Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2011 | Permalink
Ο Όσκαρ και η "κατάρα" της Καραϊβικής
Ο Όσκαρ (Γουό) Ντε Λεόν είναι ένας loser και απογοητευμένος παχύσαρκος νερντ (σπασίκλας), ντροπή για την super-macho Δομινικανή κοινότητα της Ν.Υόρκης, που η κατάρα η οποία έχει πέσει πάνω στην οικογένειά του, θα τον χτυπήσει σε τέτοιο βαθμό που ο ταλαίπωρος και ανέραστος βίος του θα τερματισθεί πολύ σύντομα. Ο ήρωας του εξαιρετικού πρώτου μυθιστορήματος, του σχετικά νέου συγγραφέα Junot Diaz με τον ειρωνικό τίτλο, «Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΟ», (Εκδ. Λιβάνη, (έξοχη) μετάφρ. Α.Καλοφωλιά, σελ.415), ονειρεύεται να γίνει ο «Δομινικανός Τόλκιν» ζώντας ταυτόχρονα περιστοιχισμένος από πανέμορφες μουλάτες, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει άσχημα παιχνίδια.

Ο Όσκαρ μεγαλώνει σε ένα προάστειο της Ν.Υόρκης, ουσιαστικά γκέτο των Δομινικανών μεταναστών, όπου η ανδροκρατούμενη και σεξιστική νοοτροπία των «πηδηχταράδων» της περιοχής κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Ζει με την σκληρά εργαζομενη μητέρα του την Μπέλι, που στην εφηβεία της είχε κάψει καρδιές και την μεγαλύτερη αδερφή του την πανύψηλη και εντυπωσιακή Λόλα, βλέποντας τα σχολικά του χρόνια να περνάνε και τη σκληρότητα των ανθρώπων γύρω του (διότι φίλους δεν είχε) να μεγαλώνει. Κολλημένος με τις ιστορίες του Τόλκιν, τις περιπέτειες Επιστημονικής Φαντασίας που διάβαζε σε βιβλία ή σε κόμικς, τα βιντεοπαιχνίδια στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή περνούσε τις μέρες του με το (ανεκπλήρωτο) σεξ να του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Μονίμως ερωτευμένος και μονίμως απογοητευμένος από την αντιμετώπιση των κοριτσιών που δεν καταδέχονται να του ρίξουν έστω και μια ματιά στρέφοντας το κεφάλι τους αηδιασμένες. Όταν πηγαίνει στο κολέγιο, η κατάσταση δεν αλλάζει, απεναντίας γίνεται χειρότερη. Εκεί γνωρίζει τον Γιούνιορ, έναν συμπατριώτη του, ο οποίος είναι το άκρως αντίθετο του. Γυναικάς, αθλητικός, άστατος, με φοβερές ερωτικές επιτυχίες, μεταξύ των οποίων με την ατίθαση αδερφή του Όσκαρ. Ο Γιούνιορ θα σταθεί δίπλα του, όπως και η Λόλα αλλά η ζωή του Όσκαρ δεν καλυτερεύει με τίποτα.

Ο Γιούνιορ είναι ο κύριος αφηγητής του μυθιστορήματος που δεν αναπτύσσεται γραμμικά αλλά μας ταξιδεύει μέσα στον χρόνο με κεφάλαια για την τραγική ιστορία της οικογένειας, ενώ παράλληλα παρακολουθούμε και την δύσκολη εφηβεία της αδερφής του Όσκαρ, της Λόλας που κληρονομώντας την σπαζοκεφαλιά της μάνας της αγωνίζεται να ξεφύγει από την ειμαρμένη. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, η μάνα Μπελίσια (Μπέλι) και η «γιαγιά» Ίνκα που μένει στο νησί, με τις ιστορίες τους συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Παρά τον χαρακτηριστικό ήρωα, τον συμπαθέστατο και γλυκύτατο Όσκαρ, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του μύθου που χτίζει ο Ντίαζ είναι οι γυναίκες του βιβλίου. Η πρώην μαύρη καλλονή μητέρα του, η υπομονετική και σταθερή γιαγιά του, η θεότρελλη επαναστάτρια Λόλα.

Παραπάνω από το μισό του βιβλίου εξιστορεί τα πάθη της οικογένειας της Μπέλι και τον αφανισμό της από το κάθεστώς του Δικτάτορα Τρουχίγιο δίνοντας έτσι μια ομοιάζουσα (αλλά διαφορετική στο στυλ αφήγησης) με το αριστούργημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα «Η γιορτή του Τράγου», άποψη της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης του Άγιου Δομίνικου όπου η βία και η διαφθορά συναγωνίζονταν με τον τρόμο και την φρίκη – έργα και ημέρες του Τρουχίγιο που μπροστά του ο Φράνκο στην Ισπανία και ο Πινοτσέτ στη Χιλή ήταν «μωρές παρθένες».

Η «κατάρα», το «fuku» όπως το αποκαλεί ο συγγραφέας ακολουθεί την οικογένεια του Όσκαρ και την εξολοθρεύει. Ο γιατρός Αβελάρδος από την φυλακή που τον ρίχνει ο Τρουχίγιο βλέπει την γυναίκα του και τις κόρες του να χάνονται σταδιακά. Η μικρότερη, η Μπέλι που γεννιέται μετά τον εγκλεισμό του, θα ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ στη ζωή της, θα το παλέψει αλλά το fuku θα την κυνηγήσει αλύπητα χτυπώντας την με καρκίνο. Ο Όσκαρ δεν θα το παλέψει καθόλου το δικό του, προσωπικό fuku που τον έχει σημαδέψει από νωρίς. Αλλά τι είναι αυτό το «περίφημο» fuku;
«…Σε γενικές γραμμές, σήμαινε μια κατάρα ή συμφορά κάποιου είδους, ειδικότερα όμως την Κατάρα και την Συμφορά του Νέου Κόσμου. Το ονόμαζαν ακόμα, και «fuku του Ναυάρχου», επειδή ο Ναύαρχος ήταν αυτός που το έφερε στον κόσμο, αλλά και ένας από τους πιο σπουδαίους Ευρωπαίους που έπεσαν θύματά του. Παρόλο που «ανακάλυψε» το Νέο Κόσμο, ο Ναύαρχος πέθανε συφιλιδικός, ακούγοντας (υποτίθεται) ουράνιες φωνές.
…Όποια κι αν ήταν η ονομασία ή η προέλευσή του, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η άφιξη των Ευρωπαίων στην Ισπανιόλα απελευθέρωσε το fuku στον κόσμο και από τότε όλοι κολυμπάμε στα σκατά. Ίσως ο Άγιος Δομίνικος να είναι το σημείο αφετηρίας του fuku, η πύλη εισόδου του, αλλά όλοι εμείς είμαστε παιδιά του, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι..»

