Κυριακή, Ιουνίου 23, 2024
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουνίου 23, 2024 | Permalink
Olga Tokarczuk "Τα βιβλία του Ιακώβ"
Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς στο μυθιστόρημα «ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ»Ksiegi Jakubowe»), της βραβευμένης (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018) Πολωνής συγγραφέως Όλγα Τοκάρτσουκ (Σουλέχοφ, 1962), είναι ο όγκος του. 848 πυκνογραμμένες σελίδες σε ένα τόμο μεγάλου σχήματος και με πολύ μικρή γραμματοσειρά που αν είσαι κάποιας ηλικίας, βασανίζεσαι να διαβάσεις, είναι στοιχεία μάλλον αποτρεπτικά για τον σημερινό αναγνώστη με τις πολλές αναγνωστικές προκλήσεις.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από 20 μήνες (Νοέμβριο 22) από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση (άθλο) της Αλεξ. Ιωαννίδου, και ο λόγος που δεν αποτολμούσα την ανάγνωσή του (κι όχι μόνο εγώ), ήταν ακριβώς αυτός που αναφέρω παραπάνω – ο όγκος του. Mea culpa όπως αποδείχτηκε, διότι είναι ένα βιβλίο που όχι μόνο δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, αφότου μπεις στον ρυθμό του, αλλά είναι κι ένα βιβλίο, όπως όλα τα πραγματικά «μεγάλα» βιβλία, που δεν σε αφήνει μετά να απολαύσεις κάποιο άλλο, αφού το έχεις συνεχώς στο μυαλό σου.


Ένα πραγματικό αριστούργημα λοιπόν, είναι το έπος της Τοκάρτσουκ. Και είναι έπος με όλη τη σημασία της λέξης. Είναι ένα βιβλίο που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό από τον υπότιτλο και μόνο:
«Τα βιβλία του Ιακώβ
 ή Το μεγάλο ταξίδι
 
Πέρα από επτά σύνορα, μέσα από πέντε γλώσσες και τρεις μεγάλες θρησκείες των μικρών μη συμπεριλαμβανομένων
 
Ειπωμένο από τους νεκρούς και συμπληρωμένο από τη συγγραφέα με τη μέθοδο της εικοτολογίας από πολλά και διάφορα βιβλία εμπλουτισμένο και υποβοηθούμενο από τη φαντασία η οποία είναι το πιο μεγάλο φυσικό χάρισμα του ανθρώπου
 
Στους σοφούς για υπενθύμιση, στους συμπατριώτες για περίσκεψη, στους ερασιτέχνες για μελέτη, στους μελαγχολικούς για ψυχαγωγία»
 
Το μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ, έχει στο επίκεντρό του, τον Ιακώβ Φρανκ, ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα, από αυτούς που στη λογοτεχνία ονομάζουμε: «bigger than life», ο οποίος ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο στην Πολωνία (κυρίως) του 18ου αιώνα. Ο Ιακώβ Λέιμποβιτς (1726-1791), που έγινε γνωστός με το επίθετο «Φρανκ», που παρότι η προσωπικότητά του δεσπόζει στο βιβλίο, παραμένει μια αινιγματική και λίγο ομιχλώδης φιγούρα (κάποιοι θα το θεωρούσαν μειονέκτημα του μυθιστορήματος), ήταν ένας «ψευδοπροφήτης», ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του «Μεσσία» και που μαγνήτισε χιλιάδες ανθρώπους.
 
