Η
πρόβλεψη για την εμπορική επιτυχία ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού βιβλίου στην
Ελλάδα, είναι μια δύσκολη άσκηση, καθώς τίποτα δεν εγγυάται κάτι τέτοιο.
Υπάρχουν βιβλία που έκαναν πάταγο στο εξωτερικό και χρειάστηκε να πληρωθούν
δεκάδες χιλιάδες ευρώ (ή δραχμές παλαιότερα) για να αποκτηθούν τα δικαιώματά
τους και απέτυχαν μεγαλοπρεπώς στη χώρα μας. Υπάρχουν άλλα που κάποιος
ιδιαίτερος λόγος τα έκανε γνωστά – μια ταινία, το όνομα του συγγραφέα, ένα
βραβείο – και έχουν μια επιτυχημένη πορεία, υπάρχουν και αυτά που αργά αλλά
σταθερά διέγραψαν μια θεαματική εμπορική πορεία εκπλήσσοντας τους πάντες. Σε
αυτή την εμπορική διαδρομή των «εκπλήξεων» τύπου «Confiteor»,
τον καθοριστικό ρόλο, έπαιξε το κάποτε λεγόμενο «word
of mouth» ή όπως αλλιώς
λέγεται, το «στόμα με στόμα». Στη σημερινή εποχή, αυτός ο (ακαταμάχητος) τρόπος
διείσδυσης στην αγορά, έχει αντικατασταθεί με τα κοινωνικά δίκτυα, όπου η φήμη
«χτίζεται» σιγά-σιγά και από τον έναν αναγνώστη στον άλλον.
Κάπως
έτσι, αργά αλλά σταθερά, και κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων, δημιουργήθηκε
στη χώρα μας, η επιτυχία ενός βιβλίου που στην αρχή πέρασε μάλλον απαρατήρητο
(όπως και η αντίστοιχη ταινία, που προβλήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την
κυκλοφορία του βιβλίου, στους κινηματογράφους), αλλά με τους μήνες που περνούσαν,
άρχισε να διαγράφει μια εντυπωσιακή εμπορική πορεία, με αποθεωτικά σχόλια. Ο
λόγος για το «ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑΥΡΟΜΑΧΕ» («Tengo miedo torero») του Χιλιανού Pedro Lemebel
(Santiago de Chile 1952-2015), που εκδόθηκε στη χώρα μας στο τέλος του
2021, από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε εξαιρετική μετάφραση του Κώστα
Αθανασίου (σελ. 234), και έχει προσελκύσει χιλιάδες αναγνωστών που το έχουν
αγαπήσει και μάλλον δικαιολογημένα θα έλεγα, αφού αυτό το μελοδραματικό και
αρκετά μπαρόκ μυθιστόρημα, σαγηνεύει με τη ζωντάνιά του και τον άκρατο
συναισθηματισμό του.
Ο
Λεμεμπέλ, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού, για τον οποίο θα
μιλήσω παρακάτω, έχει ως άξονα του μυθιστορήματός του, ένα αληθινό περιστατικό
που συνέβη κατά τη διάρκεια της στυγνής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη
Χιλή (1973-1990). Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1986, το (άγνωστο μέχρι
τότε) «Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες» πραγματοποίησε μια απόπειρα
κατά του Πινοσέτ, στον δρόμο που περνούσε ο δικτάτορας σχεδόν κάθε
Σαββατοκύριακο για να πάει ή να γυρίσει από το εξοχικό του. Η επιχείρηση δεν
πέτυχε τον στόχο της (που ήταν ο Πινοσέτ) αλλά σκοτώθηκαν αρκετά μέλη της
προσωπικής του φρουράς, ενώ οι δράστες διέφυγαν. Η απόπειρα αυτή, προκάλεσε
κύμα τρομοκρατικών μέτρων από το καθεστώς που ήδη φυλλορροούσε, και το
αντιστασιακό ρεύμα όλο και διογκωνόταν με διαδηλώσεις (γι’ αυτό και το σύνθημα
«Πέφτει, πέφτει» που υπάρχει σε αρκετά σημεία του βιβλίου). Η αιμοσταγής
δικτατορία, μια από τις σκληρότερες της Λατινικής Αμερικής, θα αντέξει λίγα
χρόνια ακόμα.
Κεντρικός
χαρακτήρας του βιβλίου, είναι μια μεσήλικας τραβεστί, η «Τρελή από Απέναντι».
