Τετάρτη, Απριλίου 26, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 26, 2017 | Permalink
2084, το τέλος του κόσμου
Μια δυστοπία για ένα φρικιαστικό μέλλον περιγράφει με δυναμισμό ο Γαλλοαλγερίνος συγγραφέας Boualem Sansal (Αλγερία,1949), στο εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά μάλλον άνισο μυθιστόρημά του, “2084, το τέλος του κόσμου” (εκδόσεις Διάμετρος, μετάφρ. Ανθή Ξενάκη, σελ.358), το οποίο ισορροπεί μεταξύ κριτικού δοκιμίου για τον θρησκευτικό φανατισμό και μυθοπλασίας για ένα όχι τόσο απίθανο μέλλον γεμάτο με Θεοκρατία και (τι άλλο;) καταπίεση.

“Η θρησκεία μπορεί να σε κάνει να αγαπήσεις τον Θεό, τίποτε όμως δεν έχει τέτοια ικανότητα ώστε να σε κάνει να απεχθάνεσαι τον άνθρωπο και να μισείς την ανθρωπότητα.”

Η δομή του βιβλίου ακολουθεί αυτή του Οργουελιανού “1984”. Το 2084 είναι ο χρόνος που άλλαξε ο κόσμος, εξαφανίστηκε ο παλιός και ξεκίνησε ο καινούργιος. Ο μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου είναι ακαθόριστος, αρκετά χρόνια πάντως μετά το σημείο μηδέν (το 2084 δηλαδή, που κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει). Στην αχανή αυτοκρατορία του Αμπιστάν, ηγεμόνας είναι ο προφήτης Άμπι, από τον οποίο πήρε το όνομά του το κράτος, ο οποίος θεωρείται ο απεσταλμένος του Γιαλάχ επί της γης. Στο ιερό βιβλίο, το Γκαμπούλ, περιγράφονται όλα, πως ο Άμπι είναι ο Εκλεκτός και οι πιστοί πρέπει να ακολουθούν ότι είναι γραμμένο μέσα σ'αυτό.


Στα σύνορα οι μάχες συνεχίζονται εναντίον ενός αόρατου εχθρού που κανείς δεν βλέπει ποτέ, και κανείς δεν ξέρει. Ο αντίπαλος για όλους και σημείο αναφοράς ως το απόλυτο κακό, είναι ο Μπαλίς ο Αποστάτης, αλλά τι ακριβώς πρεσβεύει ο Μπαλίς αποτελεί μυστήριο. Το κράτος ως αυστηρά θεοκρατικό, υποχρεώνει τους υπηκόους του στην απόλυτη και άνευ ερωτηματικών πίστη, ενώ δίδονται διάφορα μπόνους, σε όποιον καρφώσει πιο αποτελεσματικά τον διπλανό του, τον γείτονά του, την οικογένειά του την ίδια. Ο άτυχος που θα συλληφθεί, θα εκτελεστεί δια λιθοβολισμού ή αποκεφαλισμού, στην πλατεία ή στο γήπεδο ενώπιον του εκστασιασμένου κοινού.

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Ατί, που νοσηλευόταν αρκετά χρόνια ως φυματικός, σε ένα σανατόριο χωμένο μέσα στα βουνά, όπου οι άνθρωποι αφήνονταν να πεθάνουν. Ο Ατί ως εκ θαύματος, θεραπεύεται και επιστρέφει μετά από ένα μακρύ ταξίδι στην πρωτεύουσα Κοντζαμπάντ, όπου επανέρχεται στην δουλειά του, η δε ίασή του θεωρείται ως σημάδι εύνοιας του Γιαλάχ.
Ο Ατί όμως έχοντας δει διάφορα περιστατικά μέσα στο σανατόριο και στην μεγάλη του πορεία προς την πρωτεύουσα στην επιστροφή, διαθέτοντας δε,  χρόνο κατά την θεραπεία του να σκεφτεί, αναρωτιέται για πολλά, προβληματίζεται για το ποιοι είναι οι θεωρούμενοι ως εχθροί του καθεστώτος, μαθαίνει και για κάποιους αποκαλούμενους ως αποστάτες που ζουν σε ένα γκέτο και κάνει προσπάθειες να ενημερωθεί όσο γίνεται περισσότερο.

