Τετάρτη, Απριλίου 29, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 29, 2015 | Permalink
Πόλη κατεχόμενη, πόλη πανούκλα, πόλη κατάρα
Μια
πόλη υπό κατοχή. Ένας περήφανος λαός νικημένος, εξευτελισμένος, υποταγμένος
προσπαθεί να συνέλθει μετά την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή. Το Τόκιο του
1948 είναι ένα σκηνικό εφιαλτικό, όπου συνέβη ένα ανατριχιαστικό μαζικό
έγκλημα, το οποίο αποτελεί την βάση του συγκλονιστικού δεύτερου μέρους της
«Τριλογίας του Τόκιο», του εξαιρετικού Βρετανού συγγραφέα David Peace (Γιορκσάιρ,1967),
με τίτλο «ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ» («Occupied city»), (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Μ.Σαρατσιώτη, σελ.398).
Στις
26 Ιανουαρίου, 1948, ένας καλοντυμένος άντρας μπαίνει σε μια τράπεζα σε έναν
κεντρικό δρόμο του Τόκιο λίγο πριν το τέλος της βάρδιας των υπαλλήλων.
Ισχυρίζεται ότι είναι γιατρός, εντεταλμένος από το Υπουργείο Υγείας και
Πρόνοιας, συστήνεται ως Γιαμαγκούτσι Ζιρό, Τεχνικός Διευθυντής. Λέει στον
υποδιευθυντή του καταστήματος ότι στην περιοχή εμφανίστηκε κρούσμα δυσεντερίας
και έχει πάρει εντολή να εμβολιάσει όλο το προσωπικό της τράπεζας, και να απολυμάνει όλα τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να έχουν
μολυνθεί. Αναφέρει τα ονόματα Αμερικανών στρατιωτικών, οι οποίοι υποτίθεται
είναι καθ’ οδόν για να επιβλέψουν την εργασία του. Οι υπάλληλοι
συγκεντρώνονται, μαζί και ο επιστάτης, η γυναίκα του και τα παιδιά του.16 άτομα
συνολικά, τα οποία λαμβάνουν το «εμβόλιο» από το στόμα σε δύο δόσεις (από δυο
διαφορετικά μπουκάλια) με απόσταση 1 λεπτού, η μια δοση από την άλλη. Τα θύματα
μόλις πίνουν τη δεύτερη δόση ακούνε από τον «γιατρό» ότι πρέπει να ξεπλύνουν το
στόμα τους για να μη χαλάσουν τα δόντια τους. Δεν προλαβαίνουν να φθάσουν στις
βρύσες, και αρχίζουν να σωριάζονται από τους φοβερούς πόνους στον διάδρομο. 12
από αυτούς θα πεθάνουν, οι 4 θα γλυτώσουν και θα περιγράψουν τον ύποπτο, ο
οποίος διέφυγε με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που υπήρχε εκείνη τη στιγμή
στην τράπεζα.
«Εξαιτίας
σου. Η πόλη είναι ένα φέρετρο. Στο χιόνι. Στην καρότσα ενός φορτηγού.
