Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016 | Permalink
Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς
Ένα από τα αποκαλούμενα "μεγάλα
Αμερικανικά μυθιστορήματα" (και δικαίως) είναι το "Οι περιπέτειες του
Ώγκι Μαρτς" ("The adventures of Augie March"), το
αριστουργηματικό magnum opus του τεράστιου Αμερικανοεβραίου συγγραφέα, Saul Bellow
(1915-2005), που εκδόθηκε επιτέλους στα ελληνικά, 62 χρόνια μετά την πρώτη
κυκλοφορία του (1953) στις Η.Π.Α. Το ογκώδες μυθιστόρημα (854 σελίδες) του
Bellow (που κυκλοφόρησε από τις εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση Μ.Μακρόπουλου),
είναι ένα κλασσικό bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας/ενηλικίωσης) το οποίο
επηρέασε ιδιαίτερα τον Φ.Ροθ και πολλούς άλλους μεταπολεμικούς Αμερικανούς
πεζογράφους.
“Ομολογουμένως, ανέκαθεν προσπαθούσα να παίρνω από τους άλλους ό,τι
ήθελα, όμως δεν είναι μυστήριο που εκείνοι σχεδόν πάντα μου το έδιναν;”
Αντίθετα απ' ότι θα περίμενε κανείς από ένα
αμερικανικό μυθιστόρημα (που συνήθως κινούνται στα επίπεδα του
"ρεαλισμού"), το βιβλίο στηρίζεται στην παράδοση του
"πικαρέσκου" μυθιστορήματος της βρετανικής σχολής του Φήλντιγκ ("Tom Jones"), του Λ.Στερν (“Τριστραμ Σάντι”) και άλλων, εξιστορώντας τις περιπέτειες (ο τίτλος του
βιβλίου είναι ακριβέστατος) ενός ιδιόρρυθμου ήρωα από την παιδική του έως την
μέση του ηλικία.
Το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 25
περίπου χρόνων (από το 1925 έως περίπου το 1950), και ο ήρωας, ο Ώγκι Μαρτς
είναι ένα παιδί αγνώστου πατρός που μεγαλώνει στο Σικάγο της οικονομικής κρίσης
του μεσοπολέμου. Γεννημένος το 1915 είναι ο μεσαίος γιος μεταξύ δύο αδερφών,
του μεγαλύτερου Σάιμον και του μικρότερου (και καθυστερημένου) Τζώρτζι. Η μητέρα
τους ξενοδουλεύει για να τα βγάλει πέρα, ενώ με διάφορες μικροκομπίνες
εξασφαλίζουν και ένα επίδομα από την Πρόνοια. Ένα μέρος του σπιτιού τους, έχει
νοικιάσει μια ηλικιωμένη γυναίκα, η “γιαγιά Λάους”, η οποία ουσιαστικά συντηρεί
με το ενοίκιο που πληρώνει την οικογένεια και φέρεται σε όλους σαν να είναι
υποτελείς της, βάζοντας αστικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς, όταν έξω στην
κοινωνία της εποχής υπάρχει τέτοια αναταραχή που παρασέρνει τους πάντες.
“Ήξερα ότι είχα μια διακαή λαχτάρα, αλλά όχι και για ποιο πράγμα την
είχα.”
Ο Ώγκι όπως και ο μεγαλύτερος αδερφός του,
μεγαλώνει ουσιαστικά στον δρόμο. Είναι ένα έξυπνο και ικανότατο αγόρι που τα
καταφέρνει σε όποια δουλειά τού αναθέσεις. Το σχολείο του είναι ουσιαστικά η
μαθητεία του σε ένα κομπιναδόρο ανάπηρο ιδιοκτήτη κτιρίων και νυχτερινών
κέντρων, κομπιναδόρο και τοκογλύφο για τον οποίο κάνει θελήματα. Παράλληλα όπως
και οι περισσότεροι έφηβοι της περιοχής του, κάνει μικροκλοπές και παρανομίες
βρίσκοντας πάντα τον τρόπο να διαφεύγει.
