Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012 | Permalink
Η άγνωστη τρομοκράτισσα
«Η δημοσιογραφία, είναι η
τέχνη του να παίρνεις μια μεταξωτή κορδέλα και να την μετατρέπεις σε φύκι.»
Στο υπέροχο μυθιστόρημα «Η
ΑΓΝΩΣΤΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΣΣΑ» («The
Unknown Terrorist»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Π.Ισμυρίδου, σελ.383), του
πολύ καλού συγγραφέα Richard Flanagan (Τασμανία, 1961), όλα
γίνονται γνωστά στον αναγνώστη από τον καταπληκτικό πρόλογο του βιβλίου (που ένα
μεγάλο μέρος του παραθέτω στο τέλος του κειμένου μου), όπου μας γίνεται
κατανοητό ότι ορισμένα πράγματα είναι απλά ανεξήγητα και αδύνατον να τα προβλέψουμε
και ότι η ηρωίδα θα χάσει τη ζωή της από ένα γύρισμα της τύχης.
Η Τζίνα ήταν διάσημη για
την ικανότητα της στο στριπτήζ. Χόρευε σε ένα μοδάτο κλαμπ του Σίδνεϋ
χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, «Κούκλα», «Κρίσταλ». Δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα
όμορφη, ούτε πολύ εντυπωσιακή πέραν των «οπισθίων» προσόντων της, αλλά απέπνεε
μυστήριο και αισθησιασμό, ήταν δε απρόσιτη στους κοινούς θνητούς, πράγματα που
την έκαναν περιζήτητη στη δουλειά της. Η Τζίνα είχε ένα σκοπό, να μαζέψει
χρήματα πολλά, έτσι ώστε ν’αγοράσει ένα σπίτι στα προάστεια. Κλασσική περίπτωση
κουτοπόνηρης γυναίκας, ήξερε να επιβιώνει και να χειρίζεται τις καταστάσεις,
ενώ οι ιδέες της ήταν αυτές που προωθούν τα κοσμικά περιοδικά και οι λαϊκές
φυλλάδες. Μόδα, γρήγορα αυτοκίνητα, εύκολος πλουτισμός, ιλουστρασιόν φωτό,
κουτσομπολιό και περιφρόνηση για τους φτωχούς και τους ιθαγενείς της χώρας.
Όταν η Τζίνα συνάντησε τον
Τάρικ και πέρασε το βράδυ μαζί του, δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα της
ξημερώσει. Μετά από μια νύχτα έντονου σεξ και άφθονης κόκας, ξυπνάει μόνη της
στο διαμέρισμά του. Μέχρι να φύγει από εκεί η φωτογραφία του Τάρικ είναι στις
οθόνες των τηλεοράσεων όλης της χώρας, αφού τον χαρακτηρίζουν ως «γνωστό Ισλαμιστή
τρομοκράτη» που αναζητείται καθώς υπάρχουν πληροφορίες για επικείμενο τρομοκρατικό
χτύπημα στο Σίδνεϋ μετά την ανακάλυψη εκρηκτικού μηχανισμού που δεν εξερράγη
στο Ολυμπιακό στάδιο της πόλης.
Ώσπου η Τζίνα να φθάσει στο
σπίτι της, και να προσπαθήσει να ηρεμήσει, τα κανάλια δείχνουν ένα βίντεο
τραβηγμένο από την κάμερα ασφαλείας της πολυκατοικίας που πέρασε το βράδυ της.
Οι «κοκκώδεις εικόνες» έδειχναν ένα ζευγάρι να μπαίνει στο κτίριο. «Η κίνηση
της εικόνας ήταν τόσο αργή ώστε η Κούκλα έβλεπε τώρα τα πλάνα διαδέχονται το
ένα το άλλο. Σε αντίθεση με το σκοτεινό περιβάλλον, τα πρόσωπα του άντρα και
της γυναίκας ήταν φωτισμένα μέσω ψηφιακής επεξεργασίας.
«Δεν είναι ακόμα γνωστή η
ταυτότητα της γυναίκας» συνέχισε ο εκφωνητής.
Η Κούκλα ένιωσε το στόμα
της να στεγνώνει. Ο άντρας ήταν ο Τάρικ. Η γυναίκα ήταν εκείνη.»
