Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025 | Permalink
Οι τελευταίες λέξεις ενός πραγματικά μεγάλου συγγραφέα ("ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ")
«Πρέπει άραγε να είναι αληθινό ένα γεγονός για να γίνει αποδεκτό ως αληθινό ή η πίστη στην αλήθεια ενός γεγονότος το καθιστά αληθινό, ακόμα κι αν αυτό που υποτίθεται ότι συνέβη δεν συνέβη;»

Πόσα βιβλία έγραψε ο Paul Auster (Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, 1947-2024); Πολλά… Μυθιστορήματα και νουβέλες πάνω από 20, δοκιμιακά καμιά δεκαριά, αυτοβιογραφικά κείμενα (memoirs), ποίηση (σημαντική και στη χώρα μας αγνοημένη), σενάρια για ταινίες και άλλα πολλά. Μια άποψη λέει, ότι ένας σημαντικός δημιουργός, γράφει ουσιαστικά ένα βιβλίο στη ζωή του, με πολλές επαναλήψεις, περιστροφές, κύκλους. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την πλειονότητα των «Ωστερικών» κειμένων, αυτή η άποψη κάπου βρίσκει την έκφρασή της και στον Αμερικανό συγγραφέα ∙ όντως υπάρχει μια αίσθηση, ένα ύφος που είναι κοινό σε όλες του τις δουλειές – αυτό το περίφημο «Ωστερικό ύφος».


Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι το «ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ» («BAUMGARTNER») – (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, σελ.246), δεν συγκαταλέγεται στα έργα του Auster, που θα μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, ίσως ούτε μέσα στη πρώτη δεκάδα των μυθιστορημάτων του, αλλά δεν παύει να είναι μια υπέροχη νουβέλα, που θίγει πολλά θέματα, ωθεί σε σκέψεις και προβληματισμούς τον αναγνώστη του και βέβαια είναι γραμμένη με αυτό το απαράμιλλο ύφος του συγγραφέα.
 
Ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει γεράσει, αρχίζει να χάνει τη μνήμη του. Μπορεί στην αρχή του βιβλίου να γκρεμοτσακίζεται από τις σκάλες, αλλά δεν είναι τόσο ο σωματικός πόνος που τον απασχολεί, όσο αυτός της ανάμνησης των ημερών του με την Άννα, την επί δεκαετίες σύζυγό του, που έχει πεθάνει κάποια χρόνια τώρα, αλλά η εικόνα της είναι ακόμα ζωντανή και αισθάνεται η έλλειψή της όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο έντονη. Με μια καθαρά «Ωστερική» σκηνή - ένα κόκκινο τηλέφωνο αποσυνδεδεμένο για καιρό, που αρχίζει να χτυπάει και στην άλλη άκρη ακούει τη φωνή της Άννας, η μνήμη του Μπαουμγκάρτνερ ενεργοποιείται και εκείνος θυμάται επεισόδια της κοινής τους ζωής την δεκαετία του ’60, από τότε που ήταν και οι δύο άφραγκοι μέχρι την επαγγελματική τους καταξίωση. Αντικείμενα, ποιήματα που έγραψε η Άννα – μια ποιήτρια που έκανε βήματα πίσω στην καριέρα της για να βοηθήσει τον σύζυγό της, συνομιλίες, έρχονται στο μυαλό του Σάι, βοηθώντας τον αντέξει τη ζωή του.
 
Η σχέση του με την Τζούντιθ, μια καλή φίλη που μετά τον χωρισμό της, ήρθε κοντά ο ένας με τον άλλον, τον βοηθάει αλλά δεν αναπληρώνει την απουσία της Άννας και η συνεχής επαναφορά των αναμνήσεών του, τροφοδοτούν το μυθιστόρημα, με εξαίσιες εικόνες, μακροπερίοδες προτάσεις σαγηνευτικές και συγκινητικές. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του Αμερικανού συγγραφέα, αποτελούν ίσως τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του βιβλίου, όπως αυτή που έχει τον τίτλο «Οι λύκοι του Στάνισλαβ», μια ιστορία άγρια και παράξενη που κυριολεκτικά απογειώνει το μυθιστόρημα και προσφέρει το υπέροχο απόφθεγμα που υπάρχει στην αρχή του κειμένου μου. Το ανοιχτό και ελεγειακό φινάλε του βιβλίου, αυτές οι ακροτελεύτιες λέξεις του τελευταίου μυθιστορήματος ενός τεράστιου συγγραφέα, έρχονται να ολοκληρώσουν την απόλαυση ενός βιβλίου, που μπορεί να είναι άνισο αλλά χαρίζει στιγμές μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης.
 
