Παρασκευή, Ιουλίου 31, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 31, 2020 | Permalink
"Το αρχείο των χαμένων παιδιών"

"Η παραμεθόριος είναι ένα ασαφές και αόριστο μέρος
Φτιαγμένο απ’ τα συναισθηματικά απομεινάρια ενός αφύσικου ορίου.
Βρίσκεται διαρκώς σε μια μεταβατική κατάσταση.
Κατοικείται από το ανεπίτρεπτο και το απαγορευμένο"

Gloria Anzaldua “Borderlands/La Frontera: The New Mestiza

Το 1957, ο Τζακ Κέρουακ εξέδωσε ένα μυθιστόρημα δρόμου, το εμβληματικό "Στο Δρόμο", που έμελλε να γίνει κλασσικό, αντανακλώντας μια ολόκληρη εποχή, και να διαβάζεται από γενιές αναγνωστών. Πάνω από 60 χρόνια αργότερα, έρχεται η Μεξικάνα (που ζει στη Νέα Υόρκη και γράφει στα Αγγλικά) συγγραφέας Valeria Luiselli (Πόλη του Μεξικού, 1983), να ανανεώσει το είδος και να γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο, με τίτλο "ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ" ("Lost Children Archive") - (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Βασιλ. Κνήτου, σελ. 500). Ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, που ουσιαστικά είναι ένα μυθιστόρημα δρόμου ("road novel"), το οποίο ισορροπεί με ιδανικό τρόπο μεταξύ δοκιμίου, μυθοπλασίας, αυτο-μυθοπλασίας ("auto-fiction") γραμμένο με πρωτοτυπία και συγγραφική μαεστρία που εκπλήσσει.


Ένα ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά ξεκινάνε ένα ταξίδι προς τα νοτιοδυτικά. Δεν είναι μια συνηθισμένη οικογένεια και αυτό το ταξίδι πρόκειται να είναι το τελευταίο που θα κάνουν όλοι μαζί γιατί ο χωρισμός του ζευγαριού αποτελεί μονόδρομο μετά το αδιέξοδο της σχέσης τους. Ο πατέρας σκοπεύει να μείνει με τον γιό του για καιρό στην Αριζόνα, η μητέρα δεν έχει αυτή την πρόθεση, εξάλλου δεν ρωτήθηκε ποτέ, ήταν μια απόφαση ζωής του συζύγου που πάρθηκε μονομερώς. Ασχολούνται και οι δύο με την καταγραφή ήχων ("Oral Historians" αυτοαποκαλούνται) - έτσι γνωρίστηκαν άλλωστε δουλεύοντας σε ένα πρότζεκτ στη Νέα Υόρκη, εκείνος έχει ένα γιο δέκα χρονών, από τον προηγούμενο του γάμο, εκείνη μια κόρη πέντε ετών από τον προηγούμενό της γάμο. Η αφήγηση γίνεται από την πλευρά της μητέρας κατά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και κατά ένα μέρος από τον γιο. Όλοι είναι ανώνυμοι (“μαμά”, “μπαμπάς”, “αγόρι”, “κορίτσι”) στην πλοκή του βιβλίου.

"Κανένας δεν βλέπει τα παιδιά που φτάνουν τώρα εδώ ως πρόσφυγες ενός πολέμου ανάμεσα σε δύο ημισφαίρια, ενός πολέμου που απλώνεται τουλάχιστον από τούτα τα βουνά μπροστά μας μέχρι κάτω, στα νότια των ΗΠΑ και στις βόρειες μεξικανικές ερήμους, σαρώνοντας τις μεξικανικές οροσειρές, τα δάση και τις ζούγκλες, φτάνοντας στη Γουατεμάλα, στο Ελ Σαλβαδόρ και στα βουνά Κελάκε στην Ονδούρα. Κανένας δεν βλέπει αυτά τα παιδιά ως συνέπειες ενός ιστορικού πολέμου που έχει ξεκινήσει εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Όλοι ρωτούν διαρκώς: "Ποιου πολέμου, που; Γιατί είναι εδώ; Γιατί ήρθαν στις ΗΠΑ; Τι θα τα κάνουμε;" Κανένας δεν ρωτάει: "Γιατί έφυγαν από τις πατρίδες τους; "

Ο σκοπός του ταξιδιού, είναι ότι ο μπαμπάς θέλει να κάνει μια ενδελεχή έρευνα για τους Απάτσι της Αριζόνα, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της πολιτείας αυτής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με το αυτοκίνητο, εκείνος θα μαζεύει ήχους από τον δρόμο - τον ήχο του ανέμου, τον ήχο του χεριού ενός ανθρώπου που ψαχουλεύει τις τσέπες του, τον ήχο που κάνουν τα δόντια μασώντας φαγητό. Εκείνη – η μαμά -, θα επικεντρωθεί σε συνεντεύξεις με ανθρώπους των περιοχών που διασχίζουν, θα καταγράφει αποσπάσματα συζητήσεων σε ντάινερς ή από εκπομπές στο ραδιόφωνο. Στη Νέα Υόρκη την περιμένει ένα μεγαλύτερο και απαιτητικότερο πρότζεκτ που έχει βάλει ήδη στα σκαριά, μια έρευνα για τα παιδιά - μετανάστες που διασχίζουν τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού ασυνόδευτα και χωρίς χαρτιά. Την αφορμή για την έρευνα αυτή, την έδωσε η γνωριμία της με μια Μεξικάνα μετανάστρια που περιμένει τα δύο της μικρά κορίτσια να έρθουν από το Μεξικό και συνελήφθησαν στα σύνορα. Από τότε αγνοείται η τύχη τους καθώς βρίσκονται σε ένα κέντρο κράτησης περιμένοντας να απελαθούν πάλι προς τα πίσω.

Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τέσσερις ενότητες ("Οικογενειακό ηχητικό τοπίο", "Αναπαράσταση", "Απατσερία", "Το Αρχείο των Χαμένων Παιδιών") και περιγράφει αυτό το ταξίδι για μια "no man's land" μέσα από τα μάτια της μητέρας, η οποία διαβάζει ένα βιβλίο με τίτλο "Ελεγείες για χαμένα παιδιά" μιας Ιταλίδας συγγραφέως που ονομάζεται Έλα Καμποσάντο, που με αφορμή την Σταυροφορία των Παιδιών το 1212, αφηγείται ελεγειακές ιστορίες για επτά παιδιά που ταξιδεύουν από διαφορετικά μέρη με βάρκες, πάνω σε βαγόνια τρένων κλπ. Αποσπάσματα του (επινοημένου αυτού) βιβλίου εισέρχονται στην αφήγηση, λειτουργώντας ώς ένα εγκιβωτισμένο βιβλίο μέσα στο μυθιστόρημα της Λουιζέλι.

Από την αρχή γίνεται σαφές ότι αυτό δεν είναι ένα ταξίδι αναψυχής. Το αυτοκίνητο διασχίζει μια χώρα γεμάτη από εγκαταλειμμένα βενζινάδικα, ερημωμένα μοτέλ, κατεστραμμένα εργοστάσια, ρημαγμένες εκκλησίες. Μέσα από ατελείωτες σιωπές μεταξύ του ζευγαριού και διάφορες ερωτήσεις από τα δυο παιδιά, σταματάνε σε πόλεις που τους κοιτάνε περίεργα, εχθρικές απέναντι στους ξένους - το μεξικάνικο look της μητέρας και της κόρης, κεντρίζει το ενδιαφέρον, σε κάποιους λένε ότι είναι Γάλλοι, σε άλλους ότι παίρνουνε πλάνα για ένα "σπαγγέτι-γουέστερν"! Κατά την διάρκεια των διαδρομών, ακούνε μουσική και τραγουδάνε, ακούνε ηχητικά βιβλία με τον προγραμματισμό της συσκευής να ξεκινάει πάντα με την εισαγωγή του "Δρόμου" του Κόρμακ Μακάρθι, τρομάζοντάς τους. Η μητέρα πληροφορείται από τα δελτία ειδήσεων, τι γίνεται με τους μετανάστες στα σύνορα με το Μεξικό, ενώ παρακολουθεί κι ένα ρεπορτάζ για τα κέντρα κράτησης των παιδιών, βυθιζόμενη όλο και περισσότερο σε αυτή την ιστορία που μονοπωλεί πλέον τη σκέψη της.

