Πέμπτη, Απριλίου 27, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 27, 2023 | Permalink
Osamu Dazai - "ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ " και "Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ"
Όσοι με ακολουθούν, τα πολλά χρόνια που δημοσιεύω κείμενα μου στο blog, ίσως να έχουν παρατηρήσει ότι, η ιαπωνική λογοτεχνία δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προτιμήσεών μου (όπως άλλωστε και το ιαπωνικό σινεμά – παρότι εκεί έχω εμβαθύνει περισσότερο). Βέβαια, αυτή η παραδοχή, δεν αναιρεί το γεγονός, ότι έχω διαβάσει σπουδαία πράγματα από την λογοτεχνία της χώρας αυτής και αναγνωρίζω ότι υπάρχουν αρκετοί μεγάλοι δημιουργοί στην λογοτεχνική της παράδοση.

Όταν όμως βρίσκεσαι μπροστά σε κείμενα σαν αυτά του Osamu Dazai, οι επιφυλάξεις και οι αντιστάσεις σου σβήνουν. Είναι τέτοια η δύναμη της γραφής του, ο σπαραγμός και η απελπισία στο ύφος του, που μένεις ενεός. Προτού περιγράψω την αναγνωστική μου εμπειρία από τις δύο νουβέλες του σπουδαίου Ιάπωνα συγγραφέα, που διάβασα, λίγα βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτόν, που κρίνονται απαραίτητα για την κατανόηση των βιβλίων του.


Ο Osamu Dazai (Aomori 1909 – 1948), είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Tsusima Shuji, που έζησε και μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων της (βαθιά) επαρχιακής Ιαπωνίας. Ήταν το δέκατο παιδί, από τα έντεκα, της πολυμελούς οικογένειάς του (κάποια πέθαναν μικρά), και ο πατέρας του ασχολήθηκε με την Πολιτική, ενώ η μητέρα του ήταν διαρκώς απούσα λόγω ασθενειών που την ταλαιπωρούσαν. Ο Οσάμου μεγάλωσε από τους υπηρέτες και στο περιθώριο της οικογένειας, η οποία τηρώντας τις παραδόσεις επικεντρώθηκε στον πρώτο γιο, που σύμφωνα με το έθιμο θα διαδεχθεί τον Πατέρα.
 
Ο Νταζάι ήδη από φοιτητής στο πανεπιστήμιο τράβηξε τον δικό του δρόμο. Επηρεασμένος πολύ από την αυτοκτονία του αγαπημένου του συγγραφέα Ακουταγκάουα Ριουνοσούκε το 1927, γίνεται αλκοολικός και μορφινομανής, εγκαταλείπει για ένα διάστημα τις σπουδές του και μετά τις ξαναρχίζει, κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας – την μια με τραγικά αποτελέσματα για την κοπέλα που ήταν μαζί του- αποκληρώνεται από την οικογένεια, τον ξαναδέχονται πίσω, παντρεύεται μια γκέισα, συλλαμβάνεται από την αστυνομία για συμμετοχή στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αποκληρώνεται ξανά, τον ξαναδέχονται πάλι πίσω, λόγω της συμμετοχής του μεγαλύτερου του αδελφού (που έχει αναλάβει τα ηνία της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα τους) στην πολιτική.
 
Ο Dazai από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 γράφει, φανερά επηρεασμένος από την Δυτική σκέψη και τον Υπαρξισμό, ενώ στην δεκαετία αυτή κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Στα 30 του χρόνια διαγνώσκεται με φυματίωση, ξαναπαντρεύεται και συνεχίζει το γράψιμο αφού δεν θα υπηρετήσει στον στρατό. Γράφει νουβέλες την δεκαετία αυτή με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και συνεχίζει την συγγραφική του πορεία, στα χρόνια του πολέμου γνωρίζοντας σχετική επιτυχία.
 
Η καταστροφή της χώρας από τον πόλεμο, τον επηρεάζει βαθιά και οι αυτοκαταστροφικές του τάσεις επανέρχονται. Το συγγραφικό του έργο όμως θα απογειωθεί με τα δύο αριστουργήματά του, το «Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ», το 1946 και το «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» το 1948. Λίγο καιρό αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1948, θα αυτοκτονήσει μαζί με την τελευταία του σύντροφο, Γιαμαζάκι Τομίε στον ποταμό Ταμαγκάουα.


«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι είναι αυτό που λένε μια κανονική ανθρώπινη ζωή.» («ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»)
 
Η έκδοση των δύο γνωστότερων έργων του Οσάμου Νταζάι την προηγούμενη χρονιά (μάλιστα το «Δεν ήμουν πια άνθρωπος», κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα από τρεις εκδότες!), συστήνει στο ελληνικό κοινό έναν πραγματικά μοναδικό συγγραφέα. Οι δύο νουβέλες του, οι οποίες αποτέλεσαν την αφορμή για το σημερινό μου κείμενο, αναλύονται παρακάτω με την σειρά που κυκλοφόρησαν στην αγορά και θα μπορούσαν να αποτελούν ένα βιβλίο, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ βρίσκουμε (σε αυτές), σκέψεις ή ολόκληρες σελίδες σχεδόν παρόμοιες. Το «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»Ningen Shikkaku») από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina), σε μετάφραση (από τα Ιαπωνικά) και επίμετρο του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου, και το «Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ»Shayo»), από τις εκδόσεις Bibliotheque, σε μετάφραση (από τα Αγγλικά) του Πάνου Σταθόγιαννη, είναι δύο μικρά βιβλία (174 και 153 σελίδων αντίστοιχα), τόσο όμως ουσιαστικά και πυκνά που αποτελούν αναγνωστικές εμπειρίες. Ας τις δούμε πιο αναλυτικά:
 
Στο εκπληκτικό «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία που περιγράφει ο Dazai, είναι τόσα πολλά που το βιβλίο κινείται μεταξύ αυτοπροσωπογραφίας και μυθοπλασίας. Η αρχή και το τέλος της νουβέλας, ανήκουν σε έναν «πανεπόπτη αφηγητή» που ουσιαστικά με τη βοήθεια τριών φωτογραφιών σε διαφορετικές εποχές, οι οποίες συνοδεύονται από τρία σημειωματάρια, αφήνει την φωνή του ήρωά του, Γιόζο, να μιλήσει μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση της πορείας του προς την κάθοδο, προς την πτώση.
 