Το fuku συνδέεται με την αποικιοκρατία, η μοίρα της Καραϊβικής είναι προδιαγεγραμμένη. Ο Ντίαζ έχοντας το υπαινικτικό πολιτικό σχόλιο συνεχώς να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, γράφει ένα χορταστικό και «διαβαστερό» μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που «πατάνε σε δύο τόπους» και δεν ανήκουν πουθενά, για τον ρατσισμό κάθε είδους, όπου η ποπ κουλτούρα συναντάει το ιστορικό πλαίσιο, τα κόμικς της Marvel με τους «σούπερ-ήρωες» την φρίκη και την δυσωδία του στυγνού καθεστώτος με τον Τρουχίγιο («γνωστός επίσης και ως «Ελ Χέφε», «Αποτυχημένος Αγελαδοκλέφτης», και «Σκατόφατσας») να είναι άλλος ένας «αντιπρόσωπος του Κακού» κυβερνώντας για 31 χρόνια (1930-1961) και μετατρέποντας έναν (κυριολεκτικά) παραδεισένιο τόπο σε κολαστήριο.

Η γλώσσα του Ντίαζ τόσο αυθεντική, φρέσκια και γεμάτη ενέργεια και (γιατί όχι;) κέφι απογειώνει και μεταφέρει τον αναγνώστη, ο οποίος μπορεί κάποια στιγμή να κουραστεί από τις πολλές παραπομπές, υποσημειώσεις, ιστορικές αναφορές (οι οποίες όμως είναι άκρως απαραίτητες για την κατανόηση της ιστορίας), από τα πολλά «μπρος-πίσω» αλλά θα αποζημιωθεί στο έπακρον με τις τελευταίες 80 σελίδες του βιβλίου, το «μοιραίο καλοκαίρι» του Όσκαρ στον Άγιο Δομίνικο όπου ο ήρωας βαδίζει προς τον θάνατο που θα τον περιμένει στο χωράφι με τα ψηλά ζαχαροκάλαμα όπως κάποιον χαρακτήρα από τα κόμικς που λατρεύει.

Ο Τζούνο Ντίαζ γεννήθηκε στις 31/12/1968 στον Άγιο Δομίνικο και το 1974 η οικογένειά του μετανάστευσε στις Η.Π.Α. Εργάζεται ως καθηγητής Λογοτεχνίας στο M.I.T. και ήταν γνωστός για τα διηγήματα του τα οποία είχαν γνωρίσει πολλές διακρίσεις, κυρίως η συλλογή με τίτλο «Drown». Το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημά του « Η σύντομη και θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο» κυκλοφόρησε το 2007 και βραβεύθηκε με τα βραβεία Πούλιτζερ (2008), National Book Critics Circle Award, John Sargent Sr. First Novel Prize, Massachusetts Book Awards, και άλλα ενώ τα περιοδικά Time και New York Magazine το ξεχώρισαν ως το καλύτερο του 2007.














48 - ORISHAS - MUJER by librofilo
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011 | Permalink
"Ποικίλες παραλλαγές βλέμματος σ'ένα θέμα"
«Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δε μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς»
Γ. Σεφέρης


Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν. Η γραφή του δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν μπορείς να εντάξεις τα ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια που κυκλοφορεί κάθε χρόνο σε κάποιο πλαίσιο, σε κάποια κατηγορία προς διευκόλυνση – είναι ποίηση ή είναι διηγήματα, μήπως είναι και τα δύο μαζί ή ακόμα καλύτερα, μήπως είναι πάνω απ’όλα «εικονογραφήματα»; Η νέα του συλλογή 22 εικόνων (ποιημάτων και διηγημάτων αν θέλετε), με τίτλο «ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ», (Εκδ. Ύψιλον, σελ.101) έρχεται να επιβεβαιώσει με τον καλύτερο τρόπο την μοναδικότητά και την αξία του, και πώς να μη γίνεται άλλωστε αυτό, αφού ασχολείται με το κατ’εξοχήν ποιητικό αντικείμενο – τον καθρέφτη – το οποίο έχει εμπνεύσει τόσους και τόσους δημιουργούς.

Ο Ευσταθιάδης δημιουργεί μοναδική ατμόσφαιρα. Στις σελίδες του μεταφέρεσαι κυριολεκτικά, ο αναγνώστης οφείλει να αφεθεί, να «αδειάσει» από σκέψεις, προβλήματα της καθημερινότητας για να απολαύσει – να γευθεί τα σαν «μικρές, νυχτερινές μουσικές» διαμαντάκια του συγγραφέα. Οι ψυχές των ανθρώπων, οι μορφές τους, απεικονίζονται και αντανακλώνται στους καθρέφτες παντός είδους του βιβλίου. Καθρέφτες χοροδιδασκαλείων, αρχοντικών σπιτιών, φτωχικών σπιτιών, κουρείων, λούνα-παρκ, δωματίων ανάκρισης, ξενοδοχείων «ημιδιαμονής». Καθρέφτες μπαρ, ποτήρια, οθόνες υπολογιστών και cd που γίνονται καθρέφτες «κρατώντας» τα παγωμένα ή τα σκοτεινά ή τα άδεια βλέμματα. Καθρέφτες – ψυχροί παρατηρητές, αμίλητοι και αμείλικτοι που αντικατοπτρίζουν το είδωλο όπως είναι, γυμνό από προφάσεις, που εμπνέουν σκέψεις, και συνήθως απελπισία.


«Σβήσε το φως. Άσε το σκοτάδι να εισχωρήσει βιαστικά στο δωμάτιο.
Πλησίασε στον καθρέφτη - βράδυ• υποχρεωτικά.
Στάσου μπροστά του, υπολογίζοντας περίπου την απόσταση.
Άναψε ένα σπίρτο.
Φέρ’το στο ύψος του πιγουνιού σου.
Δες μόνο το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.
Ό,τι φωτίζεται – στόμα, μύτη, μάτια – είσαι εσύ.
Ό,τι μένει σκοτεινό, είναι η μοναξιά σου.
Φύσα το σπίρτο για να σβήσει.
Μείνε ακίνητος.
Άναψε ένα δεύτερο.
Απομάκρυνε το χέρι σου, όσο μπορείς να το απλώσεις.
Δες τη μικρή φωτεινή κηλίδα στην άκρη του καθρέφτη.
Είναι τα χρόνια που σου έμειναν να ζήσεις.
Όλο το υπόλοιπο μαύρο είσαι εσύ, νεκρός.»