"Η γενναιοδωρία στον γάμο, η πραγματική και συνεχής γενναιοδωρία, είναι δύσκολη. Αν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε πως ο σύντροφός μας πρέπει να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα από μάς ή ίσως ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μας, είναι σχεδόν αδύνατη. Ξέρω ότι δεν ήμουν γενναιόδωρη όσον αφορά τα μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια του άντρα μου - μ' αυτή του την ιδέα περί καταγραφής απόηχων. Όλο αυτό τον καιρό προσπαθώ πράγματι να τον εκδικηθώ γι' αυτό. Το πρόβλημα- το δικό μου πρόβλημα - είναι ότι μάλλον είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του ή τουλάχιστον δεν μπορών να φανταστώ τη ζωή του χωρίς την καθημερινή χορογραφία της παρουσίας του: τον αφηρημένο, απόμακρο, κάποιες φορές ριψοκίνδυνο τρόπο με τον οποίο κινείται σ' έναν χώρο όταν συλλέγει ήχους και τη σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του όταν ξανακούει το υλικό που έχει καταγράψει· τα όμορφα, μελαχρινά, οστεώδη μακριά του πόδια και την ελαφριά καμπύλη της πλάτης του· τα κοντά σγουρά μαλλιά στον αυχένα του· και τη διαδικασία, τη σχολαστική και ενστικτώδη συγχρόνως, που ακολουθεί για να φτιάξει καφέ το πρωί, για να φτιάξει ηχητικά κομμάτια ή κάποιες φορές για να μου κάνει έρωτα."

Ο γιος προσπαθεί να μάθει τον χειρισμό μιας πολαρόιντ τραβώντας συνέχεια φωτογραφίες, το κορίτσι κάνει ερωτήσεις - και τα δύο παιδιά έχουν επίγνωση ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με τους δυο γονείς κι ότι η οικογένεια βρίσκεται σε μια παραζάλη. Η στενοχώρια και η αγωνία για την τύχη των χαμένων παιδιών της Μεξικάνας, που ζήτησε την βοήθεια της μητέρας, δημιουργούν ένα κλίμα δυσθυμίας. Συνειδητοποιούν ότι είναι κι εκείνοι εξόριστοι στην αχανή τους χώρα με τα φαράγγια και τις δασώδεις εκτάσεις, εξόριστοι όπως οι Απάτσι κάποτε που χάσανε τη γη τους, με εμβληματική φιγούρα ανάμεσά τους τον Τζερόνιμο – γι’ αυτό είναι θεμελιώδες για τον μπαμπά να τους πάει στο μέρος όπου ο Ινδιάνος αρχηγός παραδόθηκε -, όπως οι Μεξικάνοι πρόσφυγες που προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη ζωή σε μια περιοχή που κάποτε τους ανήκε.

Μετά τη μέση του βιβλίου, η Λουιζέλι μετατοπίζει με έξοχη λογοτεχνική ικανότητα, το βάρος της ιστορίας, χρησιμοποιώντας ως αφηγητή το αγόρι, που βλέποντας την στασιμότητα και την αδυναμία των γονιών του, να φτάσουν στον προορισμό τους οδηγεί την κατάσταση στα άκρα "δραπετεύοντας" από το σπίτι που έχουν νοικιάσει. Δείχνοντας μια εκπληκτική ενσυναίσθηση και ωριμότητα, οδηγεί την μικρή του αδελφή, στο δικό τους ταξίδι προς το άγνωστο και τα ασαφή πλαίσια που έχουν τεθεί από τους γονείς τους. Η αγωνία διαδέχεται την αναμονή και το βιβλίο αποκτάει έναν ρυθμό διαφορετικό.

"Η δυστυχία μεγαλώνει σιγά σιγά. Φωλιάζει μέσα σου σιωπηρά, λαθραία. Τη θρέφεις, ταΐζοντάς την κομμάτια του εαυτού σου καθημερινά - είναι το σκυλί που κρατάς κλειδωμένο στην πίσω αυλή και που, αν το αφήσεις, θα σου δαγκώσει το χέρι. Η δυστυχία παίρνει χρόνο, αλλά τελικά σε καταλαμβάνει ολοκληρωτικά."

Κινούμενο σε τρεις άξονες, το εκπληκτικό βιβλίο της Λουιζέλι (που πρέπει να κρατήσουμε το όνομά της), θίγει το προσφυγικό πρόβλημα, τις οικογενειακές σχέσεις, την κρίση της χώρας. Η συγγραφέας “πατάει” πάνω στις αρχετυπικές ιστορίες κατάκτησης της Δύσης – κάποτε πήγαιναν να αποικίσουν με κάρα (“wagons”), η μοντέρνα οικογένεια του 21ου αιώνα (παιδιά από διαφορετικούς γάμους, σύζυγοι ανεξάρτητοι οικονομικά ο ένας από τον άλλον) πάει με ένα “station-wagon” αυτοκίνητο, τότε οι κίνδυνοι ήταν πολλοί – τώρα μάλλον κινδυνεύεις από τους μπουρτζόβλαχους και τους σαλεμένους.

Η ιστορία του βιβλίου, ξεκινάει από ένα άλλο βιβλίο που είχε δημοσιεύσει η Λουιζέλι το 2017, είναι το Tell me how it ends: An essay in forty questions, μια έρευνα πάνω στα παιδιά από το Μεξικό που φτάνουν στα σύνορα με τις ΗΠΑ ζητώντας άσυλο. Η Λουιζέλι πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της, ως μεταφράστρια/διερμηνέας στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης, βοηθώντας τα παιδιά να συμπληρώσουν το φυλλάδιο με τις 40 ερωτήσεις. Η εμπειρία της αυτή, συγκλόνισε την συγγραφέα, που με το “Αρχείο των Χαμένων Παιδιών”, προσπαθεί (και το καταφέρνει ιδανικά) να συνταιριάξει την μυθοπλασία με το δοκίμιο (το “fiction” με το “non-fiction”), γράφοντας δύο διαφορετικά βιβλία χρησιμοποιώντας το ίδιο πρωτογενές υλικό.

"Το μόνο που βλέπω εκ των υστέρων είναι το χάος της ιστορίας που επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά, παίζεται από την αρχή, ερμηνεύεται ξανά, και ο κόσμος, με την τσακισμένη του καρδιά να πάλλεται κάτω απ' τα πόδια μας, να καταρρέει, να τα ρημάζει όλα ξανά και ξανά καθώς ακολουθεί τον δρόμο του γύρω από τον ήλιο. Και στη μέση όλων αυτών φυλές, οικογένειες, άνθρωποι, όλα τα όμορφα πράγματα να συντρίβονται, χαλάσματα, σκόνη, εξάλειψη."

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από λογοτεχνικές και μουσικές αναφορές. Βιβλία που έχουν μπει σε κούτες και συνοδεύουν την οικογένεια στο ταξίδι της, ενδεικτικά της προσωπικότητας του καθενός, Σούζαν Σόνταγκ, Αν Κάρσον, Κόρμακ Μακάρθι, Μπολάνιο, “Ο Άρχοντας των μυγών” του W.Golding, τα “Κάντος” του Έζρα Πάουντ, η “Έρημη Χώρα” του Τ.Σ. Έλιοτ, το (απαραίτητο ευαγγέλιο) “Πέδρο Πάραμο” του Χουάν Ρούλφο, οι “Ελεγείες από το Ντουίνο” του Ρίλκε, η “Καρδιά του Σκοταδιού” του Κόνραντ, ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού “ακούγονται” τραγούδια του Bowie, μουσικές του Philip Glass. Η Λουιζέλι καταφέρνει οι διακειμενικές αναφορές να μη “βαραίνουν” το βιβλίο της, τις χρησιμοποιεί διακριτικά ενσωματώνοντας βιβλία και μουσική στην ροή της ιστορίας που αφηγείται, όπως άλλωστε και τις φωτογραφίες με πολαρόιντ, τους χάρτες και τις ανακοινώσεις.

