Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024 | Permalink
Γκέρτα
Η τραγική ιστορία μιας γυναίκας που υπέφερε σχεδόν για επτά δεκαετίες, ζωντανεύει μέσα από ένα μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος ενός ιστορικού αφηγήματος. Το μυθιστόρημα της Τσέχας συγγραφέως Katerina Tuckova (1980 - Κούρζιμ, Μοραβία) με τίτλο «ΓΚΕΡΤΑ» («Vyhnani Gerty Schnirch») που εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση Κ. Τσίβος, σελ.477), δεν είναι απλά συγκλονιστικό, περιγράφει με ψυχραιμία μια ιστορία που δύσκολα ξεχνάς, ενώ έχει στο επίκεντρό του, μια ηρωίδα από εκείνες που στη λογοτεχνία αποκαλούνται «larger than life».


Τα ιστορικά γεγονότα στην ιστορία που αφηγείται η Tuckova: Το 1938, εδάφη της (τότε) Τσεχοσλοβακίας, παραχωρήθηκαν μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, στην Γερμανία του Χίτλερ. Ήταν τα εδάφη της Σουδητίας, με μεγαλύτερη πόλη το Μπρνο, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Γερμανοί και είχαν δοθεί στη Τσεχοσλοβακία μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου («Συνθήκη του Σεν Ζερμέν 1919»). Μετά την προσάρτηση, στην περιοχή που αποτέλεσε πλέον τμήμα του Ράιχ, εγκαταστάθηκε ναζιστική διοίκηση και τα πολιτικά δικαιώματα των Τσέχων πολιτών αφαιρέθηκαν. Το 1945 με την απελευθέρωση του Μπρνο και της υπόλοιπης Τσεχοσλοβακίας από τις συμμαχικές δυνάμεις, οι γερμανικής καταγωγής κάτοικοι των περιοχών αυτών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα σε μια πορεία προς τα αυστριακά σύνορα. Χιλιάδες πέθαναν στην όχι ιδιαίτερα μεγάλη διαδρομή που χώριζε τις πόλεις και τα χωριά τους από τα αυστριακά σύνορα.
 
Η Γκέρτα Σνιρχ, κόρη Γερμανού υπαλλήλου της κυβέρνησης και Τσέχας μητέρας, είναι 20 χρονών όταν υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το σπίτι της και να βαδίσει προς την εξορία. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί ήδη τρία χρόνια πριν, όταν πέθανε η Τσέχα μητέρα της, που αποτελούσε μια σταθερά στο φανατισμένο με ναζιστικό κλίμα σπίτι της. Ήταν εκείνη που μιλούσε τσεχικά με την κόρη της, παρά την απαγόρευση του καταπιεστικού «αρχηγού της οικογένειας» που εκπαίδευε τον γιο του (και αδερφό της Γκρέτα) για να πάει να πολεμήσει στο μέτωπο. Όταν πέθανε η μητέρα της, η Γκρέτα συνειδητοποίησε πόσο κτηνώδης ήταν ο πατέρας της, ο οποίος άρχισε να τη βιάζει λίγο καιρό μετά, αφήνοντάς την έγκυο αργότερα.
 