Σελίδες υψηλής αισθητικής και λυρισμού, λέξεις εξομολογητικές, γραφή που φαίνεται απλή αλλά δεν είναι, μεστή νοημάτων και μεταφορών। Είναι ένα μεγάλο «μικρό» βιβλίο. Ο Ευσταθιάδης συνδιαλέγεται δημουργικά με όλη τη λογοτεχνική και μουσική σκηνή, τον Εμπειρίκο, τον Ταρκόφσκι, τον Λ.Κάρολ, τον Βέρντι, τον Παπαδιαμάντη, τον Κάφκα, τον Καβάφη, τον Πόε, τον Ραβέλ και κυρίως με τον Μπόρχες, του οποίου η εμμονή με τους καθρέφτες είναι τόσο έντονη στο έργο του – εξάλλου το βιβλίο θυμίζει έντονα το ύφος του μεγάλου Αργεντίνου. Η μουσική είναι διαρκώς παρούσα (και δεν γίνεται αλλιώς αφού είναι γνωστή η σχέση του συγγραφέα μ’αυτήν), όπου μουσικοί όροι εναλλάσονται με στίχους από γνωστά τραγούδια tango. Μυστικά και ψέμματα καθρεφτίζονται, κομμάτια μνήμης, πρόσωπα, σκιές, «αθέατες πλευρές», έρωτες, θάνατοι, παρακμή, βλέμματα θολά, βλέμματα γυμνά…

«Κοιτά, ξανακοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη, μια ρίχνει το βλέμμα και μια το αποστρέφει, καθώς ο άνθρωπος απέναντί του είναι σωσίας της μοναξιάς του, αλλά κατά βάθος κάποιος άλλος, αφού ο καθρέφτης – εξ ολοκλήρου από ενεστωτικό γυαλί – δεν έχει μνήμη»










Ravel - Pavane Pour Une Infante Défunte by librofilo
 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011 | Permalink
Ο έρωτας, ο τρόμος, η μνήμη
«Κανένας δεν χωρίζει Ρίμινι. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλο. Αυτή είναι η αλήθεια, η αληθινή αλήθεια. Ο έρωτας μπορεί να είναι αμοιβαίος, όχι όμως και το τέλος του έρωτα, ποτέ. Οι σιαμαίοι χωρίζονται. Και ούτε καν αυτοί – γιατί μόνοι τους δεν μπορούν να το κάνουν. Πρέπει να τους χωρίσει κάποιος άλλος, ένας τρίτος – ένας χειρουργός, που μ’ένα νυστέρι κόβει στη μέση το όργανο ή το μέλος ή τη μεμβράνη που τους ενώνει και χύνει αίμα τις περισσότερες φορές, ας το πούμε παρεμπιπτόντως σκοτώνει, σκοτώνει τον ένα, τουλάχιστον, και καταδικάζει τον άλλο, τον επιζήσαντα, σε αιώνιο πένθος, γιατί το μέρος του κορμιού του με το οποίο ενωνόταν με τον άλλο παραμένει ευαίσθητο και πονάει, πονάει πάντα, και αναλαμβάνει πάντα να του θυμίζει ότι δεν είναι κι ούτε θα είναι ποτέ ολόκληρος, ότι αυτό που του αφαίρεσαν δεν θα το έχει ποτέ ξανά.»

Ο Ρίμινι και η Σοφία, δύο ονόματα άκρως συμβολικά, ήρωες σε ένα εφιαλτικό θρίλερ συναισθημάτων, σε ένα υπαρξιακό «tour de force», σε ένα παιχνίδι έρωτα και εξευτελισμού, μνήμης και λήθης. Το «ΠΑΡΕΛΘΟΝ», του Αργεντίνου συγγραφέα Alan Pauls, (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Έ.Γιαννοπούλου, σελ.603), δεν είναι (μα με τίποτα) ένα ακόμα ερωτικό μυθιστόρημα, παρότι ως τέτοιο φαίνεται με την πρώτη ματιά ή και με μια βιαστική ανάγνωση των πρώτων 50-60 σελίδων του.

Ένα νεανικό ζευγάρι, ο Ρίμινι και η Σοφία, που είναι μαζί από τα μαθητικά τους χρόνια, χωρίζει μετά από 12 χρόνια μιάς (θεωρούμενης από όλους, φίλους, συνεργάτες, γονείς) τέλειας σχέσης. Χωρίζουν ήρεμα, χωρίς εντάσεις, «πολιτισμένα». Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας από τη μεριά του Ρίμινι, ενός ιδιόρρυθμου τύπου, μεταφραστή 4 γλωσσών, ο οποίος φεύγοντας από την «προστασία» και το «καταφύγιο» που του προσέφερε η σχέση του με την Σοφία, προσπαθεί να ζήσει έντονα, κάνοντας πολλές δουλειές ταυτόχρονα, παίρνοντας ναρκωτικά μετά μανίας και αυνανιζόμενος συνεχώς ως τυπικός ήρωας του Φ.Ροθ. Θέλει να αφήσει πίσω του την σχέση με την Σοφία, προσπαθώντας να ξεχάσει αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Η Σοφία είναι συνεχώς «παρούσα» και φροντίζει να του το θυμίζει με κάθε τρόπο. Σημειωματάκια, εμφανίσεις σε ομιλίες, στη μέση του δρόμου, στα γενέθλια του πατέρα του. Ο ένας κάνει τα πάντα για να ξεχάσει, η άλλη κάνει τα πάντα για να διατηρήσει τη μνήμη. Στο παιχνίδι έρωτα και λήθης μπορεί να υπάρξει νικητής;

Το μυθιστόρημα αρχίζει να αποκτάει εφιαλτικές διαστάσεις όταν η Σοφία εμφανίζεται ως «γυναίκα-φάντασμα», ως «γυναίκα-ζόμπι» (αυτός ήταν ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος αλλά ο Πάουλς τον βρήκε πολύ «ποπ» και ότι παρέπεμπε αλλού) είτε στις πιο δραματικές στιγμές της ζωής του, όπως το τραγικό ατύχημα της Βέρας, της παθολογικά ζηλιάρας γυναίκας με την οποία ζούσε ο Ρίμινι, είτε συντελώντας στην καταστροφή του γάμου του με την συνάδελφο του Κάρμεν φροντίζοντας να απαγάγει έστω και για μερικές ώρες τον μικρό του γιό. Ο Ρίμινι παθαίνει ένα είδος αμνησίας ή και αλτζχάιμερ ξεχνώντας τις γλώσσες που ήξερε και «πέφτει» - γλυστράει στην ανυποληψία, στον εξευτελισμό, σε μία «Καφκική κόλαση».