Έχει μια μεγάλη περιέργεια για τον κόσμο,
και την ικανότητα παρατήρησης. Κλέβοντας σπάνια βιβλία και πουλώντας τα σε έναν
καθηγητή, ανοίγεται μπροστά του ο κόσμος της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.
Έτσι μορφώνεται μέσα από αναγνώσεις βιβλίων του Χέγκελ, του Μαρξ, των αρχαίων
φιλοσόφων. Γράφεται στο πανεπιστήμιο και παράλληλα κάνει τις κομπίνες του,
χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Όταν ο Σάιμον ο αδερφός του, θα παντρευτεί μια
κοπέλα πλούσιας οικογένειας, θα προσπαθήσει να τον εντάξει κι αυτόν στις
δουλειές του και στον κύκλο του, αλλά ο Ώγκι είναι στοιχείο ανυπότακτο και
αεικίνητο, θα ακολουθήσει το ένστικτό του και θα κάνει αυτό που εκείνος θέλει
και γνωρίζει καλά, να τα τινάζει όλα στον αέρα και να ξεκινάει από την αρχή.
“Κάθε λογής επιρροές περίμεναν στην ουρά για να με επηρεάσουν. Είχα
γεννηθεί, και να τες, για να με διαμορφώσουν, που είναι ο λόγος που σας μιλώ
περισσότερο γι' αυτές παρά για μένα.”
Ο Ώγκι γυρίζει συνεχώς, ανακατεύεται μέσα
στον κόσμο, ταξιδεύει, επικοινωνεί με τους γύρω του, δεν κάθεται ποτέ ήσυχος,
αφήνεται στην περιπέτεια της ζωής χωρίς πλάνο, χωρίς σχέδιο. Ερωτεύεται με
ευκολία και χωρίς σκέψη προσπαθώντας να παραμείνει ο εαυτός του, αυτό είναι το
μόνιμο άγχος του, να μη χάσει τον εαυτό του καθώς τον βλέπει να παρασύρεται σε
περιπέτειες πολλές φορές εξωφρενικές, με πιο χαρακτηριστική αυτή του ταξιδιού
στο Μεξικό για να εκπαιδεύσει έναν αετό! Περισσότερο κοντινός ως εικόνα και
στυλ στον Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν, παρά στους Βρετανούς αντίστοιχούς του, ο
ήρωας του Μπέλοου, θέλει να αγαπιέται και να ζήσει τη ζωή του χωρίς κανόνες,
χωρίς δεσμεύσεις. Κάπου αφελής, κάπου σοφός (πετώντας στοιχεία από την ιστορία
και την φιλοσοφία), ο Ώγκι “αδράχνει τη μέρα” (όπως ονομάζεται άλλωστε το
επόμενο μυθιστόρημα του Bellow, “Seize the day”), προδίδεται και πολλές φορές με τον τρόπο του προδίδει, δεν
στεριώνει πουθενά – κυριολεκτικά “δεν βάζει κώλο κάτω”.
Ο ήρωας του Μπέλοου, έχει αποτινάξει την
εβραϊκότητά του και είναι ένας αυθεντικός Αμερικανός (ουσιαστικά το θέμα της
καταγωγής του δεν θίγεται καθόλου και δεν παίζει κανένα ρόλο στο βιβλίο), ενώ
δεν πρέπει να λησμονούμε την πρώτη πρόταση του μυθιστορήματος: “Είμαι
Αμερικανός, γέννημα του Σικάγου, αυτής της σκοτεινής και μελαγχολικής πόλης /
ό,τι κάνω το κάνω όπως έχω μάθει από μόνος μου, δίχω κανόνες, κι έτσι θα γράψω
την ιστορία της ζωής μου – πρώτος θα χτυπάω την πόρτα και πρώτος θα μπαίνω, που
λέει ο λόγος, και μερικές φορές θα την χτυπάω με αθώο σκοπό, και άλλες με όχι
τόσο αθώο”. Η όρεξη για ζωή του Ώγκι είναι μοναδική, όπως και η επιθυμία του
για να χαράξει την δική του πορεία στη ζωή. Κανείς από όσους γνωρίζει στη
διάρκεια της ζωής του δεν μπορεί να αντισταθεί σ'αυτόν τον απίστευτο τύπο που
σαγηνεύει τους πάντες, άνδρες και γυναίκες με ένα τρόπο που δεν μπορούν να του
αρνηθούν τίποτα.