Ο Ιακώβ Φρανκ θεωρούσε τον εαυτό του, μετενσάρκωση του «ψευδοΜεσσία» Σαμπατάι Σεβί, που έδρασε έναν αιώνα νωρίτερα (1626-1676) στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με δεκάδες χιλιάδες πιστούς, που προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου κρίση στις απανταχού εβραϊκές κοινότητες. Οι πιστοί (αποκαλούμενοι και «ντονμέ») του Σαμπατάι όμως ήταν τόσοι πολλοί που η φλόγα παρέμενε ζωντανή, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, οπότε το έδαφος για κάποιον που θα «συνέχιζε» τις προφητείες του ηγέτη τους, ήταν καλά στρωμένο και πάνω σε αυτό «πάτησε» ο ευφυέστατος Ιακώβ Φρανκ για να προσελκύσει πιστούς από τις απομακρυσμένες περιοχές της ανατολικής Πολωνίας (που τώρα είναι κομμάτι της Ουκρανίας). Το βιβλίο ακολουθεί τη ζωή και τις περιπέτειες του Ιακώβ Φρανκ και των πιστών του, σε ένα μωσαϊκό από διαφορετικές φωνές μορφωμένων και μη εβραίων, εικόνες, επιστολές κλπ. Παρατηρητής και ουσιαστικός αφηγητής του βιβλίου είναι η γιαγιά του Ιακώβ Φρανκ, η Γέντα, που είναι ετοιμοθάνατη όταν το βιβλίο ξεκινάει και μετά αιωρείται κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, καταγράφοντας την ιστορία.
 
Η Τοκάρτσουκ όμως δεν επικεντρώνεται μόνο στον Ιακώβ Φρανκ. Περιγράφει και την πορεία κάποιων εβραίων της Πολωνίας, να ακολουθήσουν τον αυτοαποκαλούμενο «Μεσσία» από την Οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλάζοντας κατά 180 μοίρες τη ζωή τους, πιστεύοντας σχεδόν τυφλά ότι τους έλεγε ο ιδιόρρυθμος (τουλάχιστον) ηγέτης τους. Μετά από μια αρκετά μεγάλη εισαγωγή, η συγγραφέας μας εισάγει στην πορεία του Ιακώβ. Από την Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Μολδοβλαχία, ο Ιακώβ Φρανκ αποκηρύσσει το Ταλμούδ, προτείνοντας ρηξικέλευθες αλλαγές που ενσωματώνουν εντός τους στοιχεία από τις τρεις θρησκείες. Τον εβραϊσμό, τον Μωαμεθανισμό και τον Χριστιανισμό με στοιχεία από Καμπάλα και την ιδεολογία του πνευματικού του πατέρα του Σαμπατάι Σεβί.
 
Ο Ιακώβ Φρανκ θα ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό, προσπαθώντας να τραβήξει κοντά του, όσο γίνεται περισσότερους ακολούθους, θα ακολουθήσει μια διαδρομή, όπου τα οράματά του, και οι ιδέες του, θα έχουν στοιχεία από τις τρεις θρησκείες. Πιστεύει στον ελεύθερο έρωτα, αλλάζει γυναίκες όπως επιθυμεί και προτρέπει και τους πιστούς του να κάνουν το ίδιο, διοργανώνει ομαδικά όργια που εξοργίζουν τους πιστούς εβραίους, οι οποίοι αρνούνται να τον δεχτούν έστω ως συνομιλητή. Εκείνος όμως, με τη βοήθεια ενός Πολωνού αριστοκράτη και τυχοδιώκτη που έλκεται από την προσωπικότητά του, θα υλοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο. Με αντάλλαγμα την αναγνώριση από τις αρχές της Πολωνίας και την παραχώρηση γης, θα πείσει κάποιες χιλιάδες εβραίους να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. Μια πράξη που θα έχει ως τίμημα, έναν ουσιαστικά εμφύλιο μεταξύ πιστών εβραίων και «νέο-χριστιανών» με πολλές προεκτάσεις. Δεν τον δέχτηκαν όμως και οι παραδοσιακοί αριστοκράτες Καθολικοί στις τάξεις τους. Θα κυνηγήσουν κι αυτοί τον υπερφίαλο «Μεσσία» και θα τον φυλακίσουν για 13 χρόνια, όπου ακόμα και μέσα στο κελί, το άστρο του θα λάμψει, μαγνητίζοντας τους πάντες. Μετά από εκεί, η περιπλάνησή του θα συνεχιστεί στην κεντρική Ευρώπη μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τα επτά βιβλία που απαρτίζουν το μυθιστόρημα («το βιβλίο της ομίχλης», «το βιβλίο της άμμου», «το βιβλίο του ταξιδιού», «το βιβλίο του κομήτη», «το βιβλίο του μέταλλου και του θείου», «το βιβλίο της μακρινής χώρας» και τέλος το μικρό και επεξηγηματικό «το βιβλίο των ονομάτων»), περιγράφουν την περιπέτεια αυτών των ανθρώπων, που ακολουθούν τον Ιακώβ Φρανκ και υφίστανται τα πάνδεινα με μια πίστη εμμονική και παράλογη. Η Τοκάρτσουκ όμως δεν στέκεται μόνο στον «Μεσσία» και τους πιστούς του, περιγράφει τη ζωή της αριστοκρατίας, των κληρικών, τις μηχανορραφίες της εκκλησίας και των πολιτικών, τα μεγάλα και τα μικρότερα σαλόνια, μας κάνει ένα ταξίδι στην Πολωνία του 18ου αιώνα, λεπτομερές και πολυσκοπικό.
 
