Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2017
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2017 | Permalink
Κτηνωδία - μια οικογενειακή σάγκα στη σύγχρονη Ιταλία
Τα τελευταία χρόνια στην Ιταλική πολιτιστική λογοτεχνική και κινηματογραφική παραγωγή, εμφανίζονται όλο και περισσότερα βιβλία που ασχολούνται με κοινωνικά και πολιτικά σκάνδαλα, την μαφία και τις συναφείς οργανώσεις. Συνήθως το γεωγραφικό πλαίσιο είναι ο Νότος ή γενικότερα η Ιταλία κάτω από την Φλωρεντία, ενώ σε κινηματογραφικές κυρίως ταινίες, κομπίνες και λοιπές παράνομες πράξεις ή συμφωνίες, που γίνονται στον Βορρά, προκαλούνται από μικρούς η μεγάλους απατεώνες που κατάγονται από την Σικελία ή τις Νότιες περιοχές της χώρας.

Από την τάση αυτή, δεν ξεφεύγει (είναι μάλιστα χαρακτηριστικό δείγμα), και το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα, Nicola Lagioia (Μπάρι,1973), με τίτλο “Η ΚΤΗΝΩΔΙΑ” (“La ferocia”), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Ράικου, σελ.481). Σε αυτό το ενδιαφέρον και με ωραίο ρυθμό μυθιστόρημα, συναντούμε όλα όσα αναφέρω παραπάνω, οικονομικά συμφέροντα, το χρήμα να κυριαρχεί σε όλες τις σχέσεις, όλοι να “λαδώνονται” με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, σεξουαλικά απωθημένα, πολλά ναρκωτικά, όμως το μεγάλο ενδιαφέρον, το δίνει η δυσλειτουργική οικογένεια που πρωταγωνιστεί στην ιστορία του Λατζόια.


 “Πρέπει κανείς να δεχτεί το καλό για να μπορέσει να το ξεχωρίσει απ' αυτό που δεν είναι καλό. Αν δεν σε θέλει κανείς, ποτέ δεν θα μάθεις από που να ξεκινήσεις. Από εκεί αρχίζουν όλα, ακόμα και το μίσος.”

Είναι μια ανοιξιάτικη νύχτα και μια νεαρή γυναίκα που περπατάει γυμνή και γεμάτη αίματα, βγαίνει στην εθνική Τάραντο-Μπάρι, οδό και πέφτει στις ρόδες ενός διερχόμενου φορτηγού. Η ταυτότητά της αποκαλύπτεται μερικές ώρες αργότερα, ήταν η Κλάρα Σαλβέμινι, το τρίτο παιδί και μεγαλύτερη κόρη του μεγαλοεργολάβου Βιτόριο Σαλβέμινι. Στην αρχή όλοι πιστεύουν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία και έτσι καταχωρείται στα αρχεία, καθώς ο οδηγός του φορτηγού θα τύχει της φροντίδας του πανίσχυρου Σαλβέμινι, με δώρο ένα διαμέρισμα σε αντάλλαγμα της σιωπής του. Τι γύρευε όμως η Κλάρα, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν μηχανικό, να κυκλοφορεί έτσι μέσα στην άγρια νύχτα; Τι συνδέει τον θάνατό της με τις δουλειές του πατέρα της; Τι γνωρίζει ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο γιατρός Ρουτζέρο; Γιατί έκλεισε η υπόθεση τόσο βιαστικά και η κηδεία έγινε με συνοπτικές διαδικασίες; Τι θα ανακαλύψει ο απόκληρος της οικογένειας, το εξώγαμο του Βιτόριο, ο Μικέλε, ο αγαπημένος αδερφός της Κλάρας, που μαθαίνει με μεγάλη καθυστέρηση τον θάνατο της αδερφής του;

Σε πρώτο πλάνο είναι η οικογένεια Σαλβέμινι. Αυτοδημιούργητος και αδίστακτος  ο Βιτόριο Σαλβέμινι είναι ένας από τους οικονομικά πανίσχυρους παράγοντες του Μπάρι, ο οποίος όμως, βρίσκεται τον τελευταίο καιρό σε δύσκολη θέση λόγω του μπλοκαρίσματος ενός οικοδομικού μεγαθηρίου που ετοιμάζει στην ακτογραμμή της Πούλια. Ο Σαλβέμινι βέβαια ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, από εισαγγελείς, μέχρι ιατροδικαστές, μέχρι δημοσιογράφους. Η οικογένεια του, πάντα διασπασμένη, η σύζυγος Άννα Μαρία, στον κόσμο της, με τις δεξιώσεις και τα ακριβά κοσμήματα, τα δύο αγόρια, ο Ρουτζέρο που θα μπορούσε να κάνει τεράστια καριέρα ως ερευνητής γιατρός, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην βούληση του πατέρα του να γυρίσει στο Μπάρι, και να αναλάβει θέση στο εκεί νοσοκομείο, εμπλεκόμενος και στις μπίζνες που μεγαλώνουν την οικογενειακή περιουσία, ο Μικέλε, το εξώγαμο του Βιτόριο Σαλβέμινι, που η μητέρα του πέθανε όταν ήταν μικρός, οπότε έγινε μέλος της οικογένειας παρά την άρνηση και την μετέπειτα αδιαφορία της Άννα Μαρίας, με το ένα πόδι μονίμως απέξω, αρνούμενος να ενταχθεί πλήρως στον οικογενειακό ιστό, και τα δύο κορίτσια, η Κλάρα με τον ατίθασο χαρακτήρα και την εντυπωσιακή εμφάνιση και η Τζόια η μικρότερη και χαϊδεμένη που ασχολείται με το κινητό της, επιφανειακή και μάλλον χαζούλα.

