Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2023 | Permalink
Γονείς, αυτοί οι άγνωστοι ("Καταγωγή")

 

Δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με το νέο (κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες) μυθιστόρημα του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, Νικόλα Σεβαστάκη (Σάμος,1964), με τίτλο «ΚΑΤΑΓΩΓΗ ή Οι ιστορίες των άλλων» (εκδ. Πατάκη, σελ. 380), μόλις το δεύτερο, του γνωστότερου ως δοκιμιογράφου και αρθρογράφου, συγγραφέα. Δεν ξεμπερδεύεις, γιατί το μυθιστόρημα πέραν του αν αρέσει ή δεν αρέσει σε έναν αναγνώστη, είναι πολυεπίπεδο και απλώνεται σε πολλούς τομείς, δημιουργώντας σκέψεις και προβληματισμούς με τα θέματα που θίγει.

 


Τυπικά, το βιβλίο είναι ένα μυθιστόρημα πνευματικής και ουσιαστικής ενηλικίωσης. Είναι η ιστορία ενός νέου, που θέλει να γίνει συγγραφέας και μεγαλώνει στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90. Ένα οικογενειακό μυστικό, ένα τραύμα που αγνοούσε, θα του ανατρέψει τη ζωή και θα τον κάνει να δει την πραγματικότητα διαφορετικά.
 
Ο Άρης Χειμωνίτης, είναι ένας εικοσιπεντάχρονος φιλόλογος που εργάζεται σε ένα κεντρικό φροντιστήριο της Αθήνας και μένει για πρώτη φορά μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Διατηρεί καλές σχέσεις με τους γονείς του, τον Μάνθο που είναι επιτυχημένος αρχιτέκτονας και την Δέσποινα που είναι διορθώτρια/επιμελήτρια κειμένων και είναι κλεισμένη στο σπίτι, με ένα τσιγάρο στο στόμα, γκρινιάζοντας για τα λάθη που βρίσκει σε μεταφράσεις ή πρωτότυπα κείμενα. Ο Άρης δεν συμβαδίζει σε τίποτα με την εποχή του, από την εξωτερική του εμφάνιση, αφού προτιμά να ντύνεται ως «νεόγερος», έως την αδιαφορία για το τι γίνεται γύρω του, από παρέες έως κοινωνικές εκδηλώσεις. Θέλει να γίνει συγγραφέας και αυτό τον απασχολεί σε σημείο να έχει μια υπεροπτική θεώρηση των πάντων, αλλά με μια «θολούρα» που δεν μπορεί ακόμα να προσδιορίσει. Έχει σχέση με τη Νεφέλη, μια κοπέλα που προσπαθεί να τελειώσει τη Σχολή της, φροντίζοντας παράλληλα τον μικρό αδερφό της, που έχει νοητική υστέρηση.
 
«Όσοι ήξεραν τον Χειμωνίτη εκείνα τα χρόνια έβλεπαν ότι υπήρχαν και άλλοι νέοι της ίδιας κατηγορίας: μια άγνωστη δύναμη τους παρέσυρε στη μια ή στην άλλη ιδέα, σε συγγραφικές ή άδοξες σκηνοθετικές απόπειρες με υπερτονισμένη την ανάγκη τους να δικαιώσουν κάποια «εσωτερική φλόγα», που δεν την αποκαλούσαν φυσικά έτσι γιατί δεν ήθελαν να τους πάρουν στο ψιλό. Πιθανότατα, ο Άρης είχε νιώσει από νωρίς μέρος του αυξομειούμενου αυτού συνόλου που το συγκροτούσαν όσοι επιδίωκαν να διαφέρουν από τη μάζα των συνομηλίκων τους. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι της πρώτης λυκείου, είχε κατεβάσει από ένα ράφι της βιβλιοθήκης της μάνας του το Οκτάεδρο του Χούλιο Κορτάσαρ και τον είχε κυριεύσει η χαρά του να διαφέρεις, μια χαρά «σχισματική» και δίχως έλεος για όποιον δεν μπορεί να τη συλλάβει. Και κάπως έτσι, ο Άρης Χειμωνίτης είχε αποφασίσει νωρίς να γίνει συγγραφέας, όπως κάποιος που αρπάζει το ψαλίδι και κόβει ένα φύλλο χαρτί στα δυο, μια πρώτη ζωή και μια δεύτερη, τελείως διαφορετική, που δεν ξέρεις που μπορεί να σε βγάλει.»
 
Στον δρόμο του Άρη, θα βρεθεί ένας περίεργος μεσήλικας, ο Οδυσσέας Αγαθάγγελος που συστήνεται ως «Ερευνητής-Συγγραφέας». Θα τού γνωρίσει και τον φίλο του, τον Κρίστο, ο οποίος στα νιάτα του ήταν ηθοποιός και φωτογράφος στην Ιταλία. Ο Αγαθάγγελος, δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά την οικογένεια του Άρη και κυρίως τη μητέρα του, αποκαλύπτοντας αργά-αργά το παρελθόν της, που συνδυάζοντας τις πληροφορίες ο Άρης, και με τα μισόλογα των παλιών φίλων των γονιών του, αρχίζει να ξετυλίγει, ανακαλύπτοντας μια πραγματικότητα που αγνοούσε.
 