«Αργά τη νύχτα, σχεδόν τα μεσάνυχτα (επειδή δεν τον παίρνει ο ύπνος) αποφασίζει, για να ηρεμήσει, να γράψει μια αναφορά και να τη φέρει στο κάχαλ. Ας τη βάλουν μαζί με τα άλλα έγγραφα. Ο γραπτός λόγος θα μείνει για πάντα, ενώ τα χρώματα, ακόμα και τα πιο λαμπρά, θα ξεθωριάσουν. Ο γραπτός λόγος είναι ιερός και το κάθε γράμμα επιστρέφει εντέλει στον Θεό, τίποτα δεν ξεχνιέται. Τι είναι η εικόνα; Τίποτα. Ένα πολύχρωμο κενό. Όσο πολύχρωμη κι αστραφτερή κι αν είναι, φεύγει και χάνεται σαν ήχος και καπνός.
(…)
Με ορμή σημειώνει την αρχή: «Είδα με τα ίδια μου τα μάτια…» Προσπαθεί να παραμείνει δίκαιος, να ξεχάσει πανωφόρι και άμαξα, φαντάζεται μάλιστα τον Ιακώβ χωρίς ρούχα. Κρεμιέται από αυτή τη σκέψη. Μπροστά από το εσωτερικό του μάτι, βλέπει γυμνά, στραβά πόδια και ένα βαθουλωμένο στέρνο, απ’ όπου πετάγονται μεμονωμένες τρίχες ∙ έχει την εντύπωση πως ο ένας ώμος είναι πιο πάνω από τον άλλο. Βυθίζει πάλι την πένα του με το φτερό στο μελανοδοχείο, την κρατάει για λίγο πάνω από το χαρτί, μέχρι που στην άκρη της μαζεύεται μια επικίνδυνη μαύρη σταγόνα. Προσεκτικά σκουπίζει την πένα στην άκρη του μελανοδοχείου και γράφει:
Η μορφή του ήταν μάλλον αξιοθρήνητη, καμπουριαστή, το πρόσωπο, παραμορφωμένο από την ευλογιά. Η μύτη του στραβή, σίγουρα από κάποιο χτύπημα. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και θαμπά, τα δόντια του μαύρα.
Την ώρα που ο Πινκάς καταγράφει τα «μαύρα δόντια», ξεπερνάει ένα αόρατο όριο το οποίο δεν προσέχει καν μέσα στον ζήλο του.
Ούτε κατά διάνοια δεν θυμίζει ανθρώπινο ον, περισσότερο θυμίζει κάποιον δαίμονα ή κάποιο ζώο. Μετακινείται με μια ορμητικότητα που δεν επιτρέπει την παραμικρή χάρη.
Βουτάει πάλι την πένα του, συλλογίζεται – τι συνήθεια κι αυτή, να συλλογίζεται με υγρή πένα, σίγουρα θα λεκιάσει κάπου – αλλά όχι, η πένα ορμάει στο χαρτί και αρχίζει να γράφει με ζήλο:
Λένε πως μιλάει πολλές γλώσσες, η αλήθεια όμως είναι πως δεν μπορεί να εκφραστεί αξιοπρεπώς και με νόημα σε καμία, ούτε προφορικώς ούτε γραπτώς. Όταν ύψωσε λοιπόν τη φωνή του, μας γρατζούνισε τα αυτά, έτσι ώστε μόνο αυτοί που τον ήξεραν καλά να καταλάβουν το νόημα όσων έλεγε.
Επιπλέον δεν έλαβε ποτέ σωστή παιδεία, το μόνο που γνωρίζει είναι όσα του είπαν εδώ κι εκεί, έτσι ώστε η γνώση του να παρουσιάζει πολλά κενά, γνωρίζει περισσότερο από παραμύθια σαν κι αυτά που συνηθίζουμε να λέμε στα παιδιά ∙ οι οπαδοί του όλοι, σαν ένας, τα πίστεψαν αυτά τα παραμύθια.
Και ο Πινκάς έχει την εντύπωση πως δεν είδε άνθρωπο, παρά κάποιο τρικέφαλο τέρας.»

