Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2025
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2025 | Permalink
Father and Son ("Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον")

 

Ο Georges Simenon (Λιέγη, Βέλγιο 1903 – Λοζάνη, Ελβετία 1989), ήταν η επιτομή του δημιουργικού συγγραφέα. Έγραψε πάνω από 400 βιβλία, και η δημοτικότητά του συνεχίζεται, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον θάνατό του. Οι ιστορίες του επανεκδίδονται παντού, ταινίες βασισμένες στα βιβλία του, γυρίζονται συνεχώς, και οι «οπαδοί» του (οι άνθρωποι που έχουν εμμονή με το έργο του, αγοράζοντας κάθε βιβλίο του που βγαίνει στην αγορά) είναι αναρίθμητοι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι, ελάχιστοι συγγραφείς «απολαμβάνουν» αυτό το «προνόμιο».
 
Ομολογώ ότι, δεν είχα ποτέ τις καλύτερες των «σχέσεων» με τα βιβλία του Βέλγου συγγραφέα. Θεωρώ το σύνολο του έργου του άνισο και επαναλαμβανόμενο – ίσως η ανάγκη για επιβίωση να τον οδήγησε σε αυτή τη μαζική παραγωγή ιστοριών που πουλιόντουσαν σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων. Υπάρχουν όμως σε αυτόν τον τεράστιο όγκο σελίδων, κάποια βιβλία του, που τα θεωρώ εκπληκτικά. Ένα από αυτά, είναι και το «Ο ΩΡΟΛΟΓΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΒΕΡΤΟΝ» («LHORLOGER DEVERTON») – (Εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Α. Μακάρωφ, σελ. 225), ένα βιβλίο που ανήκει στην «Αμερικανική περίοδο» του συγγραφέα – τα χρόνια από το 1945 έως το 1955 που έζησε στη Βόρεια Αμερική και δημιούργησε κάποια από τα καλύτερα μυθιστορήματά του -, και διαφέρει πολύ από τις συνήθεις αγωνιώδεις ιστορίες που έγραψε.


Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, πουλάει ρολόγια στο κατάστημά του, σε ένα χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης, το Έβερτον. Ζει μια μοναχική και ήρεμη ζωή, παρέα με τον δεκαεξάχρονο γιό του, τον Μπεν. Το σπίτι τους είναι ακριβώς επάνω από το κατάστημά του, κι εκείνος από τότε που η σύζυγός του, εξαφανίστηκε, αφήνοντάς του μια αποχαιρετιστήρια επιστολή και το μωρό τους που ήταν μόλις έξι μηνών, είναι πατέρας και μητέρα για τον λιγομίλητο και ελαφρώς απόμακρο Μπεν. Ο Γκάλλοουεϋ, ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα. Περνάει μερικές ώρες με έναν μοναχικό φίλο του, παίζοντας σκάκι, πηγαίνει κινηματογράφο, όλα αυτά σε απόσταση περιπάτου από το σπίτι του.
 
«Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες.
Άραγε, θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.»
 
Αυτή η μονότονη ζωή, θα αλλάξει τελείως με δραματικό τρόπο. Γυρίζοντας ένα Σαββατόβραδο σπίτι του ο Γκάλλοουεϋ, θα διαπιστώσει ότι ο γιος του δεν έχει επιστρέψει από τη βόλτα του. Διαπιστώνει δε, ότι το αυτοκίνητό του – που δεν το μετακινεί σχεδόν ποτέ -, λείπει από το γκαράζ. Το επόμενο πρωί, ο άυπνος πατέρας, θα δεχτεί την επίσκεψη ενός ζευγαριού κοντοχωριανών του, που θα του πούνε, ότι η δεκαπενταετής κόρη τους, έχει εξαφανιστεί παρέα με τον Μπεν, με τον οποίον, βλεπόταν το τελευταίο διάστημα. Από το σπίτι τους, λείπουν και κάποια χρήματα, ενώ η μητέρα της μικρής, θεωρεί ότι μάλλον τα δύο παιδιά πάνε προς κάποια Πολιτεία, που επιτρέπεται ο γάμος σε τόσο μικρή ηλικία!
 
