Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2023 | Permalink
Mbougar Sarr - Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων
«Έπειτα, πολύ καιρό μετά, κατάλαβα: το να έχεις μια πληγή δε συνεπάγεται ότι πρέπει και να τη γράψεις. Δε σημαίνει καν ότι σκέφτεσαι να τη γράψεις. Και δε μιλώ για το αν μπορείς να το κάνεις. Ο χρόνος είναι φονιάς. Σκοτώνει μέσα μας την ψευδαίσθηση ότι οι πληγές μας είναι μοναδικές. Όχι, δεν είναι. Καμιά πληγή δεν είναι μοναδική. Τίποτα ανθρώπινο δεν είναι μοναδικό. Όλα γίνονται φριχτά κοινότοπα με τον χρόνο. Ιδού το αδιέξοδο ž αλλά ακριβώς σ’ αυτό το αδιέξοδο έχει η λογοτεχνία μια πιθανότητα να γεννηθεί.»
 
Σαγηνευτικό και πολυεπίπεδο λογοτεχνικό ταξίδι, μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αναζήτηση ταυτότητας σε μια περιπλάνηση ανά τον κόσμο και τις διαφορετικές ηπείρους, και μια αστυνομικής υφής ιστορία αναζήτησης. Όλα τα παραπάνω (και ακόμα περισσότερα) συνθέτουν το μυθιστόρημα – ποταμός, «Η ΠΙΟ ΜΥΣΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» («La plus secrete memoires des hommes»), του νεότατου Σενεγαλέζου (που ζει στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά) συγγραφέα Mohamed Mbougar Sarr (Ντακάρ Σενεγάλης, 1990) – (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Μ.Πατεράκη-Γαρέφη, σελ.555), ίσως το καλύτερο (σίγουρα το πιο ιντριγκαδόρικο) βιβλίο που διάβασα μέχρι τώρα μέσα στη χρονιά.


«Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων», είναι ένα από τα βιβλία που μιλούν για ένα ολόκληρο σύμπαν, είναι ένας λαβύρινθος, στον οποίον εισέρχεσαι, και αγωνιάς μέχρι να βρεις την έξοδο (αν την βρεις), χάνεσαι, μπερδεύεσαι, ίσως και να κουράζεσαι με τα πολλά αδιέξοδα που θα συναντήσεις, αλλά η λύση είναι πάντα εκεί και ο συγγραφέας που (νιώθεις να) περπατάει μαζί σου, σε παίρνει από το χέρι και μέσα από τους αλληλοσυμπληρώμενους διαδρόμους σε οδηγεί. Είναι ένα βιβλίο που είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσεις, αλλά, και να μιλήσεις γι’ αυτό όσο πιο κατανοητά γίνεται.
 
Ο (φανερός ήρωας του βιβλίου) νεαρός Σενεγαλέζος συγγραφέας Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, ζει στο Παρίσι και προσπαθεί να βρει την λογοτεχνική του φωνή, μέσα από συναντήσεις με συνομήλικούς του συγγραφείς, ετερόκλητες λογοτεχνικές παρέες και ατελείωτες βόλτες στη γαλλική πρωτεύουσα. Μαθητής ακόμα στη Σενεγάλη, είχε βρει σε μια ανθολογία να αναφέρεται το βιβλίο ενός συμπατριώτη του συγγραφέα, κάποιου Τ.Σ.Ελιμάν με τίτλο, «Ο Λαβύρινθος του Απάνθρωπου». Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1938 στη Γαλλία, οι κριτικοί αρχικά είχαν εκστασιαστεί μαζί του και αποκαλείτο «Ο μαύρος Ρεμπό», αλλά αργότερα ο συγγραφέας του, κατηγορήθηκε για αντιγραφή μέρους από άλλα βιβλία ή αποσπασμάτων γνωστών συγγραφέων, και το βιβλίο με τη σύμφωνη γνώμη των εκδοτών του, αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, ο συγγραφέας εξαφανίστηκε χωρίς να υπερασπίσει τον εαυτό του – βασικά ούτε καν ασχολήθηκε, σε λίγο χρόνο, μεσολάβησε κι ο Β παγκόσμιος πόλεμος, όπου οι άνθρωποι είχαν σοβαρότερα θέματα να τους απασχολούν.
 
Ο Ντιεγκάν αφότου έφυγε από τη χώρα του, προσπαθούσε να βρει στο Παρίσι, στα παλαιοβιβλιοπωλεία, ένα αντίτυπο του βιβλίου που απασχολούσε το μυαλό του από τα μαθητικά του χρόνια. Κανείς δεν είχε τίποτα – δεν γνώριζε κάτι. Το 1970 είχε εκδοθεί ένα μικρό βιβλίο από μια Γαλλίδα δημοσιογράφο, με τίτλο «Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο νέγρος Ρεμπό;», με την έρευνα που είχε κάνει η συγγραφέας του για τον Τ.Σ.Ελιμάν, αλλά κι αυτό ήταν δυσεύρετο πλέον. Ο Ντιεγκάν γίνεται συγγραφέας, γράφει ένα βιβλίο που αποτελεί εμπορική αποτυχία αλλά οι κριτικοί τον αναγνωρίζουν ως «νέα ελπιδοφόρα φωνή», και προσπαθεί να γράψει κάτι καλύτερο.
 
Ώσπου ένα βράδυ, πέφτει τυχαία πάνω σε μια συμπατριώτισσα του συγγραφέα , την Σιγκά Ντ. που ήταν πλέον εξηντάρα και θεωρείτο το «μεγάλο όνομα» της Σενεγαλέζικης λογοτεχνικής σκηνής. Η Σιγκά Ντ. όμως παρέμενε μια ωραία γυναίκα και ο Ντιεγκάν παρότι πολλά χρόνια νεότερός της, έλκεται απεριόριστα από αυτήν. Θα πάνε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένει και πάνω στη κουβέντα, θα βγάλει ένα βιβλίο από τη τσάντα της. Είναι «Ο λαβύρινθος του Απάνθρωπου»! Η Σιγκά Ντ. εκπλήσσεται από τη γνώση και την περιέργεια του Ντιεγκάν και του δανείζει το βιβλίο, δίνοντάς του ραντεβού στο Άμστερνταμ, όπου θα τον περιμένει, όταν είναι έτοιμος για να συζητήσουν γι’ αυτό. Ο Ντιεγκάν θα το διαβάσει το ίδιο βράδυ και ξανά το επόμενο μεσημέρι. Γνωρίζει μετά την ανάγνωση, ότι τίποτα απ’ ότι πίστευε για τη Λογοτεχνία και την συγγραφή δεν θα ήταν ξανά το ίδιο!
 
«Θα σου δώσω μια συμβουλή: μην προσπαθείς ποτέ να πεις για τι πράγμα μιλάει ένα μεγάλο βιβλίο. Ή, αν το κάνεις, ιδού η μόνη δυνατή απάντηση: για τίποτα. Ένα βιβλίο μιλάει πάντα για τίποτα και, ωστόσο, όλα είναι εκεί μέσα. Μην ξαναπέσεις ποτέ στην παγίδα να θελήσεις να πεις για τι πράγμα μιλάει ένα βιβλίο που νιώθεις ότι είναι σπουδαίο. Αυτή είναι η παγίδα που σου στήνει η κοινή γνώμη. Οι άνθρωποι θέλουν ένα βιβλίο να μιλάει απαραιτήτως για κάτι. Η αλήθεια, Ντιεγκάν, είναι ότι μόνο ένα βιβλίο μέτριο ή κακό ή κοινότοπο μιλάει για κάποιο πράγμα. Ένα μεγάλο βιβλίο δεν έχει θέμα και δε μιλάει για τίποτα, προσπαθεί απλώς να εκφράσει ή να ανακαλύψει κάποιο πράγμα, αλλά αυτό και μόνο είναι ήδη όλα, και αυτό το κάποιο πράγμα είναι ήδη όλα.»
 
Ο Ντιεγκάν πλέον, εμμονικά αναζητά τα ίχνη του Τ.Σ.Ελιμάν, και το βιβλίο αποκτά τη μορφή ενός λογοτεχνικού θρίλερ, μιας περιπέτειας που τα διάφορα πρόσωπα που εισβάλλουν στη πλοκή, και ο διαφορετικός αφηγηματικός ρυθμός από μέρος σε μέρος του βιβλίου, προσθέτει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία στην ιστορία. Από την Ευρώπη στη Νότια Αμερική και πάλι στην Αφρική – μητέρα των πάντων -, διαβάζουμε για ένα ταξίδι στην ιστορία, από το Ολοκαύτωμα και την Αποικιοκρατία, στον μαγικό ρεαλισμό της Σενεγάλης, στο παρελθόν μιας οικογένειας και στην πολιτική κατάσταση της αφρικανικής χώρας στο σήμερα.
 