Σε ένα διαμέρισμα μιας σχεδόν ετοιμόρροπης πολυκατοικίας σε μια φτωχική συνοικία
του Σαντιάγκο, ζει σαν μια πεταλούδα, η Τρελή χωρίς να πειράζει κανέναν,
τραγουδώντας συνεχώς ρομαντικά και κλαψιάρικα μπολέρος, ράβοντας με ιδιαίτερη
ικανότητα, για κάποιους επιφανείς πελάτες που είχε και ζώντας μονίμως σε ανέχεια.
Παρά το ιδιαίτερο της εμφάνισής της, η γειτονιά την είχε αποδεχθεί, και ακόμα
και οι κουτσομπόλες της περιοχής, κακό γι’ αυτήν δεν έλεγαν. Μια μέρα,
εμφανίζεται στην πόρτα της, ο νεαρός Κάρλος, που ζητάει να της αφήσει μερικές
κούτες με βιβλία στο διαμέρισμά της. Η Τρελή, δεν αρνείται ποτέ τίποτα σε
κανέναν, κυρίως σε έναν τόσο όμορφο και καλοβαλμένο νεαρό. Δεν ρωτάει για τις
κούτες (που βέβαια περιέχουν βαρύ οπλισμό), οι οποίες σιγά-σιγά γεμίζουν το
σαλόνι, κι εκείνη που δεν μπορεί να βλέπει τέτοια ακαταστασία, τις στολίζει.
«Σαν
μια γάζα που τραβιέται πάνω από το παρελθόν, μια φλεγόμενη κουρτίνα ανεμίζει
από το ανοιχτό παράθυρο εκείνου του σπιτιού την άνοιξη του ’86. Μιας χρονιάς
που τη σημαδεύουν οι φωτιές από τα λάστιχα που καπνίζουν ακόμα στους δρόμους
ενός Σαντιάγο που το πνίγουν οι περιπολίες. Ενός Σαντιάγο που λίγο λίγο αρχίζει
να ξυπνάει μέσα στον θόρυβο από τις άδειες κατσαρόλες που χτυπάνε και τις
αστραπές των μπλακάουτ, από το κομμένο δίκτυο, τα κομμένα καλώδια που
αιωρούνται στον άνεμο, τους ηλεκτρικούς σπινθήρες. Και τότε, το απόλυτο
σκοτάδι, οι προβολείς ενός θωρακισμένου φορτηγού, τα σταμάτα εκεί που
βρίσκεσαι, μαλάκα, οι πυροβολισμοί και τα τρεχαλητά του τρόμου, σαν μεταλλικές
καστανιέτες που θρυμμάτιζαν τις νύχτες από τσόχα. Εκείνες τις πένθιμες νύχτες,
που τις στόλιζαν φωνές, εκείνο το ακούραστο «Πέφτει, πέφτει» και τις τόσες, μα
τόσες έκτακτες ανακοινώσεις που ψιθύριζε η ραδιοφωνική ηχώ από τις εκπομπές και
τα δελτία του Ράδιο Κοοπερατίβα.»
Η
Τρελή, θα ερωτευτεί παράφορα τον νεαρό, ο οποίος από τη μια εκμεταλλεύεται την
καλοσύνη της, οργανώνοντας συναντήσεις με κάτι περίεργους τύπους στο διαμέρισμά
της και από την άλλη, τής φέρεται ευγενικά και δείχνει να διασκεδάζει τον χρόνο
που περνάει στο διαμέρισμα μαζί της. Με την πάροδο του χρόνου, η Τρελή
διηγείται στον Κάρλος κομμάτια από την σκληρή ζωή που έχει περάσει, την
κακοποίηση που έχει υποστεί σε μια κοινωνία εχθρική απέναντι σε οτιδήποτε
διαφορετικό. Δείχνει να μην την ενδιαφέρουν οι κινήσεις του Κάρλος και οι φίλοι
του που επισκέπτονται το διαμέρισμα, παρά μόνο να έχει όσο γίνεται περισσότερο
κοντά της τον όμορφο νεαρό.
