Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2018 | Permalink
Ρεαλιστική τριλογία
Ο Joaquim Maria Machado de Assis (Ρίο ντε Τζανέιρο 1839 – 1908) είναι ο σπουδαιότερος Βραζιλιάνος συγγραφέας, και ένας από τους ελάχιστους ιδιαίτερα γνωστούς στην παγκόσμια λογοτεχνία από αυτήν την τεράστια χώρα που είναι διάσημη για πολλά άλλα πράγματα, αλλά όχι για την πνευματική της συνεισφορά (που είναι μεγάλη). Με την άψογη και πολυαναμενόμενη έκδοση των τριών μυθιστορημάτων, που συγκροτούν την περίφημη “Ρεαλιστική τριλογία” του, δίνεται η ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να κατανοήσει όχι μόνο το έργο του μεγάλου Βραζιλιάνου (με το οποίο είναι σχετικά εξοικειωμένο από κάποια άλλα σημαντικά βιβλία του που έχουν εκδοθεί στη χώρα μας), αλλά και την κοινωνία της χώρας σε έναν σημαντικό (για την ιστορία της) αιώνα, τον 19ο, διότι ο Machado de Assis έζησε και περιέγραψε την μετάβαση του Βραζιλιάνικου κράτους από φεουδαρχικό σε αστικό, και την μετάβαση στην δημοκρατική διακυβέρνηση που άλλαξε την χώρα.

Η “ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ” αποτελείται από τρία μυθιστορήματα, τις “ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΣ ΚΟΥΜΠΑΣ ("Memorias postumas de Bras Cumbas"), (273 σελίδες), τον “ΚΙΝΚΑΣ ΜΠΟΡΜΠΑ” ("Quincas Borba"), (357 σελίδες) και τον “ΔΟΝ ΚΑΣΜΟΥΡΟ” (“Dom Casmurro”), (301 σελίδες).
Τα μυθιστορήματα αυτά, συνιστούν μια χαλαρή ως προς την δομή της τριλογία και μπορούν να διαβαστούν αυτόνομα χωρίς πρόβλημα από τον αναγνώστη. Το βιβλίο εκτείνεται σε 1002 συνολικά σελίδες και ανήκει στην πολύτιμη λογοτεχνική σειρά “Orbis Literae” των εκδόσεων Gutenberg, σε μοναδική μετάφραση από την Μαρία Παπαδήμα.



Το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας, το εξαιρετικό “Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας”, (που είχε εκδοθεί παλαιότερα με τίτλο "Επιτάφιος για ένα μικρό νικητή") εντυπωσιάζει με τον μοντερνισμό της γραφής του, την πρωτοτυπία και το ύφος του, καθώς είναι ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπου ένας νεκρός αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής του από τον τάφο του (θυμίζοντας το αυτοβιογραφικό και αμετάφραστο στα ελληνικά αριστούργημα του Σατωμπριάν “Mémoires d'outre-tombe” (“Απομνημονεύματα πέραν του τάφου”).
Έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δεν ακολουθεί ευθύγραμμα την ιστορία του κεντρικού ήρωα, ο οποίος είναι εν πολλοίς αναξιόπιστος, αντιφατικός και πολύ ιδιόρρυθμος. Ερωτευμένος παράφορα με την Βιρζίλια, η οποία είναι παντρεμένη με άλλον, πάντα φευγάτη και ποτέ ολοκληρωτικά δική του, περιγράφει σκηνές από τον βίο του, σχολιάζει την επικαιρότητα της εποχής, την κοινωνική ζωή του Ρίο ντε Τζανέιρο, τα ήθη της εποχής, τις κοινωνικές σχέσεις, την πολιτική επικαιρότητα.  Σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα διαδραματίζει ο παράφρων Κίνκας Μπόρμπα (ο οποίος θα δώσει τον τίτλο στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας) με την φιλοσοφία που έχει αναπτύξει και πρσβεύει, την Humanitas” (“Ουμανιτισμός). Μια θεωρία που υποστηρίζει ότι όλα είναι αρμονικά στον κόσμο, όταν υπηρετούν τον άνθρωπο: το καλό και το κακό, το μίσος και η αγάπη, ο πόνος και η χαρά όλα έχουν το αντιστάθμισμά τους και συντελούν  στην "συμπαντική αρμονία". Ειρωνικό και γεμάτο με μαύρο χιούμορ, το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί μια ακτινογραφία της εποχής ενώ ο ομώνυμος ήρωας αποτελεί έναν μεγαλειώδη λογοτεχνικό χαρακτήρα αντιφατικό ο οποίος διαρκώς εκπλήσσει τον αναγνώστη.

“Το συμπέρασμα (...) είναι ότι η κοινή γνώμη είναι ένα καλό συγκολλητικό υλικό για τους οικογενειακούς θεσμούς. Μπορεί να εμβαθύνω περισσότερο σ' αυτή τη σκέψη πριν από το τέλος του βιβλίου· αλλά μπορεί και να την αφήσω και ως έχει. Οπωσδήποτε η κοινή γνώμη είναι ένα καλό συγκολλητικό υλικό σε οικογενειακό ή πολιτικό πλαίσιο. Ορισμένοι υποχόνδριοι μεταφυσικοί φτάνουν μέχρι την ακραία άποψη να την θεωρούν ως απλό προϊόν ανθρώπων μέτριων κι επιπόλαιων· αλλά είναι προφανές πως ακόμα κι αν μιά τόσο ακραία άποψη δεν εμπεριείχε την αναίρεσή της, αρκεί να λάβουμε υπόψη μας τις σωτήριες συνέπειες της κοινής γνώμης για να συμπεράνουμε ότι είναι το εκλεπτυσμένο έργο των πλέον εκλεκτών ανθρώπων, δηλαδή τού μεγαλυτέρου αριθμού εξ αυτών.”

Το δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας με τίτλο, “Κίνκας Μπόρμπα” είναι εμφανώς κατώτερο από τα άλλα δύο με ένα παιχνιδιάρικο τρικ που ξαφνιάζει. Ο ήρωας του αφηγήματος του Ντε Ασίς δεν είναι αυτός που αναγράφεται στον τίτλο, διότι ο Κίνκας Μπόρμπα, ένας παρανοϊκός τύπος με μια δικιά του φιλοσοφία (τον Ουμανισμό), και ο οποίος είχε έντονη παρουσία στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας (όπως είδαμε παραπάνω), πεθαίνει στις πρώτες σελίδες. Τον κληρονομεί ο Ρουμπιάο, πιστός φίλος του που τον περιποιήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η κληρονομιά έχει όμως μια παράμετρο, το αδέσποτο σκυλί του Κίνκας Μπόρμπα που φέρει το όνομά του, θα πρέπει να είναι συνεχώς υπό την προστασία του  Ρουμπιάο. Ο Ρουμπιάο από τη μια μέρα στην άλλη γίνεται πάμπλουτος, μετακομίζει στο Ρίο ντε Τζανέιρο από το χωριό που ζούσε μέχρι τότε και γνωρίζεται με ένα νεαρό ζευγάρι, τον Κριστιάνο και την όμορφη Σοφία, την οποία ερωτεύεται με πάθος. Τα όσα ακολουθούν είναι προβλέψιμα, η Σοφία τον δουλεύει και ο Κριστιάνο τον εκμεταλλεύεται δεόντως ξεζουμίζοντάς τον και εισάγοντάς τον σε κοινές επιχειρηματικές κινήσεις. Ο Ρουμπιάο θα αλλοτριωθεί, θα ολισθήσει προς την σχιζοφρένεια. Τριτοπρόσωπη αφήγηση με πολύ χιούμορ και φινέτσα, ειρωνεία και σαρκασμό, ενώ υπάρχει κι εδώ έντονο το κοινωνικό σχόλιο . Ο Ντε Ασσίς περιγράφει εξαιρετικά το ζευγάρι των αριβιστών Κριστιάνο και Σοφίας, το κλίμα της εποχής, τα πολιτικά αλισβερίσια, τα ερωτικά παιχνίδια.

