Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014 | Permalink
Η ανάμνηση του μαχαιριού
Αυθεντικό
polar (αστυνομικό μυθιστόρημα με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία),
είναι το υπέροχο "ΜΑΠΟΥΤΣΕ" ("Mapuche"), του Γάλλου
συγγραφέα Caryl Ferey (Καέν, 1967), (Εκδ.
Άγρα, μετάφρ. Α.Μακάρωφ, σελ.475), μια συναρπαστική ιστορία με γρήγορο
(κινηματογραφικό) ρυθμό, πολλές
προεκτάσεις αλλά και με πολλή (και αρκετές φορές μάλλον αναίτια) βία, σκληρές
(έως απάνθρωπες) σκηνές και αίμα (πολύ αίμα...).
Η
ιστορία εκτυλίσσεται στην Αργεντινή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ξεκινάει
απλά και μπερδεύεται πολύ στη συνέχεια, αν και όσο περνάνε οι σελίδες του
βιβλίου γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα καθηλώνοντας τον αναγνώστη.
Οι
δύο ήρωες, είναι, από τη μια, η Ζανά, μια ινδιάνα της φυλής των Μαπούτσε που
ξεκληρίστηκαν από τη γη τους με βίαιο τρόπο και η οποία έχει έρθει στο Μπουένος
Άιρες για να σπουδάσει γλύπτρια. Για να επιβιώσει από την καταστροφική
οικονομική κρίση των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας αναγκάστηκε να κάνει
πεζοδρόμιο, να ζει επικίνδυνα. Οπλισμένη με το ένστικτο αυτοσυντήρησης και
επιβίωσης της φυλής της, τα κατάφερε και έχει αφοσιωθεί στα δυστοπικά γλυπτά
της.
Από
την άλλη, είναι ο Ρουμπέν που είναι ιδιωτικός ερευνητής, ο οποίος έχει θέσει
τις υπηρεσίες του στη διάθεση των "Γιαγιάδων της Πλατείας του Μάη", (που
ήταν η συνέχεια των διάσημων «Μητέρων της Πλατείας του Μάη» που έψαχναν τους εξαφανισμένους
της Αργεντίνικης Χούντας), την οργάνωση που ψάχνει για το που πήγαν τα παιδιά
των συλληφθέντων και εξαφανισθέντων κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας του
Βιντέλα στη δεκαετία του '70 στην Αργεντινή.
Δύο
άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα κοινό και η καθημερινότητά τους είναι τελείως
διαφορετική όπως και το παρελθόν τους άλλωστε. Ή έχουν; Η Ζανά και η οικογένειά
της έχει πέσει θύμα της κρατικής βίας στο παρελθόν όταν παιδί ακόμα, είδε τους
κρατικούς λειτουργούς να εξαφανίζουν το χωριό της για να μπορέσει η προγονική
γη των Μαπούτσε στην πάμπα, να εξαφανιστεί και να αποτελέσει αντικείμενο
οικονομικής εκμετάλλευσης. Ο Ρουμπέν έχει δει τον πατέρα του, τον Ντανιέλ,
διάσημο ποιητή να αυτοκτονεί χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο του κελιού του,
όταν του παρουσίασαν το κομμένο κεφάλι της Έλσα, της μικρής του κόρης (και
αδερφής του Ρουμπέν) στο πιάτο...Ο Ρουμπέν φυλακισμένος κι αυτός, αφέθηκε
ελεύθερος αλλά από τότε ζει σαν "ένας άνθρωπος μισός", χωρίς
αισθήματα και χωρίς ενδιαφέρον για τη ζωή.
"Το
μουγκρητό των φορτηγών σκαρφάλωνε απ'το ανοιχτό μπαλκόνι στο δωμάτιο. Ο Ρουμπέν
μύρισε το φόρεμα που κρατούσε στα χέρια, το αγαπημένο του, το κόκκινο-πορτοκαλί
με το μαύρο γιακαδάκι: το μύρισε βαθιά. Η μυρωδιά είχε εξανεμιστεί εδώ και πάρα
πολύ καιρό· κι όμως την ένιωθε κατά βούληση.
"Αγνοούμενος
είναι κάποιος που δεν είναι εδώ και στον οποίο μιλάς"...