Για όσους διάβασαν την μικρή περιγραφή των κυριότερων στιγμών του βίου του συγγραφέα που παραθέτω παραπάνω, μπορούν να αντιληφθούν την πορεία της «εξομολόγησης» του ήρωα. Μεγαλωμένος σε πλούσια οικογένεια ο Γιόζο είναι αποξενωμένος από μικρός και δυσκολεύεται να κατανοήσει τις ενέργειες των γύρω του, συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειάς του, με την οποία δεν αισθάνεται κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό δέσιμο. Ο Γιόζο θα υποδυθεί τον Κλόουν από την εφηβεία του, όπου μέσα από το γέλιο των άλλων, θα διατηρήσει ένα σύνδεσμο μαζί τους. Η μοναδική του διέξοδος γίνεται η ζωγραφική, χωρίς όμως και πάλι να τον αφήνει ικανοποιημένο.
 
Η μετάβασή του στο Τόκιο για σπουδές, και η γνωριμία του με τον Χοκίρι, έναν άνθρωπο που τον εισάγει σε περιθωριακούς κύκλους της πόλης, θα τον βυθίσει στην κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, αδιέξοδων και απελπισμένων ερώτων, αλλά η εσωτερική του μοναξιά, η απελπισία που τον κυριεύει και οι βαθύτατες ενοχές για όλα, τον φέρνουν σε μια τραγική κατάσταση, όπου η ψυχιατρική βοήθεια είναι αναγκαία, με την φτώχια να τον πολιορκεί και την αυτοκτονία να κυριαρχεί στο μυαλό του.


«Υπάρχει η έκφραση «απόκληρος της κοινωνίας». Προφανώς είναι μια φράση που στον κόσμο των ανθρώπων σημαίνει θλιβερά αποτυχημένος ή διεφθαρμένος. Πάντως εγώ είχα την αυτοσυνειδησία ενός «απόκληρου της κοινωνίας» από τη μέρα που γεννήθηκα. Κι όποτε συναντούσα κάποιον που η κοινωνία είχε στιγματίσει ως τέτοιον απόκληρο, πάντα ένιωθα μέσα στην καρδιά μου μια τρυφερότητα. Κι αυτή η τρυφερότητα συνέπαιρνε σχεδόν μαγευτικά κι εμένα τον ίδιο.
Υπάρχει επίσης η φράση «συνείδηση εγκληματία». Εγώ, μέσα σ’ όλο αυτό τον κόσμο των ανθρώπων, βασανιζόμουνα σ’ όλη μου τη ζωή απ’ αυτή τη συνείδηση. Παραταύτα υπήρξε η πιστή μου συντροφιά, σαν μια σύζυγος που μαζί, οι δυο μας μόνο, ζούσαμε τις όποιες μοναχικές χαρές μας. Ίσως αυτή υπήρξε μια από τις στάσεις με τις οποίες έζησα τη ζωή μου. Επίσης, μεταξύ των ανθρώπων κυκλοφορεί η φράση «τραύμα μιας ένοχης συνείδησης». Αυτό το τραύμα εμφανίστηκε σ’ εμένα ήδη από όταν ήμουν βρέφος. Και αντί να καθώς μεγάλωνα να θεραπευτεί από μόνο του, γινόταν ίσα ίσα όλο και πιο βαθύ, φτάνοντας κάποια στιγμή μέχρι το κόκκαλο. Οι αγωνίες που υπέφερα απ’ αυτό τη μια νύχτα μετά την άλλη ήταν σαν τα χιλιόμορφα μαρτύρια της κόλασης.»
 
Ο ήρωας του Dazai, είναι ένας άνθρωπος «Ξένος» και ως άλλος Ροκεντέν από τη «Ναυτία» του Σαρτρ, αρνείται ή αδυνατεί να προσαρμοστεί με τον κοινωνικό περίγυρο, νιώθει αηδία για την κοινωνική υποκρισία ενώ οι άνθρωποι γύρω του (και όχι μόνο) του φαίνονται ακατανόητοι. Μπορεί στο τέλος να βλέπουμε μια άλλη πλευρά του Γιόζο, αλλά στο σύνολο του βιβλίου, ο ήρωας προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα κόσμο που δείχνει ολοένα να απομακρύνεται από αυτόν (ή μάλλον, καλύτερα, εκείνος από αυτόν).
 
Η επιρροή των Υπαρξιστών (Καμύ και Σαρτρ κυρίως) αλλά και του Ντοστογιέφσκι (με τον ήρωα να έρχεται κατευθείαν από το «Υπόγειο» του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα), συνδυάζονται αρμονικά με τον Ιαπωνικό τρόπο σκέψης, την οικονομία του λόγου και τις μικρές σύντομες προτάσεις στο βιβλίο του Dazai. Ο Δυτικός μοντερνισμός μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα, το αποστασιοποιημένο ύφος στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μας προσφέρουν ένα απόλυτα σύγχρονο μυθιστόρημα.
 
