό χαρακτήρα από τους πιο συμπαγείς και ευδιάκριτους στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Γραμμένο σε ένα δυναμικό και πιο παρορμητικό ύφος που δεν μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας στα προηγούμενα έργα του, θέτει συνεχώς ερωτήματα, και απαιτεί την συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος δεν μπορεί να μείνει απαθής μπροστά σ' αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά του. Θα μπορούσε να ήταν περιορισμένη η έκτασή του μυθιστορήματος, κατά το 1/3 περίπου, αφού πολλές σκηνές και διάλογοι επαναλαμβάνονται, αλλά, ίσως αυτό να λειτουργεί τελικά υπέρ της τελικής αίσθησης που αφήνει στον αναγνώστη η ιστορία. Το κινηματογραφικό και γρήγορο στυλ του μυθιστορήματος σε παρασέρνει σ'αυτό το μοναχικό ταξίδι του ήρωα μέσα στην φλεγόμενη πόλη και σε μια ζωή που «πάντα κάτι λείπει», όπως είναι και η αρχική πρόταση του βιβλίου.

_____________________________________________________

Ακούστε την συζήτηση που είχα με τον Κων/νο Τζαμιώτη σχετικά με το βιβλίο στο podcast της εκπομπής, Booktalks@Amagi radio το Σάββατο 15/3. Η συζήτηση αρχίζει μετά την 1η ώρα της εκπομπής. Καλή ακρόαση.


 
Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 12, 2014 | Permalink
Ο Κλόουν κι ο Κατάσκοπος
Κάτι μεταξύ παρωδίας και υπαρξιακού δράματος, το θαυμάσιο, καινούργιο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου (Αθήνα,1957), με τίτλο «ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ», (Εκδ.Πατάκη, σελ.318), έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος,  εκτυλισσόμενο σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εποχές της παγκόσμιας ιστορίας όπου το γέλιο ήταν καταδικαστέο και το δράμα περίσσευε.

Ο ήρωας του βιβλίου για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, φοράει μια «μάσκα», ένα «προσωπείο». Κυκλοφορεί παντού ντυμένος ως κλόουν. Και αν αυτό σήμερα θα φάνταζε απλά εκκεντρικό, πως θα ήταν άραγε αν το έκανε κάποιος στην Σταλινική Ρωσία;
Ο Πραβιέν γεννιέται στο Μουρμάνσκ, μια πόλη της βορειοδυτικής Ρωσίας – κοντά στα σύνορα με την Φινλανδία, λίγα χρόνια μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Στα τέλη της δεκαετίας του 30 βλέπει τον πιστό κομμουνιστή πατέρα του να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται για ασαφείς λόγους, την μητέρα του να τρελαίνεται και λίγο αργότερα την μικρότερη αδερφή του να το σκάει μαζί με έναν συμμαθητή της. Έχοντας επισκεφθεί στην παιδική του ηλικία, το τσίρκο του Λένινγκραντ ενθουσιάζεται με τους κλόουν, και το στυλ τους, του γίνεται έμμονη ιδέα όπως άλλωστε και η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας.

Στο Λένινγκραντ σπουδάζει Χημικός Εδαφολόγος  στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και ταυτόχρονα μαθαίνει την τέχνη του κλόουν αφού μια από τις πρώτες επιλογές του μόλις έφτασε εκεί ήταν να βρει το τσίρκο που τόσο τον είχε εντυπωσιάσει όταν ήταν μικρός. Ο πόλεμος έχει τελειώσει και το νέο Σοβιετικό κράτος χτίζεται ξανά, μέσα από τα ερείπιά του. Ο αφελής και «αλαφροϊσκιωτος» Πραβιέν υπηρετεί στο Πυροβολικό και ταυτόχρονα εντάσσεται χάριν της ειδικότητάς του, σε μια ομάδα που αναζητά «Σπάνιες Γαίες», μέταλλα δηλαδή γαιώδους μορφής, εξαιρετικά σπάνια χημικά στοιχεία. Εκεί γνωρίζει την Ντάρια Πλατόνοβα, μια γυναίκα μεγαλύτερή του, μικροβιολόγο στο επάγγελμα, που μικρή ήταν ακροβάτισσα στο τσίρκο του Λένινγκραντ και την είχε δεί όταν αυτό είχε επισκεφθεί το Μουρμάνσκ. Με την Ντάρια θα ζήσουν έναν θυελλώδη έρωτα. Ο Πραβιέν πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει ότι είναι ζωντανός και για πρώτη φορά βρίσκεται κάποιος να του ανατρέψει ορισμένα από αυτά που θεωρούσε δεδομένα, που πίστευε τυφλά.

