Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2024 | Permalink
Thomas Hardy "Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος"
Ιστορία που με «βασανίζει» από πολύ παλιά, είτε (αρχικά) ως ταινία που αγάπησα, όταν την είδα σε τηλεοπτική προβολή, στα τέλη της δεκαετίας του 70, είτε ως βιβλίο που με εντυπωσίασε όταν το διάβασα στα Αγγλικά, νέος στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ», ακόμα και ως φράση, σού μένει αλησμόνητη! Η έκδοση επιτέλους στα ελληνικά, του εμβληματικού μυθιστορήματος του Thomas Hardy (Ντόρσετ 1840 – Ντόρτσεστερ 1928), «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ» («Far from the madding crowd»), σε (εξαιρετική) μετάφραση (και επίμετρο) από την Τόνια Κοβαλένκο (ως συνήθως) – (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.564), ήρθε να αποκαταστήσει ένα μεγάλο κενό στα (αρκετά) μεταφρασμένα έργα του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα, με ένα βιβλίο που αποτέλεσε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία όταν πρωτοεκδόθηκε το 1874, αλλά και να μου δώσει την ευκαιρία να επανεκτιμήσω, αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα σε ωριμότερη ηλικία.


 
Ο στίχος που δίνει τον (απόλυτα επιτυχημένο) τίτλο στο βιβλίο, προέρχεται από το ποίημα «Ελεγεία γραμμένη σε επαρχιακό νεκροταφείο» του Άγγλου ποιητή του 18ου αιώνα, Τ. Γκρέι, και βρίσκεται στη 19η στροφή του ποιήματος: «Μακριά απ’ του αγριεμένου πλήθους τη χαμερπή τριβή, οι μετρημένες τους ελπίδες δεν ξεστράτισαν ποτέ…», όπου ο συγγραφέας, επισημαίνει την αγάπη του για την αγροτική ζωή της υπαίθρου, που απλώνεται διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της βιβλιογραφίας του.
 
Η ιστορία του βιβλίου, τοποθετείται στην επινοημένη επαρχία του Ουέσεξ, στη νοτιοδυτική Αγγλία, τόπου που εκτυλίσσονται τα μεγάλα μυθιστορήματα του Χάρντι, όπου σε αυτή την απομονωμένη γωνιά, εκτυλίσσεται ένα συναρπαστικό δράμα με τραγικούς ήρωες, τέσσερις ανθρώπους, έρμαια καταστάσεων που τους οδήγησαν σε ακραίες συμπεριφορές και μπορεί η ιστορία να έχει happy-end, αλλά για να φτάσουμε ως εκεί, περνάμε από πολλές έντονες (και φορτισμένες συναισθηματικά) στιγμές με μεγάλη ένταση.
 
Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, εμφανίζονται ήδη από το πρώτο κεφάλαιο και θα μας συνοδεύσουν έως το τέλος. Είναι η νεαρή Μπαθσίμπα (τι όνομα!) Έβερντιν, που θα κληρονομήσει μια μεγάλη φάρμα, και ο Γκάμπριελ Όουκ, που είναι ιδιοκτήτης φάρμας στην αρχή της ιστορίας, που την χάνει όμως γρήγορα μετά από τον μαζικό θάνατο των προβάτων του. Ο Γκάμπριελ θα υποχρεωθεί να ζητήσει εργασία στη φάρμα της Μπαθσίμπα, η οποία πριν από μερικούς μήνες, όταν ήταν ακόμα φτωχή φιλοξενείτο από μια θεία της και είχε απορρίψει την πρόταση γάμου που της είχε κάνει ο μικροκτηματίας (τότε) Γκάμπριελ. Τώρα η τύχη τα φέρνει έτσι, ώστε εκείνος να πάει ως βοσκός στη φάρμα της (μεγαλοκτηματία πλέον) Μπαθσίμπα και σιγά-σιγά με τις γνώσεις και την σκληρή εργασία του να τής γίνει απαραίτητος.
 
Ο Γκάμπριελ βλέπει την αγαπημένη του, να δέχεται το έντονο φλερτ, του γειτονικού κτηματία Γουίλιαμ Μπόλντγουντ, ενός μεσόκοπου αγρότη που στην αρχή συγκρατημένα και δωρικά, στη συνέχεια όμως φορτισμένα και παθιασμένα πολιορκεί την Μπαθσίμπα να ενδώσει στις προτάσεις του. Η Μπαθσίμπα είναι ένα άτομο ανεξάρτητο και ξεροκέφαλο, δυναμική και ταυτόχρονα ευάλωτη, που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ιστορίας σε μια γυναίκα που θα περάσει από διάφορα στάδια. Πεισματάρα και επίμονη, αυστηρή και λιγομίλητη στην αρχή, ερωτευμένη με πάθος με τον λάθος άνθρωπο στη συνέχεια που της γίνεται εμμονή, συνειδητοποιημένη και με συνεχή ενδοσκόπηση στη συνέχεια, καθώς οι συνθήκες την ωριμάζουν.
 
«Ο χαρακτήρας της Μπαθσίμπα ήταν παρορμητικός και υπολογιστικός μαζί. Ελισάβετ στο μυαλό, Μαρία Στιούαρτ στην ψυχή, συχνά πραγματοποιούσε ενέργειες αδιανόητα παράτολμες με εξαιρετική περίσκεψη. Πολλές από τις ιδέες της ήταν άψογοι συλλογισμοί ∙ δυστυχώς, παρέμεναν πάντα στη θεωρία ∙ λίγες μόνο ανάμεσά τους ήταν παράλογες υποθέσεις, μα, για κακή της τύχη, αυτές οι δεύτερες κατέληγαν συχνότερα σε πράξεις.»
 
Το μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, είναι ο όμορφος και επιπόλαιος λοχίας Τρόι, που τον γνωρίζουμε ως εραστή της καμαριέρας της Μπαθσίμπα, η οποία το σκάει για να τον ακολουθήσει, εκείνος όμως (δείχνει να) αδιαφορεί γι’ αυτήν. Η Μπαθσίμπα ερωτεύεται σφόδρα τον πονηρό και φιγουρατζή λοχία, ο οποίος εκμεταλλεύεται την περίσταση για να γίνει κάτοχος μιας μεγάλης κτηματικής περιουσίας και παντρεύεται την θολωμένη από το έντονο συναίσθημα γυναίκα. Οι πάντες εκπλήσσονται από αυτή την κίνηση της (μέχρι τότε σκληρής) Μπαθσίμπα, και περισσότερο απ’ όλους ο Μπόλντγουντ που θεωρούσε σίγουρο τον γάμο. Η έλευση του Τρόι στο αγρόκτημα, ως ιδιοκτήτη πλέον θα δυσκολέψει τη σχέση όλων, ο δε Γκάμπριελ Όουκ θα διακρίνει από την αρχή ότι η κρίση δεν θα αργήσει να ξεσπάσει, αλλά προσώρας δεν μπορεί να κάνει τίποτα, σε μια ιστορία που θα περάσει από πολλά κύματα για να καταλήξει κάπου.
 
«Όμως, όταν παίρνει κανείς σθεναρά την απόφαση να αποφύγει ένα κακό, το κακό έχει συνήθως προχωρήσει τόσο, ώστε η αποφυγή του είναι πλέον αδύνατη.»
 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι συγκλονιστικοί. Ο Γκάμπριελ Όουκ, αντιπροσωπεύει το υπέρτατο Καλό στην ιστορία. Υπομονετικός και ρομαντικός, εργατικός και πιστός, ταπεινόφρων και συγκροτημένος, είναι ένας ιδανικός χαρακτήρας. Η προσήλωσή του στο καλό της Μπαθσίμπα είναι συγκινητική και η βαθιά αγάπη του γι’ αυτήν, δονεί το βιβλίο και γίνεται ο καταλύτης της εξέλιξης. Ο λοχίας Τρόι, είναι ένας χαρακτήρας προορισμένος να γίνει αντιπαθής στο αναγνωστικό κοινό. Ματαιόδοξος και τυχοδιώκτης, φιλόδοξος και αριβίστας, που όμως βλέπουμε ότι διακατέχεται από ισχυρά αισθήματα ενοχής και θα εκπλήξει τον αναγνώστη με κάποιες κινήσεις του, που δείχνουν έναν άνθρωπο αποπροσανατολισμένο και ίσως όχι τόσο μοχθηρό, όσο φαινόταν στην αρχή. Ο στιβαρός και σοβαρός Μπόλντγουντ, θα πέσει θύμα της γοητείας της Μπαθσίμπα, θα την ερωτευτεί αργά αλλά σταθερά και θα οδηγηθεί σε μια απονενοημένη κίνηση χωρίς λογική που θα ανατρέψει τα πάντα στο βιβλίο.
 
«Η ιδιοσυγκρασία, σε συνδυασμό με τα γυρίσματα της τύχης, είχαν βάλει στον χαρακτήρα του λοχία Τρόι τη σφραγίδα της μοναδικότητας.
Ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο οι αναμνήσεις αποτελούσαν βάρος και οι προσδοκίες περίττευαν. Μπορούσε να αισθάνεται, να συμπάσχει και να νοιάζεται μονάχα για ό,τι βρισκόταν μπροστά του την εκάστοτε παρούσα στιγμή. Αντιμετώπιζε τον χρόνο σαν περιστασιακή, φευγαλέα αναλαμπή: του ήταν άγνωστη η προβολή της συνείδησης σε εποχές είτε περασμένες είτε μελλοντικές, που κάνει το παρελθόν συνώνυμο του αξιοθρήνητου και το μέλλον κάτι το οποίο συνιστά περίσκεψη. Για τον Τρόι, το παρελθόν ήταν το χθες ∙ το μέλλον, το αύριο ∙ το μεθαύριο ήταν το ποτέ.»