«Μ’ όλο που στη ζωή μου προσπαθούσα να ευχαριστήσω τους πάντες, ουδέποτε είχα τη γνήσια αίσθηση ότι πήρα σαν αντάλλαγμα μια φιλία. Με εξαίρεση την παρέα για διασκέδαση (…) ό, τι θυμάμαι απ’ όλες μου τις γνωριμίες είναι μόνο οδυνηρές καταστάσεις. Για να ξεμπλέξω από τέτοιες καταστάσεις έπαιζα με όλες μου τις δυνάμεις τον κλόουν, όμως αυτό που πετύχαινα ήταν να φθείρω τον εαυτό μου. Αν τύχει περπατώντας στο δρόμο, να δω το πρόσωπο κάποιου που μου είναι έστω κι ελάχιστα γνωστός, ή ακόμη και κάποιο που να του μοιάζει, αμέσως με καταλαμβάνει ένας δυσάρεστος τρόμος, που μου προκαλεί μέχρι και ίλιγγο. Έστω κι αν ήξερα ότι σε κάποιους αρέσω, φαίνεται ότι σ’ εμένα έλειπε η ικανότητα ν’ αγαπώ.»


Δεν διαφέρει πολύ η ατμόσφαιρα και στην έτερη νουβέλα του Dazai, το έξοχο «Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ», που γράφτηκε αμέσως μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και που (σε αντίθεση με το «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ») η πλοκή του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει την μετάβαση της Ιαπωνικής κοινωνίας και τον βίαιο εκσυγχρονισμό της μετά την τραγική κατάληξη της εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο.
 
Η Καζούκο μια νεαρή γυναίκα, ζει με την μητέρα της και τον Ναοτζί τον μικρότερο αδελφό της σε ένα προάστιο του Τόκιο. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους και την συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, διαπιστώνουν ότι η περιουσία τους έχει χαθεί στο μεγαλύτερό της μέρος. Ο διαχειριστής της περιουσίας (σύμφωνα με την Ιαπωνική παράδοση) είναι ο θείος τής Καζούκο, που τους ανακοινώνει ότι με τα πενιχρά πλέον οικονομικά τους, πρέπει να απαλλαχθούν από το υπηρετικό προσωπικό και το μεγαλύτερο σπίτι, ουσιαστικά δε, μόνο η μετακόμιση στην επαρχία θα τους σώσει.


«Η αίσθηση ότι δεν έχεις καμία βοήθεια και από πουθενά, σαν να σου είναι εντελώς αδύνατον να συνεχίσεις να ζεις. Άγρια κύματα χτυπούν ανελέητα την καρδιά μου, καθώς ύστερα από μια καταιγίδα άσπρα σύννεφα ανακατεύονται με μανία στον ουρανό. Ένα αίσθημα τρομερό – θα το ονομάσω φόβο – μού σφίγγει την καρδιά απαιτώντας της να το ελευθερώσει, κάνοντας τους παλμούς μου να πέφτουν και την ανάσα μου να πνίγεται. Υπάρχουν στιγμές που τα πάντα μπροστά στα μάτια μου γίνονται σκοτεινά και ομιχλώδη και τότε νιώθω ότι όλη η ζωτική δύναμη του σώματός μου ξεχύνεται από τις άκρες των δαχτύλων μου ž κι εγώ αδειάζω.»
 
Η Καζούκο έχει πρόσφατα πάρει διαζύγιο (με δική της  υπαιτιότητα) και δεν έχει παιδιά. Είναι αποπροσανατολισμένη με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω της και έχει πλέον να φροντίσει την μητέρα της, που η υγεία της χειροτερεύει και τον αδελφό της που μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Ειρηνικού, δείχνει να έχει χάσει κάθε όρεξη για ζωή. Η συνεχής φτωχοποίησή τους και η μετάβασή τους σε μια επαρχία που ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, δυσκολεύουν διαρκώς την κατάσταση. Ο Ναότζι εξαφανίζεται και βρίσκεται κάπου στο Τόκιο να γυρίζει στα μπαρ, χαμένος μέσα στις καταχρήσεις, τα χρήματα όλο και λιγοστεύουν και η Καζούκο ερωτεύεται με καταστροφικές συνέπειες.
 
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Καζούκο, διακόπτεται και αποκτά προοπτική μέσα από τις επιστολές της και τις ημερολογιακές καταγραφές – εξομολογήσεις του αδελφού της Ναότζι (που περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα – και που θα συναντήσουμε στοιχεία τους στο «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»). Παρακολουθούμε μέσα από όλα αυτά, τις αλλαγές στην Ιαπωνική κοινωνία, την ανάγκη για επιβίωση, αλλά και την ταχεία εισβολή ενός διαφορετικού τρόπου ζωής σε μια κοινωνία που μέχρι τότε ζούσε σε άλλους ρυθμούς.
 
«Όταν προσποιήθηκα τον πρόωρα ανεπτυγμένο, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ότι είμαι πρόωρα ανεπτυγμένος. Όταν συμπεριφερόμουν σαν να με έχει καταπιεί η αδράνεια, οι άνθρωποι έλεγαν ότι είμαι αδρανής. Όταν προσποιήθηκα ότι δεν μπορώ να γράψω μυθιστόρημα, οι άνθρωποι έλεγαν ότι δεν μπορώ να γράψω. Όταν συμπεριφερόμουν σαν ψεύτης, με έλεγαν ψεύτη.. Όταν συμπεριφερόμουν σαν πλούσιος, διέδωσαν τη φήμη ότι ήμουν πλούσιος. Όταν προσποιήθηκα τον αδιάφορο, με κατέταξαν στους αδιάφορους τύπους. Όταν, όμως, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και στέναξα, επειδή πονούσα πραγματικά, άρχισαν να διαδίδουν ότι προσποιούμαι πως υποφέρω. Ο κόσμος δεν μπορεί να συνδεθεί.»
 
