Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 17, 2023 | Permalink
Όταν η δύναμη της Λογοτεχνίας σε ξεβολεύει ("Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς")
Η
έννοια της Ιστορίας και πως τοποθετείται ο άνθρωπος μέσα στο ιστορικό
γίγνεσθαι, είναι στοιχεία που εμφανίζονται πολύ συχνά στη παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο σπουδαίος Σέρβος συγγραφέας Danilo Kis (Subotica 1935 – Παρίσι 1989), στην (πολύ σημαντική)
βιβλιογραφία του, τοποθετεί την Ιστορία μαζί με τον Άνθρωπο σε πρώτο πλάνο, για
να επισημάνει την σχετικότητα στην ερμηνεία της πρώτης και σε συνδυασμό με την
μυθοπλασία, να σχολιάσει την αυταρχικότητα της εξουσίας αλλά και το τι είναι
αλήθεια και τι όχι.
Το
«ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΡΙΣ ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ»
(«Grobnica za Borisa Davidovica»), ένα από τα πιο
γνωστά και από τα πιο εμβληματικά λογοτεχνικά έργα του Ντανίλο Κις, επανεκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά στα ελληνικά, από τις
εκδόσεις Καστανιώτη, σε νέα
μετάφραση (από τα Σερβοκροατικά) του Χ.
Γκουβή (σελ.174) και συνοδεύεται από ένα ωραίο επίμετρο του Γιόζεφ Μπρόντσκι (σε μετάφρ. Σ.Γεωργάκη).
Το
βιβλίο του Κις είναι μια συλλογή
διηγημάτων. Επτά (7) για την ακρίβεια, ενώ έχει ως υπότιτλο «Επτά κεφάλαια μιας κοινής ιστορίας»,
όπου οι ιστορίες/διηγήματα, προσπαθούν να περιγράψουν αληθινές καταστάσεις μέσα
από ένα μυθοπλαστικό δρόμο. Οι ιστορίες που είναι ουσιαστικά ψευδοβιογραφίες,
μοιάζουν με αποσπάσματα από ιστορικές εγκυκλοπαίδειες ή βιογραφικά λεξικά, με
λεπτομέρειες από αληθινά ή αληθοφανή γεγονότα.
Ο
εκδοροσφαγέας Μίκσα στο «Μαχαίρι με λαβή
από ξύλο τριανταφυλλιάς», που δεν βρίσκει πουθενά δουλειά, συκοφαντημένος
και καταφρονεμένος, και που έχει μάθει να εκτελεί κάθε εργασία με χειρουργική
ακρίβεια, γίνεται εκτελεστικό όργανο του επαναστατικού κινήματος και οδηγείται
στον θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ ο Ιρλανδός επαναστάτης Βερσόιλ στο (έξοχο)
«Η γουρούνα που κατασπαράζει τα νεογνά της»,
που πολέμησε για τη Δημοκρατία στον Ισπανικό Εμφύλιο, ούτε που θα καταλάβει από
πού του ήρθε, γιατί τόλμησε να σχολιάσει τις Σοβιετικές παρεμβάσεις στην
Ισπανία, και συλλαμβάνεται, μεταφέρεται και ανακρίνεται με μια Καφκική
διαδικασία στη Σοβιετική Ένωση. Στα «Μηχανικά
λιοντάρια», το κομματικό στέλεχος δημοσιογράφος Τσελιούστνικοφ στο Κίεβο
του 1934, διοργανώνει μια ψευδο-θρησκευτική τελετή για έναν Γάλλο ριζοσπάστη
πολιτικό για να του δείξει ότι η εκκλησία δεν υφίσταται διώξεις στο Σταλινικό
καθεστώς, ενώ ο Ούγγρος γιατρός Τάουμπε, στο «Μαγικό κυκλογύρισμα των χαρτιών», θα δολοφονηθεί πολλά χρόνια μετά
την αποφυλάκισή του από ένα γκουλάγκ, χωρίς κανείς να γνωρίζει την (τελείως
παράλογη τελικά) αιτία της δολοφονίας του.