Η Μπαθσίμπα, είναι ένας στέρεος και πλήρης μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που βάζει την ανεξαρτησία της πάνω απ’ όλα, αλλά θα πέσει θύμα της ερωτικής της αφέλειας, που εξιδανικεύει τον ωραίο λοχία για να γίνει στα χέρια του, το τέλειο θύμα. Είναι όμως ένας χαρακτήρας, που εξελίσσεται καθώς οι σελίδες του βιβλίου προχωράνε. Από ένα ατίθασο αγρίμι στην αρχή, σε μια ικανή και δυναμική αγρότισσα και κτηματία, σε μια ερωτευμένη με πάθος γυναίκα, σε μια συνειδητοποιημένη προσωπικότητα στη συνέχεια. Ο Χάρντι στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, προτάσσει μια γυναίκα πρωτοπόρο για την εποχή της λογοτεχνικά, μια γυναίκα που δεν έχει ανάγκη κανέναν και είναι σύμβολο μιας εποχής που αλλάζει.
 
Ο Χάρντι με εκπληκτική ικανότητα, περιγράφει τις κοινωνικές διαφορές και τάξεις στην αγροτική κοινότητα, τις συμπεριφορές και τα στερεότυπα που ανατρέπονται, τον ρόλο των φύλων και τις αλλαγές που επέρχονται σε μια κοινωνία που σε ορισμένα πράγματα δείχνει πρωτόγονη και μακριά από τον πολιτισμό. Εκτός όμως από τους αλησμόνητους και συγκροτημένους χαρακτήρες, πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η Φύση. Η φύση που παρεμβαίνει στην ιστορία, ηρεμώντας και τιμωρώντας, ατίθαση και γαλήνια, ανυπότακτη και πλανεύτρα. Είναι στη Φύση, που αντανακλώνται μέσα στο βιβλίο, οι εσωτερικές καταστάσεις των χαρακτήρων και ο κύκλος της ζωής και της αγάπης.
 
Ενδεχομένως η σχολαστική λεπτομέρεια στην απεικόνιση της αγροτικής ζωής της υπαίθρου να κουράσει τον αναγνώστη, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Είναι όμως τόσο δυνατή και συναρπαστική η συνέχεια της ιστορίας που θα τον αποζημιώσει. Με μαεστρικό αφηγηματικό ρυθμό, που επιταχύνεται καθώς προχωράμε στο τέλος της ιστορίας, ο Χάρντι γνωρίζει πώς να κρατήσει τον αναγνώστη του, χαρίζοντάς του στιγμές λογοτεχνικού μεγαλείου.
 
 Ποιοτικά σχεδόν ισοδύναμο με τα μεταγενεστέρα αριστουργήματα του συγγραφέα («Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», «Τζουντ», «Η Τες των Ντ’ Υρμπένβιλ») αλλά, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ», βιβλίο που δεν χάνει τη γοητεία του μέσα στο χρόνο με τη δύναμη της ιστορίας και του κοινωνικού πλαισίου που περιγράφει, μεταφέρθηκε δυο φορές στον κινηματογράφο με απόλυτη επιτυχία (είναι δύσκολο για τον θεατή να ξεχάσει την «απόλυτη» Julie Christie ως Μπαθσίμπα, αλλά και να μη τη φέρνει στο μυαλό του, καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου), αλλά και στην τηλεόραση. Μυθιστόρημα που είναι ένας αριστοτεχνικός συνδυασμός αφήγησης και κοινωνικού σχολιασμού, μια ακαταμάχητη εξερεύνηση του ερωτικού πάθους, της επιθυμίας για ανεξαρτησία αλλά και μια αποθέωση της Φύσης, που το καθιστούν απαραίτητα ανάγνωσμα για τους εραστές της κλασσικής λογοτεχνίας.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 

 
Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2024 | Permalink
Claudia Piñeiro "Καθεδρικοί"
Δεν ξέρω αν η Claudia Piñeiro (Burzaco, 1960), η διάσημη και ιδιαίτερα επιτυχημένη Αργεντινή συγγραφέας θα μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, το μόνο που έχω καταλάβει διαβάζοντας και τα τρία βιβλία της που κυκλοφορούν στη γλώσσα μας, είναι ότι, είναι ευφυέστατη! Και ότι καθένα από τα τρία μυθιστορήματά της, το απόλαυσα αναγνωστικά (οι έννοιες βέβαια της λέξης «απόλαυση» είναι σχετικές, γιατί μόνο ευχάριστα δεν τα λες – εκτός ίσως από το «Δικιά σου για πάντα»), και τα βρήκα ιδιαίτερα αξιόλογα.
 
Την Piñeiro, την γνωρίσαμε με το (διάσημο) «Η Ελένα ξέρει», που εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (στην Ελλάδα μόνο μέσω του Netflix, μπορεί να το δει κάποιος), όμως οι «ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΙ» («Catedrales») - (εκδόσεις Carnivora, μετάφραση Ασπασία Καμπύλη), το μυθιστόρημα που εκδόθηκε πριν λίγους μήνες, είναι το καλύτερό της, ένα βιβλίο που διαθέτει κάποιες ομοιότητες με το «Η Ελένα ξέρει», αλλά η πολυφωνία του, ο αφηγηματικός του ρυθμός και η συγκλονιστική ιστορία του, το καθιστούν ένα αξέχαστο ανάγνωσμα, που συγκινεί ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
 

Στους «Καθεδρικούς» (τίτλος – καθόλου τυχαία - εμπνευσμένος από  διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Raymond Carver), έχουμε ένα αποτρόπαιο γεγονός που συνέβη 30 χρόνια πριν τον ενεστώτα χρόνο του μυθιστορήματος. Η δεκαεπτάχρονη Άννα Σορδά είχε βρεθεί νεκρή σε ένα οικόπεδο μιας γειτονιάς του Μπουένος Άιρες. Το φρικιαστικό του εγκλήματος ήταν ότι το πτώμα της βρέθηκε καμένο και τεμαχισμένο. Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ και η υπόθεση μπήκε γρήγορα στο αρχείο. Τριάντα χρόνια αργότερα η πληγή παραμένει ανοιχτή και μια οικογένεια παραμένει διχασμένη. Μέσα από την αφήγηση επτά (ουσιαστικά έξι και μιας στο τέλος) διαφορετικών φωνών (σε ισάριθμα κεφάλαια), μαθαίνουμε (σταγόνα – σταγόνα) τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας με πολλές προεκτάσεις.
 
Η αστική οικογένεια του Αλφρέδο και της συζύγου του, απαρτίζονταν από τρεις κόρες, την μεγαλύτερη Κάρμεν που ήταν 20άρα όταν έγινε το φονικό, και τις δύο μικρότερες, την δεκαεπτάχρονη (τότε) Άννα και την δεκαπεντάχρονη (τότε) Λία, από την οποία ξεκινάει το βιβλίο. Η Λία ζει πλέον στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας και έχει ένα βιβλιοπωλείο. Έχει κόψει κάθε επαφή με την Κάρμεν και διατηρεί αλληλογραφία με τον πατέρα της Αλφρέδο, στον οποίον έχει απαγορέψει να της πει οτιδήποτε για την οικογένεια ή για τον εαυτό του. Μια μέρα θα δεχτεί την επίσκεψη της Κάρμεν, που εμφανίζεται με τον σύζυγό της Χουλιάν, ο οποίος τριάντα χρόνια πριν ήταν ακόμα δόκιμος ιερέας  - τώρα η Λία μαθαίνει ότι εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση που είχε ο πατέρας του. Δεν μαθαίνει όμως μόνο αυτό, ενημερώνεται ότι ο πατέρας τους έχει πεθάνει πριν κάποιους μήνες και ο γιος της Κάρμεν, ο Ματέο που είναι 23 ετών – και του οποίου αγνοούσε μέχρι τώρα την παρουσία – έχει εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του παππού του και την ανάγνωση μιας επιστολής που εκείνος του είχε αφήσει. Η Κάρμεν θεωρεί ότι ο Ματέο βρίσκεται στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, από μια έρευνα που έκανε, και θεωρεί πιθανό να περάσει από το βιβλιοπωλείο της θείας του. Η Λία δεν υποδέχεται με χαρά την αδελφή της, ήταν πάντα ανταγωνιστικές οι σχέσεις τους, η Κάρμεν ήθελε να εξουσιάζει τα πάντα και ο θρησκευτικός της φανατισμός δεν την άφηνε να βλέπει καθαρά, εξάλλου τα προ τριακονταετίας γεγονότα διατηρούνται ακόμα καθαρά στη μνήμη όλων.
 
Τι είχε συμβεί όμως τριάντα χρόνια πριν και τι γνωρίζει ο καθένας από τους (τότε) εμπλεκόμενους. Από την αφήγηση της Λίας, του νεαρού Ματέο, του Χουλιάν και της Κάρμεν μαθαίνουμε κάποια πράγματα ενώ το παζλ συμπληρώνεται πιο ουσιαστικά από τις αφηγήσεις της Μαρσέλα, της κολλητής της Άννας, που βρέθηκε μαζί της στην εκκλησία τις μοιραίες στιγμές, αλλά ένα ατύχημα τής έσβησε τη μνήμη, και του ντετέκτιβ Έλμερ που προσλαμβάνεται από τον Αλφρέδο – αρκετά χρόνια αργότερα - για να εξιχνιάσει την υπόθεση, που όμως οδηγείται σε αδιέξοδο.
 