Ο Ρίμινι θα γίνει με τη βοήθεια κάποιων φίλων του πατέρα του, δάσκαλος του τένις. Συγγραφική επιλογή κι αυτή καθαρά συμβολική. Διότι το μόνο που κάνει σ’όλη τη ζωή του είναι «να πετάει τη μπάλα μακριά» και να παρατηρεί «τους άλλους να παίζουν». Φοβισμένος και ανεύθυνος, αποξενωμένος και loser δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ανώριμος μαλάκας. Είναι εύκολο διατρέχοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος να καταλάβεις ότι θα καταλήξει ευνουχισμένος στην αγκαλιά της Σοφίας, εκεί είναι η μοίρα του, διότι «breaking up is hard to do»

«…Η Σοφία είναι ο μεγάλος πιστωτής. Και εσύ, Ρίμινι, άκου με καλά: εσύ δεν είσαι καν ο οφειλέτης. Είσαι ο όμηρος. Είσαι η εγγύηση πως κάποιος, κάποτε, θα της πληρώσει αυτό που ζητάει.»

Η Σοφία θα περιφέρει τον «άσωτο» ως τρόπαιο. Έχει κάνει τα πάντα για να τον «επαναφέρει στον ίσιο δρόμο». Σε μια άκρως Φελλινική σκηνή, στον σύλλογο «Αντέλ Ουγκό»(!!), στην οργάνωση που έχει φτιάξει, «των γυναικών που αγαπούν υπερβολικά», ο Ρίμινι θα είναι το μοναδικό αρσενικό-σύμβολο ότι «πάντα υπάρχει ελπίδα» φθάνει να διατηρείται η μνήμη – μνήμη έντονη στο μυθιστόρημα μέσα από τις φωτογραφίες της σχέσης που διατηρεί η Σοφία, εις πείσμα καταστροφών, μετακομίσεων, περιόδων μίσους ή προσωρινής λήθης και τις οποίες αρνείτο επίμονα να ξαναδεί ο Ρίμινι προσπαθώντας να διαγράψει ένα παρελθόν που είναι εκεί και επιμένει να τον στοιχειώνει.

Ο Πάουλς έφτιαξε περισσότερο ένα «ευρωπαϊκό» μυθιστόρημα αφομοιώνοντας και θυμίζοντας έντονα σε πολλά σημεία μεγάλους συγγραφείς και σκηνοθέτες, «φάρους» της Ευρωπαϊκής κουλτούρας όπως τον Κάφκα, τον Φλωμπέρ, τον Προυστ, τον Κούντερα, τον Τρυφώ με την υπέροχη ταινία «Η ιστορία της Αντέλ Ο, αλλά και πολύ χαρακτηριστικά τον Φελλίνι, δίνοντας στον ήρωα του βιβλίου τον τόπο καταγωγής του μεγάλου σκηνοθέτη (το Ρίμινι) ενώ κάποιες στιγμές το μυθιστόρημα στις γκροτέσκες σελίδες του θυμίζει τις ταινίες του κορυφαίου Ιταλού σκηνοθέτη.

Δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα και κάποιες στιγμές μπορεί να γίνει έως και απωθητικό. Ο Πάουλς εισάγει στην ιστορία σελίδες και κεφάλαια για κάποιον θεότρελλο ζωγράφο σε στυλ Φ.Μπέηκον, τον οποίον λατρεύουν ο Ρίμινι και η Σοφία, πολλές φορές φλυαρεί και πλατειάζει αλλά η γραφή και το στυλ του είναι τόσο γοητευτικά που νιώθεις να βυθίζεσαι και να συμπάσχεις με τους χαρακτήρες (εξαιρετικούς στην απεικόνισή τους αλλά τόσο – μα τόσο εξωφρενικούς).

Εκείνο που απουσιάζει εντελώς είναι οι πολιτικές αναφορές. Η δικτατορία και μετά η δημοκρατική παλινόρθωση δεν υπάρχουν στις σελίδες του μυθιστορήματος, ούτε καν ως background – μάλλον στην πρόθεση του συγγραφέα ήταν να το βιβλίο να μην έχει κάποιο χωροταξικό σημείο αναφοράς, εξάλλου είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να εκτυλλίσεται σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου.

Το μυθιστόρημα του Πάουλς μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους - θέλει βέβαια προσπάθεια και ιδιαίτερη προσοχή από τον αναγνώστη, και είναι ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες και κριτικές (η άποψη της Alef εδώ).Πολυεπίπεδο και σε πολλές περιπτώσεις φιλοσοφικό σαν δοκίμιο, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής από έναν συγγραφέα που εκπλήσσει με την ποιότητα της γραφής του. Χαρακτήρες δουλεμένοι τόσο πολύ που σου μένουν αξέχαστοι, διάλογοι καταπληκτικοί, χιούμορ και εικόνες μοναδικές। Η ατμόσφαιρα του βιβλίου αλλάζει και γίνεται εφιαλτική σε κάποιες σελίδες, ενώ πολλές φορές ένιωσα την ανατριχίλα στην ραχοκοκκαλιά μου...Στην απόλαυση του γοητευτικού μυθιστορήματος συνέβαλλε η υπέροχη μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου.

«Ο έρωτας είναι αυτό που κάνουνε τα σώματα, κι εμείς τώρα είμαστε μόνο φαντάσματα.»