« «Πραγματικά», μια μέρα είχε πει κάτι αλλόκοτο – «Οι ιδέες που θριαμβεύουν, Πράβιουσκα, οδηγούνται στον αφανισμό τους» - και πολύ καιρό αργότερα είχε πει κάτι που δεν ταίριαζε στην ηλιόλουστη ιδιοσυγκρασία της. «Άμα κοιμάσαι με γουρούνια, το πρωί θα μυρίζεις γουρουνίλα»· σπάω ακόμα το κεφάλι μου να καταλάβω τι εννοούσε. Μήπως με παρομοίαζε με γουρούνι; Ό,τι κι αν εννοούσε, την αγαπούσα. Το πρωί, όταν ξυπνούσα μετά από οχτώ ώρες ήρεμου ύπνου, το πρόσωπό της έφεγγε· η αναπνοή της ήταν ευχάριστη και τα μάτια της δεν ήταν πρησμένα…Καμιά φορά ευχόμουν να κάνει κάτι ή να γίνει κάτι ώστε να τη σιχαθώ, ή έστω κάτι που να δείχνει πως είναι ένα χαζοκόριστο σαν τα άλλα.»

Η Ντάρια όμως συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο Πραβιέν είναι κι αυτός ύποπτος και πρέπει να αποδείξει την «αθωότητά του», η επιλογή είναι μονόδρομος, πρέπει να συμμετάσχει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Βρίσκεται μία από τις μοιραίες σφαίρες που την σκότωσαν μέσα στο όπλο του; Δεν θα το μάθει ποτέ. Αλλά από εκείνη τη μέρα, επιλέγει να κυκλοφορεί ντυμένος και βαμμένος ως κλόουν. Την αρχική έκπληξη των συναδέλφων του, διαδέχεται η σιωπηρή και αμήχανη αποδοχή. Κάνει κανονικά την δουλειά του, ταξιδεύει με την ομάδα του αναζητώντας «σπάνιες γαίες» στα βάθη της Σιβηρίας με τη στολή του κλόουν. Στις πόλεις διοργανώνει παραστάσεις, διασκεδάζοντας τους μουζίκους, τους χωρικούς. Φθάνει μέχρι το σημείο να τον καλέσει ο ίδιος ο Στάλιν στο σπίτι του για να διασκεδάσει τους συνδαιτημόνες του στα γενέθλιά του λίγο καιρό πριν πεθάνει.

Οι αναζήτηση «σπάνιων γαιών» εντάσσεται στο πυρηνικό πρόγραμμα των Σοβιετικών οι οποίοι θεωρούν ότι η ανακάλυψη σπάνιων πετρωμάτων θα βοηθήσει στην τελειοποίηση των πυραύλων τους. Εκείνη την εποχή, αυτομολεί στην ΕΣΣΔ, ο διάσημος κατάσκοπος Γκάυ Μπέρτζες και ο Πραβιέν ως αγγλομαθής γίνεται ο κατά κάποιο τρόπο σύνδεσμός του με το καθεστώς. Στην αρχή θεωρούν ότι ο Μπέρτζες γνωρίζει για το αμερικανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά γρήγορα διαπιστώνουν τις λίγες γνώσεις του πάνω στο θέμα. Η γνωριμία του όμως μ’αυτόν, τον τόσο διαφορετικό από εκείνον άνθρωπο, τον «ομοφυλόφιλο, αριστερό της πολυθρόνας», θα αλλάξει τη ζωή του Πραβιέν και τον τρόπο σκέψης του, θα τον μετατρέψει σε έναν άλλον άνθρωπο.

