Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024 | Permalink
Η πάλη του φωτός ενάντια στο σκότος ("Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή")
 Στο εξαιρετικό του δοκίμιο «ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» που εκδόθηκε πριν 8 περίπου χρόνια (σχετικό κείμενο, μπορείτε να διαβάσετε στο blog), ο Νικήτας Σινιόσογλου, ασχολήθηκε με 7 «σαλούς» Έλληνες, που μέσα στους αιώνες άφησαν το στίγμα τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Ένας από αυτούς, είναι ο Χριστόδουλος Ευσταθίου (Παμπλέκης) που γεννήθηκε το 1733 στο Ξηρόμερο Ακαρνανίας και πέθανε το 1793 στη Λειψία. Ο Παμπλέκης (όπως είναι περισσότερο γνωστός – προσωνύμιο που του απέδωσαν οι αντίπαλοί του), αποκαλείται από τον Σινιόσογλου: «το μαύρο μαργαριτάρι της νεοελληνικής φιλοσοφίας» και τοποθετείται στο βιβλίο του, στην κατηγορία «Βλασφημία» (ένα από τα επτά αμαρτήματα), αφού ο «αλλόκοτος» αυτός άνθρωπος, αφορίστηκε μετά θάνατο από την επίσημη Εκκλησία.
 
Με τον Χριστόδουλο Ευσταθίου - Παμπλέκη εξ Ακαρνανίας, ως μυθιστορηματικό ήρωα, ασχολείται η έμπειρη στο ιστορικό μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα αξιόλογη συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου (1959, Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας), στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «ΒΑΘΥ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ» (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.405), ένα φιλόδοξο εγχείρημα που η συγγραφέας με ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έρευνα (που φαίνεται όχι μόνο από την πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου αλλά και από τις πολλές ιστορικές λεπτομέρειες που εμπλουτίζουν τις σελίδες του), το φέρνει εις πέρας με αξιοθαύμαστο τρόπο.
Η Πριοβόλου ασχολείται διεξοδικά με τη ζωή του ήρωά της - ενός χαρακτήρα λογοτεχνικά larger than life – «δίνοντάς του» τον λόγο, έχοντας δηλαδή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και η εμπειρία της την καθοδηγεί ώστε να αποφύγει τις παγίδες του αφηγηματικού ύφους που επίλεξε.


Η ζωή του Παμπλέκη, περιγράφεται από τη μέρα που γεννήθηκε έως τη μέρα που πέθανε. Ορφανός από τη μητέρα του λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε, χάνει το ένα του μάτι όταν προσβλήθηκε από ευλογιά μόλις τριών ετών. Το γεγονός της παραμόρφωσής του, τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή και αποτέλεσε αιτία προσβολών με προσωνύμια όπως: «χοιρόδουλος τυφλός», «Κύκλωψ», «γκαβός», «τετυφλωμένος εσωτερικώς και εξωτερικώς» και άλλα. Ο πατέρας του ήταν Κλεφταρματωλός και ήταν μονίμως κρυπτόμενος και αναγκασμένος να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, φθάνοντας πολύ μακριά από τον τόπο τους. Ήταν ακόμα πολύ μικρός ο Χριστόδουλος, όταν συνελήφθησαν στους πρόποδες του Ολύμπου, από τους Τούρκους, και παρακολούθησε τον πατέρα του να πεθαίνει μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Γλύτωσε από το δουλεμπόριο, χάρη σε έναν εύπορο έμπορο από το Λιτόχωρο, τον Καλλία, που διαβλέποντας την έμφυτη ευφυία και φιλομάθεια του μικρού, τον έστειλε να μάθει γράμματα, φθάνοντας σε εφηβική ηλικία στην περίφημη Αθωνιάδα σχολή του Αγίου Όρους, όπου φοίτησε υπό τον Ευγένιο Βούλγαρη μαζί με τον Κοσμά τον Αιτωλό και άλλους.
 
Το πνεύμα της αμφισβήτησης όμως είχε μπει μέσα του. Ερχόμενος σε επαφή με ξένα κείμενα, και με τις ιδέες του Διαφωτισμού, φθάνει σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς κύκλους της Εκκλησίας. Αμφισβητώντας τα πάντα και διαβάζοντας συνεχώς, βλέπει να τίθεται στο περιθώριο και φεύγοντας από το Άγιο Όρος, αδυνατεί να βρει κάποια θέση που να του ταιριάζει, καθώς οι εχθροί του είναι πολλοί και του κλείνουν το δρόμο.
 
«… Τα ερωτήματα που έθετα είχαν να κάμουν με τις θεωρήσεις της θρησκείας μας. Αφού η θεϊκή υπόσταση μας παραδόθηκε από τον Αριστοτέλη ως κάτι το άπειρον και ακατάληπτον, γιατί η ορθόδοξος βυζαντινή παράδοση έλαβε την ιουδαϊκή θρησκεία ως αρχή και έθεσε άλλες βάσεις από εκείνες των αρχαίων μας προγόνων; Ο Ελισαίος δεν φειδόταν απαντήσεων. Είπε πως πριν από αιώνες, όταν η Ορθοδοξία καταργούσε σιγά σιγά – και υποχθόνια – την αρχαία θρησκεία, ο τότε σοφός λεγόμενος Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε να ερμηνεύσει εκ νέου τον Πλάτωνα ως τον πραγματικό πρόγονο της χριστιανικής θεολογίας. Όμως τελικά ο Αριστοτέλης κατέστη αναπόσπαστο μέρος της ανατολικής θρησκείας. Στα κατ’ ιδίαν, άτυπα μαθήματα, ο Ελισαίος προσπαθούσε να μην παρέχει έτοιμες γνώσεις, αλλά να βοηθάει τον νου – τον δικό μου και του Δημητράκη – ώστε να αποκτήσει εμπειρία σκέψης για να βγει από την ανωριμότητα. Να μεταχειριζόμαστε το μυαλό μας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συνδέει κυκλικά τις ιδέες και τα νοήματα. Λέγοντα κυκλικά, εννοούσε να έχουμε τη δυνατότητα να φτάνουμε ως τις απαρχές. Τότε που ο άνθρωπος, με τη φαντασία και τον νου, μη γνωρίζοντας τον κόσμο που τον περιέβαλλε, ανακάλυψε τον Θεό και τη φιλοσοφία. «Δηλαδή, άλλο η φιλοσοφία και άλλο η θεολογία, δάσκαλε;» αναρωτιόμουν. Ο Ελισαίος μού έλυσε μια και καλή την απορία: «Στη θεολογία ο Θεός έρχεται δια της αποκαλύψεως. Στη φιλοσοφία δια της ανακαλύψεως».
Έτσι, αντιλήφθηκα πως ο δικός μου δρόμος ήταν εκείνος της ανακαλύψεως. Και στην ανακάλυψη αυτή με οδήγησαν όχι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι Μιλήσιοι φυσικοί φιλόσοφοι και ο Πλάτων, τα εγχειρίδια των οποίων μετέφραζε εις την νεωτέρα ελληνική ο Ελισαίος Βραχωρίτης.»
 
Η φυγή στην Ευρώπη είναι πλέον μονόδρομος, οπότε θα πάει στη Βενετία, ως δάσκαλος ελληνικών σε ευκατάστατους εμπόρους, και θα συνεχίσει τις μελέτες του κυρίως σε φιλοσοφικά και επιστημονικά κείμενα της εποχής. Οι συγκρούσεις του με τις Εκκλησιαστικές αρχές θα ενταθούν κυρίως μετά τη μετάφραση από τα γαλλικά του βιβλίου «Αληθής πολιτική» και τη δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο «Περί Φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών και μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών» το 1786, στη Βιέννη, όπου διέμενε.
 
Η συντηρητική όμως πολιτική της Αυστρίας, τον αναγκάζει να μεταβεί στη Λειψία όπου θα γράψει το τελευταίο του βιβλίου «Περί Θεοκρατίας», έναν λίβελλο ουσιαστικά για τα έργα και τις ημέρες της Εκκλησίας, που αποτέλεσε και την αφορμή για τον αφορισμό εκείνου και των οπαδών του.
 