Από το Ντακάρ στο Παρίσι και από εκεί στο Μπουένος Άιρες και στο Άμστερνταμ, ο αναγνώστης θα διαβάσει για τον Γκόμπρβιτς και τον Σάμπατο, για φυγάδες Ναζί έως το τραγικό ζευγάρι των εκδοτών του βιβλίου με την μοίρα που καθόρισε η γνωριμία τους με τον Τ.Σ.Ελιμάν. Ο ίδιος ο εξαφανισμένος συγγραφέας (ο κρυφός ήρωας του βιβλίου), θα αποδειχθεί ένας ήρωας «bigger than life», που η τραγική του μοίρα θα τον υποχρεώσει σε μια περιπλάνηση άνευ ορίων και όρων, όπου ότι άγγιζε καιγόταν.
 
«Το κακό είναι το μεγάλο ζήτημα. Η αθωότητα δεν περνάει στη λογοτεχνία. Τίποτα ωραίο δε γράφεται χωρίς μελαγχολία. Μπορείς να τη διασκεδάσεις, να τη μεταμφιέσεις, να την προεκτείνεις σε απόλυτη τραγωδία ή να τη μεταστοιχειώσεις σε ατέρμονη κωμωδία. Όλα επιτρέπονται στις παραλλαγές και στους συνδυασμούς που προσφέρει η λογοτεχνική δημιουργία. Ανασηκώνεις μια καταπακτή θλίψης, και η λογοτεχνία κάνει να ανεβεί ένα πελώριο γέλιο από την τρύπα. Μπαίνεις σ’ ένα βιβλίο όπως σε μια λίμνη πόνου, μαύρη και παγωμένη. Αλλά, στο βάθος της, ακούς ξάφνου τον χαρούμενο σκοπό μιας γιορτής: τανγκό φυσητήρων, ζουκ ιπποκάμπων, τουέρκ χελωνών, μούνγουοκ γιγάντιων κεφαλόποδων. Στην αρχή είναι η μελαγχολία, η μελαγχολία να είσαι άνθρωπος ž η ψυχή που θα ξέρει να την κοιτάξει μέχρι τον πάτο της και να την κάνει ν’ αντηχήσει στον καθένα, μόνον αυτή θα είναι η ψυχή του καλλιτέχνη – του συγγραφέα.»
 

Ο Μπουγκάρ Σαρ, αφιερώνει το βιβλίο του, στον συγγραφέα από το Μάλι, Γιάμπο Ουολογκέμ, που η ιστορία του αποτέλεσε την έμπνευση για το «Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων». Ο Ουολογκέμ (1940-2017), ήταν ο πρώτος Αφρικανός συγγραφέας που απέσπασε ένα Γαλλικό βραβείο, με το πρώτο του μυθιστόρημα «
Le devoir de violence» το 1968. Παρά την αρχική αποθεωτική υποδοχή από τους κριτικούς, αργότερα κατηγορήθηκε για λογοκλοπή από βιβλία του Graham Greene και του Andre Schwarz-Bart. Ο Ουολογκέμ μετά από αυτή την κατακραυγή, αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έγραψε μόνο μερικά παιδικά βιβλία και έζησε σε μια μικρή πόλη του Μάλι διευθύνοντας ένα Κέντρο Νεότητας.
 
Ο Μπουγκάρ Σαρ, όμως στο μυθιστόρημά του, οικοδομεί ένα ολόκληρο λογοτεχνικό σύμπαν (και αυτό θεωρώ ότι αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμά του). Χρησιμοποιώντας διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, ημερολογιακές καταγραφές, θρύλους της χώρας του, ιστορίες που εμπλέκονται η μία μέσα στην άλλη, αυτό που στην τέχνη ονομάζεται «mise en abyme», εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, που εισέρχονται στην μεγαλύτερη «εικόνα» και την τονίζουν ακόμα περισσότερο. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες συναντούν πραγματικούς πρωταγωνιστές της Λογοτεχνίας, πραγματοποιώντας ένα ταξίδι μέσα στα πλαίσια αυτής της Τέχνης και της Θεωρίας της.
 
Τι σήμαινε να είσαι μαύρος συγγραφέας σε μια χώρα που το χρώμα έπαιζε ρόλο και η προσωρινή αποδοχή, ήταν καλή για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα; Πόσο σοβαρά μπορούν να σε πάρουν; Ο Μπουγκάρ Σαρ, στο μυθιστόρημά του, τονίζει την «αφέλεια» των Αφρικανών απέναντι στην χώρα που θαύμαζαν. Από τους Αφρικανούς στρατιώτες που έγιναν τροφή στα κανόνια του Α παγκοσμίου πολέμου, πολεμώντας για μια χώρα που θεωρούσαν «πατρίδα» τους, μέχρι την καχυποψία και την ευκολία του λογοτεχνικού (και όχι μόνο) μικρόκοσμου της Γαλλικής ιντελιγκέτσιας, η απόσταση δεν είναι μεγάλη και ο σπαρακτικός βίος του Τ.Σ.Ελιμάν, ενός ηθελημένα απόκληρου, θα βγάλει στην επιφάνεια όλον τον ρατσισμό και την απογοήτευση.
 
Η αναζήτηση του (φανερού) ήρωα του βιβλίου, του νεαρού Ντιεγκάν, είναι ένα ταξίδι στην ιστορία της λογοτεχνίας, στην ιστορία της πατρίδας του, όπου τα ερωτήματα για την ταυτότητα, την αλήθεια και το ψέμα, την ειλικρίνεια και την παραπλάνηση, το αυθεντικό και το κατασκευασμένο επανέρχονται διαρκώς. Είναι όμως και ένα ενδελεχές πολιτικό σχόλιο για τις συνθήκες που διαμόρφωσαν μια ήπειρο, για τον ρατσισμό σε όλους τους τομείς (από τα Γράμματα μέχρι την καθημερινή ζωή), για την έννοια της φιλίας και της συντροφικότητας, της μοναξιάς και της πικρίας.
 
«Ποια είναι λοιπόν αυτή η πατρίδα; Την ξέρεις: είναι προφανώς η πατρίδα των βιβλίων: των βιβλίων που διάβασες και αγάπησες, των βιβλίων που διάβασες και ντρόπιασες, των βιβλίων που ονειρεύεσαι να γράψεις, των ασήμαντων βιβλίων που έχεις ξεχάσεις και που δεν ξέρεις καν αν τα είχες ανοίξει κάποτε, των βιβλίων που δε θα διαβάσεις ποτέ αλλά που δε θα τα αποχωριζόσουν για τίποτα στον κόσμο, των βιβλίων που περιμένουν την ώρα τους σε μια υπομονετική νύχτα, πριν απ’ το θαμβωτικό λυκόφως των αναγνώσεων της αυγής.»
 
Ο τόσο σαγηνευτικός λογοτεχνικός λαβύρινθος του «Η ΠΙΟ ΜΥΣΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», δεν είναι μόνο ένας ύμνος στη Λογοτεχνία, και στην δύναμη της αφήγησης, αλλά και ένα δώρο στον αναγνώστη, ο οποίος εισέρχεται σε έναν ιστό της αράχνης, από τον οποίο μόνο έκθαμβος μπορεί να βγει. Το πολυφωνικό και πολυεπίπεδο αυτό μυθιστόρημα, που ξαφνιάζει και συγκλονίζει από την πρώτη του σελίδα, είναι ένα ιδιαίτερο παζλ, με τα μυστικά και τους αφρικάνικους θρύλους που περιέχει, τα λογοτεχνικά παιχνίδια και τις παραπομπές που το διατρέχουν, τους γρίφους και τον λογοτεχνικό πλούτο που διαθέτει, απαιτούν αναγνωστική εγρήγορση και επάρκεια, προκαλούν σε σκέψεις και ερωτήματα που γεννιούνται διαρκώς. Το βιβλίο αυτό, είναι ένα αριστούργημα!
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2023 | Permalink
Bournville
Σε ένα κείμενό μου, τέσσερα χρόνια πριν, για τον Jonathan Coe (Worcestershire 1961), και το ωραίο μυθιστόρημά του «ΜΕΣΗ ΑΓΓΛΙΑ», είχα γράψει για τον Βρετανό συγγραφέα, ότι είναι «ανατόμος της (Βρετανικής) κοινωνίας». Αυτός ο χαρακτηρισμός τού ταιριάζει απόλυτα, ίσως και να ισχυροποιείται, στο μυθιστόρημά του, «ΜΠΟΡΝΒΙΛ, ΤΟ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ», («BOURNVILLE») – (εκδόσεις Πόλις, μετάφρ. Α.Τριμπέρη, σελ. 494), όπου ως συνήθως συμβαίνει με τα βιβλία του Coe, έχει στο επίκεντρό του, μια ιστορία που αρχικά, διαβάζεται ευχάριστα και καθώς, η τεράστια αφηγηματική μαεστρία στην αποτύπωση της καθημερινότητας, παρασύρει τον αναγνώστη, εντέχνως ο ικανότατος συγγραφέας περιγράφει τις αλλαγές στην Βρετανική κοινωνία, τις ανατροπές, τις χαρές και τις απογοητεύσεις, συνδυάζοντάς τα με το εύστοχο πολιτικό σχόλιο.