«Σε μερικά ο Γκάυ έμοιαζε μ’εμένα. Ήμασταν κι οι δυο μας απόβλητοι, ο καθένας με τον τρόπο του: ο Γκάυ ήταν ομοφυλόφιλος, εγώ ήμουν κλόουν, «ασταθής», «ψυχωσικός», με «ανώδυνη μορφή σχιζοφρένειας». (Ανώδυνη για τους άλλους, όχι για μένα – το ξαναλέω.) Εκείνος, μετά από λαμπρές σπουδές, είχε καταλήξει κατώτερο στέλεχος της KGB – εγώ μετά μέτριες σπουδές είχα καταλήξει απλό μέλος του ΚΚΣΕ και του ρωσικού τσίρκου. Είχαμε άραγε καταστρέψει τα μικρά μας ταλέντα και την ακεραιότητά μας; Είναι άραγε ταλέντο το κλοουνίκι;»


Το βιβλίο της Τριανταφύλλου είναι η κωμικοτραγική ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκεται στη δίνη της ιστορίας. Πως βιώνει κανείς αυτή την κατάσταση, αυτό το σφίξιμο το καθημερινό, να ισορροπείς πάνω σε τεντωμένο σχοινί; Η συγγραφέας αποδίδει με γλαφυρό τρόπο, την βαριά ατμόσφαιρα της φριχτής καθημερινότητας σε μια τρομαγμένη κοινωνία. Ο Πραβιέν αφελής και ευκολόπιστος, θαυμάζει τον Στάλιν, φιλάει την εικόνα του – το ίδιο έκανε κι ο πατέρας του που του΄γραφε ποιηματάκια. Με το που αρχίζει να ζει λίγο διαφορετικά, να αναπνέει τρώει την μεγάλη κατραπακιά, καθώς όχι μόνο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος που αγαπάει, αλλά για να αποδείξει την πίστη του στο καθεστώς βρίσκεται να συμμετέχει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η στολή του κλόουν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η άμυνά του, η άρνησή του να δει τον καθρέφτη, τον εαυτό του. Πίσω από την μεταμφίεση αισθάνεται ασφαλής, ένας άλλος – μια κάποια αντίσταση; Ή μια γελοιοποίηση της δομής ενός καθεστώτος που δεν ξέρει πως ν’αντιδράσει απέναντι σε μια τέτοια παλαβομάρα;

Από την άλλη, ίσως το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο του βιβλίου, ο έτερος ήρωας του μυθιστορήματος, ένα αληθινό και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ιστορικά πρόσωπο, ο Γκάυ Μπέρτζες που αυτομολεί χωρίς να γνωρίζει γιατί το κάνει και που πάει. Από τα μεγαλοαστικά σαλόνια θα βρεθεί στην φτωχική γκαρσονιέρα της Μόσχας, απομονωμένος και εμφανώς ενοχλητικός καταλήγει να ζεί με τις αναμνήσεις του παρελθόντος, γραφική φιγούρα.

Αυτοί οι δύο δυστυχισμένοι και γκροτέσκοι τύποι, συνθέτουν ένα έξοχο μυθιστορηματικό δίδυμο, σαν ένα κομμάτι μιας υπερβολικής μεν, αλλά γοητευτικής σατιρικής ταινίας. Ονειρεύονται παραδείσους που δεν υπάρχουν, ο ένας μέσα από την αγγλική λογοτεχνία που διαβάζει, μέσα από τις ιστορίες της Έλιοτ και της  Ώστιν, τον παράδεισο της Δύσης, ο άλλος έβλεπε τον κομμουνισμό και την Σοβιετική Ένωση ως ένα είδος γης της επαγγελίας, υποταγμένος στην «μόδα της δεκαετίας του ‘30» στα Αγγλικά σαλόνια. Και οι δύο συντρίβονται, αδύναμοι, «μικρά ψάρια σε μεγάλες γυάλες».

Οι «Σπάνιες γαίες» είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, από τα καλύτερα της Σ.Τριανταφύλλου με έξοχη ατμόσφαιρα και με ένα ύφος που αιωρείται συνεχώς μεταξύ παρωδίας, σάτιρας και δράματος χωρίς να μπορεί κανείς να το κατατάξει σε κάποιο από αυτά. Τα πραγματολογικά στοιχεία συνδυάζονται αρμονικά με την μυθοπλασία και η εξαιρετική ικανότητα της συγγραφέως στην αφήγηση (κάτι που την χαρακτηρίζει ακόμα και στα λιγότερο επιτυχημένα έργα της), και η επιδέξια αποφυγή κάθε ίχνους διδακτισμού, μας προσφέρουν ένα καλοκουρδισμένο μυθιστόρημα γεμάτο ανθρωπιά και τρυφερότητα.