Σύντομα όμως, η πικρή αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Οι αστυνομικοί που επισκέπτονται πρωί-πρωί τον Γκάλλοουεϋ, θα τον οδηγήσουν σε μια κοντινή πόλη, όπου θα δει το παρατημένο αυτοκίνητό του, αλλά και το πτώμα ενός άτυχου άνδρα, από τον οποίον λείπουν χρήματα και το αυτοκίνητο. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι το ζευγάρι πυροβόλησε και δολοφόνησε τον άνδρα και τον έκλεψε. Το κυνηγητό έχει ξεκινήσει και ο εμβρόντητος Γκάλλοουεϋ, ενημερώνεται μετά από λίγο, ότι ένας φίλος του γιου του, τού είχε πουλήσει το περίστροφο του πατέρα του για πέντε δολάρια. Γυρίζοντας σπίτι, οι δημοσιογράφοι τον περιμένουν και του προτείνουν να ηχογραφήσει ένα μήνυμα προς τον γιο του, για να μεταδοθεί ραδιοφωνικά. Το κάνει, προτρέποντάς τον να παραδοθεί. Οι αναφορές της αστυνομίας, λένε ότι το κλεμμένο αυτοκίνητο κατευθύνεται νοτιοδυτικά και ότι είναι θέμα ωρών να τους πιάσουν. Ο Γκάλλοουεϋ, προσπαθεί να σκεφτεί, τι έχει πάει λάθος, τι έχει χάσει, πως έχει οδηγηθεί εκεί η κατάσταση. Θυμάται το παρελθόν, την καθημερινότητα στο Έβερτον, τη ζωή με τον Μπεν και μπερδεύεται ακόμα περισσότερο, μπροστά σε αυτά που περιμένουν εκείνον και τον γιο του στο άμεσο μέλλον. Όταν το ζευγάρι συλληφθεί, ο Μπεν αρνείται να τον δει, να του μιλήσει, κάνοντας το μαρτύριό του αφόρητο.
 
«Πολύ φοβάμαι, κύριε Γκάλλοουεϋ, ότι όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, είμαστε οι τελευταίοι που ξέρουμε τα παιδιά μας.»
 
Η παραπάνω πρόταση, «στοιχειώνει» τη σκέψη του ήρωα του βιβλίου, σχεδόν από την αρχή! Ο Γκάλλοουεϋ γνώριζε ότι δεν ήταν ο «τέλειος πατέρας» (αν μπορεί να υπάρξει τέτοιος), αλλά για τα δικά του μέτρα, έκανε ότι ήταν δυνατόν. Ήταν πάντα υποστηρικτικός και διακριτικός, φρόντιζε τον γιο του, από τότε που έμειναν οι δυο τους και είχε προσαρμόσει τη ζωή του, σύμφωνα με τις ανάγκες του Μπεν. Τι έφταιξε λοιπόν; Πως σκότωσε τόσο εύκολα και χωρίς σκέψη ο γιος του, έναν αμέριμνο άνθρωπο απλά για να φύγει μακριά και να ικανοποιήσει το καπρίτσιο του – διότι κανείς δεν θα πήγαινε κόντρα στη σχέση του με την κόρη των γειτόνων, απλά ήθελαν να φύγουν μακριά, να παντρευτούν.
 
Οι ενοχές του Γκάλλοουεϋ, οι σκέψεις για το παρελθόν και πως συνδέεται με το παρόν – ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του, η σύζυγός του είχε εγκαταλείψει εκείνον, εκείνος προβεί σε μια αυθόρμητη ενέργεια, κάνοντας ένα γάμο με μια γυναίκα που δεν ήξερε καθόλου. Όλα αυτά συνδέονται; Τα ερωτήματα που βασανίζουν τον τραγικό πατέρα, επανέρχονται στο μυαλό του, καθώς η επιλογή του είναι μία: να στηρίξει τον γιο του μέχρι τέλους. Να βρίσκεται εκεί, δίπλα του, ότι κι αν γίνει.
 