Η μητέρα του, η Δέσποινα Μπουζιάνη, ήταν μια ηρωίδα – ένα όνομα «θρύλος» του αντιδικτατορικού αγώνα, που όμως έμεινε κρυφό. Βασανίστηκε άγρια στην περίοδο της Χούντας, δεν ομολόγησε, δεν κατέδωσε παρά την σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη. Η Δέσποινα μετά από αυτό, δεν μίλησε ποτέ για όλα αυτά, κλείστηκε σπίτι με τα βιβλία και τα τσιγάρα της. Και τώρα έρχεται ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από την σύλληψη και τα βασανιστήρια που υπέστη, αυτός που κρύβεται πίσω από το όνομα «Αγαθάγγελος» για να αποκαλύψει στον εμβρόντητο, όπως «ξεφλουδίζει το κρεμμύδι» της οικογενειακής ιστορίας, γιο της, την αλήθεια. Ο Άρης που είχε γράψει μια συλλογή διηγημάτων, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να καταλάβει όχι μόνο τι ακριβώς συνέβη στο παρελθόν της μητέρας του - γιατί δεν μίλησε, γιατί δεν έγραψε τίποτα αλλά διόρθωνε γραπτά άλλων -, αλλά και για την αληθινή σχέση των γονιών του, ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν με ασφάλεια και πλήρη προστασία, τι θέλει ο Άγαθάγγελος που από τη μια εξέφραζε τον θαυμασμό του για την Δέσποινα και τη στάση της, από την άλλη παρέμενε αμετανόητα ακροδεξιός, ποιος είναι αυτός ο Κρίστο και τι ξέρει. Όλα ανατρέπονται στον ψυχισμό του Άρη, που αναθεωρεί τη ζωή, μπαίνοντας σε ένα δρόμο που θα τον κάνει διαφορετικό άνθρωπο.
 
«Το τέλος της δεκαετίας του ’90 ήταν, όπως έχει ειπωθεί, εποχή παρεξηγήσιμη, που γέννησε παράπονα και πικρίες και εχθρότητες, οι οποίες αργότερα έφτασαν μέχρι το κατώφλι του μίσους. Πολλοί τη μίσησαν εκείνη την εποχή εκ των υστέρων. Λένε, λοιπόν, πως εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν από το ευρώ και τους Ολυμπιακούς αγώνες, υπήρξαν χρόνια ανήθικα και ευτελή, χρόνια ψυχρά και σκοτεινά, όπως εκείνα τα γυάλινα μεγαθήρια στη λεωφόρο Κηφισίας με τα οποία ένιωθε κανείς, δίχως συχνά να μπορεί να το εκφράσει με λέξεις, τον ίλιγγο μιας ανακουφιστικής λήθης. Κάπως έτσι συνέβη κι αυτά ακριβώς τα χρόνια θα τα μετατρέπαμε κατόπιν σε σύμβολα μιας τεράστιας αλλαγής, που θα τη μετρούσαμε περισσότερο σαν απώλεια και καταστροφή, συνυπολογίζοντας φυσικά και την απόλαυση που πρόσφερε σε κάποιους συνανθρώπους μας η ζάλη της επιπόλαιης και αιφνίδιας επιτυχίας.»


Ό άξονας της ιστορίας που αφηγείται με ωραίο και στρωτό ύφος ο Σεβαστάκης, είναι η Δέσποινα που αναδεικνύεται ως το κεντρικό πρόσωπο, και ο πυρήνας ουσιαστικά, του μυθιστορήματος. Ο Άρης αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα που τον ανέθρεψε και τον μεγάλωσε, είναι μια ξένη στα μάτια του. Όσο ενημερώνεται από τις εφημερίδες της εποχής και από διηγήσεις άλλων, αποκαλύπτεται μπροστά του, ένας διαφορετικός άνθρωπος και με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα στα οποία δεν έδινε σημασία μικρότερος. Μπορεί επίσης να αντιληφθεί τον ρόλο που διαδραμάτισε ο πατέρας του, που τον θεωρούσε αδιάφορο και «χαμένο» στις υποθέσεις του. Ο συγγραφέας εστιάζει στον Άρη, που ανατρέπονται όλα του τα δεδομένα, στον εσωτερικό πόλεμο που βιώνει, καθώς οι (αναπόφευκτες) ενοχές για το τι πραγματικά έβλεπε και πόσο «τυφλός» υπήρξε δεν είναι λίγες, ούτε αμελητέες. Η «ενηλικίωση» του Άρη, έρχεται μέσα από την εσωτερική του πάλη και την σχέση παρελθόντος και παρόντος που σκάει, ανατρέποντας την επίπλαστη άνεσή του.
 
Η Δέσποινα – ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου -, παραμένει ένα αινιγματικό πρόσωπο καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος και η επιλογή του συγγραφέα, να ακολουθήσει τον δρόμο της αναζήτησης ταυτότητας του ήρωά του, την περιορίζει, κάτι που αφήνει μια αίσθηση ημιτελούς σε ένα βιβλίο που (σίγουρα) θα μπορούσε να είναι περισσότερο σφιχτοδεμένο και να μην απλώνεται τόσο πολύ. Η (προσωπική) ένσταση μου αυτή, δεν αναιρεί την αξία του μυθιστορήματος, που κλιμακώνει το ενδιαφέρον του, όσο εξελίσσεται, φθάνοντας μέχρι το ωραίο φινάλε του.
 
Η εμπειρία του Σεβαστάκη ως δοκιμιογράφου και ψύχραιμου πολιτικοκοινωνικού αναλυτή, είναι εμφανής στον αφηγηματικό ρυθμό του μυθιστορήματος. Έχοντας ενσωματώσει δημιουργικά τον αστικό ιστό στο βιβλίο του, αφηγείται τα γεγονότα με ηρεμία (κάποιος μπορεί να έλεγε «flat») χωρίς  συναισθηματισμούς και ίσως τις εντάσεις που κάποιοι αναγνώστες θα προτιμούσαν. Με αυτόν όμως τον τρόπο, ο συγγραφέας μας προτρέπει να σκαλίσουμε το βάθος του βιβλίου του, καθώς είναι η ουσία αυτών που μαθαίνουμε και ο προβληματισμός που δημιουργείται στην αναγνωστική συνείδηση και όχι οι εικόνες και οι γλαφυρές περιγραφές, που θα εντυπωσίαζαν μεν, πρόσκαιρα δε.
 