«τοις οθωμανοίς άπαν το γένος ημών παραδόντες (…) ανελεύθερον ανδράποδον καταστήσαντες τούτο, άπαν θείον είδος σχολής και ακαδημίας αυτώ επέκλεισαν οι θεοστυγείς (…) ασπαζόμενοι και προτιμώντας την μωράν θεοκρατίαν περισσότερον από την όντως ιεράν και θείαν φιλοσοφίαν.»Περί Θεοκρατίας»)


Η Πριοβόλου με το βιβλίο της αυτό, δίνοντας στον (μάλλον λησμονημένο) Παμπλέκη φωνή, τον φέρνει στην επικαιρότητα, στο σήμερα. Ο μοναχικός και επίμονος αγώνας του για φως και αφύπνιση του Γένους, είναι πάντα επίκαιρος και ουσιαστικά χρησιμεύει ως ένα καίριο πολιτικό σχόλιο για την εποχή μας. Το Άδικο που κυριαρχεί στο διηνεκές, η πολιτική εκμετάλλευση, οι ανεξάρτητες φωνές που καταπνίγονται, η προσπάθεια για ατομική ελευθερία, και βασικά και πάνω απ’ όλα, ο διαρκής αγώνας του Φωτός ενάντια στο Σκότος, είναι οι βασικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο του βιβλίου που έχοντας τη μορφή ενός auto-da-fe, ενός ιστορικού μυθιστορήματος, γίνεται ένα προσιτό ανάγνωσμα.
 
Η γλώσσα διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας επιλέγει να συνδυάσει τον αφηγηματικό λόγο ενός μορφωμένου ανθρώπου του 18ου αιώνα με τη γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιούσε στα κείμενά του. Η προσπάθειά της αυτή, μετά το αρχικό ξάφνιασμα του αναγνώστη, την δικαιώνει και επιτυγχάνεται ένας ρέων αφηγηματικός ρυθμός που λειτουργεί αποτελεσματικά και παρουσιάζει μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
 
Ο Παμπλέκης μέσα από το βιβλίο παρουσιάζεται ως ένας καθημερινός και ιδιαίτερα βασανισμένος άνθρωπος. Καταδικασμένος από την αρχή του βίου του, στη μοναξιά λόγω της εμφάνισής του, πείσμων και φιλομαθής, εύστροφος και ευφυέστατος, εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που το δίνονται και επιλέγει τον «δύσκολο» δρόμο, υπερασπιζόμενος τις ιδέες του μέχρι τέλους. Το μυθιστόρημα ρέει, δεν πλατειάζει, παρά τον όγκο του και οι ευκολίες αποφεύγονται, ενώ η μίξη αληθινών προσώπων της εποχής – από τον Ευγένιο Βούλγαρη έως τον Ρήγα Φεραίο –, με επινοημένους χαρακτήρες είναι ωραία δομημένη.
 
Η αδυναμία αυτού του εξαιρετικού (κατά τα λοιπά) μυθιστορήματος, είναι η επιλογή της Πριοβόλου να αποφύγει να «τσαλακώσει» τον ήρωά της. Μπορεί να τον «αγάπησε» υπερβολικά, να θαύμασε τόσο πολύ τον αγώνα του, που (χωρίς να φτιάχνει μια αγιογραφία) να μη προσπαθεί (ή να μη θέλει) να δείξει τις αδυναμίες του και τα λάθη του ή να μη τονίζει την έλλειψη διπλωματίας του. Ο Παμπλέκης ξεροκέφαλος και επίμονος, πέρα από τη βεντέτα με τον Διονύσιο Πλαταμώνος, πήγε κόντρα σε όλη τη κατεστημένη εκκλησία. Σε αυτό το κομμάτι, που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, ίσως θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθεί λίγο περισσότερο το μυθιστόρημα. Αλλά όπως γράφω στην αρχή του κειμένου, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, οπότε η κάθε επιλογή του συγγραφέα είναι σεβαστή.
 
Εν κατακλείδι το «Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή», είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θα παρασύρει τον αναγνώστη με τον ρυθμό του και θα τον βάλει (κυριολεκτικά) μέσα σε ένα σύμπαν αυτογνωσίας και πάλης, σε χρόνους σκοτεινούς που γεννιόταν όμως κάτι μεγάλο. Η Ελένη Πριοβόλου περιγράφει με έξοχο τρόπο αυτή τη μετάβαση των εποχών, τις ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στην Ευρώπη, σε ένα βιβλίο που διδάσκει χωρίς διδακτισμό και συγκινεί χωρίς μελοδραματισμό.
 
«Καθώς άπασαν σπουδήν, άπασαν γνώσιν, και τέλος άπαντα θείον και ανθρώπινον καλούμενον φωτισμόν, μόναι αι δύο αύται λέξεις, αρετή και φιλοσοφία. Παν τουναντίον, άπασαν πονηρίαν, άπασαν αγνωσίαν και άπαντα θείον και ανθρώπινον λεγόμενον σκοτισμόν, μόνο αι τοιαύταις αντικείμεναι δύο αύται, αμάθεια δηλαδή και κακία.»Περί Θεοκρατίας»)
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024 | Permalink
Γκέρτα
Η τραγική ιστορία μιας γυναίκας που υπέφερε σχεδόν για επτά δεκαετίες, ζωντανεύει μέσα από ένα μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος ενός ιστορικού αφηγήματος. Το μυθιστόρημα της Τσέχας συγγραφέως Katerina Tuckova (1980 - Κούρζιμ, Μοραβία) με τίτλο «ΓΚΕΡΤΑ» («Vyhnani Gerty Schnirch») που εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση Κ. Τσίβος, σελ.477), δεν είναι απλά συγκλονιστικό, περιγράφει με ψυχραιμία μια ιστορία που δύσκολα ξεχνάς, ενώ έχει στο επίκεντρό του, μια ηρωίδα από εκείνες που στη λογοτεχνία αποκαλούνται «larger than life».


Τα ιστορικά γεγονότα στην ιστορία που αφηγείται η Tuckova: Το 1938, εδάφη της (τότε) Τσεχοσλοβακίας, παραχωρήθηκαν μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, στην Γερμανία του Χίτλερ. Ήταν τα εδάφη της Σουδητίας, με μεγαλύτερη πόλη το Μπρνο, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Γερμανοί και είχαν δοθεί στη Τσεχοσλοβακία μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου («Συνθήκη του Σεν Ζερμέν 1919»). Μετά την προσάρτηση, στην περιοχή που αποτέλεσε πλέον τμήμα του Ράιχ, εγκαταστάθηκε ναζιστική διοίκηση και τα πολιτικά δικαιώματα των Τσέχων πολιτών αφαιρέθηκαν. Το 1945 με την απελευθέρωση του Μπρνο και της υπόλοιπης Τσεχοσλοβακίας από τις συμμαχικές δυνάμεις, οι γερμανικής καταγωγής κάτοικοι των περιοχών αυτών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα σε μια πορεία προς τα αυστριακά σύνορα. Χιλιάδες πέθαναν στην όχι ιδιαίτερα μεγάλη διαδρομή που χώριζε τις πόλεις και τα χωριά τους από τα αυστριακά σύνορα.
 
Η Γκέρτα Σνιρχ, κόρη Γερμανού υπαλλήλου της κυβέρνησης και Τσέχας μητέρας, είναι 20 χρονών όταν υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το σπίτι της και να βαδίσει προς την εξορία. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί ήδη τρία χρόνια πριν, όταν πέθανε η Τσέχα μητέρα της, που αποτελούσε μια σταθερά στο φανατισμένο με ναζιστικό κλίμα σπίτι της. Ήταν εκείνη που μιλούσε τσεχικά με την κόρη της, παρά την απαγόρευση του καταπιεστικού «αρχηγού της οικογένειας» που εκπαίδευε τον γιο του (και αδερφό της Γκρέτα) για να πάει να πολεμήσει στο μέτωπο. Όταν πέθανε η μητέρα της, η Γκρέτα συνειδητοποίησε πόσο κτηνώδης ήταν ο πατέρας της, ο οποίος άρχισε να τη βιάζει λίγο καιρό μετά, αφήνοντάς την έγκυο αργότερα.
 