Στο «Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ», το ύφος του Dazai είναι άμεσο και συναισθηματικό, λιγότερο φιλοσοφικό από ότι στο «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», και η αφήγηση έχει πολλούς συμβολισμούς αλλά και μια ευρύτερη εικόνα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας (εξάλλου η καταστροφή ήταν κάτι που συνέβη μόλις λίγους μήνες πριν) και του ζόφου που κυρίεψε τη χώρα. Στο βιβλίο υπάρχει έντονο το κοινωνικό σχόλιο, καθώς ο συγγραφέας περιγράφει την οικονομική και κοινωνική πτώση μιας κάποτε αριστοκρατικής οικογένειας που σε συνδυασμό με την τραγική ιστορία των μελών της, καθιστούν το βιβλίο συγκλονιστικό.
 

Όπως αντιλαμβάνεται ο προσεκτικός αναγνώστης, από τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα που παρατίθενται στην αρχή του κειμένου, το λογοτεχνικό του έργο δεν είναι ξεκομμένο από τη ζωή του, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει – πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία επανέρχονται. Και στα δύο βιβλία, για τα οποία γράφω, οι κοινωνικές αντιθέσεις τονίζονται, όπως και οι βίαιες αλλαγές στην Ιαπωνική κοινωνία.
 
Κάτι όμως που είναι διαρκώς παρόν (λιγότερο στο «Ο ΔΥΩΝ ΗΛΙΟΣ», περισσότερο στο «ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΠΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»), είναι η απελπισία και οι αυτοκτονικές τάσεις των ηρώων του, απαντώντας στην ερώτηση του Αλμπέρ Καμύ, «γιατί αυτοκτονούμε;» «Από μια άποψη το να σκοτωθείς, σημαίνει, όπως στο μελόδραμα, πως αναγνωρίζεις κάτι. Σημαίνει ότι αναγνωρίζεις πως νικήθηκες απ’ τη ζωή ή πως δεν την καταλαβαίνεις. Ας μην προχωρούμε όμως τόσο μακριά μ’ αυτές τις αναλογίες κι ας επιστρέψουμε στις συνηθισμένες εκφράσεις. Σημαίνει μονάχα πως αναγνωρίζεις ότι «δεν αξίζει τον κόπο» να ζεις. Φυσικά, η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη. Συνεχίζουμε να κάνουμε τις χειρονομίες που υπαγορεύει η ύπαρξη για πολλούς λόγους, αλλά ο κυριότερος είναι η συνήθεια. Το να πεθαίνεις θεληματικά σημαίνει πως την ίδια στιγμή αναγνωρίζεις το γελοίο χαρακτήρα αυτής της συνήθειας, την απουσία κάθε βαθιάς αιτίας, τον ανόητο χαρακτήρα της καθημερινής κίνησης και τη ματαιότητα του πόνου.» «Ο Μύθος του Σίσυφου», (μετάφραση Β. Χατζηδημητρίου, εκδ. Μπουκουμάνη).


Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 87 / 10






 
Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023 | Permalink
Όταν η δύναμη της Λογοτεχνίας σε ξεβολεύει ("Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς")

 

Η έννοια της Ιστορίας και πως τοποθετείται ο άνθρωπος μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, είναι στοιχεία που εμφανίζονται πολύ συχνά στη παγκόσμια λογοτεχνία. Ο σπουδαίος Σέρβος συγγραφέας Danilo Kis (Subotica 1935 – Παρίσι 1989), στην (πολύ σημαντική) βιβλιογραφία του, τοποθετεί την Ιστορία μαζί με τον Άνθρωπο σε πρώτο πλάνο, για να επισημάνει την σχετικότητα στην ερμηνεία της πρώτης και σε συνδυασμό με την μυθοπλασία, να σχολιάσει την αυταρχικότητα της εξουσίας αλλά και το τι είναι αλήθεια και τι όχι.
 
Το «ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΡΙΣ ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ» Grobnica za Borisa Davidovica»), ένα από τα πιο γνωστά και από τα πιο εμβληματικά λογοτεχνικά έργα του Ντανίλο Κις, επανεκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε νέα μετάφραση (από τα Σερβοκροατικά) του Χ. Γκουβή (σελ.174) και συνοδεύεται από ένα ωραίο επίμετρο του Γιόζεφ Μπρόντσκι (σε μετάφρ. Σ.Γεωργάκη).
 

Το βιβλίο του Κις είναι μια συλλογή διηγημάτων. Επτά (7) για την ακρίβεια, ενώ έχει ως υπότιτλο «Επτά κεφάλαια μιας κοινής ιστορίας», όπου οι ιστορίες/διηγήματα, προσπαθούν να περιγράψουν αληθινές καταστάσεις μέσα από ένα μυθοπλαστικό δρόμο. Οι ιστορίες που είναι ουσιαστικά ψευδοβιογραφίες, μοιάζουν με αποσπάσματα από ιστορικές εγκυκλοπαίδειες ή βιογραφικά λεξικά, με λεπτομέρειες από αληθινά ή αληθοφανή γεγονότα.
 