Το Μπόρνβιλ, είναι μια μικρή πόλη στις νοτιοδυτικές περιοχές του Μπέρμιγχαμ, ένα «πρότυπο-χωριό» στη μέση Αγγλία που φτιάχτηκε αρχικά για να εγκατασταθούν οι εργαζόμενοι στην εμβληματική σοκολατοποιία
Cadbury, το οποίο, χρησιμεύει ως καμβάς για να ξεδιπλωθεί ουσιαστικά, η μεταπολεμική πορεία της κοινωνίας της Μεγάλης Βρετανίας, μέσα από την ιστορία τεσσάρων γενεών μιας οικογένειας της περιοχής, που τα όνειρα και τα μικροδράματά τους, οι ευτυχισμένες και οι δυστυχισμένες τους στιγμές, αντανακλούν την εποχή τους.
 
«Δεν μύριζε σοκολάτα, αλλά η σοκολάτα ήταν παντού. Δεν χρειαζόταν να δώσουν ένα όνομα στο εργοστάσιο που δέσποζε στο κέντρο του χωριού. Απλώς το αποκαλούσαν «το Εργοστάσιο». Και μέσα σε εκείνο το εργοστάσιο, έφτιαχναν σοκολάτα. Έφτιαχναν σοκολάτα για περισσότερα από εξήντα χρόνια. Ο Τζον Κάντμπουρι είχε ανοίξει το πρώτο του κατάστημα στο κέντρο του Μπέρμιγχαμ το 1824, πουλώντας κόκκους κακάο για ροφήματα ζεστής σοκολάτας: πιστός κουάκερος, όπως και τα αδέρφια του, έβλεπε το ρόφημα αυτό όχι μόνο σαν θρεπτικό στοιχείο του πρωινού αλλά και σαν ένα υγιεινό υποκατάστατο του αλκοόλ μέσα στη μέρα. Οι δουλειές πήγαιναν όλο και καλύτερα, το ανθρώπινο δυναμικό αυξανόταν, οι εγκαταστάσεις μεγάλωναν, και μετά, το 1879, οι γιοι του αποφάσισαν να μεταφέρουν όλη την παραγωγή έξω από το Μπέρμιγχαμ. Η περιοχή που διάλεξαν ήταν κυρίως πλαγιές με λιβάδια. Το όραμά τους: η αρμονική συνύπαρξη βιομηχανίας και φύσης ž συμβιωτικά, αλληλοεξαρτώμενα. Στην αρχή το εργοστάσιο ήταν μικρό. Ένα μονώροφο κτίριο από κόκκινο τούβλο, ευήλιο χάρη στα μεγάλα παράθυρα στις τρεις πλευρές του, από τα οποία έβλεπες τα καταπράσινα τοπία που το περιέβαλλαν. Δίπλα στο εργοστάσιο δημιουργήθηκαν αθλητικές εγκαταστάσεις, κήποι και παιδικές χαρές. Από εδώ, το κέντρο της πόλης φαινόταν μακρινό. Το μέρος το χαρακτήριζαν χωριό και πράγματι έδινε την αίσθηση χωριού. (…) Όμως οι φιλοδοξίες της οικογένειας Κάντμπουρι δεν τελείωναν εκεί. Οραματίζονταν σπίτια: σπίτια οικονομικά, σπίτια καλοχτισμένα, σπίτια με μεγάλους κήπους, όπου θα άνθιζαν δέντρα και θα καλλιεργούνταν φρούτα και λαχανικά. Ο κουακερισμός, όπως και στο παρελθόν, βρισκόταν στην καρδιά του σχεδίου τους και ο στόχος ήταν «η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης και του εργατικού πληθυσμού, μέσα και γύρω από το Μπέρμιγχαμ, με την παροχή καλύτερων κατοικιών, που θα διέθεταν κήπους και ανοικτούς χώρους για την προσωπική τους ψυχαγωγία».»
 
Έχοντας ο Coe, ως κεντρικό χαρακτήρα στο πολυπρόσωπο μυθιστόρημά του, την Μαίρη Λαμπ, μια γυναίκα που γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και έζησε μέχρι το 2020, και την ιστορία της οικογένειάς της, τους γονείς, τον σύζυγό της, τα τρία της παιδιά και τα εγγόνια της, και χωρίζοντας το βιβλίο σε επτά «επεισόδια» (αν μιλήσουμε με τηλεοπτικούς όρους) ή επτά στιγμές της Ιστορίας, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, από το 1945 έως το 2021, αφηγείται σημαντικά γεγονότα στην οικογενειακή ιστορία της ηρωίδας του, αλλά μέσα από αυτά περιγράφει την Βρετανική κοινωνία και τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτήν, πολιτικές και πολιτιστικές, όπως και το πώς αυτή (η κοινωνία) μορφοποιείται και αντιδρά.
 
Οι επτά ιστορικές «στιγμές» (όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας» είναι: Η «ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη, 8 Μαΐου 1945», «Η στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β, 2 Ιουνίου 1953», «Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου: Αγγλία εναντίον Δυτικής Γερμανίας, 30 Ιουλίου 1966», «Η ανακήρυξη του Κάρολου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας, 1 Ιουλίου 1969», «Ο γάμος του Κάρολου, Πρίγκιπα της Ουαλίας και της Λαίδης Νταϊάνα Σπένσερ, 29 Ιουλίου 1981», «Η κηδεία της Νταϊάνα, Πριγκίπισσας της Ουαλίας, 6 Σεπτεμβρίου 1997» και τέλος, «Η 75η επέτειος της Ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη, 8 Μαΐου 2020».
Όπως διαπιστώνει ο προσεκτικός αναγνώστης, τα γεγονότα δεν είναι ισοβαρούς παγκόσμιου ενδιαφέροντος, αλλά όλα σηματοδοτούν κάτι στο μυθιστόρημα και σε όλα «πρωταγωνιστούν» η Μαίρη Λαμπ και η οικογένειά της, όπως και κάποιοι φίλοι ή συγγενείς τους. Επίσης σε αυτά τα γεγονότα, επικρατεί ομοθυμία στη συγκίνηση και στην τόνωση του ιδιαίτερου πατριωτισμού που χαρακτηρίζει τους Βρετανούς, ενώ αντικατοπτρίζεται το γενικότερο συναίσθημα της χώρας, απέναντι στην Ευρώπη αλλά και στους εαυτούς τους. Παραδείγματος χάριν, το φαινομενικά αδιάφορο (τουλάχιστον στους εκτός της νήσου ανθρώπους) της στέψης του Κάρολου ως Πρίγκιπα της Ουαλίας, δίνει την αφορμή στον Coe, να περιγράψει σε ένα ωραιότατο μέρος του βιβλίου, την αφύπνιση των νεότερων μελών της οικογένειας και την συνειδητοποίηση τους, στα συναισθήματα των Ουαλών απέναντι στους Άγγλους, ή ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, περιγράφει πως υποδέχονται τα μέλη της οικογένειας, τους μακρινούς συγγενείς τους από την Δυτική Γερμανία, που έχουν έρθει να τους επισκεφθούν με αφορμή τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.
 
Έχοντας στο επίκεντρο του βιβλίου μια τυπική βρετανική οικογένεια με θέσεις που ποικίλουν από εθνικιστικές (ο σύζυγος της Μαίρης και ο ένας γιος, έως πιο «φιλοευρωπαϊκές» τα υπόλοιπα μέλη), ο Coe περιγράφει με την γνωστή γλαφυρότητά του, πως αλλάζει η Βρετανική κοινωνία μέσα σ’ αυτές τις επτά περίπου δεκαετίες που διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του. Από το Μπόρνβιλ που δεν είναι πια το ειδυλλιακό χωριό, μέχρι την κοινωνική και πολιτισμική διαστρωμάτωση στην περιοχή με Ινδούς να κατοικούν στην περιοχή και να συμμετέχουν στη ζωή του τόπου ή τις κοινωνικές αλλαγές με την μαύρη σύζυγο ενός από τους γιους της Μαίρης που «σκανδαλίζει» τον πατέρα του, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πως αλλάζει όμως και η επίδραση του εργοστασίου της Cadbury, που τελικά καταλήγει να πουληθεί σε μια πολυεθνική εταιρεία – όπως άλλωστε οι μεγαλύτερες βρετανικές (κάποτε ανθηρές και εμβληματικές) αυτοκινητοβιομηχανίες.
 
