Τετάρτη, Απριλίου 26, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 26, 2017 | Permalink
2084, το τέλος του κόσμου
Μια
δυστοπία για ένα φρικιαστικό μέλλον περιγράφει με δυναμισμό ο Γαλλοαλγερίνος
συγγραφέας Boualem Sansal
(Αλγερία,1949), στο εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά μάλλον άνισο μυθιστόρημά του,
“2084, το τέλος του κόσμου” (εκδόσεις Διάμετρος, μετάφρ. Ανθή Ξενάκη, σελ.358),
το οποίο ισορροπεί μεταξύ κριτικού δοκιμίου για τον θρησκευτικό φανατισμό και
μυθοπλασίας για ένα όχι τόσο απίθανο μέλλον γεμάτο με Θεοκρατία και (τι άλλο;)
καταπίεση.
“Η θρησκεία
μπορεί να σε κάνει να αγαπήσεις τον Θεό, τίποτε όμως δεν έχει τέτοια ικανότητα
ώστε να σε κάνει να απεχθάνεσαι τον άνθρωπο και να μισείς την ανθρωπότητα.”
Η δομή του
βιβλίου ακολουθεί αυτή του Οργουελιανού “1984”. Το 2084 είναι ο χρόνος που
άλλαξε ο κόσμος, εξαφανίστηκε ο παλιός και ξεκίνησε ο καινούργιος. Ο
μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου είναι ακαθόριστος, αρκετά χρόνια πάντως
μετά το σημείο μηδέν (το 2084 δηλαδή, που κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς
σημαίνει). Στην αχανή αυτοκρατορία του Αμπιστάν, ηγεμόνας είναι ο προφήτης
Άμπι, από τον οποίο πήρε το όνομά του το κράτος, ο οποίος θεωρείται ο
απεσταλμένος του Γιαλάχ επί της γης. Στο ιερό βιβλίο, το Γκαμπούλ,
περιγράφονται όλα, πως ο Άμπι είναι ο Εκλεκτός και οι πιστοί πρέπει να
ακολουθούν ότι είναι γραμμένο μέσα σ'αυτό.
Στα σύνορα
οι μάχες συνεχίζονται εναντίον ενός αόρατου εχθρού που κανείς δεν βλέπει ποτέ,
και κανείς δεν ξέρει. Ο αντίπαλος για όλους και σημείο αναφοράς ως το απόλυτο
κακό, είναι ο Μπαλίς ο Αποστάτης, αλλά τι ακριβώς πρεσβεύει ο Μπαλίς αποτελεί
μυστήριο. Το κράτος ως αυστηρά θεοκρατικό, υποχρεώνει τους υπηκόους του στην
απόλυτη και άνευ ερωτηματικών πίστη, ενώ δίδονται διάφορα μπόνους, σε όποιον
καρφώσει πιο αποτελεσματικά τον διπλανό του, τον γείτονά του, την οικογένειά
του την ίδια. Ο άτυχος που θα συλληφθεί, θα εκτελεστεί δια λιθοβολισμού ή
αποκεφαλισμού, στην πλατεία ή στο γήπεδο ενώπιον του εκστασιασμένου κοινού.
Ήρωας του
μυθιστορήματος είναι ο Ατί, που νοσηλευόταν αρκετά χρόνια ως φυματικός, σε ένα
σανατόριο χωμένο μέσα στα βουνά, όπου οι άνθρωποι αφήνονταν να πεθάνουν. Ο Ατί ως
εκ θαύματος, θεραπεύεται και επιστρέφει μετά από ένα μακρύ ταξίδι στην
πρωτεύουσα Κοντζαμπάντ, όπου επανέρχεται στην δουλειά του, η δε ίασή του
θεωρείται ως σημάδι εύνοιας του Γιαλάχ.
Ο Ατί όμως
έχοντας δει διάφορα περιστατικά μέσα στο σανατόριο και στην μεγάλη του πορεία
προς την πρωτεύουσα στην επιστροφή, διαθέτοντας δε, χρόνο κατά την θεραπεία του να σκεφτεί,
αναρωτιέται για πολλά, προβληματίζεται για το ποιοι είναι οι θεωρούμενοι ως
εχθροί του καθεστώτος, μαθαίνει και για κάποιους αποκαλούμενους ως αποστάτες
που ζουν σε ένα γκέτο και κάνει προσπάθειες να ενημερωθεί όσο γίνεται
περισσότερο.