Στο
ομώνυμο διήγημα «Ένας τάφος για τον
Μπόρις Νταβίντοβιτς», ο Μπόρις Νταβίντοβιτς ή πιο γνωστός ως Μπ.Ντ.Νόβσκι,
είναι ένας άνθρωπος «για όλες τις εποχές», που φέρεται να εμφανίζεται σε
διαφορετικά μέρη, σε διαφορετικές χρονιές, συμμετέχοντας σε σημαντικά γεγονότα
του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Νόβσκι είναι ένα
σημαντικό κομματικό στέλεχος, που τη μια βρίσκεται στο Λονδίνο ως εκπρόσωπος
του Σοβιετικού κράτους και την άλλη να υπηρετεί στο Καζακστάν, όπου και
συνελήφθη το 1930 με μια χλωμή κατηγορία περί κατασκοπείας. Το υψηλό κομματικό
του προφίλ και οι διεθνείς διασυνδέσεις του, «απαιτούν» μια πλήρη ομολογία,
οπότε η ανάκριση είναι επίπονη και μακροχρόνια, με τον ανακριτή Φεϊντούκιν, να
θεωρεί την ομολογία του «αντεπαναστάτη» ως στόχο ζωής. Η κατάληξη της ανάκρισης,
όπως και ο χαμός του Νόβσκι θα είναι ανάλογος ενός εκπληκτικού περιπετειώδους
μυθιστορήματος. Η (υπέροχη) ιστορία που ακολουθεί, «Για τα σκυλιά και τα βιβλία», είναι η μόνη που εκτυλίσσεται σε
διαφορετικό χρονικό πλαίσιο από τις υπόλοιπες, στα χρόνια της Ιερής Εξέτασης,
τον 14ο αιώνα, με τον πρωταγωνιστή της, τον Μπαρούχ Ντάβιντ Νόιμαν,
να προσπαθεί να διαφύγει από τις διώξεις κατά των Εβραίων, αλλαξοπιστώντας κάνα
δυο φορές, και βασανιζόμενο από τις απάνθρωπες ανακριτικές μεθόδους. Η ιστορία
του Νόιμαν και του Μπόρις Νταβίντοβιτς κινούνται παράλληλα, υπογραμμίζοντας την
αυταρχικότητα της εξουσίας άσχετα με τον μανδύα που παρουσιάζεται, σύμφωνα με
την Μπορχεσική έννοια της κυκλικής αντίληψης του χρόνου, όπως αναφέρει ο
Ντανίλο Κις στον επίλογο του διηγήματος.
«Ο κόσμος κατά
καιρούς καταστρέφεται από τη φλόγα που του ‘δωσε ζωή και μετά ξαναγεννιέται για
να ξαναζήσει την ίδια ιστορία. Ξανασμίγουν τα διάφορα μόρια, ξαναδίνουν στην
πέτρα καινούργιο σχήμα, όπως και στα δέντρα και στους ανθρώπους, ακόμα και στις
αρετές και στις μέρες, αφού για τους Έλληνες δεν υπάρχει όνομα χωρίς ουσία.
Ξανά κάθε σπαθί και κάθε ήρωας, και ξανά κάθε άγρυπνη, μονότονη νύχτα.» (Χ.Λ.Μπόρχες)
Το
βιβλίο κλείνει με την (άκρως συμβολική) ιστορία «Μια σύντομη βιογραφία του Α.Α. Νταρμολάτοφ (1892-1968)», όπου ο
ποιητής Νταρμολάτοφ, απολαμβάνει την προστασία του Σταλινικού καθεστώτος, αλλά
γνωρίζει καλά, ότι όλα κρίνονται από το παραμικρό γεγονός, και φοβάται πως
καθένας που συναντάει είναι κι ένας εν δυνάμει χαφιές. Τα ψυχολογικά προβλήματα
που του προκαλεί αυτή η ανασφάλεια θα εκδηλωθούν και στο σώμα του με απρόβλεπτα
αποτελέσματα.