Σπουδαίο μυθιστόρημα όπου, το στυλ του Σιμενόν είναι σαγηνευτικό. Ξεδιπλώνει με υπομονή την ιστορία, αυτό το υπαρξιακό νουάρ, με το βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο, που εστιάζει στην αδιέξοδη σχέση μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος του μυθιστορήματος, είναι ακριβής σαν την κατασκευή ενός ρολογιού. Συγκινητικό αλλά όχι συναρπαστικό το βιβλίο, μπορεί να απογοητεύσει τους αναγνώστες που ψάχνουν το θρίλερ και το «ποιος το έκανε» στοιχείο μιας αστυνομικής ιστορίας, αλλά θα εκπλήξει και θα θέλξει, εκείνους (όπως εγώ) που περιμένουν πολλά περισσότερα πράγματα από ένα μυθιστόρημα.
 
Υ.Γ. Το βιβλίο μεταφέρθηκε εξαιρετικά στην κινηματογραφική οθόνη, διασκευασμένο ως «LHorloger de Saint Paul» από τον έξοχο Bertrand Tavernier, με τον Philippe Noiret στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025 | Permalink
Οι τελευταίες λέξεις ενός πραγματικά μεγάλου συγγραφέα ("ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ")
«Πρέπει άραγε να είναι αληθινό ένα γεγονός για να γίνει αποδεκτό ως αληθινό ή η πίστη στην αλήθεια ενός γεγονότος το καθιστά αληθινό, ακόμα κι αν αυτό που υποτίθεται ότι συνέβη δεν συνέβη;»

Πόσα βιβλία έγραψε ο Paul Auster (Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, 1947-2024); Πολλά… Μυθιστορήματα και νουβέλες πάνω από 20, δοκιμιακά καμιά δεκαριά, αυτοβιογραφικά κείμενα (memoirs), ποίηση (σημαντική και στη χώρα μας αγνοημένη), σενάρια για ταινίες και άλλα πολλά. Μια άποψη λέει, ότι ένας σημαντικός δημιουργός, γράφει ουσιαστικά ένα βιβλίο στη ζωή του, με πολλές επαναλήψεις, περιστροφές, κύκλους. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την πλειονότητα των «Ωστερικών» κειμένων, αυτή η άποψη κάπου βρίσκει την έκφρασή της και στον Αμερικανό συγγραφέα ∙ όντως υπάρχει μια αίσθηση, ένα ύφος που είναι κοινό σε όλες του τις δουλειές – αυτό το περίφημο «Ωστερικό ύφος».


Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι το «ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ» («BAUMGARTNER») – (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, σελ.246), δεν συγκαταλέγεται στα έργα του Auster, που θα μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, ίσως ούτε μέσα στη πρώτη δεκάδα των μυθιστορημάτων του, αλλά δεν παύει να είναι μια υπέροχη νουβέλα, που θίγει πολλά θέματα, ωθεί σε σκέψεις και προβληματισμούς τον αναγνώστη του και βέβαια είναι γραμμένη με αυτό το απαράμιλλο ύφος του συγγραφέα.
 
Ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει γεράσει, αρχίζει να χάνει τη μνήμη του. Μπορεί στην αρχή του βιβλίου να γκρεμοτσακίζεται από τις σκάλες, αλλά δεν είναι τόσο ο σωματικός πόνος που τον απασχολεί, όσο αυτός της ανάμνησης των ημερών του με την Άννα, την επί δεκαετίες σύζυγό του, που έχει πεθάνει κάποια χρόνια τώρα, αλλά η εικόνα της είναι ακόμα ζωντανή και αισθάνεται η έλλειψή της όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο έντονη. Με μια καθαρά «Ωστερική» σκηνή - ένα κόκκινο τηλέφωνο αποσυνδεδεμένο για καιρό, που αρχίζει να χτυπάει και στην άλλη άκρη ακούει τη φωνή της Άννας, η μνήμη του Μπαουμγκάρτνερ ενεργοποιείται και εκείνος θυμάται επεισόδια της κοινής τους ζωής την δεκαετία του ’60, από τότε που ήταν και οι δύο άφραγκοι μέχρι την επαγγελματική τους καταξίωση. Αντικείμενα, ποιήματα που έγραψε η Άννα – μια ποιήτρια που έκανε βήματα πίσω στην καριέρα της για να βοηθήσει τον σύζυγό της, συνομιλίες, έρχονται στο μυαλό του Σάι, βοηθώντας τον αντέξει τη ζωή του.
 