«Χρόνια αργότερα, όταν του έκανα την ερώτηση «Πως σου φαίνεται τελικά η Σοβιετική Ένωση;» απάντησε: «Σκουριά και μπογιά, Πράβιουσκα…Μπογιά και σκουριά. Πως μου φαίνεται η Σοβιετική Ένωση! Ντοσιέ, γκρίζοι φάκελοι, κι άλλοι γκρίζοι φάκελοι με κόκκινες κορδελίτσες – απόρρητα έγγραφα! -, σφραγίδες, μαύρα μανικέτια, φήμες και κουτσομπολιά…Σκουριά και μπογιά…
-Νόμιζα ότι σου άρεσαν τα κουτσομπολιά, είπα.
-Μ’αρέσει το κουτσομπολιό, Πραβιέν, απάντησε κοφτά. Όχι τα κουτσομπολιά.

Δεν ήθελα ν’ακούσω άλλο· φοβόμουν τα μικρόφωνα στο διαμέρισμα αλλά κυρίως φοβόμουν μήπως πληγωθώ. Προπάντων φοβόμουν να μάθω τις μύχιες, αντισοβιετικές σκέψεις του Γκάυ. «Δεν είναι καθόλου αυτό που θέλαμε» έλεγε ο Γκάυ. «Καθόλου. Είναι σχεδόν αυτό που δεν θέλαμε».»


 
Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014 | Permalink
Ο χάρτης και η επικράτεια
Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η αναγνωστική μου σχέση με τον προκλητικό Γάλλο συγγραφέα Michel Houellebecq (Ρεϋνιόν,1956), ήταν μάλλον κακή. Έχοντας διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, τον είχα απορρίψει μέσα μου αρνούμενος να διαβάσω πλέον οτιδήποτε κι αν εξέδιδε. Τα καλά λόγια που άκουγα τα τελευταία 2 χρόνια για το μυθιστόρημά του, "Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ" ("La carte et le territoire"), (Εκδ. Εστία, μετάφρ. Λ.Σιπητάνου, σελ.419), αλλά και η συζήτηση για το συγκεκριμένο βιβλίο, με έναν γνωστό εκδότη (ο οποίος έτρεφε τα ίδια συναισθήματα για τον συγγραφέα γύρω από τα παλαιότερα βιβλία του), με ώθησαν στην ανάγνωσή του και οφείλω να ομολογήσω ότι όσοι το εκθείαζαν, είχαν δίκιο. Είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, "Ο χάρτης και η επικράτεια" - απλά  εξαιρετικό, το οποίο σε διαποτίζει με την ελεγειακή ατμόσφαιρα που το κατακλύζει δείχνοντας τις μεγάλες δυνατότητες ενός συγγραφέα να σε κρατάει καθηλωμένο για τόσες πολλές σελίδες χωρίς ουσιαστικά πλοκή στην ιστορία που αναπτύσσει.

Διότι η πλοκή (ή πιο σωστά, η απουσία της) δεν επηρεάζει καθόλου την απόλαυση που σου προσφέρει το μυθιστόρημα. Ο ήρωας του βιβλίου, ο καλλιτέχνης Ζεντ Μαρτέν είναι ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες ή δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου. Ο πατέρας του, ο επιτυχημένος αρχιτέκτονας Ζαν-Πιέρ Μαρτέν, ο οποίος δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την (αναίτια) αυτοκτονία της συζύγου του (και μητέρας του Ζεντ) από τη μια και που, από την άλλη, ένιωθε ότι είχε προδώσει τα ιδανικά του για μια ποιητική αρχιτεκτονική γνωρίζοντας μεγάλη οικονομική επιτυχία κατασκευάζοντας παραθεριστικές κατοικίες. Πολύ μόνος και απογοητευμένος από τη ζωή του είναι και ο διάσημος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ (!!), ο οποίος δεν γράφει πλέον αποτραβηγμένος σε ένα εξοχικό σπίτι στην Ιρλανδία και του οποίου η ζωή θα συνδεθεί με μοιραίο τρόπο με αυτή του Ζεντ. Κουρασμένος και απογοητευμένος είναι και ο αστυνομικός Ζασελέν, ο οποίος αναλαμβάνει να επιλύσει έναν πραγματικό γρίφο στο τελευταίο (συγκλονιστικό) κομμάτι του βιβλίου.