«Οι γονείς μας, αυτοί οι άγνωστοι» λέει ουσιαστικά ο Σεβαστάκης στο βιβλίο του. Τι πραγματικά γνωρίζουμε για τους ανθρώπους αυτούς που βλέπουμε καθημερινά μέχρι κάποια ηλικία και περισσότερο ή λιγότερο συχνά στη συνέχεια. Ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ γενεών και πως η οικογενειακή – προσωπική ιστορία, μπορεί να περάσει στους απογόνους; Περνάει το τραύμα από γενιά σε γενιά; Τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του είναι συνεχή και βασανιστικά, καθώς οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες.
 
«Η Καταγωγή» είναι ένα εξαιρετικό και κυρίως πολύ ενδιαφέρον και ουσιαστικό μυθιστόρημα, που μιλάει για τους μικρούς ή μεγάλους ηρωισμούς, τα (οικογενειακά) μυστικά και ψέματα, τα διλήμματα, τις σιωπές και την διαχείριση του παρελθόντος, το χάσμα των γενεών και τις οικογενειακές σχέσεις, την υπομονή και το κουράγιο, την άδολη αγάπη και τις θυσίες. Οι «ιστορίες των άλλων» φτιάχνουν την καταγωγή του καθενός, λέει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του και αυτό επιτυγχάνεται στο μυθιστόρημά του. Με μια σειρά από ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με ωραία γλώσσα, και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, ο Σεβαστάκης απευθύνεται στον απαιτητικό αναγνώστη που δεν παρασύρεται από ευκολίες και «πυροτεχνήματα», ωθώντας τον σε σκέψεις για τον εαυτό του.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
 
 
Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2023
posted by Librofilo at Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2023 | Permalink
Oguz Atay "Αποσυνάγωγοι"
«… Πίστευε ότι η λογοτεχνία αποτελείται από παραδοξότητες.»
 
Οι «ΑΠΟΣΥΝΑΓΩΓΟΙ» («Tutunamayanlar»), το Τουρκικό έπος του Oguz Atay (Ινεμπολού 1934 – Κων/λη 1977), δεν είναι απλά ένα σημαντικό μυθιστόρημα –κάτι που, το αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες του σελίδες. Θεωρείται το «μεγάλο Τουρκικό μυθιστόρημα» και η Ουνέσκο το συμπεριέλαβε σε μια λίστα με τα λογοτεχνικά έργα που πρέπει να μεταφραστούν σε πολλές γλώσσες (και κυρίως στα Αγγλικά αφού η πρώτη έκδοση, βγήκε σε ελάχιστα αντίτυπα τα οποία έχουν εξαντληθεί). Είμαστε πολύ τυχεροί, που οι εκδόσεις Gutenberg, ανέλαβαν τη μετάφραση και την έκδοση αυτού του μνημειώδους λογοτεχνικού έργου στα ελληνικά, σε έναν ογκώδη τόμο 998 σελίδων, σε μετάφραση-άθλο της Νίκης Σταυρίδη και περιεκτικό επίμετρο του Βασίλη Δρόλια.


Τι είναι οι «Αποσυνάγωγοι», που συγκρίνεται με μεγάλα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς, και γιατί τόσος θόρυβος γύρω από το βιβλίο; Δύσκολο να περιγραφεί, αλλά, το πολυφωνικό μυθιστόρημα ιδεών του Atay, είναι ένα βιβλίο (που όπως όλα τα μεγάλα έργα) περιέχει ένα ολόκληρο σύμπαν εντός του (ουσιαστικά μιλάει για τα πάντα), περιγράφει τους ανθρώπους που ζουν στην Τουρκία, το σύγχρονο κράτος που δημιουργήθηκε μετά το κίνημα των Νεότουρκων, την ιστορία της γλώσσας που δημιουργήθηκε, μέσα από ένα εσωτερικό ταξίδι με πολλά μεταμοντέρνα στοιχεία που συνομιλούν αρμονικά με την κλασσική λογοτεχνική αφήγηση.
 
Η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας, είναι στη βάση της απλή. Ο Τουργκούτ Ομζμπέν, μηχανολόγος που ζει στην Κωνσταντινούπολη, εξαφανίζεται, έχοντας φύγει από το σπίτι και την οικογένειά του για δουλειές στην Άγκυρα (όπως τους είχε πει). Αφήνει ένα πάκο με σημειώσεις σε κάποιον δημοσιογράφο, που γνώρισε τυχαία στο τρένο. Από τις σημειώσεις του Τουργκούτ – που απαρτίζουν όλο το βιβλίο – μαθαίνουμε την διαδρομή του Τουργκούτ για την ανακάλυψη της αλήθειας γύρω από την αυτοκτονία του καλού του φίλου Σελίμ Ισίκ.
 
Ο Τουργκούτ θα ξυπνήσει ένα πρωί και θα μάθει από μια εφημερίδα, τα νέα για την αυτοκτονία του Σελίμ. Βρισκόμαστε λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα και οι δύο άνδρες είχαν γνωριστεί κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στο Πανεπιστήμιο. Είχαν όμως απομακρυνθεί μετά τον γάμο του Τουργκούτ, που ο Σελίμ θεώρησε ως συμβιβασμό και απόδειξη μικροαστικής νοοτροπίας του φίλου του. Όταν ήταν φοιτητές χλεύαζαν αυτό το στυλ ζωής που είχαν οι γονείς και οι συγγενείς τους, και ο Τουργκούτ συνειδητοποιεί ότι πλέον παντρεμένος και με δυο παιδιά, ο Σελίμ είχε μάλλον δίκιο. Σοκαρισμένος από τον θάνατο του φίλου του, ο Τουργκούτ, φέρνει στη μνήμη του, τη γνωριμία του μαζί του, τις συζητήσεις που έκαναν, τις σκέψεις που είχαν αλλά και το πόσο είχαν απομακρυνθεί μεταξύ τους. Προβληματισμένος και γεμάτος ενοχές αλλά και προσωπικά αδιέξοδα που αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια, σαν κάποιος να του άνοιξε μια πόρτα στο μυαλο του, θα αφιερώσει πλέον τον περισσότερο χρόνο του προσπαθώντας να μάθει τα αίτια της αυτοχειρίας του Σελίμ, τι τον οδήγησε εκεί, τι ακριβώς είχε συμβεί στη ζωή του.
 