Μέσα από την προσπάθεια της σοκολάτας Cadbury, να πάρει άδεια πώλησης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έχοντας περισσότερα φυτικά έλαια και λιγότερη σοκολάτα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί «σοκολάτα» βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών, και είχε άδεια εξαγωγής μόνο για τις Σκανδιναβικές χώρες), παρακολουθούμε και τις δυσκολίες κατανόησης και συνεννόησης με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο Μάρτιν, ο ένας γιος της οικογένειας, που δουλεύει στην Cadbury, συμμετέχει στις συζητήσεις και προσπαθεί να προσεγγίσει τα διάφορα λόμπι, συναντώντας δημοσιογράφους. Οι συζητήσεις καταλήγουν συνήθως σε αδιέξοδο, λύση δεν βρίσκεται, και ο συγγραφέας περιγράφει τον πολιτικό οπορτουνισμό, που με περιπτώσεις σαν αυτήν οδήγησε στην ψήφιση του Brexit, ενώ οι περιγραφές του Μπόρις Τζόνσον (στη θητεία του) ως δημοσιογράφου στις Βρυξέλλες είναι σπαρταριστές.
 
Το μυθιστόρημα φτάνει μέχρι τους πρώτους μήνες της επέλασης του Ιού και τα lockdowns σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, μέχρι να φτάσουν στη Μεγάλη Βρετανία. Μπορεί όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου, το ύφος του Coe να γίνεται περισσότερο πολιτικό και ελαφρώς καταγγελτικό, αλλά γίνεται επίσης και πολύ συναισθηματικό. Οι σελίδες που περιγράφονται οι τελευταίες ημέρες της Μαίρης εν μέσω πανδημίας (χαρακτήρας που βασίστηκε στη μητέρα του συγγραφέα – όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον επίλογο του βιβλίου) είναι αφοπλιστικές και ιδιαίτερα συγκινητικές, καθώς η ηρωίδα του βιβλίου σβήνει μόνη υπακούοντας στους κανονισμούς κατά του Covid.


Από τα παραπάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, το «BOURNVILLE», είναι ένα βιβλίο, με το οποίο ο αναγνώστης «περνάει καλά» μαζί του, ακόμα κι αν μείνει στο πρώτο επίπεδο, της νοσταλγίας και της γλαφυρής αφήγησης, αφήνοντας τις σελίδες να κυλάνε. Όμως το φιλόδοξο μυθιστόρημα του Coe, είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Ο συγγραφέας χειρίζεται με άψογο ύφος την έκταση της ιστορίας του σε μια μακρά χρονική περίοδο, όπως και τα πολλά πρόσωπα που εισέρχονται με μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στη πλοκή. Θίγοντας ευαίσθητα θέματα (ο Ουαλικός εθνικισμός, η ξενοφοβία στο βάθος της βρετανικής κοινωνίας, η καθόλου ασήμαντη ιστορία της σοκολατοβιομηχανίας, ο ανταγωνισμός με την Ευρώπη) και εισάγοντάς τα χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, στην ιστορία, ο Coe, αποδεικνύει για άλλη μια φορά την ικανότητά του να περνάει τα σοβαρότερα θέματα με τον πιο φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο.
 
Γλυκόπικρο και εύστοχο το βιβλίο, διαθέτει ατμόσφαιρα και ευαισθησία, μουσικό ρυθμό, ωραίους διαλόγους, ζωντάνια και  ευφυία, (πολύ) χιούμορ και δυναμισμό τονίζοντας εμφατικά την επιστροφή του Coe σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. «Όλα αλλάζουν και όλα μένουν τα ίδια» φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας για τη χώρα του, και το δείχνει με τον πιο πειστικό λογοτεχνικά τρόπο στο υπέροχο (και μάλλον) ελεγειακό του μυθιστόρημα, όπου μιλάει για τα αγαπημένα του θέματα, την Αγγλία, την κοινωνία της, τις αντιθέσεις της και την καθημερινότητα της.
 
Βαθμολογία 85 / 100



 
 
Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2023 | Permalink
DISSIPATIO H.G.

Επιθυμείς διακαώς να φύγεις από την πολύβουη πόλη και να ζήσεις μόνος σε μια εξοχή; Να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που σε ταλαιπωρούν και να είσαι ελεύθερος να απολαμβάνεις τη φύση και τους ατελείωτους περιπάτους σε δάση και ακτές; Πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να ξυπνήσεις ένα ωραίο πρωινό και να έχεις πάθει αυτό ακριβώς που επιθυμούσες και ονειρευόσουν! Να μείνεις μόνος πάνω σ’ αυτή τη γη…

Ο ανώνυμος αφηγητής της έξοχης νουβέλας του Ιταλού συγγραφέα, Guido Morselli (Μπολόνια, 1912 – Βαρέζε, 1973) , με τίτλο «DISSIPATIO H.G.» (εκδ. Loggia, μετάφρ. Μ. Φραγκούλη, σελ. 181), δεν ευχόταν να μείνει μόνος στη γη, επιθυμούσε να αυτοκτονήσει. Στην προσπάθειά του όμως αυτή, αποτυγχάνει – όπως σχεδόν σε ότι έχει αποπειραθεί στη ζωή του, επιστρέφει σπίτι του και το επόμενο πρωί, διαπιστώνει ότι δεν έχει μείνει άνθρωπος σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων από το σπίτι του και την πόλη που μένει. Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας που αφηγείται με μοναδικό στυλ, ο (επηρεασμένος από το ύφος του Ίταλο Καλβίνο) Ιταλός συγγραφέας, που λίγο μετά την απόρριψη του χειρογράφου του βιβλίου του, από έναν εκδότη, αυτοκτόνησε χρησιμοποιώντας ένα περίστροφο. Ας δούμε όμως τι αφορά αυτή η νουβέλα, που έκτοτε συζητήθηκε πολύ, εκδόθηκε σε πολλές γλώσσες και έκανε γνωστό το όνομα ενός μάλλον υποτιμημένου συγγραφέα όσο εκείνος ήταν εν ζωή.


Το αλληγορικό αυτό βιβλίο (που απέκτησε στοιχεία επικαιρότητας με τους εγκλεισμούς λόγω πανδημίας), αρχικά έχει τη μορφή της δυστοπίας για να εξελιχθεί σε ένα μοντερνιστικό Καφκικό πλαίσιο, όπου οι φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες επικρατούν στις σελίδες του, «φορτώνοντάς το» έναντι της λογοτεχνικότητάς του, προσθέτοντας όμως ιδιαίτερο βάρος στην αξία του. Σε έναν τόπο που δεν καθορίζεται αλλά προφανώς είναι η Ελβετία, ο ανώνυμος αφηγητής, ένας μισάνθρωπος και μοναχικός δημοσιογράφος και συγγραφέας που ζει αποτραβηγμένος απ’ όλους κι απ’ όλα σε ένα σπίτι στα βουνά, αποφασίζει το βράδυ, λίγο προτού συμπληρώσει τα 40 του χρόνια να αυτοκτονήσει.
 
Έχει επιλέξει ως τόπο του εγχειρήματός του, μια κλειστή λίμνη, στην οποία φτάνεις μέσα από μια σπηλιά και καταλήγει στη λίμνη που βρίσκεται μέσα σε βράχους, σαν πηγάδι. Όμως παρά την επιθυμία (και τον προγραμματισμό) του, δεν τολμάει να το κάνει. Βγαίνοντας από την σπηλιά, χτυπάει δυνατά το κεφάλι του, ζαλίζεται, χάνει τον προσανατολισμό του, αλλά τελικά φτάνει κατάκοπος σπίτι του, όπου ξαπλώνει στο κρεβάτι του, έχοντας δίπλα του ένα περίστροφο (την «κοπέλα με το μαύρο μάτι» όπως το αποκαλεί), προσπαθεί να πυροβοληθεί, αλλά και πάλι δεν μπορεί να προχωρήσει παρά τις δυο – τρεις προσπάθειες. Θα κοιμηθεί και όταν ξυπνήσει το επόμενο πρωί, το μαξιλάρι του είναι γεμάτο αίματα, από το χτύπημα στον βράχο. Θα φάει λαίμαργα πρωινό και θα πάει στο κοντινό του χωριό, όπου προς κατάπληξή του, δεν βλέπει κανέναν άνθρωπο. Τα πάντα είναι κλειστά ή ανοιχτά αλλά με σημάδια αιφνίδιας εγκατάλειψης, ακόμα κι ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι έρημος! Γυρίζει σπίτι, ανοίγει την αλληλογραφία του – που είχε καμιά βδομάδα να την ανοίξει, λόγω του πλάνου του να αυτοκτονήσει -, βλέπει ότι θα ερχόταν μια φίλη για τα γενέθλιά του, αλλά κι εκείνη δεν φαίνεται πουθενά. Συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος.
 