“Δεν το 'χε σκεφτεί ποτέ του, αν όμως τον ρωτούσαν, θα απαντούσε ότι όλοι οι Αμπιστανοί έμοιαζαν μεταξύ τους, ότι ήταν σαν κι αυτόν, σαν τους ανθρώπους της γειτονιάς του στο Κοντζαμπάντ, τα μόνα ανθρώπινα όντα που είχε δει ποτέ του. Κι όμως, να που αποτελούσαν ένα τεράστιο πλήθος, τόσο ανομοιογενές, ώστε τελικά ο καθένας ήταν από μόνος του ένας κόσμος, μοναδικός, ανεξιχνίαστος, πράγμα που κατά κάποιον τρόπο ακύρωνε την έννοια του λαού, ενιαίου και γενναίου, φτιαγμένου από πανομοιότυπα αδέλφια. Ο λαός ήταν λοιπόν κάτι θεωρητικό, ακόμη μια θεωρία, αντίθετη στην αρχή της μοναδικότητας του ανθρώπου, που αποκρυσταλλώνεται στη σημασία που έχει το άτομο, το κάθε άτομο. Ήταν σαγηνευτικό και ενοχλητικό. Τι ήταν λοιπόν ο λαός;”

Η περιέργειά του αυτή θα τον οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Τα πάντα στο Αμπιστάν καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικοπάθειας και φόβου, οι άνθρωποι δεν μιλάνε, δεν εκφράζονται. Ο Ατί, θα βρει ένα συνάδελφό του, ο οποίος έχει τις ίδιες απορίες, και μαζί θα σχεδιάσουν ένα ταξίδι για να βρουν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματά τους, στην ιερή πόλη, την Αμπικύβ, την πόλη του Θεού, όπου βρίσκονται τα παλάτια και οι επαύλεις των αξιωματούχων σε μια πόλη λαβύρινθο, ένα μέρος χαοτικό όπου ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε γωνία. Αυτό το ταξίδια αναζήτησης και αυτογνωσίας, αυτή η μακρά πορεία του Ατί είναι η καρδιά και η ουσία, της ιστορίας του μυθιστορήματος.


Το βιβλίο γραμμένο με δυναμισμό και πολύ χιούμορ, περιγράφει έναν εφιαλτικό κόσμο όπου υπάρχει ένα καθεστώς που θα μπορούσε να είναι το κράτος του ISIS, μια Ισλαμική δικτατορία, με μια δομή που θυμίζει την ΕΣΣΔ ή την Κίνα του Μάο (η απαγορευμένη, ιερή πόλη παραπέμπει ευθέως στο Πεκίνο), ενώ στο μάλλον πιο ευρηματικό του σημείο ο Σανσάλ τοποθετεί εντός πλαισίου και ένα κατεστραμμένο μουσείο σαν το Λούβρο, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη ότι ενδέχεται η πόλη να ήταν κάποτε το Παρίσι! Η νομενκλατούρα του καθεστώτος, η παρανοϊκή γραφειοκρατία, ο φόβος στα μάτια των πολιτών, η ανυπαρξία των γυναικών που θεωρούνται “κατώτερο είδος” θα μπορούσε να είναι η περιγραφή μιας Αφγανικής αυτοκρατορίας ή ενός Ισλαμικού κράτους που έχει κυριαρχήσει πάνω στη γη.