Ο εκδοροσφαγέας Μίκσα στο «Μαχαίρι με λαβή από ξύλο τριανταφυλλιάς», που δεν βρίσκει πουθενά δουλειά, συκοφαντημένος και καταφρονεμένος, και που έχει μάθει να εκτελεί κάθε εργασία με χειρουργική ακρίβεια, γίνεται εκτελεστικό όργανο του επαναστατικού κινήματος και οδηγείται στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ ο Ιρλανδός επαναστάτης Βερσόιλ στο (έξοχο) «Η γουρούνα που κατασπαράζει τα νεογνά της», που πολέμησε για τη Δημοκρατία στον Ισπανικό Εμφύλιο, ούτε που θα καταλάβει από πού του ήρθε, γιατί τόλμησε να σχολιάσει τις Σοβιετικές παρεμβάσεις στην Ισπανία, και συλλαμβάνεται, μεταφέρεται και ανακρίνεται με μια Καφκική διαδικασία στη Σοβιετική Ένωση. Στα «Μηχανικά λιοντάρια», το κομματικό στέλεχος δημοσιογράφος Τσελιούστνικοφ στο Κίεβο του 1934, διοργανώνει μια ψευδο-θρησκευτική τελετή για έναν Γάλλο ριζοσπάστη πολιτικό για να του δείξει ότι η εκκλησία δεν υφίσταται διώξεις στο Σταλινικό καθεστώς, ενώ ο Ούγγρος γιατρός Τάουμπε, στο «Μαγικό κυκλογύρισμα των χαρτιών», θα δολοφονηθεί πολλά χρόνια μετά την αποφυλάκισή του από ένα γκουλάγκ, χωρίς κανείς να γνωρίζει την (τελείως παράλογη τελικά) αιτία της δολοφονίας του.
 
Στο ομώνυμο διήγημα «Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς», ο Μπόρις Νταβίντοβιτς ή πιο γνωστός ως Μπ.Ντ.Νόβσκι, είναι ένας άνθρωπος «για όλες τις εποχές», που φέρεται να εμφανίζεται σε διαφορετικά μέρη, σε διαφορετικές χρονιές, συμμετέχοντας σε σημαντικά γεγονότα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Νόβσκι είναι ένα σημαντικό κομματικό στέλεχος, που τη μια βρίσκεται στο Λονδίνο ως εκπρόσωπος του Σοβιετικού κράτους και την άλλη να υπηρετεί στο Καζακστάν, όπου και συνελήφθη το 1930 με μια χλωμή κατηγορία περί κατασκοπείας. Το υψηλό κομματικό του προφίλ και οι διεθνείς διασυνδέσεις του, «απαιτούν» μια πλήρη ομολογία, οπότε η ανάκριση είναι επίπονη και μακροχρόνια, με τον ανακριτή Φεϊντούκιν, να θεωρεί την ομολογία του «αντεπαναστάτη» ως στόχο ζωής. Η κατάληξη της ανάκρισης, όπως και ο χαμός του Νόβσκι θα είναι ανάλογος ενός εκπληκτικού περιπετειώδους μυθιστορήματος. Η (υπέροχη) ιστορία που ακολουθεί, «Για τα σκυλιά και τα βιβλία», είναι η μόνη που εκτυλίσσεται σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο από τις υπόλοιπες, στα χρόνια της Ιερής Εξέτασης, τον 14ο αιώνα, με τον πρωταγωνιστή της, τον Μπαρούχ Ντάβιντ Νόιμαν, να προσπαθεί να διαφύγει από τις διώξεις κατά των Εβραίων, αλλαξοπιστώντας κάνα δυο φορές, και βασανιζόμενο από τις απάνθρωπες ανακριτικές μεθόδους. Η ιστορία του Νόιμαν και του Μπόρις Νταβίντοβιτς κινούνται παράλληλα, υπογραμμίζοντας την αυταρχικότητα της εξουσίας άσχετα με τον μανδύα που παρουσιάζεται, σύμφωνα με την Μπορχεσική έννοια της κυκλικής αντίληψης του χρόνου, όπως αναφέρει ο Ντανίλο Κις στον επίλογο του διηγήματος.
 
«Ο κόσμος κατά καιρούς καταστρέφεται από τη φλόγα που του ‘δωσε ζωή και μετά ξαναγεννιέται για να ξαναζήσει την ίδια ιστορία. Ξανασμίγουν τα διάφορα μόρια, ξαναδίνουν στην πέτρα καινούργιο σχήμα, όπως και στα δέντρα και στους ανθρώπους, ακόμα και στις αρετές και στις μέρες, αφού για τους Έλληνες δεν υπάρχει όνομα χωρίς ουσία. Ξανά κάθε σπαθί και κάθε ήρωας, και ξανά κάθε άγρυπνη, μονότονη νύχτα.» (Χ.Λ.Μπόρχες)
 
Το βιβλίο κλείνει με την (άκρως συμβολική) ιστορία «Μια σύντομη βιογραφία του Α.Α. Νταρμολάτοφ (1892-1968)», όπου ο ποιητής Νταρμολάτοφ, απολαμβάνει την προστασία του Σταλινικού καθεστώτος, αλλά γνωρίζει καλά, ότι όλα κρίνονται από το παραμικρό γεγονός, και φοβάται πως καθένας που συναντάει είναι κι ένας εν δυνάμει χαφιές. Τα ψυχολογικά προβλήματα που του προκαλεί αυτή η ανασφάλεια θα εκδηλωθούν και στο σώμα του με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
 