«… τώρα πια η εσωτερική ιστορία είναι η Ιστορία, η ιστορία της Ανθρωπότητας. Εγώ είμαι τώρα πια η Ανθρωπότητα, εγώ είμαι η Κοινωνία (Α και Κ κεφαλαία). Θα μπορούσα, χωρίς έμφαση, να μιλώ σε τρίτο πρόσωπο: «ο Άνθρωπος είπε αυτό, έκανε αυτό…» Πέρα από το ότι, με αρχή τη 2α Ιουνίου, το τρίτο πρόσωπο κι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πραγματικό ή γραμματικό, ταυτίζονται αναγκαστικά με το δικό μου. Δεν υπάρχει πια παρά το Εγώ, το Εγώ δεν είναι πια παρά το δικό μου. Είμαι εγώ.»


Ο αφηγητής θα κατευθυνθεί προς την «Χρυσούπολη», την μεγάλη πόλη, εμπορικό και οικονομικό κέντρο με τις εξήντα τράπεζες και τους δεκάδες χιλιάδες εμπόρους (υπονοείται η Ζυρίχη;) που ανέκαθεν σιχαινόταν. Κι εκεί όμως, δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, οι δρόμοι, τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία έρημα, όπως και το αεροδρόμιο, αλλά και μια στρατιωτική βάση. Ο αφηγητής θα δοκιμάσει να καλέσει κάποια διεθνή νούμερα τηλεφώνων, στην άλλη άκρη υπάρχει μόνο ο τηλεφωνητής.
 
Τι έγιναν οι άνθρωποι; Που πήγαν; «Εξαερώθηκαν»; Στα πολυτελή και έρημα πλέον ξενοδοχεία, τα φαγητά είναι πάνω στα τραπέζια και οι γάτες κάνουν παρέλαση στους διαδρόμους. Ο αφηγητής θυμάται κάποια πράγματα που του είχε πει, ο γιατρός που τον κουράριζε σε μια κλινική όταν νοσηλεύτηκε για ψυχικές διαταραχές και σκέφτεται ότι αυτός ο «γιατρουδάκος» (όπως τον αποκαλεί) είναι ο μόνος άνθρωπος που τον κατανόησε. Πως είναι όμως ο κόσμος χωρίς ανθρώπους; Είναι άραγε τόσο καθαρός και φωτεινός; Και η κοινωνία μια «κακή συνήθεια»;
 
«… Εξάτμιση – εξύψωση. Εξύψωση – ανάληψη (στους ουρανούς).
Ας δούμε. Είναι κάτι που διάβασα παλιά, ένα κείμενο του Ιάμβλιχου που βρέθηκε μπροστά μου, δεν θυμάμαι για ποια έρευνα. Μιλούσε για το τέλος του είδους κι είχε τίτλο Dissipatio Humani Generis. Εξανέμιση, όχι με ηθική έννοια. Η εκδοχή που θυμάμαι ήταν στα λατινικά και στα ύστερα λατινικά φαίνεται πως dissipation σήμαινε «εξαέρωση», «νεφελοποίηση» ή κάτι ομοίως σχετικό με τη φύση κι ο Ιάμβλιχος στην περιγραφή του υπαινισσόταν ακριβώς ένα αναπότρεπτο φαινόμενο τέτοιου τύπου. Σε σχέση με άλλους προφήτες, ήταν λιγότερο καταστροφικός: κανένας κατακλυσμός, κανένα ολοκαύτωμα «solvens saeclum in favilla
», που θα εξομοιωνόταν σήμερα με πυρηνική εκατόμβη. Τα ανθρώπινα όντα μετατράπηκαν, από ξαφνικό θαύμα, σε ένα σπρέι ή ανεπαίσθητο αέριο (και ακίνδυνο, πιθανόν άοσμο), χωρίς ενδιάμεση ανάφλεξη. Πράγμα που, αν όχι ένδοξο, είναι τουλάχιστον ευπρεπές.»
 
Ο αφηγητής προσπαθεί να καταλάβει, να βρει μια αιτία. Ανατρέχει σε φιλοσοφικές θεωρίες και θρησκευτικές αγωνίες, οικονομικές θεωρίες και σκέψεις για το ανθρώπινο είδος και την γραμμικότητα του χρόνου για να βρει απαντήσεις. Θεωρεί ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται για να επιβιώσει ο πλανήτης κι ότι ήρθε η ώρα, η Φύση να κυριαρχήσει και τα ζώα να αφεθούν ελεύθερα αλλά μετά από ελάχιστο χρόνο, προσπαθεί να επικοινωνήσει με κάθε τρόπο, να βρει άλλους ανθρώπους, αρνείται να παραδεχτεί ότι έχει μείνει τελείως μόνος, ο μοναδικός επιζών.


Ο Μορσέλι με πολύ στυλ, αφηγείται μια ιστορία που επικεντρώνεται στις αντιδράσεις του αφηγητή του. Η νουβέλα βέβαια, είναι φορτωμένη με φιλοσοφικές έννοιες σε σημείο «μπουκώματος», που όμως ο συγγραφέας κατορθώνει να κεντρίσει σε πολλά σημεία το ενδιαφέρον του αναγνώστη του, με τις κινηματογραφικού ύφους περιγραφές του αεροδρομίου, της στρατιωτικής βάσης, των χώρων των ξενοδοχείων, των έρημων δρόμων, που παραπέμπουν σε ταινίες της δεκαετίας του ’70.
 
Η υπαρξιακή αγωνία διατρέχει το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη. Τι μπορεί να υπάρχει σε αυτό το άγνωστο πεδίο, μεταξύ του θανάτου και της ζωής, μεταξύ της επιλογής της αυτοκτονίας και της ενστικτώδους ανάγκης για επιβίωση; Η φιλοσοφική νουβέλα του Μορσέλι, νιώθεις ότι κρύβει πολλά παραπάνω απ’ όσα περιγράφει. Υπαινικτική αν και «βαρυφορτωμένη» με πολλά νοήματα, με ωραίο κλιμακούμενο ρυθμό, περιγράφει ενδελεχώς τον ανώνυμο αφηγητή / ήρωά της, που ταλαντεύεται μεταξύ της αγωνίας για επιβίωση και απορίας, μεταξύ της αυτογνωσίας και της εξωτερικής πραγματικότητας.
 
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη κάνει συνειρμούς για αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο. Η δε αυτοκτονία του συγγραφέα λίγο καιρό μετά, χρησιμοποιώντας «το μαύρο μάτι» οδηγεί προς τα εκεί. Όμως, η ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις και ερμηνείες (όπου η προσπάθεια αποκρυπτογράφησής της μάλλον οδηγεί σε αποτυχία), νουβέλα του Μορσέλι, είναι ένα ιδιαίτερο και σκοτεινό βιβλίο, όπου όλα είναι πιθανά – ακόμα και η απόπειρα αυτοκτονίας του ανώνυμου αφηγητή στην αρχή της ιστορίας να ήταν τελικά επιτυχημένη και όσα παρακολουθούμε να βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου.
Πολύτιμη η συμβολή της μεταφράστριας Μαρίας Φραγκούλη στην (όσο το δυνατόν καλύτερη) κατανόηση αυτού του αλληγορικού και πολύ απαιτητικού, ιδιαίτερου βιβλίου. Το επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση είναι εξαιρετικό, όπου μέσα από τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, αντιλαμβανόμαστε πολλά.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2023
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2023 | Permalink
Barry Hannah, κάτι παραπάνω από ένας απλός "Συγγραφέας του Νότου" ("Ψεύτες του νερού")
«Η ανάγνωση και η γραφή εκπαιδεύουν τους ανθρώπους μας στη λογική, τη χάρη και την ακρίβεια της σκέψης, ώστε να επιδοθούν σε μια ισόβια μελέτη του εξαιρετικού στην ανθρώπινη ύπαρξη. Νομίζω ότι η λογοτεχνία είναι η ιστορία της ψυχής. Η γραφή θα όφειλε να είναι ένα ταξίδι σε μια πολύτιμη πρόσληψη των πραγμάτων.» Barry Hannah
 
