Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2014 | Permalink
Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα
Η
Βάσια Τζανακάρη μετά από 2 βιβλία έντονου πειραματισμού με τη γραφή και το
ύφος, επανέρχεται με το βιβλίο "Η ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΚΤΟΡΑ" (Εκδ.
Μεταίχμιο, σελ.186), μια συλλογή εξαιρετικών (στην πλειονότητά τους) διηγημάτων
που μπορεί να μη μοιάζουν το ένα με το άλλο, αλλά όλα ή σχεδόν όλα αποπνέουν
μια ζοφερή και αποπνικτική ατμόσφαιρα, ένα αίσθημα ασφυξίας όπου η βία
εναλάσσεται με την τρυφερότητα.
18
ιστορίες + 1 (η ομώνυμη της συλλογής, η οποία την ολοκληρώνει), με
οικογενειακές στιγμές, μοναχικές καταστάσεις, αδιέξοδα, ματαίωση ελπίδων και
ονείρων, υποδόρια αλλά και εμφανή βία, σκληρότητα αλλά και ανθρωπιά. Η
κοινωνικοοικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, δεν βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο
αλλά ενυπάρχει, αιωρείται στην ατμόσφαιρα και αποτυπώνεται στο κλίμα του
βιβλίου.
Μια
γιαγιά στο χωριό που κρύβει τις γκαζόζες για να τις πιούν οι επισκέπτες που
έρχονται σπάνια, μια κοπέλα που ονομάζεται Σπυριδούλα και όλοι της θυμίζουν την
ιστορία της «γνωστής «σιδερωμένης» συνονόματής της, ώσπου αποφασίζει να
αντιδράσει, μια μητέρα περνάει όλη της τη ζωή γεμίζοντας τάπερ, μια νεαρή
κοπέλα που περνάει μια νύχτα πάθους με έναν άντρα θεωρεί ότι οι πέντε αισθήσεις
της ποτέ δεν την προδίδουν και ότι βρήκε τον κατάλληλο άντρα γι'αυτήν, ένας
περιπτεράς τα βροντάει όλα κάτω για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει
ζωγράφος, ένα νεαρό κορίτσι μένει ανάπηρο από άγνωστη αιτία (αλλά και τελείως
μεταφυσική αιτία).
Μια
γυναίκα κόβει τα μαλλιά της σε ένδειξη πένθους, ένα κοριτσάκι πρέπει να
υπακούσει στον ρόλο του καλού παιδιού αντί να παίζει με τα συνομήλικά της, ένα
μυρμήγκι θέλει να το προσέξουν επιτέλους, ενώ ένας "ξένος" ενοχλεί
τους μικροαστούς κατοίκους μιας γειτονιάς και το πληρώνει αυτό.
Μια
ηθοποιός πεθαίνει μόνη κι έρημη σε ένα διαμέρισμα της Κυψέλης, ενώ ένα
κοριτσάκι χάνει το τυχερό λαχείο που κέρδισε και ένας συνταξιούχος
αποτραβηγμένος μακριά από τη μεγάλη πόλη, βρίσκει στην επαρχία τη κόλαση και
ένα ανάπηρο κοριτσάκι βουτάει από το μπαλκόνι για να πιάσει ένα μπαλόνι.
Ένας
γηραιός κύριος μαζεύει εμμονικά αποκόμματα εφημερίδων, μια γυναίκα λίγο προτού
την πάρει ο θάνατος βλέπει από μια ιδιόμορφη γωνία τη πολυκατοικία που
ζούσε, ένας άστεγος ζητιανεύει αντί
χρήμα λίγο χρόνο να του παραχωρήσουν και μια νεαρή κοπέλα όταν αποφασίζει να
αποδεχθεί τις αλλαγές στο σώμα της λόγω εγκυμοσύνης διαπιστώνει ότι έσπασαν τα
νερά και γεννάει.
Ιστορίες
ανθρώπων στη πόλη και στην επαρχία που βλέπει στο διάβα του ο κύριος Έκτορας
καθώς αποφασίζει να κάνει το βήμα και να βγεί έξω από το σπίτι του επιτέλους.
"Με
λένε Σπυριδούλα. Όταν ήμουν μικρή και συστηνόμουν, οι συγγένισσες λέγανε σαν τη
Σπυριδούλα που τη σιδέρωσαν. Όταν ήμουν πιο μεγάλη, οι φίλοι μου λέγανε σαν το
συγκρότημα από κείνη τη Σπυριδούλα που τη σιδέρωσαν το είχε πάρει τ'όνομά του.
