Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009 | Permalink
4 γιά τώρα,τα "καλύτερα" έπονται
Τύχη καλή με «προστάτευσε» και δεν είχα «αναγνωστικές ατυχίες στις φετεινές μου διακοπές. Διάβασα αρκετά βιβλία – θα ήθελα να διαβάσω παραπάνω (η μόνιμη και σταθερή μου ψύχωση) αλλά έπεσα πάλι σε «τούβλα».
Γιά ποιό να πρωτομιλήσω λοιπόν; Θα ακολουθήσω την «πεπατημένη» κάθε χρόνου. Θα αναφέρω εν συντομία μερικά (που έτσι κι αλλιώς αδικούνται γιατί τους αξίζει μεγαλύτερη αναφορά) και θα κρατήσω 2 αναρτήσεις γι’αυτά που θέλω να μακρυγορήσω λίγο παραπάνω. ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ και ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ λοιπόν, θα καθυστερήσουν λίγο – δύο συγκλονιστικά βιβλία (ατελείωτες ώρες ανάγνωσης-ηδονής) γιά τα οποία χρειάζομαι χώρο (και χρόνο).
Όσο πιό περιληπτικά μπορώ, παίρνω με την σειρά που τα διάβασα τα μυθιστορήματα που θα αναφέρω παρακάτω. Αφορούν αναγνώσεις από τις 28/7 (για να μη νομίζει κανείς ότι τα διάβασα όλα στις διακοπές μου) και είναι όλα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα βιβλία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙ» της Αυστραλέζας συγγραφέως Kate Grenville (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος (σταθερή αξία),σελ.372) είναι ένα εξαιρετικό και χορταστικό μυθιστόρημα το οποίο το 2006 που κυκλοφόρησε μπήκε στην short list των βραβείων Μπούκερ.
Ο Γουίλιαμ Θόρνχιλ ζει κάτω από τις χειρότερες συνθήκες στο Λονδίνο των αρχών του 19ου αιώνα. Βαρκάρης στον Τάμεση από μικρός προσπαθεί να επιβιώσει με την αγαπημένη του σύζυγο Σαλ και τον μικρό τους γιό. Κάνει ένα μοιραίο λάθος προσπαθώντας να κάνει μιά μικροκλοπή, τον καρφώνουν, τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο αφού τον παρουσιάζουν στο δικαστήριο ως μεγαλοαπατεώνα. Η Σαλ κινητοποιεί όποιον γνωρίζει και η εναλλακτική λύση που προσφέρει η κυβέρνηση είναι να μεταναστεύσει στην καινούρια ήπειρο την Αυστραλία και να μην ξαναγυρίσει μέχρις ότου κερδίσει την ελευθερία του. Ο Γουίλιαμ δεν έχει άλλη επιλογή, παίρνει γυναίκα, παιδί (και άλλο ένα που είναι στον δρόμο) και πάνε ως άποικοι στην περίεργη και τελείως διαφορετική χώρα. Δουλεύουν σκληρά, εξοικονομούν κάποια λεφτά, ο Γουίλιαμ κερδίζει την ελευθερία του και μαγεμένος από ένα υπέροχο μέρος αγοράζει μιά τεράστια έκταση εκεί. «Αγοράζει» τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού τα εδάφη είναι παρθένα και αν δεν έχει προλάβει κάποιος άλλος, παίρνεις από την Αγγλική κυβέρνηση, μέχρι εκεί που γουστάρεις.
Στα μέρη αυτά όμως υπάρχουν κάποιοι άλλοι, που γεννήθηκαν εκεί και τα θεωρούν δικά τους, οι αποκαλούμενοι «Αβορίγινες» που σιγά-σιγά διαπιστώνουν (the hard way) ότι οι νεοφερμένοι ήρθαν γιά να μείνουν.
Η Γκρένβιλ είναι πάρα πολύ ικανή συγγραφέας γιά να πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας ή του εύκολου εντυπωσιασμού. Παραθέτει τους δύο πολιτισμούς και την αξία της ιδιοκτησίας που είναι διαφορετική για τον καθένα. Για τους ιθαγενείς είναι αδιαννόητο αυτό που συμβαίνει με τους άποικους. Να θέλουν δηλαδή να οικειοποιηθούν ένα κομμάτι γης για τον εαυτό τους. Ποιός ο λόγος, γιατί; Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και οι άνθρωποι αλλάζουν μπροστά στο άγχος της επιβίωσης.