Γιατί κάποιοι συγγραφείς γίνονται ευρέως γνωστοί και κάποιοι (που μπορεί να παρουσιάζουν το ίδιο ή και μεγαλύτερο ενδιαφέρον) παραμένουν σχετικά άγνωστοι στο ευρύ κοινό, είναι μια από τις μεγάλες απορίες που έχουν οι απανταχού βιβλιόφιλοι. Στους δεύτερους ανήκει ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος Barry Hannah, (Meridian, Mississippi 1942 – Oxford, Mississippi 2010), που έζησε όλη του τη ζωή στο Νότο των Η.Π.Α., εκδίδοντας οκτώ μυθιστορήματα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων. Ο Hannah, δίδασκε Δημιουργική Γραφή σε διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα του Νότου, και ως διευθυντής στο αντίστοιχο τμήμα του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, ενώ, έμεινε γνωστός ως «Συγγραφέας του Νότου», ένας χαρακτηρισμός που ανέκαθεν τον ενοχλούσε με την μπαναλιτέ του και τα στερεότυπα που μπορεί να κουβαλάει. Ο Hannah ήταν ιδιαίτερα αναγνωρισμένος μεταξύ των συναδέλφων του συγγραφέων ως αληθινός επίγονος του Φώκνερ, (αν και ως ύφος ήταν περισσότερο κοντά στην έτερη μεγάλη του Νότου, την  Eudora Welty), και ως εξαιρετικός δάσκαλος και μέντορας συγγραφέων όπως η Ντόνα Ταρτ και άλλοι.
 
Ο Barry Hannah, δεν είχε εκδοθεί ποτέ στη χώρα μας, μέχρι τις αρχές του 2023, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε ρέουσα μετάφραση του Νίκου Μάντη, η συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «ΨΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ» (σελ. 445), που περιέχει μια επιλογή από παλαιότερες συλλογές του συγγραφέα, όπως και κάποιες που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του, το 2010 και εκδόθηκαν στις Η.Π.Α., με τίτλο «Long, Last, Happy : New and Selected Stories». Η συλλογή περιέχει διηγήματα γραμμένα από το 1964 έως το 2010 και στα ελληνικά φέρει τον τίτλο του ομώνυμου πρώτου διηγήματος.
 

Για τους περισσότερους από εμάς, που ερχόμαστε σε πρώτη επαφή με το έργο του συγγραφέα, που θεωρήθηκε «τρελός» από τον Τρούμαν Καπότε και «παρανοϊκός» από τον Hunter Thompson (!), μερικοί από τους τίτλους των διηγημάτων της συλλογής, προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον: «Αγάπη πολύ μακρόσυρτη», «Οδήγα, πέτα, τρύπα και χάζεψε», «Φύλακες της φουσκονεριάς», «Μεραρχία των Νυχτερίδων της Κόλασης», «Scandale destime», «Έι, έχεις τσιγάρο, έχεις ώρα, έχεις νέα, έχεις την όψη μου;», «Πάρε λίγη νιότη», «Άρρωστος στρατιώτης στην πόρτα σου». Τα 19 διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, δεν είναι όλα του ίδιου μεγέθους, κάποια είναι σύντομα, τεσσάρων-έξι σελίδων, και κάποια άλλα εκτείνονται σε μέγεθος μικρής νουβέλας, πενήντα και λίγο παραπάνω σελίδων.
 
«… Καθάριζε το σπίτι με τη σχολαστική μανία Γερμανού πρωκτολόγου και διασκέδαζε με σόκιν ανέκδοτα. Είχε ευχάριστο πρόσωπο και ύστερα έγινε όμορφη με τη βοήθεια ακριβών καλλυντικών. Η σιλουέτα της παρέμενε σε φόρμα, μολονότι το ’χανε λίγο με τους γοφούς της. Επίσης, ήταν θυμωμένη με την ηλικία της. Η οργή και η απέχθειά της ήταν τέλειες, όπως το έργο της φωτιάς ή της πλημμύρας. Κανένας άντρας ή γυναίκα δεν της γλύτωνε.
Καμμιά φορά, αναρωτιόταν νωθρά για ποιο λόγο δεν την είχε σκοτώσει, αλλά σε άλλες στιγμές ήταν καλή παρέα και ισχυριζόταν πως τον αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τα πράγματα στον κόσμο. Τότε τον κέρδιζε, αλλά εκείνος πάντα καταλάβαινε τι του ετοίμαζε, που ήταν να τον παγιδέψει σ’ ένα είδος μοχθηρού θεάτρου, όπου ένας ήρωας, εκείνος, ένας αλήτης με προοπτικές, μένει ενεός ενόσω μία μέγαιρα που του χρωστάει τα πάντα, τού επιτίθεται πατόκορφα, επειδή δεν βελτιώθηκε αρκετά ώστε να τού χρωστάει περισσότερα. Αυτό το χρέος της τής ήταν αφόρητο, ποτέ δεν θα του το συγχωρούσε, ειδικά τώρα που δεν ήταν πια υποχρεωμένη να αποτελεί κομμάτι του εργατικού δυναμικού.» («Τελευταίος, υπαρχηγέ Τζέιμς»)
 
Στην θεματολογία του Hannah βρίσκουμε δυναμισμό και ένταση, σκηνές καθημερινότητας αλλά και (κυρίως) σκηνές παραλόγου που αναπτύσσονται με ένα ιδιαίτερο κράμα λυρικότητας και αποστασιοποίησης σε ένα αποξενωμένο πλαίσιο, που οδηγεί συνήθως σε αδιέξοδο. Οι ήρωες των ιστοριών του, ψαρεύουν, οδηγούν, πίνουν, εμπλέκονται σε βίαιες πράξεις χωρίς να είναι απαραίτητα βίαιοι χαρακτήρες, τους παρασύρει η βίαιη καθημερινότητα των επαρχιών του Αμερικανικού Νότου.
 
Η καθημερινότητα που αναπαρίσταται στις πολύ ζωντανές σκηνές των ιστοριών του βιβλίου, εμπεριέχει μεγάλες εντάσεις, ανθρώπους στα όριά τους, βάθος συναισθημάτων. Εμπεριέχει όμως και σκηνές σάτιρας των πάντων, της θρησκείας, της εκκλησίας, του συζυγικού βίου, του ρατσισμού, των σχέσεων. Ο Hannah, μεταφέρει με πολύ στυλ, σκηνές από τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής, το ψάρεμα, το μεθύσι μέχρι λιποθυμίας, τις μακρές ατελείωτες βόλτες με τα αυτοκίνητα, τις σκηνές από τους πολέμους, τις κουβέντες στα μπαρ. Πόλεμος, γυναίκες, ερωτικές σχέσεις, ζωές κατεστραμμένες, ταξίδια για ψάρεμα, αυτοκίνητα και μηχανές και πολλή-πολλή μουσική τζαζ, κάντρι και σόουλ. Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος σε πολλές περιπτώσεις δείχνει να παραμένει ένα στίγμα στις ζωές των ανθρώπων ακόμα και 100+ χρόνια μετά. Άνθρωποι πυρομανείς, ρατσιστές στο έπακρο, άνεργοι ή βετεράνοι του στρατού, γάμοι διαλυμένοι, κουβέντες ανούσιες που πετάγονται χωρίς λόγο, μοναξιά, αναμνήσεις από την εφηβεία, από την στρατιωτική θητεία και πάνω απ’ όλα αυτή η διάχυτη θλίψη των ηρώων των ιστοριών που εκφράζεται άλλοτε βίαια, άλλοτε υποδόρια, είναι που κυριαρχεί στις περισσότερες των ιστοριών.


Τα διηγήματα του τόμου, είναι από καλά έως πολύ καλά, εκείνο όμως που ξεχωρίζει, είναι το αριστουργηματικό «Μεραρχία των Νυχτερίδων της Κόλασης» - «Batts out of Hell Division» (που αποτέλεσε και τον τίτλο μιας από τις συλλογές διηγημάτων του συγγραφέα). Εκεί όπου συναντιούνται η φρίκη του Εμφυλίου, με goth και σουρεαλιστικά στοιχεία, όπου ο αφηγητής είναι ένας στρατιώτης που έχει γίνει ο γραμματικός του λόχου των Νοτίων. Κι έχει γίνει ο γραμματικός επειδή «όλα τα μέλη του έχουν αποχωρήσεις, εκτός από το δεξί του χέρι». Μέσα στην απελπισία τους, οι Νότιοι θα κάνουν μια απεγνωσμένη επίθεση στους Βόρειους, υπό την συνοδεία της μπάντας τους που παίζει Τσαϊκόφσκι την ώρα της επίθεσης, προκαλώντας συγκίνηση στους απέναντι. Μια ιστορία με εκπληκτικό αφηγηματικό ρυθμό, που μέσα στις 11 σελίδες της, συγκλονίζει περισσότερο από οποιοδήποτε μυθιστόρημα για τον Αμερικανικό Εμφύλιο.
 