«Το Καθαρτήριο είναι ένα ενεχυροδανειστήριο που δανείζει βάζοντας ενέχυρο όλες τις αρετές, με υψηλό τόκο και μικρές προθεσμίες»



Το τρίτο μυθιστόρημα ο αριστουργηματικός “Δον Κασμούρο”, είναι το καλύτερο της τριλογίας και θεωρείται το σημαντικότερο έργο του Βραζιλιάνου δημιουργού. Το μυθιστόρημα έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση και αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Μπεντίνιο που του έχουν δώσει το προσωνύμιο “Δον Κασμούρο” που σημαίνει “ο αμίλητος, ο μονόχνωτος, ο πεισματάρης”. Το βιβλίο που έχει τη δομή ενός μυθιστορήματος “μαθητείας”, αφηγείται τον έρωτα μεταξύ του Μπεντίνιο και της Καπιτού που μεγαλώνουν σε διπλανά σπίτια και παρ' ότι βρίσκονται σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις (εκείνος από μεγαλοαστική και πολύ εύπορη οικογένεια, εκείνη κόρη υπαλλήλου μικροαστού), ερωτεύονται από την εφηβεία τους και παντρεύονται. Όμως η έντονη ζήλεια του Μπεντίνιο βλέποντας την στενή φιλία του καλύτερου του φίλου Εσκομπάρ με την σύζυγό του, μετατρέπεται σε παραλογισμό διακρίνοντας στο παιδί του χαρακτηριστικά του φίλου του. Οι υποψίες αρχίζουν να γίνονται εντονότερες όσο περνάει ο χρόνος, με την Καπιτού να κρατάει μια διφορούμενη στάση. Ο Ντε Ασσίς εμπνεόμενος από τον Σαιξπηρικό Οθέλο, παίζει συνεχώς με το δισυπόστατο, την αμφιβολία και την αμφισημία ενώ η αινιγματική Καπιτού, συγκλονίζει τον αναγνώστη κάνοντάς τον να αισθάνεται συνεχώς μετέωρος. Δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε αλήθειες σ'αυτό το μοναδικό μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις, το οποίο προκαλεί τον αναγνώστη να επιλύει διαρκώς γρίφους, να σκέπτεται και να είναι διαρκώς σε εγρήγορση.

“Ο Πρίαμος θεωρείται ο δυστυχέστερος των ανθρώπων, διότι πρέπει να φιλήσει το χέρι που σκότωσε τον γιο του. Ο Όμηρος μάς το εξιστορεί, κι είναι ένας καλός συγγραφέας, αν και το διηγείται σε στίχους, ωστόσο υπάρχουν ακριβείς διηγήσεις και σε στίχους, και μάλιστα σε κακούς στίχους. Σύγκρινε, αναγνώστη, την κατάσταση του Πρίαμου με τη δική μου· μόλις είχα εγκωμιάσει τις αρετές του ανδρός, ο οποίος, νεκρός, έχε δεχτεί αυτό το βλέμμα...Είναι αδύνατον ένας Όμηρος να μην είχε επωφεληθεί από μια κατάσταση σαν τη δική μου για να βρει μια καλύτερη λύση, ή τουλάχιστον την ίδια. Και μην πεις ότι οι Όμηροι μας λείπουν, για τους λόγους που επικαλείται ο Καμόενς· όχι αγαπητέ μου, μας λείπουν, είν' αλήθεια, αλλά επειδή οι Πρίαμοι αναζητούν τη σκιά και την ησυχία. Τα δάκρυά τους, αν έχουν, τα σκουπίζουν πίσω απ' την πόρτα, ώστε τα πρόσωπά τους να εμφανίζονται φωτεινά και γαλήνια· οι ομιλίες τους εκφράζουν περισσότερο τη χαρά παρά τη μελαγχολία, κι όλα συμβαίνουν σαν να μην είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας τον Έκτορα.”



Η “Ρεαλιστική τριλογία”, παρ' ότι συντίθεται από τρία μυθιστορήματα γραμμένα σε διαφορετικούς χρόνους, από το 1881 έως το 1899, και τα οποία φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, παραδόξως αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο διότι παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία και αποτελούν μια τοιχογραφία της Βραζιλιάνικης κοινωνίας του τελευταίου μισού του 19ου αιώνα. Η δράση εστιάζεται στο Ρίο ντε Τζανέιρο με τις έντονες κοινωνικές του ανισότητες, μια μεγαλούπολη που αλλάζει όπως αλλάζει όλη η χώρα και τα γεγονότα που αφηγείται ο Ντε Ασσίς και τα οποία καλύπτουν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δείχνουν μια Βραζιλία που μετατρέπεται σε αστική, δημοκρατική κοινωνία. Τα τρία αυτά μυθιστορήματα είναι ένα συνεχές σχόλιο της θρησκείας, του ρατσισμού, της δημοκρατίας, του κοινωνικού αναρριχητισμού .

Η αφήγηση στον Ντε Ασσίς είναι μη γραμμική, πολλές φορές αποσπασματική, ενώ η διακειμενικότητα είναι διαρκής, με πολλές αναφορές σε Ευρωπαίους συγγραφείς, κυρίως στον Σαίξπηρ (με πιο έντονη στον “Δον Κασμούρο”) αλλά και σε Γάλλους (Σατωμπριάν και Ξαβιέ ντε Μεστρ). Η μεγάλη αφηγηματική δεινότητα του Βραζιλιάνου συγγραφέα υλοποιείται με ύφος λιτό και ελλειπτικό, απλό φαινομενικά αλλά ιδιαίτερα μεστό και ουσιώδες. Η υπαινικτικότητά του στο πρώτο και στο τρίτο μυθιστόρημα είναι ένα στοιχείο που τον φέρνει εγγύτερα στους Αγγλοσάξονες μεγάλους δημιουργούς, αλλά ο Ντε Ασσίς με ένα παιχνιδιάρικο, καθαρά Λατινοαμερικάνικο τρόπο, προκαλεί διαρκώς τον αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό μπρα-ντε-φερ βάζοντάς του γρίφους, ερωτήματα, προκαλώντας τον σε ενεργό συμμετοχή στα δρώμενα.

