Ακριβώς
40 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του (εκδ.Κέδρος,1974), επανεκδόθηκε φέτος το
αριστουργηματικό μυθιστόρημα "ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ", του Ασημάκη
Πανσέληνου (1903-1984), (Εκδ.Μεταίχμιο,
σελ.523), αυτή τη φορά σε μονοτονικό σύστημα, έτσι ώστε να το γνωρίσουν οι
νεότεροι αναγνώστες. Η νέα (πολύ φροντισμένη και με ενδιαφέρον εξώφυλλο) έκδοση
του Μεταίχμιου, μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε (καθώς μας
παρασέρνουν τα καινούργια βιβλία, οι νέες εκδόσεις), ότι τα κλασσικά βιβλία της
νεοελληνικής (και γενικότερα της παγκόσμιας) πεζογραφίας δεν χάνουν τίποτα από
τη γοητεία τους και την αξία τους όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στην περίπτωση δε,
του "Τότε που ζούσαμε" αυτό ακριβώς γίνεται με τρόπο εμφαντικό, γιατί
το συγκεκριμένο βιβλίο παραμένει ολοζώντανο και πολύ επίκαιρο.
"Τα
χρόνια εκείνα που γίνονται τούτα που
γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ'έναν τρόπο. Ο
ήλιος, ο αγέρας, η βροχή, η παγωνιά και το κάμα ήταν τα κύρια γεγονότα της ζωής
τους. Πιστεύαν στον παράδεισο και στην κόλαση, κι η ελπίδα ημέρευε την ψυχή
τους και τους εξοικείωνε με τον θάνατο. Τώρα που εμείς ανακαλύψαμε την αλήθεια,
γέμισε όλη η ζωή κρυάδα και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να καταργήσουμε πάλι
τον θάνατο· και θα τον βρούμε. Ώσπου να γίνει όμως αυτό...Εκείνοι που ζουν, βλέπεις,
ξέρουν πως θα πεθάνουν και η ζωή είναι γλυκιά. Αυτοί που πεθάναν δεν ξέρουν πως
είχαν ζήσει κι ο θάνατος είναι κρύος. Όλες οι ιστορίες στον κόσμο είναι
ζωή."
Το
αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ασημάκη Πανσέληνου, που θα μπορούσες να το δεις
και ως μια "ιστορία ενηλικίωσης" καλύπτει την περίοδο της ζωής του
από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως, το 1944 λίγο πριν την απελευθέρωση της χώρας
από την Γερμανική κατοχή. Γράφτηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70, σε
μια ανάγκη του Πανσέληνου να προτάξει τη φωνή του σε δύσκολους καιρούς, αφού
στη ζωή του μονάχα τέτοιους είχε γνωρίσει.
Το
βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας αφηγείται την ζωή στη
Λέσβο - ένα τόπο που όπως λέει "οι άνθρωποι θα μπορούσαν να θαυμάσουν
περισσότερο τον Σάντσο Πάντσα παρά τον Δον Κιχώτη", την ανεμελιά της
παιδικής ηλικίας, την απελευθέρωση του νησιού από την Τουρκική κατοχή και την
ενσωμάτωση του στην Ελλάδα (με την "ελληνική κατοχή" όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει). Αυτό το μέρος του βιβλίου, το οποίο καλύπτει πάνω από
200 σελίδες, είναι γεμάτο από έντονες εικόνες από τους δρόμους της Μυτιλήνης,
των θεότρελων και μη χαρακτήρων του νησιού και της διαμόρφωσης του χαρακτήρα
του αφηγητή. Τα χρόνια του σχολείου, οι πρώτοι έρωτες, η οικονομική άνθηση του
τόπου που αντικατοπτρίζεται στην ανάπτυξη της οικογενειακής επιχείρησης
(υφασματάδικο), ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας μέσα στο σπίτι, η καταστροφή της
Μικράς Ασίας και το κύμα των προσφύγων (κυρίως από το Αϊβαλί), το οποίο αλλάζει
την καθημερινότητα του νησιού, οι πολιτικές ζυμώσεις που θα προκύψουν μετά το
σοκ της ήττας.
Εξαιρετικό
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αφηγήσεις γύρω από την έντονη πνευματική ζωή του
νησιού. Ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Κόντογλου, ο Ψυχάρης (που επισκέπτεται το
νησί και διαμένει εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα) αλλά και άλλοι (ελάσσονες
ως επί το πλείστον) συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι με τις θεωρίες τους και
τις ανησυχίες τους συνθέτουν ένα πολιτιστικό μείγμα το οποίο παρουσιάζεται
χωρίς ωραιοποιήσεις και αγιογραφικές τάσεις, αλλά όπως ήταν - αντιφατικό και
άνισο (χαρακτηριστική περίπτωση ο Στ.Μυριβήλης).
Ο
συγγραφέας θα αποκτήσει έντονες τάσεις φυγής που θα διογκωθούν μετά τον θάνατο
του πατέρα του. Δημοσιογραφεί και γράφει ποίηση, πολιτικοποιείται και
"χαρακτηρίζεται" ως κομμουνιστής και αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά
στην Αθήνα.