Η Βαλέρια Λουιζέλι με το “Αρχείο των Χαμένων Παιδιών” ανανεώνει το είδος του μυθιστορήματος δρόμου, γράφοντας ένα υβριδικό βιβλίο που παίρνει μαζί του τον αναγνώστη σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι, σε αυτή την αναζήτηση όχι μόνο των “χαμένων παιδιών”, αλλά και του εαυτού. Η σκιαγράφηση της ψυχολογίας των παιδιών – του αγοριού και του κοριτσιού είναι έξοχη και από τις πιο καίριες που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ένα μυθιστόρημα. Η μελαγχολία και το αίσθημα της αποξένωσης που διαπερνάει την οικογένεια, μεταφέρεται στον αναγνώστη, ενώ η απόγνωση που αισθάνεται η ηρωίδα του βιβλίου, βλέποντας τις αδιέξοδες προσπάθειές της να βρει και να μάθει νέα για τα χαμένα παιδιά της Μεξικάνας φίλης της, είναι διαπεραστική και ταυτόχρονα τρομακτική.

"Όλη αυτή η χώρα, είπε ο Μπαμπάς, είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο, αλλά κάποιοι μόνο άνθρωποι αποκτούν κανονικούς τάφους, γιατί οι περισσότερες ζωές δεν έχουν καμία αξία. Οι περισσότερες ζωές σβήνονται, χάνονται ρουφηγμένες απ' τον σκουπιδοφάγο που αποκαλούμε ιστορία, είπε."

Η συγγραφέας θέτει συνεχώς ερωτήματα, για την Αμερικάνικη πολιτική στο προσφυγικό, για τα σύνορα και την ρευστότητά τους μέσα στον ιστορικό χρόνο, για την μετακίνηση πληθυσμών, για τις γενοκτονίες που άλλοτε θεωρούνται ανδραγαθήματα και γιορτάζονται με μεγαλοπρέπεια και άλλοτε εγκλήματα, για το ποιος θεωρείται “πρόσφυγας”, τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια των ιστοριών για τον εξοστρακισμό ολόκληρων πληθυσμών από την Αμερικάνικη ήπειρο.

Βαθιά πολιτικό βιβλίο, αλλά και ταυτόχρονα πολύ προσωπικό, το “Αρχείο των Χαμένων Παιδιών” είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, που θίγει συνεχώς καταστάσεις και προβληματισμούς. Οι έννοιες του “εξόριστου” και του “διαφορετικού/άλλου”, της οικογένειας και της σύνδεσης των μελών που την απαρτίζουν, της αγάπης και της απομάκρυνσης. Είναι ένα βιβλίο που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν και ένα μελλοντικό κλασσικό έργο αναφοράς.

Βαθμολογία 87 / 100


 
Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2020 | Permalink
"Ταξιδεύοντας σε ξένη γη"

Ένας πατέρας τριών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους παιδιών, οδηγεί επί ώρες σε ένα χιονισμένο τοπίο, για να φέρει σπίτι τον γιό του που σπουδάζει σε μια μακρινή πόλη, και είναι αποκλεισμένος, καθώς οι εναέριες συγκοινωνίες έχουν διακοπεί λόγω κακοκαιρίας. Στην διάρκεια του ταξιδιού του, θα είναι μόνος με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του. Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας που αφηγείται ο Βορειοϊρλανδός συγγραφέας David Park (Belfast, 1953), στο μυθιστόρημά του «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΓΗ» («Travelling in a strange land») – (εκδ. Gutenberg, μετάφρ. (και ωραία εισαγωγή) Ν.Μάντης, σελ. 233).


Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα θέμα που ίσως θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα μεγάλο διήγημα. Με οδηγό όμως τον συναισθηματισμό και χρησιμοποιώντα πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ύφος, επιτυγχάνει να γράψει ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα για την απώλεια και την λύτρωση, για το τι σημαίνει να είσαι γονιός και για τα μυστικά που θάβουμε βαθιά μέσα μας, μαζί με τις ενοχές μας.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η Μεγάλη Βρετανία αντιμετωπίζει μια από τις χειρότερες κακοκαιρίες των τελευταίων ετών. Ο Λιουκ σπουδάζει στο Σάντερλαντ και δεν μπορεί να βρει μεταφορικό μέσο για να επιστρέψει στο Μπέλφαστ, να περάσει τις γιορτές με την οικογένειά του. Ο πατέρας του, ο Τομ υπό την ισχυρή πίεση της συζύγου του Λόρνα, αποφασίζει να περάσει με το αυτοκίνητό του με φέρι-μποτ, από την Βόρεια Ιρλανδία μέσω Σκωτίας να μεταφέρει τον γιο του, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες υπέφερε από υψηλό πυρετό. Συντροφιά στο μακρύ ταξίδι των χιονισμένων περιοχών της Σκωτίας και της βόρειας Αγγλίας, έχει μόνο τη φωνή του GPS του, τις μουσικές που ακούει, και τις αναμνήσεις του.

«Ξέρω ότι πρέπει να κρατήσω δική μου την ιστορία του Ντάνιελ, να μην αφήσω κανέναν να επινοήσει μιαν άλλη αφήγηση, να επιβάλλει μια διαφορετική ανάγνωση, γιατί εγώ είμαι που πρέπει να βγάλω νόημα απ’ αυτή. Παλεύω κάθε μέρα, κάθε καινούργια μέρα, για να κάνω τούτο το πράγμα, και ίσως με τον καιρό, παρόλο που δεν μπορώ να το φανταστώ εύκολα, ίσως να καταφέρει να γίνει μια ιστορία που να μπορώ να μοιραστώ με τους άλλους, γιατί δεν έχω ανάγκη κανέναν τρελογιατρό για να μου πει ότι η τόσο στενή επαφή μαζί της είναι διαβρωτική και μ’ εμποδίζει να είμαι πλήρως εκείνο που μπορώ και οφείλω να είμαι για τα παιδιά μου. Αυτά είναι πράγματα που τα γνωρίζω μέσα στο κεφάλι μου, αλλά δεν τα έχω νιώσει ακόμη στην καρδιά μου, ή είναι στο είναι μου, ή σε οτιδήποτε είναι απαραίτητο για να μπορέσεις να νιώσεις κάτι πραγματικά.»

Στην αρχή ο Τομ αναπολεί την σύζυγό του και την μικρότερη κόρη, την 10χρονη Λίλι, σκέπτεται την επαγγελματική του καριέρα – είναι φωτογράφος κυρίως γαμήλιων τελετών, την γνωριμία του με την Λόρνα και την επεισοδιακή έναρξη της σχέσης τους. Ο αναγνώστης δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας καλός και στοργικός άνθρωπος, που νοιάζεται για τον πλησίον του, δεν θα διστάσει να σταματήσει το όχημά του, καθυστερώντας το ταξίδι του για να βοηθήσει μια γυναίκα που γλίστρησε το αυτοκίνητό της από το οδόστρωμα και να καλέσει για βοήθεια, παρηγορώντας την μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο και η αστυνομία.