«Εγκυκλοπαίδεια των Παράξενων Όντων:
Αποσυνάγωγος (disconnectus erectus) : Ζώο αδέξιο και δειλό. Η διάπλαση ορισμένων τύπων αυτού του είδους μπορεί να φθάσει μέχρι και το ύψος του ανθρώπου. Εκ πρώτης όψεως εξωτερικά μοιάζει με τον άνθρωπο. Μόνο τα πέλματα και ειδικά τα νύχια του είναι πολύ αδύναμα. Σε απότομο έδαφος, στην ανηφόρα δεν μπορεί καθόλου να κρατηθεί. Στην κατηφόρα κατεβαίνει γλιστρώντας. (Στο μεταξύ συχνά πυκνά σκοντάφτει και πέφτει). Έχει ελάχιστα έως καθόλου τρίχωμα. Αδύνατη όραση παρόλο που τα μάτια του είναι πολύ μεγάλα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να διακρίνει τον κίνδυνο από μακριά.
Τα αρσενικά του είδους, όταν αφήνονται μόνα βγάζουν σπαρακτικές κραυγές. Με παρόμοια κραυγή καλούν και το θηλυκό τους. Συνήθως στεγάζονται στις φωλιές άλλων ζώων (για όσο καιρό τα δεύτερα αντέξουν). Διαφορετικά ζουν σε εγκαταλελειμμένες φωλιές. Δεν έχουν καθορισμένη οικογενειακή κατάσταση. Μετά τη γέννηση, μάνα, πατέρας και νεογνά φεύγουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Εξάλλου δεν γνωρίζουν την ομαδική διαβίωση και ούτε έχει παρατηρηθεί ότι ενώνονται για να αντιμετωπίσουν τυχόν εξωτερικούς κινδύνους.
Τα ένστικτά τους δεν είναι πλήρως εξελιγμένα. Δεν ξέρουν την αυτοπροστασία. (…) Το κυνήγι αποσυνάγωγων είναι πανεύκολο. Αν σταθείτε και τους κοιτάτε με βλέμμα γεμάτο κατανόηση στη στιγμή θα σας πλησιάσουν. Από κεί και πέρα δεν είναι τίποτα να πιάσεις και να θανατώσεις έναν αποσυνάγωγο. Αλλά η σφαγή τους απαγορεύεται από τη Διεύθυνση Υγειονομικού Ελέγχου του Δημοσίου επειδή έχει διαπιστωθεί ότι μεταφέρουν κάποια μικρόβια επιβλαβή για τον άνθρωπο. Οι γιατροί διατείνονται ότι συμπτώματα όπως ζαβλάκωμα, ελαφρά δυσφορία, ανεξήγητες τύψεις συνειδήσεως και ανυπόστατα αισθήματα ενοχής που παρατηρήθηκαν σε ανθρώπους ύστερα από το φαγητό, οφείλονται στην κατανάλωση της συγκεκριμένης τροφής. Οι ίδιοι ωστόσο γιατροί υποστηρίζουν ότι οι αποσυνάγωγοι έχουν μεταδώσει τα μικρόβιά τους και στα άλλα σφάγια οπότε η απαλλαγή από τις προαναφερθείσες ενοχλήσεις θα καταστεί δυνατή μόνο αν παραιτηθεί κανείς από την κρεοφαγία.»
 
Ο Τουργκούτ, θα αρχίσει να επισκέπτεται ανθρώπους που δεν γνώριζε και μαθαίνει από τις σημειώσεις του Σελίμ, που βρίσκονταν στο δωμάτιό του και διατήρησε η μητέρα του, τα ονόματά τους. Ο Σελίμ δεν ήθελε να γνωρίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι με τους οποίους έκανε παρέα και ο καθένας από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και των στενών του συγγενών, της αδελφής του αλλά και της Γκιουνσελί, της γυναίκας με την οποία ο αυτόχειρας είχε μια ερωτική σχέση, δίνουν μια διαφορετική διάσταση για έναν άνθρωπο που ο Τουργκούτ αντιλαμβάνεται ότι γνώριζε ελάχιστα. Όσο προχωράει την «έρευνά του», αλλάζει η ζωή του, όσο συζητάει με τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που γνώρισαν (περισσότερο ή λιγότερο) τον Σελίμ, αντιλαμβάνεται πόσο είχαν απομακρυνθεί με τον κάποτε καλό του φίλο και αναθεωρεί τη ζωή του, αποξενώνεται από τη σύζυγό του και τις κόρες του, του είναι αδιάφορη η δουλειά του – ήταν επιτυχημένος μηχανικός.
 
Η Γκιουνσελί θα δώσει στον Τουργκούτ τα ημερολόγια που κράταγε ο Σελίμ, μέχρι τον θάνατό του. Μετά την ανάγνωσή τους, και ήδη αποφασισμένος να αλλάξει τελείως τη ζωή του, ο Τουργκούτ θα φύγει με το τρένο για ένα ταξίδι, θα έχει μαζί του, την εσωτερική του φωνή, τον «φανταστικό του φίλο», τον Όλρικ, για να χαθούν μαζί στα βάθη της Ανατολής. Η αναζήτηση για τον «πραγματικό» Σελίμ, είχε μετατραπεί σε εσωτερική αναζήτηση για τον Τουργκούτ. Αναζήτηση ταυτότητας όχι μόνο δικιάς του αλλά και ενός έθνους που βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, μιας κοινωνίας που είναι εσωτερικά διχασμένη μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής.
 
Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, το βιβλίο δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή, διαθέτει όμως έναν εκπληκτικό κλιμακούμενο ρυθμό, καθώς η αναζήτηση του Τουργκούτ διαρκώς παίρνει άλλες διαστάσεις, και το κάθε νέο πρόσωπο που εισέρχεται στην ιστορία, φέρνει μαζί του, καινούργια δεδομένα. Το πλαίσιο βέβαια, του μυθιστορήματος, καθορίζεται από τις απόψεις των άλλων για τον αφανή ήρωα, τον Σελίμ. Με την «είσοδο» κάθε νέου «φίλου», προκύπτει μια διαφορετική – διαρκώς – προσωπικότητα, και μια παραδοχή, ότι, κανένας δεν πλησίασε εγγύτερα τον αινιγματικό αυτόχειρα.
 
«Μπορεί κάποιος να μου προσάψει επίθετα όπως βιβλιοφάγος, κουφιονειρόσακος, ισχνός ίσκιος της ζωής και άλλα. Μπορεί να με παρομοιάσετε με τον Δον Κιχώτη που από το πολύ διάβασμα βιβλίων με ιππότες νόμισε πώς ήταν ιππότης. Διαφέρω από αυτόν μόνο στο ότι εγώ νομίζω πως είμαι Δον Κιχώτης.
Μπορείτε ακόμα να μου πείτε κατάμουτρα ότι είμαι ανίκανος να επωφεληθώ από τα βιβλία για να ζήσω τη δική μου ζωή και να δώσω μια μορφή στον εαυτό μου. Τι να κάνω; Δεν καταφέρνω με το διάβασμα των βιβλίων να εμποδίσω τον μανάβη να με εξαπατήσει, δεν γίνεται. Με ξεγελάει ο άτιμος, παρόλο που δεν τον πιστεύω. Και με τους φίλους που τους πιστεύω, πώς θα γίνει να τους εμποδίσω να με απατήσουν; Αυτό πια είναι εντελώς ακατόρθωτο. Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν. Που θα καταλήξει το παιδί αυτό, αναρωτιούνται. Τουλάχιστον, λένε, θα ‘πρεπε από τα βιβλία να βγάλω βιβλία. Αλλά ούτε κι αυτό μπορώ να κάνω, δεν μπορώ να γράψω. Δεν μπορώ να δω τα βιβλία ως εμπόρευμα που θα χρησιμοποιήσω στη δουλειά μου ∙ αυτά με συνεπαίρνουν. Ίσως ούτε τα ίδια τα βιβλία να μη θέλουν να δένομαι τόσο πολύ μαζί τους. Ίσως να με κοροϊδεύουν για την υπερβολική σοβαρότητα με την οποία τα αντιμετωπίζω. Το ξέρω πώς δεν με υπολογίζουν ούτε κι αυτά. Με περιφρονούν, σαν τις πόρνες που υποτιμούν τους εμπόρους που ξοδεύουν γι’ αυτές λεφτά στα μπαρ.»


Το βιβλίο του Atay, γίνεται – όσο προχωράει –όλο και περισσότερο ελκυστικό, χάρις στην «περιπέτεια» της γλώσσας, στις συνεχείς γλωσσικές εκπλήξεις, που επιφυλάσσει. Στην αφήγηση εισέρχονται, ένα θεατρικό έργο, ένα επικό ποίημα (αλλά και ο πολυσέλιδος σχολιασμός του), μια ψευδο-ιστορία του Τουρκικού έθνους – σε ύφος αρχαϊκού κειμένου, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, ημερολόγια, αστυνομικές καταγραφές παρακολούθησης, η γκροτέσκα σκηνή σε ένα πορνείο, εκατό περίπου σελίδες χωρίς κανένα σημείο στίξης σε μορφή παραληρήματος, σκηνές καθημερινότητας, νοητικά παίγνια αλλά και συνεχείς αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς του Δυτικού κόσμου, που ενισχύονται από τις διαρκείς παραθέσεις των αντιθέσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Οι επιρροές από την Οθωμανική αυτοκρατορία, η βίαιη «δυτικοποίηση» της γλώσσας με την υιοθέτηση ενός νέου αλφαβήτου, η πορεία προς ένα νέο κράτος περιγράφονται, άλλοτε με (πολύ) χιούμορ, άλλοτε με υπαινικτικά κριτική διάθεση σε διαφορετικά τμήματα του βιβλίου.
 
Οι λογοτεχνικές επιρροές (και αναφορές) είναι ιδιαιτέρως εμφανείς, στον υποψιασμένο αναγνώστη (έτσι κι αλλιώς, μόνο ο απαιτητικός αναγνώστης μπορεί να διαβάσει ένα τέτοιο βιβλίο, το οποίο δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό). Μέσα στο βιβλίο βρίσκεις στοιχεία από Θερβάντες, Λ. Στερν μέχρι Γκοντσάρεφ (ο «Ομπλόμοφ» του, χρησιμεύει ως φάρος για το βιβλίο) και Κάφκα. Κι αν στο μυαλό μας έρχεται η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ραλφ Έλισον με τον «Αόρατο άνθρωπο», ο Ντοστογιέφσκι, ο Ναμπόκοφ με τη «Χλομή φωτιά» και το «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» καθώς οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Atay, είναι σχεδόν οι ίδιες, αλλά και ο Joyce με τον «Οδυσσέα» του, όπου ο εσωτερικός μονόλογος είναι διαρκώς παρών και στους «Αποσυνάγωγους», υπάρχουν και πολλά πράγματα που διαφοροποιούν την κατάσταση. Ο Atay, δεν μιμήθηκε, πήρε ιδέες, είχε πολλά διαβάσματα (αυτό είναι εμφανές από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου) και τα εφάρμοσε με τον δικό του τρόπο. Μέσα στο μυθιστορηματικό παλίμψηστο που δημιούργησε υπάρχουν πολλές φωνές και συνεχείς διαφορές στο ύφος της αφήγησης.
 