Ο αδιέξοδος και απαγορευμένος έρωτας κυριαρχεί στα βιβλία της τριλογίας, κυρίως στα δύο πρώτα είναι ιδιαίτερα έντονο αυτό το στοιχείο. Οι αφηγητές των δύο πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων (“Μεταθανάτιες αναμνήσεις...” και “Δον Κασμούρο”) είναι εντελώς αναξιόπιστοι, πέφτουν συνεχώς σε αντιφάσεις τονίζοντας το δισυπόστατο της ιστορίας, ενώ, οι γυναίκες (και των τριών ιστοριών) είναι αινιγματικές, δεν ξέρει ποτέ κανείς τι σκέφτονται, τι θα πράξουν στην επόμενη κίνησή τους και η γραφή του μεγάλου Βραζιλιάνου πιο ώριμη από ποτέ θα μεγαλουργήσει στην μορφή της (ιδιαίτερα ερωτεύσιμης και ποθητής) Καπιτού, η οποία με την σιωπή και την υπερηφάνειά της θα αναδυθεί σε μέγιστη και εμβληματική γυναικεία προσωπικότητα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Τα τρία μυθιστορήματα (τα οποία έχουν μεταφερθεί αρκετές φορές στην μεγάλη και στη μικρή οθόνη), που συνθέτουν την “Ρεαλιστική Τριλογία” δεν είναι όλα στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο. Ξεχωρίζει βέβαια, το τρίτο ο “Δον Κασμούρο”, χωρίς όμως τα υπόλοιπα να υστερούν κατά πολύ, αποτελούν όμως ένα ενιαίο σύνολο της “ρεαλιστικής περιόδου” του συγγραφέα.
Είναι πολύ σπουδαίο βιβλίο η “Ρεαλιστική τριλογία” και αποτελεί αναγνωστική εμπειρία, στην δε απόλαυση των τριών μυθιστορημάτων συντελεί η εκπληκτική δουλειά της ικανότατης μεταφράστριας Μαρίας Παπαδήμα με το εξαιρετικό της επίμετρο και τις κατατοπιστικότατες σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη.

Βαθμολογία βιβλίου: 84

Επί μέρους βαθμολογίες:
ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΣ ΚΟΥΜΠΑΣ : 85
ΚΙΝΚΑΣ ΜΠΟΡΜΠΑ: 79
ΔΟΝ ΚΑΣΜΟΥΡΟ: 88


 
Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2018 | Permalink
Η συμμορία των εραστών
Είναι γεγονός ότι, ο Ιταλός Massimo Carlotto (Πάντοβα,1956) είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων συγγραφέας. Σχετικά γνωστός στη χώρα μας, αφού αρκετά του μυθιστορήματα έχουν εκδοθεί στα ελληνικά ενώ είχε δώσει και μια πολύ ωραία συνέντευξη, στον Ανταίο Χρυσοστομίδη (ο οποίος του είχε αδυναμία) στις Κεραίες της εποχής μας (δεύτερο τόμο)”, γενικώς ο Καρλότο δεν είναι κάποιος τυχαίος τύπος ή ένας αστυνομικός συγγραφέας που περνάει απαρατήρητος. Μέλος στα νιάτα του της τρομιιοκρατικής οργάνωσης Λότα κοντίνουα”, φυλακίστηκε για φόνο, πήρε χάρη, διέφυγε στο εξωτερικό και μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, καταδικάστηκε ξανά για να ξεμπλέξει οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του '90 από τότε περίπου που άρχισε να δημοσιεύει τις πολύ επιτυχημένες νουάρ ιστορίες του. Είναι ένας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων με πολιτικό υπόβαθρο (το είδος που ονομάζεται "polar"). Ο ήρωάς του, ο “Αλιγάτορας”, κατά κόσμο Μάρκο Μπουράτι, είναι ένας παράνομος ντετέκτιβ που συνήθως επιλύει τις υποθέσεις του με τρόπους που κινούνται στα όρια της νομιμότητας.

Στο μυθιστόρημα “Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ” (“La Banda degli amanti”), (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Δ.Δότση, σελ. 323), έχουμε μια κλασσική ιστορία του Αλιγάτορα, ως συνήθως με τόνο μελαγχολικό και με σημάδια (μεγάλης) κόπωσης· τα χρόνια δεν βαραίνουν μόνο τις δικές μας πλάτες, αλλά και των χάρτινων ηρώων. Στην ιστορία που πλάθει ο Καρλότο, ο Μάρκο Μπουράτι βρίσκεται στην Σαρδηνία εμφανώς στα όρια της κατάθλιψης, μετά από μια επιχείρηση στην οποία έλαβε μέρος στην Γαλλία και η οποία παρά την επιτυχή της κατάληξη, έφερε ως αποτέλεσμα την αυτοκτονία μιας καλής του φίλης μπροστά στα μάτια του. Συγκλονισμένος από το γεγονός αυτό, ο Μπουράτι έχει αποφασίσει να “συνταξιοδοτηθεί” επιτέλους απολαμβάνοντας το ποτό του και προσπαθώντας να συμμαζέψει τα κομμάτια του.

“Στον κόσμο μας ο καθένας ήταν ελεύθερος ακόμα και να βάλει τέλος στην ύπαρξή του και ποτέ κανείς δεν θα αξίωνε το δικαίωμα να υψώσει τη φωνή του για να εκφράσει τη διαφωνία του. Οι επιλογές μας έπρεπε να γίνονται σεβαστές ακόμα κι αν έκαναν την καρδιά και το μυαλό να ματώνουν. Γι' αυτό ήταν θεμιτό το να ανακοινώσει κάποιος τη δολοφονία του και να φύγει περιτριγυρισμένος από τους φίλους του, γιατί δεν υπήρχει τίποτα χειρότερο από το να λες αντίο μέσα στη μοναξιά και την κρυψίνοια, από φόβο μην καταλήξεις σε κάποια κλινική Οι παράνομες καρδιές μας ήταν τόσο μεγάλες που μπορούσαν και όφειλαν να το δεχτούν."

Η επίσκεψη όμως μιας αριστοκρατικής κυρίας, και το ενδιαφέρον μιας (φαινομενικά) κοινότοπης ιστορίας μαζί με το τεράστιο οικονομικό δέλεαρ θα τον επαναφέρει στην πίστα. Η Οριάνα Πότσι-Βιτάλι σύζυγος ενός πάμπλουτου Ελβετού επιχειρηματία, είχε μια παράνομη ερωτική σχέση με τον καθηγητή Γκουίντο ντι Λέλο. Νεότερός της κατά δέκα χρόνια, ο τριανταπεντάχρονος πανεπιστημιακός, χαμηλότονος διανοούμενος, ζούσε με την αρραβωνιαστικιά του στην Ρώμη. Η Πάντοβα θα γίνει η πόλη των ερωτικών τους συναντήσεων γιατί, στην περιοχή του Βένετο είχε η Οριάνα κάποιες δουλειές. Επιστρατεύοντας έναν περίπλοκο μηχανισμό ασφαλείας για να μείνει κρυφή η σχέση τους, η Οριάνα αγόρασε ένα κομψό διαμέρισμα στο ιστορικό κέντρο της Πάντοβα, χωρίς όμως να δώσει κλειδί στον Γκουίντο για να μην υπάρξει το παραμικρό κενό στην ασφάλειά τους. Παρά τις προφυλάξεις, μια ωραία ημέρα, μια φωνή από το κινητό του Γκουίντο, την ενημερώνει ότι ο εραστής της έχει απαχθεί και τα λύτρα που απαιτούνται για την απελευθέρωσή του, ήταν κάποια πανάκριβα κοσμήματά της (αξίας αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ), ούτε μετρητά, ούτε τίποτα άλλο. Η Οριάνα αρνείται και επιμένει στην άρνησή της παρά τα επίμονα τηλεφωνήματα. Ο Γκουίντο δεν ξαναδίνει σημεία ζωής και είναι επισήμως αγνοούμενος. Μόνο η Οριάνα γνωρίζει ότι έχει πέσει θύμα απαγωγής, η αστυνομία παρά τις έρευνες όπως και η αρραβωνιαστικιά του είναι στο σκοτάδι, η δε Οριάνα έχει φροντίσει να ξεφορτωθεί το κινητό που χρησιμοποιούσε και από τότε ζει με τις τύψεις και τις ενοχές της.