Τώρα η Γκέρτα, έχει βρεθεί με ένα μωρό λίγων μηνών στην αγκαλιά της, και κάποια προσωπικά της είδη, τον Μάιο του 1945, στο καραβάνι που βαδίζει προς τα αυστριακά σύνορα. Τους μάζεψαν όλους στο Μπρνο, φορώντας τους, λευκά περιβραχιόνια με το μαύρο Γ. Η Γκέρτα ήταν ήδη τσακισμένη, την είχε κακοποιήσει ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, υποσχόμενος να την προστατεύσει – ήταν εκείνος που την παρέδωσε στους Τσέχους, ζούσε μόνο για το βρέφος, την Μπάρμπορα. Περνώντας από στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν μαζέψει εκεί Γερμανούς πρώην αξιωματούχους και τους άνδρες του Μπρνο, και ενώ επιδημίες τύφου θερίζουν τον κόσμο, αφήνουν τις γυναίκες σε ένα χωριό σχετικά κοντά στα σύνορα, το Πόχορζέλιτσε. Εκεί θα εγκατασταθεί η Γκρέτα μαζί με μερικές άλλες γυναίκες ως εργάτριες σε αγροκτήματα. Μέσα στην ατυχία της, είναι τυχερή γιατί δουλεύει για μια καλή γυναίκα, ενώ οι καλές της γνώσεις των δύο γλωσσών (Τσεχικά και Γερμανικά) θα την βοηθήσουν να βρει θέση στο δημαρχείο της περιοχής. Τα χρόνια περνάνε, η Τσεχοσλοβακία περνάει από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, η Γκέρτα πάντα θα είναι μια ξένη, μια «Γερμανίδα», ενώ και με την κόρη της δεν θα έχουν ιδιαίτερα καλές σχέσεις από τότε που η Μπάρμπορα θα μπει στην εφηβεία. Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι να ενσωματωθεί στη κοινωνία, αλλά θα έρθει ποτέ η συγχώρεση;
 
«Η Γκέρτα αισθάνθηκε παντού γύρω της το μίσος, το πάθος για εκδίκηση. Παρατηρούσε το πλήθος να αφηνιάζει: θυμωμένοι ενήλικες κινούσαν απειλητικά τις γροθιές τους, παιδιά, ούτε καν έφηβοι, παράβγαιναν σε κραυγές για να δείξουν πως είναι κι αυτά έτοιμα να εξοντώσουν τους Γερμανούς. Κι όσο η Γκέρτα τους παρατηρούσε, τόσο μέσα της καταλάγιαζε ο πόθος της για εκδίκηση, μαλάκωνε και μίκραινε μέχρι που απόμεινε μια μικρή, σκληρή, αλλά πολύ βαριά μπάλα στον πάτο της κοιλιάς της. Ο φόβος. Η Γκέρτα φοβόταν.
Τιμωρία στους Γερμανούς; Σε όλους τους Γερμανούς; ’Η τιμωρία στους Γερμανούς που έφταιξαν, που συμμετείχαν στην οικοδόμηση τους Ράιχ, ή σ’ εκείνους που άρπαξαν τσεχικές και εβραϊκές περιουσίες; Ποιους Γερμανούς;
«Τιμωρία στους Γερμανούς!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
Η πλατεία συνταρασσόταν από τις εκδικητικές κραυγές χιλιάδων ανθρώπων. Η Γκέρτα έσκυψε πάνω από την Μπάρμπορα που έκλαιγε, την έσφιξε στην αγκαλιά της, βαθιά μέσα στην αγκαλιά της, βαθιά στα σωθικά της. Από φόβο. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ακούγονταν τα σφυρίγματα και οι αγριοφωνάρες του πλήθους δίπλα της, συνειδητοποίησε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να συμπλεύσει με τον όχλο, τη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τις ενοχές τους, από τη θλίψη της απώλειας συγγενών, φίλων και γνωστών, παίρνοντας εκδίκηση σε βάρος τρίτων. Η ίδια δεν θα εκδικούνταν. Ποιον εξάλλου να εκδικηθεί; Όλους τους Γερμανούς; Τον εαυτό της; Που ήταν μεν Τσέχα κατά το ήμισυ, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν και κόρη του Φρίντριχ Σνιρχ, υπαλλήλου του προτεκτοράτου, άρα και Γερμανίδα κατά το ήμισυ, και μέλος της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων που συμμετείχε στους εράνους της Winterhilfe


Στο τέλος του μυθιστορήματος, η Μπάρμπορα θεωρεί ότι η μητέρα της έζησε «μια εντελώς ανεκπλήρωτη και άχρηστη ζωή». Ήταν όμως έτσι; Η Γκέρτα ζητούσε απεγνωσμένα μια συγγνώμη από τις Αρχές, από το Μπρνο, τίποτε άλλο. Στο πρόσωπό της, στη μυθιστορηματική μορφή της, η Tuckova, περιγράφει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τη δίνη των γεγονότων, από το ιστορικό γίγνεσθαι, μια «χαμένη γενιά» ανθρώπων που θεωρήθηκαν «ένοχοι» σε εποχές που το «δίκαιο» και το «άδικο» ήταν σχετικές έννοιες.
 
Η συγγραφέας τοποθετώντας την Γκέρτα στο επίκεντρο της ιστορίας της, δεν την ηρωοποιεί, ούτε περιγράφει μελοδραματικά τις περιπέτειές της, το αντίθετο μάλιστα, παρότι ολόκληρο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της. Δείχνει μια γυναίκα με απίστευτο κουράγιο και θέληση για ζωή, πείσμα και αγωνιστικότητα, αρκετή «ξεροκεφαλιά», εγωισμό και πάθος για δικαίωση. Μετατοπίζοντας το βάρος στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, φέρνοντας την Μπάρμπορα, με την δική της προσωπικότητα στο προσκήνιο, μας δείχνει μια ελαφρώς διαφορετική πλευρά της ηρωίδας της, με ενέργειες που είχαν επίπτωση στη ζωή της κόρης της. Η Γκέρτα είναι ένα διχασμένο άτομο, όπως ήταν και η καταγωγή της. Η συγγραφέας τονίζει αυτόν τον διχασμό από την αρχή του βιβλίου, την περίοδο που η εξουσία ήταν στα χέρια των Ναζί στη πόλη, η ηρωίδα της προσέχει και παρατηρεί τις αδικίες, νιώθοντας (συναισθηματικά) περισσότερο Τσέχα παρά Γερμανή, αργότερα υφίσταται τη βία του πατέρα της και μετά υφίσταται τη βία των συμπατριωτών της, όταν θα είναι ένα τίποτα για πάνω από μια δεκαετία.


Ασχολούμενη με ένα τόσο ευαίσθητο (και αμφιλεγόμενο στην πατρίδα της) θέμα, η Tuckova, εντυπωσιάζει με την έρευνα και την οξυδέρκεια με την οποία ξεδιπλώνει την ιστορία που αφηγείται – χαρακτηριστικά όπως αναφέρει η ίδια σε μια συνέντευξή της, η Τσέχικη πλευρά μιλάει για 1200 νεκρούς κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων, η Γερμανική πλευρά για 5000 νεκρούς και υπάρχουν φήμες για 10.000 θύματα. Χωρίς διδακτισμό και λαϊκισμό, δεν ολισθαίνει στις συναισθηματικές ευκολίες, θέτοντας διαρκώς τον αναγνώστη προ ερωτημάτων περί συλλογικής ευθύνης, δίκαιου και άδικου, καταπίεσης και ελευθερίας, δικαίωσης και συγχώρεσης. Την Γκέρτα της θα την ακολουθεί η πικρία σε όλη της ζωή, η αίσθηση της αδικίας, η αίσθηση της απώλειας, η αίσθηση της χαμένης ζωής.
 
Το βιβλίο γνώρισε τη θεατρική του μεταφορά στην Πράγα και πρέπει ίσως να το θεωρήσουμε ότι αποτελεί καθρέφτη για την Τσέχικη ιστορία και την κοινωνία – και σίγουρα είναι επώδυνο για τον πολίτη της χώρας αυτής. Είναι όμως αυτά τα «μικροεπεισόδια» της Ιστορίας, που μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα την «ανθρώπινη περιπέτεια» και να διαπιστώσουμε την άγνοιά μας για τόσα σημαντικά γεγονότα. Η «ΓΚΕΡΤΑ» είναι ένα σπουδαίο και επίκαιρο μυθιστόρημα, που ξαφνιάζει και συγκινεί.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
 
 
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 09, 2024 | Permalink
Paul Lynch "Το τραγούδι του προφήτη"
Στις δυστοπίες τους οι συγγραφείς οραματίζονται το «τέλος του κόσμου». Η πιο διάσημη βέβαια φράση, είναι από τον στίχο του T.S.Eliot (από το ποίημά του «Κούφιοι άνθρωποι») : «έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ έναν βρόντο, μα μ’ ένα λυγμό». Ο σχετικά νέος Ιρλανδός συγγραφέας Paul Lynch (Λίμερικ, 1977), στο βραβευμένο με το Booker του 2023, μυθιστόρημά του «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ» («Prophet song»), τελειώνει τον κόσμο του ήρεμα και αργά, στην αρχή σαν ένα τοπικό γεγονός, που εξαπλώνεται σιγά-σιγά, και μέχρι να το καταλάβεις, το σκοτάδι έχει επικρατήσει και το χάος έχει κυριαρχήσει.