Είναι μοναδική η ικανότητα του Ντανίλο Κις να ξεδιπλώνει τις ζωές των ηρώων του, με τέτοια οικονομία λόγου, τόση λεπτομέρεια και τόσο δυναμισμό μέσα σε ελάχιστες σελίδες που καταλαμβάνει το κάθε διήγημα. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ, περιγράφοντας από απόσταση γεγονότα γεμάτα βία και απανθρωπιά, σκληρότητα και φρίκη. Το μοτίβο των διηγημάτων είναι κοινό: Η (κάθε) επανάσταση τρώει τα παιδιά της στο τέλος. Άσχετα με τη δράση των ηρώων των ιστοριών που περιγράφονται στο βιβλίο, πόσο λίγο ή πόσο πολύ ενεπλάκησαν με την επανάσταση, με τον αγώνα των Κομμουνιστών για επικράτηση, κάποια λάθη ή παραβλέψεις μεγεθύνονται, κάποιες κινήσεις δεν είναι πλέον αρεστές και οι πρωταγωνιστές τους φυλακίζονται, βασανίζονται ή πιέζονται αφόρητα για μια ομολογία και είτε εκτελούνται, είτε ταλαιπωρούνται μακροχρόνια.

Το χρονικό πλαίσιο των διηγημάτων, αφορά την περίοδο του Μεσοπολέμου, κυρίως την δεκαετία του ’30, τις Σταλινικές δίκες, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (τα περίφημα «γκουλάγκ»), την εύθραυστη κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άμεσα εμπλεκόμενοι στις επαναστατικές διαδικασίες, είναι άνθρωποι της δράσης οι περισσότεροι, κάποιοι βίαιοι, κάποιοι όχι, κάποιοι ιδεολόγοι, κάποιοι όχι, αλλά όλους τους περιμένει μια κοινή μοίρα, αυτή της σύλληψης, της ανάκρισης, της εκτέλεσης ή της μακροχρόνιας φυλάκισης σε κάποιον παγωμένο τόπο. Οι ιστορίες τους, δεν θα μπουν στα επίσημα βιβλία της Ιστορίας,  αφορούν ανθρώπους μιας συγκεκριμένης εποχής που όπως εμφανίστηκαν, με τον ίδιο τρόπο εξαφανίστηκαν. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κις επικεντρώνοντας σε αυτούς τους ανώνυμους πρωταγωνιστές και δημιουργώντας ψευδοβιογραφίες, περιγράφει μια τρομακτική και εφιαλτική κατάσταση που σοκάρει περισσότερο από την παράθεση στατιστικών ή την ανάγνωση ξερών και απρόσωπων ιστορικών γεγονότων. 

 

«… Λένε πως η αστυνομία, μετά την απόπειρα δολοφονίας του κυβερνήτη Φον Λάουνιτς, τον θεωρούσε νεκρό: τρεις μάρτυρες βεβαίωναν πως το κεφάλι που ήταν εκτεθειμένο σε γυάλινο δοχείο με αλκοόλη ανήκε στον Ζεμλιάνικοφ (έπρεπε ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση ο δαιμόνιος Άζεφ για να διαπιστωθεί ότι το κεφάλι που ήταν στο καθαρό οινόπνευμα, και κάπως ζαρωμένο, δεν ταίριαζε με το «ασσυριακό κρανίο» του Ζεμλιάνικοφ). Το’ χε σκάσει δύο φορές από τη φυλακή και μια φορά από το κάτεργο. Την πρώτη φορά, με τη βοήθεια των συντρόφων του τρύπησε τον τοίχο του κελιού του, ενώ τη δεύτερη εξαφανίστηκε από τα δημόσια λουτρά με τη στολή του συνοδού του όταν εκείνος έκανε μπάνιο και βγαίνοντας έμεινε γυμνός. Μετά την τελευταία φυλάκισή του κατάφερε ν’ αποδράσει: ντυμένος με ρούχα σαν αυτά που φορούν οι περιοδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι, κρύφτηκε σ’ ένα μεγάλο εβραϊκό κάρο κι ακολουθώντας τον δρόμο που ήταν γνωστός ως δρόμος των λαθρέμπορων Βιλκομίρσκι έφτασε στα σύνορα. Από τότε ζούσε με ψεύτικο διαβατήριο και με τ’ όνομα Μ.Β.Ζεμλιάνικοφ, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Μπόρις Νταβίντοβιτς Μέλαμουντ ή Μπ. Ντ. Νόβσκι.» («Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς»)
 
Στα διηγήματά του, ο Κις κινούμενος στα όρια μεταξύ Ιστορίας και Μυθοπλασίας, χρησιμοποιεί αντικειμενικά στοιχεία – τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάποια ιστορικά γεγονότα -, για να τονίσει τι συνιστά μια αυταρχική εξουσία, τα κατασκευασμένα γεγονότα, τα ψέματα, την λογοκρισία, τις ανακριτικές μεθόδους. Βαδίζοντας στα ίχνη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, κατασκευάζει τη δική του «Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας» (κατηγορούμενος για αντιγραφή), επισημαίνοντας διαρκώς στις ιστορίες του, ότι η πραγματική «ατιμία» και το «Κακό» στις γενικότερες μορφές τους, είναι ουσιαστικά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στη Σοβιετική τους μορφή μετατρέπονται σε κολαστήρια, σοκάροντας περισσότερο από αυτά των Ναζί, καθώς προέρχονται από ιδεολογίες που θεωρούνται «προοδευτικές» και «ανθρωπιστικές» σε αντίθεση με αυτά των Ναζί που έρχονται ως φυσική συνέπεια του ιδεολογικού τους προσανατολισμού.
 