Χωρίς όμως να το αντιληφθεί ο Τομ, υποσυνείδητα, εισέρχονται και οι βαθύτερες και πιο οδυνηρές σκέψεις. Η σκέψη του Ντάνιελ, του μεγαλύτερου γιού του, που στην αρχή απλώς αναφέρεται, έρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, κυριαρχώντας στην ιστορία, και όπως αργόσυρτα και υπομονετικά κυλάει η αφήγηση, μαθαίνουμε τον λόγο. Ένα παιδί με πολλά προσόντα, ατίθασο και ασυμβίβαστο, που μεγαλώνοντας έγινε ένας προβληματικός και παραβατικός έφηβος, μπλεγμένος με ναρκωτικά και ποτό. Ο Τομ σκέπτεται πότε έγινε ο γιος του ένας ξένος, που χάθηκε η επικοινωνία, τι λάθη έκανε – μετανιώνει για τις αντιδράσεις του, όταν ο Ντάνιελ έκλεψε τον επαγγελματικό του εξοπλισμό, διώχνοντας τον από το σπίτι και χάνοντάς τον ίσως οριστικά. Ο Τομ διασχίζει το χιονισμένο τοπίο, αποφασίζοντας να ξεκλειδώσει το «δωμάτιο στο σπίτι της λίμνης» που στοιχειώνει τους εφιάλτες του, και το βιβλίο οδηγείται προς το σπαρακτικό του φινάλε.

«Τι να σκεφτόσουν καθώς κοίταζες τη θάλασσα; Πες μου τώρα Ντάνιελ. Ή μήπως δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το κρύο που πότιζε το δέρμα σου; Με πονάει η σκέψη αυτή, γιατί δεν μπορώ να την κάνω δίχως να σε δω περικυκλωμένο από εκείνο που έδειχνε σαν μια μοναξιά που δεν κατάφερνα να διαπεράσω. Και τώρα στα όνειρά μου, όταν φωνάζω το όνομά σου ξανά και ξανά, η φωνή μου πνίγεται απ’ τον αέρα και το αδιάκοπο παράπονο της ανήσυχης θάλασσας. Μετά δεν έρχεσια σπίτι αλλά μου ζητάς να σε αφήσω κάπου κοντά στο πανεπιστήμιο επιστρέφοντας στην πόλη κι εγώ δεν φεύγω παρά μόνο όταν έχεις εξαφανιστεί τελείως.»

Ο Τομ είναι ένας άνθρωπος που παλεύει με τις ενοχές του, και προσπαθεί να κατανοήσει τη ζωή του και την θέση του ως πατέρας και σύζυγος. Το ταξίδι του σε αυτή την «ξένη γη» (ο συγγραφέας «παίζει» με την αμφίσημη λέξη «Strange», που σημαίνει «ξένος/η» αλλά και «άγνωστος», όπως και «παράξενος»), είναι ουσιαστικά μια πορεία προς τον βαθύτερο εαυτό του, η συνειδητοποίηση κι ο απολογισμός τής μέχρι τώρα ζωής του, για τα λάθη του και τα προβλήματά του, είναι όμως και ένας δρόμος προς την λύτρωση, την ειρήνη με τον εαυτό του.

Ισορροπώντας έξοχα μεταξύ συναισθήματος και μελοδραματισμού, το βιβλίο στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη, συγκινώντας όχι μόνο τους πατέρες αλλά και όσους είναι γονείς. Η απουσία πλοκής σε ένα τόσο βαθύ μυθιστόρημα έρχεται να τονίσει εμφαντικά το γεγονός, ότι δεν χρειάζεται δράση και περιπεπλεγμένες ιστορίες για να σαγηνεύσουν τον αναγνώστη, αλλά ο στοχασμός και η αφηγηματική ικανότητα στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων μπορούν μια χαρά να κάνουν τη δουλειά.

Όπως και στους αριστουργηματικούς «Νεκρούς» του Τζόις, έτσι κι εδώ το χιόνι με την σιωπή του και την λευκότητά του, φωτίζει την καρδιά και τα συναισθήματα των ανθρώπων, και έρχεται να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο την θλίψη και την συντριβή του Τομ, σε αυτό το στιβαρό και υπέροχο μυθιστόρημα, που συγκινεί ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον καθοριστικό ρόλο της μουσικής στο βιβλίο (όπως και σε κάθε Ιρλανδικό μυθιστόρημα ή ταινία), το οποίο είναι γεμάτο από αναφορές σε (έξοχα) τραγούδια και ερμηνευτές – υπάρχει και σχετική λίστα στο Spotify .

Το βραβευμένο «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη», αυτό το ταξίδι από το Μπέλφαστ στο Σάντερλαντ, είναι ένα βιβλίο, που η κάθε παράγραφος μετράει, δεν έχει τίποτα το περιττό. Είναι ένα βιβλίο που περισσότερο το νιώθεις, παρά το περιγράφεις – ένας προσωπικός και πολύ συγκινητικός απολογισμός, ένα ταξίδι προς την συγχώρεση και την συμφιλίωση με τον εαυτό σου.

Βαθμολογία 82 / 100




 
Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020 | Permalink
Δύο πολύ αξιόλογα ελληνικά μυθιστορήματα ("ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ" και "ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ"

Δύο ωραία και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πρόσφατα ελληνικά μυθιστορήματα, παρουσιάζουμε σήμερα με το κείμενο αυτό. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη «ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ», το πέμπτο βιβλίο (τρίτο μυθιστόρημα), της συγγραφέως με το οποίο παρουσιάζει ευχάριστη εξέλιξη, και το βραβευμένο (βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης», ως καλύτερο μυθιστόρημα του 2019), μυθιστόρημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, με τίτλο «ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ», που εισέρχεται με ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο, στον κόσμο του μυθιστορήματος μετά από δύο συλλογές διηγημάτων. 
Ας μιλήσουμε όμως για τα βιβλία πιο αναλυτικά.


Στα πολυτελή ξενοδοχεία των Αθηνών, με την πλεονεκτική θέση να «βλέπουν» την Ακρόπολη, τα καλά και ακριβά δωμάτια έχουν πάντα «θέα Ακρόπολη». Ο όρος είναι κάτι σαν συνθηματικό για τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων αυτών αλλά και για τους τουριστικούς πράκτορες ή τους συχνούς πελάτες τους. Οι (πολλοί) χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Λουκίας Δέρβη (Αθήνα,1972) με τίτλο «ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.212), είναι οι άνθρωποι που εργάζονται και περνάνε πολλές ώρες της ημέρας τους (και της ζωής τους) σε ένα τέτοιο πολυτελές ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος, το Athens Excelsior.

Η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας, εκτυλίσσεται το 1992 λίγους μήνες μετά την δολοφονία του Αξαρλιάν. Κεντρικός ήρωας (και εξόχως ενδιαφέρων λογοτεχνικός χαρακτήρας, που ενδεχομένως θα του άξιζε περισσότερη εμβάθυνση), είναι ο σαραντάρης ρεσεψιονίστ Μάκης Ιγγλέσης, που το χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής του εμφάνισης είναι το πρόβλημα που έχει το πόδι του, με αποτέλεσμα να το σέρνει - κάτι που προσέχει ο σχετικά άγνωστος τότε, πολύ παρατηρητικός Κέβιν Σπέισι, όταν διαμένει ως πελάτης στο ξενοδοχείο, με αποτέλεσμα να το μιμηθεί και να αποσπάσει το πρώτο του Όσκαρ στους «Συνήθεις Ύποπτους» του 1995 - ένα από τα αρκετά «κλεισίματα του ματιού» της συγγραφέως προς τον αναγνώστη.


Ο Ιγγλέσης, έχασε πρόσφατα την μητέρα του, κάτι που τον έχει συνταράξει και βρίσκεται προ μεγάλων αλλαγών και αποφάσεων στη ζωή του. Ο δεύτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η όμορφη Θέκλα, που εργάζεται ως καμαριέρα στο executive floor του ξενοδοχείου, εξυπηρετώντας τα προνομιούχα δωμάτια που προσφέρουν τη θέα στον «ιερό βράχο». Η Θέκλα, έχει ένα παιδί και είναι χωρισμένη και πολύ κακοποιημένη από τον γάμο της με τον Παρμενίωνα, που είχε διατελέσει συνάδελφός της στο ξενοδοχείο και πλέον, μετά τον χωρισμό του με την Θέκλα δούλευε ως σεκιουριτάς σε νυχτερινό κέντρο. Ο Ιγγλέσης, ξεχώρισε την Θέκλα από τότε που είχε πρωτοέρθει εκείνη στο ξενοδοχείο, πληγώθηκε όταν επίλεξε τον Παρμενίωνα, με τον οποίο ήταν φίλοι, αλλά πλέον κάνει όνειρα ότι μπορεί η χυμώδης καμαριέρα να τον κοιτάξει ερωτικά. Η ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά, θα προκύψει μετά την παράκληση της Θέκλας, που μετά δυσκολίας τα φέρνει βόλτα, να της δανείσει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, που ο Ιγγλέσης το κάνει με προθυμία.

