Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017 | Permalink
Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος
“Έτσι κατάλαβα πως τίποτα σταθερότερο δεν
υπάρχει στον κόσμο από την ίδια την αστάθεια.”
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Hans Jacob Christoffel Von Grimmelshausen (Έσση 1621 ή 1622 - Ρένχεν 1676), “ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΣΙΜΠΛΙΚΙΣΙΜΟΣ” (“Der Abenteuerliche Simplicissimus Teutsch”) - (Εκδόσεις Εξάντας, μετάφρ. Γ.Κοιλής, σελ. 861), εκδόθηκε το 1669
(γράφτηκε ένα χρόνο πριν) στην Γερμανία και σχεδόν 350 χρόνια αργότερα στη χώρα
μας. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που προκύπτει από τον υποψήφιο αναγνώστη, αγοραστή
του βιβλίου, είναι κατά πόσον ένα βιβλίο του 17ου αιώνα μπορεί να τον αφορά.
Ποια μπορούν να είναι τα στοιχεία εκείνα που θα τον σαγηνεύσουν και θα
κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ώστε να ολοκληρώσει την ανάγνωση αυτού του
ογκώδους έργου.
Στην
ερώτηση: Τι είναι λοιπόν ο “Σιμπλίκιος", η απάντηση φαίνεται εύκολη αλλά στην
πραγματικότητα μόνο τέτοια δεν είναι. Πως να ταυτοποιήσεις ένα μπαρόκ
μυθιστόρημα που αποτελείται από 6 βιβλία, το οποίο φαντάζει ανοικονόμητο και
ακατάταχτο ως είδος στην ολότητά του; Επιφανειακά θα μπορούσαμε να πούμε ότι,
είναι ένα μυθιστόρημα που δείχνει αυτοβιογραφικό, το οποίο όμως περιέχει εντός
του, πολλά διαφορετικά στοιχεία, τα οποία το καθιστούν ουσιαστικά πολυφωνικό
διότι η προσωπικότητα του ήρωα/αφηγητή μεταβάλλεται διαρκώς κατά τη διάρκεια
των βιβλίων - γεγονός που το καθιστά και ιδιαιτέρως μοντέρνο. Ο ήρωας, ο
άνθρωπος που στο μεγαλύτερο μέρος του αποκαλείται Σιμπλίκιος (“απλός”), αλλάζει
από αφελή σε πανούργο, από δειλό σε τολμηρό, από αγνό σε δολοπλόκο, από σαλό σε
γνωστικό ευρισκόμενος σε διαρκή κίνηση, σε έναν αέναο στροβιλισμό.
Το χρονικό
πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι ο Γερμανικός εμφύλιος του 17ου αιώνα, που
έγινε γνωστός ως “Τριακονταετής πόλεμος” (1618-1648) ενώ η δράση του εκτείνεται
λίγα χρόνια μετά το τέλος αυτού καταλήγοντας σε ένα είδος πρώιμου
"Ροβινσώνα Κρούσου".
Το
μυθιστόρημα παρακολουθεί τον Σιμπλίκιο - τον ήρωα, από την παιδική του ηλικία
έως την οικειοθελή του απομόνωση σε ώριμη ηλικία, αηδιασμένο πια από τον κόσμο
στον οποίο έζησε, ταξίδεψε, ταλαιπώρησε και ταλαιπωρήθηκε. Η ιστορία ξεκινάει
όταν ένα δεκάχρονο αγόρι βλέπει στρατιώτες να εισβάλλουν στο αγρόκτημα όπου
ζούσε με τους γονείς του και να τους κακοποιούν. Εκείνος διαφεύγει στο δάσος
όπου διασώζεται από έναν ερημίτη, έναν άνθρωπο που θα του διδάξει τα βασικά της
ζωής, θα του μάθει γραφή και ανάγνωση, και θα τον μυήσει στον Χριστιανισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το παιδί δεν ήξερε καν το όνομά του και ο ερημίτης του
έδωσε το όνομα “Σιμπλίκιος”.
“Αντί για
τα περιττά ουρλιαχτά σου, ακολούθησε καλύτερα τα τελευταία μου λόγια: με τον
καιρό να γνωρίζεις ολοένα και καλύτερα τον εαυτό σου. Ακόμα κι άμα γενείς γέρος
σαν τον Μαθουσάλα, μην την αφήσεις ετούτη την άσκηση, γιατί οι περισσότεροι
άνθρωποι κολάζονται επειδή δεν έχουνε κατά νου πως ήσανε και πως θα μποράγανε ή
θα' πρεπε να γενούνε.”