Το «ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ», που εκδόθηκε στις αρχές της χρονιάς από τις εκδόσεις Gutenberg, σε ωραία μετάφραση των Μ.Αγγελίδου και Γ.Αγγελίδη (σελ.343), είναι ένα βιβλίο που μόνο η λέξη «συγκλονιστικό» του ταιριάζει. Το διαβάζεις με μια ανάσα, σε στοιχειώνει, σε κυριεύει. Δεν είναι η πρωτοτυπία της ιστορίας – έχουν γράψει παρεμφερείς ιστορίες κι άλλοι. Είναι το απαράμιλλο ασθματικό ύφος του συγγραφέα, που με ευφυέστατο τρόπο, αναμιγνύει παραδοσιακή αφήγηση με στοιχεία της επικαιρότητας για να μεταφέρει τον αναγνώστη του, κυριολεκτικά εντός της κόλασης που περιγράφει.
 
Σε χρόνο που δεν αναφέρεται (μπορεί να είναι σήμερα, μπορεί στο πολύ κοντινό μέλλον), η Ιρλανδία μετά από τις εθνικές εκλογές, έχει περάσει στη διακυβέρνηση μιας μάλλον ακροδεξιάς και ιδιαίτερα αυταρχικής διακυβέρνησης, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου (αλλά και της Ευρώπης). Η κυβέρνηση έχει συστήσει την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας Γκάρντα (Garda National Services Buraeu), για να ελέγχει την κατάσταση, όλοι παρακολουθούνται είτε ηλεκτρονικά, είτε με τις κάμερες να βρίσκονται παντού. Η οικογένεια Στακ αποτελείται από 6 μέλη, ο Λάρι Στακ είναι συνδικαλιστής δάσκαλος, αναπληρωτής γενικός γραμματείας της Ένωσης τους και η σύζυγός του Άιλις, μόλις έχει επιστρέψει στη δουλειά της ως μικροβιολόγος, ενώ μερικούς μήνες πριν γέννησε τον μικρό Μπεν και έχουν άλλα τρία μεγαλύτερα παιδιά, τον έφηβο Μαρκ, ένα κορίτσι, την Μόλι, λίγο μικρότερο, και άλλο ένα αγόρι, τον Μπέιλι που μπαίνει στην εφηβεία. Η Άιλις φροντίζει και τον πατέρα της, τον Σάιμον που μένει μόνος του στην άλλη άκρη της πόλης.
 
«Αργά ή γρήγορα, φυσικά, η πραγματικότητα έρχεται στο φως, λέει, σ’ αφήνει λάσκα για λίγο η πραγματικότητα, αλλά δεν σ’ αφήνει για πάντα, η πραγματικότητα περιμένει υπομονετική, σιωπηλή, αμίλητη, και στο τέλος κλείνει τους ανοιχτούς λογαριασμούς και παίρνει πίσω όσα της χρωστάς.»
 
Σε ένα Δουβλίνο που δεν αναφέρεται πουθενά, αλλά η γεωγραφία της πόλης μας δίνει να το καταλάβουμε, ο Λάρι αρνείται να αντιληφθεί τους κινδύνους που προκαλεί η συμπεριφορά του, καθώς επικαλείται την δημοκρατία, τη δύναμη του συνδικαλισμού και το δικαίωμα στην απεργία. Μετά από μια πρώτη προειδοποιητική επίσκεψη της Ασφάλειας σπίτι τους, θα κληθεί για κατάθεση και δεν θα ξαναγυρίσει σπίτι. Βρίσκεται προφυλακισμένος και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με την οικογένειά του, βάσει ενός Νόμου Έκτακτης Ανάγκης που έχει περάσει η κυβέρνηση. Από τότε τα ίχνη του χάνονται και η Άιλις από τη μια προσπαθεί να βρει μια άκρη, από την άλλη να φροντίσει την οικογένεια και τον πατέρα της, ενώ από μέρα σε μέρα, τα μέτρα σκληραίνουν – δημοσιογράφοι φυλακίζονται, ακόμα και στην ίδια της την εταιρεία, άνθρωποι εξαφανίζονται, και η Άιλις συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση εκτραχύνεται όλο και περισσότερο.
 
Παρά τις εκκλήσεις της αδερφής της που μένει στον Καναδά, να φύγουν, η Άιλις αρνείται μέχρι να βρει τον σύζυγό της. Ακόμα όμως δεν έχουν δει τίποτα, γιατί μια ομάδα ή ένας αντιστασιακός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της πόλης, βομβαρδίζοντας και κερδίζοντας έδαφος. Η περιοχή που μένει η οικογένεια Σταρκ βρίσκεται κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, τα τρόφιμα λιγοστεύουν, το ρεύμα κόβεται και ο μεγαλύτερος γιος, ο Μαρκ εξαφανίζεται, καθώς πηγαίνει να βοηθήσει τους αντάρτες, που η επαφή μαζί τους είναι απογοητευτική για την Άιλις που δεν μπορεί να κατανοήσει τι ακριβώς θέλουν, κι ενώ οι φήμες πυκνώνουν για «μια από τα ίδια». Η αδερφή της, τής στέλνει χρήματα, καθώς και ανθρώπους που αναλαμβάνουν να τους φυγαδεύσουν έξω από τη χώρα, αλλά η Άιλις συνεχίζει να αρνείται. Όταν όμως ο γιος της, ο Μπέιλι θα τραυματιστεί, γνωρίζει ότι πρέπει να πάρει αποφάσεις δύσκολες και σκληρές, για την επιβίωσή τους. Η Άιλις αφυπνίζεται όταν, μόνο αδιέξοδα υπάρχουν μπροστά της κι όταν η οικογένειά της, έχει μείνει μισή. Η φυγή από την πόλη είναι μονόδρομος, αλλά κι εκεί τι θα συναντήσουν;
 
«…Προχωράει παρακάτω στο δρόμο ψάχνοντας άλλο ΑΤΜ, θυμάται κάτι που είπε η αδερφή της, την αυτάρεσκη φωνή της στο τηλέφωνο, η ιστορία είναι ένα βουβό αρχείο, ο κατάλογος των ανθρώπων που άργησαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να φύγουν, αυτή η φράση είναι προφανώς λάθος, λέει, στον Λάρι μιλάει, τον βλέπει καθισμένο απέναντί της στο τραπέζι της κουζίνας, παίζει με το τηλέφωνό του προσπαθώντας να κρύψει το ολοφάνερο δεν-ακούω ύφος του. Η ιστορία είναι ο βουβός κατάλογος των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να φύγουν, ο κατάλογος των ανθρώπων που δεν είχαν επιλογή, δεν μπορείς να φύγεις όταν δεν έχεις που να πας, όταν δεν έχεις τρόπο να φύγεις, δεν μπορείς να φύγεις όταν δεν δίνουν στα παιδιά σου διαβατήριο, δεν μπορείς να φύγεις όταν τα πόδια σου είναι ρίζες μέσα στο χώμα κι αν φύγεις θα γίνουν κομμάτια.»
 
Θεματικά μοιάζει με τα μυθιστορήματα (κυρίως) της Μάργκαρετ Άτγουντ ή και ακόμα το «1984» του Όργουελ, στο βιβλίο όμως του Λιντς, δεν απεικονίζεται μια φουτουριστική κοινωνία, αλλά ο σημερινός κόσμος, όπως είναι. Τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει, πως φθάσαμε ως εκεί. Δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για τις συνθήκες που οδήγησαν στην επιλογή του λαού για το κυβερνών κόμμα. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι, το αποτέλεσμα προήλθε μέσα από εκλογές και έτσι δυο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, τα μέτρα σκλήραιναν σιγά σιγά, νόμοι ψηφίστηκαν από το κοινοβούλιο, οι τηλεοπτικοί δέκτες αναπαρήγαγαν το κυβερνητικό ρεπορτάζ και ο κόσμος άβουλος, βρέθηκε μπροστά σε μια νέα κατάσταση.
 