Η Τζίνα στην αρχή το
παίρνει ελαφριά (όπως συνήθως κάνει), πηγαίνει στην κολλητή της, γελάει και
αρνείται να παρουσιαστεί στην αστυνομία να τους πει τι ξέρει, αλλά καθώς
περνάνε οι ώρες, η υστερία στην πόλη εξαπλώνεται, και όταν το πτώμα του Τάρικ
ανακαλύπτεται στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου, η προσοχή του αδηφάγου τύπου,
της τηλεόρασης και της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας πέφτει εξ’ολοκλήρου πάνω
στην αδαή Τζίνα, καθώς δε η ταυτότητά της γίνεται σύντομα γνωστή, η κατάσταση
μετατρέπεται σε αληθινό εφιάλτη.
Ο Φλάναγκαν όχι μόνο δανείζεται
αλλά ουσιαστικά αντιγράφει (όπως αναγνωρίζει στο επίμετρο του βιβλίου αλλά ο
υποψιασμένος αναγνώστης το αντιλαμβάνεται σχεδόν αμέσως), το εμβληματικό
μυθιστόρημα (των αρχών της δεκαετίας του 70), του σπουδαίου Γερμανού συγγραφέα Heinrich
Böll, «Η χαμένη τιμή της ΚαταρίναΜπλουμ» (και μετέπειτα διάσημης ταινίας των Σλέντορφ/Φον Τρότε) – το οποίο
(βιβλίο του Μπελ) είχε βασιστεί σε μια ιστορία του Friedrich Schiller με
τίτλο «Der Verbrecher aus verlorener Ehre - eine wahre Geschichte» («Ο εγκληματίας της
χαμένης τιμής») του 1786. Ο Μπελ στο βιβλίο του, επίκαιρο διότι χρησιμοποιεί ως
«όχημα» την δράση της ομάδας «Μπάαντερ-Μάϊνχοφ» στην Δ.Γερμανία την εποχή
εκείνη και τα περιβόητα «λευκά κελιά» στις φυλακές ασφαλείας της χώρας, χτύπαγε
ουσιαστικά τον ρόλο της Μπιλντ – του «κίτρινου τύπου» γενικότερα και πως μπορεί
να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου.
Ο Φλάναγκαν κάνει
ουσιαστικά το ίδιο, μεταφέροντας την δράση στο Σίδνεϋ, μια υπερσύγχρονη
μεγαλούπολη, όπου όλα διαστέλλονται σε υπερβολικό βαθμό. Η τεράστια δύναμη της
τηλεοπτικής εικόνας, η υστερία του Τύπου, τα Κυβερνητικά παιχνίδια – όπου
πρέπει να κατασκευασθεί ή ακόμα και να εφευρεθεί ένας ένοχος, όσο το δυνατόν
πιο απίθανος έτσι ώστε ο κόσμος να παραμένει φοβισμένος και καχύποπτος, έτσι
ώστε να περιορισθούν όσο περισσότερο γίνεται οι συνταγματικές ελευθερίες. Το
Σίδνεϋ του Φλάναγκαν απέχει πολύ από την αστραφτερή πόλη που θαύμασε όλος ο
πλανήτης κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων πριν από λίγα χρόνια. Είναι
μια πόλη γεμάτη άστεγους και πένητες, με τρομακτικές κοινωνικές αντιθέσεις, με
πρόβλημα εγκληματικότητας και ναρκωτικών, με συνοικίες δύσκολα προσβάσιμες
μόλις πέσει η νύχτα. Εκεί που ο Μπελ χρησιμοποιούσε καταγγελτικό ύφος στο
μυθιστόρημα του, ο Φλάναγκαν χρησιμοποιεί περισσότερο την αστυνομική δράση με
άψογο κινηματογραφικό ύφος σε μια περιπέτεια η οποία εξελίσσεται σε χρονικό
πλαίσιο μικρότερο από μια εβδομάδα.
Καθώς η Τζίνα (η «Κούκλα»)
προσπαθεί ματαίως να ξεφύγει από το κυνήγι, και δεν έχει που να στραφεί για βοήθεια βλέποντας
τον κλοιό γύρω της, να σφίγγει όλο και περισσότερο, με τη μουσική από τα
«Νυχτερινά» του Σοπέν να «γλυκαίνει» τις πιο δυσάρεστές της στιγμές, ο Φλάναγκαν
πετυχαίνει απόλυτα να μεταδώσει στον αναγνώστη, την ατμόσφαιρα θρίλερ και
καταδίωξης.