Όπως αναφέρω παραπάνω, το παζλ συμπληρώνεται μέσα από τις διαφορετικές αφηγήσεις και το τι πραγματικά έγινε, θα το μάθουμε στις τελευταίες σαράντα σελίδες, αν και από τη μέση και μετά, ο προσεκτικός αναγνώστης θα αντιληφθεί την φρικιαστική αλήθεια και ποιος ή ποιοι διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο. Τα γεγονότα που μαθαίνουμε σχεδόν από την αρχή είναι ότι, η Άννα ερωτεύτηκε τον Χουλιάν, που είχε μια σχέση έντονου φλερτ με την Κάρμεν. Ο Χουλιάν, νέος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές του, παρά την θεολογική του κατεύθυνση, ήταν ερωτευμένος με την Κάρμεν, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της πανέμορφης Άννας. Η Μαρσέλα στο ένα τρίτο του βιβλίου, μας αφηγείται τι ουσιαστικά συνέβη εκείνο το μοιραίο απόγευμα που η Άννα έσβησε στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία, στην οποία είχε καταφύγει – μετά όμως η μνήμη της έσβησε και δεν κατάλαβε πώς το πτώμα της νεαρής βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Που βρίσκεται η αλήθεια σε μια ιστορία με τόσες διακλαδώσεις, και πόσο τυφλοί μπορούμε να είμαστε μπροστά σε κραυγαλέα γεγονότα που βρίσκονται μπροστά μας και αρνούμαστε να τα δούμε;
 
«Υπάρχουν τόποι όπου είναι πιο δύσκολο να επιβιώσεις: η έρημος, ένα ερημονήσι, η κορυφή ενός βουνού, ο Άρης, μια εμπόλεμη ζώνη, η ζούγκλα. Η οικογένειά μου.»
 
Η Πινιέιρο σκιαγραφεί ένα οικογενειακό πορτρέτο, όπου η αυστηρή (και διαρκώς απούσα) μητέρα καθοδηγεί τις τρεις κόρες, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές οδηγίες. Η Κάρμεν – καθ’ εικόνα και ομοίωσή της – θα συνεχίσει το έργο της, προσφέροντας στον εθελοντισμό, περιφέροντας την περσόνα της οσίας, ενώ με τις αδερφές της, είναι ένας δαίμονας που καταπιέζει, τιμωρεί, βάζει τους κανόνες. Ο Αλφρέδο – ο πατέρας -, με τις πνευματικές του ανησυχίες, χάνει το παιχνίδι από νωρίς, θα κλειστεί στον εαυτό του και ο θάνατος της κόρης του, θα τον διαλύσει. Μια οικογενειακή κόλαση, από την οποία μόνο η Λία ουσιαστικά ξέφυγε, αλλάζοντας χώρα και ήπειρο, σοκάροντας τους πάντες, όταν δήλωσε ότι δεν πιστεύει πλέον στον Θεό, καταλήγοντας όμως στην πόλη – σύμβολο του καθολικισμού, το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.
 
Γυναικοκτονία, απόντες γονείς, θρησκευτικός φανατισμός, πνευματικός βιασμός, αλλά και εμφανής έλλειψη ενσυναίσθησης, αγάπης και εμπιστοσύνης, χαρακτηρίζουν την ιστορία που αφηγείται η Πινιέιρο, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα υπόλοιπα βιβλία της. Κι εδώ υπάρχει έντονη η παρουσία του θρησκευτικού παράγοντα, υπάρχουν οι παράνομες αμβλώσεις, υπάρχει η «τυφλότητα» των πιο κοντινών προσώπων. Το καμένο και τεμαχισμένο πτώμα της Άννας μεταφέρεται νοητά από τον ένα στον άλλον μέσω της συνείδησής του και των ενοχών του.


Η συγγραφέας εμπνέεται από (και συνομιλεί με) το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του σπουδαίου Raymond Carver, χρησιμοποιώντας το μεταφορικά, για να τονίσει το νόημα του βιβλίου της, και μπορεί ο τυφλός άνδρας του διηγήματος, να μην υπάρχει κυριολεκτικά στο μυθιστόρημά της, αλλά υπάρχουν αυτοί που δεν είναι «τυφλοί», αλλά «αρνούνται» να δουν, όπως γίνεται συνήθως. Η Άννα ουσιαστικά θυσιάστηκε στο όνομα μιας πίστης που χρειαζόταν ένα θύμα για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της ως μοναδικής και μόνης «αλήθειας». Θα μπορούσε να αποτελεί τον χαρακτήρα ενός λανθάνοντος καθεδρικού ναού, του πιο κραυγαλέου συμβόλου μιας πίστης.
 
«Όπως ακριβώς μου είχε ζητήσει, στο επόμενο γράμμα μου δεν έκανα ζαβολιές, δεν του έστειλα φωτογραφία. Μου έδωσα, ωστόσο, το ελεύθερο να μην του στείλω ούτε τις δικές μου λέξεις, αλλά τις λέξεις ενός άλλου.  Έβγαλα φωτοτυπία το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Ρέιμοντ Κάρβερ και υπογράμμισα κάποιες παραγράφους. Στο τέλος, γραμμένο με το χέρι μου, πρόσθεσα: «Όπως γράφει ο Κάρβερ, δεν μπορείς να περιγράψεις έναν καθεδρικό με λέξεις, θα ’πρεπε να τον ζωγραφίσουμε μαζί, οδηγώντας ο ένας το χέρι του άλλου, αλλά τα δικά μας χέρια βρίσκονται πολύ μακριά». Το διήγημα τελειώνει με τον αφηγητή να πρέπει να περιγράψει τον καθεδρικό σ’ έναν τυφλό, δίχως όμως να μπορεί να βρει τον τρόπο να το κάνει. Δικαιολογείται τότε ως εξής: «Το βέβαιο είναι ότι οι καθεδρικοί δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Είναι μόνο καθεδρικοί, τίποτε άλλο. Κάτι που βλέπει κανείς αργά το βράδυ στην τηλεόραση». Ο τυφλός, ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα και του προτείνει άλλη μέθοδο. Να ζωγραφίσουν μαζί, το ένα χέρι πάνω στο άλλο να οδηγεί τη γραμμή. Τον πατέρα μου – καθηγητή Ιστορίας που διάβαζε παντός είδους δοκίμια, αλλά ουδέποτε υπήρξε μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας – το διήγημα του Κάρβερ τον ενθουσίασε. Μου έγραψε: «Το ένιωσα οικείο, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που, χωρίς να είναι τυφλοί, δεν θέλουν να δουν. Αν τους πάρεις απ’ το χέρι, μπορεί να το κατορθώσουν». Και μου είπε ότι κι ο ίδιος βάλθηκε να ζωγραφίζει καθεδρικούς αφότου διάβασε το γράμμα μου. Του θύμισε, έλεγε, πόσο καιρό είχε να ζωγραφίσει και ότι ξαναβρήκε τη χαρά που ένιωθε όταν το έκανε.»
 
Το μυθιστόρημα είναι ευφυέστατο και το στυλ της Πινιέιρο υπέροχο. Οι χαρακτήρες της ολοζώντανοι και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι ακριβείς και καίριοι, η κλιμάκωση της πλοκής εξαιρετική. Μπορεί το νουάρ στοιχείο να είναι σχετικά αδύναμο (και η ίντριγκα να απουσιάζει - γεγονός που μάλλον δεν θα προσελκύσει τους λάτρεις των αστυνομικών ιστοριών), αλλά το κοινωνικό στοιχείο του βιβλίου είναι ευδιάκριτο, όπως και ο σχολιασμός καταστάσεων και γεγονότων. Ο καθολικισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής ματιάς της συγγραφέως – αρκεί να δούμε πως ξεκινάνε δύο αφηγηματικές φωνές την περιγραφή τους, η Λία λέει: «Έπαψα να πιστεύω στον Θεό εδώ και τριάντα χρόνια», για να έρθει η Κάρμεν προς το τέλος του βιβλίου να ξεκινήσει με: «Πιστεύω στον Θεό. Η πίστη μου είναι απόλυτη, κατηγορηματική, παθιασμένη. Βίαιη αν χρειαστεί» και ένα ρίγος να διαπεράσει την ραχοκοκαλιά του αναγνώστη. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο, μόνο μερικές λέξεις για να περιγράψεις μια κατάσταση.
 
Η προμετωπίδα του βιβλίου γράφει: «σ’ εκείνους που κατασκευάζουν τον δικό τους καθεδρικό, χωρίς Θεό», μεταφέροντας ουσιαστικά το απόφθεγμα του Χ.Λ.Μπόρχες που βρίσκεται πριν την αφήγηση του Ματέο: «Για ποιο λόγο να ζούμε με έργα τέχνης αλλότρια και παλιά; Ας κατασκευάσει ο καθένας τον δικό του καθεδρικό.» 
Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα οι «Καθεδρικοί», ένα βιβλίο που μιλάει για το τραύμα, τις οικογένειες και τα μυστικά και ψέματα που υπάρχουν εντός τους, τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μνήμη, την σιωπή της κοινωνίας, την «τυφλότητα» μας. Η Πινιέιρο οικοδομεί με υπομονή και επιμονή την ιστορία της, μέσα από την πολυφωνία των αφηγήσεων για ένα «έγκλημα», που μπορεί και να μην ήταν «φόνος» αλλά διαπράχθηκε με άλλους τρόπους. Θα μπορούσε να υπάρχει και η «φωνή» του θύματος, της Άννας, αλλά η επιλογή του να υπάρχει η αφήγηση της άτυχης Μαρσέλα, οδηγεί την ιστορία σε άλλα πλαίσια. Έτσι κι αλλιώς πάντως, το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και καθηλωτικό, που παρασύρει τον αναγνώστη του.
 