Ο θάνατος της Κλάρας, διαλύει την οικογενειακή ηρεμία και χαλάει την έξωθεν εικόνα. Ο Μικέλε, ο αποσυνάγωγος της οικογένειας, ο θεωρούμενος ως προβληματικός και ψυχάκιας, που ζει μόνιμα στη Ρώμη και συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, αρνείται να δεχτεί την θεωρία περί αυτοκτονίας και ψάχνει. Επισκέπτεται κοινούς γνωστούς, δημοσιογράφους, γιατρούς. Μέσα από την έρευνα του Μικέλε, ο Λατζόια εξιστορεί τη σχέση των δύο αδερφών (της Κλάρας και του Μικέλε), την ερωτική ζωή της Κλάρας, τις αντιδράσεις της, τους εραστές της, τον άβουλο και χλωμό σύζυγό της, την πορεία της προς τον θάνατο. Ο Μικέλε θα ξετυλίξει το κουβάρι της διαφθοράς και της παρακμής, της κτηνωδίας μιας κοινωνίας που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το χρήμα και η εξουσία.

“Όταν πολλά χρόνια αργότερα, ο Τζενάρο Λόπεζ, πρώην ιατροδικαστής της Δεύτερης Υγειονομικής Περιφέρειας του Μπάρι, θα βρισκόταν να βγάζει από τις πολλές, αν και συγκεχυμένες αναμνήσεις του την πιο τρομακτική, δηλαδή αυτήν που θα μπορούσε να του προκαλέσει το μεγαλύτερο κακό, θα διάλεγε τη νύχτα που ένας τριαντάχρονος νεαρός χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του και άρχισε να τον κατακλύζει με ερωτήσεις σχετικά με το πιστοποιητικό θανάτου της αδελφής του.”


Η “Κτηνωδία”, δεν είναι η τηλεοπτική σειρά “Δυναστεία” του παρελθόντος, ούτε και η πιο σύγχρονη “Ριβιέρα”, αλλά είναι μια οικογενειακή τοιχογραφία που αντιπροσωπεύει την εικόνα της Μπερλουσκονικής Ιταλίας, του διεφθαρμένου και βουτηγμένου στην εκμετάλλευση συστήματος, μια εξιστόρηση του πως χτίστηκαν οικονομικές αυτοκρατορίες και πως το χρήμα εξουσιάζει τα πάντα. Πλαστά τιμολόγια, πληρωμένες εκθέσεις, δημοσιογραφικές πληρωμένες καμπάνιες που αποθεώνουν το χτίσιμο των ακτών για ξενοδοχεία και πολυτελείς κατοικίες, ο Λατζόια αφηγείται κάτι οικείο και γνώριμο σ' εμάς, μια πραγματικότητα που την βιώνουμε καθημερινά.

Πίσω από τις κομπίνες και τα οικονομικά τεχνάσματα, τα παιχνίδια εξουσίας και την άνοδο και πτώση της οικογένειας Σαλβέμινι, ο συγγραφέας ανατέμνει τις οικογενειακές σχέσεις. Το πως αυταπατάται ο πατέρας θεωρώντας ότι φροντίζει την οικογένειά του και τους προσφέρει αγάπη χώνοντάς τους ακόμα πιο βαθειά μέσα στις κομπίνες του, την απέχθεια των παιδιών προς εκείνον, που την δείχνει ο καθένας τους με διαφορετικό τρόπο, την αποξένωση και αδιαφορία του ενός προς τον άλλον, με την μοναξιά να κυριαρχεί και την κατάθλιψη να περιμένει στη γωνία.

Ωραίο μυθιστόρημα που ξεκινάει σαν θρίλερ και ολοκληρώνεται με συνεχή μπρος-πίσω στον χρόνο, σαν οικογενειακή σάγκα, η οποία περιέχει τα πάντα. Ίντριγκα, σεξ, βία, σάτιρα, παιχνίδια εξουσίας, αιχμηρούς διαλόγους, έξυπνο φινάλε. Δεν έχει σημασία αν κάποιος οικονομικός μεγιστάνας “πέσει” μας λέει ο Λατζόια, την επόμενη μέρα κάποιος άλλος θα είναι στη θέση του, τίποτα δεν θα αλλάξει. Γραμμένο με κινηματογραφικό τρόπο, εναλλάσσοντας τον παρόντα με τον παρελθοντικό χρόνο συνεχώς, ζωντανό και άμεσο, το βιβλίο (που κέρδισε το βραβείο Strega του 2015), με άψογη δομή και ανάπτυξη της ιστορίας, η οποία όμως δεν απογειώνεται, αλλά και χωρίς να προσφέρει κάτι σπουδαίο ή πρωτοποριακό λογοτεχνικά, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και θίγει σύγχρονα θέματα με ευστροφία και ευαισθησία.



Βαθμολογία: 73 / 100


 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2017
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2017 | Permalink
Μια πρώτη γνωριμία με τον "Σιμπλίκιο Σιμπλικίσιμο"
Το εμβληματικό μυθιστόρημα "ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΣΙΜΠΛΙΚΙΣΙΜΟΣ" του Hans Jacob Christoffel von Grimmelshausen, εκδόθηκε επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Εξάντας (σελ.861), )σε μεγαλειώδη μετάφραση του Γιάννη Κοιλή από τα Γερμανικά του 17ου αιώνα.



Ο "Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος", γράφτηκε το 1668 και εκδόθηκε ένα χρόνο μετά. Είναι ένα πικαρέσκο μυθιστόρημα, το οποίο εμπνέεται από τα γεγονότα του τριακονταετούς πολέμου, που ταλαιπώρησε την Γερμανία από το 1618 έως το 1648. Αφηγητής είναι ένας χωρικός, που έχει ανατραφεί από έναν ερημίτη σε ένα δάσος, από μικρός. Ο ερημίτης τον εισάγει στη θρησκεία και του δίνει το απλούστερο όνομα που υπάρχει: "Σιμπλίκιος" ("Απλός"), επειδή ήταν τόσο αδαής που δεν γνώριζε ούτε το όνομά του. Ο Σιμπλίκιος (μετά τον θάνατο του ερημίτη) περιπλανιέται ως στρατιώτης, τυχοδιώκτης, έμπορος στη σπαρασσόμενη Γερμανία του πολέμου, αντικρίζοντας την φρίκη και τον θάνατο, αλλά και στη Ρωσία και στη Γαλλία.