Το μυθιστόρημα, επίσης, χαρακτηρίζεται (όπως προανέφερα) από την πολυφωνία αλλά και το χιούμορ του. Οι αφηγηματικές φωνές που παίρνουν την σκυτάλη, η μια από την άλλη, αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά πρόσωπα του Σελίμ, τα διαφορετικά πρόσωπα της Τουρκίας. Μέσα στο βιβλίο βρίσκουμε προφορική αφήγηση που ανακατεύεται με τον εσωτερικό μονόλογο, φωνές του δρόμου και του παζαριού που ανακατεύονται με λογοτεχνικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, στοιχεία γκροτέσκα που ανακατεύονται με εσωτερικό σπαραγμό. Ανάλογα με το ποιος αφηγείται – κάτι που μπορεί να μπερδέψει τον αναγνώστη, εάν αυτός δεν αφεθεί στη μαγεία της γλώσσας και θέλει οπωσδήποτε να παρακολουθεί τα πρόσωπα -, έχουμε μια διαρκή μετατόπιση του κέντρου και του νοήματος. Τα περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο λειτουργούν αλληγορικά και έρχονται και δένουν αρμονικά στις τελευταίες 100-150 σελίδες όταν ο Τουργκούτ θα τραβήξει τον δικό του αδιέξοδο υπαρξιακά δρόμο.
 
«Σε όλη τη ζωή του μιλούσε. Στο τέλος, κατάφερε να φτιάξει μια λέξη, μόνο μια λέξη: tutunamayanlar. Στον πληθυντικό: αποσυνάγωγοι. Μια λέξη που ένωνε μεταξύ τους μερικούς αλησμόνητους γι’ αυτόν ανθρώπους. (…) Ο Σελίμ ένιωσε ότι σε όλη τη ζωή του είχε αποφύγει τους αποσυνάγωγους. Κατάλαβε ότι φοβόταν μην τον κολλήσουν. Τον βασάνισαν οι τύψεις που τους είχε αδικήσει τόσο. Συνειδητοποίησε ότι του είχαν δοθεί πολλές ευκαιρίες να γίνει ο αληθινός εκπρόσωπός τους και τις είχε χάσει. Προσπάθησε να δραπετεύσει ακόμα και από αυτές τις σκέψεις. Μια ζωή δραπέτευε από τις σκέψεις του. Σαν τελευταίο καταφύγιο κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έκλεισε την πόρτα. Δεν άκουγε φωνές, δεν έβλεπε εικόνες. Δεν έτρωγε, δεν έπινε. Απέφευγε τους φίλους, δεν ξεχώριζε τους εχθρούς. Τον ανακάλυψαν, ακόμα και σ’ αυτό το τελευταίο καταφύγιο. Εντόπισαν το σημείο όπου βρισκόταν. Ελήφθησαν οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων. Ακούστηκε η υπεράσπιση. Εκδόθηκε η απόφαση. Η ετυμηγορία ήταν ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη. Ο άντρας άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, τράβηξε το πιστόλι και πυροβόλησε.»
 
Αναζήτηση του νοήματος στην ανθρώπινη ύπαρξη, αναζήτηση εαυτού και ταυτότητας, η θέση του ανθρώπου στην (Τουρκική) κοινωνία, ο διχασμός της προσωπικότητας, η αποξένωση, η μοναξιά, οι υπαρξιακές και ψυχολογικές αγωνίες είναι τα βασικά θέματα του βιβλίου, αλλά και μέσα από την παθητική αντίσταση που επιλέγει ο Σελίμ – πρόσωπο που χρησιμεύει περισσότερο ως αλληγορία, παρά ως στιβαρός μυθιστορηματικός χαρακτήρας -, και συν τω χρόνω, ο Τουρκούτ, εκφράζεται η διέξοδός τους απέναντι σε μια κοινωνία «εχθρική» και οπισθοδρομική, που νιώθουν αποσυνάγωγοι διανοητικά αρχικά αλλά και σωματικά στη συνέχεια.
 
Τα κοσμητικά επίθετα μπορούν να λείπουν από αυτό το κείμενο, τι άλλωστε να πρωτοπεί κάποιος. Το μεταμοντέρνο αριστούργημα του Atay, οι πληθωρικοί «ΑΠΟΣΥΝΑΓΩΓΟΙ», αποτελεί αναγνωστική πρόκληση (αλλά και πρόσκληση) για τον απαιτητικό εραστή της λογοτεχνίας. Είναι από τα βιβλία που αρέσουν ή δεν αρέσουν, είναι του γούστου μας ή δεν είναι, οδηγούν την λογοτεχνία ένα βήμα παραπέρα και έτσι πρέπει να τα προσεγγίσει κανείς. Είναι τεράστια η εκδοτική επιτυχία των εκδόσεων Gutenberg, που έφεραν ένα τέτοιο βιβλίο στη γλώσσα μας, απίστευτος ο μεταφραστικός άθλος της Νίκης Σταυρίδη (αλλά και της απόδοσης των ποιητικών τμημάτων από τον Δημήτρη Μαύρο), και θα ήταν «φθηνό» να αναζητούμε με το μοιρογνωμόνιο τυχόν λάθη ή αβλεψίες.
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
 
 
  
 
 
 
Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2023
posted by Librofilo at Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2023 | Permalink
Nobber

 

