Τετάρτη, Απριλίου 05, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 05, 2023 | Permalink
Πως μπορεί να μιλήσει κανείς για το μέλλον; ("Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον")
 «Για το μέλλον μπορεί κανείς να μιλήσει μόνο στον αόριστο.»
 
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος (Αθήνα, 1965), διαρκώς τονίζει (σε συνεντεύξεις του), ότι χρησιμοποιεί την «δυστοπία» απλά ως «όχημα» για να μιλήσει για το παρόν. Στις ιστορίες του, είτε είναι νουβέλες, είτε είναι διηγήματα (μεγάλης ή μικρής έκτασης), πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι και τα ζώα, και όχι τα άψυχα αντικείμενα ή τα υπερφυσικά τέρατα, και ο αναγνώστης δεν νιώθει ότι διαβάζει κάτι «μακρινό» ή στα πλαίσια της λογοτεχνίας του Φανταστικού, αλλά γνήσια λογοτεχνία που διαδραματίζεται σε εποχές όχι και τόσο μακρινές. Με την τελευταία του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΜΕΛΛΟΝ» - (εκδ. Κίχλη, σελ. 196), ο συγγραφέας μέσα από 9 ιστορίες  μελλοντολογικού ύφους, τοποθετώντας τον άνθρωπο στο κέντρο τους, συνεχίζει την πορεία που χάραξε με τα προηγούμενα βιβλία του.
 

Τις εννέα ιστορίες, που είναι γραμμένες μέσα σε ένα διάστημα τριών ετών, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, κάποιες από αυτές έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε έντυπα ή στο διαδίκτυο και άλλες τις εμπνεύστηκε από ταινίες ή τραγούδια, η ακόμα και από τυχαίες σκηνές της καθημερινότητας (όπως του «Συνφούντ»). Δύο από αυτές που είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτερες (και ίσως οι καλύτερες της συλλογής), το «Συνφούντ» (έκτασης 44 σελίδων) και το εκπληκτικό «Ισμαήλ» (έκτασης 52 σελίδων), θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κύριο υλικό για αυτόνομες νουβέλες.
 
Ο κόσμος στα διηγήματα του Μακρόπουλου, είναι εχθρικός και η επιβίωση παίζει πάντα τον πρωτεύοντα ρόλο – από το ζευγάρι στο «Συφούντ» που τρέφεται με δελτία τροφίμων, που περιλαμβάνουν συνθετική τροφή από ανθρώπινα μέλη, μέχρι το μικρό αγόρι, τον Χρίστο, που προσπαθεί να μαζέψει λίγο νερό από τα ραγίσματα στους τοίχους στις «Σφαίρες», κι από τον χρονοταξιδιώτη που βρίσκει τον δίδυμο αδελφό του γέροντα κι εκείνος να είναι μεσήλικας στο «Ντμίτρι», μέχρι την ανορεξική παράνομη φωτογράφο στο υπέροχο «Η φωτογράφος», η μοναξιά  κυριεύει τους ήρωες των ιστοριών, το γκρίζο χρώμα κυριαρχεί στην αφήγηση και το αίσθημα της απελπισίας και των αδιεξόδων είναι συνεχές.
 
«Κατέβηκε μόνος στην παραλία. Η Λένη είχε πάει στην πόλη. Προχώρησε στην άμμο και στα φύκια, αλλά λοξοδρόμησε – δεν είχε κανέναν να τον προειδοποιεί, παρά μόνο την αίσθηση που ’χε ο ίδιος για το πόσο κοντινή ή μακρινή ήταν η βοή της θάλασσας. Έφτασε πέρα από την άκρη του νερού, και το τελείωμα του κύματος μπήκε μέσ’ από τις γαλότσες του, μουσκεύοντας τα μπατζάκια και τις κάλτσες του. Δεν τραβήχτηκε, αλλά στάθηκε εκεί, με τα πόδια του να μουλιάζουν και με την αρμύρα να του τσιμπάει το δέρμα, μέχρι που τελικά έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω. Περνώντας πλάι από τον πύργο του ναυαγοσώστη, σταμάτησε κι άκουσε το ντιντίνισμα. Κι ας εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τις λέξεις του κρίκου και του ψαλιδιού, τώρα πια ήξερε ότι τα λόγια τους ήταν η ακατανόητη γλώσσα του χρόνου.»Συνφούντ»)
 
Στον «Πλανήτη με τους δυο ήλιους» και στο «Η γη με τα δυο φεγγάρια», η αίσθηση ασφυξίας κατακυριεύει τον αναγνώστη, όπου παρά τα τεχνολογικά επιτεύγματα και την μετοίκηση άλλων πλανητών, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο παραμένει (και μάλιστα με σκληρότερους όρους), οι συνθήκες ζωής χειροτερεύουν και τα αδιέξοδα μεγαλώνουν.
 