Θα ζητήσει την βοήθεια του Μπουράτι, για να λυθεί επιτέλους το μυστήριο. Τι ακριβώς έχει γίνει, ήταν αναμεμιγμένος ο Γκουίντο στην υπόθεση εκβιασμού; Ποιός τους είχε παρακολουθήσει και πως ήξερε; Απέκλειε εξαρχής τον σύζυγό της, εκείνος δεν θα το συζητούσε και θα την έδιωχνε κατευθείαν, άρα ποιος ήταν; Ο Μπουράτι διστακτικός στην αρχή, μετά από μεγάλη κουβέντα μαζί της, δέχεται την ανάθεση, ξεκαθαρίζοντάς της ότι ο Γκουίντο είναι μάλλον νεκρός και να μην τον περιμένει. Πηγαίνει στην Πάντοβα και με την βοήθεια ενός συνεργάτη του από τα παλιά και ενός αστυνομικού από την τοπική αστυνομία προσπαθούν να βρουν άκρη. Η ιστορία όμως έχει πολλές προεκτάσεις και στο κάδρο σύντομα θα μπει ένας παλιός γνώριμος του Αλιγάτορα, ο Τζόρτζιο Πελεγκρίνι, πανέξυπνος και ικανότατος εγκληματίας που θέλει να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα.


"Εμένα με ενδιέφεραν τα ζευγάρια που είχαν να κρύψουν όχι "κάτι" αλλά "τα πάντα". Αυτά τα ζευγάρια που μόλις τα ανακαλύψεις θα χάσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν, αυτά τα ζευγάρια που με τίποτα δεν θα άντεχαν κάτι τέτοιο. Ήταν δύσκολο να τα εντοπίσεις και στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν χαμένος χρόνος. Τα παρακολουθούσα, μάζευα πληροφορίες και μετά έψαχνα να βρω πως θα μπω στις ζωές τους με την αβρότητα μεσαιωνικού κοντοτιέρου που κατακτά ένα κάστρο."

Ενδιαφέροντες χαρακτήρες (ο Μπουράτι στον ρόλο του σταυροφόρου εκδικητή κι ο Πελεγκρίνι στον ρόλο του μοχθηρού και διεστραμμένου ψυχάκια, είναι στέρεοι και δομημένοι ως γνήσιοι λογοτεχνικοί ήρωες), ωραία ιστορία, καλός ρυθμός, μελαγχολική διάθεση (κι ένα βιολάκι να παίζει συνεχώς στο βάθος), απογοητευτικό το φινάλε, αλλά η γενικότερη αίσθηση είναι ότι, η “Συμμορία των εραστών” είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα.
Διακρίνεται βέβαια μια αμφιταλάντευση του συγγραφέα ως προς του που θα πέσει το κύριο βάρος στην ιστορία που αφηγείται, καθώς απλώνεται η δράση σε πολλούς τομείς, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο ενδιαφέροντες. Είναι όμως πανέξυπνος ο Καρλότο και ξέρει να κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση τονώνοντας συνεχώς το ενδιαφέρον του με στοιχεία από εδώ κι από εκεί, εναλλάσσοντας δε το αφηγηματικό βάρος από τον ένα αφηγητή στον άλλον (Μπουριάτι - Πελεγκρίνι), έτσι ώστε η ιστορία του να αποκτήσει βάθος και περιεχόμενο.

Το πολιτικό σχόλιο είναι ένα κεντρικό σημείο στην ιστορία. Διεφθαρμένοι πολιτικοί, η Ιταλία σε οικονομική κρίση, οι άνθρωποι να κάνουν τα πάντα για λίγα χρήματα παραπάνω, η επίδειξη των πλουσίων σε πανάκριβα ρεστωράν και η αφέλεια των ερωτευμένων. Κοσμοπολιτισμός, ωραία εστιατόρια, πανάκριβα φαγητά – σε όλα τα μυθιστόρηματα του Καρλότο λιγώνεσαι με τις περιγραφές τους.
Το έγκλημα δεν είναι πια όπως παλιά, απλώνεται σε πολλούς τομείς και ο Αλιγάτορας νιώθει λίγο εκτός, και πολύ κουρασμένος, όπως άλλωστε και ο δημιουργός του, που μάλλον δεν είναι στα καλύτερά του. Παραμένει όμως ένας συγγραφέας που γράφει όμορφα, πολύ ρεαλιστικά, που διαβάζεις τις καλοκουρδισμένες ιστορίες του μονορούφι, και περνάς μερικές ώρες, πολύ καλά, χωρίς παραπάνω απαιτήσεις.


Βαθμολογία 74/100


 
Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2018 | Permalink
Δόκτωρ Γκλας
“Όλοι μας θέλουμε να μας αγαπούν· εάν αυτό δεν γίνεται, τότε έστω ας μας θαυμάζουν· εάν κι αυτό δεν γίνεται, τότε να μας φοβούνται· εάν ούτε αυτό γίνεται, τότε να μας μισούν και να μας περιφρονούν. Θέλουμε οι άλλοι να νιώθουν κάτι για μάς. Η ψυχή μας τρέμει το κενό. Θέλει την επαφή, χωρίς να λογαριάζει το τίμημα.”

Ένα κλασσικό βιβλίο, ένα πραγματικό αριστούργημα. Αυτό είναι το “ΔΟΚΤΩΡ ΓΚΛΑΣ” (“Doctor Glas”), το σκοτεινό μυθιστόρημα του Σουηδού συγγραφέα Hjalmar Soderberg (Στοκχόλμη 1869 – Κοπεγχάγη 1941), που εκδόθηκε το 1905, θεωρείται ένα από τα πιο προκλητικά και εμβληματικά έργα της Σκανδιναβικής λογοτεχνίας, και κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά από τις πάντα καλές εκδόσεις Printa / Ροές, σε μετάφραση και επίμετρο της Αγγ.Νάτση και της σπουδαίας Μ. Άτγουντ (250 σελ.).


Το μυθιστόρημα του Σέντερμπεργκ είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου και καλύπτει μια περίοδο τεσσάρων μηνών, ένα ζεστό (για τα Σουηδικά δεδομένα) καλοκαίρι, από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο. Ο ήρωας και αφηγητής είναι ο γιατρός Γκλας, ένας μονήρης και σχετικά δειλός άνθρωπος, αδιάφορος προς όλους, ψυχρός και απρόσιτος εξωτερικά, σχετικά επιτυχημένος στο επάγγελμά του, που αντιμετωπίζει τους ασθενείς του με ευγένεια και καρτερία αλλά που δείχνει κιόλας να πλήττει αφόρητα με τα προβλήματα που του εκθέτουν. Δεν έχει γνωρίσει τον σωματικό έρωτα παρότι έχει περάσει τα τριάντα, και θεωρεί τον εαυτό του εντελώς ακατάλληλο για το επάγγελμα που ασκεί, καθώς όπως λέει, δεν είναι ούτε φιλάνθρωπος, ούτε φιλόδοξος.

“Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το πως είμαι, ούτε το περίβλημα ούτε το από μέσα. Όμως δεν θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος.”