Στην πραγματικότητα, με λέγανε Σπυριδούλα σαν τον παππού μου τον Σπύρο, που
ήθελε σώνει και ντε να ακούσει το όνομά του και, μιας και ήμουν το δεύτερο
κορίτσι και λεφτά δεν είχανε οι γονείς μου να παίζουν φρουτάκια μπας και βγεί
κάποτε αγόρι, με βαφτίσανε Σπυριδούλα. Σπυρι-δούλα. Μικρή φανταζόμουν ότι ήμουν
η δούλα ενός σπυριού, ενός πυώδους ολοστρόγγυλου βασιλιά που όταν εκνευριζόταν κι
έσκαγε απ'το κακό του όλη του η υποκίτρινη σιχασιά έπεφτε πάνω μου κι εγώ
πνιγόμουν σ'ένα αηδιαστικό ποτάμι. Μεγαλύτερη, άκουγα τις μανάδες να λένε στα
παιδιά τους "θα σε σιδερώσω σαν τη Σπυριδούλα" κι έβλεπα τα παιδιά να
με κοιτάνε με δέος. Η Σπυριδούλα ήταν ένα λαϊκό είδωλο, ένας θρύλος. Μάλιστα
μια φορά ένα μικρότερο παιδί με πλησίασε στη γειτονιά και με ρώτησε πως με
σιδέρωσαν. Εγώ τότε του είπα μια φρικτή ιστορία που μου κατέβηκε εκείνη την
ώρα, ότι η μητριά μου και ο πατριός μου με έδερναν και με κατηγορούσαν για
κλέφτρα και μια μέρα για να με τιμωρήσουν επειδή νόμιζαν πως είχα κλέψει λεφτά
με δέσανε στη σιδερώστρα και με σιδερώνανε δυο μέρες και δυο νύχτες. "Και
που είναι τα σημάδια" με ρώτησε το αχτένιστο πιτσιρίκι όλο πονηριά.
"Στην ψυχή μου" του είπα κι εκείνο το'βαλε στα πόδια. Αργότερα
ανακάλυψα ότι αυτή η ιστορία που του είχα πει ήταν η πραγματική ιστορία της
Σπυριδούλας."
Υπάρχουν
γυναίκες δυστυχισμένες στις ιστορίες της Τζανακάρη, άνθρωποι που θα προτιμούσαν
να βρίσκονται κάπου αλλού, να κάνουν ένα άλλο επάγγελμα, μια άλλη ζωή. Στα
διηγήματα σκιαγραφείται έντονα η έλλειψη επικοινωνίας, η μοναξιά, η ανάγκη για
αγάπη και τρυφερότητα, οι άνθρωποι είναι "τσακισμένοι", χτυπημένοι
από τις καταστάσεις, τις σχέσεις.
Το
αστικό τοπίο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα αλλά υπάρχουν και αρκετές
ιστορίες που εκτυλίσσονται στην επαρχία, ενώ, δεν λείπει το μεταφυσικό στοιχείο
από κάποιες από αυτές, όπως και ο ρεαλισμός και η βία από άλλες. Βεβαίως τα
καλύτερα (κατά την άποψη μου) διηγήματα είναι τα πιο εσωτερικά, όπως το Βετέξ
και ο Πάπιος.
Παρά
το αποπνικτικό κλίμα των ιστοριών, και την "σκοτεινιά" σε ορισμένες (γκροτέσκες
κυρίως) καταστάσεις που περιγράφει η συγγραφέας, υπάρχει αισιοδοξία και πίστη
στον άνθρωπο. Το τελευταίο διήγημα που κλείνει τη συλλογή, λειτουργεί
"θεραπευτικά" και αφήνει μια αχτίδα φωτός και ένα χαμόγελο σε όλο
αυτό το ζόφο.
Εν
κατακλείδι, στην "ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ Κου
ΕΚΤΟΡΑ", έχουμε ένα σημαντικότατο βήμα "ωριμότητας" (σε σχέση με
τα "ΤΖΟΝΙ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥ" και "11 ΜΙΚΡΟΙ ΦΟΝΟΙ" τα προηγούμενα
έργα) της νεαρής συγγραφέως, όπου οι περισσότερες από τις 19 ολιγοσέλιδες ιστορίες
του βιβλίου, βρίσκονται σε ένα εξαιρετικό επίπεδο, δείγμα της προόδου και του
πόσο βασανίζει τη γραφίδα της η Βάσια Τζανακάρη, δουλεύοντας και
αναζητώντας συνεχώς τον τρόπο έκφρασης που της "πηγαίνει" και
αισθάνεται πιο άνετα μ'αυτόν.