Η σχέση του με την Τζούντιθ, μια καλή φίλη που μετά τον χωρισμό της, ήρθε κοντά ο ένας με τον άλλον, τον βοηθάει αλλά δεν αναπληρώνει την απουσία της Άννας και η συνεχής επαναφορά των αναμνήσεών του, τροφοδοτούν το μυθιστόρημα, με εξαίσιες εικόνες, μακροπερίοδες προτάσεις σαγηνευτικές και συγκινητικές. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του Αμερικανού συγγραφέα, αποτελούν ίσως τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του βιβλίου, όπως αυτή που έχει τον τίτλο «Οι λύκοι του Στάνισλαβ», μια ιστορία άγρια και παράξενη που κυριολεκτικά απογειώνει το μυθιστόρημα και προσφέρει το υπέροχο απόφθεγμα που υπάρχει στην αρχή του κειμένου μου. Το ανοιχτό και ελεγειακό φινάλε του βιβλίου, αυτές οι ακροτελεύτιες λέξεις του τελευταίου μυθιστορήματος ενός τεράστιου συγγραφέα, έρχονται να ολοκληρώσουν την απόλαυση ενός βιβλίου, που μπορεί να είναι άνισο αλλά χαρίζει στιγμές μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης.
 
«Ο Μπαουμγκάρτνερ δεν λέει λέξη. Θέλει να μιλήσει, θέλει να της πει χιλιάδες πράγματα και να της κάνει χιλιάδες ερωτήσεις, μα, καταπώς φαίνεται, έχει χάσει τη δύναμη να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Δεν πειράζει, λέει από μέσα του. Το τηλεφώνημα θα μπορούσε να λάβει τέλος απότομα ανά πάσα στιγμή, και γιατί να μπει στον κόπο να μιλήσει όταν το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να ακούει τη φωνή της Άννα ώσπου να τελειώσει ο χρόνο κι εκείνη να εξαφανιστεί πάλι στο σκοτάδι;
Δεν είναι σίγουρη για τίποτα, λέει, υποψιάζεται όμως ότι εκείνο είναι που την κρατάει σ’ αυτή την ακατανόητη μεταθανάτια ζωή, σ’ αυτή την παράδοξη κατάσταση ενσυνείδητης ανυπαρξίας, η οποία πρέπει να λάβει τέλος, και θα λάβει τέλος κάποια στιγμή, έτσι αισθάνεται, μα, όσο εκείνο είναι ζωντανός και ικανός ακόμη να την συλλογίζεται, η συνείδησή της θα συνεχίσει να αφυπνίζεται ξανά και ξανά από τις σκέψεις του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ενίοτε εκείνη θα μπορεί να διαβάζει το μυαλό του και να ακούει αυτές τις σκέψεις και βλέπει όσα βλέπει εκείνος μέσα από τα μάτια του. Δεν έχει ιδέα πως συμβαίνει αυτό ούτε καταλαβαίνει γιατί είναι σε θέση να του μιλάει τώρα, όμως ξέρει σίγουρα ένα πράγμα, ότι οι ζωντανοί και οι νεκροί συνδέονται, και μια σύνδεση τόσο βαθιά όσο ήταν η δική τους όταν εκείνη ζούσε μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και στον θάνατο, διότι, όταν ο ένας πεθαίνει πριν από τον άλλο, ο ζωντανός μπορεί να διατηρήσει τον πεθαμένο σε ένα είδος προσωρινού λίμπο ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, αλλά, όταν ο ζωντανός πεθάνει κι εκείνος, αυτό είναι το τέλος, και η συνείδηση του πεθαμένου εξαλείφεται για πάντα.»