Στο βιβλίο απονεμήθηκαν τα βραβεία Dashiel Hammett στη Semana Negra της Χιχόν για το 2021 και το VLC Negra
της Βαλένθια για την ίδια χρονιά.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 


 
Κυριακή, Ιουνίου 23, 2024
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουνίου 23, 2024 | Permalink
Olga Tokarczuk "Τα βιβλία του Ιακώβ"
Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς στο μυθιστόρημα «ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ»Ksiegi Jakubowe»), της βραβευμένης (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018) Πολωνής συγγραφέως Όλγα Τοκάρτσουκ (Σουλέχοφ, 1962), είναι ο όγκος του. 848 πυκνογραμμένες σελίδες σε ένα τόμο μεγάλου σχήματος και με πολύ μικρή γραμματοσειρά που αν είσαι κάποιας ηλικίας, βασανίζεσαι να διαβάσεις, είναι στοιχεία μάλλον αποτρεπτικά για τον σημερινό αναγνώστη με τις πολλές αναγνωστικές προκλήσεις.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από 20 μήνες (Νοέμβριο 22) από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση (άθλο) της Αλεξ. Ιωαννίδου, και ο λόγος που δεν αποτολμούσα την ανάγνωσή του (κι όχι μόνο εγώ), ήταν ακριβώς αυτός που αναφέρω παραπάνω – ο όγκος του. Mea culpa όπως αποδείχτηκε, διότι είναι ένα βιβλίο που όχι μόνο δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, αφότου μπεις στον ρυθμό του, αλλά είναι κι ένα βιβλίο, όπως όλα τα πραγματικά «μεγάλα» βιβλία, που δεν σε αφήνει μετά να απολαύσεις κάποιο άλλο, αφού το έχεις συνεχώς στο μυαλό σου.


Ένα πραγματικό αριστούργημα λοιπόν, είναι το έπος της Τοκάρτσουκ. Και είναι έπος με όλη τη σημασία της λέξης. Είναι ένα βιβλίο που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό από τον υπότιτλο και μόνο:
«Τα βιβλία του Ιακώβ
 ή Το μεγάλο ταξίδι
 
Πέρα από επτά σύνορα, μέσα από πέντε γλώσσες και τρεις μεγάλες θρησκείες των μικρών μη συμπεριλαμβανομένων
 
Ειπωμένο από τους νεκρούς και συμπληρωμένο από τη συγγραφέα με τη μέθοδο της εικοτολογίας από πολλά και διάφορα βιβλία εμπλουτισμένο και υποβοηθούμενο από τη φαντασία η οποία είναι το πιο μεγάλο φυσικό χάρισμα του ανθρώπου
 
Στους σοφούς για υπενθύμιση, στους συμπατριώτες για περίσκεψη, στους ερασιτέχνες για μελέτη, στους μελαγχολικούς για ψυχαγωγία»
 
Το μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ, έχει στο επίκεντρό του, τον Ιακώβ Φρανκ, ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα, από αυτούς που στη λογοτεχνία ονομάζουμε: «bigger than life», ο οποίος ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο στην Πολωνία (κυρίως) του 18ου αιώνα. Ο Ιακώβ Λέιμποβιτς (1726-1791), που έγινε γνωστός με το επίθετο «Φρανκ», που παρότι η προσωπικότητά του δεσπόζει στο βιβλίο, παραμένει μια αινιγματική και λίγο ομιχλώδης φιγούρα (κάποιοι θα το θεωρούσαν μειονέκτημα του μυθιστορήματος), ήταν ένας «ψευδοπροφήτης», ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του «Μεσσία» και που μαγνήτισε χιλιάδες ανθρώπους.
 
Ο Ιακώβ Φρανκ θεωρούσε τον εαυτό του, μετενσάρκωση του «ψευδοΜεσσία» Σαμπατάι Σεβί, που έδρασε έναν αιώνα νωρίτερα (1626-1676) στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με δεκάδες χιλιάδες πιστούς, που προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου κρίση στις απανταχού εβραϊκές κοινότητες. Οι πιστοί (αποκαλούμενοι και «ντονμέ») του Σαμπατάι όμως ήταν τόσοι πολλοί που η φλόγα παρέμενε ζωντανή, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, οπότε το έδαφος για κάποιον που θα «συνέχιζε» τις προφητείες του ηγέτη τους, ήταν καλά στρωμένο και πάνω σε αυτό «πάτησε» ο ευφυέστατος Ιακώβ Φρανκ για να προσελκύσει πιστούς από τις απομακρυσμένες περιοχές της ανατολικής Πολωνίας (που τώρα είναι κομμάτι της Ουκρανίας). Το βιβλίο ακολουθεί τη ζωή και τις περιπέτειες του Ιακώβ Φρανκ και των πιστών του, σε ένα μωσαϊκό από διαφορετικές φωνές μορφωμένων και μη εβραίων, εικόνες, επιστολές κλπ. Παρατηρητής και ουσιαστικός αφηγητής του βιβλίου είναι η γιαγιά του Ιακώβ Φρανκ, η Γέντα, που είναι ετοιμοθάνατη όταν το βιβλίο ξεκινάει και μετά αιωρείται κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου, καταγράφοντας την ιστορία.
 
Η Τοκάρτσουκ όμως δεν επικεντρώνεται μόνο στον Ιακώβ Φρανκ. Περιγράφει και την πορεία κάποιων εβραίων της Πολωνίας, να ακολουθήσουν τον αυτοαποκαλούμενο «Μεσσία» από την Οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι το τέλος της ζωής του, αλλάζοντας κατά 180 μοίρες τη ζωή τους, πιστεύοντας σχεδόν τυφλά ότι τους έλεγε ο ιδιόρρυθμος (τουλάχιστον) ηγέτης τους. Μετά από μια αρκετά μεγάλη εισαγωγή, η συγγραφέας μας εισάγει στην πορεία του Ιακώβ. Από την Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Μολδοβλαχία, ο Ιακώβ Φρανκ αποκηρύσσει το Ταλμούδ, προτείνοντας ρηξικέλευθες αλλαγές που ενσωματώνουν εντός τους στοιχεία από τις τρεις θρησκείες. Τον εβραϊσμό, τον Μωαμεθανισμό και τον Χριστιανισμό με στοιχεία από Καμπάλα και την ιδεολογία του πνευματικού του πατέρα του Σαμπατάι Σεβί.
 
Ο Ιακώβ Φρανκ θα ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό, προσπαθώντας να τραβήξει κοντά του, όσο γίνεται περισσότερους ακολούθους, θα ακολουθήσει μια διαδρομή, όπου τα οράματά του, και οι ιδέες του, θα έχουν στοιχεία από τις τρεις θρησκείες. Πιστεύει στον ελεύθερο έρωτα, αλλάζει γυναίκες όπως επιθυμεί και προτρέπει και τους πιστούς του να κάνουν το ίδιο, διοργανώνει ομαδικά όργια που εξοργίζουν τους πιστούς εβραίους, οι οποίοι αρνούνται να τον δεχτούν έστω ως συνομιλητή. Εκείνος όμως, με τη βοήθεια ενός Πολωνού αριστοκράτη και τυχοδιώκτη που έλκεται από την προσωπικότητά του, θα υλοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο. Με αντάλλαγμα την αναγνώριση από τις αρχές της Πολωνίας και την παραχώρηση γης, θα πείσει κάποιες χιλιάδες εβραίους να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. Μια πράξη που θα έχει ως τίμημα, έναν ουσιαστικά εμφύλιο μεταξύ πιστών εβραίων και «νέο-χριστιανών» με πολλές προεκτάσεις. Δεν τον δέχτηκαν όμως και οι παραδοσιακοί αριστοκράτες Καθολικοί στις τάξεις τους. Θα κυνηγήσουν κι αυτοί τον υπερφίαλο «Μεσσία» και θα τον φυλακίσουν για 13 χρόνια, όπου ακόμα και μέσα στο κελί, το άστρο του θα λάμψει, μαγνητίζοντας τους πάντες. Μετά από εκεί, η περιπλάνησή του θα συνεχιστεί στην κεντρική Ευρώπη μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τα επτά βιβλία που απαρτίζουν το μυθιστόρημα («το βιβλίο της ομίχλης», «το βιβλίο της άμμου», «το βιβλίο του ταξιδιού», «το βιβλίο του κομήτη», «το βιβλίο του μέταλλου και του θείου», «το βιβλίο της μακρινής χώρας» και τέλος το μικρό και επεξηγηματικό «το βιβλίο των ονομάτων»), περιγράφουν την περιπέτεια αυτών των ανθρώπων, που ακολουθούν τον Ιακώβ Φρανκ και υφίστανται τα πάνδεινα με μια πίστη εμμονική και παράλογη. Η Τοκάρτσουκ όμως δεν στέκεται μόνο στον «Μεσσία» και τους πιστούς του, περιγράφει τη ζωή της αριστοκρατίας, των κληρικών, τις μηχανορραφίες της εκκλησίας και των πολιτικών, τα μεγάλα και τα μικρότερα σαλόνια, μας κάνει ένα ταξίδι στην Πολωνία του 18ου αιώνα, λεπτομερές και πολυσκοπικό.
 
