«Στην Αθήνα υπάρχουν διάσπαρτα φαντάσματα που κοιτούν
τρομαγμένα. Από πού προέρχονται αυτά τα ακίνητα βλέμματα; Από πού ήρθαν; Γιατί
συνάχθηκαν στην πόλη; Ήταν ποτέ, σε άλλη εποχή, τόσο επίπονα αναγκαίο να
ψάχνεις για ανακουφιστικές ρωγμές στην αδιάλειπτη πραγματικότητα; Γιατί τώρα
μια τέτοια φασματολογία;
Η περιπλάνηση σιωπηλών ανθρώπων στους δρόμους και μέσα στα
κτήρια και στους σταθμούς, η παρουσία και η επιτήρηση δεν αφήνουν σημάδια στην
επιφάνεια της ζωής. Το μόνο που μένει είναι ή όψη των ανέκφραστων προσώπων.»
Ένα «χρονικό» για μια υδροκέφαλη και «κατεστραμμένη» πόλη,
την Αθήνα. Ο πολύ καλός συγγραφέας, Χρήστος Χρυσόπουλος (Αθήνα, 1968), στο
καινούριο του βιβλίο με τίτλο «ΦΑΚΟΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.128),
περιπλανάται στους σκοτεινούς δρόμους του κέντρου της πόλης, μιας πόλης
απρόσωπης και σκοτεινής, παρακμάζουσας και θλιμμένης. Το κέντρο της Αθήνας,
εγκαταλειμμένο από τον κόσμο που δεν μένει πια εκεί, διωγμένος από διάφορες
περιστάσεις, συνωστίζεται στα προάστεια. Ο Χρυσόπουλος στο πολύ ενδιαφέρον του
κείμενο, αναρωτιέται και προβληματίζεται, σχολιάζει και καταγράφει με το
γνώριμο (τα τελευταία χρόνια) ύφος του που κινείται μεταξύ φιλοσοφικού δοκιμίου
και μυθοπλασίας.
Ο συγγραφέας είναι ένας «flaneur», ένας περιηγητής του αστικού τοπίου. Περπατάει στην αρχή
αμήχανα, και σιγά-σιγά ξεθαρρεύει. Πιάνει κουβέντα με έναν άστεγο, έναν από
τους εκατοντάδες που κοιμούνται στις εισόδους των κτιρίων, στα παγκάκια. Η
άποψη του είναι καθαρά υποκειμενική, υπάρχει μια πόλη, μια Αθήνα στην
προκειμένη περίπτωση για τον καθένα μας. Ανάλογα με το πώς την βλέπουμε, με την
ματιά που της ρίχνουμε καθορίζεται και η στάση μας απέναντί της.
«…εκείνο που διακυβεύεται είναι η καθολική σχιζοφρενική
σχέση της πόλης με τους κατοίκους δημιουργούς της: «η Αθήνα είναι μια άσχημη
πόλη», «ζούμε σε μια άσχημη πόλη», «η ζωή εδώ είναι άσχημη». Ας μη γελιόμαστε
όμως, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μας έχει προειδοποιήσει ήδη από χρόνια: η απαρέσκεια
δεν είναι παρά μια μορφή φοβίας απέναντι στην οποία αμυνόμαστε.»
Οι συνομιλίες του με τον άστεγο, τον βοηθούν να κατανοήσει
την σχετικότητα των πραγμάτων και τις αλλαγές που μπορούν να έρθουν στις ζωές
όλων μας από τη μια μέρα στην άλλη. Ο άστεγος του Χρυσόπουλου έχει αφεθεί στην
μοίρα του, χάνοντας τη δουλειά του, ήταν ένας «κανονικός άνθρωπος» που
περιθωριοποιήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Ο συγγραφέας (και κατά προέκταση ο
αναγνώστης), δεν γίνεται σοφότερος, ούτε μαθαίνει από τον διάλογο κάτι που δεν
ξέρει, αλλά και μόνο η απλή και ουδέτερη κουβέντα χωρίς συναισθηματισμό
σοκάρει.