Είναι
μοναδική η ικανότητα του Ντανίλο Κις
να ξεδιπλώνει τις ζωές των ηρώων του, με τέτοια οικονομία λόγου, τόση
λεπτομέρεια και τόσο δυναμισμό μέσα σε ελάχιστες σελίδες που καταλαμβάνει το
κάθε διήγημα. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ, περιγράφοντας από
απόσταση γεγονότα γεμάτα βία και απανθρωπιά, σκληρότητα και φρίκη. Το μοτίβο
των διηγημάτων είναι κοινό: Η (κάθε) επανάσταση τρώει τα παιδιά της στο τέλος. Άσχετα
με τη δράση των ηρώων των ιστοριών που περιγράφονται στο βιβλίο, πόσο λίγο ή
πόσο πολύ ενεπλάκησαν με την επανάσταση, με τον αγώνα των Κομμουνιστών για
επικράτηση, κάποια λάθη ή παραβλέψεις μεγεθύνονται, κάποιες κινήσεις δεν είναι
πλέον αρεστές και οι πρωταγωνιστές τους φυλακίζονται, βασανίζονται ή πιέζονται
αφόρητα για μια ομολογία και είτε εκτελούνται, είτε ταλαιπωρούνται μακροχρόνια.
Το
χρονικό πλαίσιο των διηγημάτων, αφορά την περίοδο του Μεσοπολέμου, κυρίως την
δεκαετία του ’30, τις Σταλινικές δίκες, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (τα περίφημα
«γκουλάγκ»), την εύθραυστη κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη. Οι άνθρωποι που
πρωταγωνιστούν στις ιστορίες είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άμεσα
εμπλεκόμενοι στις επαναστατικές διαδικασίες, είναι άνθρωποι της δράσης οι
περισσότεροι, κάποιοι βίαιοι, κάποιοι όχι, κάποιοι ιδεολόγοι, κάποιοι όχι, αλλά
όλους τους περιμένει μια κοινή μοίρα, αυτή της σύλληψης, της ανάκρισης, της εκτέλεσης
ή της μακροχρόνιας φυλάκισης σε κάποιον παγωμένο τόπο. Οι ιστορίες τους, δεν θα
μπουν στα επίσημα βιβλία της Ιστορίας,
αφορούν ανθρώπους μιας συγκεκριμένης εποχής που όπως εμφανίστηκαν, με
τον ίδιο τρόπο εξαφανίστηκαν. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κις επικεντρώνοντας σε αυτούς τους ανώνυμους πρωταγωνιστές και
δημιουργώντας ψευδοβιογραφίες, περιγράφει μια τρομακτική και εφιαλτική
κατάσταση που σοκάρει περισσότερο από την παράθεση στατιστικών ή την ανάγνωση
ξερών και απρόσωπων ιστορικών γεγονότων.
«… Λένε πως η αστυνομία, μετά την απόπειρα δολοφονίας του κυβερνήτη Φον Λάουνιτς, τον θεωρούσε νεκρό: τρεις μάρτυρες βεβαίωναν πως το κεφάλι που ήταν εκτεθειμένο σε γυάλινο δοχείο με αλκοόλη ανήκε στον Ζεμλιάνικοφ (έπρεπε ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση ο δαιμόνιος Άζεφ για να διαπιστωθεί ότι το κεφάλι που ήταν στο καθαρό οινόπνευμα, και κάπως ζαρωμένο, δεν ταίριαζε με το «ασσυριακό κρανίο» του Ζεμλιάνικοφ). Το’ χε σκάσει δύο φορές από τη φυλακή και μια φορά από το κάτεργο. Την πρώτη φορά, με τη βοήθεια των συντρόφων του τρύπησε τον τοίχο του κελιού του, ενώ τη δεύτερη εξαφανίστηκε από τα δημόσια λουτρά με τη στολή του συνοδού του όταν εκείνος έκανε μπάνιο και βγαίνοντας έμεινε γυμνός. Μετά την τελευταία φυλάκισή του κατάφερε ν’ αποδράσει: ντυμένος με ρούχα σαν αυτά που φορούν οι περιοδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι, κρύφτηκε σ’ ένα μεγάλο εβραϊκό κάρο κι ακολουθώντας τον δρόμο που ήταν γνωστός ως δρόμος των λαθρέμπορων Βιλκομίρσκι έφτασε στα σύνορα. Από τότε ζούσε με ψεύτικο διαβατήριο και με τ’ όνομα Μ.Β.Ζεμλιάνικοφ, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Μπόρις Νταβίντοβιτς Μέλαμουντ ή Μπ. Ντ. Νόβσκι.» («Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς»)
Στα
διηγήματά του, ο Κις κινούμενος στα
όρια μεταξύ Ιστορίας και Μυθοπλασίας, χρησιμοποιεί αντικειμενικά στοιχεία – τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, κάποια ιστορικά γεγονότα -, για να τονίσει τι συνιστά μια αυταρχική
εξουσία, τα κατασκευασμένα γεγονότα, τα ψέματα, την λογοκρισία, τις ανακριτικές
μεθόδους. Βαδίζοντας στα ίχνη του Χόρχε
Λουίς Μπόρχες, κατασκευάζει τη δική του «Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας» (κατηγορούμενος για αντιγραφή),
επισημαίνοντας διαρκώς στις ιστορίες του, ότι η πραγματική «ατιμία» και το «Κακό» στις γενικότερες μορφές τους,
είναι ουσιαστικά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στη Σοβιετική τους μορφή
μετατρέπονται σε κολαστήρια, σοκάροντας περισσότερο από αυτά των Ναζί, καθώς
προέρχονται από ιδεολογίες που θεωρούνται «προοδευτικές» και «ανθρωπιστικές» σε
αντίθεση με αυτά των Ναζί που έρχονται ως φυσική συνέπεια του ιδεολογικού τους προσανατολισμού.