«Αργά τη νύχτα, σχεδόν τα μεσάνυχτα (επειδή δεν τον παίρνει ο ύπνος) αποφασίζει, για να ηρεμήσει, να γράψει μια αναφορά και να τη φέρει στο κάχαλ. Ας τη βάλουν μαζί με τα άλλα έγγραφα. Ο γραπτός λόγος θα μείνει για πάντα, ενώ τα χρώματα, ακόμα και τα πιο λαμπρά, θα ξεθωριάσουν. Ο γραπτός λόγος είναι ιερός και το κάθε γράμμα επιστρέφει εντέλει στον Θεό, τίποτα δεν ξεχνιέται. Τι είναι η εικόνα; Τίποτα. Ένα πολύχρωμο κενό. Όσο πολύχρωμη κι αστραφτερή κι αν είναι, φεύγει και χάνεται σαν ήχος και καπνός.
(…)
Με ορμή σημειώνει την αρχή: «Είδα με τα ίδια μου τα μάτια…» Προσπαθεί να παραμείνει δίκαιος, να ξεχάσει πανωφόρι και άμαξα, φαντάζεται μάλιστα τον Ιακώβ χωρίς ρούχα. Κρεμιέται από αυτή τη σκέψη. Μπροστά από το εσωτερικό του μάτι, βλέπει γυμνά, στραβά πόδια και ένα βαθουλωμένο στέρνο, απ’ όπου πετάγονται μεμονωμένες τρίχες ∙ έχει την εντύπωση πως ο ένας ώμος είναι πιο πάνω από τον άλλο. Βυθίζει πάλι την πένα του με το φτερό στο μελανοδοχείο, την κρατάει για λίγο πάνω από το χαρτί, μέχρι που στην άκρη της μαζεύεται μια επικίνδυνη μαύρη σταγόνα. Προσεκτικά σκουπίζει την πένα στην άκρη του μελανοδοχείου και γράφει:
Η μορφή του ήταν μάλλον αξιοθρήνητη, καμπουριαστή, το πρόσωπο, παραμορφωμένο από την ευλογιά. Η μύτη του στραβή, σίγουρα από κάποιο χτύπημα. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και θαμπά, τα δόντια του μαύρα.
Την ώρα που ο Πινκάς καταγράφει τα «μαύρα δόντια», ξεπερνάει ένα αόρατο όριο το οποίο δεν προσέχει καν μέσα στον ζήλο του.
Ούτε κατά διάνοια δεν θυμίζει ανθρώπινο ον, περισσότερο θυμίζει κάποιον δαίμονα ή κάποιο ζώο. Μετακινείται με μια ορμητικότητα που δεν επιτρέπει την παραμικρή χάρη.
Βουτάει πάλι την πένα του, συλλογίζεται – τι συνήθεια κι αυτή, να συλλογίζεται με υγρή πένα, σίγουρα θα λεκιάσει κάπου – αλλά όχι, η πένα ορμάει στο χαρτί και αρχίζει να γράφει με ζήλο:
Λένε πως μιλάει πολλές γλώσσες, η αλήθεια όμως είναι πως δεν μπορεί να εκφραστεί αξιοπρεπώς και με νόημα σε καμία, ούτε προφορικώς ούτε γραπτώς. Όταν ύψωσε λοιπόν τη φωνή του, μας γρατζούνισε τα αυτά, έτσι ώστε μόνο αυτοί που τον ήξεραν καλά να καταλάβουν το νόημα όσων έλεγε.
Επιπλέον δεν έλαβε ποτέ σωστή παιδεία, το μόνο που γνωρίζει είναι όσα του είπαν εδώ κι εκεί, έτσι ώστε η γνώση του να παρουσιάζει πολλά κενά, γνωρίζει περισσότερο από παραμύθια σαν κι αυτά που συνηθίζουμε να λέμε στα παιδιά ∙ οι οπαδοί του όλοι, σαν ένας, τα πίστεψαν αυτά τα παραμύθια.
Και ο Πινκάς έχει την εντύπωση πως δεν είδε άνθρωπο, παρά κάποιο τρικέφαλο τέρας.»

 

Η Τοκάρτσουκ, πέρα από αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της Ιστορίας, προσπαθεί να φωτίσει την αινιγματική περσόνα του Ιακώβ Φρανκ σε μια εποχή που τα σύνορα και τα έθνη είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ότι είναι σήμερα. Η έννοια του «έθνους-κράτους» δεν υπήρχε, όλα ήταν ρευστά, τα καραβάνια των εμπόρων μετακινούνταν αδιάκοπα μεταφέροντας από εμπορεύματα μέχρι ταξιδιώτες, οι διαδοχικοί πόλεμοι ανακάτευαν την τράπουλα και οι θεολογικές διαφωνίες ήταν στο επίκεντρο. Σε αυτό το μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών, όπου όλα είναι συγκεχυμένα, και όπου οι συνθήκες επέτρεπαν την άνθιση αυτόκλητων σωτήρων, η συγγραφέας λειτουργεί αλληγορικά, κάνοντας αναγωγές στον 20ο αιώνα και στη μοίρα των Εβραίων. Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό, ο Ιακώβ Φρανκ της, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που δημιούργησαν σέκτες στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα και οδήγησαν εκατοντάδες ανθρώπους σε θάνατο – η τυφλή υπακοή, η σεξουαλική ελευθερία, ο ηγέτης να λειτουργεί ως «πατερούλης» αλλά και ως κακομαθημένο παιδί, η λατρεία γυναικών και ανδρών στο πρόσωπό του, οι αμφίσημες προφητείες του, η θεατρικότητα (από τα ρούχα έως τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί).
 
Οι λεπτομέρειες στις περιγραφές που κατακλύζουν το βιβλίο, μπορεί στην αρχή να δείχνουν περιττές, αλλά καθώς η ανάγνωση προχωράει, ο αναγνώστης «εγκλωβίζεται» (με την καλή έννοια) στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας. Με την γραφή να λειτουργεί ως κινηματογραφική κάμερα, διαβάζουμε για κοσμοπολίτικα σαλόνια σε αριστοκρατικές επαύλεις αλλά και για πολύωρα τσιμπούσια στα καραβάνια και στα χάνια όπου γίνεται η ζύμωση της νέας πίστης. Ο Ιακώβ που είναι συνήθως σιωπηλός παρατηρητής – εξάλλου ποτέ δεν λειτουργεί ως αφηγητής της ιστορίας, πάντα τον βλέπουμε μέσα από τη ματιά τρίτων -, σαγηνεύει και ολοένα «ψηλώνει» σε μια διαδρομή ταραχώδη και γεμάτη περιστατικά. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιεί η Τόκαρτσουκ δίνει την αίσθηση της δραματικότητας και φέρνει το παρελθόν στο σήμερα, κάνοντας την ιστορία επίκαιρη και απόλυτα σύγχρονη.
 
Σε μια από τις πολλές (κυριολεκτικά) εμπνευσμένες σκηνές του βιβλίου – που βρίσκεται στον επίλογό του, η Τοκάρτσουκ περιγράφει πως μια απόγονος του Ιακώβ Φρανκ, διασώζεται από το πογκρόμ των Ναζί στην Χιτλερική κατοχή, χρησιμοποιώντας (αυτή και αρκετοί συγχωριανοί της) τις σπηλιές που είχαν ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει οι πιστοί του Ιακώβ. Δεν υπάρχει καλύτερη τεχνική να χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας για να δείξει πως το παρελθόν εισέρχεται δημιουργικά στο παρόν, σε ένα περιστατικό που μόνο η δύναμη της λογοτεχνίας μπορεί να το περιγράψει με τρόπο που να σου μείνει αλησμόνητος.


 
Στην ομιλία της απονομής για το βραβείο Νόμπελ, η συγγραφέας μίλησε για τον «τρυφερό αφηγητή»:
«Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα Ευαγγέλια, αυτή η αγάπη στην οποία δεν ομνύει κανείς, τα λόγια της οποίας κανείς δεν παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί στο έγκλημα ούτε προκαλεί φθόνο.
Εμφανίζεται όταν παρατηρούμε προσεκτικά από κοντά μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο “εαυτός” μας.»
Αυτό ακριβώς κάνει στα «Βιβλία του Ιακώβ», χρησιμοποιώντας την αφηγηματική φωνή της Γέντα, που αιωρείται μεταξύ θανάτου και ζωής. Η Γέντα βλέπει τα πάντα (και ουσιαστικά είναι ο κεντρικός αφηγητής του βιβλίου) περιγράφοντάς τα με τρυφερότητα και διορατικότητα. Είναι ένας παντογνώστης αφηγητής που μετατρέπεται στο τέλος της ιστορίας ως η μυθιστοριογράφος, αυτή που ελέγχει τα πάντα στο βιβλίο.
 
«Η Γέντα βλέπει τις θάλασσες τις φορτωμένες με μεγάλα πλοία που μεταφέρουν προϊόντα. Βλέπει και τους φάρους να συνεννοούνται με ψίχουλα φωτός. Για μια στιγμή σταματάει σε αυτή την περιπλάνησή της προς τα επάνω, επειδή έχει την εντύπωση πως κάποιος τη φωνάζει. Ποιος θα μπορούσε ακόμα να γνωρίζει το όνομά της; Τότε προσέχει μια μορφή εκεί κάτω, στη γη, με το πρόσωπο να φωτίζεται από μια δέσμη φωτός. Μια παράξενη κόμμωση, ένα κάπως αλλόκοτο ντύσιμο, η Γέντα όμως δεν απορεί για τίποτα εδώ και καιρό τώρα. Αυτή την ιδιότητα την έχει χάσει. Βλέπει απλώς πως η μορφή αυτή φτιάχνει με τις κινήσεις των δαχτύλων της γράμματα σε ένα φωτεινό πεδίο. Εμφανίζονται σαν από το πουθενά, παρατάσσονται σε τακτοποιημένες σειρές. Στη Γέντα θυμίζουν ίχνη στο χιόνι, οι νεκροί έχουν χάσει την ικανότητα να διαβάζουν. Είναι μια από τις θλιβερές συνέπειες του θανάτου. Έτσι η καημένη η Γέντα δεν μπορεί να ξεχωρίσει το όνομά της σε εκείνο το ΓΕΝΤΑ ΓΕΝΤΑ ΓΕΝΤΑ που εμφανίζεται στην οθόνη. Χάνει το ενδιαφέρον της και εξαφανίζεται στα ύψη.»
 