Το μυθιστόρημα του Σανσάλ, χωρίς να είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο – ακολουθεί άλλωστε στη δομή και στη φιλοσοφία, το ανυπέρβλητο 1984 του Όργουελ, έχοντας πολλαπλές έμμεσες αναφορές σ' αυτό – πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα την προβληματική που αναπτύσσει ο Ουελμπέκ στην εξαιρετική “Υποταγή του, μόνο που εκεί που ο πανέξυπνος Γάλλος επιτυγχάνει, στην μυθοπλαστική εξέλιξη της ιστορίας, ο Σανσάλ δείχνει αμήχανος και “στεγνός”. Η περιγραφή του κράτους και τα ερωτήματα του Ατί περιγράφονται θαυμάσια, αλλά απουσιάζει η ιστορία, ο μύθος.


Το βιβλίο (το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το 2015 και επιλέχθηκε ως το καλύτερο της χρονιάς από το περιοδικό Lire), έχει εξαιρετική σάτιρα και χιούμορ, ενώ μερικές σκηνές του, είναι ιδιαίτερα ευρηματικές, αλλά, πάσχει από τα συνήθη προβλήματα που χαρακτηρίζουν τις δυστοπίες ή τα μυθιστορήματα επιστημονικής (ή και πολιτικής) φαντασίας. Δίδεται υπερβολική έμφαση στα τεχνικά χαρακτηριστικά, στην περιγραφή του καθεστώτος, την πολιτική και κυβερνητική δομή, του κόσμου γενικότερα, με πολλές λεπτομέρειες, και έτσι, μένουν σε δεύτερο πλάνο, οι διάλογοι, η εξέλιξη της ιστορίας, η ανάπτυξη των χαρακτήρων που είναι υποτυπώδης. Διαβάζεται όμως με μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της εξαιρετικής ικανότητας του συγγραφέα στην περιγραφή ενός εφιαλτικού κόσμου, ενός μέλλοντος απόλυτα θεοκρατικού και αυταρχικού που (ποιος ξέρει;) δεν φαντάζει και τόσο απίθανο.


 
Τρίτη, Απριλίου 18, 2017
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 18, 2017 | Permalink
Γκαγκάριν, ο κόσμος από χαμηλά
Τι κοινό έχουν ο Γιούρι Γκαγκάριν με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη; Ο Μάνος Χατζηδάκις με την Τζούλια Αλεξανδράτου; Ο Γιάννης Φλωρινιώτης με τον Ανδρέα Εμπειρίκο; Ο Χάρρυ Κλυν με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο; Ο Κώστας Γκουζγκούνης και η Τίνα Σπάθη με τον Τέρυ Χρυσό; Αυτοί και άλλοι πολλοί είναι οι ήρωες/πρωταγωνιστές, πρωτεύοντες ή δευτερεύοντες, του ωραιότατου νέου βιβλίου του Πέτρου Τατσόπουλου (Ρέθυμνο Κρήτης, 1959), με τίτλο “ΓΚΑΓΚΑΡΙΝ, ο κόσμος από χαμηλά” (εκδόσεις Οξύ, σελ. 379).


Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, είτε ως πολιτικός, είτε ως συγγραφέας. Μπορείς να πεις πολλά για τις πολιτικές παρεμβάσεις του, για τις δηλώσεις του, αλλά δε μπορεί κανείς να αμφιβάλλει για την αφηγηματική του άνεση (χάρισμα) που ήταν εμφανές (κυρίως) στις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες. Στη νέα του λογοτεχνική εμφάνιση μετά από καιρό (μεσολάβησε ένα είδος memoir με τις εμπειρίες του από το κοινοβούλιο), ο Τατσόπουλος δοκιμάζει σε ένα είδος αυτό του “non-fiction novel” δηλαδή ενός είδους λογοτεχνίας χωρίς μυθοπλασία που κινείται στα όρια είτε του δοκιμίου, είτε του δημοσιογραφικού χρονικού, είτε της ιστορίας ανάλογα με την πρόθεση ή την ικανότητα του συγγραφέα, π.χ. non-fiction novel έγραφε κι ο Ζέμπαλντ, γράφει κι η Αλεξίεβιτς.