Η σχετικότητα της αλήθειας και η δυναμική της μεγάλης λογοτεχνικής αφήγησης, που σε ξεβολεύει και σε ταράζει, βρίσκονται στο προσκήνιο του θαυμάσιου βιβλίου, «ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΡΙΣ ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ». Διηγήματα συγκλονιστικά, που δεν κρύβουν τις επιρροές τους – ο Μπόρχες, ο Σολζενίτσιν με το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», ο Άρθουρ Καίσλερ με το «Μηδέν και το Άπειρο» (οι σελίδες με την ανάκριση στην ιστορία του Μπόρις Νταβίντοβιτς, έρχονται κατευθείαν από αυτό το βιβλίο) -, αλλά με το εξαιρετικό ύφος του μεγάλου Ντανίλο Κις, ενός συγγραφέα που μεγαλώνοντας στα όρια μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και παλιάς Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας συνοψίζει το δράμα της Κεντρικής Ευρώπης με άψογο υπαινικτικό ύφος και σαγηνευτικό λόγο σε ένα βιβλίο ισάξιο με την «Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών» του ίδιου.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Τετάρτη, Απριλίου 05, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 05, 2023 | Permalink
Πως μπορεί να μιλήσει κανείς για το μέλλον; ("Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον")
 «Για το μέλλον μπορεί κανείς να μιλήσει μόνο στον αόριστο.»
 
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος (Αθήνα, 1965), διαρκώς τονίζει (σε συνεντεύξεις του), ότι χρησιμοποιεί την «δυστοπία» απλά ως «όχημα» για να μιλήσει για το παρόν. Στις ιστορίες του, είτε είναι νουβέλες, είτε είναι διηγήματα (μεγάλης ή μικρής έκτασης), πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι και τα ζώα, και όχι τα άψυχα αντικείμενα ή τα υπερφυσικά τέρατα, και ο αναγνώστης δεν νιώθει ότι διαβάζει κάτι «μακρινό» ή στα πλαίσια της λογοτεχνίας του Φανταστικού, αλλά γνήσια λογοτεχνία που διαδραματίζεται σε εποχές όχι και τόσο μακρινές. Με την τελευταία του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΛΛΟΝ» - (εκδ. Κίχλη, σελ. 196), ο συγγραφέας μέσα από 9 ιστορίες  μελλοντολογικού ύφους, τοποθετώντας τον άνθρωπο στο κέντρο τους, συνεχίζει την πορεία που χάραξε με τα προηγούμενα βιβλία του.
 

Τις εννέα ιστορίες, που είναι γραμμένες μέσα σε ένα διάστημα τριών ετών, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, κάποιες από αυτές έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε έντυπα ή στο διαδίκτυο και άλλες τις εμπνεύστηκε από ταινίες ή τραγούδια, η ακόμα και από τυχαίες σκηνές της καθημερινότητας (όπως του «Συνφούντ»). Δύο από αυτές που είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτερες (και ίσως οι καλύτερες της συλλογής), το «Συνφούντ» (έκτασης 44 σελίδων) και το εκπληκτικό «Ισμαήλ» (έκτασης 52 σελίδων), θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κύριο υλικό για αυτόνομες νουβέλες.
 
Ο κόσμος στα διηγήματα του Μακρόπουλου, είναι εχθρικός και η επιβίωση παίζει πάντα τον πρωτεύοντα ρόλο – από το ζευγάρι στο «Συφούντ» που τρέφεται με δελτία τροφίμων, που περιλαμβάνουν συνθετική τροφή από ανθρώπινα μέλη, μέχρι το μικρό αγόρι, τον Χρίστο, που προσπαθεί να μαζέψει λίγο νερό από τα ραγίσματα στους τοίχους στις «Σφαίρες», κι από τον χρονοταξιδιώτη που βρίσκει τον δίδυμο αδελφό του γέροντα κι εκείνος να είναι μεσήλικας στο «Ντμίτρι», μέχρι την ανορεξική παράνομη φωτογράφο στο υπέροχο «Η φωτογράφος», η μοναξιά  κυριεύει τους ήρωες των ιστοριών, το γκρίζο χρώμα κυριαρχεί στην αφήγηση και το αίσθημα της απελπισίας και των αδιεξόδων είναι συνεχές.
 
«Κατέβηκε μόνος στην παραλία. Η Λένη είχε πάει στην πόλη. Προχώρησε στην άμμο και στα φύκια, αλλά λοξοδρόμησε – δεν είχε κανέναν να τον προειδοποιεί, παρά μόνο την αίσθηση που ’χε ο ίδιος για το πόσο κοντινή ή μακρινή ήταν η βοή της θάλασσας. Έφτασε πέρα από την άκρη του νερού, και το τελείωμα του κύματος μπήκε μέσ’ από τις γαλότσες του, μουσκεύοντας τα μπατζάκια και τις κάλτσες του. Δεν τραβήχτηκε, αλλά στάθηκε εκεί, με τα πόδια του να μουλιάζουν και με την αρμύρα να του τσιμπάει το δέρμα, μέχρι που τελικά έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω. Περνώντας πλάι από τον πύργο του ναυαγοσώστη, σταμάτησε κι άκουσε το ντιντίνισμα. Κι ας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τις λέξεις του κρίκου και του ψαλιδιού, τώρα πια ήξερε ότι τα λόγια τους ήταν η ακατανόητη γλώσσα του χρόνου.»Συνφούντ»)
 
Στον «Πλανήτη με τους δυο ήλιους» και στο «Η γη με τα δυο φεγγάρια», η αίσθηση ασφυξίας κατακυριεύει τον αναγνώστη, όπου παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματα και την μετοίκηση άλλων πλανητών, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο παραμένει (και μάλιστα με σκληρότερους όρους), οι συνθήκες ζωής χειροτερεύουν και τα αδιέξοδα μεγαλώνουν.
 