Τώρα η Γκέρτα, έχει βρεθεί με ένα μωρό λίγων μηνών στην αγκαλιά της, και κάποια προσωπικά της είδη, τον Μάιο του 1945, στο καραβάνι που βαδίζει προς τα αυστριακά σύνορα. Τους μάζεψαν όλους στο Μπρνο, φορώντας τους, λευκά περιβραχιόνια με το μαύρο Γ. Η Γκέρτα ήταν ήδη τσακισμένη, την είχε κακοποιήσει ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, υποσχόμενος να την προστατεύσει – ήταν εκείνος που την παρέδωσε στους Τσέχους, ζούσε μόνο για το βρέφος, την Μπάρμπορα. Περνώντας από στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν μαζέψει εκεί Γερμανούς πρώην αξιωματούχους και τους άνδρες του Μπρνο, και ενώ επιδημίες τύφου θερίζουν τον κόσμο, αφήνουν τις γυναίκες σε ένα χωριό σχετικά κοντά στα σύνορα, το Πόχορζέλιτσε. Εκεί θα εγκατασταθεί η Γκρέτα μαζί με μερικές άλλες γυναίκες ως εργάτριες σε αγροκτήματα. Μέσα στην ατυχία της, είναι τυχερή γιατί δουλεύει για μια καλή γυναίκα, ενώ οι καλές της γνώσεις των δύο γλωσσών (Τσεχικά και Γερμανικά) θα την βοηθήσουν να βρει θέση στο δημαρχείο της περιοχής. Τα χρόνια περνάνε, η Τσεχοσλοβακία περνάει από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, η Γκέρτα πάντα θα είναι μια ξένη, μια «Γερμανίδα», ενώ και με την κόρη της δεν θα έχουν ιδιαίτερα καλές σχέσεις από τότε που η Μπάρμπορα θα μπει στην εφηβεία. Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι να ενσωματωθεί στη κοινωνία, αλλά θα έρθει ποτέ η συγχώρεση;
 
«Η Γκέρτα αισθάνθηκε παντού γύρω της το μίσος, το πάθος για εκδίκηση. Παρατηρούσε το πλήθος να αφηνιάζει: θυμωμένοι ενήλικες κινούσαν απειλητικά τις γροθιές τους, παιδιά, ούτε καν έφηβοι, παράβγαιναν σε κραυγές για να δείξουν πως είναι κι αυτά έτοιμα να εξοντώσουν τους Γερμανούς. Κι όσο η Γκέρτα τους παρατηρούσε, τόσο μέσα της καταλάγιαζε ο πόθος της για εκδίκηση, μαλάκωνε και μίκραινε μέχρι που απόμεινε μια μικρή, σκληρή, αλλά πολύ βαριά μπάλα στον πάτο της κοιλιάς της. Ο φόβος. Η Γκέρτα φοβόταν.
Τιμωρία στους Γερμανούς; Σε όλους τους Γερμανούς; ’Η τιμωρία στους Γερμανούς που έφταιξαν, που συμμετείχαν στην οικοδόμηση τους Ράιχ, ή σ’ εκείνους που άρπαξαν τσεχικές και εβραϊκές περιουσίες; Ποιους Γερμανούς;
«Τιμωρία στους Γερμανούς!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
Η πλατεία συνταρασσόταν από τις εκδικητικές κραυγές χιλιάδων ανθρώπων. Η Γκέρτα έσκυψε πάνω από την Μπάρμπορα που έκλαιγε, την έσφιξε στην αγκαλιά της, βαθιά μέσα στην αγκαλιά της, βαθιά στα σωθικά της. Από φόβο. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ακούγονταν τα σφυρίγματα και οι αγριοφωνάρες του πλήθους δίπλα της, συνειδητοποίησε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να συμπλεύσει με τον όχλο, τη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τις ενοχές τους, από τη θλίψη της απώλειας συγγενών, φίλων και γνωστών, παίρνοντας εκδίκηση σε βάρος τρίτων. Η ίδια δεν θα εκδικούνταν. Ποιον εξάλλου να εκδικηθεί; Όλους τους Γερμανούς; Τον εαυτό της; Που ήταν μεν Τσέχα κατά το ήμισυ, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν και κόρη του Φρίντριχ Σνιρχ, υπαλλήλου του προτεκτοράτου, άρα και Γερμανίδα κατά το ήμισυ, και μέλος της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων που συμμετείχε στους εράνους της Winterhilfe


Στο τέλος του μυθιστορήματος, η Μπάρμπορα θεωρεί ότι η μητέρα της έζησε «μια εντελώς ανεκπλήρωτη και άχρηστη ζωή». Ήταν όμως έτσι; Η Γκέρτα ζητούσε απεγνωσμένα μια συγγνώμη από τις Αρχές, από το Μπρνο, τίποτε άλλο. Στο πρόσωπό της, στη μυθιστορηματική μορφή της, η Tuckova, περιγράφει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τη δίνη των γεγονότων, από το ιστορικό γίγνεσθαι, μια «χαμένη γενιά» ανθρώπων που θεωρήθηκαν «ένοχοι» σε εποχές που το «δίκαιο» και το «άδικο» ήταν σχετικές έννοιες.
 