Ας επικεντρωθούμε όμως στον Ζεντ Μαρτέν. Η επιτυχία ήρθε γρήγορα και ουσιαστικά άκοπα στη ζωή του, δίνοντάς του το δικαίωμα να κάνει μεγάλη περιουσία με το μίνιμουμ της προσπάθειας. Σπουδάζοντας στην σχολή Καλών Τεχνών αφοσιώθηκε στην Φωτογραφία. Μέσω της τέχνης του ήθελε να κάνει "μια αντικειμενική περιγραφή του κόσμου" και στην αρχή οι φωτογραφίες του απλά του απέφεραν ένα αξιοπρεπές εισόδημα. Όταν όμως έπιασε στα χέρια του μερικούς χάρτες της Μισελέν, κάτι άλλαξε μέσα του και άρχισε μανιωδώς να κάνει αυτό: να φωτογραφίζει οδικούς χάρτες της Μισελέν δίνοντάς τους μια άλλη, ποιητική διάσταση. Η γνωριμία του (και ο αναπόφευκτος έρωτας) με την εκθαμβωτικής ομορφιάς Ρωσίδα Όλγα, η οποία εργαζόταν ως στέλεχος στην ανωτέρω εταιρία, του ανοίγει τις πόρτες της επιτυχίας και της αναγνώρισης, αφού η (πολυεθνική πλέον) Μισελέν γίνεται χορηγός της τέχνης του, διοργανώνει μια μεγάλη έκθεση των περίπου 800 φωτογραφιών του, η οποία σημειώνει τεράστια καλλιτεχνική αλλά και οικονομική επιτυχία.

"Την είσοδο της αίθουσας έκλεινε ένα μεγάλο πανό, αφήνοντας στο πλάι περάσματα των δύο μέτρων, όπου ο Ζεντ είχε κρεμάσει δίπλα-δίπλα μια δορυφορική φωτογραφία τραβηγμένη γύρω από την κορυφή Γκραν Μπαλόν και τη μεγέθυνση ενός χάρτη Μισελέν "Διαμερίσματα" της ίδιας περιοχής. Η αντίθεση ήταν εντυπωσιακή: ενώ η δορυφορική φωτογραφία το μόνο που παρουσίαζε ήταν μια σούπα από λίγο πολύ ομοιόμορφες αποχρώσεις του πράσινου, διάστικτη με θολές μπλε κηλίδες, στον χάρτη αναπτυσσόταν ένα σαγηνευτικό, λεπτομερές σχέδιο με τους επαρχιακούς δρόμους, τις γραφικές διαδρομές, τα σημεία της θέας, δάση, λίμνες και φαράγγια. Πάνω από αυτές τις δύο μεγεθύνσεις, με μαύρα κεφαλαία γράμματα υπήρχε ο τίτλος της έκθεσης: "Ο ΧΑΡΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΙΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ"."

Σύντομα η ευτυχισμένη σχέση με την Όλγα τελειώνει, αφού, εκείνη γυρίζει στην χώρα της να αναλάβει το εκεί παράρτημα του Ομίλου και ο Ζεντ στην πιο επικερδή φάση της καριέρας του, κάνει στροφή, παρατάει την Φωτογραφία και αρχίζει να ζωγραφίζει "επαγγέλματα που χάνονται" κατ'αρχήν, για να περάσει στην ζωγραφική απεικόνιση εκπροσώπων διαφόρων σύγχρονων επαγγελμάτων και σε δεύτερη φάση, σε μεγαλύτερες συνθέσεις όπως ο πίνακας "Ο Μπιλ Γκέιτς και ο Στιβ Τζομπς συνομιλούν για το μέλλον της πληροφορικής". Στην έκθεση όπου θα παρουσιαστούν τα έργα του, ο Ζεντ επιθυμεί τον πρόλογο στον κατάλογο να τον γράψει ο διάσημος (και επιτυχημένος) συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ - τον προσεγγίζει, εκείνος δέχεται και εκτός της αμοιβής, ο Ζεντ αποφασίζει να του χαρίσει και μια προσωπογραφία που του έφτιαξε. Η έκθεση σημειώνει τεράστια επιτυχία, οι πίνακες γίνονται περιζήτητοι στην αγορά της Τέχνης, αλλά ο ίδιος ο Ζεντ αισθάνεται πιο μόνος από ποτέ. Θα χαρίσει στον (μάλλον αδιάφορο προς όλα αυτά) Ουελμπέκ, την προσωπογραφία που του έφτιαξε, ένα δώρο 750.000 ευρώ (όπως χαρακτηριστικά του λέει ο διοργανωτής της έκθεσής του) και μαζί του θα έχει μια πολύ ουσιαστική συζήτηση περί Τοκβίλ και Ουίλιαμ Μόρις. Θα ήταν η αρχή μιας υπέροχης φιλίας αν ο γνωστός συγγραφέας δεν βρισκόταν (κυριολεκτικά) τεμαχισμένος λίγες μέρες αργότερα.