Όταν διαβάζεις για μια οπλισμένη ομάδα ανδρών που εισβάλλει σε μια πόλη, όπου οι κάτοικοι είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους, το μυαλό σου πάει σε μια αφηγηματική συνθήκη που μοιάζει με γουέστερν – μια διαφορετική «Άγρια Συμμορία» του Πέκινπα ίσως -, όταν όμως συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται στον Μεσαίωνα, τότε το ενδιαφέρον μεγαλώνει – κυρίως όταν είσαι «λάτρης» της εποχής αυτής. Δεν είναι όμως μόνο το στοιχείο του γουέστερν που ενυπάρχει στην πλοκή και στην ατμόσφαιρα του «ΝΟΜΠΕΡ» («Nobber»), του μυθιστορήματος (πρώτου, μετά από μια συλλογή διηγημάτων και μιας μικρής νουβέλας), του Αμερικανοϊρλανδού συγγραφέα Oisin Fagan (Ohio, 1991) – (εκδόσεις Δώμα, μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.328), κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη, είναι και το στοιχείο της δυστοπίας (διότι άνετα τα μέσα του 14ου αιώνα και η κατάσταση που επικρατεί, θα μπορούσε να είναι και ένα μελλοντικό σκηνικό), είναι και το στοιχείο της πανώλης (του φονικού ιού της εποχής) που θα μπορούσε να του δώσει στοιχεία επικαιρότητας.


Νόμπερ είναι το όνομα ενός χωριού, χαμένου στα βάθη της Ιρλανδίας. Δεν είναι όμως ένα χωριό σαν όλα τα υπόλοιπα, είναι ένας τόπος κολασμένος, όπου διάφορα περίεργα (ή και συνήθη για το κλίμα της εποχής) συμβαίνουν. Βρισκόμαστε στο μέσον της επιδημίας βουβωνικής πανώλης (1346-1353) που εξόντωσε πάνω από τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό, και όπως έχουμε διαβάσει αλλά και διαπιστώσει σε πλείστες περιπτώσεις, μια καταστροφή μπορεί και να αποτελεί μια ευκαιρία πλουτισμού για κάποιους.
 
Έτσι λοιπόν, ο δεκαεπτάχρονος αριστοκράτης Νορμανδικής καταγωγής Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ («που ότι βλέπει το θέλει δικό του») και η τριμελής ακολουθία του διασχίζουν με κέφι και μπρίο, την ερειπωμένη ενδοχώρα του νησιού, αναζητώντας «ευκαιρίες» αγοράς γης, που οι ιδιοκτήτες της έχουν πεθάνει και οι τοπικοί προύχοντες που έχουν απομείνει, βγάζουν στο σφυρί. Ο Όσπρεϋ έχει (όπως όλοι οι αριστοκράτες), μια στρεβλή αντίληψη των πραγμάτων και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η συσσώρευση γαιών. Στην ακολουθία του περιλαμβάνονται, ένας μεταφραστής – διότι οι Κέλτες είναι παντού -, ο υπηρέτης του που τον αντιπαθεί σφόδρα, και ο μικρός Σίντζεν που έχει αδυναμία στα μανιτάρια των δασών (με τις ανάλογες συνέπειες)!
 
«Για τους περιπλανώμενους, αυτές είναι εποχές αφθονίας, διότι, σαν να έχει πέσει ένα αόρατο δίχτυ από τον ουρανό, συντελείται μια αναδιάταξη στον κόσμο ž ή, τουλάχιστον , σε τούτο το νησί όπου τριγυρνάει. Το αμείλικτο χάος έχει θολώσει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και ζώου, έχει μετατρέψει το νόμο σε φάρσα, έχει φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά προς το πτώμα, έχει ζέψει το παιδί στο ζυγό της σκλαβιάς, έχει ξεπαστρέψει όλες τις προηγούμενες ιεραρχίες γενικώς και αδιακρίτως και πιο αμείλικτα απ’ οποιαδήποτε επανάσταση.»


Στη διαδρομή τους θα συναντήσουν Κέλτες, που δείχνουν ανέγγιχτοι από τη πανώλη οι οποίοι τους πετάνε ποντίκια, οικισμούς με νήπια άρρωστα που κλαίνε, ερημωμένη ήπαιθρο, με τη φύση να οργιάζει. Αντίθετα, στο Νόμπερ, η ησυχία επικρατεί στους εξωτερικούς του χώρους. Οι κάτοικοι είναι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους, ουσιαστικά «φυλακισμένοι» από έναν περίεργο τύπο, που έχει εμφανιστεί στο χωριό, μετά την εξαφάνιση των τοπικών αρχόντων και υποστηρίζει ότι είναι ιερέας. Βοηθός του είναι ένας σαλεμένος ντόπιος, που δουλεύει ως πεταλωτής και θεωρείται απ’ όλους κτηνοβάτης.
 
Το Νόμπερ είναι σε μια κατάσταση lockdown, όλα δείχνουν ακινητοποιημένα αλλά δεν είναι, κόσμος πεθαίνει πίσω από τους τοίχους των σπιτιών, οικογένειες τρελαίνονται, και στην είσοδο του χωριού, υπάρχει ένα τεράστιο σκιάχτρο, φτιαγμένο από κοράκια, νεκρά και ζωντανά. Ο Ντε Φουνκλ και η συνοδεία του, θα εισέλθουν στην Κόλαση, η πλοκή κλιμακώνεται, σε ένα απόκοσμο σκηνικό, όπου όλα φαντάζουν (και είναι) εφιαλτικά.
 