Από
την άλλη, σε μια παράλληλη αφήγηση, παρακολουθούμε την καθημερινότητα του
Προεδρικού ζεύγους, μέσα από την μικροαστική υστερία της συζύγου του Πινοσέτ, Λουθία
Ιριάρτ, που έχει ως σύμβουλό της, τον ομοφυλόφιλο στιλίστα της Γκονσάλο
(πραγματικό πρόσωπο). Μέσα από την παραφορά μεγαλείου της Λουθία, και των
συζητήσεων του ζεύγους, ο συγγραφέας τονίζει το επικίνδυνο και ταυτόχρονα
τραγελαφικό πρόσωπο της εξουσίας, δείχνοντας το πόσο «μικρός» ήταν τελικά αυτός
ο γελοίος τύπος που είχε στον γύψο μια χώρα για σχεδόν δύο δεκαετίες, σκορπώντας
νεκρούς παντού.
Το
αν γνωρίζει ή όχι η Τρελή, τι περιείχαν οι κούτες, αιωρείται ως αναπάντητο
ερώτημα καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Καθώς οι καταστάσεις γύρω από τον
Κάρλος και τους συντρόφους του δυσκολεύουν μετά την αποτυχημένη απόπειρα, οι
δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι θα έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, θα
κατανοήσουν τι γίνεται και τα δεδομένα γύρω από τα οποία έχουν χτίσει τη ζωή
τους θα ανατραπούν.
«…
Εκείνα τα στεγνά μπολέρο που ανάβλυζαν τόσους στίχους για περαστικές αγάπες,
τόσο λυρισμό δακρύβρεχτο, σαν να καθαρίζεις κρεμμύδια, για φτηνές αγάπες, μια
αιμορραγία της αγάπης με «μελάνι αίμα», καταραμένη αγάπη ποια νόμιζες πως
είσαι, «εγώ που σου τα ‘δωσα όλα», «ήθελες να πάψω να σ’ αγαπάω», «εσύ μείνε,
εγώ θα φύγω», «εσύ είπες ίσως», «εσύ μ’ έκανες να τα συνηθίσω όλα αυτά, γι’
αυτό και αναρωτιέμαι». Αγάπες από φωτορομάντζα, από τσαλακωμένες φυλλάδες,
αγάπες χαμένες, διαλεγμένες από το παραπονιάρικο παλιοκρέβατο της αδερφής που είναι
μόνη, της αδερφής που διψάει για «μαγικά φιλιά», της αδερφής που τη μέθυσε το
φανταστικό άγγιγμα από ένα χέρι χαρταετό που ψηλάφησε τον θολό ουρανό της
σάρκας της, της αδερφής που θα ζει επ’ άπειρον φυλακισμένη στο κλουβί της
αδερφίστικης λέπρας της, της τζαζλής αδερφής που ζει αιχμάλωτη στον μελαγχολικό
ιστό της αράχνης της από μπερδέματα και εξαπατήσεις, της τρελιάρας αδερφής που
είναι μπλεγμένη, ραμμένη στις πισωβελονιές του δικού της υφαδιού. Τόσο μόνη,
τόσο χωμένη στο κουκούλι που έφτιαχνε το δικό της δίχτυ, που δεν μπορεί ούτε να
κλάψει χωρίς να έχει έναν θεατή για να εκτιμήσει την προσπάθεια να σκηνοθετήσει
ένα δάκρυ.»
Ο
Λεμεμπέλ έγραψε ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, από τη μεριά του
περιθωρίου, έχοντας ως ήρωα έναν άνθρωπο που κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά,
που ζει σε μια κοινωνία που του κάνει συνεχώς bullying,
έναν παρία! Τα δακρύβρεχτα τραγούδια, τα κουτσομπολιά της κιτς καθημερινότητας,
εντάσσονται από τον συγγραφέα, μέσα στο πολιτικό πλαίσιο, τονίζοντας τις
έντονες κοινωνικές, πολιτικές και ταξικές διαφορές. Η Τρελή από Απέναντι, αυτός
ο εκπληκτικός λογοτεχνικός χαρακτήρας, δεσπόζει στην αφήγηση, δίνει ρυθμό στο
βιβλίο, μετατρέποντάς το σε ένα πανηγύρι εικόνων και χρωμάτων, σε ορισμένα δε
σημεία απογειώνοντάς το σε ανέλπιστα λογοτεχνικά ύψη.