Ευφυέστατα κινούμενος ο συγγραφέας, αναπαράγει σκηνές στο βιβλίο του, από τον εμφύλιο στη Βόρεια Ιρλανδία, από τα καραβάνια των προσφύγων που βλέπουμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, ενώ δεν διστάζει να ανατρέξει στην ιστορία της χώρας, μεταφέροντας στη σημερινή εποχή, σκηνές από τις μάχες μέσα στο Δουβλίνο την εποχή των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα (τον πόλεμο της ανεξαρτησίας το 1916, τον Ιρλανδικό εμφύλιο του 22-23). Χρησιμοποιώντας την ειρωνεία των ιστορικών στιγμών, οι κάτοικοι του Ιρλανδικού Νότου, προσπαθούν να διαφύγουν στον Βορρά για να γλυτώσουν, σε καταστάσεις που ενδεχομένως να μην είναι πολύ καλύτερες. Ο Λιντς επίσης, δεν αναφέρει πουθενά, αν οι αντάρτες που προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία, είναι Δημοκρατικοί ή απλά αντιπροσωπεύουν μια σχεδόν παρόμοια κατάσταση, εντείνοντας την ήδη υπάρχουσα σύγχυση για το ποιος είναι με ποιον.
 
Συνδυάζοντας λυρισμό με σκληρότητα, ο Λιντς με ασθματικό ύφος και μακροπερίοδο αφηγηματικό στυλ, περιγράφει τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης εμπειρίας με ένταση και ζωντάνια. Εστιάζει στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του, περιγράφοντας την προσωπική πάλη του καθενός από αυτούς μέσα από την απόγνωσή τους, την ανάγκη τους για την παραμικρή ελπίδα, την αγωνία για τη λύτρωση, ευρισκόμενοι στις πλείστες των περιπτώσεων στα όρια τους. Αντιμέτωποι με το πεπρωμένο τους, οι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι υποχρεωμένοι να επιλέξουν μεταξύ των πολύπλοκων επιλογών που προκύπτουν διαρκώς από τα γεγονότα.
 
Γραμμένο χωρίς παραγράφους, με έναν λόγο που τρέχει χωρίς πλατειασμούς και χάσματα είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, όσο κι αν σε ταράσσει, όσο κι αν σε ισοπεδώνει. Σκληρό και προκλητικό, αλληγορικό μυθιστόρημα, το «Τραγούδι του Προφήτη», είναι ένα απολαυστικό βιβλίο που σε ταράζει και σε δονεί. 
Ο Paul Lynch, προκαλεί τους αναγνώστες του να σκέφτονται διαρκώς, τι θα έκαναν εκείνοι σε μια παρόμοια κατάσταση, θέτει μπροστά στον εφησυχασμένο κάτοικο του Δυτικού κόσμου, το ερώτημα, πως θα ενεργούσε αν έκανε την επιλογή να φύγει παράνομα από μια χώρα, τον «υποχρεώνει» να συναισθανθεί τους ανώνυμους ανθρώπους που βλέπει στους τηλεοπτικούς δέκτες του, να στριμώχνονται μπροστά σε φράκτες ή σε μια βάρκα. 
Αυτό το σκοτεινό, μελαγχολικό, βίαιο και ιδιαίτερα στενάχωρο, αλλά έξοχο μυθιστόρημα, δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, το πόσο εύθραυστη είναι η κοινωνία μας και την εγρήγορση που πρέπει να έχουμε, χωρίς διδακτισμό, απλά παραθέτοντας κάποια γεγονότα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
Τρίτη, Αυγούστου 13, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 13, 2024 | Permalink
"ΟΙ ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ" ένα campus novel με twist
Πολύ καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο εύστοχα σατιρικό μυθιστόρημα, όπως είναι το εξαιρετικό «ΟΙ ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ» («The Netanyahus») του Αμερικανού συγγραφέα Joshua Aaron Cohen (New Jersey, 1980),βιβλίο που τιμήθηκε με το βραβείο Pulitzer για το 2022 και εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina), σε μετάφραση Παν. Κεχαγιά (σελ. 350).
 

Εάν ο τίτλος σας φαίνεται οικείος, είναι κατανοητό, πρόκειται για τους γνωστούς Νετανιάχου και πιο συγκεκριμένα η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, έχει στο επίκεντρό της, τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον διάσημο Ιστορικό Μπεν-Σιών (Benzion) Νετανιάχου (Πολωνία 1910 – Ισραήλ 2012). Το βιβλίο βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, που συνέβη τον Ιανουάριο του 1960, και την αφηγήθηκε ο περίφημος θεωρητικός της Λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ στον συγγραφέα (που ανέκαθεν εκτιμούσε πολύ) σε μια από τις πολλές κουβέντες που έκαναν. Σε αυτή την ιστορία, ο Μπλουμ που δίδασκε σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, αναλαμβάνει να φιλοξενήσει (προς μεγάλη φρίκη της συζύγου του Ίντιθ και της έφηβης κόρης του Τζούντυ) και να ξεναγήσει τον Ιστορικό Μπεν-Σιών Νετανιάχου και την τριμελή του οικογένεια στο σπίτι του. Ήταν μια κολεγιακή παράδοση, να φιλοξενούνται οι καθηγητές που θα έρχονταν για συνέντευξη εργασίας από τους συναδέλφους τους στο πανεπιστημιακό κάμπους. Κανείς βέβαια δεν περίμενε το μπάχαλο που θα επακολουθούσε. Αυτή την ιστορία, την πήρε ο Τζόσουα Κοέν και την μετέτρεψε, αλλάζοντάς την, σε απολαυστικό μυθιστόρημα.
 
Ο ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος, είναι ο Αμερικανός, εβραϊκής καταγωγής, Ιστορικός Ρούμπεν Μπλουμ, που διδάσκει σε ένα (επινοημένο) περιφερειακό μικρό πανεπιστήμιο, το Κόρμπιν, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ήταν ο πρώτος Εβραίος που προσελήφθη να διδάξει στο συγκεκριμένο Κολέγιο ως μόνιμος καθηγητής – και όπως αναφέρει, μπορεί να ήταν και ο πρώτος εβραίος που πάτησε το πόδι του στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Ο Μπλουμ και η οικογένειά του, μένουν σε ένα ευρύχωρο σπίτι του πανεπιστημιακού κάμπους, και μετά από αρκετή καχυποψία και αμφιθυμία, έχουν γίνει δεκτοί από την κοινότητα, αλλά αντιμετωπίζουν ακόμα τη γκρίνια των γονιών της συζύγου του, που δεν αντιλαμβάνονται γιατί έχουν επιλέξει να ζήσουν σε ένα τόσο περιφερειακό πανεπιστήμιο, στα χωράφια της Νέας Υόρκης.
 
«… η παιδική μου ηλικία ήταν ένα πεδίο μάχης ανάμεσα σε ασύμβατε καταστάσεις εξαίρεσης, ανάμεσα στην αμερικανική συνθήκη του εκλέγειν και την εβραϊκή συνθήκη τού να είσαι ο εκλεκτός…»
 
Ο Μπλουμ αντιμετώπισε από την αρχή ένα αντι-σημιτικό κλίμα στο Κολέγιο. Ο προϊστάμενος του τμήματός του, τον έβαλε να κάνει τον Άγιο Βασίλη στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή και του πετάει συνεχώς σπόντες για τους Εβραίους. Τώρα όμως χρειάζονται τη βοήθειά του. Πρόκειται να περάσουν από συνέντευξη έναν αρκετά γνωστό Ιστορικό, τον Μπεν-Σιών Νετανιάχου, που προορίζεται να διδάξει το μάθημα της Εβραϊκής ιστορίας στο Κολέγιο και ο Μπλουμ θα είναι υπεύθυνος για την αξιολόγηση – μια μεγάλη τιμή για ένα τόσο νέο καθηγητή, μόνο που αποτελεί και μια παγίδα. Εάν απορρίψει τον υποψήφιο, θα κατηγορηθεί από τους Εβραίους ως «αντι-σημίτης» και αν τον δεχθεί θα κατηγορηθεί ως «φιλο-Εβραίος».
 