Στο “Γκαγκάριν” ο Τατσόπουλος μπορεί να μην αφηγείται την “ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας όπως δεν θα την διδαχτούμε ποτέ στα σχολεία” όπως αναγράφεται με πομπώδες ύφος στο οπισθόφυλλο (!), αλλά με ζωντάνια και γλαφυρότητα περιγράφει μια εποχή και ορισμένους ανθρώπους που την καθόρισαν.

Λαέ της τσόντας!” βροντοφώναξε ο Κώστας Γκουζγκούνης. “Λαέ του σουτιέν και της κιλότας!”


Ο αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν, ο Μάνος Χατζηδάκις και η ομιλία του για το ρεμπέτικο που τράνταξε την αστική Αθήνα, το Τρίτο Πρόγραμμα υπό τον Μάνο Χατζηδάκι και η πρόκληση με τον Γιάννη Φλωρινιώτη που προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και αντεγκλήσεων, ο Χάρρυ Κλυν και η μακρά καλλιτεχνική του πορεία γεμάτη αντιφάσεις, τα shows του Γιώργου Οικονομίδη και η σχέση του με τον Χάρρυ Κλυν, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, τα συνοικιακά σινεμά Φοίβος και Αντινέα, τόποι μαζικής και λαϊκής απόλαυσης που για ένα διάστημα αποτέλεσαν τόπους συγκέντρωσης και εκτελέσεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου με εκατοντάδες ανθρώπους να έχουν περάσει από εκεί προτού μεταφερθούν κάπου αλλού ή χάσουν τη ζωή τους - ανάμεσά τους, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο έφηβος τότε, Μένης Κουμανταρέας - η Αντινέα που μετατρέπεται στο θρυλικό Γκαγκάριν 205, υπό την διεύθυνση του Νίκου Τριανταφυλλίδη, η διαδρομή του χώρου αυτού, τα Cult φεστιβάλ που διοργανώνονται κάθε χρόνο και οι πρωταγωνιστές του ελληνικού trash σινεμά, του ελληνικού ερωτικού / πορνογραφικού κινηματογράφου, ο Γκουζγκούνης, η "θρυλική" (της εφηβείας μας ηρωίδα) Τίνα Σπάθη, ή Άννα Φόνσου, αλλά και διάφοροι εκπρόσωποι της μουσικής trash σκηνής.
Αυτά είναι τα θέματα των 9 κεφαλαίων του βιβλίου του Τατσόπουλου, ο οποίος πραγματοποιεί μια πανοραμική επισκόπηση ορισμένων χαρακτηριστικών στιγμών της ελληνικής κοινωνίας των 6 τελευταίων δεκαετιών, άλλων σημαντικών, άλλων μάλλον ασήμαντων αλλά πάντως ενδεικτικών της νεοελληνικής ταυτότητας.