Επιστρέφοντας
από τον αυτοεξορισμό του στην επαρχία, ο Ρουμπέν είχε βρεί τα ρούχα της Έλσα
στη θέση τους, επιμελώς διπλωμένα μέσα στη ντουλάπα του παιδικού δωματίου της.
Η μητέρα τους δεν το είχε αγγίξει. Δεν θα άγγιζε κανένα αντικείμενο, στυλό ή
ζευγάρι παπούτσια, μέχρι ο σύζυγος και η κόρη τους να ¨επανεμφανίζονταν στη
ζωή", το σλόγκαν των Μητέρων της Πλατείας του Μάη. Όμως ούτε ο Ντανιέλ
ούτε και η Έλσα επέστρεψαν. Δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Όπως χιλιάδες άλλοι, θα
παρέμεναν εσαεί φαντάσματα. Τελικά, με το πέρασμα των χρόνων, ο Ρουμπέν είχε
προτείνει στη μητέρα του να δώσει τα ρούχα της αδελφής του σε κάποιους που τα
είχαν ανάγκη - η πόλη ήταν γεμάτη απ'αυτούς και, έστω κι αν ως εκ θαύματος
επέστρεφε μια μέρα η Έλσα, τα ρούχα της δεν θα της έκαναν πλέον, έτσι δεν
είναι; Η Έλενα πείστηκε, μην αντέχοντας να αντισταθεί. Ίσως ήταν καλύτερα
έτσι...Όμως ο Ρουμπέν είπε ψέμματα στη μητέρα του. Δεν έδωσε τα ρούχα της
αδελφής του στους φτωχούς. Τα μετέφερε μέχρι το διαμέρισμα της οδού Περού ου
μόλις το είχε αγοράσει, ακριβώς απέναντι από το καταραμένο σταυροδρόμι του Σαν
Χουάν απ'όπου τους είχαν απαγάγει μια καλοκαιρινή μέρα του 1978. Είχε
τακτοποιήσει τα ρούχα της Έλσα στην ντουλάπα του δωματίου του, την απαγορευμένη
ντουλάπα, και πάντα τα φρόντιζε.
Όλα
τα φορέματα ήταν εκεί, διπλωμένα στην επάνω εταζέρα, το κόκκινο-πορτοκαλί που
του θύμιζε τις φακίδες της και τα άλλα, τα μακώ μπλουζάκια της, τα σορτς της. Ο
Ρουμπέν κοιμόταν με τα κατάλοιπα της αδελφής του, τα μικρά θλιβερά λείψανά της
και το σχολικό τετράδιο όπου είχε εγκλωβίσει τον εφιάλτη τους.
Λεία.
Ή
ψοφίμι.
Ο
Ρουμπέν άφησε το φόρεμα και έκλεισε τα μάτια ευχόμενος να μην τα ξανανοίξει
ποτέ.
-Μικρή
μου παπαρούνα..."
Αυτοί
οι δύο "λειψοί" άνθρωποι με τις ουλές τους, άλλες (πολύ) εμφανείς στο
σώμα τους, άλλες χαραγμένες βαθιά μέσα τους, συναντιούνται με την αφορμή
κάποιων φόνων στο Μπουένος Άιρες. Η Ζανά βρίσκει το πτώμα ενός φίλου της
τραβεστί κάπου στο λιμάνι κατακρεουργημένο, ο Ρουμπέν ψάχνει την φωτογράφο,
εξαφανισμένη κόρη ενός μεγιστάνα του πλούτου, που σύντομα διαπιστώνει ότι είναι
κι αυτή νεκρή. Τα δύο πτώματα όμως συνδέονται διότι το ψάξιμο των αιτίων που
οδήγησαν στο θάνατό τους, μας πάει πολύ πίσω, στους εξαφανισμένους της
χουντικής περιόδου και στα παιδιά αυτών που δόθηκαν συνήθως σε μεγαλοαστούς ή
ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.