“Δεν το 'χε
σκεφτεί ποτέ του, αν όμως τον ρωτούσαν, θα απαντούσε ότι όλοι οι Αμπιστανοί
έμοιαζαν μεταξύ τους, ότι ήταν σαν κι αυτόν, σαν τους ανθρώπους της γειτονιάς
του στο Κοντζαμπάντ, τα μόνα ανθρώπινα όντα που είχε δει ποτέ του. Κι όμως, να
που αποτελούσαν ένα τεράστιο πλήθος, τόσο ανομοιογενές, ώστε τελικά ο καθένας
ήταν από μόνος του ένας κόσμος, μοναδικός, ανεξιχνίαστος, πράγμα που κατά
κάποιον τρόπο ακύρωνε την έννοια του λαού, ενιαίου και γενναίου, φτιαγμένου από
πανομοιότυπα αδέλφια. Ο λαός ήταν λοιπόν κάτι θεωρητικό, ακόμη μια θεωρία,
αντίθετη στην αρχή της μοναδικότητας του ανθρώπου, που αποκρυσταλλώνεται στη
σημασία που έχει το άτομο, το κάθε άτομο. Ήταν σαγηνευτικό και ενοχλητικό. Τι
ήταν λοιπόν ο λαός;”
Η
περιέργειά του αυτή θα τον οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Τα πάντα στο
Αμπιστάν καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικοπάθειας και φόβου, οι άνθρωποι δεν
μιλάνε, δεν εκφράζονται. Ο Ατί, θα βρει ένα συνάδελφό του, ο οποίος έχει τις
ίδιες απορίες, και μαζί θα σχεδιάσουν ένα ταξίδι για να βρουν απαντήσεις στα
καίρια ερωτήματά τους, στην ιερή πόλη, την Αμπικύβ, την πόλη του Θεού, όπου
βρίσκονται τα παλάτια και οι επαύλεις των αξιωματούχων σε μια πόλη λαβύρινθο,
ένα μέρος χαοτικό όπου ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε γωνία. Αυτό το ταξίδια
αναζήτησης και αυτογνωσίας, αυτή η μακρά πορεία του Ατί είναι η καρδιά και η
ουσία, της ιστορίας του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο
γραμμένο με δυναμισμό και πολύ χιούμορ, περιγράφει έναν εφιαλτικό κόσμο όπου
υπάρχει ένα καθεστώς που θα μπορούσε να είναι το κράτος του ISIS, μια Ισλαμική δικτατορία, με μια
δομή που θυμίζει την ΕΣΣΔ ή την Κίνα του Μάο (η απαγορευμένη, ιερή πόλη
παραπέμπει ευθέως στο Πεκίνο), ενώ στο μάλλον πιο ευρηματικό του σημείο ο Σανσάλ
τοποθετεί εντός πλαισίου και ένα κατεστραμμένο μουσείο σαν το Λούβρο,
κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη ότι ενδέχεται η πόλη να ήταν κάποτε το
Παρίσι! Η νομενκλατούρα του καθεστώτος, η παρανοϊκή γραφειοκρατία, ο φόβος στα
μάτια των πολιτών, η ανυπαρξία των γυναικών που θεωρούνται “κατώτερο είδος” θα
μπορούσε να είναι η περιγραφή μιας Αφγανικής αυτοκρατορίας ή ενός Ισλαμικού
κράτους που έχει κυριαρχήσει πάνω στη γη.
Το
μυθιστόρημα του Σανσάλ, χωρίς να είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο – ακολουθεί άλλωστε
στη δομή και στη φιλοσοφία, το ανυπέρβλητο 1984 του Όργουελ, έχοντας πολλαπλές έμμεσες αναφορές σ' αυτό – πηγαίνει ένα βήμα
παραπέρα την προβληματική που αναπτύσσει ο Ουελμπέκ στην εξαιρετική “Υποταγή”
του, μόνο που εκεί που ο πανέξυπνος Γάλλος επιτυγχάνει, στην μυθοπλαστική
εξέλιξη της ιστορίας, ο Σανσάλ δείχνει αμήχανος και “στεγνός”. Η περιγραφή του
κράτους και τα ερωτήματα του Ατί περιγράφονται θαυμάσια, αλλά απουσιάζει η
ιστορία, ο μύθος.
Το βιβλίο (το
οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για
το 2015 και επιλέχθηκε ως το καλύτερο της χρονιάς από το περιοδικό Lire), έχει εξαιρετική σάτιρα και
χιούμορ, ενώ μερικές σκηνές του, είναι ιδιαίτερα ευρηματικές, αλλά, πάσχει από
τα συνήθη προβλήματα που χαρακτηρίζουν τις δυστοπίες ή τα μυθιστορήματα
επιστημονικής (ή και πολιτικής) φαντασίας. Δίδεται υπερβολική έμφαση στα
τεχνικά χαρακτηριστικά, στην περιγραφή του καθεστώτος, την πολιτική και
κυβερνητική δομή, του κόσμου γενικότερα, με πολλές λεπτομέρειες, και έτσι,
μένουν σε δεύτερο πλάνο, οι διάλογοι, η εξέλιξη της ιστορίας, η ανάπτυξη των
χαρακτήρων που είναι υποτυπώδης. Διαβάζεται όμως με μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της
εξαιρετικής ικανότητας του συγγραφέα στην περιγραφή ενός εφιαλτικού κόσμου,
ενός μέλλοντος απόλυτα θεοκρατικού και αυταρχικού που (ποιος ξέρει;) δεν
φαντάζει και τόσο απίθανο.