“Ο καθένας προσπαθεί να πλάσει έναν κόσμο όπου μέσα να μπορεί να ζήσει,
και, ό,τι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, συχνά δεν το βλέπει. Όμως, ο αληθινός
κόσμος είναι ήδη πλασμένος, και, αν το επινόημά σου δεν συμφωνεί, τότε, ακόμα
κι αν νιώθεις ευγενής και επιμένεις ότι υπάρχει κάτι καλύτερο απ' αυτό που οι
άνθρωποι αποκαλούν πραγματικότητα, ετούτο το καλύτερο δεν είναι απαραίτητο να
υπερτερεί αυτού που, στη χειροπιαστή του πραγματικότητα – μιας και την
γνωρίζουμε τόσο λίγο -, μπορεί να μας εκπλήξει πολύ. Αν πρόκειται για ευτυχή
κατάσταση πραγμάτων, θα μας εκπλήξει∙ και, αν πρόκειται για θλιβερή ή τραγική,
δεν θα είναι χειρότερη απ' ό,τι εμείς επινοούμε.”
Μακροπερίοδος λόγος με πληθώρα ιδιωματισμών
και νεολογισμών, γεμάτος μεταφορές, και, με ύφος που εναλλάσσεται από την
προφορικότητα στην αφήγηση, μέχρι σε πιο σύνθετο λόγο με διακειμενικές αναφορές
ακόμα και μέσα στην ίδια σελίδα. Παραπομπές από τους αρχαίους φιλόσοφους μέχρι
τον Ντίκενς, σκέψεις σύνθετες που εκπλήσσουν καθώς εισέρχονται στην ροή της
δράσης. Η προσπάθεια του μεταφραστή Μ.Μακρόπουλου ήταν τιτάνια και οι αρκετές
περίεργες εκφράσεις που απαρτίζουν το κείμενο δεν είμαι σίγουρος εάν είναι
δικές του (στην προσπάθειά του να τις κάνει περισσότερο κατανοητές στον
αναγνώστη) ή του συγγραφέα. Το ύφος του Μπέλοου είναι διαφορετικό από άλλων μυθιστορημάτων
του, καθιστώντας το συγκεκριμένο βιβλίο πολύ απαιτητικό που ζητάει την προσοχή
του αναγνώστη. Όπως γράφει ο Ροθ στο βιβλίο του “Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους”, “...η γλώσσα του Ώγκι Μαρτς συνδυάζει λογοτεχνική πολυπλοκότητα με την
αβίαστη, κουβεντιαστή ομιλία, συνδέει το ακαδημαϊκό ιδίωμα με το ιδιόλεκτο των
δρόμων (όχι όλων των δρόμων – ορισμένων δρόμων): το στυλ είναι ιδιαίτερο,
προσωπικό δυναμικό, μπορεί μερικές φορές να είναι ανοικονόμητο, σε γενικές
γραμμές εξυπηρετεί θαυμάσια τον Μπέλοου.”