 

Η Τοκάρτσουκ, πέρα από αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της Ιστορίας, προσπαθεί να φωτίσει την αινιγματική περσόνα του Ιακώβ Φρανκ σε μια εποχή που τα σύνορα και τα έθνη είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ότι είναι σήμερα. Η έννοια του «έθνους-κράτους» δεν υπήρχε, όλα ήταν ρευστά, τα καραβάνια των εμπόρων μετακινούνταν αδιάκοπα μεταφέροντας από εμπορεύματα μέχρι ταξιδιώτες, οι διαδοχικοί πόλεμοι ανακάτευαν την τράπουλα και οι θεολογικές διαφωνίες ήταν στο επίκεντρο. Σε αυτό το μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών, όπου όλα είναι συγκεχυμένα, και όπου οι συνθήκες επέτρεπαν την άνθιση αυτόκλητων σωτήρων, η συγγραφέας λειτουργεί αλληγορικά, κάνοντας αναγωγές στον 20ο αιώνα και στη μοίρα των Εβραίων. Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό, ο Ιακώβ Φρανκ της, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που δημιούργησαν σέκτες στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα και οδήγησαν εκατοντάδες ανθρώπους σε θάνατο – η τυφλή υπακοή, η σεξουαλική ελευθερία, ο ηγέτης να λειτουργεί ως «πατερούλης» αλλά και ως κακομαθημένο παιδί, η λατρεία γυναικών και ανδρών στο πρόσωπό του, οι αμφίσημες προφητείες του, η θεατρικότητα (από τα ρούχα έως τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί).
 
Οι λεπτομέρειες στις περιγραφές που κατακλύζουν το βιβλίο, μπορεί στην αρχή να δείχνουν περιττές, αλλά καθώς η ανάγνωση προχωράει, ο αναγνώστης «εγκλωβίζεται» (με την καλή έννοια) στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας. Με την γραφή να λειτουργεί ως κινηματογραφική κάμερα, διαβάζουμε για κοσμοπολίτικα σαλόνια σε αριστοκρατικές επαύλεις αλλά και για πολύωρα τσιμπούσια στα καραβάνια και στα χάνια όπου γίνεται η ζύμωση της νέας πίστης. Ο Ιακώβ που είναι συνήθως σιωπηλός παρατηρητής – εξάλλου ποτέ δεν λειτουργεί ως αφηγητής της ιστορίας, πάντα τον βλέπουμε μέσα από τη ματιά τρίτων -, σαγηνεύει και ολοένα «ψηλώνει» σε μια διαδρομή ταραχώδη και γεμάτη περιστατικά. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιεί η Τόκαρτσουκ δίνει την αίσθηση της δραματικότητας και φέρνει το παρελθόν στο σήμερα, κάνοντας την ιστορία επίκαιρη και απόλυτα σύγχρονη.
 
Σε μια από τις πολλές (κυριολεκτικά) εμπνευσμένες σκηνές του βιβλίου – που βρίσκεται στον επίλογό του, η Τοκάρτσουκ περιγράφει πως μια απόγονος του Ιακώβ Φρανκ, διασώζεται από το πογκρόμ των Ναζί στην Χιτλερική κατοχή, χρησιμοποιώντας (αυτή και αρκετοί συγχωριανοί της) τις σπηλιές που είχαν ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει οι πιστοί του Ιακώβ. Δεν υπάρχει καλύτερη τεχνική να χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας για να δείξει πως το παρελθόν εισέρχεται δημιουργικά στο παρόν, σε ένα περιστατικό που μόνο η δύναμη της λογοτεχνίας μπορεί να το περιγράψει με τρόπο που να σου μείνει αλησμόνητος.