Ο Μπλουμ το γνωρίζει, πρόκειται να υποδυθεί τον ρόλο του «χρήσιμου Εβραίου» και δεν του αρέσει καθόλου αυτό, αλλά βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του και δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάθεση αυτή. Είναι γεγονός ότι ο Μπεν-Σιών Νετανιάχου πρεσβεύει κάτι τελείως διαφορετικό για την Εβραϊκή ιστορία από αυτό που υποστηρίζει ο Μπλουμ, είναι και οι αντικρουόμενες μεταξύ τους επιστολές που έχει λάβει ο τελευταίος από πρώην συναδέλφους του πρώτου, που τον μπερδεύουν όλο και περισσότερο, ενώ η προεργασία του για τον Νετανιάχου δεν προοιωνίζει κάτι αισιόδοξο. Αυτό όμως είναι το λιγότερο, γιατί ο Ρούμπεν Μπλουμ, δεν ξέρει τι τον περιμένει, με την άφιξη της οικογένειας του Μπεν-Σιών Νετανιάχου (εκείνου, της συζύγου και των τριών αγοριών του – ανάμεσά τους και ο μεσαίος γιος Μπένγιαμιν), που εισβάλλουν σπίτι του και γίνεται κυριολεκτικά της μουρλής.


«Εν συντομία, ο σιωνισμός που διδάσκεται τώρα στα σχολεία του Ισραήλ, αλλά και αλλού, ήταν δημιούργημα της Δυτικής Ευρώπης, ενός κινήματος από κοσμοπολίτες όπως ο Χερτσλ που γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τον παραδοσιακό ιουδαϊσμό αλλά πολλά για τη δημοσιογραφία και πώς να συχνάζουν στα καφέ ∙ επρόκειτο για ανθρώπους που δεν μιλούσαν εβραϊκά ή γίντις αλλά γερμανικά, και που αφυπνίστηκαν πολιτικά μετά το φιάσκο του Ντρέιφους και τους τριγμούς των κρατών-εθνών που επιτάχυναν την παρακμή της Αυστροουγγαρίας. Αυτός ήταν ο σιωνισμός που επιζητούσε την εβραϊκή πολιτική αυτονομία οπουδήποτε μπορούσε να τη βρει: ένα εβραϊκό κράτος στη Βρετανική Ανατολική Αφρική, στο Ολλανδικό Σουρινάμ, στην Αργεντινή, μια εβραϊκή αποικία στην Κύπρο ή στη Μαδαγασκάρη ή στην Μπάχα του Μεξικού. Εντούτοις, υπήρχε κι ένας άλλος σιωνισμός, εντελώς διακριτός, του οποίου οι θιασώτες υποστήριζαν, ορθά, πώς ήταν παλαιότερος και πιο αγνός – αν κι οι Εβραίοι καλό θα ήταν να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε ισχυρισμούς αγνότητας. Αυτός ο σιωνισμός βγήκε από την Ανατολική Ευρώπη κι από τα shtetl της Ρωσίας, ήταν ένα κίνημα των φτωχών θρησκόληπτων στρωμάτων που σκόπευαν να εποικίσουν τη γη που ο Θεός είχε υποσχεθεί στους προγόνους τους, τους αρχαίους Ισραηλίτες. Ο εποικισμός τούτης της χώρας θα εκπλήρωνε αυτή την υπόσχεση και θα εγκαθίδρυε κάτι σαν παράδεισο επί της γης. Αυτός ήταν ο σιωνισμός του Ραβίνου Μιλεϊκόσκι, ενός περιπλανώμενου ρήτορα και αγκιτάτορα που δημοσίευε τις πολεμικές του υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Νετανιάχου». Ναι, το επίθετο του υποψηφίου σας, αυτού του δεξιοτέχνη των ψευδωνύμων, ήταν κάποτε κι αυτό ένα ψευδώνυμο! Πρέπει να προσέχουμε πολύ όταν προσπαθούμε να κρυφτούμε, γιατί το ψευδώνυμο της μιας γενιάς μπορεί να γίνει διαβόητο την επόμενη! Στα κείμενα που ο ραβίνος Μιλεϊκόσκι υπέγραψε ως «Νετανιάχου», η θέση του είναι ξεκάθαρη: αντίθετα από τους σιωνιστές της Βιέννης, της Βουδαπέστης και της Ελβετίας, αυτός δεν περίμενε από τον κόσμο να «στείλει» στους Εβραίους μια πατρίδα, όποτε και όπου βόλευε τις μεγάλες δυνάμεις ∙ ο Θεός είχε ήδη «στείλει» στους Εβραίους μια τέτοια πατρίδα, την Παλαιστίνη ∙ ήταν εκεί, τους περίμενε (ήταν κι αυτή Νεταν-ιάχου) ∙ έπρεπε απλώς να την κάνουν δική τους.»
 
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ο Κοέν εστιάζει στις διαφορές μεταξύ των Εβραίων, από τη μια ο Μπλουμ, που παλεύει με τις αντιφάσεις του, αλλά είναι ουσιαστικά ένας αμερικανοεβραίος που ασπάζεται τις Δυτικές αντιλήψεις, τις διαφορές στις απόψεις, αντιδογματικός και δημοκρατικός, ανεκτικός και ανοιχτός σε όλα και από την άλλη, ο Μπεν-Σιών Νετανιάχου (που όπως έγραφε μια επιστολή που εστάλη στον Μπλουμ, «πολιτικοποιεί το εβραϊκό παρελθόν, μετατρέποντας το τραύμα σε προπαγάνδα») είναι, ένας άνθρωπος «κολλημένος» στις αντιλήψεις του, δογματικός και αυστηρός, που προτάσσει το «όλοι σας και μόνος μου» των ορθόδοξων Εβραίων που θεωρούν ότι ο υπόλοιπος κόσμος τους εχθρεύεται και θέλει την εξαφάνισή τους. Στο μυθιστόρημά του ο Κοέν, στοχάζεται και θέτει διαρκώς ερωτήματα γύρω από τη φύση του Σιωνισμού, την έννοια της εβραϊκής ταυτότητας και τον ρόλο της Ιστορίας στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας.


Campus novel στο ύφος των υπέροχων μυθιστορημάτων του έξοχου David Lodge, αλλά με την σπιρτάδα και το βαθύ χιούμορ που θυμίζουν έντονα τον έτερο σπουδαίο Philip Roth, το μυθιστόρημα του Κοέν, είναι μια ευφυέστατη σάτιρα, ιδιαίτερα στην απεικόνιση του ακαδημαϊκού χώρου, όπου περιγράφονται με γλαφυρότητα και ζωντάνια η μικροπολιτική, οι εγωισμοί και οι γραφειοκρατική παράνοια της πανεπιστημιακής ζωής. Με πυκνότητα στο ύφος, σπαρταριστούς και πνευματώδεις διαλόγους, ο συγγραφέας κρατά τον αναγνώστη του, δέσμιο αυτού του σφιχτοδεμένου μυθιστορήματος, που δεν χάνει τη συνοχή του σε κανένα σημείο του.
 
«Οι Νετανιάχου», είναι βέβαια, ένα μυθιστόρημα, που παρά το σατιρικό του ύφος, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και απαιτητικό. Θίγει ουσιαστικά και όχι επιφανειακά, το θέμα της ταυτότητας, της ανάγνωσης και ερμηνείας της Ιστορίας, των διακρίσεων και των αδικιών στον πανεπιστημιακό (και σε προέκταση στον κοινωνικό) χώρο, τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ γελοιότητας και σοβαρότητας, τραγικότητας και κωμωδίας, του προσωπικού και του πολιτικού. Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο, απολαυστικότατο στην ανάγνωσή του, που δίνει όμως (με το δικό του μοναδικό ύφος) και μια ερμηνεία σχετικά με τον χαρακτήρα, του Μπένγιαμιν Νετανιάχου, ενός από τους πιο αντιφατικούς και δογματικούς ηγέτες της εποχής μας.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2024 | Permalink
Νικητές και ηττημένοι ("Νικήτρια Σκόνη")
Ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά (Αθήνα, 1977), «ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ» («Victorious dust») - (εκδ. Ψυχογιός, μετάφραση Γ.Μαραγκός, σελ.556), το ερώτημα που προκύπτει ήδη από τη μέση του βιβλίου, με βασάνιζε ακόμα: τι είναι προτιμότερο, ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό σχέδιο που αντιμετωπίζει προβλήματα στη δομή του και τελικά δεν ξέρουμε αν επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει ή μια «ασφαλής» και «σίγουρη» νουβέλα που «κινείται» στο όριο των 200 σελίδων, «αγγίζοντας» ευαίσθητα θέματα; Απάντηση δεν υπάρχει και το ερώτημα παραμένει ρητορικό, υπάρχουν ωραίες αλλά και παταγώδεις «αποτυχίες» και στις δυο μορφές, υπάρχουν ανοικονόμητα αλλά σαγηνευτικά μυθιστορήματα, υπάρχουν καλογραμμένες αλλά «ψυχρές» και «στεγανοποιημένες» νουβέλες που δεν σου λένε τίποτα, πέρα από ένα «ε, και;» (αυτό το «ε, και;» που υπερβαίνει τη μισή από την κάθε αναγνωστική χρονιά μου).