Κάτι παραπάνω από ένα μυθιστόρημα γιά την σύγκρουση των πολιτισμών ή την καταστροφή ενός αμόλυντου παραδείσου. Με μιά γραφή γεμάτη ένταση που ξεκινάει με Ντικενσιανό τρόπο περιγραφής του Λονδίνου και έρχεται σε αντιπαράθεση με την εξαίσια φύση της καινούριας ηπείρου για να συνεχίσει σε στυλ Κόνραντ τον αγώνα για την επιβίωση των δύο διαφορετικών κόσμων. Ένα σχόλιο για την δημιουργία της Αυστραλίας από τα πιό καίρια και διεξοδικά που έχω διαβάσει.
Η νουβέλα με τον περίεργο τίτλο «ΠΙΚΝΙΚ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» των περίφημων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, των αδερφών Στρουγκάτσκι (εκδ. ΑΩ, μετάφρ. Μ.Ασημιάδη, σελ.233) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το βιβλίο που διασκεύασε και σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο ο τρισμέγιστος Αντρέι Ταρκόφσκι με τον τίτλο «ΣΤΑΛΚΕΡ».
Συνήθως δεν είμαι ικανοποιημένος με τις κινηματογραφικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων αξίας στην μεγάλη οθόνη. Λίγες οι φορές που το κινηματογραφικό έργο στέκεται ισάξια δίπλα στο βιβλίο αν και φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα, (μάλλον λόγω της προσωπικής ματιάς κάποιων σκηνοθετών που «πειράζουν» δημιουργικά τα βιβλία) . Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως έχουμε μία ταινία που είναι ανώτερη από την νουβέλα που δεν παύει να είναι έξοχη έτσι κι αλλιώς. Η ταινία είναι ελαφρώς διαφορετική και απέδωσε εξαιρετικά το σκοτεινό ύφος και την αγωνία της ιστορίας ενώ χάριν της μοναδικής ικανότητας του Ταρκόφσκι αποδόθηκε άριστα η φιλοσοφική θεώρηση της νουβέλας.
Μετά από επίσκεψη εξωγήινων στην γη, υπάρχουν ζώνες που έχουν κηρυχθεί ως «νεκρές» όπου δεν μπορεί κανείς να μπει μέσα λόγων των ατμοσφαιρικών και κλιματικών αλλαγών που τις χαρακτηρίζουν. Τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ’αυτές τις νεκρές ζώνες θεωρούνται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπάρχουν διάφοροι τύποι, οι αποκαλούμενοι «κυνηγοί» (stalkers) που εισβάλλουν με κίνδυνο της ζωής τους γιά να πάρουν ότι θεωρούν ενδιαφέρον και μετά να το πουλήσουν στους συλλέκτες ή στις κυβερνήσεις. Το βιβλίο εστιάζει στην προσωπικότητα ενός από αυτούς τους «κυνηγούς»,του Ρέντρικ Σούχαρτ ο οποίος ζει έξω από μιά τέτοια Ζώνη κάπου στον Καναδά. Η αναζήτηση της «Χρυσής Σφαίρας» μέσα εκεί θεωρεί ότι θα του δώσει απαντήσεις για την μεταλλαγμένη κόρη του που γεννήθηκε μετά τις επισκέψεις στην Ζώνη, γιά την ίδια του την ζωή.
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα που υπονοεί περισσότερα απ’όσα περιγράφει, το ΠΙΚΝΙΚ πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά και έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η ζωή πολλές φορές αντιγράφει την λογοτεχνία. Το βιβλίο γράφτηκε την δεκαετία του 70 και το 1986 το τραγικό δυστύχημα στον ατομικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ δημιούργησε μιά τεράστια έκταση με πόλεις φαντάσματα που αποκαλείται πλέον «Ζώνη» και τους ανθρώπους που μπαίνουν μέσα σ’αυτήν τους λένε «κυνηγούς»...
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος κινείται το πολύ ωραίο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα και εικαστικού καλλιτέχνη Tom McCarthy, «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ», (εκδ. Πάπυρος, μετάφρ.Ο.Γεράκη (φανερή η απουσία επιμέλειας), σελ.339).