Σκέψεις και στοχασμοί του περιπατητή, μια διάχυτη μελαγχολία
καθώς ο συγγραφέας-διαβάτης κινείται με την «επιδίωξη να γίνω αόρατος, να περνώ
απαρατήρητος σαν ένα αερικό». Σκέφτεται ότι στην «πόλη κυκλοφορούν πλέον
φαντάσματα», και αναρωτιέται συνεχώς τι σημαίνει να περπατάς σε μια τέτοια
Αθήνα, σε μια τέτοια πόλη, που «αλλάζει διαρκώς και ανεπαίσθητα».
«Η πόλη αλλάζει με αδιόρατο ρυθμό. Η εγκατάλειψη
μεταμορφώνει τους δρόμους σε λωρίδες ερήμωσης. Οι γειτονιές σταδιακά
ασφυκτιούν. Περιστοιχιζόμαστε από τους κλειστούς, εγκαταλειμμένους, άδειους
χώρους που αφήνουν πίσω τους οι χρεωκοπημένες επιχειρήσεις. Τα άδεια μαγαζιά
παραμένουν σκοτεινά, και τη νύχτα τα πεζοδρόμια θυμίζουν σκοτεινούς διαδρόμους.
Περπατώ κάθε μέρα μια συκεκριμένη διαδρομή. Η τελική ευθεία
για τον προορισμό μου έχει μήκος δέκα πολεοδομικά τετράγωνα. 10 Δεκεμβρίου
2011. Μετρώ και πάλι κατά μήκος της τριάντα έξι κλειστά μαγαζιά. Αδειανές
κοιλότητες που κάποτε φιλοξενούσαν κάποιου είδους ζωή.»
Το ωραιότατο κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες (οι περισσότερες
από την κάμερα του συγγραφέα, εκτός από μερικές), ενώ ο εξαιρετικός επίλογος,
όπου ο Χρυσόπουλος (φανατικός δρομέας μεγάλων αποστάσεων) συγκρίνει την
συγγραφή με τον μαραθώνιο, ενώ εξηγεί και την διαδικασία συγγραφής του κειμένου
επεξηγεί αρκετές από τις απορίες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της
ανάγνωσης του χρονικού.
Ένα πολύ ωραίο σύντομο στοχαστικό βιβλίο που προτρέπει τον
αναγνώστη σε προβληματισμούς και σκέψεις γύρω από αυτό το «αχαρτογράφητο χάος»
της μεγαλούπολης (τυχαία είναι η Αθήνα, αλλά θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε
μεγαλούπολη της παρακμής). Ο Χρυσόπουλος με γερό και επαρκές λογοτεχνικό και
φιλοσοφικό υπόβαθρο (είναι ένας από τους πλέον επαρκείς αναγνώστες-συγγραφείς)
καταγράφει τον παλμό της πόλης και παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια δημιουργική
περιπλάνηση στους δρόμους της.
«Η πόλη μας θα μπορούσε να περιγραφεί με μεγάλη σαφήνεια σε
σχέση με την επιθυμία μας γι’αυτήν. Δεν είναι παρά μια ετεροτοπία. Με άλλα
λόγια, μια «πραγματωμένη ουτοπία» (ή δυστοπία – ανάλογα με την περίσταση).
Είναι αυτό το πλαίσιο ζωής, εδώ στην Αθήνα, που αποδέχεται, αναπαριστά,
αντιπαρατίθεται και διαστρέφει την ίδια την πόλη, τα ιστορικά της στρώματα, το
συμβολικό τους περιεχόμενο και τις σχέσεις μας με αυτά.»