«Πάνω στην ώρα χτύπησε το μπίπερ της για να την ειδοποιήσουν από κάτω ότι τη ζητούσε η κυρία Ανδρόνικου. Ήθελε πάλι, όπως σε κάθε διαμονή της στο Athens Excelsior, να της βάλει η Θέκλα μια λεκάνη με κρύο και μια με ζεστό νερό για να κάνει ποδόλουτρο και μετά να της τρίψει τις πατούσες για πέντε λεπτά, μαλακά, λίγο πιο έντονα από χάδι. Ειδική απαίτηση, παρατυπία, που δεν περιλαμβανόταν ούτε κατά διάνοια στα καθήκοντά της, αλλά είχε συμφωνήσει γιατί γι' αυτή την υπηρεσία η κυρία Ανδρόνικου της έδινε πέντε χιλιάδες δραχμές τη φορά. Και ήταν κανόνας απαράβατος να μένει η Θέκλα αμίλητη, μετά τον χαιρετισμό τίποτα, ούτε κιχ.(...) Κατά βάθος, πίσω από τα ψεύτικα χαμόγελα και την επιτηδευμένη ευγένεια, την όλο σεβασμό σιωπή της, η Θέκλα την περιφρονούσε. Ένιωθε να τη χωρίζει μια άβυσσος από τους πελάτες του Athens Excelsior, των οποίων τον απόπατο ήταν αναγκασμένη να καθαρίζει. Όλοι αυτοί ήταν απλώς τυχεροί επειδή είχαν λεφτά. »

Γύρω τους περιστρέφονται, αρκετοί υπάλληλοι του ξενοδοχείου - χαζοχαρούμενες νεαρές ρεσεψιονίστ, μπελ μπόις, εκπαιδευόμενες που θέλουν να κάνουν καριέρα, καμαριέρες, στελέχη της Διεύθυνσης, πελάτες και άλλοι. Ένας κόσμος που η Δέρβη, με εντυπωσιακά συγκροτημένο ύφος, απεικονίζει ως θεατρικό σκηνικό, όπου η κίνηση είναι συνεχής και η ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ζωντανή. Το ξενοδοχείο παρουσιάζεται στην καθημερινότητά του, πίσω από την λαμπερή βιτρίνα, με τους (πάντα κι αναγκαστικά χαμογελαστούς) ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό, να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, με τα άγχη και τις αγωνίες τους, με τους έρωτες, τη μοναξιά και τα πάθη τους.

Σε αυτό, το καλύτερο έως τώρα μυθιστόρημά της, η Λουκία Δέρβη, παρουσιάζει εντυπωσιακή βελτίωση. Με απλό και συγκροτημένο ύφος και έντονη θεατρικότητα στους διαλόγους και στην ατμόσφαιρα, περιγράφει τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο κόσμων - των εύπορων πελατών και των βιοπαλαιστών υπαλλήλων. Μπορεί να λείπει η ένταση και κάποια από τα θέματα που θίγονται να μένουν ημιτελή ως προς την πλοκή, αλλά το «Θέα Ακρόπολη" (δυστυχώς με ένα εξώφυλλο που το αδικεί), με τον ωραίο του ρυθμό και τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, είναι ένα πολύ αξιόλογο μυθιστόρημα, με μια δημιουργό που βαδίζει με σταθερά βήματα προς την ωριμότητα.

Πολύ πιο περιπεπλεγμένα παρουσιάζονται τα πράγματα για τον Βαγγέλη, τον ήρωα του πολύ καλού μυθιστορήματος «ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ» του Ιάκωβου Ανυφαντάκη (Ηράκλειο Κρήτης, 1983) - (εκδ. Πατάκης, σελ.340), ενός πολυεπίπεδου και ιδιαίτερα φιλόδοξου βιβλίου, με το οποίο ο ικανότατος συγγραφέας, που γνωρίσαμε από τις συλλογές διηγημάτων του, κάνει την πρώτη (αρκετά επιτυχημένη) προσπάθειά του στο μυθιστόρημα.

Το «Κάποιοι άλλοι» είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται μεταξύ Αθηνών, Γκανσκ της Πολωνίας, Τρικάλων και Αγίου Νικολάου Κρήτης σε μια πλοκή που δείχνει χαοτική (και σε κάποια σημεία είναι) και αδιέξοδη, για να ισορροπήσει προς το τέλος του βιβλίου. Ο Βαγγέλης και η Μάρω, ένα νιόπαντρο ζευγάρι νέων ανθρώπων που ξενιτεύονται λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο Βαγγέλης, είχε μια αξιόλογη καριέρα ως δημοσιογράφος, ώσπου η κρίση χτυπάει το επάγγελμα του, απολύεται και το μέλλον στην Αθήνα δείχνει ζοφερό. Η Μάρω είναι γιατρός, έχει σπουδάσει στην  Πολωνία, οπότε δεν είναι δύσκολο για εκείνη να βρει δουλειά σε νοσοκομείο του Γκντασκ. Η Μάρω δουλεύει ατελείωτες ώρες, ο Βαγγέλης προσπαθεί να ξεπεράσει τον θυμό του, το σοκ της απόλυσης και να ξαναβρεί τον εαυτό του.


«Γνώρισα την Μάρω όπως πρέπει να γνωρίζονται τα ζευγάρια: στο Facebook. Δεν υπήρξαν ψευτορομαντικές αηδίες με κεραυνοβόλους έρωτες στο τρένο, ούτε κοινοί γνωστοί που μας προξένεψαν, δεν ήμασταν παιδικοί φίλοι που ανακάλυψαν στα τριάντα το καταπιεσμένο τους πάθος. Έγραφα για θέματα πολιτισμού σε μια μεγάλη εφημερίδα. Της άρεσαν αυτά που έγραφα, μου έστειλε αίτημα φιλίας. Μου άρεσαν οι φωτογραφίες της στο χιονισμένο Γκντασκ, της έστειλα μήνυμα. Μιλήσαμε για μουσική, σινεμά, πολιτική και για οτιδήποτε άλλο μιλάνε δυο άνθρωποι που αποφεύγουν να πουν αυτό που σκέφτονται. »

Ένα βράδυ τρεις άνθρωποι πέφτουν από ένα αεροπλάνο, που πραγματοποιούσε την πτήση Κωνσταντινούπολη-Παρίσι, τα δύο πτώματα έχουν πέσει στο Γκντασκ – το ένα μάλιστα στην ταράτσα του σπιτιού του ζεύγους -, το τρίτο στα περίχωρα του Παρισιού, αν όμως για τους δύο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, ο τρίτος που είχε πέσει σε μια λεωφόρο του Γκντασκ είναι ένας διάσημος μεσήλικας φωτογράφος, που κανείς δεν έχει καταλάβει πως βρέθηκε νεκρός εκεί. Το δημοσιογραφικό ένστικτο του Βαγγέλη αφυπνίζεται και προσπαθεί να σκαλίσει την υπόθεση, να μάθει πράγματα για τη ζωή του Ρέι Πάρκερ, του φωτογράφου αθλητικών εκδηλώσεων και μόδας, που βρήκε τραγικό θάνατο πέφτοντας από τον ουρανό.