Το βιβλίο είναι χρονολογικά τοποθετημένο τις τελευταίες ημέρες του 1992, όταν η ενωμένη Τσεχοσλοβακία ζει τις τελευταίες της ημέρες πριν την ειρηνική και προγραμματισμένη διάσπαση της, την Πρωτοχρονιά του 1993. Η Πράγα είναι το τέλειο μυθοπλαστικό σκηνικό γιά μιά ιστορία που έχει πολλές προεκτάσεις καλλιτεχνικές και όχι μόνο. Μιά συμμορία Βούλγαρων μαφιόζων που ασχολείται με όλων των ειδών τις κομπίνες προσπαθεί να φυγαδεύσει στις αγορές των συλλεκτών μιά βυζαντινή εικόνα που εκλάπη από ένα μοναστήρι της Βουλγαρίας. Η πολύ περίεργη αυτή εικόνα που αναπαριστά έναν άγνωστο άγιο να αναλήπτεται στους ουρανούς με ένα minimal φωτοστέφανο ενώ το background αναπαριστά θάλασσες,καράβια, ανθρώπους που ίπτανται. Μιά εικόνα που δεν είναι καταχωρημένη πουθενά αλλά η Ιντερπόλ την αναζητάει απεγνωσμένα. Η πρόθεση των Βούλγαρων είναι να δημιουργηθεί ένα ακριβές αντίγραφο της εικόνας που θα αφήσουνε να βρεθεί από τις αρχές. Μέχρι να διαπιστωθεί η αντιγραφή, η αυθεντική εικόνα θα έχει φτάσει στον αγοραστή της.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Άντον Μαρκόφ, είναι πρώην διαιτητής ποδοσφαίρου(!!) με καλλιτεχνικές ανησυχίες.Ζει με την ΕλληνοΡωσίδα γυναίκα του, της οποίας τα δύο παιδιά από τον προηγούμενο της γάμο, τα κρατάει ο πρώην σύζυγός της στην Βουλγαρία και δεν τα αφήνει να έρθουν στην Πράγα. Ο Μαρκόφ αναγκάζεται να βοηθάει τους μαφιόζους συμπατριώτες του με αντάλλαγμα την ελευθερία των παιδιών του. Εκείνος αναλαμβάνει να βρει κάποιον καλό ζωγράφο να αντιγράψει την εικόνα. Με τις γνωριμίες του στο αντεργκράουντ καλλιτεχνικό κίνημα της πόλης βρίσκει έναν πολύ καλό ιδιόμορφο καλλιτέχνη ο οποίος φτιάχνει όχι ένα αλλά δύο αντίγραφα της εικόνας τρελλαμένος τελείως από την ομορφιά και την δύναμή της.
Στην ιστορία εμπλέκονται, ένας ψιλοσαλεμένος Ασφαλίτης που παρακολουθεί τις συνομιλίες και τις κινήσεις των Βούλγαρων, ένας Άγγλος κριτικός τέχνης που δουλεύει τα πρωινά σαν γυμνό μοντέλο στην σχολή Καλών Τεχνών και είναι συγκάτοικος του αντιγραφέα της εικόνας, τρελλαμένες βλάχες Αμερικάνες φοιτήτριες και μη που βρίσκουν τον καλλιτεχνικό τους (και όχι μόνο), παράδεισο στην Πράγα, γκαλερίστες του Άμστερνταμ που ψάχνουν νέα ταλέντα στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο.
Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του ΜακΚάρθυ είναι εγκλωβισμένοι και προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι. Ο Μαρκόφ περιμένει τα παιδιά της αγαπημένης του γιά να πάνε όλοι μαζί να ζήσουν στην Αμερική,ο ζωγράφος Μάνασεκ προσπαθεί να ξεφύγει απο το παρελθόν του ζώντας μιά ξέφρενα σεξουαλική ζωή, ο Αγγλος Νικ περιμένει μιά δουλειά στο Άμστερνταμ για να ξεφύγει από την μίζερη ζωή που ζει.Μπορεί το μυθιστόρημα κάπου να σε μπερδεύει με τα τόσα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν από τις σελίδες του αλλά είναι εξαιρετικά γοητευτικός ο τρόπος που ο ΜακΚάρθυ στήνει την ιστορία σαν θρίλερ. Ο κόσμος της τέχνης, το παιχνίδι μεταξύ αυθεντικού και αληθινού επανέρχεται συνέχεια και η τεχνική των Βυζαντινών εικόνων το θέτει σε όλη την έκτασή του-διότι όπως επαναλαμβάνεται συνέχεια στο βιβλίο, η κάθε βυζαντινή εικόνα κοπιάρει κάποια άλλη οπότε ποιά είναι η αυθεντική; Ο συγγραφέας χειρίζεται άψογα το χαώδες σύνολο και μας παραδίδει ένα εξαιρετικό «πειραγμένο» μυθιστόρημα αγωνίας που σε «μεταφέρει» και σε προβληματίζει.
Σε άλλου είδους προβληματισμούς σε οδηγεί η ογκώδης και φιλόδοξη δημιουργία του Καναδού Andrew Davidson, «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» (The Gargoyle), (εκδ. Τόπος,μετάφρ.Δέσποινα Λάμπρου, σελ.440). Τι είναι αυτό το «βαρυφορτωμένο» μυθιστόρημα με τους φανατικούς πιστούς και τους εξίσου φανατικούς πολέμιους; Είναι ένα αριστούργημα ή μιά μεγαλειώδης παπάρα; Εάν πω ότι πολλές φορές μου ερχότανε να το πετάξω από τα χέρια και μετά από μερικές σελίδες να διαβάζω σαν μανιακός την συνέχεια τι μπορεί να πει κανείς; Σίγουρα σε κεντρίζει, σίγουρα σε «κρατάει» και θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω, έλξη/απώθηση εναλλάσονται σαν σκωτσέζικο ντους.