Ο Γκλας βρίσκει πολλούς ανθρώπους αποκρουστικούς, για την ακρίβεια την πλειονότητα αυτών που συναντάει στο επάγγελμά του, αλλά κανέναν δεν αντιπαθεί τόσο πολύ όσο τον πάστορα Γκρεγκόριους, έναν 57άχρονο ιερέα ο οποίος έχει παντρευτεί μια όμορφη νεαρή γυναίκα και τον οποίον βλέπει σχετικά συχνά στον δρόμο ή στο ιατρείο του αφού τον επισκέπτεται για μικροπροβλήματα που αντιμετωπίζει. Μια μέρα όμως την πόρτα του ιατρείου διαβαίνει η σύζυγος του πάστορα, η Χέλγκα με ένα περίεργο αίτημα. Ζητάει από τον Γκλας να απαγορεύσει στον σύζυγό της να την πλησιάζει στο κοινό τους κρεβάτι, δηλώνοντάς την ασθενή με σοβαρό πρόβλημα. Του εξομολογείται ότι ο σύζυγός της, την αηδιάζει και η συχνή απαίτησή του για σεξ, την έχει καταβαραθρώσει και διαλύσει. Μετά όμως του λέει την αλήθεια, δεν θέλει να έχει καμία επαφή με τον Γκρεγκόριους γιατί έχει δεσμό με έναν άντρα και είναι πολύ ερωτευμένη μαζί του.

“Το να μπορείς να επιλέξεις σημαίνει να μπορείς να θυσιάσεις κάτι. Μα είναι
τόσο δύσκολο να θυσιάσεις κάτι.”

Ο Γκλας έλκεται από την ομορφιά της γυναίκας και η δεδομένη απέχθειά του προς τον σύζυγό της, συντελεί στο να συναινέσει αμέσως στο αίτημά της. Σύντομα ανακαλύπτει ποιος είναι ο εραστής της, ένας συνομήλικός της νέος με την φήμη του αριβίστα, που διακρίνεται για την κοσμική του ζωή και τις επιτυχίες του στον ερωτικό τομέα. Παρόλα αυτά ο Γκλας έχει ήδη ερωτευτεί την όμορφη (και στο μυαλό του αγνή και αθώα) Χέλγκα. Βλέποντας ότι ο πάστορας παρά τις προειδοποιήσεις του και τα μέτρα που κάποια στιγμή παίρνει λέγοντάς του, ότι πάσχει σοβαρά από την καρδιά του δεν πιάνουν, μια σκέψη στριφογυρίζει στο μυαλό του και του γίνεται εμμονή. Ο πάστορας πρέπει να φύγει από τη μέση με κάθε τρόπο και εκείνος, ο “ιππότης” δόκτωρ Γκλας θα σώσει την Χέλγκα από τον βασανιστή της. Δεν τον απασχολεί που την βλέπει να λιώνει για κάποιον άλλον, θεωρεί ότι κάποια στιγμή θα γίνει δική του, μόνο να φύγει ο απαίσιος Γκρεγκόριους από τη μέση.

“Θέση, φήμη, μέλλον. Λες και κάθε μέρα, και κάθε στιγμή ακόμα, δεν είμαι έτοιμος να τα μαζέψω όλα και να σαλπάρω με το πρώτο πλοίο που έρχεται φορτωμένο με μια πράξη.
Μια πραγματική πράξη”

Ο Γκλας βρίσκεται μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα. Έχει αφιερώσει τη ζωή του να σώζει ανθρώπους, να βοηθάει τον κόσμο και τώρα θεωρεί ότι το ηθικό είναι να απελευθερώσει μια γυναίκα από “τα δεσμά” της εφαρμόζοντας το αντίθετο από αυτό που οφείλει ως γιατρός να κάνει. Έχει αποφασίσει να απαλλάξει τον κόσμο από τον Γκρεγκόριους και ότι αυτός αντιπροσωπεύει. Στη σκέψη του αυτό είναι το ηθικό, το σωστό και αδιαφορεί για τις συνέπειες, εξάλλου γνωρίζει ότι μπορεί να το κάνει χωρίς να τον υποπτευθούν, λίγη τύχη χρειάζεται και η κατάλληλη στιγμή.

Το μυθιστόρημα είναι πραγματικά εκπληκτικό. Τις σελίδες που είναι γεμάτες λυρισμό, τις διαδέχονται σελίδες με βαρύ ψυχολογικό βάρος αλλά και σελίδες γεμάτες φιλοσοφικά διλήμματα. Οι ήρωες του Σέντερμπεργκ είναι ολοζώντανοι και η αμεσότητα της γραφής, τους φέρνει δίπλα στον αναγνώστη, τον κάνει να συμπάσχει μαζί τους. Οι χαρακτήρες του βιβλίου βαδίζουν συνεχώς πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, καλοί και ταυτόχρονα κακοί, προσπαθούν να ζήσουν μέσα σε ένα κόσμο με αυστηρές και καθορισμένες προδιαγραφές που τους περιορίζουν να κινούνται εντός των στερεοτύπων. Ο Γκλας είναι καλός και κακός ταυτόχρονα, είναι εντός αλλά και εκτός των τεκταινομένων, σαν τον Ξένο του Καμύ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μεταφράστρια στο έξοχο επίμετρό της.

“...Και εκείνη τη στιγμή ξεχύθηκε από την ορχήστρα το εναρκτήριο μουσικό μοτίβο: “Ποτέ δεν πρέπει να ρωτήσεις!” Και με φαντάστηκα μέσα σε αυτή τη μυστικιστική συνέχεια των λέξεων και οι πέντε αυτές λέξεις μού αποκάλυψαν μια πανάρχαια και μυστική σοφία “Ποτέ δεν πρέπει να ρωτήσεις!” Ποτέ μη φθάσεις στο βυθό του θέματος που σε απασχολεί: γιατί τότε θα καταλήξεις εσύ ο ίδιος στον πάτο της θάλασσας. Μην ψάχνεις την αλήθεια: γιατί δεν θα τη βρεις, και θα χάσεις τον εαυτό σου. “Ποτέ δεν πρέπει να ρωτήσεις!” Το ποσό της αλήθειας που σου αναλογεί, το παίρνεις ούτως ή άλλως. Είναι βέβαια ανακατεμένο με ψευδαισθήσεις και ψέμματα, αλλά με αυτό τον τρόπο προστατεύεται η υγεία σου, αν δεν ήταν νοθευμένο ίσως να σου έκαιγε τα σωθικά. Προσπάθησε να μην ξεπλύνεις το ψέμα από την ψυχή σου, δεν μπορείς να φανταστείς το μέγεθος των συνεπειών, θα χάσεις τον εαυτό σου και όλα όσα αγαπάς. “Ποτέ δεν πρέπει να ρωτήσεις!”.”


Εξαιρετικό ψυχογράφημα, τολμηρό για την εποχή του μυθιστόρημα (που προκάλεσε σκάνδαλο και αντιδράσεις), το οποίο μιλάει για τις εκτρώσεις, την ευθανασία με τρόπο μοντέρνο και ανατρεπτικό με έναν ήρωα που είναι από τη μια απρόσωπος και ψυχρός και από την άλλη ρομαντικός (με ένα νοσηρό ρομαντισμό που θυμίζει ήρωες περασμένων αιώνων), "ιδανικός κι ανάξιος εραστής". 
Τι είναι τελικά ο Δόκτωρ Γκλας; Ψυχάκιας; Δειλός και κρυψίνους προβληματικός; Ψυχρός δολοφόνος; Ένας διαφορετικός Ρσκόλνικωφ; Ένας άνθρωπος που προσπαθεί να σκοτώσει τον “πατέρα” που αντιπροσωπεύει ο πάστορας Γκρεγκόριους (όπως πολύ ωραία περιγράφει η Μ.Άτγουντ στο επίμετρο του βιβλίου); Το τέλος του μυθιστορήματος ανοιχτό σε ερμηνείες (όπως άλλωστε όλο το βιβλίο) προϋποθέτει ενέργειες του ήρωα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ενδεχόμενη αυτοκτονία του· ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις για τίποτα, απλά θέτει ερωτήματα με καταιγιστικό ρυθμό.