Στο
δεύτερο μέρος (περίπου 150 σελίδες), ο Πανσέληνος βρίσκεται στην Αθήνα όπου
σπουδάζει στη Νομική, και γοητεύεται από την ζωή της μεγαλούπολης, η οποία βεβαίως
είναι μια πόλη στην οποία, έχουν εισρεύσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που
έχουν αλλάξει τελείως τον αστικό ιστό. Η καχυποψία των παλιοελλαδιτών προς τους
νεοφερμένους (χαρακτηριστική η εικόνα που πάνε να νοικιάσουν ένα σπίτι και η
ιδιοκτήτρια τους ρωτάει αν είναι "Ελληνες" ή πρόσφυγες!).
Παρέες,
έρωτες, η γνωριμία του με την Έφη, ο έρωτας τους, το πτυχίο του και η εργασία
του σε δικηγορικό γραφείο, η απογοήτευσή του από τον Ε.Βενιζέλο, τα χρόνια του
διχασμού, το Ιδιώνυμο (που γκρέμισε τελείως στα μάτια του, την εικόνα του
Εθνάρχη), η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και ο Μεταξάς, το δικό του πλέον
δικηγορικό γραφείο και η έντονη πολιτικοποίηση στις γραμμές της Αριστεράς, όπου
όμως δεν εντάχθηκε ποτέ στον κομματικό μηχανισμό.
Στο
τρίτο μέρος που είναι και το μικρότερο (περίπου 140 σελίδες), αλλά το
δραματικότερο, καθώς ο συγγραφέας αφηγείται τις μέρες του πολέμου του '40, την
Κατοχή στην Αθήνα, τον λιμό μέσα από συνταρακτικές εικόνες που μένουν
αξέχαστες, παιδιών που πεθαίνουν στον δρόμο, μικρών κοριτσιών που εκπορνεύονται
για μια φρατζόλα ψωμί. Ο Πανσέληνος οργανώνεται στο ΕΑΜ, κρατώντας όμως μια
ανεξάρτητη στάση και κατηγορούμενος από όλους είτε για φιλοαγγλισμό, είτε ως
κομμουνιστής, συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς (την εμπειρία του στην φυλακή θα
τις περιγράψει σε άλλο του βιβλίο), γίνεται πρόεδρος του Δ.Σ. του Θεάτρου
Τέχνης και υπογράφει την ιδρυτική του διακήρυξη, λόγω της φιλίας του με τον Κάρολο Κουν.
Λογοτεχνικές τάσεις και συντροφιές (ο Σικελιανός, ο Θεοτοκάς, ο Ράντος, ο
Καστανάκης), είτε από παλαιότερα, είτε πιο πρόσφατες, συνομιλίες με συγγραφείς,
η κηδεία του Παλαμά, η αναζήτηση τροφής, η συνεχής πείνα - όλα αυτά περνάνε
μέσα από σελίδες συγκλονιστικές. Το μυθιστόρημα θα ολοκληρωθεί με μια πολύ
μυθιστορηματική απόδραση (μέσα σε ένα κοφίνι), από το γραφείο (και σπίτι του)
από τους ταγματασφαλίτες που είχαν έρθει να τον συλλάβουν λίγο πριν την
απελευθέρωση.
Το
βιβλίο είναι ένας ύμνος στην ελευθερία του ανθρώπου, στην αναζήτηση για
δικαιοσύνη και ευημερία. Ο ιδεαλισμός του Πανσέληνου που τον χαρακτηρίζει από
παιδί, δεν θα τον αφήσει ποτέ, όπως και η πίστη του στον
"δημοτικισμό". Στιγματίζει το δικαστικό σύστημα, μιλάει με τα
χειρότερα λόγια για τις φυλακές και τους κρατούντες, τον εναγκαλισμό της Δικαιοσύνης
με την Εξουσία. Δεν δέχεται τη στέρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου για κανένα
λόγο και παραμένει πιστός στις αρχές ενός αγνού και (κάπως αναρχικού)
σοσιαλισμού ενάντια κάθε δικτατορίας και καταπίεσης.
"Αναπολώντας
τα τώρα όλα τούτα, σκέφτομαι πως αν υπάρχει κάτι το οριστικά σοσιαλιστικό μέσα
μου, είναι ότι ποτέ δεν κλονίστηκαν οι ιδέες μου, από το γεγονός ότι τις
εφάρμοσαν άλλοι με τρόπο απαράδεχτο. Το λάθος είναι συστατικός παράγοντας στην
ανθρώπινη αλήθεια, όμως ο μακιαβελισμός είναι κάτι αποτρόπαιο, δεν είναι λάθος.