«Τα βιβλία του Ιακώβ», είναι ένα βιβλίο που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν ένα έπος: μυθοπλασία, ιστορία, θρησκείες, διωγμούς, κοινωνικό σχόλιο, αλληγορία, στέρεους χαρακτήρες, ίντριγκες, έρωτες, προδοσίες και πάνω απ’ όλα την ρευστότητα των καταστάσεων και των πραγμάτων. Και είναι σίγουρα (και το νιώθεις από τις πρώτες σελίδες) ένα συγγραφικό «magnum opus», που εμπεριέχει ψυχή και μεγάλη πνοή, διαθέτει στοχασμό και θέτει διαρκώς ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, έχει σκηνές που μένεις ενεός μπροστά σε αυτό που διαβάζεις, σε επηρεάζει αναγνωστικά τόσο πολύ που χρειάζεσαι καιρό για να συνέλθεις (όπως συνέβη σε μένα). Ακόμα και τις στιγμές που ο αναγνώστης νιώθει πως χάνεται μέσα σε τόσα ονόματα, τόσα γεγονότα, η Τοκάρτσουκ με το απαράμιλλο αφηγηματικό της ύφος, τον επαναφέρει. Ακόμα και όταν η μορφή του Ιακώβ Φρανκ σου φαίνεται να παραμένει ομιχλώδης και αινιγματική, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή είναι μια επιλογή της συγγραφέως που πρέπει να σεβαστείς γιατί, η μορφή αυτού του ανθρώπου, δεν περιγράφεται αλλιώς. Απατεώνας ή μάγος; Λαοπλάνος ή οραματιστής; Μήπως λίγο απ’ όλα;
 
«Τα βιβλία του Ιακώβ», είναι ένα ογκώδες βιβλίο που καλύπτει μισόν αιώνα ιστορίας και που επικεντρώνεται σε αυτά που αποτελούν το περιθώριο των ιστορικών γεγονότων. Αριστοκρατία και φτώχεια, η μάχη των θρησκειών και των δογμάτων, η ζωή στις μικρές πόλεις, η ευπιστία των ανθρώπων, στον αιώνα των μεγάλων αλλαγών και ανατροπών. Πολυφωνικό και πολυεπίπεδο, είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που δείχνει και την μεγάλη αξία της δημιουργού του.
 
Βαθμολογία 90 / 100


 
 
 
Σάββατο, Ιουνίου 08, 2024
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουνίου 08, 2024 | Permalink
Into the wild ("Αγριότοπος" του Robert Penn Warren)
Ο Εμφύλιος Πόλεμος στις Η.Π.Α., που διήρκεσε ουσιαστικά τέσσερα χρόνια (1861-1865), δεν αποτέλεσε μόνο τη μεγαλύτερη τραγωδία του Αμερικανικού έθνους, αλλά σημάδεψε το εθνικό υποσυνείδητο, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και τώρα, πάνω από 150 χρόνια αργότερα, το γεγονός αυτό, είναι χαραγμένο στην αμερικάνικη συνείδηση. Πάνω από ένα εκατομμύριο νεκροί (χονδρικά 600.000 στα πεδία των μαχών και 500.000 άμαχοι πολίτες), η οικονομία καταστράφηκε, πολιτείες ανθούσες μέχρι τότε διαλύθηκαν, πόλεις ισοπεδώθηκαν, σε μια διαμάχη που ήταν αρκετά παραπάνω, από μια σύγκρουση Βορείων και Νοτίων ή ένας πόλεμος για την καταπολέμηση της Δουλείας.


Πολλά μυθιστορήματα έχουν γραφτεί για τον Αμερικανικό Εμφύλιο, πολλά βιβλία ιστορίας, πολλές ταινίες έχουν γυριστεί. Ίσως «Η Στρατιά» του Doctorow, να αποτελεί το (κατά την άποψή μου) magnus opus για την περίοδο του Εμφυλίου, αλλά κι ο «ΑΓΡΙΟΤΟΠΟΣ» («Wilderness»), το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Αμερικανού πεζογράφου και ποιητή, Robert Penn Warren (Κεντάκι 1905 – Βερμόντ 1989) να μην υπολείπεται σε λογοτεχνική αξία. Το βιβλίο που πρωτομεταφράστηκε (από την Άννα Μαραγκάκη) στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες (από τις εκδόσεις Πόλις) και εκδόθηκε το 1961 στις Η.Π.Α., μπορεί να μην έχει τις λογοτεχνικές δάφνες του σπουδαίου «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (βιβλίο που ο Penn Warren, έγραψε αρκετά χρόνια πριν), διαθέτει όμως την δικιά του μεγάλη λογοτεχνική αξία και είναι ένα συγκλονιστικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα.
 
Ο υπότιτλος του βιβλίου, είναι σαφέστατος: «Μια ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου». Και ουσιαστικά αυτό ακριβώς είναι, μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην καρδιά του ’ματοβαμμένου εμφυλίου. Στον «Αγριότοπο», βρισκόμαστε στο 1863 και ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο τριαντάρης Άνταμ Ρόζεντσβαϊγκ, ένας ιδεαλιστής και ρομαντικός εβραίος της Βαυαρίας, που μετά τον θάνατο του επαναστάτη και ακτιβιστή πατέρα του, προσπαθεί να μεταβεί στις Η.Π.Α. που βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο. Διαποτισμένος με τις επαναστατικές ιδέες της εποχής και των διαφόρων ευρωπαϊκών κινημάτων, θέλει να καταταγεί στις δυνάμεις των Βορείων και θεωρεί ότι στις Η.Π.Α. μάχονται οι «δυνάμεις του Καλού ενάντια στο Κακό», κι ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στη νέα ήπειρο. Ο Άνταμ όμως εκτός από την εγγενή αφέλειά του, έχει ένα μεγάλο σωματικό πρόβλημα, είναι κουτσός από το ένα πόδι, οπότε στο πλοίο που τον πηγαίνει στον τόπο προορισμού του, αμέσως αυτό γίνεται αντιληπτό (του δίνουν δε και το παρατσούκλι «Στραβοπόδης», που θα τον ακολουθεί σε όλο το βιβλίο), και του απαγορεύεται η είσοδος. Με κάποιο τρόπο, καταφέρνει να αποβιβαστεί και πέφτει πάνω σε ταραχές λόγω της αναγκαστικής στρατολόγησης των φτωχότερων τάξεων του πληθυσμού – όπου ως συνήθως την πλήρωναν οι μαύροι στους οποίους ξέσπασε η οργή του κόσμου που δεν είχε τα 30 δολάρια που απαιτούνταν για να μη πάνε στον πόλεμο -, διασώζεται από έναν μαύρο που θα βρει και τη διεύθυνση ενός οικογενειακού γνωστού που έχει ο Άνταμ πάνω του και θα τον παραδώσει εκεί, σώο και αβλαβή.
 
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο αμερικανοεβραίος Άαρον Μπλάουσταϊν, ένας εύπορος έμπορος, ο οποίος έχασε πρόσφατα τον μοναχογιό του στον Εμφύλιο και που προσπαθεί να αποτρέψει τον Άνταμ από το να πάει να πολεμήσει. Βέβαια με το πόδι έτσι όπως είναι, ήταν πρακτικά αδύνατο να καταταγεί, αλλά ο Άνταμ δεν ήθελε ούτε να ακούσει τις προτροπές του Άαρον, που φτάνει σε σημείο να του υποσχεθεί δουλειά και κληρονομιά στην περίπτωση που αφήσει την επιθυμία του να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Με τη βοήθεια του Άαρον, ο Άνταμ θα μπει στην υπηρεσία ενός προμηθευτή του στρατεύματος των Βορείων, μαζί με τον πρώην σκλάβο, τον Μόουζ, που τον έσωσε από τις ταραχές και έτσι θα μπορέσει να πορευτεί προς τη ζώνη του πυρός.
 
Στην πορεία για το μέτωπο, ο Άνταμ θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση της πραγματικής φύσης του εμφυλίου και θα βιώσει στιγμές φρίκης και ρατσισμού, απανθρωπιάς και κακίας. Θα συναντήσει λιποτάκτες, τυμβωρύχους, ανθρώπους που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν ο ένας τον άλλον με προεξάρχοντα το αφεντικό του, που βρίσκει την ευκαιρία να γεμίζει την τσέπη του, χωρίς να νοιάζεται για τίποτ’ άλλο. Και όταν θα βρεθεί σε συνθήκες μάχης, εκεί στο Wilderness (τον «Αγριότοπο»), όπου διεξήχθη μια από τις πιο αιματηρές μάχες του Εμφυλίου,αιματηρές μάχες του Εμφυλίου, θα αναγκαστεί να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του και θα καταλάβει τα λόγια που του έλεγε ο πικραμένος Άαρον λίγο προτού φύγει από τη Νέα Υόρκη, «πως και οι άλλοι άνθρωποι είναι άνθρωποι».