Θα μου πει κάποιος, «ψευδοδίλημμα» είναι αυτό. Τελικά τι είναι η «Νικήτρια σκόνη»; Και γιατί υπάρχει πρωτότυπος τίτλος στα Αγγλικά, αλλά και μεταφραστής;  Τα πιάνουμε από την αρχή: To «Victorious dust» γράφτηκε στα Αγγλικά ως μέρος της Διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Μαραγκό, κατόπιν επιλογής του Καλτσά να μη το μεταφράσει εκείνος (σοφή κίνηση κατά τη γνώμη μου). Ως προς το τι είναι, το βιβλίο αυτό κι αν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα (όπως κάποιος θα υπέθετε), η απάντηση είναι ότι, είναι ένα μυθιστόρημα, μια οικογενειακή «saga», με στοιχεία ιστορικά (που ίσως το κατέτασσαν στην κατηγορία «ιστορικού μυθιστορήματος»), που όμως εκτείνεται σε πολλούς τομείς, κοινωνικό, πολιτικό, ενώ εξετάζει και τα όρια της Λογοτεχνίας με πολλές διακειμενικές αναφορές.
 
Με τίτλο που αποτελεί δάνειο από μια φράση στο «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» του W.Faulkner, ο Καλτσάς δομεί την ιστορία του σε τρεις χρονολογικούς άξονες, στο πρώτο μέρος (που καταλαμβάνει περίπου το μισό μυθιστόρημα), αφηγείται τις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς το 1944, καταλήγοντας στις αρχές Δεκεμβρίου και την μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα, που αποτέλεσε ουσιαστικά την αρχή των Δεκεμβριανών, στο δεύτερο μέρος (και μικρότερο σε έκταση), αφηγείται μια καλοκαιρινή Κυριακή του 1995 και στο τρίτο μέρος, αφηγείται το Σαββατοκύριακο του Ιουλίου του 2015, που έγινε το δημοψήφισμα για την αποδοχή ή όχι του σχεδίου συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις για το νέο μνημόνιο οικονομικών μέτρων μεταξύ κυβέρνησης και Ευρωπαϊκών θεσμών, ουσιαστικά όμως, όπως τουλάχιστον εξελήφθη τότε, για την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Στο βιβλίο υπάρχουν δύο βασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες, ο Μιχάλης Ξενίδης (γεννημένος το 1943), που ήταν μωρό τις μέρες της απελευθέρωσης, και ο γιος του Αντρέας Ξενίδης (γεννημένος το 1974), που μετά το 1995, έφυγε για την Αγγλία που ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα και επιστρέφει στην Ελλάδα για λίγες ημέρες το 2015, λόγω της βαριάς ασθένειας του πατέρα του. Στο πρώτο (και εμφανώς καλύτερο) μέρος του βιβλίου, παρελαύνουν πολλοί χαρακτήρες, που κάποιοι από αυτούς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία και άλλοι απλώς διακοσμητικό, με κύριο πόλο την οικογένεια του Μιχάλη Ξενίδη, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του πατέρα του, που γύρισε με την απελευθέρωση για να φύγει στα βουνά αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, της μητέρας του, των θειάδων, και της μεγαλύτερης αδερφής του, στο χαμόσπιτο της Καισαριανής που έμεναν και την προετοιμασία τους για τη μεγάλη συγκέντρωση της 3ης Δεκεμβρίου και το συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο κέντρο της Αθήνας. Επίσης παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας του μικρού Στέλιου Αμπατζόγλου σε μια γειτονιά της Κοκκινιάς, την παρουσία του στην άφιξη του Αγγλικού εκστρατευτικού Σώματος στο λιμάνι του Πειραιά μετά την απελευθέρωση, σκηνές από την καθημερινότητά του στο λιμάνι, τον δημόσιο υπάλληλο πατέρα του, την σιωπηλή μητέρα του και ένα νεαρό βοηθό του πατέρα του. Στην αφήγηση εισέρχονται ακόμα, μια μεγαλοαστική οικογένεια του Κολωνακίου, οι Πέτρου με τον δωσίλογο δικηγόρο τους και τον ανήσυχο γιο τους. Όλοι αυτοί θα κατευθυνθούν προς τη διαδήλωση του Συντάγματος, αλλά πριν από αυτό το γεγονός που κλείνει το πρώτο μέρος, παρακολουθούμε σκηνές από την καθημερινότητά τους μετά την απελευθέρωση, κάποιους να πεινάνε και να τρώνε ότι τους πετάνε οι στρατιώτες από τα ρέο, και άλλους (όπως οι Πέτρου) να ψάχνουν για βιενέζικες λιχουδιές. Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση διαδραματίζουν και οι σκηνές με τους Βρετανούς αξιωματικούς που παρακολουθούν τις κινήσεις της Κυβέρνησης Παπανδρέου και της Αριστεράς σε αυτή τη μάχη για την εξουσία, μετά την απελευθέρωση που οδήγησε στα Δεκεμβριανά. Το πρώτο μέρος θα λήξει με τις δραματικές σκηνές που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου, με τους πυροβολισμούς από τους ελεύθερους σκοπευτές στο πλήθος, τους νεκρούς και τον πανικό που δημιουργήθηκε, τον αιματηρό εμφύλιο που άρχισε την επόμενη μέρα.


«Τώρα όμως, που είναι τώρα; Ακόμα πορεύεται βόρεια, έχει κατασκηνώσει μέσα σε μια ρηχή σπηλιά κοντά στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Κάθεται σ’ έναν επίπεδο βράχο δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, απ’ όπου μπορεί να δει μέχρι τους πρόποδες, εκεί που ένας χωματόδρομος διασχίζει το οπτικό του πεδίο από αριστερά (προς Αθήνα) προς τα δεξιά (προς Λαμία). Μπροστά του είναι απλωμένο ένα από τα μαύρα μαντίλια της μητέρας μας ∙ πάνω του ένα κομμάτι ψωμί, ένα μικρότερο κομμάτι τυρί. Ένα στρατιωτικό παγούρι γεμάτο νερό. Αυτό που δεν φαίνεται είναι το πιστόλι στην τσέπη του. Μόλις έφερε κάτι στο στόμα του ή μπορεί και να δαγκώνει σκεπτικός τα χείλη του, όπως κάνει συχνά. Κάτι γυαλίζει στο μάτι του, κάτι που μοιάζει λίγο μ’ ελπίδα – δεν μπορώ να το εξηγήσω, πιθανότατα ούτε κι εκείνος. Μπορεί και να είναι παιχνίδι του φωτός. Πίσω του απλώνεται το κατάμαυρο σκοτάδι ενός μικρού κάτω κόσμου – όχι τεράστιου όσο ο πραγματικός, μα εξίσου σκοτεινού.
Και να. Η στιγμή τελειώνει. Το κύμα σκάει. Ο χρόνος προχωρά. Δεν σταματιέται αυτό το πράγμα πια.»
 
Στο δεύτερο μέρος, που εκτυλίσσεται τον Ιούνιο του 1995, εισέρχεται στην αφήγηση, ο έτερος ήρωας του μυθιστορήματος, ο Αντρέας Ξενίδης, ο οποίος λίγους μήνες προτού φύγει για την Αγγλία να συνεχίσει τις σπουδές του, πηγαίνει σε ένα χωριό της Πελοποννήσου να γνωρίσει την οικογένεια της συντρόφου του Ζωής. Η διαδρομή στον επικίνδυνο δρόμο Αθηνών-Πατρών της εποχής, οι διάλογοι του ζευγαριού, οι άβολες στιγμές της συνάντησης με ανθρώπους που τον κοιτάνε περίεργα, οι κουβέντες γύρω από το τραπέζι που οδηγούν σε επικίνδυνα μονοπάτια, η εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου που ανασύρει μνήμες, η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει μια σχέση στο παρελθόν της Ζωής που δεν έχει μάθει, κάνουν το ταξίδι του Αντρέα ένα μαρτύριο. Επιστρέφοντας θα βρει τον πατέρα του, τον Μιχάλη σοβαρά άρρωστο.
 
Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται τον Ιούλιο του 2015 και στην αρχή του, ο συγγραφέας προτάσσει το βιογραφικό του Αντρέα με την ακαδημαϊκή του καριέρα αλλά και τις σχέσεις του. Ο Αντρέας επιστρέφει στην Αθήνα, με τον Μιχάλη σοβαρά πάλι άρρωστο, να νοσηλεύεται σε μια κλινική, περιδιαβαίνει τους δρόμους του κέντρου της πόλης, συναντάει τυχαία την Ζωή, που έχει αλλάξει πολύ από τότε που ήταν μαζί, αγωνιά στο νοσοκομείο μαζί με την μητέρα του. Όσο προχωράει προς την ολοκλήρωσή του το μυθιστόρημα, θα συναντήσουμε πρόσωπα από το πρώτο μέρος και θα αποσαφηνιστούν κάποια πράγματα. Εκτός από την απεικόνιση μιας χώρας σε βαθιά κρίση – κοινωνική και οικονομική – που βρίσκεται στα πρόθυρα ενός νέου Εμφυλίου, ουσιαστικό ρόλο θα παίξει η ανεύρεση του αρχείου του πατέρα του, που θα του δώσει απαντήσεις στις απορίες του Αντρέα.
 
«Πριν λίγο καιρό μιλούσα για όλα αυτά στον πατέρα σου και ανέφερε κάτι που αποκάλεσε «Φαινόμενο Ζεϊγκάρνικ». Έχει να κάνει με το ότι θυμάσαι καλύτερα και πιο συχνά λεπτομέρειες για πράγματα που δεν έχεις ολοκληρώσει παρά για εκείνα που έχεις ολοκληρώσει. Το να διακόπτεις τους άλλους πριν να μπορέσουν να τελειώσουν αυτό που κάνουν έχει υποτίθεται ως κατάληξη μια ψυχική ένταση που δεν μπορεί να εκτονωθεί παρά αφού τελειώσει η δουλειά. Είπα στον πατέρα σου πως μου ακούγεται σαν εξεζητημένος τρόπος να λέει κανείς «Ο κόσμος θέλει να τελειώνει ό,τι έχει βάλει μπρος» κι εκείνος γέλασε και είπε, «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ», αλλά αφού τέλειωσε η βιντεοκλήση άρχισα να σκέφτομαι αν είναι κάτι που μπορεί να ισχύει γενικά για τη μνήμη – αν δηλαδή, ανεξάρτητα από το πόσος καιρός έχει περάσει, ανακαλείς πιο καθαρά ό,τι δεν έχεις αφήσει πίσω σου, ή ό,τι δεν έχει αφήσει πίσω του εσένα.»
 
Μυθιστόρημα πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο είναι (εκτός των άλλων) η «Νικήτρια σκόνη», που το διαπερνάει μια ελεγειακή ατμόσφαιρα μελαγχολίας και διαρκούς προβληματισμού, για ένα «τέλος εποχής». Ο Καλτσάς με την αποσπασματική αφήγηση των γεγονότων, έχοντας ως αρχή και τέλος, δυο «βαριά» ιστορικά γεγονότα (όχι βέβαια του ίδιου βεληνεκούς και μεγέθους), το τέλος της Κατοχής και την αρχή του Εμφυλίου από τη μια, και το δημοψήφισμα του 2015 που θα μπορούσε να διακυβεύεται η τύχη της χώρας και το μέλλον της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ταλαντεύεται μεταξύ στοχασμού και μυθοπλασίας, κρατώντας τις πολιτικές ισορροπίες.
 
Ο Καλτσάς στέκεται στο θέμα του «Εθνικού Διχασμού», που συνεχίζεται χωρίς διακοπή, από την σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας (και θα έλεγα στο διηνεκές). Οι στιγμές που επικεντρώνεται ο συγγραφέας, το συλλαλητήριο του 44 και η ημέρα του δημοψηφίσματος το 2015, είναι χαρακτηριστικές και ενδεικτικές (εξάλλου στη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι όροι ήταν τελείως εμφυλιοπολεμικοί, «γερμανοτσολιάδες, δωσίλογοι, κομμούνια, άπλυτοι» και άλλα).
Οι καλύτερες στιγμές του μυθιστορήματος βρίσκονται στη ματωμένη διαδήλωση του ’44, οι σελίδες είναι εκπληκτικές – κάποιοι είπαν ότι δεν κάνει κάτι άλλο, παρά περιγραφή των φωτογραφιών του Κέσελ, αλλά ακόμα κι έτσι, το κάνει εξαιρετικά -, η κίνηση του πλήθους περιγράφεται σαν να υπάρχει μια κινηματογραφική κάμερα που τραβάει πλάνα, η εναλλαγή των προσώπων, η αγωνία και ο θρήνος αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, κλείνοντας το πρώτο μέρος που είναι θαυμάσιο και θα μπορούσε το μυθιστόρημα, με λίγες σελίδες ακόμα να έκλεινε εκεί, τότε μπορεί να μιλούσαμε για ένα σύγχρονο έπος. Το δεύτερο μέρος που λειτουργεί ως ιντερλούδιο και ως σημείο αποφόρτισης της έντασης του πρώτου μέρους, δεν προσθέτει κάτι στο βιβλίο, ενώ το τρίτο μέρος, όπου επέρχεται η λογοτεχνική ισορροπία που είχε χαθεί, τραβάει πολύ σε μάκρος και φλυαρία, αν και η περιγραφή της ψυχολογικής ένταση είναι ωραία, μέχρι να έρθουν πάλι, οι τελευταίες 50 σελίδες για να λειτουργήσουν πολύ καλά, συμβάλλοντας σε ένα ιδανικό κλείσιμο.


Το ιστορικό τραύμα βέβαια, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ακολουθεί τους ήρωες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας και το παρελθόν εισέρχεται στον παρόντα χρόνο – αν θεωρήσουμε παρόντα χρόνο το 2015 -, και τα γεγονότα προηγούμενων ετών, ακολουθούν τους ήρωες με μια χαλαρή σύνδεση, αν και πολλά από τα ερωτήματα που προκύπτουν, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μένουν στο τέλος αναπάντητα. Ο Καλτσάς χρησιμοποιεί διακειμενικές αναφορές, «συνομιλεί» με συγγραφείς Έλληνες και ξένους, κάνει ένα φόρο τιμής στον υποτιμημένο Πέτρο Αμπατζόγλου, χρησιμοποιεί ιστορικά πρόσωπα, όπως τον Σκόμπι και τον Μπάιφορντ-Τζόουνς (με στοιχεία από τα ημερολόγια του) με επιτυχία, ενσωματώνοντας τους ιδανικά στην αφήγηση, δείχνοντας έτσι τις μεγάλες του λογοτεχνικές δυνατότητες, όμως όλα αυτά μάλλον βαρυφορτώνουν το μυθιστόρημα, ενώ οι ευκαιρίες που παίρνει να θεωρητικολογήσει για την Λογοτεχνία προσφέρουν ικανοποίηση μόνο στον συγγραφέα και ουδόλως στον αναγνώστη!
 
Βιβλίο αυτογνωσίας και ενηλικίωσης, ιστορικό μυθιστόρημα, οικογενειακή saga, λογοτεχνικός στοχασμός για τα όρια της μυθοπλασίας και την εμπλοκή της με την πιο συγγενή σε αυτήν επιστήμη, δηλαδή την Ιστορία, η «ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ» (με το αξιομνημόνευτο μουσικό soundtrack να τη συνοδεύει), αποτελεί μια σαγηνευτική λογοτεχνική πρόκληση, δίνοντας αφορμές για σκέψεις και συζητήσεις, διαφωνίες και παραδοχές, προσκαλώντας τον απαιτητικό αναγνώστη σε μια διαδρομή με πολλά παρακλάδια και αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά του βιβλίου. Ο Κώστας Καλτσάς, γνωστός στον χώρο του βιβλίου ως μεταφραστής και ως Πιντσονικός «πρέσβης», εισέρχεται στον χώρο της πεζογραφίας δυναμικά και με πολύ μέλλον μπροστά του.
 
Βαθμολογία 80 / 100