Η συγγραφέας τοποθετώντας την Γκέρτα στο επίκεντρο της ιστορίας της, δεν την ηρωοποιεί, ούτε περιγράφει μελοδραματικά τις περιπέτειές της, το αντίθετο μάλιστα, παρότι ολόκληρο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της. Δείχνει μια γυναίκα με απίστευτο κουράγιο και θέληση για ζωή, πείσμα και αγωνιστικότητα, αρκετή «ξεροκεφαλιά», εγωισμό και πάθος για δικαίωση. Μετατοπίζοντας το βάρος στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, φέρνοντας την Μπάρμπορα, με την δική της προσωπικότητα στο προσκήνιο, μας δείχνει μια ελαφρώς διαφορετική πλευρά της ηρωίδας της, με ενέργειες που είχαν επίπτωση στη ζωή της κόρης της. Η Γκέρτα είναι ένα διχασμένο άτομο, όπως ήταν και η καταγωγή της. Η συγγραφέας τονίζει αυτόν τον διχασμό από την αρχή του βιβλίου, την περίοδο που η εξουσία ήταν στα χέρια των Ναζί στη πόλη, η ηρωίδα της προσέχει και παρατηρεί τις αδικίες, νιώθοντας (συναισθηματικά) περισσότερο Τσέχα παρά Γερμανή, αργότερα υφίσταται τη βία του πατέρα της και μετά υφίσταται τη βία των συμπατριωτών της, όταν θα είναι ένα τίποτα για πάνω από μια δεκαετία.


Ασχολούμενη με ένα τόσο ευαίσθητο (και αμφιλεγόμενο στην πατρίδα της) θέμα, η Tuckova, εντυπωσιάζει με την έρευνα και την οξυδέρκεια με την οποία ξεδιπλώνει την ιστορία που αφηγείται – χαρακτηριστικά όπως αναφέρει η ίδια σε μια συνέντευξή της, η Τσέχικη πλευρά μιλάει για 1200 νεκρούς κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων, η Γερμανική πλευρά για 5000 νεκρούς και υπάρχουν φήμες για 10.000 θύματα. Χωρίς διδακτισμό και λαϊκισμό, δεν ολισθαίνει στις συναισθηματικές ευκολίες, θέτοντας διαρκώς τον αναγνώστη προ ερωτημάτων περί συλλογικής ευθύνης, δίκαιου και άδικου, καταπίεσης και ελευθερίας, δικαίωσης και συγχώρεσης. Την Γκέρτα της θα την ακολουθεί η πικρία σε όλη της ζωή, η αίσθηση της αδικίας, η αίσθηση της απώλειας, η αίσθηση της χαμένης ζωής.
 
Το βιβλίο γνώρισε τη θεατρική του μεταφορά στην Πράγα και πρέπει ίσως να το θεωρήσουμε ότι αποτελεί καθρέφτη για την Τσέχικη ιστορία και την κοινωνία – και σίγουρα είναι επώδυνο για τον πολίτη της χώρας αυτής. Είναι όμως αυτά τα «μικροεπεισόδια» της Ιστορίας, που μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα την «ανθρώπινη περιπέτεια» και να διαπιστώσουμε την άγνοιά μας για τόσα σημαντικά γεγονότα. Η «ΓΚΕΡΤΑ» είναι ένα σπουδαίο και επίκαιρο μυθιστόρημα, που ξαφνιάζει και συγκινεί.
 
Βαθμολογία 86 / 100