Παρκαρισμένου έξω από την τράπεζα. Στο χιονόνερο. Κάτω από τον βαρύ μουσκεμένο
μουσαμά. Πέρασε μέσα από τους δρόμους. Στη βροχή. Προς το νοσοκομείο. Προς το
νεκροτομείο. Στο χιονόνερο. Προς τον νεκροθάλαμο. Προς τον ναό. Στο χιόνι. Προς
το κρεματόριο. Προς τη γη και τον ουρανό –
Στα
δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρά μας –
Μέσα
σε αυτά τα δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρα είμαστε ξαπλωμένοι. Αλλά δεν μένουμε
ακίνητοι. Μέσα σε αυτά τα δώδεκα φτηνά ξύλινα φέρετρα παλεύουμε. Όχι
στο σκοτάδι, ούτε στο φως· στο γκρίζο παλεύουμε, γιατί εδώ υπάρχει
μόνο γκρίζο, εδώ μόνο παλεύουμε –
Σε
αυτόν τον γκρίζο τόπο
που
δεν είναι τόπος,
παλεύουμε
συνέχεια, ανέκαθεν, ήδη –
Σε
αυτόν τον τόπο, που δεν είναι τόπος, ανάμεσα σε δύο τόπους. Στους τόπους που
κάποτε ήμασταν, στους τόπους που θα βρεθούμε –
Στη
νεκρωμένη ζωή,
στη
ζωντανή νέκρα –
Ανάμεσα
σε αυτούς τους δυο τόπους, ανάμεσα σε αυτές τις δυο πόλεις:
Ανάμεσα
στην Κατεχόμενη Πόλη και τη Νεκρή Πόλη, εδώ κατοικούμε, ανάμεσα στην Απόπληκτη
Πόλη και τη Μεταθανάτια Πόλη –
Εδώ
κατοικούμε, μέσα στη γη, μαζί με τα σκουλήκια,
Στον
ουρανό, με τις μύγες, εμείς που δεν είμαστε πια στα σπίτια της ύπαρξης. Πέρα
από την απώλεια, σμήνη πουλιών πέφτουν από τον ουρανό και μας λούζουν με τα
ματωμένα τους πούπουλα και τις κομματιασμένες φτερούγες τους. Αλλά εμείς ακόμα
σε ακούμε. Εμείς που τώρα είμαστε στα σπίτια της μη-ύπαρξης. Πέρα από την
απώλεια, κοπάδια ψαριών πηδάνε έξω από το νερό και μας πιτσιλάνε με τα ματωμένα
τους εντόσθια και τα κομμένα τους κεφάλια. Εμείς ακόμα σε βλέπουμε. Θέλουμε να
αναπνεύσουμε ξανά, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να αναπνεύσουμε. Πέρα από
την απώλεια, κοπάδια βοδιών ορμάνε από τους αγρούς και μας τσαλαπατάνε με τα
ματωμένα τους κουφάρια και τα κομματιασμένα μέλη τους. Εμείς σε ακούμε. Θέλουμε
να γυρίσουμε πάλι πίσω, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να γυρίσουμε πίσω. Πέρα
από την απώλεια. Εμείς ακόμα σε βλέπουμε. Μέσα από τα πέπλα μας…»
Η
αστυνομία του Τόκιο εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό με έρευνες από σπίτι σε σπίτι,
πόρτα-πόρτα κυριολεκτικά. Μετά από ανακρίσεις, έρευνες, που μπερδεύουν την
ιστορία όλο και περισσότερο, διαταγές αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές, κατηγορείται ένας ζωγράφος, ο Χιρασάουα
Σανταμίτσι, ο οποίος παραδέχτηκε διάφορες κομπίνες αλλά ποτέ δεν ομολόγησε τους
φόνους, ισχυριζόμενος με επιμονή ότι είναι αθώος.
Ο
Πις ξεδιπλώνει την ιστορία πολυφωνικά, χρησιμοποιώντας και την τεχνική που
είδαμε στην περίφημη ταινία Ράσομον του Κουροσάβα, μέσα από 12 διαφορετικές
αφηγήσεις. Δίνει φωνή στα θύματα μέσα από το τελετουργικό της Ιαπωνικής
παράδοσης των Σαμουράι, ακολουθώντας το «παιχνίδι με τα κεριά», όπου μια ομάδα
ανθρώπων συγκεντρώνονται σε ένα χώρο που φωτίζεται υπο των φως των κεριών που
είναι τόσα, όσοι οι συμμετέχοντες. Καθένας με τη σειρά του διηγείται την δικιά
του εκδοχή της ιστορίας και στο τέλος της αφήγησης σβήνει κι από ένα κερί.
Καθώς προχωράει η νύχτα και το σκοτάδι κυριαρχεί, όταν ειπωθεί και η τελευταία
ιστορία, στο δωμάτιο επικρατεί πλέον το απόλυτο σκοτάδι, τότε λέει η παράδοση
βγαίνουν οι δαίμονες που έχουν ζωντανέψει μέσα από τις αφηγήσεις.