Υπό μία έννοια συγγενής με τον «Φακό στο στόμα» είναι η
νουβέλα του συγγραφέα (και εξαιρετικού «Αθηναιογράφου») Δημήτρη Φύσσα (Αθήνα,
1956), με τίτλο «ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ» , (Εκδ. Εστία, σελ.175), μόνο
που εδώ υπάρχει μυθοπλασία και έντονο βιβλιοφιλικό περίβλημα, άσχετα αν στο
τέλος το στοιχείο που κερδίζει τον αναγνώστη, δεν είναι οι (σε ρυθμό πολυβόλου)
διακειμενικές αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, ούτε το (μάλλον αποτυχημένο)
«σασπένς» της ιστορίας, αλλά η ανακάλυψη από την ηρωίδα της βιβλιοφιλικής
Αθήνας, αυτής των πολύ ζωντανών βιβλιοπωλείων, όπου τα Σάββατα μπορείς να δεις
αρκετό κόσμο να ψάχνει για τις καινούριες (και όχι μόνο) εκδόσεις, η ανακάλυψη
της γοητείας στα βλέμματα της «συνενοχής» μεταξύ των αναγνωστών στο τρένο για
την Κηφισιά, οι στιγμές της συνειδητοποίησης της απόλυτης μοναξιάς του
βιβλιόφιλου.
Η ιστορία απλή αλλά γοητευτική: Μια νεαρή κοπέλα, η Βάλια
εργαζόμενη σε διαφημιστική εταιρία για τρεις κι εξήντα, προσλαμβάνεται από μια
μεσήλικα εύπορη κυρία - την Λόρα Μπραΐμη, η οποία είναι τυφλή μετά από ένα
τραγικό ατύχημα στο Λονδίνο - , ως αναγνώστρια λογοτεχνίας τις απογευματινές
ώρες. Οι οδηγίες είναι σαφείς και δεν πρέπει να παραβιάζονται ποτέ. Η Βάλια
πρέπει να φτάνει με το τρένο στην Κηφισιά, και από εκεί την περιμένει ένας
οδηγός - ο γηραιός Σκωτσέζος «γενικών καθηκόντων» Ρόμπερτ – ο οποίος την οδηγεί
σε μια πολυτελή βίλλα στην Πολιτεία και από εκεί στο σαλόνι, όπου διαβάζει για
λίγες ώρες κάποιο προεπιλεγμένο λογοτεχνικό κείμενο στην κα Μπραΐμη και μετά
την επιστρέφει στον σταθμό. Η Βάλια γοητεύεται από την ατμόσφαιρα του σπιτιού,
αναπτύσσει καλή χημεία με την εργοδότρια της, οπότε μετατρέπει την μερική
απασχόλησή της σε πλήρη, περνώντας πολλές ώρες στην βίλλα της Πολιτείας,
συντρώγοντας το μεσημέρι με όλο το προσωπικό και μετέχοντας στις λογοτεχνικές
και όχι μόνο συζητήσεις την ώρα του φαγητού.
Η Βάλια από εκεί που ήταν ένα πλάσμα απαίδευτο και χαμηλού
γούστου, έλκεται από τις αναγνώσεις, και με την βοήθεια της κας Μπραΐμη αλλά
και της μαγείρισας (η οποία έχει πολυετή φιλία με την τυφλή κυρία), που είναι
μια διανοούμενη και φανατική της λογοτεχνίας, αρχίζει να εισέρχεται στον
«μαγικό κόσμο» του βιβλίου. Η ζωή της αλλάζει, τα γούστα της αλλάζουν, αγοράζει
και μόνη της βιβλία, που γίνονται με τον χρόνο το πάθος της. Η στενή όμως σχέση
που έχει αναπτύξει με την εργοδότρια της, φτάνει μέχρι ενός σημείου. Δεν μπορεί
να καταλάβει γιατί δεν πρέπει να πηγαίνει στην βίλλα τα Σαββατοκύριακα και ούτε
να διανοείται να ενοχλήσει κανέναν. Η περιέργειά της την ωθεί να ψάξει και να
διακινδυνεύσει την θέση της εκεί μέσα, αλλά ένα τυχαίο γεγονός της αποκαλύπτει
ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος απασχολείται κι αυτός ως αναγνώστης, κατά την
διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Η αποκάλυψη του μυστηρίου θα αλλάξει τα δεδομένα,
θα ανατρέψει την σχέση των δύο γυναικών, και η ζωή της Βάλιας θα αναποδογυρίσει
ξανά, μόνο που η νεαρή δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος που ήταν ένα χρόνο πριν.