Οι
φόνοι θα οδηγήσουν και σε άλλους φόνους, ενώ το ένα εύρημα θα φέρει κάτι άλλο
στην επιφάνεια. Καθώς οι δύο αταίριαστοι επιφανειακά άνθρωποι θα συνεργαστούν,
ο ιστός της αράχνης θα ξετυλιχθεί με πολύ κόπο και μέσα σ'αυτόν θα είναι
μπλεγμένοι, πρώην ασφαλίτες και στρατιωτικοί, μεγάλοι κατασκευαστές δημόσιων
και μη έργων, μεγιστάνες του Τύπου. Μάρτυρες εξαφανίζονται, τα πτώματα πάνε
σύννεφο, όπως και το πιστολίδι ενώ η δράση είναι καταιγιστική για να κορυφωθεί
στις τελευταίες σελίδες που εκτυλίσσονται κάπου στην οροσειρά των Άνδεων σε ένα
απόλυτα κινηματογραφικό φινάλε που κόβει την ανάσα.
Το
μυθιστόρημα του Φερέ (όπως και το προηγούμενό του το «ΖΟΥΛΟΥ» που είχε εκδοθεί
στη χώρα μας πριν μερικά χρόνια και είχε περάσει απαρατήρητο) είναι γεμάτο βία
και φόνους, βασανιστήρια και σκηνές που σοκάρουν – splatter κανονικό ενώ δεν θα
διαφωνήσω με όσους υποστηρίζουν ότι πολλές φορές η βία που γεμίζει τις σελίδες
του, φαντάζει άσκοπη και αναιτιολόγητη. Η σκιά του Ελρόϊ και των βιβλίων του
πέφτει βαριά πάνω από το στυλ του Γάλλου συγγραφέα, ενώ διαφαίνεται και η
επίδραση από τους Γάλλους πρωτεργάτες του polar (Manchette,
Raynal κλπ), το δε υλικό φαντάζει κάπως ανοικονόμητο και χαοτικό,
ο συγγραφέας όμως είναι μεγάλος μάστορας (αυτό φαίνεται με τη πρώτη ματιά) και
καταφέρνει να το συμμαζέψει προτού πλατιάσει.
Το
γεγονός όμως (και αυτό που ουσιαστικά μετράει), είναι ότι το «Μαπούτσε» είναι
πολύ παραπάνω από ένα απλό αστυνομικό και ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του
να μην είναι αυτές με την ξέφρενη δράση και το ανθρωποκυνηγητό ή την αναζήτηση
των ενόχων (που δεν παίζει και καμιά σημασία-άσε δε που κανείς δεν θυμάται τα
ονόματα τους), αλλά αυτές που περιγράφουν μια φρικτή πραγματικότητα και τις μαύρες
κηλίδες στην ιστορία της Αργεντινής.
Συνοψίζοντας,
το μυθιστόρημα του Φερέ έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα, η οποία σε βυθίζει μέσα στον
εφιάλτη που περιγράφει. Με συναρπαστική γλώσσα, δεν αφήνει τον αναγνώστη του να
πάρει ανάσα, καθώς η δράση κορυφώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Το κοινωνικό
σχόλιο είναι με ακρίβεια ενταγμένο στο σύνολο ώστε να μη στερεί ή να μην αφήνει
τη δράση να καταλαγιάσει ενώ το ερωτικό στοιχείο στη σχέση των δύο ηρώων
αποπνέει ρομαντισμό και φρεσκάδα. Εν ολίγοις ένα εξαιρετικό page-turner
θρίλερ που συγκινεί και συναρπάζει ενώ ταυτόχρονα εγείρει προβληματισμούς και
συζητήσεις. Δεν ξέρω αν είναι το ιδανικό ανάγνωσμα για χαλάρωση αλλά σίγουρα
δεν ενδείκνυται για νυχτερινές αναγνώσεις γιατί μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο
για πολλές ώρες.
Υ.Γ.
Θα ήταν χρήσιμο οι μεταφραστές (συνήθως ικανότατοι) όταν δεν κατέχουν το
ευγενές σπορ του ποδοσφαίρου να ρωτάνε κάποιον σχετικό, για να αποφεύγονται
χοντράδες του τύπου «Η Αργεντινή έπαιζε τελικό με τις Κάτω Χώρες» μεταφράζοντας
έτσι την Ολλανδία, η «η ομάδα των Μπόκα Τζούνιορς». Χτυπητά λάθη που χαλάνε την
γενικότερη καλή εικόνα και την μεγάλη προσπάθεια…