«Ο Μπαουμγκάρτνερ δεν λέει λέξη. Θέλει να μιλήσει, θέλει να της πει χιλιάδες πράγματα και να της κάνει χιλιάδες ερωτήσεις, μα, καταπώς φαίνεται, έχει χάσει τη δύναμη να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Δεν πειράζει, λέει από μέσα του. Το τηλεφώνημα θα μπορούσε να λάβει τέλος απότομα ανά πάσα στιγμή, και γιατί να μπει στον κόπο να μιλήσει όταν το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να ακούει τη φωνή της Άννα ώσπου να τελειώσει ο χρόνο κι εκείνη να εξαφανιστεί πάλι στο σκοτάδι;
Δεν είναι σίγουρη για τίποτα, λέει, υποψιάζεται όμως ότι εκείνο είναι που την κρατάει σ’ αυτή την ακατανόητη μεταθανάτια ζωή, σ’ αυτή την παράδοξη κατάσταση ενσυνείδητης ανυπαρξίας, η οποία πρέπει να λάβει τέλος, και θα λάβει τέλος κάποια στιγμή, έτσι αισθάνεται, μα, όσο εκείνο είναι ζωντανός και ικανός ακόμη να την συλλογίζεται, η συνείδησή της θα συνεχίσει να αφυπνίζεται ξανά και ξανά από τις σκέψεις του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ενίοτε εκείνη θα μπορεί να διαβάζει το μυαλό του και να ακούει αυτές τις σκέψεις και βλέπει όσα βλέπει εκείνος μέσα από τα μάτια του. Δεν έχει ιδέα πως συμβαίνει αυτό ούτε καταλαβαίνει γιατί είναι σε θέση να του μιλάει τώρα, όμως ξέρει σίγουρα ένα πράγμα, ότι οι ζωντανοί και οι νεκροί συνδέονται, και μια σύνδεση τόσο βαθιά όσο ήταν η δική τους όταν εκείνη ζούσε μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και στον θάνατο, διότι, όταν ο ένας πεθαίνει πριν από τον άλλο, ο ζωντανός μπορεί να διατηρήσει τον πεθαμένο σε ένα είδος προσωρινού λίμπο ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, αλλά, όταν ο ζωντανός πεθάνει κι εκείνος, αυτό είναι το τέλος, και η συνείδηση του πεθαμένου εξαλείφεται για πάντα.»

 


Το «Μπαουμγκάρτνερ» θίγει θέματα όπως η απώλεια και η διαχείριση της, του πένθους και της καθημερινότητας μετά την απώλεια ενός μακροχρόνιου συντρόφου. Μιλάει για τη μνήμη και την λήθη, την συντροφικότητα, την μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο αλλά και για την ακαδημαϊκή καριέρα και την συγγραφική πορεία. Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει τη μεταφυσική με την πραγματικότητα, όπως τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά έργα του Ώστερ και για τις αλήθειες και τα ψέματα, τις παραχωρήσεις και τις υπερβάσεις σε μια ερωτική σχέση. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τα γηρατειά με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά και για όλα όσα συνεπάγεται η παρακμή ενός ανθρώπου, ενός οργανισμού, ενός μυαλού και για την ανημπόρια που έρχεται με τα χρόνια.
 
«Μίλησε μνήμη» λοιπόν, όπως θα έγραφε κι ο Ναμπόκοφ. Η αφηγηματική δύναμη και μαεστρία, με τον υπνωτιστικό ρυθμό που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφικού ύφους του Ώστερ, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου, που μετέφρασε έξοχα η Ιωάννα Ηλιάδη. Ωραίο και σαγηνευτικό φινάλε ενός πολύ σημαντικού συγγραφέα που δεν έγραψε ποτέ ένα κακό βιβλίο, χαρίζοντάς μας μερικές από τις ωραιότερες σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025 | Permalink
"Southern trees bear a strange fruit" (Τα Δέντρα)

 

«ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ» («The Trees»), ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα του εξαίρετου Αφροαμερικανού συγγραφέα Percival Everett (Georgia, 1956) – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφραση Π.Τομαράς, σελ. 409) , είναι μια «μαύρη» κωμωδία, ένα έξοχο «αστυνομικό» (κατ’ επίφαση) μυθιστόρημα, γεμάτο χιούμορ, περιπέτεια, ιλιγγιώδη δράση, πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, με μοναδικό ύφος που συνδυάζει το αμερικανικό σλαπστικ με ιδιαιτέρως σοβαρά γεγονότα.