Ο ερημίτης
σύντομα πεθαίνει και ο Σιμπλίκιος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την καλύβα στο
δάσος όπου ζούσαν και να πάει στο κοντινότερο χωριό ψάχνοντας για τροφή και
στέγη. Ο Εμφύλιος όμως μαίνεται και σύντομα θα βρεθεί στην αρχή αιχμάλωτος και
ύστερα υπηρέτης σε διάφορες στρατιωτικές ομάδες. Ανάλογα με την έκβαση της
μάχης ή τις περιστάσεις θα περάσει από τον έναν στον άλλον είτε ως υπηρέτης,
είτε ως ιπποκόμος, είτε τέλος ως τζουτζές ή σαλός διασκεδάζοντας τον κόσμο.
Εμφανίζεται ως αφελής και λίγο αργός στο μυαλό αλλά είναι το αντίθετο από αυτό καθώς
παρακολουθεί πάντα και επιλέγει κάποιες κινήσεις που θεωρεί ότι θα τον
ευνοήσουν στη συνέχεια. Αυτό βέβαια δεν γίνεται πάντα και έτσι καταλήγει άλλοτε
στη φυλακή, άλλοτε μελλοθάνατος, άλλοτε ανέστιος και πένης. Βλέπει όλη τη φρίκη
του πολέμου, την μισαλλοδοξία, και τα πλιάτσικα, τον τυχοδιωκτισμό και τις
λυκοφιλίες, την εκμετάλλευση των ανθρώπων και την κακία τους, την κατεργαριά
τους και την ανάγκη τους για επιβίωση. Δεν έχει σημασία ποιος στρατός και ποια
πλευρά μάχεται, η κατάσταση είναι η ίδια. Ο αναγνώστης του 21ου αιώνα δεν
γνωρίζει ή θα πρέπει να ψάξει καλά για να παρακολουθήσει τα πραγματολογικά
στοιχεία πίσω από τις μάχες και τις διαδρομές του ήρωα από μέρος σε μέρος, από
στρατό σε στρατό, τι σημασία όμως έχουν αυτά;
“Στην κύρια
μάχη γύρευε ο καθένας να προλάβει τον θάνατό του σκοτώνοντας όποιον έβρισκε
μπροστά του. Οι φριχτοί πυροβολισμοί, το κροτάλισμα από τις πανοπλίες, το σπάσιμο
από τις λόγχες και οι τσιρίδες, τόσο των λαβωμένων όσο κι εκείνων που κάμνανε
επίθεση, φτιάχνανε μαζί με τις τρομπέτες, τα ταμπούρλα και τις πίπιζες μια μουσική που να σου
σηκώνεται η τρίχα! Τίποτα άλλο δεν έβλεπες εξόν από πυκνό καπνό και μια σκόνη
που έμοιαζε λες και γύρευε να σκεπάσει τη φρίκη των λαβωμένων και των νεκρών.
Μέσα στο θρήνο και τον οδυρμό αυτών που αποθαίνανε, άκουγες και τις χαρωπές
κραυγές αυτών που ήσανε ακόμα γιομάτοι θάρρος. Μέχρι και τα αλόγατα λες κι
αγριεύανε για να υπερασπιστούνε τα αφεντικά τους και με πάθος μεγάλο κάμνανε
ένα χρέος που από ανάγκη εκτελούσανε. Μερικά τα έβλεπες να πέφτουνε νεκρά κάτω
από τους κύρηδές τους, μέσα στις πληγές που είχανε άδικα δεχτεί ως αμοιβή για
τις πιστές τους υπηρεσίες. Άλλα πέφτανε για τον ίδιο λόγο απάνω στους
καβαλάρηδές τους και έτσι είχανε στο θάνατό τους την τιμή να τα κουβαλάν
εκείνοι τους οποίους κουβαλούσανε όσο ζούσανε. Άλλα πάλι, αφού τα είχανε
απαλλάξει από το γενναίο φορτίο που τα πρόσταζε, παρατάγανε τους ανθρώπους μέσα
στην οργή και τη μανία τους, αφηνιάζανε και γυρεύανε στην ανοιχτή πεδιάδα την
παλιά τους λευτεριά."