Το στοχαστικό μυθιστόρημα του Σέντερμπεργκ σε στοιχειώνει, σε κυνηγάει, σε αιχμαλωτίζει. Δεν το ξεπερνάς εύκολα, η δύναμή του είναι μεγάλη και τα ερωτήματα που θέτει ατελείωτα. Είναι ένα βιβλίο για αυτούς που “η ζωή περνάει από μπροστά” τους, για τους αδιέξοδους έρωτες, για τους εμμονικούς που κάποια στιγμή διαπιστώνουν ότι σπατάλησα τη ζωή τους για κάτι ανέφικτο, κάτι άπιαστο. Είναι ένα σπαρακτικό και ταυτόχρονα δαιμονικό βιβλίο, το οποίο έχει γνωρίσει αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές με γνωστότερη (και μάλλον καλύτερη) την ταινία του 1968 σε σκηνοθεσία της (διασημότερης ως ηθοποιού) Μάε Ζέτερλινγκ.

“Από σκοτάδι σε σκοτάδι.
Ζωή, δεν σε καταλαβαίνω.”

Βαθμολογία 86 / 100




 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2018 | Permalink
Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί
Με ένα παράξενο μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού,  συστήνεται στο ελληνικό κοινό η Πολωνέζα συγγραφέας και ψυχολόγος, Olga Tokarczuk (1962, Sulechow). Το υπέροχο “ΤΟ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ” (“Prawiek i inne czacy”), (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Ιωαννίδου, σελ.267), διαθέτει όλα τα στοιχεία από τα καλύτερα λατινοαμερικάνικα μυθιστορήματα “μαγικού ρεαλισμού”, συνδυάζοντας σκληρές ρεαλιστικές σκηνές με μια αύρα παραμυθιού και φαντασίας, όπου η φύση διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.

Το Αρχέγονο είναι ένα χωριό κάπου στο κέντρο της Πολωνίας, μεταξύ δασών και ποταμών. Το Αρχέγονο ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι ένας τόπος επινοημένος (ένα "Μακόντο"), τον οποίον προστατεύουν Αρχάγγελοι φυλάσσοντας τα σύνορά του, έχει δύο ποτάμια, την Λευκή και την Μαύρη που σε κάποιο σημείο ενώνονται και γίνονται ένα, αποκαλούμενο το Ποτάμι. Τα όρια του Αρχέγονου δεν είναι ορατά, αλλά αυτός που τα περνάει τα αντιλαμβάνεται, γνωρίζοντας εκείνη τη στιγμή ότι δεν είναι εύκολο να φύγεις από αυτό το μέρος.



Η συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή δύο οικογενειών του χωριού από το 1914 έως το τέλος του 20ου αιώνα. Μέσα από τις συγγενείς οικογένειες των Νιεμπιέσκι και των Μπόσκι, αλλά και άλλων κατοίκων, που οι χαρακτήρες τους σκιαγραφούνται στην εξέλιξη της μυθοπλασίας, περνάει η ιστορία του τόπου, η ιστορία της χώρας. Οι έρωτες και οι γάμοι, η προσπάθεια για επιβίωση, τα μεθύσια και οι ξυλοδαρμοί περνάνε σε δεύτερο πλάνο, καθώς οι πρωταγωνιστές τους συντρίβονται υπό το βάρος των ιστορικών γεγονότων, των πεδίων μάχης, της κατοχής από ξένα στρατεύματα και της αλλαγής της χώρας μετά από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο.

“Ο Θεός πάλλεται μέσα στις αλλαγές. Τη μια υπάρχει, την άλλη υπάρχει λιγότερο, κάποτε δεν υπάρχει καθόλου. Ο Θεός εμφανίζεται ακόμα και τότε που δεν υπάρχει.
Οι άνθρωποι – που από μόνο τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης – φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει – το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του.
Το καλοκαίρι του 1939 ο Θεός ήταν πανταχού παρών, γι' αυτό και συνέβαιναν παράξενα πράγματα.
Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε όλα τα πιθανά πράγματα, είναι όμως και ο Θεός των απίθανων πραγμάτων, των πραγμάτων που είτε δεν συμβαίνουν καθόλου είτε συμβαίνουν σπάνια.”

Οι τρεις γενιές των δύο πρωταγωνιστικών οικογενειών του μυθιστορήματος συγκροτούν μια ιδιότυπη οικογενειακή saga και γύρω τους κινούνται ενδιαφέρουσες φιγούρες που προσθέτουν στην εξέλιξη του μύθου. Η ιστορία ξεκινάει το 1914 και η Γκενοβέφα η μυλωνού, που είχε πριν μερικές μέρες παντρευτεί τον Μίχαλ Νιεμπέσκι βλέπει να τον παίρνουν φαντάρο καθώς ο πόλεμος έχει ξεσπάσει. Η Γκενοβέφα θα γεννήσει την Μίσια που ο πατέρας της θα την πρωτοδεί ένα χρόνο μετά το τέλος του πολέμου όταν γυρνάει σχεδόν αγνώριστος από το μέτωπο, μέσα στον γυλιό του έχει ένα μύλο του καφέ που βούτηξε από κάποιο σπίτι κάπου στην Ανατολή και τον κράτησε γιατί το συρταράκι του μύλου, τού θύμιζε σπίτι, ασφάλεια, ζεστασιά. Θα τον χαρίσει στην κόρη του, η οποία δεν θα τον αποχωριστεί ποτέ.

“Οι μύλοι του καφέ αλέθουν, γι' αυτό και υπάρχουν. Κανείς όμως δεν ξέρει τι σημαίνει γενικά ένας μύλος του καφέ. Μπορεί ένας μύλος του καφέ να είναι ένα θραύσμα από τον απόλυτο, τον θεμελιώδη νόμο της αλλαγής, τον νόμο χωρίς τον οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο κόσμος ή θα ήταν εντελώς διαφορετικός. Μπορεί οι μύλοι του καφέ να είναι ο άξονας της πραγματικότητας, γύρω από τον οποίο γυρίζουν και αναπτύσσονται τα πάντα, μπορεί οι μύλοι του καφέ να είναι σπουδαιότεροι από τους ανθρώπους. Μπορεί μάλιστα αυτός και μόνο ο μύλος της Μίσια να ήταν ο στυλοβάτης αυτού που ονομαζόταν Αρχέγονο.”

Ο Μίχαλ και η Γκενοβέφα θα κάνουν άλλο ένα παιδί. Τον Ιζίντορ, ο οποίος θα γεννηθεί υδροκέφαλος, όλος ο κόσμος θα τον θεωρεί καθυστερημένο, αλλά εκείνος είναι πανέξυπνος και γεμάτος περιέργεια για τον κόσμο. Η Μίσια θα προστατεύει πάντα τον μικρό αλαφροΐσκιωτο αδελφό και μετά τον γάμο της με τον Πάβελ, έναν φιλόδοξο άντρα που μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο θα γίνει στέλεχος του Κόμματος, και τον θάνατο των γονιών της κατά τη διάρκειά του πολέμου, θα τον πάρει σπίτι της να ζει μαζί τους και με τα τέσσερα παιδιά της.