 


Το «Μπαουμγκάρτνερ» θίγει θέματα όπως η απώλεια και η διαχείριση της, του πένθους και της καθημερινότητας μετά την απώλεια ενός μακροχρόνιου συντρόφου. Μιλάει για τη μνήμη και την λήθη, την συντροφικότητα, την μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο αλλά και για την ακαδημαϊκή καριέρα και την συγγραφική πορεία. Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει τη μεταφυσική με την πραγματικότητα, όπως τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά έργα του Ώστερ και για τις αλήθειες και τα ψέματα, τις παραχωρήσεις και τις υπερβάσεις σε μια ερωτική σχέση. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τα γηρατειά με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά και για όλα όσα συνεπάγεται η παρακμή ενός ανθρώπου, ενός οργανισμού, ενός μυαλού και για την ανημπόρια που έρχεται με τα χρόνια.
 
«Μίλησε μνήμη» λοιπόν, όπως θα έγραφε κι ο Ναμπόκοφ. Η αφηγηματική δύναμη και μαεστρία, με τον υπνωτιστικό ρυθμό που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφικού ύφους του Ώστερ, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου, που μετέφρασε έξοχα η Ιωάννα Ηλιάδη. Ωραίο και σαγηνευτικό φινάλε ενός πολύ σημαντικού συγγραφέα που δεν έγραψε ποτέ ένα κακό βιβλίο, χαρίζοντάς μας μερικές από τις ωραιότερες σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025 | Permalink
"Southern trees bear a strange fruit" (Τα Δέντρα)

 

«ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ» («The Trees»), ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα του εξαίρετου Αφροαμερικανού συγγραφέα Percival Everett (Georgia, 1956) – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφραση Π.Τομαράς, σελ. 409) , είναι μια «μαύρη» κωμωδία, ένα έξοχο «αστυνομικό» (κατ’ επίφαση) μυθιστόρημα, γεμάτο χιούμορ, περιπέτεια, ιλιγγιώδη δράση, πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, με μοναδικό ύφος που συνδυάζει το αμερικανικό σλαπστικ με ιδιαιτέρως σοβαρά γεγονότα.


 
Στη μικρή απομακρυσμένη πόλη Money του Μισισίπι, μια σειρά από φρικιαστικές δολοφονίες, συγκλονίζουν την τοπική κοινωνία. Σε όλες μαζί με το πτώμα του λευκού άνδρα που έχει σφαγιασθεί, βρίσκεται πάντα το νεκρό σώμα ενός μαύρου που εξαφανίζεται από το νεκροτομείο της πόλης, λίγο μετά την τοποθέτησή του εκεί. Οι δυο μαύροι αστυνομικοί του (M.B.I. – μια ειρωνική αναφορά στο FBI ως Mississippi bureau) που καταφθάνουν στην πόλη, δεν αργούν να ανακαλύψουν ότι τα πτώματα των λευκών (και οι οικογένειές τους), συνδέονται άμεσα με την (πραγματική) δολοφονία του νεαρού έφηβου μαύρου Emmett Till, που έγινε το 1955, μετά από την καταγγελία μιας λευκής γυναίκας ότι την προσέβαλλε.


 
Σύντομα όμως οι δολοφονίες εξαπλώνονται και σε άλλες πολιτείες, πάντα με την εμφάνιση ενός μαύρου πτώματος που «χάνεται» μετά από λίγες ώρες και οι δύο αστυνομικοί θα χρειαστούν (μετά από συμβουλή της Γκέρτρουντ, της μαύρης σερβιτόρας του τοπικού diner), την βοήθεια ενός πανεπιστημιακού καθηγητή που ειδικεύεται στη φυλετική βία και μιας γηραιότατης μαύρης που ζει απομονωμένη, που αυτοαποκαλείται «Μαμά Ζήτα», διατηρώντας αρχεία από κάθε φυλετικό φόνο που έχει διαπραχθεί στις Η.Π.Α. από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το FBI (το «κανονικό»), θα εμπλακεί στην ιστορία με την άφιξη μιας ντετέκτιβ, που διαπιστώνει αμέσως ότι την έχουν στείλει σε ένα είδος twilight zone, με καράβλαχους σερίφηδες που έχουν σχέση με την τοπική ΚουΚλουξΚλαν, και διάφορα άλλα απίθανα περιστατικά που συμβαίνουν διαρκώς.
 