Έτσι
λοιπόν, ξετυλίγεται η ιστορία. Μέσα από τις αφηγήσεις, νεκρών, ζωντανών, του
βασικού ύποπτου, αλλά κι ενός στρατιώτη, ενός ντετέκτιβ, ενός δημοσιογράφου και τέλος
του πραγματικού ενόχου. Ο Πις ομολογεί την αδυναμία του να καταλάβει, να
ελέγξει, να «δικάσει», να περιγράψει την ιστορία – ο συγγραφέας μετέχει ενεργά
μέσα από σελίδες που δίνουν ανάσα στην πλοκή, σαν ιντερμέδια, μετατρέποντας το
σπουδαίο αυτό βιβλίο σε ένα work in progress, σε ένα
μυθιστόρημα δαιδαλώδες και εσωστρεφές που σε παρασέρνει μαζί του σε ένα ταξίδι
στην καρδιά του σκότους.
Μπορεί το βιβλίο να έχει αστυνομική υφή, αλλά η ιστορία, το περιστατικό αυτό, είναι το πρόσχημα,
η αφορμή για να παρακολουθήσουμε ακόμα μια καταβύθιση (όπως έκανε και με το
πρώτο μέρος της τριλογίας, το μοναδικό «Τόκιο, έτος μηδέν») του συγγραφέα, στην σκοτεινή
καρδιά της Ιαπωνίας, τα εγκλήματα που διέπραξε η ηγεσία της, με τον άκρατο
επεκτατισμό που την διέκρινε και τις ακρότητες της διαβόητης «Μονάδας 731» με
τα βιολογικά πειράματα πάνω σε αιχμαλώτους πολέμου στην Ματζουρία. Ο Πις (ο οποίος έζησε 15 χρόνια στην Ιαπωνία), με αυτή του
την τριλογία κάνει ουσιαστικά ένα πολιτικοκοινωνικό σχολιασμό γύρω από τα
σκοτεινά γεγονότα που ακολούθησαν την πλήρη και άνευ όρων υποταγή της Ιαπωνίας,
περιγράφοντας την συγκάλυψη των Αμερικανών (αλλά και των Σοβιετικών), και την
ατιμωρησία που υπήρξε μετά το τέλος του πολέμου, την σιωπή (αλλά και την ασυλία
των «ερευνητών-υπευθύνων») γύρω από τα φρικιαστικά γεγονότα που έλαβαν χώρα
κατά την διάρκεια του πολέμου και την μετατροπή μιας χώρας σε κανονικό
προτεκτοράτο. Το εφιαλτικό και ερειπωμένο Τόκιο, με τους λασπωμένους δρόμους,
τα καμένα σπίτια θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες το 1964, δηλαδή σε κάτι
λιγότερο από μια 20ετία μετά την συνθηκολόγηση και την καταστροφή, και θα
προβληθεί (αλλά και θα είναι) ως μια πόλη-μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας.
Η
«Κατεχόμενη Πόλη», ισάξια (ίσως και καλύτερη) συνέχεια του «Τόκιο έτος μηδέν»,
είναι ένα σπουδαίο βιβλίο και μια υπέροχη αναγνωστική εμπειρία. Το ύφος, το
στυλ του Πις είναι εκπληκτικό και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, εγκλωβίζοντας τον
σε αυτό το tour de force, άλλοτε παραληρηματικό, άλλοτε λυρικό, ενίοτε
σπειροειδές και ιλιγγιώδες, που προξενεί απορίες ως «προς το που το πάει
επιτέλους», με μια μοναδική ικανότητα να σε κρατάει κολλημένο στην καρέκλα σου,
μέσα σε αυτή την μοναδική γοητεία της γραφής του.
«Στην
Κατεχόμενη πόλη, αυτή η πόλη είναι ένα φέρετρο. Αυτή η πόλη είναι ένα
σημειωματάριο. Αυτή η πόλη είναι ένα καθαρτήριο. Αυτή η πόλη είναι μια
πανούκλα. Αυτή η πόλη είναι μια κατάρα. Αυτή η πόλη είναι μια ιστορία. Αυτή η
πόλη είναι μια αγορά. Αυτή η πόλη είναι μια ερημιά. Αυτή η πόλη είναι μια
πληγή. Αυτή η πόλη είναι μια φυλακή. Αυτή η πόλη είναι ένας καθρέφτης. Αυτή η
πόλη είναι ένα ποτάμι. Και αυτή η πόλη είναι μια γυναίκα…»