Η έρευνα θα τον οδηγήσει σε ένα χάος πληροφοριών, που σχετίζονται με έναν μέτριο Κροάτη τερματοφύλακα που έχει γίνει μεγαλοπαράγων του διεθνούς ποδοσφαίρου, σε μια υπόθεση τόσο μπλεγμένη που χρειάζονται πόροι και πολλά στοιχεία για να την βγάλει εις πέρας. Ο Βαγγέλης επικοινωνεί με τους συγγενείς του Πάρκερ στην Αμερική, με φίλους του και συνεχώς πέφτει σε αντικρουόμενες πληροφορίες. Το ίδιο διάστημα, έχοντας ουσιαστικά ολόκληρη τη μέρα στη διάθεσή του, νιώθει ιδιαίτερη έλξη για μια νεαρή Πολωνέζα με την οποία αθλείται, πέφτει πάνω σε έναν παλιό του φίλο, μεσίτη που είχε καταχραστεί κάποιες χιλιάδες ευρώ από το ζευγάρι, θυμάται τις προβληματικές του σχέσεις με την οικογένεια της Μάρως και τον δεσποτικό εύπορο επαρχιώτη πατέρα της. Η σχέση του με την Μάρω περνάει κρίση και καθώς εκείνος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην έρευνα για τον θάνατο του Ρέι Πάρκερ, τα προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα πυκνώνουν και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη.


Ιστορία ενός λούζερ, σύγχρονο μυθιστόρημα των προσωπικών αδιεξόδων, αλλά και μια ιστορία με στοιχεία νουάρ, το «Κάποιοι άλλοι», απλώνεται σε πολλά πεδία – κάπου είναι «whodunit» αστυνομική έρευνα, σε πολλά σημεία είναι ένα βιβλίο για το αδιέξοδο μιας σχέσης χωρίς πολλή αγάπη, με πολλή αφόρητη ελληνική επαρχία και σκηνές μαγκιάς για να καταλήξει (ίσως αυτό που ήταν από την αρχή) μια υπαρξιακή ιστορία μοναξιάς, χαμένων ευκαιριών, ήττας και διαψευσμένων ελπίδων.

Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικό, αν δεν ήταν τόσο μπερδεμένο και υπερφιλόδοξο (που παλεύει να καλύψει πολλά θέματα με τη μία), και αν του έλειπαν περίπου 100 σελίδες. Δεν πρέπει όμως να αδικούμε την προσπάθεια του Ανυφαντάκη σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που δεν φοβάται να αναμίξει λογοτεχνικά είδη μέσα στο ίδιο βιβλίο, να οικοδομήσει και να οργανώσει σε σημείο την πλοκή δείχνοντας ότι δεν χάνει τον έλεγχο ούτε στιγμή. Η τελική εντύπωση είναι ότι το «Κάποιοι άλλοι», είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα που αφήνει πολλές υποσχέσεις, για την εξέλιξη του συγγραφέα.

Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία): 79 / 100



 
Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2020 | Permalink
"Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό"

Η φήμη που συνοδεύει το μυθιστόρημα «Η ΜΑΝΤΟΝΑ ΜΕ ΤΟ ΓΟΥΝΙΝΟ ΠΑΛΤΟ» («Kürk mantolu madonna») του Τούρκου εκδότη, δημοσιογράφου, πολιτικού ακτιβιστή και συγγραφέα Sabahattin Ali (1907, Αγρίντερε (Αρντίνο) - 1948) είναι μεγάλη. Το βιβλίο που γράφτηκε το 1940-41 και εκδόθηκε το 1943 στην Τουρκία, αφού πρώτα δημοσιευόταν σε συνέχειες επί πολλούς μήνες σε μια εφημερίδα, δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην αρχή, αλλά μετά την δολοφονία του συγγραφέα το 1948 και μέχρι το 1965 έκανε πολλές εκδόσεις. Σιγά-σιγά ξεχάστηκε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια (το 2013) που επανεκδόθηκε στην Τουρκία, και αυτόματα έγινε μπεστ-σέλερ, αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό, η νεότερη κριτική το θεώρησε αριστούργημα και μεταφέρθηκε στο θέατρο. Αυτή η μεγάλη του επιτυχία, έφερε αυτόματα και την μετάφρασή του σε πολλές γλώσσες (οι ξένοι κριτικοί εκστασιάστηκαν), και (ευτυχώς) την έκδοσή του στη χώρα μας από τις (πάντα καλές) εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση και (εξαιρετικό) επίμετρο της Ε.Ι. Σακαλή (σελ.284).

«Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό», ένα εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο, αφηγείται την συγκινητική ιστορία ενός εξαρχής καταδικασμένου έρωτα, τα χρόνια του μεσοπολέμου. Είναι ένα βιβλίο που έχει εγκιβωτισμένο ένα άλλο βιβλίο, με ήρωα έναν καταπιεσμένο άνθρωπο, έναν «αντιήρωα», έναν άνθρωπο χαμένο στα γρανάζια της καθημερινότητας, που έχει την εμφάνιση ενός αδιάφορου και χλιαρού γραφειοκράτη για να αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα ήταν κάποιος άλλος, που είχε βιώσει μια ιστορία πάθους, αλλά η τύχη και οι καταστάσεις δεν τον βοήθησαν.

«Πόσο καλά καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον... Κι εγώ απ' τη μεριά μου, στην κατάσταση που βρισκόμουν, είχα την αξίωση να αναλύσω το μυαλό ενός άλλου, να δω αν η ψυχή του ήταν αμέριμνη ή ταραγμένη. Ακόμη κι ο πιο απλοϊκός, ο πιο μίζερος, ο πιο χαζός άνθρωπος του κόσμου μπορεί να έχει μια υπέροχη, περίπλοκη ψυχή που να σε κάνει να πέφτεις από έκπληξη σε έκπληξη!... Γιατί αποφεύγουμε τόσο να δούμε τι σημαίνει αυτή η αντίφαση και νομίζουμε ότι είναι το πιο εύκολο πράγμα να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα και να κατανοήσουμε ένα ανθρώπινο πλάσμα; Γιατί, ενώ αποφεύγουμε να βγάλουμε μια κρίση για τα χαρακτηριστικά ενός τυριού που το δοκιμάζουμε πρώτη φορά, όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο που συναντούμε τυχαία παίρνουμε μια τελεσίδικη απόφαση και πάμε παρακάτω μ' ελαφριά καρδιά;»

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας ονειροπόλος νέος, που του αρέσει η ποίηση και απολύεται από την τράπεζα στην οποία εργαζόταν. Ένας φίλος από το σχολείο, τον προσλαμβάνει στην εταιρεία του περισσότερο χάριν φιλίας παρά έχοντάς τον ανάγκη. Στο γραφείο που τοποθετείται, έχει απέναντί του, τον Ραΐφ-εφέντη, ο οποίος μεταφράζει από τα Γερμανικά για την εταιρεία – επιστολές, συμβόλαια κλπ. Ο Ραΐφ είναι ένας ήρεμος και σιωπηλός άνθρωπος, που δεν χαίρει μεγάλης δημοτικότητας στο γραφείο, και περνάει τη μέρα του απομονωμένος, συζητώντας μόνο τα απαραίτητα με όλους, συμπεριλαμβανομένου και του αφηγητή. Με τον καιρό ο αφηγητής (που παραμένει ανώνυμος για όλο το βιβλίο) γνωρίζεται καλύτερα με τον Ραΐφ, πηγαίνοντας σπίτι του και βλέποντας ότι εκείνος ζει, σε μια πολυπληθή οικογένεια με κόρες και γιους παντρεμένους, όπου όλοι μαζί ζουν στο ίδιο σπίτι, που έχει πάντα φασαρία και όλοι ζητάνε κάτι από αυτόν τον ταλαίπωρο. Όταν ο Ραΐφ αρρωσταίνει βαριά και βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, εμπιστεύεται ένα τετράδιο στον αφηγητή – ένα μαύρο τετράδιο – ημερολόγιο που βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου του μαζί με ένα μαύρο σαπουνάκι.