« «Σκατά», είπε ο Τζιμ.
«Ακριβώς αυτό», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Κάποιος παίρνει εκδίκηση».
«Γιατί τώρα, όμως;» ρώτησε η Γκέρτρουντ.
«Το λιντσάρισμα του κακομοίρη του μικρού έγινε πριν από εξήντα πέντε χρόνια. Ίσως τα πνεύματα να μην άντεχαν άλλο», είπε η Μαμά Ζήτα.
«Μόλις είπατε ότι δεν πιστεύετε στα φαντάσματα», είπε ο Εντ.
«Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι έχω πάντα δίκιο». Η γριά άφησε το φλιτζάνι της και χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της στο τραπέζι. «Πρέπει να σας πω κάτι, όμως. Αν τα πνεύματα έχουν βαλθεί να πάρουν εκδίκηση, θα γίνουν πολλοί σκοτωμοί ακόμα εδώ γύρω. Τα πνεύματα θα το γλεντήσουν στα μέρη μας. Δεν υπάρχει λευκός σ’ αυτή την κομητεία που να μην έχει λιντσάρει κάποιον, κι αν όχι ο ίδιος, σίγουρα κάποιος στην οικογένειά του. Αν θες να πιστέψεις κάτι, πίστεψε αυτό.»
«Πως το ξέρετε εσείςα» ρώτησε ο Τζιμ. «Το μάθατε ακούγοντας τον ασύρματο της αστυνομίας;»
«Ελάτε μαζί μου» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα και σηκώθηκε όρθια, στηρίζοντας τα χέρια της στο τραπέζι μέχρι να ορθώσει το κορμί της.
Ακολούθησαν τη Μαμά Ζήτα σ’ έναν μικρό διάδρομο με οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους και μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο ολόγυρα με ψηλά ντουλάπια αρχειοθέτησης και με λίγα πιο χαμηλά κάτω από το μοναδικό παράθυρο.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε ο Εντ.
«Τα αρχεία», απάντησε η Μαμά Ζήτα. «Αυτά είναι τα αρχεία. Πες τους, παιδί μου», είπε στην Γκέρτρουντ.
«Αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχουν γραφτεί για κάθε λιντσάρισμα στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1913, τη χρονιά που γεννήθηκε η Μαμά Ζήτα, και μετά».
«Μισό λεπτό», είπε ο Τζιμ. «Αυτό σημαίνει ότι είσαστε…»
«Εκατόν πέντε χρονών», είπε εκείνη.
«Για κάθε λιντσάρισμα;» ρώτησε ο Εντ.
«Σχεδόν», είπε η Μαμά Ζήτα. «Πήγαινα στις βιβλιοθήκες σε όλη την πολιτεία και διάβαζα όλες τις εφημερίδες. Τώρα χρησιμοποιώ το διαδίκτυο. Θα πρέπει να ξέρετε ότι θεωρώ λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες από αστυνομικούς. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω.»
«Μην ανησυχείτε, δεν προσβληθήκαμε», είπε ο Τζιμ.
«Και γιατί το κάνετε αυτό;» ρώτησε ο Εντ.
«Επειδή κάποιος πρέπει να το κάνει. Όταν πεθάνω και μαθευτεί η ύπαρξη αυτού του μέρους, ελπίζω ότι θα γίνει μνημείο για τους νεκρούς».»
 