"Βγήκε στο Μονταρζίς-Ουέστ, στάθμευσε πενήντα μέτρα πριν τα διόδια, σχημάτισε τον αριθμό του συγγραφέα, το άφησε να χτυπήσει καμιά δεκαριά φορές και το έκλεισε. Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί, ο ουρανός είχε ένα γαλακτώδες λευκό χρώμα πάνω από το χιονισμένο τοπίο. Τα υπόλευκα κουβούκλια του σταθμού διοδίων συμπλήρωναν αυτό το διακριτικό κονσέρτο ανοιχτών τόνων. Βγήκε και τον χτύπησε το κρύο, πιο ζωηρό απ'ότι στην αστική περιοχή· περιφέρθηκε λίγα λεπτά στην άσφαλτο του πάρκινγκ. Βλέποντας το κουτί από τιτάνιο που είχε προσαρμόσει στην οροφή του αυτοκινήτου του, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να διαβάσει Ουελμπέκ τώρα που όλα είχαν τελειώσει. Τώρα που είχε τελειώσει τι; Την ίδια στιγμή που έκανε την ερώτηση, την απαντούσε κιόλας και κατάλαβε ότι ο Φραντς είχε δίκο: Ο "Μισέλ Ουελμπέκ, συγγραφέας" θα ήταν ο τελευταίος του πίνακας. Ασφαλώς είχε ακόμα ιδέες για πίνακες, ονειροπολήσεις για πίνακες, όμως ποτέ πια δεν θα ένιωθε την απαραίτητη ενέργεια ή ώθηση για να τους δώσει μορφή. Πάντα μπορούμε, του είχε πει ο Ουελμπέκ όταν αναφέρθηκε στην καριέρα του ως μυθιστοριογράφου, να κρατάμε σημειώσεις, να προσπαθούμε να παρατάξουμε φράσεις. Όμως για να ξεκινήσουμε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος πρέπει να περιμένουμε την εμφάνιση ενός αυθεντικού πυρήνα αναγκαιότητας. Δεν αποφασίζουμε ποτέ μόνοι μας τη συγγραφή ενός βιβλίου, είχε προσθέσει. Το βιβλίο, κατά την άποψή του, ήταν σαν ένα κομμάτι μπετόν που αποφασίζει να πήξει και οι δυνατότητες δράσης του συγγραφέα περιορίζονταν στο γεγονός ότι είναι εκεί και περιμένει, σε μια αγωνιώδη αδράνεια, να ξεκινήσει η διαδικασία από μόνη της. Εκείνη τη στιγμή ο Ζεντ κατάλαβε ότι η αδράνεια ποτέ πια δεν θα του προκαλούσε άγχος και η εικόνα της Όλγας επέστρεψε και αιωρήθηκε μέσα στη μνήμη του σαν το φάντασμα μιας ημιτελούς ευτυχίας - εάν μπορούσε θα προσευχόταν για εκείνη. Μπήκε στο αυτοκίνητό του, ξεκίνησε απαλά προς την κατεύθυνση των διοδίων, έβγαλε την κάρτα του για να πληρώσει."

Το μυθιστόρημα του Ουελμπέκ είναι πολυεπίπεδο και βαθιά φιλοσοφικό ενώ έχει αυτή την υπνωτιστική ατμόσφαιρα, η οποία σε τυλίγει μέσα του, σε παρασέρνει. Αποφεύγοντας τις προκλήσεις και τους εντυπωσιασμούς των προηγούμενων βιβλίων του και τις πολύ ρεαλιστικές σεξουαλικές περιγραφές, ο συγγραφέας αναπαριστά έναν κόσμο τεχνητό και ψεύτικο, ανούσιο και επιφανειακό, όπου ο μέσος άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο από καταναλωτής εικόνων και προϊόντων, καλωδιωμένο άβουλο ον, που υπακούει στις προσταγές του μέσου όρου. Ακατάπαυστο name-dropping καλλιτεχνών, συγγραφέων, μαγαζιών, γκουρμέ ρεστωράν, η αφήγηση ρέει και η στυλιστική πρόζα του Ουελμπέκ αναδεικνύεται στο υπέροχο αυτό βιβλίο, ενώ η σάτιρα και το χιούμορ τσακίζουν παρά την έντονα μελαγχολική ατμόσφαιρα.