 
Στην ομιλία της απονομής για το βραβείο Νόμπελ, η συγγραφέας μίλησε για τον «τρυφερό αφηγητή»:
«Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα Ευαγγέλια, αυτή η αγάπη στην οποία δεν ομνύει κανείς, τα λόγια της οποίας κανείς δεν παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί στο έγκλημα ούτε προκαλεί φθόνο.
Εμφανίζεται όταν παρατηρούμε προσεκτικά από κοντά μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο “εαυτός” μας.»
Αυτό ακριβώς κάνει στα «Βιβλία του Ιακώβ», χρησιμοποιώντας την αφηγηματική φωνή της Γέντα, που αιωρείται μεταξύ θανάτου και ζωής. Η Γέντα βλέπει τα πάντα (και ουσιαστικά είναι ο κεντρικός αφηγητής του βιβλίου) περιγράφοντάς τα με τρυφερότητα και διορατικότητα. Είναι ένας παντογνώστης αφηγητής που μετατρέπεται στο τέλος της ιστορίας ως η μυθιστοριογράφος, αυτή που ελέγχει τα πάντα στο βιβλίο.
 
«Η Γέντα βλέπει τις θάλασσες τις φορτωμένες με μεγάλα πλοία που μεταφέρουν προϊόντα. Βλέπει και τους φάρους να συνεννοούνται με ψίχουλα φωτός. Για μια στιγμή σταματάει σε αυτή την περιπλάνησή της προς τα επάνω, επειδή έχει την εντύπωση πως κάποιος τη φωνάζει. Ποιος θα μπορούσε ακόμα να γνωρίζει το όνομά της; Τότε προσέχει μια μορφή εκεί κάτω, στη γη, με το πρόσωπο να φωτίζεται από μια δέσμη φωτός. Μια παράξενη κόμμωση, ένα κάπως αλλόκοτο ντύσιμο, η Γέντα όμως δεν απορεί για τίποτα εδώ και καιρό τώρα. Αυτή την ιδιότητα την έχει χάσει. Βλέπει απλώς πως η μορφή αυτή φτιάχνει με τις κινήσεις των δαχτύλων της γράμματα σε ένα φωτεινό πεδίο. Εμφανίζονται σαν από το πουθενά, παρατάσσονται σε τακτοποιημένες σειρές. Στη Γέντα θυμίζουν ίχνη στο χιόνι, οι νεκροί έχουν χάσει την ικανότητα να διαβάζουν. Είναι μια από τις θλιβερές συνέπειες του θανάτου. Έτσι η καημένη η Γέντα δεν μπορεί να ξεχωρίσει το όνομά της σε εκείνο το ΓΕΝΤΑ ΓΕΝΤΑ ΓΕΝΤΑ που εμφανίζεται στην οθόνη. Χάνει το ενδιαφέρον της και εξαφανίζεται στα ύψη.»
 
«Τα βιβλία του Ιακώβ», είναι ένα βιβλίο που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν ένα έπος: μυθοπλασία, ιστορία, θρησκείες, διωγμούς, κοινωνικό σχόλιο, αλληγορία, στέρεους χαρακτήρες, ίντριγκες, έρωτες, προδοσίες και πάνω απ’ όλα την ρευστότητα των καταστάσεων και των πραγμάτων. Και είναι σίγουρα (και το νιώθεις από τις πρώτες σελίδες) ένα συγγραφικό «magnum opus», που εμπεριέχει ψυχή και μεγάλη πνοή, διαθέτει στοχασμό και θέτει διαρκώς ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, έχει σκηνές που μένεις ενεός μπροστά σε αυτό που διαβάζεις, σε επηρεάζει αναγνωστικά τόσο πολύ που χρειάζεσαι καιρό για να συνέλθεις (όπως συνέβη σε μένα). Ακόμα και τις στιγμές που ο αναγνώστης νιώθει πως χάνεται μέσα σε τόσα ονόματα, τόσα γεγονότα, η Τοκάρτσουκ με το απαράμιλλο αφηγηματικό της ύφος, τον επαναφέρει. Ακόμα και όταν η μορφή του Ιακώβ Φρανκ σου φαίνεται να παραμένει ομιχλώδης και αινιγματική, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή είναι μια επιλογή της συγγραφέως που πρέπει να σεβαστείς γιατί, η μορφή αυτού του ανθρώπου, δεν περιγράφεται αλλιώς. Απατεώνας ή μάγος; Λαοπλάνος ή οραματιστής; Μήπως λίγο απ’ όλα;
 
