Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012 | Permalink
Δουβλινιάδα ή ένα αφιέρωμα στην πραγματική λογοτεχνία


Είναι τόσο όμορφη αυτή η ελεγειακή «ΔΟΥΒΛΙΝΙΑΔΑ» («DUBLINESCA»), το μυθιστόρημα του σπουδαίου Καταλανού συγγραφέα Enrique Vila-Matas (Βαρκελώνη 1948), (Εκδ. Καστανιώτη, (έξοχη) μετάφρ. Ν.Παπανικολάου, σελ.308), που δεν θέλεις να τελειώσει. Γεμάτο αγάπη και πάθος για την λογοτεχνία, στο γνώριμο ύφος του Βίλα-Μάτας που στα περισσότερα βιβλία του προσπαθεί να επικοινωνήσει με άλλα λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς, η ιστορία ενός εκδότη «καλών» βιβλίων που νιώθει τελματωμένος συγκινεί και προβληματίζει όχι μόνο τους φανατικούς αναγνώστες αλλά και κάθε ευαίσθητο άνθρωπο.

Ο Σαμουέλ Ρίβα, ο ήρωας της ιστορίας, μας συστήνεται από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου. 30 χρόνια εκδότης αναγκάζεται να κλείσει τον πολύ ποιοτικό εκδοτικό του οίκο ο οποίος βάδιζε κατευθείαν για χρεοκοπία. Αρνούμενος να υποταχθεί στις απαιτήσεις των ημερών με τα αφελή μπεστ-σέλερς που έχουν κατακλύσει την αγορά και σε συνδιασμό με την ανικανότητα του να χειριστεί σωστά τα οικονομικά του, μαζί με το αλκοόλ που του είχε καταστρέψει την υγεία τον ανάγκασαν να πάρει αυτή την απόφαση. Φανατικός της «καλής λογοτεχνίας», παθιασμένος αναγνώστης κι ο ίδιος είδε με φρίκη την επέλαση των γκόθικ μυθιστορημάτων, των ιστοριών με βαμπίρ, αισθανόμενος ότι ανήκει πλέον ο ίδιος στο παρελθόν.

Ο Ρίβα είναι πλέον ένας άνθρωπος στα όρια της κατάθλιψης, ένας «σβησμένος άνθρωπος». Κλεισμένος στο σπίτι, περνάει ώρες μπροστά σε ένα κομπιούτερ – διασθανόμενος ότι μετατρέπεται σε «χικικομόρι», τους Ιάπωνες νεαρούς «αυτιστικούς της πληροφορικής» που είναι απομονωμένοι και κλεισμένοι σε ένα σπίτι, σ’ένα δωμάτιο ασχολούμενοι μόνο με τον υπολογιστή τους, γεμάτοι θλίψη υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης. Ο Ρίβα ζει με τις λογοτεχνικές αναμνήσεις του, ζει μέσα από τα βιβλία που έχει διαβάσει, και παρότι δεν είναι πάνω από εξήντα χρόνων, νιώθει ηλικιωμένος και «τελειωμένος». Στους γηραιούς και κλεισμένους στο σπίτι γονείς του δεν έχει πει τίποτα για την τύχη του εκδοτικού του οίκου, ενώ ακόμα και κάποιες προσκλήσεις σε λογοτεχνικά συνέδρια που λαμβάνει (αφού διατηρεί το κύρος του) δεν του λένε απολύτως τίποτα.

«Πάνε χρόνια τώρα που η ζωή του είναι σαν εκδοτικός κατάλογος. Και του είναι όντως πια πολύ δύσκολο να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι. Και πάνω απ’όλα, το δυσκολότερο είναι να μάθει ποιος πραγματικά κατάφερε να γίνει. Ποιος ήταν αυτός που υπήρχε εκεί προτού αρχίσει να δουλεύει στις εκδόσεις; Πού βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος που άρχισε σταδιακά να κρύβεται πίσω από τον έξοχο κατάλογο και τη συστηματική ταύτιση με τις πιο ελκυστικές φωνές του καταλόγου αυτού; Του έρχονται τώρα στο νου κάποια λόγια του Μωρίς Μπλανσό, κάποια λόγια που ξέρει καλά εδώ και καιρό: «Κι αν το να γράφεις βιβλία σημαίνει να γίνεσαι αναγνώσιμος για όλους και ακατανόητος για τον εαυτό σου;»