Χρησιμοποιώντας όλων των
ειδών τα ηλεκτρονικά παραφερνάλια, κινητά τηλέφωνα, γιγαντοοθόνες στους
κεντρικούς δρόμους με το πρόσωπο της «άγνωστης τρομοκράτισσας» (η οποία συν τω
χρόνω γίνεται γνωστή αφού η ταυτότητά της αποκαλύπτεται και οι κρίσεις για την
προσωπική της ζωή καθώς και βιντεάκια από το show της παίζονται συνεχώς στην τηλεόραση), την
αντιτρομοκρατική με τις πέρα από το νόμο μεθόδους της, ο συγγραφέας σε βυθίζει
όλο και περισσότερο μέσα στην ασφυξία και τον τρόμο, ενοχλείσαι και αντιδράς
μπροστά στην αδικία που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου, νιώθοντας όλο και
πιο ανυπεράσπιστος μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις.
Μπορεί κάπου να χάνεται η
μπάλα και λίγη παραπάνω φλυαρία να επικρατεί, αλλά το μυθιστόρημα του Φλάναγκαν
είναι έξοχο και με την εκπληκτική του ατμόσφαιρα γοητεύει τον αναγνώστη. Δεν
φτάνει στο ύψος του αριστουργηματικού «Εγχειρίδιο ιχθύων» με το οποίο γνωρίσαμε
στη χώρα μας, αυτόν τον πολύ καλό συγγραφέα, αλλά και μ’αυτό το βιβλίο
«Καφκικού ύφους», (και επιφανειακά διαφορετικό από το προαναφερόμενο, το οποίο διαδραματιζόταν
στις απαρχές του Αυστραλιανού κράτους), επανέρχεται ουσιαστικά στο ίδιο θέμα,
ότι δηλαδή, η ελευθερία είναι μάλλον το υπέρτατο αγαθό.
«Ο Νίτσε έγραψε: «Δεν
είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης». Ήταν η εικόνα ενός οραματιστή. Σήμερα πλέον,
καθημερινά, κάποιος κάπου γίνεται δυναμίτης. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μια
εικόνα. Είναι οι ζωντανοί νεκροί, το ίδιο και όσοι στέκουν γύρω τους. Η
πραγματικότητα δεν δημιουργήθηκε ποτέ από ρεαλιστές, αλλά από οραματιστές σαν
τον Ιησού και τον Νίτσε.
Ο Νίτσε άρχισε να φοβάται
πως αυτό που έκανε τον κόσμο να προχωράει ήταν ό,τι ολέθριο και φαύλο έκλεινε
μέσα του. Στα γραπτά του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με αυτόν τον φρικιαστικό
κόσμο.
Αλλά όταν μια μέρα είδε
έναν αμαξά να δέρνει βάναυσα το άλογό του έτρεξε και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω
από το λαιμό του αλόγου, αρνούμενος να το αφήσει. Αμέσως μετά τον χαρακτήρισαν
τρελό και τον έκλεισαν σε ίδρυμα για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Νίτσε είχε ακόμα
λιγότερες εξηγήσεις από τον Ιησού για την αγάπη και τις διάφορες εκδηλώσεις της:
για τη συναισθηματική κατανόηση, την καλοσύνη, το να αγκαλιάσεις ένα άλογο που
το μαστιγώνουν. Στο τέλος, η φιλοσοφία του Νίτσε δεν μπορούσε καν να εξηγήσει
τον Νίτσε, έναν άνθρωπο που θυσίασε τη ζωή του για ένα άλογο.
Αλλά πάλι, οι ιδέες πάντα
χάνουν την ουσία. Ο Σοπέν δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα Νυχτερινά του. Το
γιατί τα Νυχτερινά κατέτρυχαν την Κούκλα είναι μια πτυχή αυτής της ιστορίας.
Ακούγοντας αυτό που ο Σοπέν αδυνατούσε να εξηγήσει, εκείνη έβρισκε μια ερμηνεία
της δικής της ζωής. Δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να γνωριζει πως ήταν επίσης
προάγγελος του θανάτου της.»