Το ημερολόγιο είναι γραμμένο το 1933 και αφηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή του Ραΐφ, δέκα χρόνια πριν, όταν εκείνος πηγαίνει για σπουδές στο Βερολίνο της Γερμανίας. Έχει σταλεί από την οικογένειά του για να μάθει την τέχνη της σαπωνοποιίας, αφού ο πατέρας του είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε σαπούνια. Ο Ραΐφ όμως, δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το επάγγελμα, και τριγυρίζει στους δρόμους μιας πόλης τελείως διαφορετικής από την επαρχιακή και αγροτική πόλη της Τουρκίας στην οποία είχε ζήσει μέχρι τότε. Η κοσμοπολίτικη πόλη συναρπάζει τον άβγαλτο και επαρχιώτη νέο – καμπαρέ, θέατρα, μουσικές, τέχνη παντού, ωραίες γυναίκες να περπατάνε στο δρόμο, να καπνίζουν και να κάθονται στα καφέ, είναι εικόνες πρωτόγνωρες για εκείνον. Μια μέρα ο Ραΐφ θα βρεθεί στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής σε μια γκαλερί της πόλης. Θα σταθεί μπροστά σε έναν πίνακα, μιας ζωγράφου της Μαρίας Πούντερ, είναι μια αυτοπροσωπογραφία της και είναι ο μοναδικός της πίνακας στην έκθεση. Ο πίνακας απεικονίζει μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα γούνινο παλτό, με μια θλιμμένη έκφραση στα μάτια. Ο Ραΐφ μαγνητίζεται και μαγεύεται από τον πίνακα. Θα επισκεφτεί την έκθεση πολλές φορές μόνο και μόνο για να δει τον πίνακα αυτόν.

«Μολονότι ήξερα άπό την πρώτη στιγμή ότι δεν είχα δει ποτέ και πουθενά αυτή τη φυσιογνωμία ή κάποια άλλη που να της έμοιαζε, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι γνωριζόμασταν. Το ωχρό πρόσωπο, τα μαύρα φρύδια και τα μαύρα μάτια, τα πυκνά καστανά μαλλιά και κυρίως αυτή η έκφραση αθωότητας και θεληματικότητας συνάμα, η απέραντη μελαγχολία σε συνδυασμό με την ισχυρή προσωπικότητα, σε καμιά περίπτωση δε μού ήταν ξένα. Αυτή τη γυναίκα εγώ τη γνώριζα ήδη από τους ονειρικούς κόσμους των πέντε μου χρόνων και από τα βιβλία που διάβαζα στα επτά μου.(...) Ήταν ένα κράμα και μια σύνθεση όλων των γυναικών που στοίχειωναν τη φαντασία μου. Φορούσε μια γούνα από αγριόγατα και, μέσα από τη σκιά, ξεπρόβαλλε ένα μικρό κομμάτι του λαιμού σ' ένα θαμπό λευκό χρώμα και, στη συνέχεια, ελαφρά γερμένο στ' αριστερά, ένα οβάλ πρόσωπο. Τα μαύρα μάτια της σαν βυθισμένα σε βαθιές ανεξιχνίαστες σκέψεις κοιτούσαν χαμηλά, και μ' όλο που ήταν σίγουρο ότι δε θα έβρισκαν τίποτα, έψαχναν ν' αρπαχτούν από μια τελευταία ελπίδα. Όμως στο θλιμμένο βλέμα κρυβόταν θαρρείς μια πρόκληση. Ήταν σαν να έλεγε: «Ναι, αυτό που ψάχνω δεν πρόκειται να το βρω...Αλλά και τι έγινε;» »

Μια μέρα η ζωγράφος θα του μιλήσει κι εκείνος θα ταραχτεί ακόμα περισσότερο. Θα την συναντήσει στον δρόμο τυχαία και θα την ακολουθήσει. Εκείνη εμφανίζεται ως τραγουδίστρια σε ένα καμπαρέ, θα της μιλήσει, θα γνωριστούν και θα αρχίσουν να κάνουν παρέα. Η Μαρία Πούντερ, είναι Γερμανοεβραία από την Τσεχία, λίγο απ’ όλα (ζωγράφος, τραγουδίστρια, ίσως και πόρνη), μια γυναίκα μοιραία, που γύρω της οι άντρες στριφογυρίζουν, εκείνος είναι ένας επαρχιώτης Τούρκος, που βγαίνει πρώτη φορά στον αληθινό κόσμο, δειλός και αδαής, άβουλος και γνωρίζοντας ότι η διαμονή του στο Βερολίνο έχει διάρκεια λήξης. Το ερωτικό παιχνίδι καθορίζεται από τις βουλές της Μαρίας, εκείνη τον παρασύρει σε ατελείωτους περιπάτους, σε συναντήσεις σε καφέ και ρεστωράν. Η Μαρία (που θα μπορούσε να έχει βγει από τις σελίδες του «Αντίο Βερολίνο» του Κ. Ίσεργουντ), είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη από τον Ραΐφ, δεν θέλει ερωτήσεις για τη ζωή της, ούτε δεσμεύσεις, δεν δείχνει να έλκεται ιδιαίτερα από εκείνον – ο οποίος είναι βαθιά ερωτευμένος. Θα περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι η ερωτική τους ιστορία να αποκτήσει κάποιο νόημα αλλά το τέλος της θα έρθει σύντομα και δεν θα έχει happy-end, όπως όλες οι ερωτικές ιστορίες στη λογοτεχνία που σέβονται τον εαυτό τους.

Μυθιστόρημα μαθητείας και αυτογνωσίας, αλλά και πολιτική αλληγορία για την νεαρή Τουρκία του Κεμάλ που προσπαθεί να εξευρωπαϊστεί, η «Μαντόνα…» του Αλί είναι ένα μελαγχολικό βιβλίο για τα χαμένα όνειρα, για το «είναι και το φαίνεσθαι» (όπως εύστοχα παρατηρεί η μεταφράστρια κ. Σακαλή στο επίμετρο του βιβλίου). Το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο είναι ευδιάκριτο όπως και η ικανότητα του συγγραφέα στην ψυχολογική αποτύπωση των τριών χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν στην ιστορία – βάζω προφανώς και τον αφηγητή μέσα.

Πάνω απ’ όλα όμως, έχουμε στα χέρια μας ένα θαρραλέο βιβλίο – γραμμένο στην μεταΚεμαλική Τουρκία που έψαχνε τους βηματισμούς της – το οποίο μιλάει για έναν διαπολιτισμικό έρωτα, μια σχέση μεταξύ ενός Τούρκου και μιας Γερμανοεβραίας, δυο ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα, με διαφορετική προσωπικότητα, εκείνη είναι εξωστρεφής και γεμάτη με ανησυχίες, εκείνος είναι ένας καταπιεσμένος και δειλός άνθρωπος (ο ορισμός του «αντιήρωα») που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα στερεότυπα και τις υποχρεώσεις που ορίζουν η κουλτούρα του και η καταγωγή του. Αυτή η καταδικασμένη (εκ των προτέρων) ερωτική ιστορία δεν συγκινεί για την (αναμενόμενη) εξέλιξή της, αλλά για τα χαμένα όνειρα των δύο ηρώων της, για τα παιχνίδια της τύχης που δεν ευνόησαν τους δύο νέους, για τις «αλυσίδες» που είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να τις σπάσεις.


Ωραίο μυθιστόρημα η «Μαντόνα με το γούνινο παλτό», (που έχει μεταφερθεί στο θέατρο και μάλλον σύντομα στον κινηματογράφο), επηρεασμένο από τους Ρώσους κλασσικούς στο ύφος, με πολύ συναισθηματικό βάθος και ιδιαίτερα μελαγχολικό που όμως δείχνει την ηλικία του, καθώς σε πολλά σημεία μοιάζει ξεπερασμένο, παρά τα αναμφίβολα επίκαιρα στοιχεία του. Θεωρείται ημιαυτοβιογραφικό, καθώς ο συγγραφέας έζησε για 18 μήνες στο Βερολίνο και ερωτεύτηκε τρελά την καλλιτέχνιδα «φροϊλάιν Πούντερ» (όπως την αναφέρει σε μια επιστολή του), ενώ υπάρχουν φωτογραφίες του σε δάσος του Βερολίνου με μια γυναίκα που θεωρείται ότι είναι η Μαρία Πούντερ.