«Σ’ ένα κρανίο που βράζει δεν απομένει στάλα λογική, αν είναι ήδη πολλά τα νωθρά, πλαδαρά, παραληρηματικά καλοκαίρια που ’χει περάσει. Κοιτάζει γύρω της και θυμάται αόριστα πού βρίσκεται. Αυτό το μέρος, το Νόμπερ, έχει φθαρεί, όπως όλα τα αντικείμενα, από την πολλή χρήση. Έχει χάσει το χαρακτήρα του, η υφή του έχει γίνει τόσο ουδέτερη που δεν έχει απομείνει τίποτα πια. Η υπερβολική εξοικείωση του έχει αφαιρέσει κάθε έννοια, το έχει στεγνώσει από νόημα. Κάθε βήμα είναι κι ένα σημάδι, μα γύρω της δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που ν’ αφήνει σημάδια. Ο ίσκιος της είναι ένας ακόμα εαυτός που περπατά μπροστά της, καμιά φορά όμως την παίρνει και στο κατόπι, θέλει το κακό της. Τώρα δεν υπάρχει ž ο ήλιος έχει ανέβει πάρα πολύ ψηλά, κι εκείνη δεν είναι συνηθισμένη σε τόσο πολύ φως. Κάθε πόρτα είναι μια νέα ιστορία. Κάθε νέο δωμάτιο και μια καινούργια συνείδηση ž κατώφλια του εαυτού, φτιαγμένα με το διάβα. Άλλα σώματα, πλήθος σώματα γεμάτα ανάσα, είναι πύλες που βγάζουν στον βαθύ πόνο και στον ωκεανό της ηδονής. Ο κόσμος κάθε στιγμή ανανεώνεται, κι είναι τρομακτικός, είναι σκληρός και βάναυσος.»
 
Από την αρχή, το ολοζώντανο και σπινθηροβόλο μυθιστόρημα του Φέιγκαν, τονίζει όχι μόνο τις πολιτισμικές διαφορές των εισβολέων (Νορμανδών) με τους άγριους ιθαγενείς (Κέλτες – που θεωρούνται ως «βάρβαροι»), οι οποίοι παλεύουν να πάρουν τη γη τους πίσω, αλλά και τον τραγελαφικό και κάπου-κάπου κωμικοτραγικό χαρακτήρα της όλης κατάστασης. Μέσα σε όλα αυτά, οι νεκροί στοιβάζονται – μέσα στα σπίτια υπάρχουν σκηνές θρίλερ -, και τα σώματά τους, είτε καίγονται, είτε κατακρεουργούνται από τα ζώα και κάποιοι θησαυρίζουν, αγοράζοντας γη (σπίτια, εκτάσεις ή και χωριά ολόκληρα).


Ο Αμερικανοϊρλανδός νεότατος συγγραφέας, θυμάται διαρκώς τις οικογενειακές του καταβολές, σε ένα άκρως Ιρλανδικό με αμερικάνικα στοιχεία μυθιστόρημα. Το χιούμορ και η εγγενής τρέλα του λαού είναι εμφανής, υπάρχουν επεισόδια σπαρταριστά (μέσα στην όλη φρίκη), υπάρχει κτηνωδία και βαρβαρότητα, υπάρχει υπερβολή σε σημείο που να χάνεται η μπάλα κάποιες φορές. Ο Φέιγκαν βέβαια έχει φροντίσει ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα του βιβλίου του, αφήνοντας στην άκρη την εμβάθυνση στους χαρακτήρες – που κάποιοι από αυτούς είναι μάλλον χάρτινοι -, έχει θαυματουργήσει στη δημιουργία εικόνων έντονων που μένουν χαραγμένοι στον αναγνώστη, θυμίζοντας σκηνές από βιβλία του Φώκνερ και του παλιού καλού Μακάρθι , υπάρχει επιρροή από τα γουέστερν του John Ford (άλλος γίγας αμερικανοϊρλανδός), υπάρχει αληθοφάνεια στην αναπαράσταση της εποχής και καθόλου ωραιοποίηση, σαν να βγαίνει από ταινία του John Burman, μόνο που ορισμένες σκηνές θα μπορούσαν να παραπέμπουν και σε ταινία των Monty Pythons
 
Η μεσαιωνική Ιρλανδία βέβαια, δεν διαφέρει πολύ από το σήμερα, στο «ΝΟΜΠΕΡ». Υπάρχει απληστία, υπάρχει κτηνωδία, υπάρχει η δύναμη της εξουσίας, υπάρχει ο ιός που κλείνει τους πάντες – κάποιες φορές χωρίς να γνωρίζουν το γιατί – σπίτι τους, αναμένοντας το Κακό να τους χτυπήσει την πόρτα, υπάρχει αναίτια βία και ο θάνατος να παραμονεύει σε κάθε γωνία.
Ιδιαίτερα γκροτέσκο στην απεικόνιση της φρίκης, με σκηνές σπλάτερ και υπερβολικό σε όλα του, το βιβλίο κερδίζει το στοίχημα με το καρναβαλικό του χιούμορ, τις εκπλήξεις του κάθε κεφαλαίου, κάποιους αλησμόνητους χαρακτήρες και το παιχνίδι μεταξύ κάτι πολύ παλαιού αλλά και κοντινά μελλοντικού.
 
Γεμάτο εικόνες και χαρακτήρες όμως, το μυθιστόρημα του Φέιγκαν οδηγείται σε ένα αδιέξοδο – και αυτό το νιώθει ο αναγνώστης όταν πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του – και σε κάτι το ημιτελές (σαν να αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας). Μπορεί η ολοζώντανη, (λόγω της εξαιρετικής χρήσης της γλώσσας), αναπαράσταση της ανθρώπινης παράνοιας να δημιουργεί κάποιες στιγμές αναγνωστική δυσφορία, αλλά είναι το θεότρελο ιρλανδέζικο χιούμορ που κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα, που αφήνει μια ωραία αίσθηση στο τέλος. Ας φανταστούμε έναν Ιρλανδό να βαδίζει προς την Κόλαση σφυρίζοντας χαρωπά. Ε, αυτό είναι το «ΝΟΜΠΕΡ»
 
Βαθμολογία 83 / 100