Γύρω από αυτές τις δύο οικογένειες, κάποτε φτωχικές, αργότερα με κάποια οικονομική άνεση, που θα χαθεί με το ξέσπασμα του πολέμου, για να μπορέσει μετά ο Πάβελ να ανέβει μετά, κινούνται τρομερά ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως ο Βαρώνος Ποπιέλσκι με την τεράστια  βιβλιοθήκη, η Σταχούλα η πόρνη του χωριού, η Φλορεντίνκα που τρελάθηκε όταν πνίγηκε ο άντρας της και πέθαναν τα επτά από τα εννέα παιδιά της, ο Εβραίος Έλι, ο μεγάλος έρωτας της Γκενοβέφα που είδε να τον εκτελούν οι Ναζί στο πογκρόμ που εξαπέλυσαν στο χωριό, η Ρούτα η κόρη της Σταχούλας που ερωτεύτηκε ο Ιζίντορ, ο Κουρτ και ο Ιβάν, οι διαφορετικοί κατακτητές του χωριού που μαγεύτηκαν από τον τόπο, ο χυδαίος Ουκλέγια που έκανε τις κομπίνες με τον Πάβελ μετά την εγκαθίδρυση του Κομμουνισμού.


Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το βιβλίο της Τόκαρτσουκ είναι πολύ σαγηνευτικό, με εικόνες που μένουν χαραγμένες στο μυαλό του αναγνώστη. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι εκπληκτική καθώς την ρεαλιστική απεικόνιση των καταστάσεων διαδέχονται οι περιγραφές της φύσης, οι σκηνές στο δάσος, τα λουλούδια, οι εποχές που διαδέχονται η μία την άλλη. Ο κόσμος που περιβάλλει το Αρχέγονο κινείται στους δικούς του ρυθμούς και εισβάλλει καταστρέφοντας και επιβάλλοντας τους δικούς του όρους. 
Φιλοσοφικά και ψυχολογικά στοιχεία είναι διάχυτα στην αφήγηση της συγγραφέως, η οποία ενσωματώνει στοιχεία της λαϊκής παράδοσης στις ιστορίες της (επηρεασμένη από τον Καρλ Γιουνγκ όπως μαθαίνουμε από τα βιογραφικά της στοιχεία) ενώ στο μυθιστόρημα ο Θεός είναι πρωταγωνιστής σε πολλά κεφάλαια ενταγμένος απόλυτα στη ζωή του Αρχέγονου (καθώς ο τόπος είναι το κέντρο των πάντων) κριτής και κρινόμενος.

" "Οι Ρώσοι λένε πως δεν υπάρχει Θεός".
Ο Ιβάν Μούκτα έβαλε κάτω το ποτήρι και κοίταξε τον Ιζίντορ μ' αυτά τα αδιαπέραστα μάτια του.
"Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το ερώτημα είναι αν πιστεύεις ή όχι".
"Εγώ πιστεύω πως υπάρχει", είπε ο Ιζίντορ και τέντωσε με μαχητική διάθεση το πιγούνι του προς τα εμπρός. "Αν υπάρχει, τότε θα ανταμειφθώ για την πίστη μου. Αν δεν υπάρχει, δεν μου κοστίζει και τίποτα να πιστεύω".
Η Μίσια ανακάτεψε βίαια τη σούπα με ένα ξύλινο κουτάλι και ξερόβηξε.
"Κι εσείς; Τι νομίζετε; Υπάρχει Θεός ή όχι;"
"Έτσι είναι". Ο Ιβάν σήκωσε το χέρι του στο ύψος του προσώπου του και τέντωσε τα τέσσερα δάχτυλα. Του Ιζίντορ του φάνηκε σαν να του έκλεινε το μάτι. Κούνησε το πρώτο δάχτυλο: "Ή ο Θεός υπάρχει και υπήρχε ή" - εδώ κούνησε το δεύτερο δάχτυλο - "ο Θεός δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ. Ή πάλι" - κούνησε το τρίτο δάχτυλο - "ο Θεός υπήρξε, αλλά δεν υπάρχει πια. Ή τέλος" - εδώ ο Ιβάν κούνησε και τα τέσσερα δάχτυλα μαζί - "ο Θεός ακόμα δεν υπάρχει, αλλά θα εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή"."

Το "Αρχέγονο" είναι ένας μικρόκοσμος της Πολωνίας, της Κεντρικής Ευρώπης, των χωρών που βρέθηκαν στο κέντρο της σύγκρουσης Άξονα - Σοβιετικής Ένωσης στον Β παγκόσμιο πόλεμο, των χωρών που είδαν τα σύνορά τους να αλλάζουν πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο απλός άνθρωπος προσπαθεί να προσδιορίσει και να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα σ' αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, προσπαθεί να ερμηνεύσει σύμβολα και δοξασίες, με τη φύση δίπλα του να ακολουθεί τον δικό της δρόμο. Ποιητικό και βαθιά συμβολικό και αλληγορικό, το μυθιστόρημα της Τόκαρτσουκ είναι ένα βιβλίο που σε μαγεύει και σε γοητεύει με τρόπο μοναδικό.


 Βαθμολογία: 83 / 100


 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2018 | Permalink
Υπόθεση Λέβενγουορθ
Το μυθιστόρημα "μυστηρίου" "ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΕΒΕΝΓΟΥΟΡΘ" ("The Leavenworth case"), της Αμερικανίδας συγγραφέως Anna Katharine Green (Νέα Υόρκη 1846-1935), συνοδεύεται από μια τεράστια φήμη, για πολλούς λόγους. Καταρχάς θεωρείται θεμελιώδες για το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς η έκδοσή του το 1878 σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής καθιερώνοντας σε ένα πιο μαζικό κοινό, τον χαρακτήρα του αστυνομικού ντετέκτιβ, εννέα χρόνια πριν κάνει την εμφάνισή του ο περίφημος Σέρλοκ Χολμς του Ντόιλ (αφού βέβαια είχε προηγηθεί αρκετά χρόνια πριν ο Ε.Α.Πόε), δεύτερον ήταν γραμμένο από γυναίκα, γεγονός που προκάλεσε θόρυβο, σε σημείο να αμφισβητείται η ύπαρξη της Γκριν, η δε εμπορικότητά του ήταν συγκλονιστική φτάνοντας σε ασύλληπτα μεγέθη για την εποχή. Το βιβλίο επηρέασε πολλούς συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών του 20ου αιώνα, με πρώτη και διασημότερη, την Άγκαθα Κρίστι ενώ διδάσκεται στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου του Γιέιλ. Η έκδοσή του επιτέλους στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina, σε έξοχη μετάφραση του Ερ. Μπαρτζινόπουλου (σελ.542), αποτελεί λογοτεχνικό γεγονός.

"Ανάμεσα στην τέλεση μιάς αποτρόπαιης πράξης
και την πρώτη κίνηση, αυτό το μεσοδιάστημα είναι
σαν ένα φάντασμα ή ένα φρικιαστικό όνειρο·
το πνεύμα και τα θνητά όργανα
είναι τότε σε διαρκή σύσκεψη· και η κατάσταση του ατόμου,
σαν ένα μικρό βασίλειο, βιώνει τότε
τη δημιουργία ενός ξεσηκωμού"
W.Shakespeare "Ιούλιος Καίσαρ"



Η "Υπόθεση Λέβενγουορθ" είναι μια κλασσική "whodunit" ιστορία (συντομογραφία της έκφρασης "who done it", δηλαδή ποιος διέπραξε τον φόνο, το έγκλημα), ένα υποείδος του αστυνομικού μυθιστορήματος που γνώρισε μεγάλη ακμή το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ομολογώ ότι ως αναγνώστης δεν είναι το καλύτερό μου, αυτού του είδους οι ιστορίες-σπαζοκεφαλιές, αναγνωρίζω όμως την αξία ενός καλού μυστηρίου, όπως και ότι έχουν γραφτεί αριστουργήματα σε αυτό το στυλ, κυρίως παλαιότερα, στον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν δεν διαδραμάτιζε μεγάλο ρόλο η δράση αλλά περισσότερο η επεξεργασία των χαρακτήρων και το ψυχογράφημα των ηρώων. Ένα από αυτά τα αριστουργήματα είναι και το βιβλίο της Γκριν με μια ιστορία που σε πιάνει κατευθείαν από το χέρι και δεν σ'αφήνει στιγμή.