04 - yasmin-levy - una-noche-mas by librofilo
 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 09, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 09, 2011 | Permalink
Η γοητεία του Κούντερα
Ποιος απ’όλους εμάς (τους ελάχιστους) που αγαπάμε πραγματικά την λογοτεχνία μπορεί να αντισταθεί μπροστά στη γοητεία της γραφής του Milan Kundera; Είτε είναι μυθιστόρημα αυτό, είτε είναι δοκίμιο, η απόλαυση είναι δεδομένη. Μυθιστορήματα σαν δοκίμια και δοκίμια σαν μυθιστορήματα. Αυτά βγαίνουν από την πένα του μεγάλου Τσέχου τα τελευταία χρόνια, που μπορεί να έχει περάσει πλέον τα 80 του χρόνια (και να μην είναι στην επικαιρότητα όπως παλαιότερα), αλλά η σκέψη του εξακολουθεί να είναι σπιρτόζα και νεανική – να συνεχίζει δε να προκαλεί, έστω κι αν γκρινιάζει μερικές φορές υπερβολικά.

Η «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ», (Εκδ. Εστία, (εξαιρετική) μετάφρ. Γ.Χάρη, σελ.218), είναι μια συλλογή πολλών δοκιμίων γύρω από την τέχνη, ένα σύντομο (αλλά πολύ ουσιαστικό και καίριο στις επισημάνσεις του), πνευματικό ταξίδι στην Ευρώπη του 20ου αιώνα.
Ο Κούντερα συνομιλεί με τον αναγνώστη του περί λογοτεχνίας αποθεώνοντας συγγραφείς όπως ο Μαλαπάρτε, ο Φουέντες, ο Ντανίλο Κις, μιλάει για μυθιστορήματα που τον εντυπωσίασαν, άλλα πασίγνωστα όπως τα «100 χρόνια μοναξιά» του Μάρκες, «Ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι ή άλλα λιγότερο γνωστά, όπως «Η Αυλαία» του Γκοϊτισόλο. Ανατέμνει τον «Καθηγητή του πόθου» του Φ.Ροθ, τόσο υπέροχα που σου κόβεται η ανάσα..
«…Η νοσταλγία που διαχέεται στην ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος απ’τη στιγμή που μπαίνει στη σκηνή ο πατέρας ή η μητέρα του Κέπες δεν είναι απλώς η νοσταλγία των γονιών, είναι η νοσταλγία του έρωτα, του καθαυτό έρωτα, του έρωτα ανάμεσα σε πατέρα και μητέρα, αυτού του συγκινητικού και ξεπερασμένου έρωτα, που μοιάζει να στερήθηκε σήμερα ο κόσμος. (Χωρίς τη μνήμη αυτού που υπήρξε κάποτε ο έρωτας, τι θα έμενε απ’αυτόν, ακόμα και από την έννοια έρωτας;). Αυτή η παράξενη νοσταλγία (παράξενη γιατί δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά πηγαίνει πιο μακριά, πέρα από τη ζωή τους, πολύ πιο πίσω) χαρίζει σ’αυτό το φαινομενικά κυνικό μυθιστόρημα μια συγκινητική τρυφερότητα.»

Ο Κούντερα μιλάει για τον ξεχασμένο πλέον Ανατόλ Φρανς που λοιδωρήθηκε όσο ελάχιστοι συγγραφείς τέτοιας εμβέλειας. Με αφορμή κάποιες σκέψεις του για το (μετριότατο κατά την άποψή μου) μυθιστόρημα του τελευταίου για την γαλλική επανάσταση και τις ημέρες της Τρομοκρατίας, «Οι θεοί διψούν» θίγει το πάντα επίκαιρο θέμα της «μαύρης λίστας» που η εκάστοτε «πρωτοπορία» της κάθε χώρας με λογοτεχνική παράδοση (και μεγάλες κόντρες) όπως η Γαλλία επιφυλάσσει. Με χιούμορ και ανάλαφρο στυλ δεν διστάζει να παραδεχθεί και κάποιες μονομανίες του, όπως αυτήν σχετικά με την αξία του Σολζενίτσιν… «Αυτός ο μεγάλος άνδρας ήταν άραγε μεγάλος μυθιστοριογράφος; Που να ξέρω; Δεν άνοιξα ποτέ κανένα του βιβλίο. Οι ηχηρές δημοσιες τοποθετήσεις του (τις οποίες χειροκροτούσα για το σθένος τους) μ’έκαναν να πιστεύω ότι γνώριζα εκ των προτέρων όλα όσα είχε να πει.»

Σελίδες για τη μουσική του Ι.Ξενάκη, του Σαίνμπεργκ, του Μπετόβεν, του Γιάνατσεκ. Σελίδες για λογοτέχνες της Καραϊβικής, για ποιητές της Ανατολικής Ευρώπης, για τον μεγάλο Μπροχ ή τον Τόμας Μαν, για το κιτς και τον ρομαντισμό. Σελίδες για την «Άνοιξη της Πράγας» σε αντιδιαστολή με τον Παρισινό «Μάη του 68», για την ζωγραφική του Φ.Μπέικον και τον μοντερνισμό που δεν έχει σχέση με τον «μοντερνισμό» του μάρκετινγκ γύρω από την τέχνη, για το χιούμορ του Ραμπελαί, για τον Κάφκα, για τις ατελείωτες λίστες του τέλους του 20ου αιώνα, όπως αυτή ενός εβδομαδιαίου περιοδικού που στις «ιδιοφυίες του αιώνα» δεν είχε κανέναν μυθιστοριογράφο, κανένα ποιητή, κανένα θεατρικό συγγραφέα – αλλά δύο σχεδιαστές μόδας, υποθέτω η λίστα της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα ενδέχεται να έχει κάνα-δυό σεφ.

Ο Κούντερα θίγει εθνικοπολιτικές καταστάσεις, την Γιουγκοσλαβία και την καταδικασμένη πορεία της, τον δίλημμα της Ελλάδας και της Αυστρίας και το νόημα της ύπαρξής τους που χαρακτηρίζεται από τον δυϊσμό, «η Ελλάδα…που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα).»