“Ήξερα πως υπήρχαν πράγματα που δεν θα προέκυπταν ποτέ, γιατί δεν θα
μπορούσαν ποτέ να προκύψουν, από το διάβασμά μου. Αλλά τούτη η γνώση δεν
διέφερε πολύ από τον μακρινό αλλά πάντα παρόντα θάνατο που κάθεται στη γωνιά
της γεμάτης αγάπη κρεβατοκάμαρας∙ και, αν δεν το κουνάει ποτέ από τη γωνία, εσύ
δεν παύεις ποτέ να αγαπάς. Κι ούτε εγώ έπαυα ποτέ το διάβασμά μου. Καθόμουν και
διάβαζα. Δεν είχα μάτια ούτε αυτιά ούτε κανένα ενδιαφέρον για τίποτε άλλο∙ ήτοι,
για τη συνηθισμένη δευτεροκλασάτη επιφανειακή καθημερινότητα του κουάκερ, του
άλυτου κόμπου στα κορδόνια, του εισιτηρίου του τραμ, της απόδειξης του
καθαριστηρίου, της αδιευκρίνιστης μελαγχολίας, της άγνωστης αιχμαλωσίας∙ για τη
ζωή υπό τον ζυγό της απελπισίας ή τη ζωή των συνηθειών και της οργάνωσης, που
στόχος τους είναι να αντικαταστήσουν τα απρόβλεπτα συμβάντα με μιαν ήρεμη
σταθερότητα. Ποιος αληθινά περιμένει η καθημερινότητα να εξαφανιστεί, ο μόχθος
και η φυλακή να εξαφανιστούν, καθώς και το κουάκερ και οι αποδείξεις του
καθαριστηρίου κι όλα τα υπόλοιπα, και επιμένει όλες οι στιγμές να αποχτήσουν
μέγιστη σπουδαιότητα, απαιτώντας οι πάντες να αναπνέουν τον αστερόεντα αέρα της
υψίστης δυσκολίας, καταργώντας όλα τα δωμάτια που είναι από τούβλο και σαν
τάφοι, όλη τη μελαγχολία, και ζώντας σαν προφήτες ή θεοί; Οι πάντες γνωρίζουν
πως ετούτη η θριαμβευτική ζωή μπορεί να είναι μόνον περιοδική. Έτσι, υπάρχει
σχετικά μ'αυτήν ένα σχίσμα, με κάποιους να λένε πως μόνον αυτή η θριαμβευτική
ζωή είναι αληθινή και με άλλους να λένε πως αληθινά είναι μόνον τα καθημερινά
συμβάντα. Για μένα δεν υπήρχε καμία διαμάχη, και ευημερούσα ζώντας την πρώτη
από τις δύο.”
Είναι ένα μυθιστόρημα ζωντανό και γεμάτο
χιούμορ που σε αφοπλίζει και μέσα στο οποίο χάνεσαι και βυθίζεσαι, με ένα στυλ
που στην αρχή ξαφνιάζει ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζεις μια σελίδα
δυο και τρεις φορές για να την αντιληφθείς πλήρως. Ολοζώντανος και γοητευτικός,
ελκυστικός και υπερκινητικός ο ήρωας του Μπέλοου χαρίζει στην παγκόσμια
λογοτεχνία έναν αξέχαστο χαρακτήρα, έναν σύγχρονο “Τομ Τζόουνς” και γύρω του
μια πινακοθήκη εξαιρετικών “δεύτερων ρόλων”. Αναμφίβολα, μαζί με το ασύλληπτο
“Χέρτσογκ”(που επανεκδόθηκε πρόσφατα), οι “Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς” αποτελούν τα δύο αριστουργήματα του
βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας (και όχι μόνο) μεγάλου συγγραφέα και δεν πρέπει
να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη.
“...Ο λόγος που δεν έβλεπα τα πράγματα όπως ήταν, ήταν πως δεν το΄θελα –
επειδή δεν μπορούσα να τα αγαπήσω έτσι όπως ήταν. Όμως, η πρόκληση δεν ήταν να
τα βελτιώνεις στο μυαλό σου, αλλά να βλέπεις κάθε ανθρώπινη αδυναμία – την
κακία, το έγκλημα, την αρρώστια, το φθόνο, την αδηφαγία, την επιβίωση χάρη στο
θάνατο των άλλων. Αρχίζεις από κει. Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι εν γένει
είναι γεμάτοι αποστροφή και τους κοστίζει να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Ως επί
το πλείστον θέλουν να τους αφήνουν στην ησυχία τους. Και αναζητούν το
φανταστικό, το ανύπαρχτο, όπως έναν θαμμένο θησαυρό κι ακόμα πιο πολύ, καθώς το
φανταστικό είναι η τελευταία μεγάλη τους ελπίδα, γιατί μπορούν τότε ν' αμφιβάλλουν
για το αν ό,τι ξέρουν για τον εαυτό τους αληθεύει.”