Το βιβλίο θεωρείται ότι εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του, ενώ πρέπει να αναφερθεί ότι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, δεν ήταν γνωστό το όνομα του Grimmelshausen, όπως αναφέρει στο εξαιρετικό του επίμετρο, ο μεταφραστής αυτού του έπους, Γιάννης Κοιλής, ο οποίος δούλευε την μετάφραση αυτή για περίπου 20 χρόνια.

Ο "Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος" θεωρείται έργο-ορόσημο για τα Γερμανικά (και Ευρωπαϊκά) γράμματα και έχει επηρεάσει πολλούς συγγραφείς της νεώτερης Γερμανίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο σπουδαίος Τόμας Μαν: "Πρόκειται για ένα σπάνιου είδους μνημείο της λογοτεχνίας και της ζωής, το οποίο, δίχως καθόλου να χάσει την ικμάδα του, επιβίωσε για κοντά τρεις αιώνες και θα αντέξει για πολλούς ακόμη· ένα πεζογράφημα ακούσιου μεγαλείου, πολύχρωμο, άγριο, ωμό, διασκεδαστικό, μες στον έρωτα και στα κουρέλια· ένα έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με το θάνατο και το διάβολο, το οποίο καταλήγει στη συντριβή και την ολοσχερή αποστροφή απέναντι σ' ένα κόσμο που σπαταλήθηκε μέσα στο αίμα, τη ληστεία, την ηδονή· αθάνατο όμως μέσα στην άθλια λαμπρότητα των αμαρτιών του."



Στις 19 Σεπτεμβρίου, στην Γερμανική σχολή Αθηνών, έγινε η πρώτη επίσημη παρουσίαση του βιβλίου με ομιλητές την μεταφράστρια Κλαίρη Παπαμιχαήλ, την μεταφράστρια, κριτικό λογοτεχνίας και συγγραφέα, Κατερίνα Σχινά και τον συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας, Νικήτα Σινιόσογλου και βεβαίως τον μεταφραστή (και καθηγητή της Γερμανικής σχολής) Γιάννη Κοιλή
Από αυτή την παρουσίαση, η Κλαίρη Παπαμιχαήλ, προσέφερε ευγενικά στο blog, την θαυμάσια ομιλία της για το βιβλίο και τη μετάφρασή του.

____________________________________________________________ 



               ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΣΙΜΠΛΙΚΙΣΙΜΟΣ
     (λίγα λόγια για το βιβλίο και την μετάφραση)

 Ο Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος του Γκριμελσχάουζεν είναι ένα επικό μυθιστόρημα που μετέφρασε από τα γερμανικά του 17ου αιώνα ο Γιάννης Κοιλής, ένα έργο ζωής γι’ αυτόν, μια που το επεξεργάζεται και το παιδεύει για πάνω από 20 χρόνια.

Να ξεκαθαρίσω πρώτα απ’ όλα πως δεν γνωρίζω γερμανικά –πόσο μάλλον του 17ου αιώνα. Ξεκίνησα το βιβλίο σαν απλή αναγνώστρια, κάπου μπήκε στη μέση και η επαγγελματική διαστροφή, και θα ήθελα, βαθιά εντυπωσιασμένη, να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας.

Τι είναι η μετάφραση; Είναι η μεταφορά, η κατά προσέγγιση αφήγηση μιας άλλης αφήγησης από κάποιον που ταξίδεψε στην ξένη χώρα του κειμένου, όπου περιπλανήθηκε, είδε κι έμαθε  – και επιστρέφει στον τόπο του - θέλοντας να μοιραστεί αυτές τις εμπειρίες σαν γνώση και σαν απόλαυση με τους δικούς του ανθρώπους.

Ο Κοιλής περιπλανήθηκε στη Γερμανία του 17ου αιώνα, που μαστιζόταν από τον Τριακονταετή Πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε το 1618 και έληξε το 1648 με την Ειρήνη της Βεστφαλίας. Στη διάρκειά του, η οικονομία καταστράφηκε, ο πληθυσμός των γερμανικών κρατιδίων μειώθηκε κατά πολύ και πολλές πόλεις λεηλατήθηκαν και κάηκαν.

Και στο μέσον αυτών των ιστορικών γεγονότων, βρίσκεται ο Σιμπλίκιος, ένας αφελής χωρικός που πέφτει από τα μικράτα του θύμα, αλλά και εκμεταλλευτής, όλων των αλλαγών και των περιπετειών του πολέμου, όπου άλλοτε συμμετέχει και άλλοτε παρατηρεί - και μας εξιστορεί τις επιπτώσεις του στη ζωή του.

Ο μεταφραστής πρέπει να μεταφέρει την εμπειρία αυτής της περιπλάνησης στη γλώσσα του δικού του τόπου – να βρει τρόπο να μιλήσει για έναν άγνωστο κόσμο σε ένα γνώριμο ιδίωμα. Και τα κατάφερε. Με μια ολοζώντανη, λαϊκή γλώσσα που θυμίζει συχνά τις αφηγήσεις των παππούδων μας, με λέξεις και ρήσεις παλιακές και ξεπερασμένες αλλά τόσο οικείες, με εκφράσεις πότε του δρόμου και πότε λόγιες, ο Γιάννης Κοιλής κεντάει τη ζωή του Σιμπλίκιου, περιγράφει τον κόσμο του και μας βουτάει κι εμάς στο σύμπαν του. ΓΙΝΕΤΑΙ ο Σιμπλίκιος, αποτυπώνοντας γλωσσικά την εξέλιξη αυτού του ανθρώπου που ξεκίνησε αγράμματος -  μορφώθηκε μόνος του διαβάζοντας [πλήθος οι αναφορές στην ελληνική μυθολογία και στη Βίβλο] -  ταξίδεψε –πέρα από κάθε προσδοκία- ως τα πέρατα της γης, όπου γνώρισε άλλους λαούς και έθιμα, τα οποία μας διηγείται απολαυστικά - και κατέληξε ερημίτης στο δάσος και στο τέλος ναυαγός σε ένα έρημο νησί.