«Τα βιβλία του Ιακώβ», είναι ένα ογκώδες βιβλίο που καλύπτει μισόν αιώνα ιστορίας και που επικεντρώνεται σε αυτά που αποτελούν το περιθώριο των ιστορικών γεγονότων. Αριστοκρατία και φτώχεια, η μάχη των θρησκειών και των δογμάτων, η ζωή στις μικρές πόλεις, η ευπιστία των ανθρώπων, στον αιώνα των μεγάλων αλλαγών και ανατροπών. Πολυφωνικό και πολυεπίπεδο, είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που δείχνει και την μεγάλη αξία της δημιουργού του.
 
Βαθμολογία 90 / 100


 
 
 
Σάββατο, Ιουνίου 08, 2024
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουνίου 08, 2024 | Permalink
Into the wild ("Αγριότοπος" του Robert Penn Warren)
Ο Εμφύλιος Πόλεμος στις Η.Π.Α., που διήρκεσε ουσιαστικά τέσσερα χρόνια (1861-1865), δεν αποτέλεσε μόνο τη μεγαλύτερη τραγωδία του Αμερικανικού έθνους, αλλά σημάδεψε το εθνικό υποσυνείδητο, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και τώρα, πάνω από 150 χρόνια αργότερα, το γεγονός αυτό, είναι χαραγμένο στην αμερικάνικη συνείδηση. Πάνω από ένα εκατομμύριο νεκροί (χονδρικά 600.000 στα πεδία των μαχών και 500.000 άμαχοι πολίτες), η οικονομία καταστράφηκε, πολιτείες ανθούσες μέχρι τότε διαλύθηκαν, πόλεις ισοπεδώθηκαν, σε μια διαμάχη που ήταν αρκετά παραπάνω, από μια σύγκρουση Βορείων και Νοτίων ή ένας πόλεμος για την καταπολέμηση της Δουλείας.


Πολλά μυθιστορήματα έχουν γραφτεί για τον Αμερικανικό Εμφύλιο, πολλά βιβλία ιστορίας, πολλές ταινίες έχουν γυριστεί. Ίσως «Η Στρατιά» του Doctorow, να αποτελεί το (κατά την άποψή μου) magnus opus για την περίοδο του Εμφυλίου, αλλά κι ο «ΑΓΡΙΟΤΟΠΟΣ» («Wilderness»), το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Αμερικανού πεζογράφου και ποιητή, Robert Penn Warren (Κεντάκι 1905 – Βερμόντ 1989) να μην υπολείπεται σε λογοτεχνική αξία. Το βιβλίο που πρωτομεταφράστηκε (από την Άννα Μαραγκάκη) στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες (από τις εκδόσεις Πόλις) και εκδόθηκε το 1961 στις Η.Π.Α., μπορεί να μην έχει τις λογοτεχνικές δάφνες του σπουδαίου «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (βιβλίο που ο Penn Warren, έγραψε αρκετά χρόνια πριν), διαθέτει όμως την δικιά του μεγάλη λογοτεχνική αξία και είναι ένα συγκλονιστικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.
 