Ο
Σιμπλίκιος μεγαλώνοντας θα γίνει ένας πολύ εμφανίσιμος νέος, θα κάνει και θα
χάσει περιουσία, σε ένα χωριό θα τον τυλίξουν και θα παντρευτεί αλλά σύντομα
και στην προσπάθειά του να αποκτήσει ξανά κάποια χρήματα που είχε δώσει να του
φυλάνε, θα βρεθεί στο Παρίσι αιχμάλωτος. Από εκεί αρχίζουν οι περιπέτειές του
εκτός Γερμανίας, μέσω των οποίων θα διασχίσει τη μισή Ευρώπη, θα αρρωστήσει, θα
γίνει αγνώριστος από τις ασθένειες και τις κακουχίες, θα περιπλανηθεί από δω κι
απο κεί. Θα φτάσει στη Ρωσία, στους Τάταρους, στην Κίνα, στην Ιαπωνία. Είναι
ένας πολυμήχανος Οδυσσέας του 17ου αιώνα που θα περάσει από περιπέτειες και θα
βιώσει πρωτόγνωρες καταστάσεις, όμως ποια θα είναι η Ιθάκη του;
Το χιούμορ
και η ειρωνεία κατακλύζουν τα 6 βιβλία που απαρτίζουν το μυθιστόρημα. Ο ρυθμός
αφήγησης είναι καταιγιστικός και παρά τις άπειρες παρεκκλίσεις της ιστορίας και
την ακατάσχετη λογοδιάρροια και φλυαρία, δεν ξεστρατίζει, ο συγγραφέας είναι
ευρηματικός και ευφυέστατος στον χειρισμό των καταστάσεων που ακόμα και οι
πλέον γκροτέσκες δείχνουν απόλυτα ελεγχόμενες. Το πολύ ενδιαφέρον εξάλλου στη
δομή του μυθιστορήματος συνολικά είναι ότι τα βιβλία διαφέρουν μεταξύ τους, τα
δύο πρώτα εντάσσονται στο είδος του Πικαρέσκου (λογοτεχνικό είδος που ήκμασε
τον 17ο και 18ο αιώνα με χαρακτηριστικότερα έργα, τον “Δον Κιχώτη” του
Θερβάντες, τον “Τρίστραμ Σάντι” του Στερν), ενώ τα υπόλοιπα είναι στην αρχή ρεαλιστικά με σκληρές περιγραφές καταστάσεων, για να καταλήξει στο τέλος ένα
μυθιστόρημα που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει στην λογοτεχνία του Φανταστικού.
Το
μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια των 4-5 σελίδων το καθένα με
χιουμοριστικές προμετωπίδες, οι οποίες περιγράφουν αυτά που θα ακολουθήσουν. Ο
Σιμπλίκιος είναι ένα τυπικό μπαρόκ βιβλίο, το οποίο είναι όμως και πολλά άλλα
μαζί. Μυθιστόρημα μαθητείας, ταξιδιωτικές αφηγήσεις, περιπετειώδες αφήγημα, σε
πολλά σημεία μπορεί να σταθεί ο προσεκτικός αναγνώστης. Θα αναγνωρίσει στοιχεία
που βρήκε σε μεταγενέστερα λογοτεχνικά έργα, απόδειξη της μεγάλης επιρροής του
βιβλίου στην κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τα είδη όμως δεν επηρεάζουν, ούτε
καθορίζουν την απόλαυση του κειμένου η οποία είναι δεδομένη.
"Πράγματα
παράξενα γένονται σε τούτον τον άστατο κόσμο! Λέγουνε συνήθως: Τη γνώση αν είχα
τη στερνή, φίσκα θα το'χα το πουγκί. Εγώ όμως λέγω: Αν πάντα πηγαίνεις με των
καιρών τα νερά, τότε σύντομα θα γενείς κι εσύ τρανός και μέγας. Είναι κάποιοι
φραγκοφονιάδες και σπαγγοραμένοι (καθότι αυτούς τους τιμητικούς τίτλους δίνουνε
στους τσιγκούνηδες) που γρήγορα μπορούνε να γενούνε πλούσιοι επειδή ξεύρουνε
κάποιο κόλπο. Για το λόγο αυτόν, όμως, κανένας δεν γένεται μέγας - το αντίθετο
συμβαίνει, καθώς πέφτει σε εκτίμηση χαμηλότερη από όση είχε πριν, όταν ήτανε φτωχός.
Εκείνος όμως που νογάει μέγας και τρανός να γενεί, αυτόν τον ακολουθάνε και τα
πλούτη καταπόδι."