Το σινεμά, αυτή η μοναδική τέχνη του 20ου αιώνα, δεν μένει απέξω από τις επισημάνσεις, σχόλια του συγγραφέα. Ο Κούντερα γκρινιάζει για την πορεία του κινηματογράφου, ο οποίος έχει πάρει ένα δρόμο που αποθεώνει την «τεχνική», εις βάρος της «τέχνης» ενθυμούμενος τις τελευταίες ταινίες του Φελλίνι, τις οποίες αποθεώνει αλλά τονίζοντας και το μεγάλο στοίχημα της κληρονομιάς των αδελφών Λυμιέρ που δείχνει να χάνεται με την επέλαση τα τελευταία χρόνια του εντυπωσιασμού… «Θυμάμαι ένα βραδινό τραπέζι στο Παρίσι, πάνω από είκοσι χρόνια τώρα. Ένας συμπαθητικός και ξύπνιος νεαρός μιλάει για τον Φελλίνι με ανάλαφρα περιπαιχτικό, περιφρονητικό τόνο. Βρίσκει πως η τελευταία του ταινία είναι ειλικρινά αξιοθρήνητη. Τον κοιτάζω σαν υπνωτισμένος Γιατί γνωρίζω καλά την αξία της φαντασίας κι έτσι αισθάνομαι, πριν απ’οτιδήποτε άλλο, έναν ταπεινό θαυμασμό για τις ταινίες του Φελλίνι. Ξαφνικά μπροστά σ΄αυτόν τον λαμπερό νεαρό, στη Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του ’80, δοκιμάζω για πρώτη φορά την αίσθηση που δεν την είχα γνωρίσει ποτέ στην Τσεχοσλοβακία, ούτε τα χειρότερα σταλινικά χρόνια: την αίσθηση πως βρίσκομαι στην εποχή της μετα-τέχνης, σ’έναν κόσμο όπου η τέχνη εξαφανίζεται, γιατί εξαφανίζεται η ανάγκη για τέχνη, η ευαισθησία, η αγάπη για την τέχνη.»

Στο βιβλίο (ενδέχεται να) υπάρχουν δοκίμια για συγγραφείς που δεν γνωρίζεις, για ποιητές που δεν έχεις ξανακούσει, για θέματα που μπορεί να μη σ’ενδιαφέρουν ή να μη σε κεντρίζουν. Η ικανότητα όμως του Κούντερα να αποσπά την προσοχή του αναγνώστη και να τον «βυθίζει» στη μαγεία του ύφους του είναι μοναδική και (κυρίως) αυτό καθιστά το βιβλίο τόσο ελκυστικό και γοητευτικό – ακόμα και αν δεν συμφωνείς με κάποιες από τις επισημάνσεις του, αφήνεσαι στα χέρια του και «ταξιδεύεις», αναρωτιέμαι πόσοι συγγραφείς μπορούν να το καταφέρουν αυτό.







02. Zbigniew Preisner - Enfer La Double Vie De Veronique (Live) by librofilo
 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 04, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 04, 2011 | Permalink
ΡΕΤΟΡΝΟ 201
Οι 14 ιστορίες που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων του εξαιρετικού Μεξικανού συγγραφέα και σεναριογράφου Guillermo Arriaga με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΡΕΤΟΡΝΟ 201», (Εκδ. Πάπυρος, συλλογική μετάφραση υπό την επιμέλεια Κων.Παλαιολόγου, σελ.229), γνωστού δημιουργού συγκλονιστικών ταινιών όπως «21 γραμμάρια», «Amores peros», «Βαβέλ», «Οι 3 ταφές του Μελκιάδες Εστράδα», και αρκετών άλλων, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή ανάπλαση χαρακτήρων της καθημερινότητας σε μια συνοικία της Πόλης του Μεξικού και πιο συγκεκριμένα στον δρόμο, Ρετόρνο 201.

Ο Αριάγα είναι μια μοναδική περίπτωση δημιουργού, ο οποίος αφηγείται μια ιστορία είτε σε ένα βιβλίο, μυθιστόρημα (όπως το εξαιρετικό "Μια γλυκειά μυρωδιά θανάτου"), είτε σε κάποιο σενάριο (είδος στο οποίο διακρίνεται ιδιαιτέρως και τον έχει κάνει γνωστό παγκοσμίως), με ένα δικό του τρόπο σαν να κουβεντιάζει με τον αναγνώστη/θεατή – μια τεχνική παρακινδυνευμένη αλλά όταν ο δημιουργός είναι μάστορας έχει θαυμαστά αποτελέσματα.

Στα διηγήματα της συλλογής, η βία παραμονεύει σε κάθε πρόταση, σε κάθε κεφάλαιο – είτε οικογενειακή, είτε στον δρόμο, ενώ οι χαρακτήρες των ιστοριών στριφογυρίζουν σε ένα ατελείωτο χορό επιβίωσης, ψάχνοντας την αγάπη, με συμπεριφορές συχνά οριακές. Η λυρικότητα και ο ανθρωπισμός είναι διάχυτος, ενώ εκπλήσσει η ικανότητα του συγγραφέα να διαχειριστεί με θαυμαστή οικονομία λόγου το υλικό που σε κάθε ιστορία θα μπορούσε να φτιάξει ένα υπέροχο μυθιστόρημα.

Οι ιστορίες (όλες γραμμένες την δεκαετία του 80), συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, με ορισμένους χαρακτήρες να μπαινοβγαίνουν, όπως ο «βρωμιάρης» γιατρός (γυναικολόγος), Ντελ Ρίο, οι περισσότεροι ήρωες είναι τσακισμένοι από τη ζωή, ενώ οι περιγραφές είναι πολύ συχνά ωμές και σκληρές. Ενδεικτικά το βιβλίο ξεκινάει με μια πολύ «δυνατή» ιστορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης μιάς χαζούλας μικρής από συνομηλίκους της (Λίλη) που σου φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν είναι όλα τα διηγήματα ισάξια, μερικά είναι κατώτερα των προσδοκιών ή απλά αδιάφορα αλλά τα περισσότερα είναι πραγματικά εξαιρετικά. Κάποια δε, είναι αληθινά διαμάντια, όπως ο «Ροχέλιο»* (μια ιστορία 163 λέξεων) που βγαίνει από τη μεγάλη Μεξικανική λογοτεχνική παράδοση (βλέπε «Πέδρο Πάραμο), τα «Πολύχρωμα στίγματα» με την «Καφκική ατμόσφαιρα», το «Μαβί τελεσίγραφο» που θυμίζει Κορτάσαρ στα καλύτερά του ή το αριστουργηματικό «195» μας τονίζουν με έμφαση πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός ο δαιμόνιος Μεξικανός.

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό σε συντομευμένη μορφή δημοσιεύεται στην FAQ που κυκλοφορεί.

* Το αγαπημένο μου «Ροχέλιο» ακολουθεί παρακάτω. Ο Αριάγα το κινηματογράφησε σε μια ωραία ταινιούλα μικρού μήκους, την οποία (με υπότιτλους) μπορείτε να την δείτε στο blog της Aura.