 
Στη μικρή απομακρυσμένη πόλη Money του Μισισίπι, μια σειρά από φρικιαστικές δολοφονίες, συγκλονίζουν την τοπική κοινωνία. Σε όλες μαζί με το πτώμα του λευκού άνδρα που έχει σφαγιασθεί, βρίσκεται πάντα το νεκρό σώμα ενός μαύρου που εξαφανίζεται από το νεκροτομείο της πόλης, λίγο μετά την τοποθέτησή του εκεί. Οι δυο μαύροι αστυνομικοί του (M.B.I. – μια ειρωνική αναφορά στο FBI ως Mississippi bureau) που καταφθάνουν στην πόλη, δεν αργούν να ανακαλύψουν ότι τα πτώματα των λευκών (και οι οικογένειές τους), συνδέονται άμεσα με την (πραγματική) δολοφονία του νεαρού έφηβου μαύρου Emmett Till, που έγινε το 1955, μετά από την καταγγελία μιας λευκής γυναίκας ότι την προσέβαλλε.


 
Σύντομα όμως οι δολοφονίες εξαπλώνονται και σε άλλες πολιτείες, πάντα με την εμφάνιση ενός μαύρου πτώματος που «χάνεται» μετά από λίγες ώρες και οι δύο αστυνομικοί θα χρειαστούν (μετά από συμβουλή της Γκέρτρουντ, της μαύρης σερβιτόρας του τοπικού diner), την βοήθεια ενός πανεπιστημιακού καθηγητή που ειδικεύεται στη φυλετική βία και μιας γηραιότατης μαύρης που ζει απομονωμένη, που αυτοαποκαλείται «Μαμά Ζήτα», διατηρώντας αρχεία από κάθε φυλετικό φόνο που έχει διαπραχθεί στις Η.Π.Α. από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το FBI (το «κανονικό»), θα εμπλακεί στην ιστορία με την άφιξη μιας ντετέκτιβ, που διαπιστώνει αμέσως ότι την έχουν στείλει σε ένα είδος twilight zone, με καράβλαχους σερίφηδες που έχουν σχέση με την τοπική ΚουΚλουξΚλαν, και διάφορα άλλα απίθανα περιστατικά που συμβαίνουν διαρκώς.
 
« «Σκατά», είπε ο Τζιμ.
«Ακριβώς αυτό», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Κάποιος παίρνει εκδίκηση».
«Γιατί τώρα, όμως;» ρώτησε η Γκέρτρουντ.
«Το λιντσάρισμα του κακομοίρη του μικρού έγινε πριν από εξήντα πέντε χρόνια. Ίσως τα πνεύματα να μην άντεχαν άλλο», είπε η Μαμά Ζήτα.
«Μόλις είπατε ότι δεν πιστεύετε στα φαντάσματα», είπε ο Εντ.
«Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι έχω πάντα δίκιο». Η γριά άφησε το φλιτζάνι της και χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της στο τραπέζι. «Πρέπει να σας πω κάτι, όμως. Αν τα πνεύματα έχουν βαλθεί να πάρουν εκδίκηση, θα γίνουν πολλοί σκοτωμοί ακόμα εδώ γύρω. Τα πνεύματα θα το γλεντήσουν στα μέρη μας. Δεν υπάρχει λευκός σ’ αυτή την κομητεία που να μην έχει λιντσάρει κάποιον, κι αν όχι ο ίδιος, σίγουρα κάποιος στην οικογένειά του. Αν θες να πιστέψεις κάτι, πίστεψε αυτό.»
«Πως το ξέρετε εσείςα» ρώτησε ο Τζιμ. «Το μάθατε ακούγοντας τον ασύρματο της αστυνομίας;»
«Ελάτε μαζί μου» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα και σηκώθηκε όρθια, στηρίζοντας τα χέρια της στο τραπέζι μέχρι να ορθώσει το κορμί της.
Ακολούθησαν τη Μαμά Ζήτα σ’ έναν μικρό διάδρομο με οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους και μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο ολόγυρα με ψηλά ντουλάπια αρχειοθέτησης και με λίγα πιο χαμηλά κάτω από το μοναδικό παράθυρο.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε ο Εντ.
«Τα αρχεία», απάντησε η Μαμά Ζήτα. «Αυτά είναι τα αρχεία. Πες τους, παιδί μου», είπε στην Γκέρτρουντ.
«Αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχουν γραφτεί για κάθε λιντσάρισμα στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1913, τη χρονιά που γεννήθηκε η Μαμά Ζήτα, και μετά».
«Μισό λεπτό», είπε ο Τζιμ. «Αυτό σημαίνει ότι είσαστε…»
«Εκατόν πέντε χρονών», είπε εκείνη.
«Για κάθε λιντσάρισμα;» ρώτησε ο Εντ.
«Σχεδόν», είπε η Μαμά Ζήτα. «Πήγαινα στις βιβλιοθήκες σε όλη την πολιτεία και διάβαζα όλες τις εφημερίδες. Τώρα χρησιμοποιώ το διαδίκτυο. Θα πρέπει να ξέρετε ότι θεωρώ λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες από αστυνομικούς. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω.»
«Μην ανησυχείτε, δεν προσβληθήκαμε», είπε ο Τζιμ.
«Και γιατί το κάνετε αυτό;» ρώτησε ο Εντ.
«Επειδή κάποιος πρέπει να το κάνει. Όταν πεθάνω και μαθευτεί η ύπαρξη αυτού του μέρους, ελπίζω ότι θα γίνει μνημείο για τους νεκρούς».»
 