Ο πατέρας που βλέπει ότι δεν του μένει πολύ ζωή και θέλει να αυτοκτονήσει, ο Ζεντ που είναι ένας άνθρωπος αποξενωμένος, και καταλήγει να μιλάει στον λέβητά του ευρισκόμενος συνεχώς στα όρια της κατάθλιψης, ο Ουελμπέκ που ζει στη φάρμα της Ιρλανδικής εξοχής, άπλυτος και ατημέλητος σε μια κατάσταση πλήρους αδιαφορίας για όλους και όλα και εκεί που γυρίζει στο χωριό που γεννήθηκε και επιτέλους φαίνεται να ζει ήρεμος κατακρεουργείται, ο αστυνόμος, έρημος, βαρύς και μόνος, η αυτοκτονία της μάνας που σημαδεύει τη ζωή του Ζεντ, η μοιραία Όλγα, η μόνη γυναίκα που τον αγάπησε και που κι εκείνος ερωτεύθηκε με πάθος αλλά από τη μια οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης (αφού η Όλγα φεύγει για το γραφείο της Μισελέν στη Μόσχα) από την άλλη η συναισθηματική του αναπηρία τον οδηγούν στην απομάκρυνση από αυτήν.

Το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα κλείνει σε μια Ευρώπη στα μέσα του 21ου αιώνα, μια Ευρώπη του μέλλοντος, όπου ο Ζεντ πάμπλουτος και υπέργηρος πλέον ζώντας σε μια απομονωμένη έπαυλη ενός χωριού, αποτραβηγμένος από τον κόσμο διαπιστώνει ότι ζει σε μια κοινωνία που επιστρέφει στην αγροτική παραγωγή, όπου οι αστοί επιστρέφουν με επιχειρηματικές ιδέες στα χωριά και στις μικρές πόλεις και όπου οι βιομηχανικοί κολοσσοί έχουν πλέον καταρρεύσει και το ογκώδη εργοστάσια είναι κουφάρια που ελάχιστα θυμίζουν ένα ένδοξο παρελθόν. Τα "επαγγέλματα" που είχε ζωγραφίσει έχουν πλέον εξαφανιστεί - το φινάλε του βιβλίου είναι ένας σαγηνευτικός στοχασμός πάνω στην φθαρτότητα της φύσης και των πραγμάτων.


Διάλογος της τέχνης με τη ζωή, της ίδιας της φύσης της τέχνης, και του ρόλου του χρήματος με τις αξίες των "έργων τέχνης" να καθορίζονται από μόδες και φούσκες. Ο Ουελμπέκ ειρωνικός και καυστικός, σατυρικός και μελαγχολικός δεν διστάζει να διακωμωδήσει τα πάντα και κυρίως τον εαυτό του. Ο ήρωας του, αυτός ο μονήρης και ιδιόρρυθμος Ζεντ (που μοιάζει περισσότερο στην εικόνα που έχουμε για τον συγγραφέα παρά ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο του), γίνεται συμπαθής, καθώς ισορροπεί αιωνίως μεταξύ ζωής και αποχής από αυτήν. Ένα ελεγειακό και ατμοσφαιρικό βιβλίο που απεικονίζει την παρακμή του σώματος, της κοινωνίας, του πολιτισμού.


 
Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 1/3/14
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 1/3/14.

Την πρώτη ώρα διαβάσαμε ένα συγκινητικό κείμενο του Αλέξ.Ίσαρη και ακούσαμε το ένθετο της εκπομπής "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου".

Την δεύτερη ώρα, συζητήσαμε με τον συγγραφέα και ποιητή Γιώργο Χουλιάρα για το εξαιρετικό βιβλίο του "Λεξικό Αναμνήσεων".

Καλή ακρόαση