Ο υπότιτλος του βιβλίου, είναι σαφέστατος: «Μια ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου». Και ουσιαστικά αυτό ακριβώς είναι, μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην καρδιά του ’ματοβαμμένου εμφυλίου. Στον «Αγριότοπο», βρισκόμαστε στο 1863 και ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο τριαντάρης Άνταμ Ρόζεντσβαϊγκ, ένας ιδεαλιστής και ρομαντικός εβραίος της Βαυαρίας, που μετά τον θάνατο του επαναστάτη και ακτιβιστή πατέρα του, προσπαθεί να μεταβεί στις Η.Π.Α. που βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο. Διαποτισμένος με τις επαναστατικές ιδέες της εποχής και των διαφόρων ευρωπαϊκών κινημάτων, θέλει να καταταγεί στις δυνάμεις των Βορείων και θεωρεί ότι στις Η.Π.Α. μάχονται οι «δυνάμεις του Καλού ενάντια στο Κακό», κι ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στη νέα ήπειρο. Ο Άνταμ όμως εκτός από την εγγενή αφέλειά του, έχει ένα μεγάλο σωματικό πρόβλημα, είναι κουτσός από το ένα πόδι, οπότε στο πλοίο που τον πηγαίνει στον τόπο προορισμού του, αμέσως αυτό γίνεται αντιληπτό (του δίνουν δε και το παρατσούκλι «Στραβοπόδης», που θα τον ακολουθεί σε όλο το βιβλίο), και του απαγορεύεται η είσοδος. Με κάποιο τρόπο, καταφέρνει να αποβιβαστεί και πέφτει πάνω σε ταραχές λόγω της αναγκαστικής στρατολόγησης των φτωχότερων τάξεων του πληθυσμού – όπου ως συνήθως την πλήρωναν οι μαύροι στους οποίους ξέσπασε η οργή του κόσμου που δεν είχε τα 30 δολάρια που απαιτούνταν για να μη πάνε στον πόλεμο -, διασώζεται από έναν μαύρο που θα βρει και τη διεύθυνση ενός οικογενειακού γνωστού που έχει ο Άνταμ πάνω του και θα τον παραδώσει εκεί, σώο και αβλαβή.
 
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο αμερικανοεβραίος Άαρον Μπλάουσταϊν, ένας εύπορος έμπορος, ο οποίος έχασε πρόσφατα τον μοναχογιό του στον Εμφύλιο και που προσπαθεί να αποτρέψει τον Άνταμ από το να πάει να πολεμήσει. Βέβαια με το πόδι έτσι όπως είναι, ήταν πρακτικά αδύνατο να καταταγεί, αλλά ο Άνταμ δεν ήθελε ούτε να ακούσει τις προτροπές του Άαρον, που φτάνει σε σημείο να του υποσχεθεί δουλειά και κληρονομιά στην περίπτωση που αφήσει την επιθυμία του να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Με τη βοήθεια του Άαρον, ο Άνταμ θα μπει στην υπηρεσία ενός προμηθευτή του στρατεύματος των Βορείων, μαζί με τον πρώην σκλάβο, τον Μόουζ, που τον έσωσε από τις ταραχές και έτσι θα μπορέσει να πορευτεί προς τη ζώνη του πυρός.
 
Στην πορεία για το μέτωπο, ο Άνταμ θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση της πραγματικής φύσης του εμφυλίου και θα βιώσει στιγμές φρίκης και ρατσισμού, απανθρωπιάς και κακίας. Θα συναντήσει λιποτάκτες, τυμβωρύχους, ανθρώπους που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν ο ένας τον άλλον με προεξάρχοντα το αφεντικό του, που βρίσκει την ευκαιρία να γεμίζει την τσέπη του, χωρίς να νοιάζεται για τίποτ’ άλλο. Και όταν θα βρεθεί σε συνθήκες μάχης, εκεί στο Wilderness (τον «Αγριότοπο»), όπου διεξήχθη μια από τις πιο αιματηρές μάχες του Εμφυλίου,αιματηρές μάχες του Εμφυλίου, θα αναγκαστεί να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του και θα καταλάβει τα λόγια που του έλεγε ο πικραμένος Άαρον λίγο προτού φύγει από τη Νέα Υόρκη, «πως και οι άλλοι άνθρωποι είναι άνθρωποι».