Ο Έβερετ ευρισκόμενος σε απίστευτο δημιουργικό οίστρο, δεν αφήνει τον αναγνώστη του να πάρει ανάσα! Από τη δημιουργική χρήση ονομάτων που παραπέμπουν συνήθως σε κωμικές καταστάσεις (Τζούνιορ-τζούνιορ, Μακντόναλντ-Μακντόναλντ, Χο-Τσι-Μινχ και άλλα που μόνο με την ανάγνωση του βιβλίου γίνονται κατανοητά), έως τη whodunnit πλευρά της ιστορίας που από ένα σημείο και μετά δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού από τη μέση της ιστορίας αντιλαμβανόμαστε που οδηγείται η επιφανειακά παράλογη (αλλά πολύ βαθιά πολιτική) κατάσταση.
 
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός διαπερνούν την ιστορία, όπου η σάτιρα διαδέχεται την άκρατη βία και οι κωμικές καταστάσεις συνυπάρχουν (ακόμα και στην ίδια παράγραφο) με την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Το υπερφυσικό και το horror στοιχείο, που εισβάλλει από την πρώτη σελίδα στο μυθιστόρημα, «παίζει» με την αφροαμερικανική εμπειρία του Νότου.
 


Θυμίζοντας ταινίες των αδελφών Κοέν, οι χαρακτήρες του βιβλίου κινούνται μεταξύ εκκεντρικότητας, παραλόγου, ακραίου και έντονα μελαγχολικού, παρωδώντας τις αστυνομικές ιστορίες με διαλόγους που θα ταίριαζαν μέχρι και σε κόμικ, σατιρίζοντας πρόσωπα και στερεότυπα, ενώ οι συνεχείς αναφορές σε ρατσιστικές συμπεριφορές, μπορεί να προκαλούν ευθυμία αλλά θίγουν ιδιαίτερα σοβαρά θέματα. Το πολιτικό σχόλιο του Έβερετ είναι αιχμηρό και καίριο, ισορροπώντας αρμονικά με το βαρύ ιστορικό παρελθόν και την πολιτική φαρσοκωμωδία της τελευταίας δεκαετίας στις Η.Π.Α., με τον «πορτοκαλί πρόεδρο» (όπως αποκαλείται στο βιβλίο) να διατηρείται διαρκώς στο προσκήνιο των γεγονότων.
 
Ένας στίχος από το εμβληματικό τραγούδι «Strange fruit», που απηχούσε την κραυγή και την οδύνη των μαύρων του Αμερικανικού Νότου:
«Southern trees bear a strange fruit…», δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, ενώ η αλληγορία με τα οικογενειακά δέντρα είναι προφανής, καθώς από τα δέντρα κρέμονταν τα κορμιά των λιντσαρισμένων μαύρων, αλλά και στα οικογενειακά «δέντρα» βρίσκουμε τους κληρονόμους των δολοφόνων, θίγοντας φιλοσοφικά και το θέμα της «οικογενειακής ευθύνης», όπου οι απόγονοι πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα τα εγκλήματα των προγόνων τους.
Η ιστορική μνήμη στο βιβλίο αντιπροσωπεύεται στο πρόσωπο της Μαμάς Ζήτα, η οποία ως επιβιώσασα των βίαιων εποχών, είναι ο συνδετικός κρίκος στο βιβλίο του παρελθόντος με το παρόν.
 
Ο Έβερετ έχει δώσει έμφαση στο pulp στοιχείο και στην καρτουνίστικη απεικόνιση των χαρακτήρων του, ενώ η ειρωνεία είναι διαρκώς παρούσα. Η σατυρική πλευρά του μυθιστορήματος, ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της, αλλά σε αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα που δεν περιέχει καθόλου διδακτισμό και δεν ενδιαφέρεται για το «politically correct», το κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα περνάει στον αναγνώστη, που συνειδητοποιεί ότι μπορεί και να γελάει και ταυτόχρονα να αναρωτιέται αν «είναι σωστό» που το κάνει αυτό. Ένα υπέροχο βιβλίο που αδικείται από την απουσία επιμέλειας στη μετάφραση, έχοντας τρανταχτά λάθη στα πραγματολογικά στοιχεία.
 
Βαθμολογία 86 / 100