ΡΟΧΕΛΙΟ
________

Ο Ροχέλιο δεν έπαιρνε χαμπάρι ότι ήταν πια νεκρός ή απλώς αρνιόταν να το αποδεχτεί. Γι’αυτό, συχνά πυκνά, έβγαινε από τον τάφο όπου κειτόταν θαμμένος, και δεν ήταν περίεργο να τον πετύχει κανείς εκεί κοντά στο νεκροταφείο να τρώει σε κάποιο εστιατόριο. Ορισμένες φορές ερχόταν στη Ρετόρνο να μας επισκεφθεί και περνούσε ώρες ατελείωτες μιλώντας για τους παλιούς, καλούς καιρούς. Βέβαια, πολλοί από εμάς προσπαθούσαμε ντα τον πείσουμε ότι ήταν ένα πτώμα πλέον κι ότι βρομούσε πολύ. Δεν μας έδινε σημασία και με απίστευτο θράσος έσκαγε μύτη παντού, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

Κάποιο βράδυ τον συνόδευσα μέχρι το νεκροταφείο. Για ώρες αναπολούσαμε παλιές ιστορίες από την εποχή που ακόμα ζούσε. Αγοράσαμε κάμποσες μπίρες και γίναμε σκνίπα. Τα περάσαμε φίνα. Γελάσαμε. Διασκεδάσαμε. Κλάψαμε. Τα χαράματα με αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο. Βολεύτηκε στο φέρετρό του κι έκλεισε το καπάκι. Ποτέ ξανά δεν άκουσα κάτι για λόγου του, γιατί εκείνο το ξημέρωμα με πάτησε ένα αυτοκίνητο και η γυναίκα μου…η γυναίκα μου αποφάσισε να με αποτεφρώσει.








Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3
 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011 | Permalink
"Επινοώ υποκατάστατα / σαν τυχαίες πτυχές ενός μαντηλιού"
«Όταν αφήνομαι στην αγκαλιά σου, με ρωτάς καμιά φορά σε ποια ιστορική στιγμή θα λαχταρούσα να βρεθώ. Και εγώ απαντώ: στο Παρίσι, την εβδομάδα που πέθανε η Κολέτ…Παρίσι, 3 Αυγούστου 1954. Μετά από λίγες μέρες, στην κηδεία της, χίλια κρίνα εναποτέθηκαν στο μνήμα της και εγώ θα ήθελα να είμαι εκεί, να διαβώ το βουλεβάρτο με τις υγρές φιλύρες μέχρι να βρεθώ κάτω από το διαμέρισμά της του δευτέρου ορόφου, στο Παλέ Ρουαγιάλ. Οι ιστορίες τέτοιων ανθρώπων με γεμίζουν συγκίνηση. Ήταν μια συγγραφέας που θεωρούσε μοναδική αρετή της την αυτοαμφισβήτηση. (Μια δυο μέρες πριν από το θάνατο της Κολέτ, λένε ότι την επισκέφθηκε ο Ζαν Ζενέ, αλλά δεν της έκλεψε τίποτα. Αχ, αυτή η λεπτότητα του μεγάλου μας κλέφτη…)
«Έχουμε την τέχνη», έλεγε ο Νίτσε, «προκειμένου να μην καταστραφούμε από την αλήθεια». Η ωμή αλήθεια ενός γεγονότος δεν έχει τελειωμό κι έτσι η ιστορία του Κουπ και της ζωής της αδελφής μου δεν τελειώνει για μένα ποτέ. Οι δυό τους αποτελούν μια αναπάντεχη προοπτική κάθε φορά που σηκώνω το ακουστικό όταν αργά τη νύχτα χτυπά το τηλέφωνο και περιμένω να ακούσω τη φωνή του ή τη βαριά ανάσα της Κλερ λίγο πριν μιλήσει.
Διότι έχω αποκοπεί εντελώς από ό,τι κι αν ήμουν, από όλα όσα ήμουν τότε μαζί τους. Τότε που το όνομά μου ήταν Άννα.»

Τι ωραίος πρόλογος σε ένα απρόσμενα υπέροχο βιβλίο...Το «DIVISADERO», το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Καναδού (Κεϋλιανής καταγωγής) συγγραφέα Michael Ondaatje, (Εκδ. Καστανιώτη, (έξοχη) μετάφρ. Ι.Διονυσοπούλου, σελ.268) σε «χτυπάει» κατευθείαν στο συναίσθημα. Είναι ένα λυρικό αριστούργημα, το οποίο δύσκολα ερμηνεύεις – περισσότερο το αισθάνεσαι, το νιώθεις καθώς σε τυλίγει με υπνωτιστικό ρυθμό στην ατμόσφαιρα του.

«Divisadero» στα Αγγλικά μπορείς να το εξηγήσεις ως «Division» (Διαίρεση, διαχωρισμός) αλλά «μπορεί και να προέρχεται από τη λέξη divisar, που σημαίνει «κοιτώ κάτι εξ αποστάσεως». Είναι δηλαδή ένα σημείο από όπου κοιτάζεις τα πάντα εξ αποστάσεως.» Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα «διαχωρισμένο βιβλίο». Ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη τα οποία μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα και το οποίο δεν ολοκληρώνεται με την παραδοσιακή έννοια αφού ποτέ δεν μαθαίνουμε τι απέγιναν οι ήρωες του, αυτοί οι εξαιρετικοί χαρακτήρες που έπλασε η πένα του συγγραφέα.