«Ο Άνταμ σήκωσε το βλέμμα και είδε το πρόσωπο του άντρα να χλομιάζει και να παραμορφώνεται άξαφνα, τα ρουθούνια να τρεμουλιάζουν, τα σκούρα μάτια να φλογίζονται. Κι ύστερα, την ίδια στιγμή, τον είδε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Ήταν σάμπως ένα χέρι, να’ χε σφίξει μ’ όλη του τη δύναμη ένα σφουγγάρι και να το’ χε στραγγίξει μεμιάς απ’ το φορτίο οργής και δακρύων που κουβαλούσε, επιτρέποντάς του έτσι να πάρει το παλιό του σχήμα, στεγνό κι ελαφρύ όπως πρώτα.
Ο Άνταμ νόμισε πως άκουσε την κοφτή, γρήγορη ανάσα του γέρου. Ύστερα τον είδε να χαμογελάει – ένα θλιμμένο χαμόγελο που τρεμόσβηνε καθώς αυτός έλεγε: «Πολύ δύσκολο να θυμάται κανείς».
«Να θυμάται τι;» ρώτησε ο Άνταμ, αφού ο άντρας δεν συνέχιζε τη φράση του.
«Όλα όσα συμμετέχουν στη δημιουργία της κάθε στιγμής που ζούμε», είπε ο Άαρον Μπλάουσταϊν ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους. «Μερικά πράγματα, όμως, πρέπει πάντα να προσπαθεί κανείς να τα θυμάται. Και ξέρεις τι κυρίως δυσκολεύεται κανείς να θυμάται;»
«Όχι», είπε ο Άνταμ.
«Θα σου πω, παιδί μου», είπε ο Άαρον Μπλάουσταϊν. «Κυρίως δυσκολεύεται κανείς να θυμάται πως και οι άλλοι άνθρωποι είναι άνθρωποι».»
 
Καθ’ όλη την (εξαιρετική) αφήγηση του Pen Warren, ο ήρωάς του αναζητάει ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που έχει ζήσει στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Η αναζήτηση εαυτού και του πατρικού προτύπου στη νέα ήπειρο, θα τον προσγειώσει στην πραγματικότητα και συν τω χρόνω θα του απελευθερώσει τα βαθύτερα ένστικτά του. Στον «Αγριότοπο», βλέπουμε έναν ήρωα «Βυρωνικό», που φτάνει στη χώρα που αντιπροσωπεύει για εκείνον τη «γη της ελευθερίας», έναν επίγειο παράδεισο και ο Εμφύλιος που διεξάγεται, θεωρεί ότι έχει όλα τα ρομαντικά στοιχεία που ονειρεύεται. Φθάνοντας βέβαια, με το που πατάει το πόδι του στη γη, βιώνει τον απόλυτο ρατσισμό (τα «βρωμονέγρε» και τα «ψόφο στους αράπηδες» δίνουν και παίρνουν), και μετά το αρχικό σοκ, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά απ’ ότι νόμιζε.


Έχουμε λοιπόν, ένα μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, μια αναζήτηση ταυτότητας, γραμμένη με το μοναδικό στυλ του Pen Warren, που παρασύρει τον αναγνώστη να παρακολουθεί τη μια σκηνή μετά την άλλη χωρίς ανάσα. Η πανοραμική και ψύχραιμη ματιά του, δεν καταγγέλλει, αλλά, βλέπει τα πράγματα συνολικά στην άγρια ρεαλιστική μορφή τους. Οι χαρακτήρες του, είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα και είναι θαυμαστή η περιγραφή της πορείας μετάλλαξης του ρομαντικού (καταρχάς) ήρωά του, προς τη συνειδητοποίηση και την αντίληψη της κατάστασης.
 
Ο «Αγριότοπος», είναι ένα εμβληματικό μυθιστόρημα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο, που όμως έχει βαθύτερες προεκτάσεις για την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, για το Κακό που ελλοχεύει μέσα μας, για τους Εβραίους και τους Μαύρους, για τον ρατσισμό γενικότερα. Σε αυτή την διαφορετική ματιά του άγριου πολέμου που αντιπροσωπεύει αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, με τους ολοζώντανους χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία, σαγηνεύει η γλώσσα του συγγραφέα, που εναλλάσσει δημιουργικά τον λυρισμό (μη το ξεχνάμε, ο Penn Warren ήταν τεράστιος ποιητής) με τον ωμό ρεαλισμό και τον στοχασμό, σε ένα βιβλίο που σε καθηλώνει.
 
Βαθμολογία 86 / 100