Ο Έβερετ ευρισκόμενος σε απίστευτο δημιουργικό οίστρο, δεν αφήνει τον αναγνώστη του να πάρει ανάσα! Από τη δημιουργική χρήση ονομάτων που παραπέμπουν συνήθως σε κωμικές καταστάσεις (Τζούνιορ-τζούνιορ, Μακντόναλντ-Μακντόναλντ, Χο-Τσι-Μινχ και άλλα που μόνο με την ανάγνωση του βιβλίου γίνονται κατανοητά), έως τη whodunnit πλευρά της ιστορίας που από ένα σημείο και μετά δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού από τη μέση της ιστορίας αντιλαμβανόμαστε που οδηγείται η επιφανειακά παράλογη (αλλά πολύ βαθιά πολιτική) κατάσταση.
 
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός διαπερνούν την ιστορία, όπου η σάτιρα διαδέχεται την άκρατη βία και οι κωμικές καταστάσεις συνυπάρχουν (ακόμα και στην ίδια παράγραφο) με την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Το υπερφυσικό και το horror στοιχείο, που εισβάλλει από την πρώτη σελίδα στο μυθιστόρημα, «παίζει» με την αφροαμερικανική εμπειρία του Νότου.
 


Θυμίζοντας ταινίες των αδελφών Κοέν, οι χαρακτήρες του βιβλίου κινούνται μεταξύ εκκεντρικότητας, παραλόγου, ακραίου και έντονα μελαγχολικού, παρωδώντας τις αστυνομικές ιστορίες με διαλόγους που θα ταίριαζαν μέχρι και σε κόμικ, σατιρίζοντας πρόσωπα και στερεότυπα, ενώ οι συνεχείς αναφορές σε ρατσιστικές συμπεριφορές, μπορεί να προκαλούν ευθυμία αλλά θίγουν ιδιαίτερα σοβαρά θέματα. Το πολιτικό σχόλιο του Έβερετ είναι αιχμηρό και καίριο, ισορροπώντας αρμονικά με το βαρύ ιστορικό παρελθόν και την πολιτική φαρσοκωμωδία της τελευταίας δεκαετίας στις Η.Π.Α., με τον «πορτοκαλί πρόεδρο» (όπως αποκαλείται στο βιβλίο) να διατηρείται διαρκώς στο προσκήνιο των γεγονότων.
 
Ένας στίχος από το εμβληματικό τραγούδι «Strange fruit», που απηχούσε την κραυγή και την οδύνη των μαύρων του Αμερικανικού Νότου:
«Southern trees bear a strange fruit…», δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, ενώ η αλληγορία με τα οικογενειακά δέντρα είναι προφανής, καθώς από τα δέντρα κρέμονταν τα κορμιά των λιντσαρισμένων μαύρων, αλλά και στα οικογενειακά «δέντρα» βρίσκουμε τους κληρονόμους των δολοφόνων, θίγοντας φιλοσοφικά και το θέμα της «οικογενειακής ευθύνης», όπου οι απόγονοι πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα τα εγκλήματα των προγόνων τους.
Η ιστορική μνήμη στο βιβλίο αντιπροσωπεύεται στο πρόσωπο της Μαμάς Ζήτα, η οποία ως επιβιώσασα των βίαιων εποχών, είναι ο συνδετικός κρίκος στο βιβλίο του παρελθόντος με το παρόν.
 
Ο Έβερετ έχει δώσει έμφαση στο pulp στοιχείο και στην καρτουνίστικη απεικόνιση των χαρακτήρων του, ενώ η ειρωνεία είναι διαρκώς παρούσα. Η σατυρική πλευρά του μυθιστορήματος, ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της, αλλά σε αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα που δεν περιέχει καθόλου διδακτισμό και δεν ενδιαφέρεται για το «politically correct», το κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα περνάει στον αναγνώστη, που συνειδητοποιεί ότι μπορεί και να γελάει και ταυτόχρονα να αναρωτιέται αν «είναι σωστό» που το κάνει αυτό. Ένα υπέροχο βιβλίο που αδικείται από την απουσία επιμέλειας στη μετάφραση, έχοντας τρανταχτά λάθη στα πραγματολογικά στοιχεία.
 
Βαθμολογία 86 / 100