«Εμείς, σε μια κουρελιασμένη γραμμή που κόβει στα δύο τα μάτια τους, προχωράμε. Κομμάτια της σημαίας τινάζονται πίσω στο κοντάρι που κρατάει ο Μπίλι, και μετά ο Άιρα. Εμείς, όπως εσείς οι κατοπινοί θα υποψιάζεστε, δεν τα πάμε και πολύ καλά. Έχουν σκοτώσει τα κέρατά τους. Βασικά είμαστε απλώς οι Νυχτερίδες τώρα. Η βούλησή μας είναι διάτρητη, με τα συντρίμμια της σκορπισμένα σε όλους αυτούς τους καμένους κρατήρες, λες και ο στρατηγός έχει τρυπήσει τη διακήρυξή μας αρκετές φορές με το πούρο του. Σ’ ευχαριστούμε ανελέητα, ω Μέγα Τελειοποιητή! Όμως, είμαστε ακόμα εδώ. Κερδίζουμε σε εκατοστά, κι ύστερα χάνουμε σε μέτρα. Αλλά και πάλι να σου κάποια εκατοστά τις νύχτες, φλαπ, ωχ, γκλαν! Μιλάω με το μικρό τους σε πέντε άτομα που έχουν το δάχτυλο της σκανδάλης τους ανατιναγμένο – «cest rien, μονάχα bagatelle». Μουρμουράνε συνέχεια αυτοί οι Κέιτζουν. Κάτι για τα προηγούμενα που μαζί μας τα κανόνια, ας το πούμε έτσι. Θα πρέπει να ξέρετε επίσης ότι τα μισά όπλα μας πλέον είναι άχρηστα.» («Μεραρχία των Νυχτερίδων της Κόλασης»)
 
Ισορροπώντας με θαυμαστή ικανότητα, μεταξύ τραγωδίας και σάτιρας, ο Hannah υπήρξε ένας άξιος συνεχιστής της Νότιας παράδοσης. Απόηχοι (έντονοι) από W.Faulkner και Flannery OConnor, Eudora Welty αλλά και Truman Capote, με ένα δικό του ιδιαίτερο ύφος που μετέφερε την παραδοσιακή βία και την μισαλλοδοξία των κατοίκων του παραδοσιακού Νότου, σε συνδυασμό με την παράνοια και το «ακατέργαστο» χιούμορ της περιοχής.
Ένας συγγραφέας που έχει τεράστιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον και ελπίζω να μεταφραστεί κάποιο μυθιστόρημά του στη γλώσσα μας.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
  
 
Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2023 | Permalink
Alberto Garlini "Ο νόμος του μίσους"

«Η αλήθεια είναι μονάχα μια εκδοχή της πραγματικότητας.» 

Τα ογκώδη μυθιστορήματα είναι συνήθως απωθητικά στον μέσο αναγνώστη (και όχι μόνο), αλλά τις περισσότερες φορές κρύβουν θησαυρούς μέσα τους. Αυτή είναι και η περίπτωση του πολυσέλιδου και ιδιαίτερα πυκνογραμμένου βιβλίου του Ιταλού συγγραφέα Alberto Garlini (Πάρμα, 1969), με τον τίτλο «Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ» («La legge delodio»), που εκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση-άθλο της Βασιλ. Πέτσα (σελ. 708), ενός εντυπωσιακού και φιλόδοξου μυθιστορήματος, που είναι ένας απόλυτα επιτυχημένος συνδυασμός πολιτικής ιστορίας και μυθοπλασίας, δραματοποιημένου ντοκουμέντου και ανατομίας της φασιστικής ιδεολογίας.



Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας νεαρός φασίστας, τον οποίον ο Γκαρλίνι περιγράφει ενδελεχώς. Από την αρχή του βιβλίου μαθαίνουμε ότι ο Στέφανο Γκουέρρα (καθόλου τυχαία η επιλογή επωνύμου διότι Guerra σημαίνει πόλεμος/μάχη), είναι νεκρός μέσα από την διαδικασία μιας δίκης το 1985, που εξετάζει τις συνθήκες θανάτου του, όπως κι ενός νεαρού φοιτητή το 1968, στις συμπλοκές της Βάλε Τζούλια το 1968, όπου παρατηρείται η πρώτη εμφάνιση του Γκουέρρα. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τα γεγονότα που συνέβησαν από το 1968 έως το 1975, χρονιά του θανάτου του ήρωα του βιβλίου. Ήταν χρόνια ταραγμένα, που στην Ιταλία αποκαλούνται «τα μολυβένια χρόνια», διότι οι ταραχές δεν είχαν καμία σχέση με τον Μάη του 68 στη Γαλλία ή τις φοιτητικές εξεγέρσεις στις Η.Π.Α., ήταν γεγονότα που «μύριζαν» εμφύλιο πόλεμο, ήταν γεγονότα όπου σκοτωνόταν περαστικοί, οικογένειες, κι όπου οι νοσταλγοί του Μουσολινικού καθεστώτος ονειρευόντουσαν πραξικοπήματα.
 
Ο Στέφανο Γκουέρρα, είναι μεν μια λογοτεχνική κατασκευή, αλλά τα χαρακτηριστικά του, είναι τόσο ζωντανά σκιαγραφημένα, που ο αναγνώστης θεωρεί ότι διαβάζει για έναν άνθρωπο που υπήρξε. Ο μέντοράς του Φράνκο στη δίκη τον περιγράφει: «Ξανθός, λιγομίλητος, λιπόσαρκος. Μισός άγγελος, μισή οχιά. Κατά βάθος, ένα χωριατόπαιδο που δεν μεγάλωσε ποτέ.» Όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Γκουέρρα, είναι ένας εικοσάχρονος από το Ούντινε, παιδί προβληματικής οικογένειας, με πατέρα Φασίστα, ο οποίος από τα χρέη αυτοκτόνησε και μητέρα που κάνει (κυριολεκτικά) τα πάντα για να τον μεγαλώσει. Ο ήρωας του βιβλίου, δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ασπάζεται την φασιστική ιδεολογία, χωρίς να ξέρει καλά καλά τι είναι αυτό, απλά μεγάλωσε με τους φίλους του πατέρα του και μέσα σε ένα περιβάλλον σημαιών, νεκροκεφαλών και ανάμνησης ενός «ένδοξου παρελθόντος». Η μία πλευρά του, είναι ενός κτήνους, που δεν θα διστάσει να σκοτώσει χρησιμοποιώντας κάθε μέσον, και η άλλη, έχει έναν ιδιότυπο ρομαντισμό, που δακρύζει διαβάζοντας τους στίχους μιας Αργεντινής ποιήτριας και συγκινείται διαβάζοντας κλασσική λογοτεχνία.
 
«Ο Φράνκο είναι σαν να βλέπει μέσα στην ψυχή του: «Μας βλέπεις; Παρατήρησέ μας προσεκτικά. Δες την αποφασιστική μας όψη. Όλοι είμαστε αδέλφια μεταξύ μας. Αποκαλύψαμε τη μεγάλη απάτη της αστικής ειρήνης και δεν θέλουμε να γίνουμε κομμάτι της. Μας κινεί όλους ένα αλάνθαστο ορμέμφυτο. Είμαστε πάντοτε έτοιμοι για καβγά και η στυφή οσμή της περιπέτειας μας τραβά παντού. Αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο ανάμεσα σε χιλιάδες, όπως οι θαρραλέοι μεταξύ θαρραλέων. Ωστόσο, καθένας μας αναζητά κάτι διαφορετικό, αιτιολογεί τους ξυλοδαρμούς και το αίμα και τη θυσία με διαφορετικό τρόπο. Κανείς δεν έχει ακούσει ακόμη το παρασύνθημα. Ίσως το φέρνουμε απ’ έξω απ’ έξω, ξεδιάντροπα, μιλώντας περί πίστης. Σήμερα, όμως, μπορούμε να βροντοφωνάξουμε το πιστεύω μας. Θυμός. Θυμός. Θυμός. Ο θυμός μάς ενώνει. Ο θυμός του Αχιλλέα και του Οδυσσέα. Ο θυμός που κατακαίει τα πιο ατρόμητα μυαλά, που δολοφονεί για μια ατέλεια. Ο θυμός που ενδημεί εκεί που μάχεται κανείς. Εκεί όπου χέρια οπλισμένα βάλλουν κατά της ζωής. Εκεί όπου αγωνίζεται κανείς μέχρι να εξαντληθούν οι δυνάμεις του. Εκεί όπου βρίσκεσαι ολομόναχος εάν είσαι φανατικός. Εκεί όπου ο φανατισμός ταυτίζεται με την ομορφιά. Σ’ εκείνη την ουδέτερη ζώνη, στην οποία όλοι, εάν διέθεταν ανάλογο θάρρος, θα ήθελαν να κατοικούν.»
 