Υπάρχουν δύο μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο ελληνικό οπτικοακουστικό cult και trash και το εισαγόμενο, από το οποίο προήλθαν και οι παραπάνω λέξεις στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Η πρώτη είναι πως, ενώ πρόκειται για δύο διαφορετικής επισήμανσης χαρακτηρισμούς με εκλεκτικές συγγένειες, το αντικείμενο λατρείας (cult) και το ατόφιο, επομένως και τεθλασμένα λατρεμένο σκουπίδι (trash), στην Ελλάδα ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα. Η δεύτερη είναι πως το cult-trash, στα ελληνικά δεδομένα, δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον  κανόνα. Από τη βαφτισμένη με το ζόρι χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά και τις φωσκολικές κουλαμάρες της Αλίκης μέχρι τις μαλακές τσόντες του Ευστρατιάδη τη δεκαετία του 70, τις σκληρές του Μπερτό στη δεκαετία του '80, τις παγέτες της Τέτας Ντούζου στα βιντεοκλάμπ και τα σημερινά τηλεοπτικά σήριαλ, η φτήνια, ο αθέλητος σουρεαλισμός, η αθώα άγνοια και η καταστρατήγηση κάθε κανόνα λογικής και αισθητικής ήταν το στίγμα μιας συνοικιακής ψυχαγωγικής βιοτεχνίας που καμώνεται πως είναι η ψυχοκόρη του μεγαλοβιομηχάνου. Με ποιο λογικό κριτήριο μπορεί κάποιος να προσδιορίσει μια κινηματογραφία στην οποία ένας από τους πλέον οικογενειακούς σκηνοθέτες, ο Απόστολος Τεγόπουλος της “Κλακ Φιλμς – ταινίες για όλη την οικογένεια” με τον Νίκο Ξανθόπουλο, διέπρεψε στη δεκαετία του '80 ως Τόλης Τρίκης της κακόφημης “Σειλινός Φιλμ”, με πάτσγουορκ σκληρές τσόντες όπως “Ελλάδα, η χώρα της τσόντας” και οι “Άγγελοι της διαστροφής”; Μόνο με αυτό του ευγενικού χαβαλέ και του νοσταλγικού κανιβαλισμού, απέναντι στο καθαγιασμένο ρετρό μιας εποχής που χωρίς να απέχει και τόσο όσο νομίζουμε από τη σύγχρονη στα εθνικά αισθητικά κριτήρια, φαίνεται στα σημερινά σκληραγωγημένα μάτια πολύ πιο αθώα όσον αφορά στην παραγωγή και την κατανάλωση των σκουπιδιών της.” Τάσος Θεοδωρόπουλος (κριτικός κινηματογράφου), στο περιοδικό Big Fish του Πρώτου Θέματος, Φεβρουάριος 2010


Συνεκτικός άξονας όλων αυτών, ο πρόωρα χαμένος σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης, ένας αντιφατικός και συγκρουσιακός χαρακτήρας, γιος του Χάρρυ Κλυν σε συνεχή διαμάχη (πολιτική αλλά και λόγω ισχυρών χαρακτήρων των δυο τους) με τον διάσημο πατέρα του, ποιητής και μεγάλος πότης, δημιουργός άνισων ως επί το πλείστον ταινιών,αλλά και μιας θαυμάσιας τηλεοπτικής έρευνας ("Τα στέκια"), μέγας λάτρης του cult αλλά και του trash, της υπερβολής και της λαϊκής αυθεντικότητας. Ο Τριανταφυλλίδης που θα κατανοήσει την μανία του νεοέλληνα για χαβαλέ και μπούγιο, για μελόδραμα και κιτς, της ισορροπίας μεταξύ ποίησης και μπαλαφάρας, τραγωδίας και θριάμβου.

Το βιβλίο είναι ωραίο και πολύ ενδιαφέρον, έχει δε νοσταλγική ματιά, κυρίως για όσους από εμάς θυμούνται τον Γιώργο Οικονομίδη και τους διαγωνισμούς νέων ταλέντων, την “άνοιξη” του Τρίτου με τον Χατζηδάκι, το περιστατικό με τον Φλωρινιώτη, τις τσόντες στα σινεμά, την λατρεία για τον Γκουζγκούνη. Η ευφυής δομή που επιλέγει ο συγγραφέας ξεκινώντας από την ιστορία του Γιούρι Γκαγκάριν και την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1962 για να ολοκληρώσει κάνοντας ένα κύκλο στον χώρο εκδηλώσεων Γκαγκάριν 205, μπορεί να ξενίζει και να φαίνεται ότι οδηγεί σε αδιέξοδο αλλά η ιστορία της ασθένειας και του θανάτου του Νίκου Τριανταφυλλίδη προσδίδει ένα  ελεγειακό τόνο στην ιστορία που στο τέλος γίνεται συγκινητική.