Με αυτή την ευκαιρία, μας ξετυλίγει τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων, τις δοξασίες και τις δεισιδαιμονίες τους, περιγράφει πώς ζούσαν την καθημερινότητα οι στρατιώτες και οι μικροί ηγεμόνες των γερμανικών κρατιδίων, την ωμή βία που επικρατούσε παντού και στηλιτεύει τον πόλεμο που τους παρασύρει όλους. Ταυτόχρονα ο αθώος και συνάμα πονηρός Σιμπλίκιος, που μαθαίνει πώς να επιβιώνει σε κάθε κατάσταση, μας εξηγεί με θαυμαστή ευγλωττία την κοσμοθεωρία του και κάνει την αυτοκριτική του – θεωρώντας, όμως, ότι ουσιαστικά είναι άθυρμα της μοίρας και ότι ο ίδιος δεν έχει την παραμικρή ευθύνη για όσα του συμβαίνουν.

Ο Γιάννη Κοιλής, με την τόσο πλούσια λεκτικά και τόσο ανεπιτήδευτη εννοιολογικά γραφή του, πετυχαίνει να κάνει το άγνωστο γνωστό – το ξένο γνώριμο – το αδιάφορο ενδιαφέρον – το ακατανόητο κατανοητό. Και, κυρίως, το ανοίκειο ελκυστικό.

Είναι αυτονόητο πως κάθε μετάφραση έχει προβλήματα, κόπους, περιπέτειες, προδοσίες και αποτυχίες - όπως ακριβώς και η ζωή του Σιμπλίκιου. Πιθανώς, από τη μεταφορά της μιας κουλτούρας στην άλλη, να χάνονται λεπτές αποχρώσεις του ύφους, ορισμένα γλωσσικά παιχνίδια, αμφισημίες ή πολυσημίες. Προσωπικά δεν ένιωσα κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη μετάφραση δικαιώνεται για τον συνολικό της ΛΟΓΟ, όχι μόνο για τις μεμονωμένες λέξεις της, γιατί μας παρασύρει να ζήσουμε ΜΑΖΙ με τον ήρωα βήμα-βήμα τη ζωή του. Γιάννη Κοιλή, ευχαριστούμε για το ταξίδι.

Κλαίρη Παπαμιχαήλ









 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2017 | Permalink
Αλλόκοτος ελληνισμός
Επτά περιπτώσεις ιδιαίτερων ανθρώπων, εξετάζει ο συγγραφέας και καθηγητής Φιλοσοφίας, Νικήτας Σινιόσογλου (Αθήνα,1976), στο υπέροχο και πρωτότυπο δοκίμιό του, με τίτλο “ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ” (εκδόσεις Κίχλη, σελ. 357), ένα απόλυτα σαγηνευτικό βιβλίο που κινείται σε ένα δυσδιάκριτο όριο μεταξύ λογοτεχνικού δοκιμίου, φιλοσοφικής μελέτης και ιστορικής έρευνας, εξετάζοντας μορφές της πνευματικής ιστορίας του παρελθόντος, βρίσκοντας όμως (μέσα από αυτές) στοιχεία της σημερινής κατάστασης.

“Η εμπειρία του αλλόκοτου υπενθυμίζει ότι κάτι πάντα αντιστέκεται στην κοινωνικά μεσολαβημένη εφαρμογή του λόγου της κοινότητας, ότι ένας σκοτεινός όγκος αναφομοίωτος και ανεπικοινώνητος βρίσκει πάντα τρόπο να εισβάλλει στον ορίζοντα του λόγου και της ιστορίας. Ενώπιόν του η στοχαστική φύση παραμένει διαρκώς ανικανοποίητη, αλλά και δημιουργική. Αδύνατον η αλλόκοτη σκέψη να γίνει κοινόκτητη καθ' όλου, ενώ είναι διαρκώς μόνον ο εαυτός της, εντέλει αποκλεισμένη στην εαυτότητά της κι ας πασχίζει να τη μεταδώσει όπως συμβαίνει με τον νιτσεϊκό Ζαρατούστρα. Το αλλόκοτο δεν διαλέγεται παρά σημαίνει. Αλλόκοτο είναι ότι αντιστέκεται.”



Στο βιβλίο του, ο Σινιόσογλου δεν επιθυμεί να κάνει μια ιστορική διαδρομή των ιδεών από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά, ούτε να παραθέσει γεγονότα. Εξετάζει επτά περιπτώσεις ανθρώπων που κινούντο στα όρια. Στα όρια των ιδεών, της κοινωνικής αποδοχής, ουσιαστικά σε συνθήκες κρίσιμες ή έκτακτης ανάγκης. Οι περισσότεροι από τους “αλλόκοτους” αυτούς ανθρώπους, περιθωριοποιούνται για τις ιδέες τους, η κάποιοι από αυτούς γίνονται γνωστοί για κάποιες από τις ιδέες που βόλευαν (και βολεύουν) καταστάσεις.

“Το αλλόκοτο δεν είναι έννοια πολιτικώς ορθή, μήτε ανώδυνη. Ο φορέας του αλλόκοτου κινείται αναπόταμα και δεν ξενίζει απλώς – ενδέχεται να λοξεύει επίμονα θέτοντας σε δοκιμασία τις αντοχές της κοινότητας. Η ετυμολογία της λέξης παραπέμπει ήδη στη μνησικακία, την παρατεταμένη χολή (“άλλο και κότος <κότος: ο πολυετής χόλος και την μήνιν υπεραναβάς>), θυμίζοντάς μας πως αλλόκοτος είναι κατά βάθος ο ανεπιθύμητος και εναντιαίος, οπωσδήποτε ο έχων ασυνήθη φύσιν ή μορφήν, παράδοξος, διάστροφος, κακοσχημάτιστος, τερατώδης.”