Αφηγητής της ιστορίας είναι ο δικηγόρος Έβερετ Ρέιμοντ, ο οποίος ενημερώνεται από τον ιδιαίτερο γραμματέα του κου Λέβενγουορθ, ότι ο ηλικιωμένος πλούσιος τζέντλεμαν δολοφονήθηκε το προηγούμενο βράδυ μέσα στη βιβλιοθήκη-γραφείο της οικίας του. Ο Λέβενγουορθ ήταν πελάτης της δικηγορικής εταιρείας όπου είναι εταίρος ο Ρέιμοντ, οπότε ο τελευταίος καλείται να εκπροσωπήσει τις δύο ανηψιές του δολοφονηθέντος, στην δικαστική προανάκριση.

Ο Λέβενγουορθ είχε βρεθεί το πρωί, νεκρός από μια σφαίρα στο κεφάλι εξ'επαφής. Το σώμα του ήταν καθισμένο στην ίδια θέση στην οποία τον είχε αφήσει προτού τον καληνυχτίσει ο γραμματέας του και ληστεία δεν υπήρξε. Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και ουδείς μπήκε ή βγήκε από το σπίτι κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναμφίβολα όσοι διέμεναν στο σπίτι (και δεν ήταν λίγοι) καθίσταντο ύποπτοι.
Ο Λέβενγουορθ είχε δύο ανηψιές σχεδόν συνομήλικες, τις οποίες είχε υιοθετήσει στην παιδική τους ηλικία, όταν οι γονείς τους είχαν πεθάνει σχεδόν την ίδια εποχή. Η Μαίρη και η Έλεανορ, δύο ωραιότατες νεαρές γυναίκες δεν είχαν όμως την ίδια αντιμετώπιση στην κληρονομιά του θείου τους, αφού ο εκλιπών στην διαθήκη του είχε αποφασίσει (και ανακοινώσει πολλά χρόνια πριν) να αφήσει τα πάντα στην Μαίρη. Οι κλειδωμένες πόρτες, ένα σπασμένο κλειδί της πόρτας της βιβλιοθήκης, ένα περίεργο γράμμα και μια συνομιλία μεταξύ των δύο εξαδέλφων της οποίας οι φωνές ακούγονται μέχρι έξω, δείχνουν ότι οι δύο γυναίκες είναι άμεσα εμπλεκόμενες στην δολοφονία του θείου τους, οι δε αμήχανες και ασαφείς απαντήσεις της Έλεανορ στην διαδικασία προανάκρισης στρέφουν τις υποψίες επάνω της.

Από πλευράς της αστυνομίας, σε αυτό το έγκλημα “κλειστού χώρου”, τις έρευνες διεξάγει ο επιθεωρητής-ντετέκτιβ Γκράις (ήρωας πολλών από τις ιστορίες που θα γράψει αργότερα η Γκριν με μεγάλη επιτυχία) και ο Ρέιμοντ (εκπροσωπώντας τις δύο ανηψιές αλλά δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως για την Έλεανορ η οποία τον έχει “θαμπώσει”) θα βοηθήσει την προσπάθεια του αυτή. Οι έρευνες φέρνουν στο φως, πολλά αντικρουόμενα στοιχεία, μια εξαφανισμένη καμαριέρα που δεν δίνει σημεία ζωής, τα διάφορα πήγαινε-έλα που συνέβησαν τη νύχτα του φόνου, έναν κρυφό γάμο, έναν μυστηριώδη Βρετανό, ο οποίος δείχνει να συνδέεται με την οικογένεια, την θέληση του Λέβενγουορθ να τροποποιήσει την διαθήκη του, γεγονότα που συνέβησαν το προηγούμενο καλοκαίρι σε ένα κοσμικό θέρετρο έξω από την Ν.Υόρκη.

Ο/Η ένοχος θα αποκαλυφθεί στις τελευταίες σελίδες, ενώ οι ανατροπές στην πλοκή είναι συνεχείς και οι υποψίες μεταβάλλονται διαρκώς αλλάζοντας το κέντρο βάρους των ερευνών. Ο Γκράις (ο οποίος δεν είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, όπως θα περίμενε κανείς), θα χρησιμοποιήσει έναν ειδικό ερευνητή, τον μυστηριώδη Ε., ο οποίος θα συμβάλλει αποφασιστικά στις έρευνες, αλλά είναι το τρικ του ντετέκτιβ που θα αποκαλύψει τον/την ένοχο που μάλλον κανείς δεν είχε φανταστεί.

Ο αργός ρυθμός της ιστορίας, και η αναπόφευκτη αλλά τόσο μαγευτική “φλυαρία” των μυθιστορημάτων της Βικτωριανής περιόδου, ενδέχεται να δυσκολέψει τον παθιασμένο αναγνώστη αστυνομικής λογοτεχνίας (που ενδιαφέρεται πρώτιστα για την δράση και την αποκάλυψη του δολοφόνου), ο οποίος οφείλει να κατανοήσει ότι πολλά από τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται κατά κόρον πλέον στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, κάνουν εδώ την εμφάνισή τους. Το πλούσιο θύμα που αλλάζει την διαθήκη του, η κατεύθυνση της σφαίρας, τα γράμματα που ενοχοποιούν ή αθωώνουν, οι ευφυέστατες αλλαγές στην κατεύθυνση των ερευνών.


Το μυθιστόρημα είναι ένα κομψοτέχνημα, ένα κέντημα στυλ και ρυθμού. Η Γκριν αποδεικνύεται εξαιρετική συγγραφέας εστιάζοντας στην απεικόνιση των χαρακτήρων, δίνοντας βάρος στην ψυχολογική τους σκιαγράφηση και στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Οι διάλογοι είναι εκπληκτικοί και το λεπτό χιούμορ αναδεικνύουν αυτή την ιστορία έρωτα, πάθους, αυτοθυσίας, καταπιεσμένων συναισθημάτων και αφόρητων κοινωνικών συμβάσεων. Το μυθιστόρημα είναι πολυεπίπεδο και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τις συνεχείς του ανατροπές και αλλαγές στον ρυθμό. Δεν δείχνει τα χρόνια του, καθώς παραμένει σύγχρονο όπως κάθε κλασσικό λογοτεχνικό έργο.

Η Γκριν μετά την επιτυχία του πρώτου της μυθιστορήματος, έγραψε 35 ακόμα νουβέλες με αρκετή επιτυχία, καμία όμως δεν έφτασε την δημοτικότητα και την κριτική επιτυχία της “Υπόθεσης Λέβενγουορθ”. Στην εξαιρετική του εισαγωγή, ο μεταφραστής Ε.Μπαρτζινόπουλος, μας δίνει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για το πως γράφτηκε (η Γκριν το δούλευε 6 χρόνια και ο επιμελητής/εκδότης έκοψε γύρω στις 60.000 λέξεις, ουσιαστικά το μισό βιβλίο), και πως κυκλοφόρησε το βιβλίο στις Η.Π.Α., προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση από την αρχή. Ένα βιβλίο που απευθύνεται κυρίως στους λάτρεις της κλασσικής λογοτεχνίας και λιγότερο στους φανατικούς των σύγχρονων αστυνομικών (κυρίως σκανδιναβικής προέλευσης) θρίλερ.


Βαθμολογία 85/100