Η
γλώσσα όμως είναι ένας από τους βασικούς
πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Εναλλάσσεται από αρσενικό σε θηλυκό γένος,
από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, γεμάτη ζωντάνια και δυναμισμό, κωμωδία και
δράμα, ένταση και γέλιο. Ο Λεμεμπέλ χρησιμοποιεί το μελόδραμα (ένα είδος
που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή έναν συγγραφέα) δημιουργικά, εντάσσει την queer λογοτεχνική ματιά στην πολιτική, χωρίς να εμπίπτει σε
υπερβολές ή καρικατούρες.
Ο
Pedro Lemebel,
ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος, κάτι που του κόστισε σε μια κοινωνία που ο
σεξουαλικός προσανατολισμός μπορούσε να αποτελεί στίγμα σε οποιαδήποτε έκφανση
της καθημερινότητας. Από τις δημόσιες υπηρεσίες έως τις επαναστατικές
οργανώσεις, οι ομοφυλόφιλοι ήταν οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», που ωθούντο να
ζουν στο περιθώριο της υποκριτικής κοινωνίας. Ο Λεμεμπέλ (όπως γράφει ο
μεταφραστής Κ. Αθανασίου στο επίμετρό του), αντέδρασε έντονα,
εμφανιζόμενος επί δικτατορίας με ψηλά τακούνια, μακιγιάροντας την αριστερή
πλευρά του προσώπου του με ένα τεράστιο σφυροδρέπανο και παρεμβαίνοντας σε μια
συγκέντρωση της Αριστεράς, διαβάζοντας το «Μανιφέστο» του, που έχει ως
υπότιτλο «Μιλάω για τη διαφορά μου», όπου μέσα εκεί, λέει: «Μη μου
μιλάτε όμως για το προλεταριάτο, γιατί το να είσαι φτωχός και αδερφή είναι
ακόμα χειρότερο», ενώ καταλήγει λέγοντας: «Είναι τόσα τα
παιδιά που θα γεννηθούν με μια μικρή φτερούγα τσακισμένη. Κι εγώ θέλω να
πετάξουν σύντροφε, θέλω η επανάστασή σας να τους δώσει ένα κομματάκι κόκκινο
ουρανό, για να μπορέσουν να πετάξουν.»
Ο
Λεμεμπέλ ίδρυσε μια ομάδα αντικουλτούρας, που έκανε παρεμβάσεις με
πολιτικοκαλλιτεχνικά δρώμενα, πάντα προτάσσοντας το θέμα της ομοφυλοφιλίας στην
πολιτική, με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο να μιλάει αποθεωτικά για τον Λεμεμπέλ,
τις δράσεις του αλλά και την λογοτεχνική του φλέβα. Έγραφε χρονικά σε
εφημερίδες και περιοδικά, τα έβγαζε σε συλλογές, τα διάβαζε στο ραδιόφωνο.
Πάντα η κριτική του προς όλες τις πλευρές ήταν έντονη και υπερασπιζόταν τις
καταπιεσμένες μειονότητες, ενώ είχε και μια ραδιοφωνική εκπομπή με το ίδιο
περιεχόμενο και πολλά μπολέρος. Το «Φοβάμαι ταυρομάχε» ήταν το πρώτο και
μοναδικό του μυθιστόρημα. Πέθανε από καρκίνο και μέχρι το τέλος, όσο είχε ακόμα
δυνάμεις, έκανε παρεμβάσεις.
Το
«Φοβάμαι ταυρομάχε» (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Τρυφερέ
μου ταυρομάχε», μια αξιοπρόσεκτη ταινία, που δεν μπορεί να μεταφέρει την
μαγεία του βιβλίου), είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, ένα «αγαπησιάρικο»
μυθιστόρημα, με έντονο συναίσθημα, μελοδραματικό και υπερβολικό μέσα στην μπαρόκ
φόρμα του, που δεν συγγενεύει τόσο με το (εκπληκτικό) «Φιλί της γυναίκας αράχνης», αλλά περισσότερο με το κινηματογραφικό έργο «Το παιχνίδι των
λυγμών» του Neil Jordan. Είμαστε πολύ τυχεροί που μεταφράστηκε στη
χώρα μας από τον Κώστα Αθανασίου, έναν από τους καλύτερους μεταφραστές
από τα Ισπανικά που έχουμε, ο οποίος έγραψε ένα συγκλονιστικό επίμετρο 42
σελίδων (!), που συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την απόλαυση της ανάγνωσης
αυτού του συγκινητικού βιβλίου.
Βαθμολογία
84 / 100