Η
σχετικότητα της αλήθειας και η δυναμική της μεγάλης λογοτεχνικής αφήγησης, που
σε ξεβολεύει και σε ταράζει, βρίσκονται στο προσκήνιο του θαυμάσιου βιβλίου, «ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΡΙΣ ΝΤΑΒΙΝΤΟΒΙΤΣ».
Διηγήματα συγκλονιστικά, που δεν κρύβουν τις επιρροές τους – ο Μπόρχες, ο Σολζενίτσιν με το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», ο Άρθουρ Καίσλερ με
το «Μηδέν και το Άπειρο» (οι σελίδες
με την ανάκριση στην ιστορία του Μπόρις Νταβίντοβιτς, έρχονται κατευθείαν από
αυτό το βιβλίο) -, αλλά με το εξαιρετικό ύφος του μεγάλου Ντανίλο Κις, ενός συγγραφέα που μεγαλώνοντας στα όρια μεταξύ
Γιουγκοσλαβίας και παλιάς Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας συνοψίζει το δράμα της Κεντρικής
Ευρώπης με άψογο υπαινικτικό ύφος και σαγηνευτικό λόγο σε ένα βιβλίο ισάξιο με
την «Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών» του
ίδιου.
Βαθμολογία 85 / 100
«… Λένε πως η αστυνομία, μετά την απόπειρα δολοφονίας του κυβερνήτη Φον Λάουνιτς, τον θεωρούσε νεκρό: τρεις μάρτυρες βεβαίωναν πως το κεφάλι που ήταν εκτεθειμένο σε γυάλινο δοχείο με αλκοόλη ανήκε στον Ζεμλιάνικοφ (έπρεπε ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση ο δαιμόνιος Άζεφ για να διαπιστωθεί ότι το κεφάλι που ήταν στο καθαρό οινόπνευμα, και κάπως ζαρωμένο, δεν ταίριαζε με το «ασσυριακό κρανίο» του Ζεμλιάνικοφ). Το’ χε σκάσει δύο φορές από τη φυλακή και μια φορά από το κάτεργο. Την πρώτη φορά, με τη βοήθεια των συντρόφων του τρύπησε τον τοίχο του κελιού του, ενώ τη δεύτερη εξαφανίστηκε από τα δημόσια λουτρά με τη στολή του συνοδού του όταν εκείνος έκανε μπάνιο και βγαίνοντας έμεινε γυμνός. Μετά την τελευταία φυλάκισή του κατάφερε ν’ αποδράσει: ντυμένος με ρούχα σαν αυτά που φορούν οι περιοδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι, κρύφτηκε σ’ ένα μεγάλο εβραϊκό κάρο κι ακολουθώντας τον δρόμο που ήταν γνωστός ως δρόμος των λαθρέμπορων Βιλκομίρσκι έφτασε στα σύνορα. Από τότε ζούσε με ψεύτικο διαβατήριο και με τ’ όνομα Μ.Β.Ζεμλιάνικοφ, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Μπόρις Νταβίντοβιτς Μέλαμουντ ή Μπ. Ντ. Νόβσκι.» («Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς»)
Δημοσίευση σχολίου