«Ο Άνταμ σήκωσε το βλέμμα και είδε το πρόσωπο του άντρα να χλομιάζει και να παραμορφώνεται άξαφνα, τα ρουθούνια να τρεμουλιάζουν, τα σκούρα μάτια να φλογίζονται. Κι ύστερα, την ίδια στιγμή, τον είδε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Ήταν σάμπως ένα χέρι, να’ χε σφίξει μ’ όλη του τη δύναμη ένα σφουγγάρι και να το’ χε στραγγίξει μεμιάς απ’ το φορτίο οργής και δακρύων που κουβαλούσε, επιτρέποντάς του έτσι να πάρει το παλιό του σχήμα, στεγνό κι ελαφρύ όπως πρώτα.
Ο Άνταμ νόμισε πως άκουσε την κοφτή, γρήγορη ανάσα του γέρου. Ύστερα τον είδε να χαμογελάει – ένα θλιμμένο χαμόγελο που τρεμόσβηνε καθώς αυτός έλεγε: «Πολύ δύσκολο να θυμάται κανείς».
«Να θυμάται τι;» ρώτησε ο Άνταμ, αφού ο άντρας δεν συνέχιζε τη φράση του.
«Όλα όσα συμμετέχουν στη δημιουργία της κάθε στιγμής που ζούμε», είπε ο Άαρον Μπλάουσταϊν ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους. «Μερικά πράγματα, όμως, πρέπει πάντα να προσπαθεί κανείς να τα θυμάται. Και ξέρεις τι κυρίως δυσκολεύεται κανείς να θυμάται;»
«Όχι», είπε ο Άνταμ.
«Θα σου πω, παιδί μου», είπε ο Άαρον Μπλάουσταϊν. «Κυρίως δυσκολεύεται κανείς να θυμάται πως και οι άλλοι άνθρωποι είναι άνθρωποι».»
 
Καθ’ όλη την (εξαιρετική) αφήγηση του Pen Warren, ο ήρωάς του αναζητάει ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που έχει ζήσει στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Η αναζήτηση εαυτού και του πατρικού προτύπου στη νέα ήπειρο, θα τον προσγειώσει στην πραγματικότητα και συν τω χρόνω θα του απελευθερώσει τα βαθύτερα ένστικτά του. Στον «Αγριότοπο», βλέπουμε έναν ήρωα «Βυρωνικό», που φτάνει στη χώρα που αντιπροσωπεύει για εκείνον τη «γη της ελευθερίας», έναν επίγειο παράδεισο και ο Εμφύλιος που διεξάγεται, θεωρεί ότι έχει όλα τα ρομαντικά στοιχεία που ονειρεύεται. Φθάνοντας βέβαια, με το που πατάει το πόδι του στη γη, βιώνει τον απόλυτο ρατσισμό (τα «βρωμονέγρε» και τα «ψόφο στους αράπηδες» δίνουν και παίρνουν), και μετά το αρχικό σοκ, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά απ’ ότι νόμιζε.


Έχουμε λοιπόν, ένα μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, μια αναζήτηση ταυτότητας, γραμμένη με το μοναδικό στυλ του Pen Warren, που παρασύρει τον αναγνώστη να παρακολουθεί τη μια σκηνή μετά την άλλη χωρίς ανάσα. Η πανοραμική και ψύχραιμη ματιά του, δεν καταγγέλλει, αλλά, βλέπει τα πράγματα συνολικά στην άγρια ρεαλιστική μορφή τους. Οι χαρακτήρες του, είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα και είναι θαυμαστή η περιγραφή της πορείας μετάλλαξης του ρομαντικού (καταρχάς) ήρωά του, προς τη συνειδητοποίηση και την αντίληψη της κατάστασης.
 
Ο «Αγριότοπος», είναι ένα εμβληματικό μυθιστόρημα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο, που όμως έχει βαθύτερες προεκτάσεις για την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, για το Κακό που ελλοχεύει μέσα μας, για τους Εβραίους και τους Μαύρους, για τον ρατσισμό γενικότερα. Σε αυτή την διαφορετική ματιά του άγριου πολέμου που αντιπροσωπεύει αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, με τους ολοζώντανους χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία, σαγηνεύει η γλώσσα του συγγραφέα, που εναλλάσσει δημιουργικά τον λυρισμό (μη το ξεχνάμε, ο Penn Warren ήταν τεράστιος ποιητής) με τον ωμό ρεαλισμό και τον στοχασμό, σε ένα βιβλίο που σε καθηλώνει.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Τετάρτη, Μαΐου 08, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 08, 2024 | Permalink
Edith Wharton "Το σπίτι της ευθυμίας"
Στη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ου αιώνα, τοποθετείται το εμβληματικό μυθιστόρημα, «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΣ» («The house of mirth»), της σπουδαίας Αμερικανίδας συγγραφέως Edith Wharton (Νέα Υόρκη 1862 – Γαλλία 1935), που εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε (ωραία) μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά (σελ. 552). Η Γουόρτον, γεννημένη και αναθρεμμένη μέσα στους κόλπους της ανώτερης τάξης της Νέας Υόρκης, περιγράφει με ακρίβεια και οξύτητα πνεύματος τις κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της εποχής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από την ιστορία μιας μυθιστορηματικής ηρωίδας μεγάλου λογοτεχνικού μεγέθους.


Η Λίλι Μπαρτ ήταν μια καλλονή. Όλα επάνω της, ήταν τέλεια, σαν να τα ζωγράφισε ο καλύτερος ζωγράφος. Κάπου προς την αρχή του βιβλίου, περιγράφεται μια δεξίωση (από τις πολλές που υπάρχουν στην αφήγηση), όπου οι κυρίες της «καλής κοινωνίας», καλούνται να αναπαραστήσουν σε tableaux-vivants κάποιους πίνακες. Η Λίλι Μπαρτ, είναι ένα πιστό αντίγραφο του πίνακα που επίλεξε, μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς, αφήνοντας άφωνους τους παρευρισκόμενους. Η Λίλι όμως έχει φτάσει στην ηλικία των 29 χρονών και δεν έχει ακόμα παντρευτεί, θεωρείται σχεδόν γεροντοκόρη.
 
Αυτό όμως δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Λίλι Μπαρτ. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον, πρώτα από τη μητέρα της και μετά από την αυστηρή και πουριτανή θεία της, όπου ο αντικειμενικός στόχος είναι η εύρεση ενός πλούσιου συζύγου, έχει αναπτύξει δεξιότητες στους καλούς τρόπους και στο καλό γούστο. Η απαράμιλλη ομορφιά της και οι κοινωνικές της δεξιότητες, την καθιστούν μόνιμη προσκεκλημένη πλουσίων οικογενειών και οι προϋποθέσεις για μια πρόταση γάμου υπάρχουν, αλλά πάντα κάτι χαλάει στο τέλος. Ουσιαστικά καλλιεργεί το έδαφος, προετοιμάζει τα πάντα, αλλά στο τέλος είτε δειλιάζει, είτε απουσιάζει από ένα κρίσιμο ραντεβού, σαν κάποια σκιά να υπάρχει στη ζωή και στην προσωπικότητά της.
 
«Η Λίλι, ως όφειλε, είχε εντυπωσιαστεί από το μεγαλείο των ευκαιριών της. Η μιζέρια της τωρινής της ζωής σκιαγραφούσε γοητευτικά τη ζωή που πίστευε ότι δικαιούνταν. Για μια κατώτερη ευφυΐα, οι συμβουλές της κυρίας Μπαρτ ίσως ήταν επικίνδυνες, η Λίλι όμως καταλάβαινε ότι η ομορφιά δεν ήταν παρά μόνο η πρώτη ύλη της κατάκτησης και ότι για να φτάσει στην επιτυχία απαιτούνταν και άλλες τέχνες. Ήξερε ότι το να επιδεικνύει το οποιοδήποτε αίσθημα ανωτερότητας αποτελούσε μια λιγότερο προφανή μορφή της βλακείας που καταδίκαζε η μητέρα της και δεν άργησε να μάθει ότι μία καλλονή οφείλει να δείχνει μεγαλύτερη αβρότητα από κάποια άλλη με συνηθισμένη εμφάνιση.»
 
Η Λίλι Μπαρτ, είναι όπως δηλώνει «πτωχή αλλά πανάκριβη»! Ουσιαστικά ζει με το επίδομα που της παρέχει η θεία της – που δεν είναι και πολύ καλά στην υγεία της. Κατά καιρούς, διάφοροι νεόπλουτοι που επιθυμούν σφόδρα να εισέλθουν στην «καλή κοινωνία» της Νέας Υόρκης, την «προσλαμβάνουν» (ουσιαστικά) για να διοργανώσει ταξίδια, δεξιώσεις, να επιλέγει ρούχα και διακόσμηση στις επαύλεις που έχουν αγοράσει η χτίσει, για την (πάμπλουτη και άσχετη) οικοδέσποινα, που θέλει διακαώς να συμπεριληφθεί στους κύκλους της ανώτερης τάξης, και μετά να «διασκεδάζει» γνωστούς και άγνωστους της από τους καλεσμένους. Η Λίλι χάριν του καλού της γούστου και των τρόπων της, ήταν κάποτε περιζήτητη και πολύφερνη, αλλά τώρα βλέπει κι η ίδια ότι οι συμπεριφορές «φίλων» και γνωστών, έχουν αλλάξει. Υπάρχει κριτική για την τάση της προς τον τζόγο (όπου συνήθως χάνει), προς την στάση της προς κάποιους άνδρες (το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει).
 
Φταίει όμως και η Λίλι Μπαρτ. Παρότι είναι ένας καλός άνθρωπος με πολλές φορές αγνά αισθήματα, είναι κατά βάση, μια ματαιόδοξη, στενόμυαλη και επιπόλαιη κοπέλα. Θεωρεί ότι είναι κάποιου είδους ηρωίδα της Jane Austin, προσβάλλει ανθρώπους χωρίς μεγάλες οικονομικές δυνατότητες που την πλησιάζουν και κάποιοι όπως ο δικηγόρος Σέλντεν που την αγαπάει αληθινά, μπορεί να απολαμβάνουν κατά καιρούς την παρέα της, αλλά δεν θεωρούνται «άξιοι» να την παντρευτούν, παρά τα αισθήματα που μπορεί κι η ίδια να τρέφει προς αυτούς. Δεν θεωρούνται όμως «άξιοι» και κάποιοι εξωφρενικά πλούσιοι άνδρες που θεωρούνται «νεόπλουτοι» αλλά δεν έχουν τους φινετσάτους τρόπους της αριστοκρατίας (όπως τη θεωρεί η ηρωίδα), όπως ο χρηματιστής Ρόουζντεϊλ που επιθυμεί διακαώς να την παντρευτεί αλλά «βρίσκει τοίχο» σε κάθε του προσπάθεια.
 
