Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2012 | Permalink
Τελευταία πόλη


Επικίνδυνο πράγμα οι «δυστοπίες». Μπορούν να σε απογειώσουν ως συγγραφέα (και έχουμε παραδείγματα πολλά στην ιστορία της λογοτεχνίας), μπορούν όμως και να σε κάνουν να χαθείς μέσα σε πολυδαίδαλα μονοπάτια από τα οποία δεν μπορείς να βγείς. Ευτυχώς ο σχετικά καινούργιος στα ελληνικά γράμματα, συγγραφέας (και δημοσιογράφος), Διονύσης Μαρίνος (1971, Αθήνα), με το μόλις δεύτερο βιβλίο του, την νουβέλα «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΛΗ» (Εκδ. Γαβριηλίδη, σελ.101), ξεπερνάει τον σκόπελο των (αναπόφευκτων) συγκρίσεων με σχεδόν όμοια μυθιστορήματα και με την δύναμη της απλότητας στην αφηγηματική του φόρμα, τα καταφέρνει μια χαρά.


«Μας είπαν πρόσφυγες. Μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Και αυτοί που μας ονόμασαν έτσι πρόσφυγες θα γίνουν μια μέρα.»


Βοσνία, περίοδος εμφυλίου πολέμου. Ένα νεαρό ζευγάρι και ένα παιδί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους για να σωθούν. Το χωριό τους ισοπεδώνεται και πρέπει να διαβούν ένα βουνό για να φθάσουν στη θάλασσα. Θεωρούν ότι αν τα καταφέρουν μπορεί να τη γλυτώσουν. Δεν είχαν βγεί έξω από τα όρια της πόλης τους μέχρι τότε, δεν είχε χρειαστεί. Περνούσαν καλά, ήταν ευτυχισμένοι και αισθανόντουσαν ασφαλείς. Μέσα σε λίγες μέρες, ο κόσμος τους διαλύεται και αυτοί πρέπει να κάνουν μια μεγάλη πορεία.


Με το μικρό παιδί στην πλάτη ή στα χέρια, σκίζουν τα χέρια τους, πληγιάζουν τα πόδια τους, τα αποθέματα τροφής λιγοστεύουν. Είχαν ονόματα, στον δρόμο τά’χασαν κι αυτά, πλέον ανώνυμοι. Φρόντιζε ο ένας τον άλλον, στον δρόμο, τα βλέμματα τους γίνανε όσο περνούσε ο χρόνος εχθρικά.

Στη θάλασσα που την βλέπουν πρώτη φορά στη ζωή τους, βρίσκουν κάποιες καλύβες. Οι κάτοικοί τους έχουν εξαφανιστεί κι αυτοί. Η μόνη ελπίδα, μια μεγάλη πόλη - λιμάνι, που φυλάσσεται ακόμα καλά, οι συγκρούσεις δεν έχουν φτάσει μέχρι εκεί. Στην πορεία διαπιστώνουν με φρίκη, ότι έχουν στα χέρια τους ένα περιζήτητο περιουσιακό αγαθό, το παιδί τους. Δεν υπάρχουν παιδιά, εκλείπει το είδος. Μπαίνοντας κακήν-κακώς στη πόλη, όπου όλοι τους κοιτάνε και στρέφουν το βλέμμα μακριά, ξορκίζοντας το κακό, ο άντρας πρέπει να βρει καταφύγιο, και ίσως ένα πλοίο για να διαφύγουν. Ο πόλεμος όμως πλησιάζει, η πλήρης καταστροφή είναι κοντά.