Ο Γκουέρρα, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών του διημέρου, που έμεινε ιστορικά γνωστό ως «Μάχη της Βάλε Τζούλια» στις αρχές του 1968, (εκεί όπου αριστεροί, κινεζόφιλοι, ακροαριστεροί φοιτητές συμπλέκονταν με τις αστυνομικές δυνάμεις στο κέντρο της Ρώμης, φασιστικές ομάδες βρήκαν την ευκαιρία να ανακατευτούν συμβάλλοντας στο γενικότερο χάος) θα σκοτώσει χωρίς πραγματικά να το θέλει, έναν χαρισματικό νεαρό φοιτητή που βρέθηκε τυχαία εκεί και είχε γνωρίσει τα προηγούμενα βράδια. Αυτή η δολοφονία δεν θα στοιχειώσει μόνο τον Γκουέρρα, αλλά θα γίνει αντιληπτή από τους άλλους φασίστες και θα αποτελέσει στοιχείο εκβιασμού προς αυτόν. Ο φόνος αρχικά αποδόθηκε σε αριστερούς φοιτητές αλλά σύντομα κατέπεσε η κατηγορία.


 
Η πορεία του Γκουέρρα, μετά την Βάλε Τζούλια ήταν ανοδική. Επιστρέφοντας στο Ούντινε, θα αποτελέσει τον εκτελεστικό βραχίονα για τα φασιστικά κεφάλια της πόλης και γενικότερα της Βόρειας Ιταλίας. Θα σχηματίσει την δικιά του ομάδα, θα εκβιάζει και θα εκβιάζεται, θα προδίδει και θα προδίδεται, θα σκοτώνει χωρίς δισταγμό και θα τρομοκρατεί κόσμο. Τα χρήματα έρχονται, αλλά και οι απαιτήσεις αυξάνονται. Τα πράγματα σοβαρεύουν και ο Γκουέρρα αντιλαμβάνεται ότι δεν θα αργήσει η μέρα που θα είναι κι αυτός «αναλώσιμος» όπως τόσοι και τόσοι άλλοι – θα προσπαθήσει να αυτονομηθεί, εγχείρημα δύσκολο που απαιτεί χρήματα. Στο μεσοδιάστημα, θα ερωτευτεί την Αντονέλλα, την αδελφή του φοιτητή που δολοφόνησε. Δεν θα της αποκαλύψει ποιος είναι, αλλά θα την πολιορκήσει στενά, και θα έχουν μια ερωτική σχέση που θα τους σημαδέψει και θα συντελέσει στην συνειδητοποίηση του Γκουέρρα, για την αληθινή του φύση και το αδιέξοδο της ζωής του.
 
«Θυμάστε τι έγραψε ο Γκέμπελς, όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ; Η παρτίδα σκάκι για την κατάληψη της εξουσίας ξεκίνησε. Αυτό επαναλαμβάνω κι εγώ σ’ εσάς, αυτή την ώρα. Το παιχνίδι για την κατάληψη της εξουσίας ξεκίνησε και δεν θα το παίξουμε με πλεκτάνες και πολιτικούς διαξιφισμούς. Θα το παίξουμε με τις βόμβες. Με τα όπλα. Με τον φόβο. Στην Ιταλία δεν πρέπει να υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος που να αισθάνεται ασφάλεια στο σπίτι του.  Που θα συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο ξέγνοιαστος. Το νεανικό μας αίμα πρέπει να ζυμωθεί μέσα σ’ ολόκληρο το έθνος. Θα φτάσουμε σε κορεσμό μονάχα με τη συνεχή ώθηση της αδιάλειπτης δράσης. Με την πιο σκληρή αντίδραση.  Με μια ορμή που δεν επιδέχεται δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις. Μια επανάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αλλιώς. Κι εμείς επιζητούμε την επανάσταση. Για άλλους, στο μέλλον, θα έρθει η ώρα της πολιτικής, σήμερα όμως χρέος δικό μας είναι η επίθεση.»


Ο Γκαρλίνι περιγράφει με γλαφυρότητα και υπομονή την κρίση στην Ιταλική κοινωνία εκείνων των χρόνων και την έξαρση της αλόγιστης βίας, μεταφέροντας με υποδειγματικό τρόπο την ατμόσφαιρα των ημερών. Τα άκρα που κάπου συμπλέουν στις οδομαχίες, οι κοινές μέθοδοι περιγράφονται, καθώς ο συγγραφέας δεν φοβάται να θίξει ευαίσθητα θέματα. Αλλάζοντας τα ονόματα των πρωταγωνιστών του, δείχνει τους βυζαντινισμούς και την διαπλοκή στα ανώτερα στρώματα, με δημοσιογράφους, πολιτικούς και άλλους να εμπλέκονται σε ένα ανηλεές παιχνίδι της εξουσίας, όπου δεν διστάζουν να δολοφονήσουν αθώους ανθρώπους.
 
Ο Γκαρλίνι τοποθετεί στο επίκεντρο της ιστορίας του, έναν άνθρωπο που αντιπροσωπεύει το απόλυτο Κακό, δείχνοντας όμως την σχετικότητα των εννοιών. Ο Γκουέρρα, ο ήρωας του βιβλίου, διαμορφώνεται μέσα από την οικογένειά του και τον περίγυρό του, ως ένας άνθρωπος που μισεί. Το μίσος μέσα του είναι βαθύ, όπως κι ο θυμός του. Μισεί την κοινωνία, τους συνανθρώπους του, είναι αρχικά ένα κτήνος, που όμως υπάρχουν μέσα του, ψήγματα ανθρωπιάς και πρωτόγονου ρομαντισμού. Μέσα από την περιγραφή του συγγραφέα και την ανατομία του χαρακτήρα του, βλέπουμε την αργή συνειδητοποίησή του, το πώς τον αλλάζει ο έρωτας, αλλά και τα λογοτεχνικά βιβλία που διαβάζει.
Παρουσιάζοντας τεράστιο λογοτεχνικό (και όχι μόνο) ενδιαφέρον, ο ήρωας του βιβλίου δεν είναι μονοδιάστατος, το ψυχογράφημά του είναι πολύπλοκο και με τόσες αντιφάσεις που θαυμάζεις το πώς οικοδομεί τον χαρακτήρα ο συγγραφέας σελίδα με την σελίδα για να φτάσει σε ένα φινάλε που δείχνει μετέωρο αλλά είναι και ταυτόχρονα πολύ γοητευτικό. Ο Γκουέρρα θα διαπιστώσει τα αδιέξοδα της ζωής του, μέσα από γεγονότα δραματικά και μέσα από το καθαρότερο βλέμμα που σταδιακά αποκτά. Είναι όμως αργά, είναι ένας άνθρωπος που ζει στα όρια κι έχει μάθει να κινείται σε αυτά. Είναι ένας άνθρωπος «παγιδευμένος» όπου τα κέντρα εξουσίας των Φασιστών, τον κρατάνε και η προσπάθεια να απεμπλακεί θα του κοστίσουν τη ζωή.


«Αυτό ήταν το πεπρωμένο της Ευρώπης. Να αναλογίζεται τον εαυτό της σαν φάντασμα του παρελθόντος. Να προσποιείται ότι δεν βλέπει. Ν’ αποστρέφει το βλέμμα. Να ενοχοποιεί τα όνειρα, να μην προσπαθεί ποτέ ν’ ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. Ν’ αλλάζει θέμα συζήτησης. Να φυτοζωεί.»
 
Ανατομία του Φασισμού και συναρπαστικό «μυθιστόρημα μαθητείας», το υπέροχο «Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ», ένα βιβλίο που σε εξουθενώνει αναγνωστικά και νοητικά, που διαθέτει πολλές ιστορικές λεπτομέρειες στις οποίες πρέπει να ανατρέχεις και που έχει αρκετές σελίδες παραπάνω απ’ όσες ίσως χρειαζόταν, αλλά όμως είναι τόσο λεπτομερές και με τόσα χρήσιμα στοιχεία, τόσο πολυεπίπεδο και σύνθετο, τόσο σαγηνευτικό στον έξοχο ρυθμό του, που αποτελεί αναγνωστική εμπειρία ολκής. Ο Γκαρλίνι σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι το «magnum opus» του, αποδεικνύεται ένας συγγραφέας θαρραλέος και με στοιχεία που δείχνουν έναν σπουδαίο δημιουργό.
 
Βαθμολογία 86 / 100