Η «φωνή της λογικής» στο βιβλίο, είναι ο Σέλντεν. Ένας δικηγόρος που βρίσκεται στις παρυφές του κόσμου των πλουσίων, είναι οικονομικά ανεξάρτητος και παρατηρεί με ακρίβεια τα τεκταινόμενα. Δεν διστάζει να γίνει δυσάρεστος απέναντι στην αιθεροβάμονα Λίλι και να της κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, κι όταν η Λίλι συνειδητοποιήσει ότι τα χρήματα που λαμβάνει από τους μεγιστάνες, απαιτούν ανταλλάγματα, στον Σέλντεν τρέχει για βοήθεια. Το αδιέξοδο για την Λίλι είναι μονόδρομος και οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν πια. Η σχέση με τον Σέλντεν δεν προχωράει, όπως δεν προχώρησε ποτέ τίποτα στην συναισθηματική ζωή της Λίλι, και η αναπόφευκτη πτώση όταν έρθει, θα είναι πολύ σκληρή.

Τα τελευταία χρόνια προβάλλεται μια σειρά σε παραγωγή HBO, το «The Gilded Age», μια δημιουργία του Julian Fellows
που έγινε γνωστός από την τεράστια επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «
Downton Abbey». Το «Gilded Age», διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη Νέα Υόρκη και δείχνει ακριβώς ό,τι περιγράφει η Wharton στο βιβλίο της – προφανώς ο δημιουργός της σειράς είχε μελετήσει σε βάθος την συγγραφέα: τον κόσμο των μεγιστάνων της πόλης∙ επικεντρώνεται δε, στην σύγκρουση «old money» με «new money». Όπως καταλαβαίνει κανείς, η σειρά είναι γεμάτη υποκρισία και υπόγειες διαμάχες, όπου η πολυτέλεια περισσεύει και η σκληρότητα είναι σε καθημερινή βάση.

Η Wharton στο βιβλίο της, με καίριο τρόπο, εκθέτει ακριβώς αυτήν, την επίδειξη, την υποκρισία και την ηθική χρεοκοπία της ανώτερης κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Το μυθιστόρημα, εκτός από σχόλιο για το τίμημα της ματαιοδοξίας, αποτελεί μια καυστική κριτική των ρηχών αξιών, της χυδαιότητας και της σκληρότητας των ανθρώπων που πλουτίζουν καθημερινά στην ακμάζουσα οικονομία των Η.Π.Α. της εποχής αλλά ταυτόχρονα και με οξυδερκή τρόπο, είναι μια εξερεύνηση, μια οξεία ματιά στους περιορισμούς της κοινωνίας στις γυναίκες.
 
«Ωστόσο άλλο πράγμα είναι να ζεις άνετα με την αφηρημένη ιδέα της φτώχειας και άλλο να έρχεσαι σε επαφή με την ανθρώπινη ενσάρκωσή της. Η Λίλι δεν είχε στοχαστεί ποτέ αυτά τα θύματα της μοίρας παρά μόνο ως μάζα. Το ότι τη μάζα αποτελούσαν ξεχωριστές ζωές, αναρίθμητα διαφορετικά κέντρα αισθήσεων, με τις δικές της ατέρμονες προσπάθειες για ευτυχία, με τη δική της αποστροφή για τον πόνο – το ότι κάποιοι από αυτούς τους μπόγους συναισθημάτων είχαν μια μορφή που θύμιζε αρκετά τη δική της , με μάτια προορισμένα να κοιτάζουν τη χαρά  και νεαρά χείλη φτιαγμένα για τον έρωτα – αυτή η ανακάλυψη προκάλεσε στη Λίλι μια έκρηξη οίκτου από εκείνες που αποσυντονίζουν μια ανθρώπινη ύπαρξη. Η φύση της Λίλι ήταν ανίκανη για μια τέτοια διαδικασία αλλαγής: μπορούσε να νιώσει άλλες απαιτήσεις μόνο μέσα από τις δικές της, και κανένας πόνος δεν διαρκούσε με κάποια ένταση αν δεν πίεζε κάποιο νεύρο της που θα αντιδρούσε.»


Οι χαρακτήρες στο βιβλίο είναι (όλοι τους) ένας κι ένας. Η Wharton «κεντάει» στην σκιαγράφησή τους, στους ευφυέστατους διαλόγους και στον διεισδυτικό κοινωνικό σχολιασμό μιας κοινωνικής τάξης, που την γνώριζε εκ των έσω, καθώς είχε μεγαλώσει στους κόλπους της. Είχε ανατραφεί σαν την ηρωίδα της, με στόχο να κάνει έναν «καλό γάμο», αλλά σε αντίθεση με την Λίλι, ξέφυγε από αυτό (της πήρε βέβαια κάποιες δεκαετίες), και στο βιβλίο της τονίζει την ματαιότητα μιας γυναίκας του κοινωνικού status της Λίλι, να ξεφύγει από την προκαθορισμένη μοίρα της. Η Λίλι ήταν αβοήθητη σε αυτό που η εκπαίδευσή της, την προόριζε: ένα «προϊόν» που είχε εξειδικευτεί να στολίζεται και να περιμένει χαρούμενη, να «διασκεδάζει» πηγαίνοντας από εκδήλωση και πάρτι, σε δεξιώσεις και σε συγκεντρώσεις, κυνηγώντας το εφήμερο και το περαστικό, με απώτερο στόχο, να γίνει κι αυτή μια από τις πλούσιες αριστοκράτισσες (ή wannabe τέτοιες) που συναναστρεφόταν. Γνώριζε πώς να ταιριάζει φορέματα και χρώματα, λουλούδια και τραπέζια για δείπνα, αλλά υπάρχει απόσταση μεταξύ διακόσμησης και υλοποίησης στόχων μέσα σε μια κοινωνία τόσο επιφανειακή που αλληλοσφάζεται.
 
Μέσα από τα δικά της «λάθη» ή τους δισταγμούς στις κρίσιμες στιγμές – να μη μπει σε μια άμαξα ενός άνδρα που θα της έκανε πρόταση γάμου, να μην εκβιάσει με κάποιες επιστολές που έπεσαν στα χέρια της, να απορρίπτει τον πιο γρήγορα ανερχόμενο πλούσιο επειδή της φαινόταν χυδαίοι οι τρόποι του, κάνει την αντίστασή της χάνοντας τις «ευκαιρίες». Η «πτώση» της αποτελεί μια «απελευθέρωση», είναι η αντίδρασή της στο προκαθορισμένο μονοπάτι, αλλά η τιμωρία της θα είναι σκληρή, καθώς ακόμα και τότε, ο εγωισμός της δεν την αφήνει να δει καθαρά.
Στον προσεκτικό αναγνώστη, ο χαρακτήρας της Λίλι Μπαρτ – όχι πάντα ιδιαίτερα συμπαθής, πολλές φορές σου έρχεται να κλείσεις το βιβλίο αγανακτισμένος με την ανοησία της -, θα θυμίσει αυτόν της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», αλλά είναι το αφηγηματικό ύφος της Wharton, που με τις πινελιές από Μπαλζάκ στη νατουραλιστική αποτύπωση της εποχής, καθιστά το βιβλίο ακαταμάχητο.
 
Εδώ μιλάμε για μεγάλους στυλίστες και ενδεχομένως, η Wharton να βρίσκεται μια κλίμακα κάτω από τον (μαιτρ του είδους) ανυπέρβλητο στυλίστα Henry James, και κανένα από τα βιβλία της να μη μπορεί να φτάσει το «Πορτρέτο μιας κυρίας», και ίσως, το «Σπίτι της ευθυμίας» να μη φτάνει στο επίπεδο του αριστουργήματος της συγγραφέως, που είναι «Τα χρόνια της αθωότητας», ή ακόμα και του δικού αγαπημένου, του "Ήθαν Φρομ" (που είχα διαβάσει πριν από "αιώνες"),  αλλά δεν παύει να είναι ένα μυθιστόρημα που δεν δείχνει την ηλικία του, ένα βιβλίο εξαιρετικό, χορταστικό και ιδιαίτερα μοντέρνο που διαβάζεται με άνεση (και απολαμβάνεται) από τον αναγνώστη του 21ου αιώνα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
 
Το blog συμπληρώνει σήμερα (8 Μαΐου), 18 χρόνια συνεχούς παρουσίας. Δεν γνωρίζω πόσο ακόμα θα συνεχίζω τον «αγώνα τον καλό», δεν είμαι πια ο ίδιος που ήμουν το 2006 και όλα τριγύρω έχουν αλλάξει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται πια να διαβάζει μεγάλα κείμενα και η εικόνα έχει επικρατήσει ακόμα και ανάμεσα σε στιβαρούς αναγνώστες. Είναι αυτός ο ένας, από καιρού εις καιρόν, που θα με βρει και θα μου πει, πόσο τον επηρέασε αυτό ή το άλλο κείμενο για βιβλίο που έγραψα ή να με ευχαριστήσει για κάποιο βιβλίο που δεν ήξερε και έμαθε από μένα, που με κάνει να συνεχίζω. Και αυτό – πιστέψτε με – είναι ότι αξίζει περισσότερο.
Σας "δωρίζω" λοιπόν ένα χαζοτράγουδο για την περίσταση!