Είναι μια σκοτεινή παρόρμηση, σύμφυτη, με την πολιτική εξουσία, όπου, οι
επίδοξοι κυβερνήτες του κόσμου, σκοτώνουν τον άνθρωπο για να κυβερνήσουν, και
σκοτώνονται κι αναμεταξύ τους για να κριθεί ποιός είναι άξιος γι'αυτή τη
δουλειά.
Περνούμε
τα νιάτα μας βέβαιοι πως διαθέτουμε τις μέρες μας με τον καλύτερο τρόπο, κι
όταν πια φύγουν, μας φαίνεται πως τα αφήσαμε και πήγαν χαράμι. Ζούμε τον κόσμο
όσο τον φτιάνουμε εμείς. Όταν αρχίσουν να τον φτιάνουν άλλοι, πεθαίνουμε. Για
μας που αντισταθήκαμε στον φασισμό, τέτοιο αίσθημα δεν θα υπάρξει. Αγγίξαμε τα
όρια μιας πίστης στη λευτεριά και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πέρα ίσως από όσο
την αποδέχεται ο άνθρωπος."
Είναι
η ιστορία μιας γενιάς, η ιστορία του τόπου μας. Το βιβλίο καταγράφει σκηνές
ιστορικές που κανείς ιστορικός δεν μπορεί να δώσει καλύτερα. Ο προφορικός
λόγος, ζωντανός και άμεσος χτυπάει κατ'ευθείαν στη ψυχή του ανθρώπου που θα τον
διαβάσει για πρώτη φορά ασχέτως ηλικίας και κουλτούρας. Εντυπωσιάζει η
επικαιρότητα του βιβλίου, το πόσο ολόφρεσκο δείχνει 40 χρόνια μετά την πρώτη
του έκδοση. Το ξαναδιάβασα σχεδόν 30 χρόνια μετά (η έκδοση του Κέδρου που κατέχω
είναι του 1986 (18η!)) αυτές τις μέρες και έχω μείνει ενεός μπροστά στη δύναμή
του και την μαγεία που συνεχίζει να ασκεί - αφήνω στην άκρη την αναγνωστική
απόλαυση που είναι δεδομένη. Ο Πανσέληνος δεν χαρίζεται σε κανέναν, και μέσα
από την απλή και αμόλυντη ανθρωπιά που διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου του,
επισημαίνει πράγματα που δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν συνεχίζουν να
μας απασχολούν.
"Πριν
όμως από την οικονομική εξυγίανση, στα άτομα είναι η τιμή. Και η τιμή μιας
χώρας είναι η ελευθερία. Κι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στους
πολίτες του την ελευθερία, δεν έχει λόγο να υπάρχει. Πάντα είχα την εντύπωση
πως μια χώρα που χάνει την ελευθερία της για να εξυγιανθεί οικονομικά, μοιάζει
με μια γυναίκα που πορνεύεται για να φτιάξει προίκα. Όσοι οικονομολόγοι
πιστεύουν το αντίθετο είναι γομάρια. Τώρα κι εμείς χάσαμε την ηθική μας
υπόσταση και μαζεύουμε κατοστάρικα."
Το
χιούμορ και η ανελέητη σάτιρα εύστοχα τοποθετημένες μέσα στην αφήγηση του
Πανσέληνου, αποσυμπιέζουν τις εντάσεις και τα δράματα που εκτυλίσσονται - ας μη
λησμονούμε, ο συγγραφέας ανήκει σε μια γενιά που βίωσε, τους Βαλκανικούς
πολέμους, την Εθνικό Διχασμό, την Μικρασιατική καταστροφή, την Δικτατορία της
4ης Αυγούστου, την εισβολή των Ιταλών, την Γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο και
άλλα πολλά. Και όλα αυτά μέσα σε 30 περίπου χρόνια. Ο συγγραφέας κατορθώνει
(διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να αφηγηθεί όλα αυτά τα γεγονότα μέσα από
την προσωπική του ιστορία (μη δίνοντας και ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τη ζωή
του) σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Το "Τότε που ζούσαμε είναι ένα από τα
σημαντικότερα έργα της ελληνικής πεζογραφίας και από εκείνα που δεν θα πρέπει
να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη.
Κέρδισα το "Νερά, χώματα και άλλα πολλά" σε μια αποκριάτικη λαχειοφόρο κι έτσι γνωρίστηκα με τον Ασημάκη Πανσέληνο. Θυμάμαι να αναζητώ επίμονα το "Τότε που ζούσαμε" και να μην μπορώ να το βρω. Χαίρομαι που επανεκδόθηκε. Σημειώνω το προσεγμένο εξώφυλλο, γιατί το Μεταίχμιο τελευταία είναι σχεδόν ισοπεδωτικά ίδιο ως προς την αισθητική του, σε ενοχλητικό βαθμό.
ΥΓ. Έχω ήδη διαβάσει τις πρώτες 150 σελίδες του Ουελμπέκ "Ο χάρτης και η επικράτεια" και σκέφτομαι ότι έχει ενδιαφέρον η ανάγνωσή του και η κεντρική ιδέα με τους χάρτες Μισελέν,
κ.κ.