Ο Τατσόπουλος φλυαρεί χωρίς να ενοχλεί, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αφηγήσεις από τηλεοπτικές εκπομπές ή από το youtube, από εφημερίδες και περιοδικά, από συνεντεύξεις της εποχής. Ο προφορικός λόγος της αφήγησής του ρέει, καθώς το βιβλίο έχει καλοκουρδισμένο ρυθμό και ζωντάνια, που παρά τους πλατιασμούς και τις κάποιες επαναλήψεις, λειτουργεί πολύ καλά χαρίζοντας ώρες αναγνωστικής απόλαυσης και νοσταλγίας, αναπόλησης εποχών, όχι απαραίτητα ωραίων, σίγουρα συζητήσιμων όμως, που έχουν περάσει πια.




 
Παρασκευή, Απριλίου 07, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 07, 2017 | Permalink
Η αγάπη μιας καλής γυναίκας
Για την αγαπημένη μου Alice Munro (Οντάριο, Καναδάς 1931), που διαβάζω κάθε βιβλίο της, το οποίο, εκδίδεται στα ελληνικά, ίσως το μόνο που έχω να δηλώσω είναι, ότι τα διηγήματά της αποτελούν εγγύηση ποιότητας. Προσπαθώ εδώ και χρόνια να βρω ψεγάδι, να "ανακαλύψω" κάτι μέτριο στις αρκετές συλλογές διηγημάτων της και δεν βρίσκω, προσπαθώ να βρω αφορμή να γκρινιάξω ή να την “πιάσω από κάπου” και δεν μπορώ, έτσι λοιπόν δεν αποτέλεσε έκπληξη για μένα, η απόλαυση που μου προσέφεραν οι εξαιρετικές ιστορίες που περιέχονται στην συλλογή “Η ΑΓΑΠΗ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ”, (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Τρισεύγ. Παπαϊωάννου, σελ. 537).

Τα 11 διηγήματα που περιέχονται σ' αυτόν τον τόμο, είναι από διαφορετικές χρονικές περιόδους του έργου της, από το 1971 έως το 2006. Περιέχει διηγήματα από κάποια βιβλία της, που δεν είχαν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Είναι πολυσέλιδες ιστορίες ως επί το πλείστον, με αυτή που έδωσε τον τίτλο στην συλλογή “Η αγάπη μιας καλής γυναίκας” να εκτείνεται σε περίπου 100 σελίδες (διαστάσεις νουβέλας ουσιαστικά) και τη συντομότερη “Πως γνώρισα τον άντρα μου” να είναι “μόνο” 26 σελίδες.

Το καλό (ή το κακό) με την γηραιά Καναδή συγγραφέα είναι ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ύφους και θεματολογίας από συλλογή σε συλλογή. Οπότε η ανομοιογένεια των χρονικών περιόδων και των διαφορετικών συλλογών από τις οποίες προήλθαν τα διηγήματα του παρόντος τόμου, καλύπτεται από την κοινή τους θεματική, την κοινή τους ατμόσφαιρα.