Όπως αναφέρω παραπάνω, ο «Ισμαήλ» (με τις άμεσες και έμμεσες αναφορές στο «Μόμπι Ντικ» του Χ.Μέλβιλ), είναι το καλύτερο διήγημα της συλλογής. Σε ένα άχρονο χωροταξικό πλαίσιο, η απομονωμένη κοινότητα που κατοικεί στα βουνά μετά από μια καταστροφή, και ζει με τις ιστορίες και τους θρύλους που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά για Θεούς και κάποια γεγονότα που συνέβησαν (;) στο παρελθόν - «σαν να ’χαν γεννηθεί μέσ’ από μια ομίχλη, που με τις ιστορίες τους πάσχιζαν να τη διαλύσουν, μα αυτή παρέμενε πυκνή, σκεπάζοντας ό,τι υπήρξε κι αφήνοντάς τους σαν μισοξεριζωμένα δέντρα, να πολεμούν με λίγες ρηχές ρίζες να κρατηθούν στο παρελθόν για να πετάξουν κλαριά προς το μέλλον» -, δέχεται την απρόσμενη «επίσκεψη» ενός εισβολέα, τον οποίον περιθάλπουν και θεραπεύουν από τα θανατηφόρα του τραύματα. Ο ξένος όμως γνωρίζει τη χρήση των όπλων, όχι μόνο αυτών που έφερε μαζί του αλλά κι εκείνων που υπήρχαν στο χωριό ως αντικείμενα «παλαιών πολιτισμών», ίσως βέβαια και να γνωρίζει για τους «Θεούς» που άκουγαν στις ιστορίες των γηραιότερων και που το άγαλμα ενός από αυτούς βρίσκεται στη κορυφή του βουνού. Η αναζήτηση του Θεού και του νοήματος στη ζωή, βρίσκεται στη βάση αυτού του εξαιρετικού διηγήματος.
 
«… «Απαγορεύεται».
«Τι πράγμα;»
«Ν’ ανεβάζεις φωτογραφίες καταστροφής. Θα ’πρεπε να το ξέρεις. Συλλαμβάνονται συνεχώς onliners που το κάνουν. Παίζουν κρυφτό με την αστυνομία, αλλά τελικά, αργά ή γρήγορα, τους πιάνουν».
«Δεν την ανέβασα γιατί ήταν σπασμένο το τζάμι. Την ανέβασα γιατί μού ’χε αρέσει έτσι όπως έπεφτε το φως στο σκονισμένο γυαλί, οι αντανακλάσεις του.»
«Δεν έχει σημασία. Ήταν σπασμένο, αυτό φτάνει. Μπορείς ν’ ανεβάσεις τη φωτογραφία ενός χαρτιού, αλλά αν είναι τσαλακωμένο και σχισμένο δεν μπορείς. Μπορείς ν’ ανεβάσεις τη φωτογραφία ενός ρούχου, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις άμα είναι παλιό και τριμμένο. Καταλαβαίνεις; Δεν έχει σημασία αν το χαρτί γράφει κάτι σπουδαίο ή αν το ρούχο, κι ας είναι παλιό, είναι ωραίο. Θεωρείται ανατρεπτικό, θεωρούν ότι θέλεις να θυμίσεις στους ανθρώπους τη φθορά και να τους κάνεις έτσι ν’ αγανακτήσουν. Να προσέχεις. Την επόμενη φορά δεν θα ’ρθουν για να σε προειδοποιήσουν μόνο.»
(«Η φωτογράφος»)


Ο Μακρόπουλος, στις ιστορίες του, συνεχίζοντας στον δρόμο που άνοιξαν τα προηγούμενα βιβλία του, περιγράφει μια γη κατεστραμμένη μετά από πολέμους, μια γη που δεν κατοικούνται ή είναι εγκαταλελειμμένα τα μεγαλύτερα μέρη της. Κυριαρχεί το υγρό στοιχείο και οι άνθρωποι που έχουν μείνει, προσπαθούν να πιαστούν από μια καθημερινότητα αφόρητη, αλλά διατηρούν εντός τους, πίστη στη ζωή, παλεύουν για την επιβίωση, ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, οι ήρωές του, διατηρούν τη συμπόνοιά τους για τον άλλον. Ακόμα και στις σκοτεινότερες στιγμές των ιστοριών, ο συγγραφέας αφήνει την ελπίδα να διαχέεται.
 
Θέτοντας σε πλείστες περιπτώσεις υπαρξιακά φιλοσοφικά και ηθικά διλήμματα, οι ιστορίες του τόμου, «υποχρεώνουν» τον αναγνώστη σε βαθύτερες σκέψεις για την μοναξιά, την αναζήτηση Θεού, την βιοηθική, το μέλλον και το παρελθόν. Η συλλογή αποτελείται από διηγήματα ανθρωποκεντρικά, στοχαστικά, όπου σε πολλές περιπτώσεις ο συναισθηματισμός παρασύρει τον αναγνώστη, στην απόλαυση του κειμένου, που ξετυλίγεται με το γνώριμο (από τις παλαιότερες – στο σύνολό τους εξαιρετικές – δουλειές)λιτό ύφος του συγγραφέα. Η δυστοπία φαίνεται ότι ταιριάζει στον Μ. Μακρόπουλο και οι «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον», το επιβεβαιώνουν.
 
Βαθμολογία 81 / 100