Ο αυθεντικός τίτλος του βιβλίου (The Gargoyle), παραπέμπει στα τερατόμορφα πλάσματα που κοσμούν τις στέγες των γοτθικών εκκλησιών και χρησιμεύουν ως υδρορροές. Τέτοιου είδους αγάλματα κατασκευάζει η αινιγματική Μαριάνε Έγκελ που εμφανίζεται ξαφνικά στην κατεστραμμένη ζωή του ανώνυμου αφηγητή (και πρωταγωνιστή)του βιβλίου. Ο αφηγητής είναι ένας πρώην επιτυχημένος πορνοστάρ με την δικιά του εταιρία παραγωγής που εντελώς μαστουρωμένος τσακίζεται με το αυτοκίνητό του σε μιά χαράδρα και καίγεται. Γλυτώνει ως εκ θαύματος αλλά είναι πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Ότι έχει απομείνει από αυτόν δεν θυμίζει σε τίποτα τις παλιές του δόξες. Τα εγκαύματα είναι πολύ βαθειά, το πέος του κάηκε και του το κόψανε, είναι θαύμα το πως επέζησε. Ακινητοποιημένος και μπανταρισμένος δέχεται τις φροντίδες της Μαριάνε που νοσηλεύεται με ψυχολογικά προβλήματα στην κλινική. Η Μαριάνε πιστεύει ότι είναι 700 ετών, και στο πρόσωπο του αφηγητή αναγνωρίζει τον μεγάλο της έρωτα, έναν μισθοφόρο στρατιώτη όταν εκείνη ήταν μιά εξαιρετικά μορφωμένη καλόγρια στο φημισμένο μεσαιωνικό μοναστήρι του Ένγκελθαλ της Βαυαρίας που δεν υπάρχει πιά. Η σχιζοφρενική προσωπικότητα της Μαριάνε κατακυριεύει τον αφηγητή και σαν μιά άλλη Σεχραζάντ του αφηγείται ιστορίες όπου η αγάπη υπερνικά τον θάνατο,από την Ισλανδία, από τους Βίκινγκς με πρωταγωνιστή έναν γκέϊ πολεμιστή(!!),από την Ιταλία με ένα ζευγάρι που το χτυπάει η πανούκλα,από την Αγγλική αριστοκρατία ενώ αυτές διανθίζονται από λουκούλεια γεύματα που ξεκινάνε από την Ελληνική κουζίνα με τζατζίκια και μπακλαβάδες μέχρι την Γιαπωνέζικη με σούσι.
Παράλληλα με την σύγχρονη αφήγηση της ζωής του αφηγητή και της Μαριάνε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της θεραπείας του κατακα(η)μένου αφηγητή ο οποίος από ένα εγωιστικό και αντιπαθέστατο πλάσμα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε έναν άνθρωπο που νοιάζεται γιά τους δίπλα του και την σχέση τους που αναπτύσσεται εντός και εκτός κλινικής, παρακολουθούμε από την αφήγηση της Μαριάνε την ιστορία της μοναχής μέσα στο Ένγκελθαλ και τον παράφορο έρωτα που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτής και του μισθοφόρου που χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού γιά να θεραπευτεί από τα εγκαύματά του.
Η μεσαιωνική ιστορία της Μαριάνε είναι απείρως πιό ενδιαφέρουσα από την σύγχρονη και αυτό δημιουργεί μιά έντονη αντίθεση στον ρυθμό της αφήγησης. «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» είναι ένα βιβλίο που δεν του λείπει η φαντασία, οι διάλογοι είναι πολλές φορές ευρηματικοί, οι ιστορίες (κυρίως της μεσαιωνικής γερμανίας) είναι συναρπαστικές, νομίζω όμως ότι χάνονται όλα μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία και τις πολλές σελίδες. Ο απόλυτος έρωτας θριαμβεύει διά μέσου των αιώνων (και των εμποδίων) αλλά αφήνει και εγκαύματα – ο κόσμος διψάει γιά μιά καλή ερωτική ιστορία...Οι ξένοι κριτικοί το έχουν παρομοιάσει με το «Όνομα του ρόδου» (καμμία σχέση) και με τον «Άγγλο ασθενή» (περισσότερες ομοιότητες βλέπω μ’αυτό), το σίγουρο είναι ότι ο Davidson είναι «παραμυθάς», το μυθιστόρημα απηχεί μιά τάση που θα την βλέπουμε όλο και πιό συχνά στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ιστορίες που είναι όλο και πιό φαντεζίστικες - ας μη ξεχνάμε την συμπαθέστατη ταινία του Αρονόφσκι "The fountain" (ελλ.τίτλος Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ), δείχνουν να γίνονται της μόδας, είναι θέμα γούστου...