“Αυτό που είχε κάνει ήταν αυτό για το οποίο είχε ακούσει και είχε διαβάσει. Ήταν ό,τι είχε κάνει η Άννα Καρένινα, ό,τι ήθελε να κάνει η μαντάμ Μποβαρί. Ήταν ό,τι είχε κάνει ένας καθηγητής στο σχολείο του Μπράιαν, με τη γραμματέα του σχολείου. Το είχε σκάσει μαζί της. Έτσι έλεγε ο κόσμος. Το είχαν σκάσει μαζί. Την είχαν κοπανήσει. Το έλεγαν υποτιμητικά, με χιούμορ, με ζήλια. Ήταν ένα βήμα παραπάνω από τη μοιχεία. Αυτοί που το έκαναν είχαν μάλλον ήδη δεσμό, διέπρατταν μοιχεία για κάποιο διάστημα, πριν φτάσουν στην απόγνωση ή πριν βρουν το θάρρος να κάνουν αυτό το βήμα. Μια φορά στο τόσο μπορεί να τύχαινε να ισχυριστεί ένα ζευγάρι πως ο έρωτάς τους ήταν ανολοκλήρωτος και στην κυριολεξία αγνός, οι άλλοι όμως – αν υπήρχε κανείς που τους πίστευε – θεωρούσαν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν όχι μόνο πολύ σοβαροί και υψηλόφρονες, αλλά σχεδόν ολέθρια παράτολμοι, σχεδόν στην ίδια κατηγορία μ' εκείνους που ριψοκινδύνευαν και παρατούσαν τα πάντα για να πάνε να εργαστούν σε κάποια φτωχή και επικίνδυνη χώρα.
Οι άλλοι, οι μοιχοί, θεωρούνταν ανεύθυνοι, ανώριμοι, εγωιστές ή και άσπλαχνοι. Και τυχεροί επίσης. Τυχεροί επειδή ο έρωτας που έκαναν σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα ή στο ψηλό χορτάρι ή ο ένας στου άλλου τη μαγαρισμένη συζυγική κλίνη ή το πιθανότερο σε μοτέλ σαν τούτο δω πρέπει να ήταν υπέροχος. Αν δεν ήταν, δεν θα διακατέχονταν ποτέ από τέτοια επιθυμία ο ένας για τη συντροφιά του άλλου πάση θυσία, ή από τέτοια πίστη ότι το κοινό τους μέλλον θα ήταν από κάθε άποψη καλύτερο και διαφορετικού είδους από ό,τι είχαν ζήσει στο παρελθόν.” (“Τα παιδιά μένουν”)

Όπως γράφω παραπάνω, οι ιστορίες του τόμου είναι εξαιρετικές. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις που κυριεύουν μια νεαρή κοπέλα γύρω από ένα σούπερ ερωτύλο (όπως τον φαντάζεται) οικογενειακό φίλο, και η απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα, όταν εκείνος προσπαθεί να την προσεγγίσει ερωτικά στο “Ζωές κοριτσιών και γυναικών” (που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας εκτενέστερης νουβέλας), διαδέχεται η γκόθικ (και γεμάτη μυστικά του παρελθόντος) ιστορία δύο αδερφών στο “Κάτι που σκόπευα να σου πω” όταν ο παλιός έρωτας της μίας ξαναγυρίζει στην πόλη μετά από πολλά χρόνια μόνο που τα χρόνια έχουν περάσει πλέον, ενώ στο “Πως γνώρισα τον άντρα μου”, η άφιξη ενός περιπλανώμενου αεροπόρου σε μια αγροτική περιοχή αλλάζει τη ζωή μιας νεαρής και μάλλον αθώας κοπέλας.

Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, το πολυσέλιδο “Η αγάπη μιας καλής γυναίκας” είναι ένα αριστούργημα. Από τον περίεργο πνιγμό ενός οπτομέτρη της μικρής πόλης, στην ασθένεια μιας γκρινιάρας γυναίκας που θα την οδηγήσει στο θάνατο, μυστικά καλά κρυμμένα τόσα χρόνια αποκαλύπτονται, και πάθη θα γίνουν γνωστά σε μια κλειστοφοβική και αινιγματική νουβέλα σε τρία μέρη, που θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Η “Τζακάρτα”, είναι ακόμα ένα διήγημα με τον χρόνο να αποτελεί το κεντρικό του χαρακτηριστικό, καθώς παρακολουθούμε ζωές ανθρώπων σε διαφορετικές χρονικά φάσεις της ζωής τους με το παρελθόν να τους έχει σημαδέψει. Στο έξοχο “Τα παιδιά μένουν”, μια καταπιεσμένη συναισθηματικά και ψυχολογικά γυναίκα της επαρχίας, τολμά να εγκαταλείψει τον σύζυγο και τα παιδιά της, ακολουθώντας τον εραστή της χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες της πράξης της. Μια γυναίκα εξιστορεί τις περιπέτειες που βίωσε η μητέρα της με την οικογένεια του πρόωρα χαμένου άντρα της, όταν την γέννησε στο “Το όνειρο της μητέρας μου”, ενώ η συγγραφέας ξεφεύγει από το συνηθισμένο της ύφος περιγράφοντας μια ιστορία με Σκωτσέζους αποίκους στον Καναδά των αρχών του 19ου αιώνα στο υπέροχο “Η θέα από το Κασλ Ροκ”.