«Από τη μέρα που έπεσε η πρώτη σφαίρα, η οσμηρή ανάσα του ολέθρου τύλιξε όλη τη χώρα με την αποφορά του. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, οι φυλές, που μέχρι πρότινος ζούσαν αρμονικά φτιάχνοντας ένα πανσπερμικό ψηφιδωτό από διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και συνήθειες, ανακατεύονταν σαν πολυκαιρινά φαγητά στο βαθύ χωνευτήρι της καταστροφής. Δίχως οίκτο, χωρίς καμιά ελπίδα, άνθρωποι πνιγμένοι στο αίμα έφευγαν από τα σπίτια τους, αποχαιρετούσαν τα υπάρχοντά τους και όσα εν καιρώ ειρήνης είχαν καταφέρει να φτιάξουν με κόπο και ιδρώτα. Δεν υπήρχε δρόμος που να μη μεταφέρει νεκρά κουφάρια ή άλλα που περπατούσαν σαν αποχαυνωμένα ζόμπι, έτοιμα κι αυτά να παραδώσουν την τελευταία τους ανάσα. Σιλουέτες που κάτι τους έλειπε, ένα χέρι, ένα πόδι, μια σωτήρια ελπίδα. Χωριά είχαν ερημώσει από τις επιδρομές των στρατιωτών, που ό,τι έβρισκαν μπροστά τους με μια αταβιστική μανία το έκαιγαν, το συνέθλιβαν, το βίαζαν με τόσο τραχιά αποκτήνωση, που τίποτα από την ανθρώπινη ουσία δεν είχε απομείνει σε αυτόν τον τόπο. Εκτός και είχε μείνει το μεδούλι της, που, έτσι σπασμένο όπως ήταν, άφηνε να χυθούν ελεύθερες οι βλέννες του μίσους και της μισαλλοδοξίας.

Οι μάχες μαίνονταν για τα καλά πέρα από τα βουνά και όλοι έλεγαν με τρόμο πως ήταν θέμα χρόνου να επεκταθούν και στην πεδιάδα, κι αν επιβεβαιωνόταν ο απευκταίος χρησμός, τότε θα σήμαινε πως ο εμφύλιος πόλεμος είχε για τα καλά γενικευτεί και δεν επρόκειτο να μείνει πάνω σ’αυτή την έρημη γη κουφάρι ανθρώπου για να πιστοποιήσει του τρόμου το χυμένο δηλητήριο.

Αδερφός σκότωνε αδερφό.

Πατέρας το γιό.

Αξετύλιχτος καπνός είχε απλωθεί σαν τέντα πάνω από τη χώρα σπέρνοντας γλώσσες φωτιάς, που όλο και απλωνόταν, περνούσε τα σύνορα, άγγιζε τις κλωστές του ουρανού.»


Ο συγγραφέας πατώντας πάνω σε δύο εμβληματικά αφηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπως «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ» του Γ.Χειμωνά και το «ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ» του Δ.Δημητριάδη και ακολουθώντας τη δομή του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Κόρμακ Μακάρθυ «Ο ΔΡΟΜΟΣ», ξεδιπλώνει με την αφήγηση του άλλοτε ποιητική και άλλοτε ρεαλιστική, επιτυγχάνοντας στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, με ωραία δομή, έτσι ώστε να κολλήσεις πάνω στην ιστορία και να μη θέλεις να την αφήσεις μέχρι το τέλος.


Η ιστορία της «Τελευταίας πόλης» δεν έχει ημερομηνία, δεν έχει χρονικό πλαίσιο-κόψτην και βάλτην κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, κατά τη διάρκεια του Αμερικάνικου Εμφύλιου (του πιο αιματηρού της ιστορίας), κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου. Το χάος είναι το ίδιο, η κοινωνική αποσύνθεση, η φρίκη δεν διαφέρουν.

Ένας συνεχής σπαραγμός, η έννοια της απώλειας, οι άνθρωποι που μεταλάσσονται στους «δύσκολους καιρούς» κυριαρχούν στη νουβέλα του Δ.Μαρίνου. Οι ήρωες ουσιαστικά είναι καταδικασμένοι από την αρχή, η μόνη τους ελπίδα είναι η θάλασσα που προβάλλει σαν η «υπέρτατη φυγή», το ακροτελεύτιο καταφύγιο μιας ανθρώπινης τραγωδίας ενός παράλογου εμφυλίου (αλλά και ποιος εμφύλιος δεν είναι παράλογος, ποια ανθρώπινη τραγωδία δεν είναι παράλογη), πέρα από εποχές και πέρα από χρονικά σημεία της ιστορίας.


«Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.»  Γ.Χειμωνάς «Οι χτίστες»