Γιά ποιό να πρωτομιλήσω λοιπόν; Θα ακολουθήσω την «πεπατημένη» κάθε χρόνου. Θα αναφέρω εν συντομία μερικά (που έτσι κι αλλιώς αδικούνται γιατί τους αξίζει μεγαλύτερη αναφορά) και θα κρατήσω 2 αναρτήσεις γι’αυτά που θέλω να μακρυγορήσω λίγο παραπάνω. ΒΑΛΤΕΝΜΠΕΡΓΚ και ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ λοιπόν, θα καθυστερήσουν λίγο – δύο συγκλονιστικά βιβλία (ατελείωτες ώρες ανάγνωσης-ηδονής) γιά τα οποία χρειάζομαι χώρο (και χρόνο).
Όσο πιό περιληπτικά μπορώ, παίρνω με την σειρά που τα διάβασα τα μυθιστορήματα που θα αναφέρω παρακάτω. Αφορούν αναγνώσεις από τις 28/7 (για να μη νομίζει κανείς ότι τα διάβασα όλα στις διακοπές μου) και είναι όλα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα βιβλία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΤΑΜΙ» της Αυστραλέζας συγγραφέως Kate Grenville (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος (σταθερή αξία),σελ.372) είναι ένα εξαιρετικό και χορταστικό μυθιστόρημα το οποίο το 2006 που κυκλοφόρησε μπήκε στην short list των βραβείων Μπούκερ.
Ο Γουίλιαμ Θόρνχιλ ζει κάτω από τις χειρότερες συνθήκες στο Λονδίνο των αρχών του 19ου αιώνα. Βαρκάρης στον Τάμεση από μικρός προσπαθεί να επιβιώσει με την αγαπημένη του σύζυγο Σαλ και τον μικρό τους γιό. Κάνει ένα μοιραίο λάθος προσπαθώντας να κάνει μιά μικροκλοπή, τον καρφώνουν, τον συλλαμβάνουν και τον καταδικάζουν σε θάνατο αφού τον παρουσιάζουν στο δικαστήριο ως μεγαλοαπατεώνα. Η Σαλ κινητοποιεί όποιον γνωρίζει και η εναλλακτική λύση που προσφέρει η κυβέρνηση είναι να μεταναστεύσει στην καινούρια ήπειρο την Αυστραλία και να μην ξαναγυρίσει μέχρις ότου κερδίσει την ελευθερία του. Ο Γουίλιαμ δεν έχει άλλη επιλογή, παίρνει γυναίκα, παιδί (και άλλο ένα που είναι στον δρόμο) και πάνε ως άποικοι στην περίεργη και τελείως διαφορετική χώρα. Δουλεύουν σκληρά, εξοικονομούν κάποια λεφτά, ο Γουίλιαμ κερδίζει την ελευθερία του και μαγεμένος από ένα υπέροχο μέρος αγοράζει μιά τεράστια έκταση εκεί. «Αγοράζει» τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού τα εδάφη είναι παρθένα και αν δεν έχει προλάβει κάποιος άλλος, παίρνεις από την Αγγλική κυβέρνηση, μέχρι εκεί που γουστάρεις.
Στα μέρη αυτά όμως υπάρχουν κάποιοι άλλοι, που γεννήθηκαν εκεί και τα θεωρούν δικά τους, οι αποκαλούμενοι «Αβορίγινες» που σιγά-σιγά διαπιστώνουν (the hard way) ότι οι νεοφερμένοι ήρθαν γιά να μείνουν.
Η Γκρένβιλ είναι πάρα πολύ ικανή συγγραφέας γιά να πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας ή του εύκολου εντυπωσιασμού. Παραθέτει τους δύο πολιτισμούς και την αξία της ιδιοκτησίας που είναι διαφορετική για τον καθένα. Για τους ιθαγενείς είναι αδιαννόητο αυτό που συμβαίνει με τους άποικους. Να θέλουν δηλαδή να οικειοποιηθούν ένα κομμάτι γης για τον εαυτό τους. Ποιός ο λόγος, γιατί; Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες και οι άνθρωποι αλλάζουν μπροστά στο άγχος της επιβίωσης.
Κάτι παραπάνω από ένα μυθιστόρημα γιά την σύγκρουση των πολιτισμών ή την καταστροφή ενός αμόλυντου παραδείσου. Με μιά γραφή γεμάτη ένταση που ξεκινάει με Ντικενσιανό τρόπο περιγραφής του Λονδίνου και έρχεται σε αντιπαράθεση με την εξαίσια φύση της καινούριας ηπείρου για να συνεχίσει σε στυλ Κόνραντ τον αγώνα για την επιβίωση των δύο διαφορετικών κόσμων. Ένα σχόλιο για την δημιουργία της Αυστραλίας από τα πιό καίρια και διεξοδικά που έχω διαβάσει.