Το βιβλίο χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη, δύο ιστορικά ορόσημα για τον σύγχρονο ελληνισμό. Την άλωση της Κων/λης και ουσιαστικά το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453), και την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους (1830-1860), με ενδιάμεσο μια μοναδική περίπτωση του 18ου αιώνα. Ο συγγραφέας συνδυάζει τις περιπτώσεις των ανθρώπων που εστιάζει με έννοιες όπως: περιπλάνηση, ουτοπία, εκτοπισμός, βλασφημία, αίρεση, αλλόκοτο, ψευδολογία. Οι πρωταγωνιστές της μελέτης του Σινιόσογλου είναι επτά “σαλοί” (“λοξίες” όπως τους χαρακτηρίζει), ακατανόητοι για τους σύγχρονούς τους, “φευγάτοι” όπως θα λέγαμε σήμερα διανοητές, επτά μοναχικοί και πολύ ιδιαίτεροι άνθρωποι, οι οποίοι άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, άφησαν το στίγμα τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας.

Οι επτά ξεχωριστοί άνθρωποι στους οποίους εστιάζει ο Σινιόσογλου στην εξαιρετική μελέτη του, είναι:

Στο πρώτο μέρος
α) Ο Ιταλός (τυπικά) Κυριακός Αγκωνίτης (1391-1452) ένας έμπορος που αφιέρωσε τη ζωή του στην περιπλάνηση, ένας flaneur πριν τη μόδα των ταξιδευτών, ψάχνοντας τα ερείπια του παρελθόντος, και συντάσσοντας αστυγραφίες και ερειπιογραφίες στα ημερολόγια του (προσπαθώντας όπως δήλωνε “να ξυπνήσει τους νεκρούς”), λίγο πριν την άλωση της Πόλης.
β) Ο ουτοπιστής Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355 – 1452), ο οποίος οραματίστηκε ότι η αρχαιότητα και ο παγανισμός μπορούν να διασώσουν το παρακμάζον Βυζάντιο, προσπαθώντας να επηρεάσει τους Παλαιολόγους.
γ)Ο Μάρουλλος Ταρχανιώτης, ένας εκτοπισμένος Βυζαντινός, ο οποίος ως μισθοφόρος ζώντας στην Ιταλία, με την παθιασμένη του ποίηση για την ανεστιότητα και το ανεκπλήρωτο του έρωτα, ψάχνει τη νεοελληνική ταυτότητα.

Ενδιάμεσα βρίσκεται:
δ)Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733 – 1793), εξ Ακαρνανίας, θεωρείται “το μαύρο μαργαριτάρι” της νεοελληνικής φιλοσοφίας με το “βλάσφημο” έργο του “Περί Θεοκρατίας”, εξ' αιτίας του οποίου αφορίστηκε. Το έργο του θεωρείται ότι ανήκει στον ριζοσπαστικό διαφωτισμό – πρόδρομο στις ιδέες του Διαφωτισμού του 18ου και 19ου αιώνα.

Στο δεύτερο (και πιο ενδιαφέρον) μέρος που αφορά τον 19ο αιώνα:
ε)Ο “αιρετικός” Θεόφιλος Καΐρης (1784 – 1853), ο οποίος με το έργο του, “Θεοσέβεια”, προσπάθησε να υποκαταστήσει τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, με μια φιλοσοφική, και περισσότερο ορθολογιστική και εγγύτερα στον Διαφωτισμό θρησκευτική προσέγγιση, ερχόμενος σε αντίθεση με την κοινή λογική και το πολιτικοθρησκευτικό κατεστημένο της εποχής.
στ) Ο “αλλόκοτος” Παναγιώτης Σοφιανόπουλος (1786 – 1856), μια “σπάνια περίπτωση ειδωλολατρικής συμπεριφοράς στην προεπαναστατική Ελλάδα”. Ουτοπιστής βασισμένος στις ιδέες των Φουριέ και Σαιν-Σιμόν, επιζητά την αναθεώρηση όλων των μέχρι τότε θεωρούμενων ως δεδομένων ανθρώπινων γνώσεων. Παρεκλίνοντας κι αυτός από την “κοινή λογική” και αντισυμβατικός στο έπακρο, κάνοντας θυσίες σε βωμούς, και ερχόμενος σε ρήξη με όλους κι όλα, οραματίζεται μια “Νέα Ηθική” μέσα από την εφημερίδα “Πρόοδος” που εξέδιδε (και πιθανότατα ήταν ο μόνος πραγματικός της αναγνώστης).
ζ) Ο διαβόητος πλαστογράφος και ψευδολόγος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης (1820 ή 1824 – 1867 ή 1890), αποτελεί αναμφίβολα την γοητευτικότερη περίπτωση “αλλόκοτου” που εξετάζει ο Σινιόσογλου. Πλαστογράφος ολκής, μια περίπτωση που θα μπορούσε να είναι πρόγονος των Πεσσόα και Μπόρχες, λοιδορήθηκε και χαρακτηρίστηκε ως “το μεγαλύτερο κάθαρμα που γέννησε η Ελλάδα”, μια περίπτωση που υπερέβη την στενή ελληνική πραγματικότητα, προκαλώντας σκάνδαλο στους Γερμανικούς πανεπιστημιακούς κύκλους, αλληλογραφώντας με Βρετανικές εφημερίδες, πλαστογραφώντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, μπερδεύοντας τους πάντες.