Ο ήρωας μας, έχει κόψει το ποτό εδώ και καιρό και προσπαθεί να καταπολεμήσει τη μοναξιά του, κάνοντας βόλτες στην βροχερή Βαρκελώνη (η βροχή πέφτει καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου), συναντώντας κάποιους συγγραφείς φίλους του. Ένα όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη, τον καθοδηγεί να πάρει μια απόφαση που φαίνεται στην αρχή εκκεντρική αλλά ιδιαίτερα γοητευτική. Να μεταβεί με 3 φίλους του συγγραφείς στο Δουβλίνο, πόλη που ποτέ στη ζωή του δεν είχε επισκεφθεί και εκεί, στην πατρίδα του Τζόις και του Μπέκετ, να «κηδέψουν» την έντυπη λογοτεχνία, να ορίσουν την μέρα που το πνεύμα του Γουτεμβέργιου πέθανε οριστικά ενταφιάζοντας το, στην πόλη του ύψιστου λογοτεχνικού αριστουργήματος, του θρυλικού «Οδυσσέα». Η ημερομηνία δε που επιλέγει είναι η 16η Ιουνίου, η γνωστή στους οπαδούς του Τζόις (και όχι μόνο), «Bloomsday», ημέρα που εορτάζεται στο Δουβλίνο με αναγνώσεις του «Οδυσσέα», έτσι ώστε η ανάγνωση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου, με την κηδεία του Πάντι Ντίγκναμ να συμπέσει με την κηδεία της τυπογραφίας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα χρονικό διάστημα 3 μηνών και αν το μεγαλύτερο μέρος (ουσιαστικά τα 2/3) καταλαμβάνουν τα γεγονότα στο Δουβλίνο και στο ταξίδι που κάνουν οι 4 φίλοι, πλοκή δεν υπάρχει παρά μόνο σκέψεις του Ρίβα για τη λογοτεχνία, αναφορά σε συγγραφείς (Ώστερ, Τζόις, Μπόρχες, Μπέκετ, Λάρκιν, Μπάνβιλ, Μπρένταν Μπήαν, Μάγκρις), ταινίες και σκηνοθέτες που ο ήρωας λατρεύει, την ταύτιση με τον Σπάιντερ του Κρόνενμπεργκ (την πιο καταθλιπτική ταινία του σκηνοθέτη), τους χαρακτήρες των ταινιών του Αντονιόνι, την ατμόσφαιρα των ταινιών του Λιντς. Το μυθιστόρημα βρίθει διακειμενικών αναφορών, λογοτεχνικών παραπομπών που ενδέχεται να προβληματίσουν κάποιον μη επαρκή γνώστη του κόσμου που περιγράφεται στις σελίδες του, αλλά το στυλ του Βίλα-Μάτας είναι τόσο σαγηνευτικό που κυριολεκτικά κολλάς στην ανάγνωση του βιβλίου.

Ο Ρίβα κατά την διάρκεια της υποτυπώδους (κατά τ’άλλα) ιστορίας, πραγματοποιεί μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή του. Εκ των προτέρων γνωρίζει ότι θα λατρέψει το Δουβλίνο και πριν από το ταξίδι ακόμα σκέφτεται μια μακροχρόνια διαμονή στην μαγική αυτή πόλη. Παλεύοντας με την ακατανίκητη επιθυμία του για ποτό, με την τάση του για κατάθλιψη και απομόνωση, ψάχνοντας (νοητικά) τον «ιδανικό αναγνώστη» που θα αναβιώσει την «καλή λογοτεχνία», βρίσκει την ευκαιρία με το ταξίδι αυτό να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματά του, να γελάσει και να ζήσει. Γραμμένο με πολύ χιούμορ (μαύρο ως επί το πλείστον βεβαίως), το βιβλίο του Βίλα-Μάτας σε ορισμένα κομμάτια του κυριολεκτικά απογειώνεται σε επίπεδα μεγάλης λογοτεχνικής ποιότητας.