Η νουβέλα με τον περίεργο τίτλο «ΠΙΚΝΙΚ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» των περίφημων συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, των αδερφών Στρουγκάτσκι (εκδ. ΑΩ, μετάφρ. Μ.Ασημιάδη, σελ.233) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το βιβλίο που διασκεύασε και σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο ο τρισμέγιστος Αντρέι Ταρκόφσκι με τον τίτλο «ΣΤΑΛΚΕΡ».
Συνήθως δεν είμαι ικανοποιημένος με τις κινηματογραφικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων αξίας στην μεγάλη οθόνη. Λίγες οι φορές που το κινηματογραφικό έργο στέκεται ισάξια δίπλα στο βιβλίο αν και φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα, (μάλλον λόγω της προσωπικής ματιάς κάποιων σκηνοθετών που «πειράζουν» δημιουργικά τα βιβλία) . Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως έχουμε μία ταινία που είναι ανώτερη από την νουβέλα που δεν παύει να είναι έξοχη έτσι κι αλλιώς. Η ταινία είναι ελαφρώς διαφορετική και απέδωσε εξαιρετικά το σκοτεινό ύφος και την αγωνία της ιστορίας ενώ χάριν της μοναδικής ικανότητας του Ταρκόφσκι αποδόθηκε άριστα η φιλοσοφική θεώρηση της νουβέλας.
Μετά από επίσκεψη εξωγήινων στην γη, υπάρχουν ζώνες που έχουν κηρυχθεί ως «νεκρές» όπου δεν μπορεί κανείς να μπει μέσα λόγων των ατμοσφαιρικών και κλιματικών αλλαγών που τις χαρακτηρίζουν. Τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ’αυτές τις νεκρές ζώνες θεωρούνται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπάρχουν διάφοροι τύποι, οι αποκαλούμενοι «κυνηγοί» (stalkers) που εισβάλλουν με κίνδυνο της ζωής τους γιά να πάρουν ότι θεωρούν ενδιαφέρον και μετά να το πουλήσουν στους συλλέκτες ή στις κυβερνήσεις. Το βιβλίο εστιάζει στην προσωπικότητα ενός από αυτούς τους «κυνηγούς»,του Ρέντρικ Σούχαρτ ο οποίος ζει έξω από μιά τέτοια Ζώνη κάπου στον Καναδά. Η αναζήτηση της «Χρυσής Σφαίρας» μέσα εκεί θεωρεί ότι θα του δώσει απαντήσεις για την μεταλλαγμένη κόρη του που γεννήθηκε μετά τις επισκέψεις στην Ζώνη, γιά την ίδια του την ζωή.
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα που υπονοεί περισσότερα απ’όσα περιγράφει, το ΠΙΚΝΙΚ πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά και έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η ζωή πολλές φορές αντιγράφει την λογοτεχνία. Το βιβλίο γράφτηκε την δεκαετία του 70 και το 1986 το τραγικό δυστύχημα στον ατομικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ δημιούργησε μιά τεράστια έκταση με πόλεις φαντάσματα που αποκαλείται πλέον «Ζώνη» και τους ανθρώπους που μπαίνουν μέσα σ’αυτήν τους λένε «κυνηγούς»...
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος κινείται το πολύ ωραίο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα και εικαστικού καλλιτέχνη Tom McCarthy, «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ», (εκδ. Πάπυρος, μετάφρ.Ο.Γεράκη (φανερή η απουσία επιμέλειας), σελ.339).