“Οι Σαλοί του Διαφωτισμού είναι ένας μακρινός και ελάχιστα μελετημένος αστερισμός. Ξεκινούν πολλά υποσχόμενοι, μα οι ιδέες τους καταλήγουν ετερόκλητες και φυγόκεντρες, οι αναζητήσεις τεθλασμένες και οι συζητήσεις ακατάληκτες. Διατηρούν όμως μιαν ιδιαίτερη, παραγνωρισμένη φιλοσοφική σημασία. Ο αστερισμός τους αφενός δείχνει τα όρια του διαφωτιστικού εγχειρήματος, το σημείο δηλαδή όπου η γλώσσα και οι ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού εξαντλούνται. Τούτο είναι σημαντικό, επειδή για να γνωρίσει κανείς τη δυναμική του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οφείλει να γνωρίζει το σημείο καμπής όπου αυτή εκφυλίζεται ή μεταλλάσσεται: να κατανοήσει την ακμήν του.”


Ο Σινιόσογλου δεν ασχολείται με τις βιογραφίες των ανθρώπων αυτών. Τον ενδιαφέρουν οι ιδέες τους και η διαδρομή τους, η πολεμική που ασκήθηκε εναντίον τους από το κατεστημένο και την περίφημη κοινή λογική. Γράφει για τον καταλυτικό ρόλο της εκκλησίας (κυρίως στην περίπτωση των Καΐρη και Σοφιανόπουλου) και εγείρει το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο βεβαίως αιωρείται από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, τι ακριβώς είναι η (διαρκώς αναζητούμενη) “Ελληνικότητα” και τι περιέχει αυτή; Αυτοί οι επτά άνθρωποι, προσπάθησαν να χτίσουν τις γέφυρες μεταξύ αρχαιότητας και νέου Ελληνισμού ερχόμενοι σε ρήξη με ότι ήταν κοινώς αποδεκτό, άμεσα εμπλεκόμενοι στον αγώνα τους πληρώνοντάς το, με την περιθωριοποίηση τους (οι περισσότεροι), τον εξευτελισμό τους, τον εξοστρακισμό τους από την κοινωνία.

Γραμμένο με εξαιρετικό και απαράμιλλο ύφος του βιβλίο του Σινιόσογλου, έχει μεγάλες λογοτεχνικές (εκτός από τις προφανείς φιλοσοφικές) αρετές. Η γλώσσα του, ιδιαίτερη και σαγηνευτική, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη που διαβάζει δυο και τρεις φορές την κάθε σελίδα, όχι ακριβώς λόγω δυσκολίας – το βιβλίο μπορεί να μην είναι το απλούστερο (πως θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά δεν παρουσιάζει δυσκολία κατανόησης -, αλλά λόγω της γοητείας που αποπνέει ο ζωντανός και παθιασμένος λόγος του συγγραφέα. Η περιπέτεια των ιδεών που παραθέτει ο συγγραφέας είναι απολαυστική και ο αναγνώστης βγαίνει πολλαπλά κερδισμένος μετά την ολοκλήρωση αυτού του πολύτιμου βιβλίου.

* Το βιβλίο απέσπασε το βραβείο Δοκιμίου - Μελέτης, από το ηλεκτρονικό περιοδικό "Αναγνώστης" για το 2017.






 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2017
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2017 | Permalink
Η πιο θλιβερή ιστορία (Ο καλός στρατιώτης)
Διάβασα για πρώτη φορά το μυθιστόρημα “Ο ΚΑΛΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ” (“The Good Soldier”), του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα Ford Madox Ford (Surrey,1873 – Ντοβίλ Γαλλία, 1939), την δεκαετία του '90, σε μετάφραση του Γ.Ι.Μπαμπασάκη, στην έκδοση του “Δελφινιού” (ενός εκδοτικού οίκου που είχε βγάλει αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία της ξένης λογοτεχνίας), και το μόνο που θυμόμουν από το βιβλίο ήταν η έκπληξη για το ύφος του, και, η αμφίσημη διάθεση που μου είχε προκαλέσει, δεν με είχε συγκινήσει ιδιαίτερα, μάλλον με είχε μπερδέψει. Το ξαναδιάβασα τώρα, 20 χρόνια αργότερα, στην υπέροχη έκδοση της σειράς Aldina, των εκλεκτών εκδόσεων Gutenberg, στην ίδια (αλλά ξαναδουλεμένη) θαυμάσια μετάφραση του Μπαμπασάκη και κυριολεκτικά μαγεύτηκα από την δύναμη και την διεισδυτικότητα αυτού του μοναδικού λογοτεχνικού επιτεύγματος. Ανέκαθεν απέδιδα μεγάλη σημασία στην έννοια του “timing”, της χρονικής δηλαδή στιγμής που διαβάζεις ένα βιβλίο, στην περίπτωση του “Καλού στρατιώτη” επιβεβαιώθηκα πλήρως.


Ο “Καλός στρατιώτης”, ξεκινάει με μια πρόταση που από τη μια σοκάρει τον αναγνώστη, από την άλλη προκαλεί το αμέριστο ενδιαφέρον του: “Αυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή.”
Ο αφηγητής αυτής της (όντως) θλιβερής ιστορίας είναι ο Αμερικανός Ντάουελ, ο οποίος με την σύζυγό του Φλόρενς, και το ζευγάρι των Βρετανών Έντουαρντ και Λεονόρα Άσμπερναμ είναι οι ήρωες μιας παράξενης και ιδιαίτερα νοσηρής ιστορίας που διαδραματίζεται σε ένα βάθος εννέα χρόνων, από την ημέρα γνωριμίας των τεσσάρων έως την τραγική κατάληξη των δύο εξ αυτών.

Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι φαινομενικά απλή, αλλά, όπως σε όλα τα μεγάλα ψυχολογικά δράματα, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, και, κάτω από την λουστραρισμένη επιφάνεια κρύβονται πάθη, μίση, έχθρες και απέραντη κακία, παρ' ό,τι όπως συνεχώς τονίζει ο αφηγητής “ήταν όλοι καλοί άνθρωποι”.
Ο Ντάουελ αφηγείται την ιστορία της γνωριμίας του με την Φλόρενς, ένας γάμος συμφέροντος από την πλευρά της – εκείνη ήθελε να παντρευτεί έναν τζέντλεμαν με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Τον βρίσκει στο πρόσωπο του αφελούς Ντάουελ, και του ανακοινώνει από την αρχή του ταξιδιού της ότι πάσχει από την καρδιά της και χρειάζεται ησυχία. Αντιλαμβανόμαστε γρήγορα από τα λεγόμενα του αφηγητή, ότι ο γάμος τους είναι λευκός, εκείνος είναι πολύ δειλός, πολύ “κύριος” για να την πλησιάσει και να αμφισβητήσει τα λεγόμενα της "εύθραυστης" νεαράς συζύγου του.
Σε ένα ευρωπαϊκό θέρετρο (στην Έσση της Γερμανίας), γνωρίζουν το ζεύγος Άσμπερναμ, όπου ο Έντουαρντ, ο Προτεστάντης σύζυγος, είναι απόστρατος αξιωματικός του Αγγλικού στρατού (“ο καλός στρατιώτης” του τίτλου του βιβλίου), και εκείνη, η Λεονόρα είναι Καθολική Ιρλανδέζα από πολυμελή οικογένεια που βρισκόταν στα πρόθυρα χρεωκοπίας. Ο Έντουαρντ αντιμετωπίζει κι εκείνος (μάλλον πραγματικά) προβλήματα με την καρδιά του, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να συνάψει σχεδόν αμέσως, ερωτικές σχέσεις με την Φλόρενς, κάτι που ο Ντάουελ αργεί να συνειδητοποιήσει παρά τις εμφανείς (ολοφάνερες μάλλον) ενδείξεις.

“Αλλά ο αληθινός πυρετός του πόθου, η αληθινή κάψα ενός πάθους που δεν παύει να καίει, που δεν παύει να συναρπάζει, στην ψυχή ενός άντρα δεν είναι άλλη παρά η διακαής λαχτάρα του να ταυτιστεί με τη γυναίκα που αγαπά. Ποθεί να δει με τα ίδια μάτια, ν'ακούσει με τα ίδια αφτιά, ν'αγγίξει με την ίδια αίσθηση αφής, να απολέσει την ταυτότητά του, να τυλιχτεί, να τονωθεί. Γιατί ό,τι κι αν λέγεται για τις σχέσεις των φύλων, δεν υπάρχει άντρας που ν'αγαπάει μια γυναίκα και να μη λαχταράει σ'αυτήν να πάει μέσα της, εκεί, εντός, για να ξαναβρεί τις χαμένες του δυνάμεις, να ξανανιώσει το σθένος του, ν'αποκοπεί απ' ό,τι τον δυσκολεύει. Κι αυτό, ναι, αυτό θα ΄ναι, αυτό, ό,τι κι αν λένε, το κύριο κίνητρο του πόθου του γι' αυτήν. Ναι, τόσο φοβισμένοι είμαστε όλοι, τόσο μόνοι μας είμαστε όλοι, κι όλοι μας τόση ανάγκη έχουμε την έξωθεν επιβεβαίωση της αξίας μας στη ζωή, της αξίας μας στην ύπαρξη.”

Ο Ντάουελ τονίζει συνεχώς ότι οι Άσμπερναμ είναι “καλοί άνθρωποι” και νιώθει υπερηφάνεια για την κοινή τους παρέα. Ο Έντουαρντ είναι το πρότυπο στρατιώτη, εραστή, συζύγου, η δε Λεονόρα στιβαρή και πάντα δίπλα του να προλάβει κάθε απαίτηση. Η αφήγηση όμως ξεκινάει όταν έχει επέλθει το μοιραίο γεγονός του θανάτου της Φλόρενς και η απότομη αφύπνιση του Ντάουελ, που διαπιστώνει ότι πίσω από την φαινομενική κομψότητα και ηρεμία της παρέας τους, κρυβότανε ένα μεγάλο πάθος. Πίσω από την “ασθένεια” της συζύγου του υπήρχε η υποκρισία και η εκμετάλλευση, όχι μόνο με τον Έντουαρντ αλλά και με έναν νεανικό της έρωτα στο Παρίσι, πίσω από τον “αψεγάδιαστο” και ευγενικό τρόπο του Έντουαρντ υπήρχε μια έντονη αδυναμία να ελέγξει τις ορμές του, να σεβαστεί κάποια πράγματα, όπως έδειχνε και το παρελθόν του σε διάφορες μονάδες που υπηρέτησε με περιπτώσεις γυναικών που γοήτευσε. Πίσω από την ψύχραιμη και γλυκιά Λεονόρα, υπήρχε υπολογισμός και μεθόδευση που διαφαίνεται καθαρά προς το τέλος του μυθιστορήματος. Ο Ντάουελ αρνείται να πιστέψει αυτά που βλέπει, συνεχώς μονολογεί “δεν ξέρω, δεν ξέρω”, από την τυφλή εμπιστοσύνη περνάει σιγά αλλά σταθερά στο μίσος απέναντι στη νεκρή πλέον σύζυγό του, και ψάχνει παντού για απαντήσεις στις απορίες του. Τι είναι άραγε ο Ντάουελ, αφελής ή ιδιαίτερα πονηρός και πλεονέκτης;

Όπως βλέπουμε, ο αφηγητής του βιβλίου είναι παντελώς αναξιόπιστος καθώς συνεχώς αναιρεί τον εαυτό του, τα λεγόμενά του, η Φλόρενς είναι μια άκαρδη γυναίκα (που διατείνεται ότι είναι “καρδιακή”), ο Έντουαρντ είναι ένας άβουλος ερωτύλος, η Λεονόρα έχει την δική της ατζέντα. Τα δύο ζευγάρια τρώνε τις σάρκες τους υπογείως καθώς η επιφάνεια δείχνει αδιατάρακτη, μέχρι την μοιραία στιγμή που η Φλόρενς θεωρώντας ότι ο Έντουαρντ απέκτησε νέα ερωμένη, αφαιρεί τη ζωή της, διαλύοντας τα πάντα.