Το θαυμάσιο και λυρικότατο, “Δουλεύοντας για να ζήσεις” είναι μια τυπική (αυτοβιογραφική) ιστορία της Munro με την σκληρή αγροτική ζωή, τις απογοητεύσεις και τις μικροχαρές στις μεγάλες εκτάσεις, με την μυρωδιά του χώματος και της λάσπης, το κρύο, την οικονομική ανέχεια και τις μικρές χαρούμενες στιγμές της καθημερινότητας. Ατμόσφαιρα που αλλάζει στο διήγημα “Παραδουλεύτρα” όταν μια νεαρή φοιτήτρια πηγαίνει να εργαστεί το καλοκαίρι στο σπίτι μιας αριστοκρατικής οικογένειας ενώ το “Στο σπίτι” είναι ακόμα μια αυτοβιογραφική ιστορία, ουσιαστικά συνέχεια του “Δουλεύοντας για να ζήσεις” με τον πατέρα της ηρωίδας να έχει ξαναπαντρευτεί και την νέα σύζυγό του να έχει πραγματοποιήσει αλλαγές στην πατρική οικία ξενίζοντας την απομακρυσμένη πλέον κόρη.

Οι γυναίκες είναι πάντα στο επίκεντρο των ιστοριών της Munro και σε αυτήν την συλλογή. Γυναίκες της Καναδικής επαρχίας μεγαλωμένες σε αγροτικές περιοχές, σε περιόδους δύσκολες είτε προπολεμικά, είτε στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Άνθρωποι συνηθισμένοι, “της διπλανής πόρτας” όπως συνηθίζουμε να λέμε, που κρύβουν κάποια μυστικά τα οποία αποκαλύπτονται στο τέλος της ζωής τους ή μπορεί και ποτέ, ζωές σπαταλημένες σε γάμους αδιέξοδους, ασφυκτικές οικονομικά καταστάσεις που φέρνουν γκρίνια και μιζέρια, νέα κορίτσια σε αναζήτηση ταυτότητας, οι πρώτες σεξουαλικές ανησυχίες, έρωτες που καταπιέζονται ή που κρύβονται, σκληρές αγροτικές εργασίες και η φύση πάντα και διαρκώς παρούσα.


Οι ιστορίες της Munro δείγμα εξαίρετης λογοτεχνίας, απεικονίζουν την καθημερινότητα σε όλες τις φάσεις, και είναι γεγονός ότι το ύφος και το ανυπέρβλητο στυλ, της κάνουν την αφήγησή της μαγευτική και συναρπαστική ακόμα κι όταν, περιγράφει τα απέραντα τοπία των αγρών της Καναδικής φύσης ή τις απέραντες εκτάσεις, τις οικογενειακές στιγμές. Η ματιά της σπουδαίας συγγραφέως εισχωρεί μέσα στην γυναικεία (κυρίως) ψυχοσύνθεση με υπαινικτικότητα και απλότητα - σχεδόν δεν το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, γι' αυτό και τις περισσότερες φορές ξαφνιάζεται με μια ξαφνική ένταση η οποία υποβόσκει και ξεσπάει απότομα.

Το blog αυτό έχει ασχοληθεί πολλές φορές με την Καναδή συγγραφέα, τα κείμενα για τα βιβλία της μπορείτε να τα βρείτε στα links που παραθέτω και για όποιον δεν έχει ασχοληθεί μαζί της, είναι μια καλή ευκαιρία να ενημερωθεί για το έργο της.