Το βιβλίο είναι χρονολογικά τοποθετημένο τις τελευταίες ημέρες του 1992, όταν η ενωμένη Τσεχοσλοβακία ζει τις τελευταίες της ημέρες πριν την ειρηνική και προγραμματισμένη διάσπαση της, την Πρωτοχρονιά του 1993. Η Πράγα είναι το τέλειο μυθοπλαστικό σκηνικό γιά μιά ιστορία που έχει πολλές προεκτάσεις καλλιτεχνικές και όχι μόνο. Μιά συμμορία Βούλγαρων μαφιόζων που ασχολείται με όλων των ειδών τις κομπίνες προσπαθεί να φυγαδεύσει στις αγορές των συλλεκτών μιά βυζαντινή εικόνα που εκλάπη από ένα μοναστήρι της Βουλγαρίας. Η πολύ περίεργη αυτή εικόνα που αναπαριστά έναν άγνωστο άγιο να αναλήπτεται στους ουρανούς με ένα minimal φωτοστέφανο ενώ το background αναπαριστά θάλασσες,καράβια, ανθρώπους που ίπτανται. Μιά εικόνα που δεν είναι καταχωρημένη πουθενά αλλά η Ιντερπόλ την αναζητάει απεγνωσμένα. Η πρόθεση των Βούλγαρων είναι να δημιουργηθεί ένα ακριβές αντίγραφο της εικόνας που θα αφήσουνε να βρεθεί από τις αρχές. Μέχρι να διαπιστωθεί η αντιγραφή, η αυθεντική εικόνα θα έχει φτάσει στον αγοραστή της.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Άντον Μαρκόφ, είναι πρώην διαιτητής ποδοσφαίρου(!!) με καλλιτεχνικές ανησυχίες.Ζει με την ΕλληνοΡωσίδα γυναίκα του, της οποίας τα δύο παιδιά από τον προηγούμενο της γάμο, τα κρατάει ο πρώην σύζυγός της στην Βουλγαρία και δεν τα αφήνει να έρθουν στην Πράγα. Ο Μαρκόφ αναγκάζεται να βοηθάει τους μαφιόζους συμπατριώτες του με αντάλλαγμα την ελευθερία των παιδιών του. Εκείνος αναλαμβάνει να βρει κάποιον καλό ζωγράφο να αντιγράψει την εικόνα. Με τις γνωριμίες του στο αντεργκράουντ καλλιτεχνικό κίνημα της πόλης βρίσκει έναν πολύ καλό ιδιόμορφο καλλιτέχνη ο οποίος φτιάχνει όχι ένα αλλά δύο αντίγραφα της εικόνας τρελλαμένος τελείως από την ομορφιά και την δύναμή της.
Στην ιστορία εμπλέκονται, ένας ψιλοσαλεμένος Ασφαλίτης που παρακολουθεί τις συνομιλίες και τις κινήσεις των Βούλγαρων, ένας Άγγλος κριτικός τέχνης που δουλεύει τα πρωινά σαν γυμνό μοντέλο στην σχολή Καλών Τεχνών και είναι συγκάτοικος του αντιγραφέα της εικόνας, τρελλαμένες βλάχες Αμερικάνες φοιτήτριες και μη που βρίσκουν τον καλλιτεχνικό τους (και όχι μόνο), παράδεισο στην Πράγα, γκαλερίστες του Άμστερνταμ που ψάχνουν νέα ταλέντα στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο.
Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του ΜακΚάρθυ είναι εγκλωβισμένοι και προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι. Ο Μαρκόφ περιμένει τα παιδιά της αγαπημένης του γιά να πάνε όλοι μαζί να ζήσουν στην Αμερική,ο ζωγράφος Μάνασεκ προσπαθεί να ξεφύγει απο το παρελθόν του ζώντας μιά ξέφρενα σεξουαλική ζωή, ο Αγγλος Νικ περιμένει μιά δουλειά στο Άμστερνταμ για να ξεφύγει από την μίζερη ζωή που ζει.Μπορεί το μυθιστόρημα κάπου να σε μπερδεύει με τα τόσα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν από τις σελίδες του αλλά είναι εξαιρετικά γοητευτικός ο τρόπος που ο ΜακΚάρθυ στήνει την ιστορία σαν θρίλερ. Ο κόσμος της τέχνης, το παιχνίδι μεταξύ αυθεντικού και αληθινού επανέρχεται συνέχεια και η τεχνική των Βυζαντινών εικόνων το θέτει σε όλη την έκτασή του-διότι όπως επαναλαμβάνεται συνέχεια στο βιβλίο, η κάθε βυζαντινή εικόνα κοπιάρει κάποια άλλη οπότε ποιά είναι η αυθεντική; Ο συγγραφέας χειρίζεται άψογα το χαώδες σύνολο και μας παραδίδει ένα εξαιρετικό «πειραγμένο» μυθιστόρημα αγωνίας που σε «μεταφέρει» και σε προβληματίζει.
Σε άλλου είδους προβληματισμούς σε οδηγεί η ογκώδης και φιλόδοξη δημιουργία του Καναδού Andrew Davidson, «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» (The Gargoyle), (εκδ. Τόπος,μετάφρ.Δέσποινα Λάμπρου, σελ.440). Τι είναι αυτό το «βαρυφορτωμένο» μυθιστόρημα με τους φανατικούς πιστούς και τους εξίσου φανατικούς πολέμιους; Είναι ένα αριστούργημα ή μιά μεγαλειώδης παπάρα; Εάν πω ότι πολλές φορές μου ερχότανε να το πετάξω από τα χέρια και μετά από μερικές σελίδες να διαβάζω σαν μανιακός την συνέχεια τι μπορεί να πει κανείς; Σίγουρα σε κεντρίζει, σίγουρα σε «κρατάει» και θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω, έλξη/απώθηση εναλλάσονται σαν σκωτσέζικο ντους.