«Θεωρεί τον εαυτό του τόσο αναγνώστη όσο και εκδότη. Από τις εκδόσεις τον απομάκρυνε κυρίως η υγεία του, αλλά πιστεύει ότι έφταιγε εν μέρει και το χρυσόμαλλο δέρας του γκόθικ μυθιστορήματος, που δημιούργησε τον ηλίθιο μύθο του παθητικού αναγνώστη. Ονειρεύεται μια μέρα όπου θα καταρρεύσει το καταραμένο το μπεστ-σέλερ και θ’ανοίξει ο δρόμος για την επανεμφάνιση του ταλαντούχου αναγνώστη και θα τεθούν πάλι επί τάπητος οι όροι του ηθικού συμβολαίου μεταξύ συγγραφέα και κοινού. Ονειρεύται μια μέρα όπου θα μπορέσουν να πάρουν και πάλι ανάσα οι εκδότες λογοτεχνίας, εκείνοι που είναι απόλυτως αφοσιωμένοι στον ενεργό αναγνώστη, εκείνο τον αναγνώστη που είναι αρκετά ανοιχτός ώστε να αγοράσει ένα βιβλίο και ν’αφήσει να σκιαγραφηθεί στο νού του μια συνείδηση ριζικά διαφορετική από τη δική του. Πιστεύει ότι αν απαιτείται ταλέντο από έναν εκδότη λογοτεχνίας ή από ένα συγγραφέα, πρέπει να απαιτείται και από τον αναγνώστη. Διότι, ας μη γελιόμαστε, το ταξίδι της ανάγνωσης περνάει πολλές φορές από πεδία δύσκολα που απαιτούν από τον αναγνώστη να διαθέτει την ικανότητα να συγκινηθεί επειδή είναι νοήμων, να έχει τη θέληση να κατανοήσει τον άλλο και να προσεγγίσει μια γλώσσα διαφορετική απ’αυτήν της καθημερινής μας τυραννίας. Όπως λέει ο Βιλέμ Βοκ, εν είναι τόσο απλό να νιώσεις τον κόσμο όπως τον ένιωσε ο Κάφκα, έναν κόσμο όπου δεν επιτρέπεται η μετακίνηση και στον οποίο είναι αδύνατον να πας ακόμα κι απ’τον έναν οικισμό στον άλλο. Οι ίδιες ικανότητες που απαιτούνται για να γράψει κανείς απαιτούνται και για να διαβάσει. Οι συγγραφείς απογοητεύουν τους αναγνώστες, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο: και οι αναγνώστες απογοητεύουν τους συγγραφείς όταν αποζητούν σ’αυτούς μονάχα την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος είναι όπως τον βλέπουν οι ίδιοι…»

Παρά τις συνεχείς αναφορές στον Τζόις και στον Μπέκετ, και αν ο «Οδυσσέας» του πρώτου καθοδηγεί τα βήματα του Ρίβα, το μυθιστόρημα ουσιαστικά εμπνέεται από το γνωστό ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν «Δουβλινιάδα» (το οποίο παρατίθεται παρακάτω) καθώς το θεωρεί: «το μεγάλο νεκρώσιμο άσμα για την τιμημένη γριά πουτάνα της λογοτεχνίας». Οι χαρακτήρες του σχεδόν αριστουργηματικού αυτού βιβλίου παρότι στην αρχή φαίνονται γκροτέσκοι, αποδεικνύονται ολοζώντανοι και καθοριστικοί στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ ο (τόσο συμπαθής) Ρίβα είναι ένας τυπικός και χαρακτηριστικός λογοτεχνικός ήρωας που ταιριάζει στον κόσμο του Βίλα-Μάτας με το πάθος του για λογοτεχνία.

Εν κατακλείδι ένα μυθιστόρημα το οποίο ουσιαστικά απευθύνεται κυρίως στους λάτρεις της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης, όπως εξάλλου, τα περισσότερα βιβλία του συγγραφέα το οποίο θεωρώ ότι είναι το καλύτερο του έργο μέχρι στιγμής.

__________________________________________________________
 
Το ποίημα παρατίθεται στην μετάφραση (υποθέτω της Ν.Παπανικολάου) όπως υπάρχει μέσα στο βιβλίο.

Down stucco sidestreets,
Where light is pewter
And afternoon mist
Brings lights on in shops
Above race-guides and rosaries,
A funeral passes.

The hearse is ahead,
But after there follows
A troop of streetwalkers
In wide flowered hats,
Leg-of-mutton sleeves,
And ankle-length dresses.

There is an air of great friendliness,
As if they were honouring
One they were fond of;
Some caper a few steps,
Skirts held skillfully
(Someone claps time),

And of great sadness also.
As they wend away
A voice is heard singing
Of Kitty, or Katy,
As if the name meant once
All love, all beauty.

(Στα απόμερα δρομάκια με τα σοβαντισμένα σπίτια,
Όπου το φως είναι γκρίζο
Κι η απογευματινή ομίχλη υποχρεώνει
Τα μαγαζιά ν’ανάψουν τα φώτα
Πάνω σε εγχειρίδια και ροζάρια,
Περνάει μια κηδεία

Μπροστά πάει το κάρο,
Μα πίσω ακολουθεί
Μια στρατιά από πόρνες του δρόμου
Με λουλουδάτα πλατύγυρα καπέλα,
Μανίκια φαρδιά πάνω και στενά στον κάρπο
Και φουστάνια μέχρι τον αστράγαλο.

Υπάρχει μια υπέροχη φιλική ατμόσφαιρα,
Λες και τιμούσαν κάποια αγαπημένη.
Ορισμένες σηκώνουν επιδέξια τις φούστες
Και κάνουν πηδηχτά βηματάκια
(κάποια χτυπά τα χέρια για να δείξει πως ήρθε η ώρα).

Υπάρχει όμως και κλίμα μεγάλης θλίψης.
Καθώς συνεχίζουν την πορεία τους,
Ακούγεται μια φωνή να τραγουδάει
Για την Κίτυ, ή Κέιτυ,
Λες και κάποτε το όνομα σήμαινε
Όλη την αγάπη, όλη την ομορφιά.)