Η νουβέλα του Φύσσα, είναι ενδιαφέρουσα και με πολλά θετικά
στοιχεία, ενώ τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα που «συμμετέχουν» στην ιστορία
(και τα αποσπάσματα τους) είναι όλα θαυμάσια και αποτελούν έξοχες επιλογές.
Πέραν του έντονου στοιχείου της βιβλιοφιλίας, της καλής
αρχικής ιδέας και της γλαφυρής και ωραίας γλώσσας, το πλέον αξιοσημείωτο
στοιχείο του βιβλίου είναι η δημιουργική χρήση της εμπλοκής του αφηγητή στα
δρώμενα όχι μόνο σχολιάζοντας αλλά εμπλεκόμενος ενεργά στην ροή της (χαλαρής
έτσι κι αλλιώς) μυθοπλασίας, μιλώντας γενικώς περί λογοτεχνίας, ποιότητας
συγγραφέων και ποιητών, συγκρίνοντας την λογοτεχνία με την διαφήμιση και τις
δημόσιες σχέσεις.
Η ιδέα αυτή που στην αρχή λειτουργεί με τρόπο ευρηματικό,
αποτελεί καθώς εξελίσσεται η νουβέλα, το αδύνατό της σημείο, διότι ο λόγος του
αφηγητή, γίνεται αφόρητα διδακτικός και καθοδηγητικός. Ουσιαστικά από ένα
σημείο και μετά διαβάζουμε ένα «μάθημα» λογοτεχνίας (της «σωστής λογοτεχνίας»)
ιδανικό για νεαρά παιδιά που προσπαθούμε να εισάγουμε στην γοητεία της
ανάγνωσης βιβλίων.
Η αδαής και άχρωμη Βάλια μετατρέπεται σε ελάχιστο χρονικό
διάστημα, ακούραστη βιβλιομανής και βιβλιόφιλη, καταβροχθίζοντας σε χρόνο dt, την παγκόσμια λογοτεχνία,
περνώντας μέσα σε μερικούς μήνες στην ανάγνωση δύσκολονότων κειμένων και
αποκτώντας κρίση. Η πολυσχιδής μαγείρισα και η κα Μπραΐμη αποδεικνύονται παντογνώστες της
λογοτεχνίας, ενώ οι συζητήσεις μεταξύ των δυό τους και της νεαράς μετατρέπουν
το σαλόνι του πλουσιόσπιτου σε λογοτεχνικό σαλόνι του Παρισιού κατά τη διάρκεια
του Μεσοπολέμου. Τα παιγνιώδη σχόλια του συγγραφέα/αφηγητή για την «ροζ
λογοτεχνία», η παράθεση των (εν πολλοίς) ενδιαφερόντων σχολίων του για την φύση
της λογοτεχνίας, την σχέση της με τον «αληθινό κόσμο», είναι μια χαρά και αρκετά
διασκεδαστικά αλλά κουράζουν γρήγορα και το εύρημα εξαντλείται.
Φανερά επηρεασμένο από το άκρως γοητευτικό αλλά και με
μυθοπλαστικά προβλήματα μυθιστόρημα της L. Cosse «Για το καλό μυθιστόρημα», το βιβλίο του Φύσσα είναι μια
ωραία εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο της καλής λογοτεχνίας που αξίζει να το
διαβάσουν νεαρά παιδιά, μαθητές που ενδιαφέρονται για την ανάγνωση βιβλίων ή
νεαροί φοιτητές. Φτάνει να μην ακολουθήσουν το παράδειγμα της ηρωίδας, η οποία
μετά από έναν (1) χρόνο εισαγωγής στην λογοτεχνία (και αφού έχει μυηθεί για τα
καλά στην μαγεία της) ψάχνει για «εργαστήρια δημιουργικής γραφής» να
διοχετεύσει τις ανησυχίες της…