Ο
“Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος” αποτελεί το μεγαλύτερο έργο του Φον Γκριμελσχάουζεν,
ουσιαστικά είναι ένα έργο ζωής του συγγραφέα, ένα βιβλίο που παρέμενε ανώνυμο
για περίπου 150 χρόνια μέχρι να αποδειχτεί ότι ο Γκριμελσχάουζεν ήταν ο
συγγραφέας του. Διαβάζοντας στο επίμετρο του βιβλίου για την ζωή του συγγραφέα
διαπιστώνουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία πέρασαν στην πλοκή του μυθιστορήματός
του. Το βιβλίο έχει γνωρίσει πολλές εκδόσεις στην Γερμανία, ενώ έχει γίνει και όπερα (η οποία παρατίθεται παρακάτω).
Η μετάφραση
του Γιάννη Κοιλή είναι έργο ζωής και θα πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς. Το
βιβλίο είναι γραμμένο σε Γερμανικά του 17ου αιώνα και ο μεταφραστής επίλεξε να
κατασκευάσει ένα ιδίωμα που να θυμίζει την γλωσσική μας παράδοση με στοιχεία
από “Το Χρονικόν του Μωρέως”, τα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη,
τον “Ερωτόκριτο” του Κορνάρου.
Η
εξαιρετική ελληνική έκδοση με την οποία ξεκίνησε η νέα εποχή της "Λευκής
σειράς" των εκδόσεων Εξάντας, είναι η κυκλοφορία σε ένα τόμο των 6 από τα
10 συνολικά βιβλία που απαρτίζουν την saga του Σιμπλίκιου. Τα βιβλία 1 έως 5
και την "Συνέχεια του Περιπετειώδους Σιμπλικίσιμου". Τα υπόλοιπα
είναι το "Αλήτισσα Μάνα Κουράγιο" (που ενέμπνευσε τον Μπ.Μπρεχτ στο
ομώνυμο θεατρικό του έργο), "Ο παράξενος Σαλταδόρος", "Η
θαυμαστή Φωλιά" σε δύο μέρη. Είναι ένα εγχείρημα δύσκολο που στην αρχή
ξενίζει τον αναγνώστη, ο οποίος αργότερα το συνηθίζει και το απολαμβάνει,
κυρίως δε εκπλήσσεται από την εφευρετικότητα του μεταφραστή, ο οποίος έκανε το
έργο κυριολεκτικά δικό του, απόδειξη της μακροχρόνιας (σχεδόν μια εικοσαετία)
ενασχόλησής του με αυτό και της ισχυρής του άποψης για την εργασία που
επιτέλεσε. Το επίμετρο του Γιάννη Κοιλή, των 26 σελίδων, που συνοδεύει την
έκδοση είναι εκπληκτικό και απόλυτα κατατοπιστικό. Ένα έργο που περίμενε τον
εκδότη που θα τολμούσε επενδύσει επάνω του και να το κυκλοφορήσει στην ελληνική
αγορά, γνωρίζοντας ότι πολλοί θα μιλήσουν γι' αυτό, αλλά ελάχιστοι θα το
αγοράσουν και ακόμα πιο λίγοι θα το διαβάσουν.
Η απάντηση λοιπόν
στο αρχικό ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή αφορά τον σημερινό αναγνώστη η έκδοση του
Σιμπλίκιου στα ελληνικά, είναι ουσιαστικά μια λέξη “Λογοτεχνία” (με Λ κεφαλαίο)
και βρίσκεται ολοκληρωμένη, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μοναδικά διατυπωμένη
από τον σπουδαίο Τόμας Μαν: “Πρόκειται για ένα σπάνιου είδους μνημείο της
λογοτεχνίας και της ζωής, το οποίο δίχως καθόλου να χάσει την ικμάδα του,
επιβίωσε για κοντά τρεις αιώνες και θα αντέξει για πολλούς ακόμη· ένα
πεζογράφημα ακούσιου μεγαλείου, πολύχρωμο, άγριο, ωμό, διασκεδαστικό, μες στον
έρωτα και στα κουρέλια· ένα έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με
το θάνατο και το διάβολο, το οποίο καταλήγει στη συντριβή και την ολοσχερή
αποστροφή απέναντι σ' έναν κόσμο που σπαταλήθηκε μέσα στο αίμα, τη ληστεία, την
ηδονή· αθάνατο όμως μέσα στην άθλια λαμπρότητα των αμαρτιών του.”
Βαθμολογία: 92/ 100