Όπως αναφέρω παραπάνω, ο «Ισμαήλ» (με τις άμεσες και έμμεσες αναφορές στο «Μόμπι Ντικ» του Χ.Μέλβιλ), είναι το καλύτερο διήγημα της συλλογής. Σε ένα άχρονο χωροταξικό πλαίσιο, η απομονωμένη κοινότητα που κατοικεί στα βουνά μετά από μια καταστροφή, και ζει με τις ιστορίες και τους θρύλους που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά για Θεούς και κάποια γεγονότα που συνέβησαν (;) στο παρελθόν - «σαν να ’χαν γεννηθεί μέσ’ από μια ομίχλη, που με τις ιστορίες τους πάσχιζαν να τη διαλύσουν, μα αυτή παρέμενε πυκνή, σκεπάζοντας ό,τι υπήρξε κι αφήνοντάς τους σαν μισοξεριζωμένα δέντρα, να πολεμούν με λίγες ρηχές ρίζες να κρατηθούν στο παρελθόν για να πετάξουν κλαριά προς το μέλλον» -, δέχεται την απρόσμενη «επίσκεψη» ενός εισβολέα, τον οποίον περιθάλπουν και θεραπεύουν από τα θανατηφόρα του τραύματα. Ο ξένος όμως γνωρίζει τη χρήση των όπλων, όχι μόνο αυτών που έφερε μαζί του αλλά κι εκείνων που υπήρχαν στο χωριό ως αντικείμενα «παλαιών πολιτισμών», ίσως βέβαια και να γνωρίζει για τους «Θεούς» που άκουγαν στις ιστορίες των γηραιότερων και που το άγαλμα ενός από αυτούς βρίσκεται στη κορυφή του βουνού. Η αναζήτηση του Θεού και του νοήματος στη ζωή, βρίσκεται στη βάση αυτού του εξαιρετικού διηγήματος.
 
«… «Απαγορεύεται».
«Τι πράγμα;»
«Ν’ ανεβάζεις φωτογραφίες καταστροφής. Θα ’πρεπε να το ξέρεις. Συλλαμβάνονται συνεχώς onliners που το κάνουν. Παίζουν κρυφτό με την αστυνομία, αλλά τελικά, αργά ή γρήγορα, τους πιάνουν».
«Δεν την ανέβασα γιατί ήταν σπασμένο το τζάμι. Την ανέβασα γιατί μού ’χε αρέσει έτσι όπως έπεφτε το φως στο σκονισμένο γυαλί, οι αντανακλάσεις του.»
«Δεν έχει σημασία. Ήταν σπασμένο, αυτό φτάνει. Μπορείς ν’ ανεβάσεις τη φωτογραφία ενός χαρτιού, αλλά αν είναι τσαλακωμένο και σχισμένο δεν μπορείς. Μπορείς ν’ ανεβάσεις τη φωτογραφία ενός ρούχου, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις άμα είναι παλιό και τριμμένο. Καταλαβαίνεις; Δεν έχει σημασία αν το χαρτί γράφει κάτι σπουδαίο ή αν το ρούχο, κι ας είναι παλιό, είναι ωραίο. Θεωρείται ανατρεπτικό, θεωρούν ότι θέλεις να θυμίσεις στους ανθρώπους τη φθορά και να τους κάνεις έτσι ν’ αγανακτήσουν. Να προσέχεις. Την επόμενη φορά δεν θα ’ρθουν για να σε προειδοποιήσουν μόνο.»
(«Η φωτογράφος»)


Ο Μακρόπουλος, στις ιστορίες του, συνεχίζοντας στον δρόμο που άνοιξαν τα προηγούμενα βιβλία του, περιγράφει μια γη κατεστραμμένη μετά από πολέμους, μια γη που δεν κατοικούνται ή είναι εγκαταλελειμμένα τα μεγαλύτερα μέρη της. Κυριαρχεί το υγρό στοιχείο και οι άνθρωποι που έχουν μείνει, προσπαθούν να πιαστούν από μια καθημερινότητα αφόρητη, αλλά διατηρούν εντός τους, πίστη στη ζωή, παλεύουν για την επιβίωση, ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, οι ήρωές του, διατηρούν τη συμπόνοιά τους για τον άλλον. Ακόμα και στις σκοτεινότερες στιγμές των ιστοριών, ο συγγραφέας αφήνει την ελπίδα να διαχέεται.
 
Θέτοντας σε πλείστες περιπτώσεις υπαρξιακά φιλοσοφικά και ηθικά διλήμματα, οι ιστορίες του τόμου, «υποχρεώνουν» τον αναγνώστη σε βαθύτερες σκέψεις για την μοναξιά, την αναζήτηση Θεού, την βιοηθική, το μέλλον και το παρελθόν. Η συλλογή αποτελείται από διηγήματα ανθρωποκεντρικά, στοχαστικά, όπου σε πολλές περιπτώσεις ο συναισθηματισμός παρασύρει τον αναγνώστη, στην απόλαυση του κειμένου, που ξετυλίγεται με το γνώριμο (από τις παλαιότερες – στο σύνολό τους εξαιρετικές – δουλειές)λιτό ύφος του συγγραφέα. Η δυστοπία φαίνεται ότι ταιριάζει στον Μ. Μακρόπουλο και οι «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον», το επιβεβαιώνουν.
 
Βαθμολογία 81 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home