Ο αυθεντικός τίτλος του βιβλίου (The Gargoyle), παραπέμπει στα τερατόμορφα πλάσματα που κοσμούν τις στέγες των γοτθικών εκκλησιών και χρησιμεύουν ως υδρορροές. Τέτοιου είδους αγάλματα κατασκευάζει η αινιγματική Μαριάνε Έγκελ που εμφανίζεται ξαφνικά στην κατεστραμμένη ζωή του ανώνυμου αφηγητή (και πρωταγωνιστή)του βιβλίου. Ο αφηγητής είναι ένας πρώην επιτυχημένος πορνοστάρ με την δικιά του εταιρία παραγωγής που εντελώς μαστουρωμένος τσακίζεται με το αυτοκίνητό του σε μιά χαράδρα και καίγεται. Γλυτώνει ως εκ θαύματος αλλά είναι πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Ότι έχει απομείνει από αυτόν δεν θυμίζει σε τίποτα τις παλιές του δόξες. Τα εγκαύματα είναι πολύ βαθειά, το πέος του κάηκε και του το κόψανε, είναι θαύμα το πως επέζησε. Ακινητοποιημένος και μπανταρισμένος δέχεται τις φροντίδες της Μαριάνε που νοσηλεύεται με ψυχολογικά προβλήματα στην κλινική. Η Μαριάνε πιστεύει ότι είναι 700 ετών, και στο πρόσωπο του αφηγητή αναγνωρίζει τον μεγάλο της έρωτα, έναν μισθοφόρο στρατιώτη όταν εκείνη ήταν μιά εξαιρετικά μορφωμένη καλόγρια στο φημισμένο μεσαιωνικό μοναστήρι του Ένγκελθαλ της Βαυαρίας που δεν υπάρχει πιά. Η σχιζοφρενική προσωπικότητα της Μαριάνε κατακυριεύει τον αφηγητή και σαν μιά άλλη Σεχραζάντ του αφηγείται ιστορίες όπου η αγάπη υπερνικά τον θάνατο,από την Ισλανδία, από τους Βίκινγκς με πρωταγωνιστή έναν γκέϊ πολεμιστή(!!),από την Ιταλία με ένα ζευγάρι που το χτυπάει η πανούκλα,από την Αγγλική αριστοκρατία ενώ αυτές διανθίζονται από λουκούλεια γεύματα που ξεκινάνε από την Ελληνική κουζίνα με τζατζίκια και μπακλαβάδες μέχρι την Γιαπωνέζικη με σούσι.
Παράλληλα με την σύγχρονη αφήγηση της ζωής του αφηγητή και της Μαριάνε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της θεραπείας του κατακα(η)μένου αφηγητή ο οποίος από ένα εγωιστικό και αντιπαθέστατο πλάσμα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε έναν άνθρωπο που νοιάζεται γιά τους δίπλα του και την σχέση τους που αναπτύσσεται εντός και εκτός κλινικής, παρακολουθούμε από την αφήγηση της Μαριάνε την ιστορία της μοναχής μέσα στο Ένγκελθαλ και τον παράφορο έρωτα που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτής και του μισθοφόρου που χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού γιά να θεραπευτεί από τα εγκαύματά του.
Η μεσαιωνική ιστορία της Μαριάνε είναι απείρως πιό ενδιαφέρουσα από την σύγχρονη και αυτό δημιουργεί μιά έντονη αντίθεση στον ρυθμό της αφήγησης. «ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ» είναι ένα βιβλίο που δεν του λείπει η φαντασία, οι διάλογοι είναι πολλές φορές ευρηματικοί, οι ιστορίες (κυρίως της μεσαιωνικής γερμανίας) είναι συναρπαστικές, νομίζω όμως ότι χάνονται όλα μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία και τις πολλές σελίδες. Ο απόλυτος έρωτας θριαμβεύει διά μέσου των αιώνων (και των εμποδίων) αλλά αφήνει και εγκαύματα – ο κόσμος διψάει γιά μιά καλή ερωτική ιστορία...Οι ξένοι κριτικοί το έχουν παρομοιάσει με το «Όνομα του ρόδου» (καμμία σχέση) και με τον «Άγγλο ασθενή» (περισσότερες ομοιότητες βλέπω μ’αυτό), το σίγουρο είναι ότι ο Davidson είναι «παραμυθάς», το μυθιστόρημα απηχεί μιά τάση που θα την βλέπουμε όλο και πιό συχνά στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Ιστορίες που είναι όλο και πιό φαντεζίστικες - ας μη ξεχνάμε την συμπαθέστατη ταινία του Αρονόφσκι "The fountain" (ελλ.τίτλος Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ), δείχνουν να γίνονται της μόδας, είναι θέμα γούστου...
Δημοσίευση σχολίου