“Έχω, και το ξέρω, αφηγηθεί την ιστορία αυτή μ' έναν τρόπο ακανόνιστο, δίχως συνοχή, και θα 'ναι δύσκολο πολύ για τον καθένα να βρει το δρόμο του μέσα απ' αυτό που ίσως μοιάζει με λαβύρινθο. Αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτα πια, δε μπορώ να βοηθήσω. Επέμεινα στην ιδέα πως βρίσκομαι σε κάποιαν αγρέπαυλη μ' έναν σιωπηλό ακροατή, που ανάμεσα απ' τις ριπές του αγέρα και τον αχό της απόμακρης θάλασσας ακούει την ιστορία μου όπως του τη λέω. Κι όταν κανείς αφηγείται μια τέτοια ιστορία – παρατεταμένη, λυπηρή, θλιμμένη -, πηδάει ακανόνιστα από το παρελθόν στο μέλλον κι από το μέλλον στο παρελθόν. Θυμάται άξαφνα σημεία που είχε ξεχάσει, και τα εξηγεί λεπτομερειακά, μια που διαπιστώνει πως δεν τα έθιξε όταν έπρεπε και πως ενδέχεται η άκαιρη παράλειψή τους να έχει δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις. Παρηγοριέμαι στη σκέψη ότι πρόκειται για μιαν αληθινή ιστορία και ότι τελικά όλες οι αληθινές ιστορίες μεταδίδονται μ' αυτόν τον τρόπο καλύτερα, σα να πρόκειται για μια ιστορία που διηγείται κάποιος σε κάποιον άλλον, προφορικά. Έτσι, μοιάζουν πιο πειστικές, πιο αληθινές.”

Το μυθιστόρημα του Φορντ, αυτό το λογοτεχνικό μπρα-ντε-φερ, το τόσο μεστό, πυκνογραμμένο και με υπέροχο στυλ, δημιούργησε σχολή με το ιμπρεσιονιστικό τρόπο της αφήγησής του. Όλα τα παρακολουθούμε μέσα από την εν πολλοίς διαστρεβλωμένη ματιά του αφηγητή και τα συνεχή μπρος-πίσω του. Βρισκόμαστε συνεχώς μπροστά σε αινίγματα, σε μια μπάμπουσκα που από μέσα της βγαίνουν άλλες μικρότερες. Η επιφάνεια αδιατάρακτη, μεγαλοαστική και άκρως υποκριτική – από κάτω γίνεται της μουρλής και χωρίς να κουνηθεί βλέφαρο. Είναι όντως μια ιστορία πάθους, όπως είναι και ο υπότιτλος του βιβλίου, αλλά (κι εδώ είναι άλλη μια μεγάλη μαγκιά του συγγραφέα), με έναν αφηγητή άψυχο και χωρίς πάθος. Τι σαρκασμός, τι ειρωνεία!

Ο Αμερικανός Ντάουελ είναι ο άνθρωπος του “τέλους της εποχής”, του ανθρώπου των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα, που έχει τις σταθερές του αξίες, τα πιστεύω του, τον θαυμασμό του προς οτιδήποτε ευρωπαϊκό, του ανθρώπου που πιστεύει στην αγάπη, στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις και όλα αυτά διαλύονται με την έναρξη του Α Παγκόσμιου πολέμου, όπου τα πάντα ανατρέπονται. Ο Ντάουελ ανήμπορος να κατανοήσει το τι γίνεται γύρω του, επιλέγει να “βλέπει” αυτά που τον βολεύουν θεωρώντας ότι μπορεί να πάει έτσι για τον υπόλοιπο βίο του, αλλά τα γεγονότα τον ξεπερνάνε. Ταυτόχρονο ο συγγραφέας κάνει έναν διάλογο με τον αναγνώστη του, τού δημιουργεί ερωτηματικά, τον ταρακουνάει συνεχώς, του αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τον κάνει να νιώθει άβολα (αν νιώθουμε εμείς έτσι έναν αιώνα μετά, φανταστείτε τον αναγνώστη του 1915 όταν εκδόθηκε το βιβλίο) σε μια μεγαλειώδη και άψογα χορογραφημένη ελεγεία.

Λογοτεχνικός αφηγητής / ήρωας με τα χαρακτηριστικά του Ντάουελ ίσως και να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία καθιστώντας το έργο του Μάντοξ Φορντ απόλυτα πρωτοποριακό και μοντερνιστικό, αλλά βέβαια, το μυθιστόρημα θυμίζει έντονα Χένρι Τζέιμς, καθώς ο υπέροχος Μάντοξ Φορντ κεντάει, με το αφηγηματικό του ύφος, και την ψυχολογική ενδοσκόπηση των ηρώων του, η δε δομή του θα μπορούσε να είναι αυτή, ενός Γαλλικού μυθιστορήματος των Φλωμπέρ και Μπαλζάκ, ενώ όπως αναφέρει στο εξαίρετο επίμετρό του ο Γ.Ι.Μπαμπασάκης, με τον Τζόζεφ Κόνραντ ο Φορντ “συνεργάστηκε στη συγγραφή τριών μυθιστορημάτων και διδάχτηκε απ' αυτόν το πως θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι λέξεις και να συντίθενται τα μυθιστορηματα”.

Ένας κριτικός λογοτεχνίας της εποχής, χαρακτήρισε τον “Καλό στρατιώτη” ως “το καλύτερο γαλλικό μυθιστόρημα της αγγλικής γλώσσας”, ενώ ο Colm Toibin είδε στο βιβλίο  την μάχη για την εξουσία μεταξύ της Ιρλανδέζας Λεονόρας και του Έντουαρντ Άσμπερναμ. Σε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα σαν κι αυτό, όλες οι ερμηνείες είναι ανοιχτές, αλλά εκείνο που μετράει περισσότερο είναι η απόλυτη λογοτεχνική απόλαυση που προσφέρει.

_____________________________________________________

Βαθμολογία: 89/100