Είναι η ιστορία ενός πατέρα που χάνοντας την γυναίκα του πάνω στη γέννα της Άννας, φεύγει από το νοσοκομείο παίρνοντας μαζί του όχι μόνο την κόρη του αλλά κι άλλο ένα νεογέννητο κοριτσάκι του οποίου η μάνα πέθανε κι εκείνη πάνω στη γέννα. Το ονομάζει Κλερ και μεγαλώνουν μαζί με την Άννα σαν δίδυμες κόρες στο αγρόκτημα κάπου στα ορεινά της Καλιφόρνιας μακριά από τον «πολιτισμό». Στο κτήμα τους βοηθάει ο Κουπ, ένα παιδί λίγα χρόνια μεγαλύτερό τους, το οποίο οι γονείς της Άννας υιοθέτησαν όταν στην ηλικία των τεσσάρων ετών είδε (κρυμμένο) τους γονείς του στο διπλανό αγρόκτημα να δολοφονούνται. Ο Κουπ είναι τόσο κοντά με τα κορίτσια ώστε είναι μάλλον αναπόφευκτο να ερωτευθεί κάποια από αυτές (ή και τις δύο) – όταν λοιπόν αποκαλύπτεται η ερωτική του σχέση με την Άννα, η μανία του πατέρα δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Σε μια ιδιαίτερα βίαιη σκηνή του βιβλίου, είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Κουπ, όταν η Άννα του μπήγει ένα κομμάτι από το τζάμι στην πλάτη τραυματίζοντας τον ελαφρά αλλά έτσι γλυτώνει τον εραστή της από τον βέβαιο θάνατο και τερματίζει την σχέση της με τον πατέρα της αφού το σκάει μακριά από το αγρόκτημα. Η οικογένεια διαλύεται, ο πατέρας μένει με την Κλερ και ο Κουπ ακολουθεί τον δικό του δρόμο.

«Εάν θα γίνω εντέλει ο ήρωας της ζωής μου ή αν το ρόλο αυτόν θα τον παίξει άλλος, σίγουρα τούτες οι σελίδες θα το δείξουν» Κ.Ντίκενς

Χρόνια μετά, η Άννα ζει στην Γαλλία στο σπίτι που έζησε κάποια χρόνια ένας ελάσσων Γάλλος συγγραφέας για τον οποίο γράφει ένα βιβλίο, εκεί γνωρίζει έναν περιπλανώμενο μουσικό, τον Ραφαέλ με τον οποίο ζει μια έρωτική ιστορία. Η Κλερ είναι νομικός και δουλεύει στο Σαν Φρανσίσκο, τα Σαββατοκύριακα επισκέπτεται τον μονήρη πατέρα της στα βουνά όπου ιππεύει με τις ώρες, ενώ ο Κουπ έχει γίνει χαρτοπαίκτης (και χαρτοκλέφτης). Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο ήρωας είναι ο Λισιέν Σεγκουρά, ο Γάλλος συγγραφέας του οποίου την ζωή μελετάει η Άννα για να καταλάβει την δική της. Η ζωή του συγγραφέα δοσμένη με λυρικό και μερικές φορές ονειρικό τρόπο, το ατύχημά του που του κοστισε το ένα του μάτι, ο έρωτάς του για την αγράμματη συνομήλική του νιόπαντρη γειτόνισα, η θητεία του στον πόλεμο, οι πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, η αποτυχημένη οικογενειακή του ζωή τονίζουν το αίσθημα του «διαχωρισμού» που κυριαρχεί στο ιδιόμορφο αυτό μυθιστόρημα.

Η αφήγηση του Οντάατζε δεν είναι γραμμική, τα χρονικά πλαίσια είναι αφηρημένα, και ενώ οι τοποθεσίες αλλάζουν συνεχώς, από την νοτιοκεντρική Γαλλία, στο Τάχο όπου γίνονται χαρτοπαικτικές κομπίνες και από εκεί στην φάρμα της βόρειας Καλιφόρνιας. Ζωές των ηρώων συνδεδεμένες αλλά και διαχωρισμένες βίαια, ζωές που δεν μπορούσαν να αποκοπούν η μία από την άλλη.

«Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω βράδυ με παρέα, να κουβεντιάζουμε και να μοιραζόμαστε γνωστά περιστατικά της ζωής μας…Μόνο η δεύτερη ανάγνωση μετράει, λέει ο Ναμπόκοφ. Κι έτσι το παράξενο σχήμα του καμπαναριού, που περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του, μου φάνηκε οικείο. Διότι ζούμε με κάποιες αναπολήσεις της παιδικής μας ηλικίας που συγχωνεύονται και αντηχούν σε όλη μας τη ζωή ακριβώς όπως τα γυάλινα κομματάκια του καλειδοσκόπιου επανεμφανίζονται με νέες μορφές και συνθέτουν τα δικά τους ρεφρέν, τους δικούς τους ρυθμούς, επινοώντας έναν ολοκληρωμένο μονόλογο. Ζούμε μονίμως μέσα στην επανάληψη των ιστοριών μας, όποιες κι αν είναι.»

Ιστορίες αγάπης και απώλειας, μνήμης και βουβής θλίψης. Η μοναξιά του πατέρα βαδίζει χέρι-χέρι με την μοναξιά του Λισιέν Σεγκουρά, οι δύο αδερφές που δεν ήταν στην πραγματικότητα αδερφές και χωρίζουν και εξαφανίζονται η μία από τη ζωή της άλλης τόσο εύκολα. Η απελπισία του Κουπ στο μοναχικό του ταξίδι στις ερήμους, στα τυχερά παιχνίδια, η ατέρμονη αναζήτηση του για μια αγκαλιά. Όλοι διαχωρίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι χαρακτήρες του Οντάατζε είναι κινηματογραφικοί και μας πηγαίνουν μακριά σε ένα υπέροχο λυρικό ταξίδι γεμάτο χρώματα και ποίηση. Στο τέλος δεν σ’ενδιαφέρει που πήγαν οι ήρωες, ή ποια είναι η κατάληξη του μυθιστορήματος. Μένεις με τις απορίες σου αλλά γεμάτος από συναισθήματα και εικόνες. Είναι ένα μυθιστόρημα ιδανικό για τον κινηματογράφο, όπου μπορεί να βγει μια εξαίσια ταινία – όπως άλλωστε ήταν ο αριστουργηματικός «Άγγλος ασθενής» του ίδιου συγγραφέα, και όπου ένας ικανός σκηνοθέτης μπορεί να «παίξει» με τα πρόσωπα της Άννας και της Κλερ (που μια έμμονη ιδέα με έχει κυριεύσει από την ώρα που ολοκλήρωσα το βιβλίο ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, ένα συγγραφικό τρικ, αλλά αυτό είναι καθαρά δική μου επινόηση μάλλον), του στραπατσαρισμένου (κυριολεκτικά) Κουπ ή τόσο ανθρώπινα συγκινητικού Λισιέν Σεγκουρά.

«Αναβιώνουμε ιστορίες και βλέπουμε τους εαυτούς μας μόνο ως παρατηρητές ή ακροατές, ως απλούς ντραμίστες που κρατούν τον ρυθμό.»



Υ.Γ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί σε ένα παρορμητικό (λόγω ενθουσιασμού) post και ο Β.Δρόλιας στο blog του.