Ιδιαίτερα ενεργός ως πολιτικοποιημένος διανοούμενος ο Σαμπαχατίν Αλί, «ενοχλούσε» πολλούς με τις Μαρξιστικές ιδέες του, ερχόμενος συνέχεια σε σύγκρουση με τους φανατικούς Εθνικιστές. Όπως αναφέρει η μεταφράστρια στο επίμετρο του βιβλίου, θα δολοφονηθεί το 1948 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες από έναν πρώην αξιωματικό του στρατού, διότι (όπως εκείνος ισχυρίστηκε) «προσέβαλε τα εθνικά του αισθήματα». Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε τετράχρονη φυλάκιση (!) και εξέτισε μόνο τέσσερις εβδομάδες από την ποινή του. Η τσάντα του Σ. Αλί με τα προσωπικά του αντικείμενα ακόμα δεν έχει παραδοθεί στην κόρη του.

Βαθμολογία 80 / 100



 
Σάββατο, Ιουλίου 11, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουλίου 11, 2020 | Permalink
Λούσυ Μπάρτον, ένα στοχαστικό autofiction

Πως ορίζουμε το παρελθόν μας; Οι περισσότεροι, θεωρώ, ως ένα μάλλον ατελές και ίσως επινοημένο σύμπαν, που αφορά κάποιον άλλον και όχι εμάς. Έχουμε άλλωστε, αλλάξει τόσο πολύ από τότε. Ο Hartley το προσδιόρισε πολύ ωραία σε μια από τις πιο εμβληματικές προτάσεις στην ιστορία της Λογοτεχνίας: «The Past is a foreign country. They do things differently there…». Από την άλλη, το παρελθόν μας, μάς συνοδεύει πάντα – είναι συνεχώς δίπλα μας, μας καθορίζει.
Σε αυτά τα διλήμματα μπαίνει η ομώνυμη ηρωίδα του μυθιστορήματος της Αμερικανίδας Elizabeth Strout (1956, Portland Maine), «ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΥΣΥ ΜΠΑΡΤΟΝ» («My name is Lucy Barton») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Ζαχαριάδου, σελ. 182), ένα ωραίο και χαμηλότονο βιβλίο που ανήκει στην κατηγορία του autofiction («αυτομυθοπλασία»), φαινομενικά απλό αλλά ουσιαστικά πολύπλοκο, στοχαστικό και διεισδυτικό.


Η συγγραφέας Λούσυ Μπάρτον περνάει μια μεγάλη περίοδο - γύρω στις εννιά εβδομάδες, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου της Νέας Υόρκης. Μια απλή επέμβαση σκωληκοειδίτιδας, οδήγησε σε έναν συνεχή πυρετό που δεν έλεγε να υποχωρήσει εξασθενώντας και απελπίζοντας την ηρωίδα που βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση αναμονής, μακριά από τον σύζυγο και τις δυο της κόρες. Μια μέρα μετά από μερικές εβδομάδες νοσηλείας, η Λούσι ξυπνάει και βλέπει την μητέρα της με την οποία είχε απομακρυνθεί (χωρίς να ειδωθούν) για πολλά χρόνια, να κάθεται σε μια καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού. Την είχε καλέσει ο σύζυγός της, πληρώνοντας όλα τα έξοδα για πέντε ημέρες, τις οποίες η ηλικιωμένη γυναίκα περνάει σε μια καρέκλα αρνούμενη να φύγει από το δωμάτιο έστω και για λίγες ώρες.

"...Κι εκείνος τότε με κοίταξε, με αληθινή καλοσύνη στο πρόσωπό, και τώρα καταλαβαίνω ότι διέκρινε αυτό που δεν διέκρινα εγώ: ότι παρά την πληρότητα της ζωής μου ήμουν μόνη. Η μοναξιά ήταν η πρώτη γεύση που γεύτηκα στη ζωή μου, και ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη μέσα στο στόμα μου, στις πτυχώσεις του σαν υπενθύμιση."

Οι δύο γυναίκες, θα βρεθούν αναγκαστικά η μια απέναντι στην άλλη και την αρχική αμηχανία, θα διαδεχθούν συζητήσεις ανώδυνες στην αρχή, ουσιαστικές στη συνέχεια. Τα παιδικά χρόνια της ηρωίδας σε ένα απομονωμένο χωριό του Ιλινόις, την φτώχεια και την κακοποίηση, τις σιωπές και την μοναξιά, ξεδιπλώνονται καθώς ο διάλογος "βαθαίνει" και τις ιστορίες για κοινούς γνωστούς διαδέχονται πιο προσωπικά πράγματα. Χρόνια γεμάτα στερήσεις για την Λούσυ Μπάρτον και τα δύο αδέλφια της που ζούσαν σε ένα γκαράζ χωρίς θέρμανση, που η ηρωίδα είχε απωθήσει στις βαθύτερες αναμνήσεις, καθώς πλέον ζει μια αστική ζωή στη Ν.Υόρκη που δεν θυμίζει σε τίποτα το οικογενειακό της παρελθόν, με το πολύ κρύο και την αφόρητη ζέστη, την πείνα και τις σκηνές έντασης, τους συνεχείς εξευτελισμούς και το ξύλο, που ήταν μια καθημερινότητα. Αυτή η "ταξική διαφορά" δημιούργησε το χάσμα μεταξύ της Λούσι Μπάρτον και της οικογένειάς της, που η ηρωίδα προσπαθεί πλέον να γεφυρώσει, αποζητώντας (όπως παλιά) την αγάπη και την αποδοχή της μητέρας της.

Την ιστορία την αφηγείται η ηρωίδα αρκετά χρόνια αφότου συνέβη. Η παρουσία της μητέρας της στο νοσοκομείο, ωθεί την Λούσυ Μπάρτον, να κάνει μια αποτίμηση της ζωής της. Να ξανασκεφτεί τις επιλογές της, που αρκετές ήταν αποτυχημένες, την σχέση της με έναν καλλιτέχνη στο κολλέγιο όταν σπούδαζε που πήγε στραβά, την φιλία της με τον ομοφυλόφιλο ευγενέστατο γείτονά της, τις σχέσεις της με τον σύζυγό της - τον οποίον μετά από κάποια χρόνια θα χωρίσει, τις κόρες της. Μετά από χρόνια μεταφέρει αυτό τα ταξίδι στο παρελθόν σε μια ιστορία για ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, για να ακούσει από την (αναγνωρισμένη συγγραφέα) δασκάλα της, ότι ουσιαστικά περιγράφει μια ιστορία αγάπης.

"...Με ενδιαφέρει πώς βρίσκουμε τρόπους να νιώθουμε ανώτεροι από έναν άλλον άνθρωπο, από μια ομάδα ανθρώπων. Συμβαίνει παντού και συνεχώς. Όπως κι αν το ονομάζουμε, νομίζω πώς πρόκειται για το πιο ποταπό κομμάτι αυτού που είμαστε - αυτή η ανάγκη να βρίσκουμε κάποιον να τον μειώνουμε."


Σε αυτό το στοχαστικό και χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, η Λούσυ Μπάρτον θα συγχωρέσει και θα κρατήσει τις καλές στιγμές μιας βασανισμένης παιδικής ηλικίας, θα συμφιλιωθεί με τους γονείς της και με τον εαυτό της. Μετά το νοσοκομείο, όταν η ηρωίδα θα στείλει μια κάρτα στη μητέρα της, εκείνη θα της απαντήσει με μια κάρτα που απεικονίζει το εμβληματικό κτίριο Κράισλερ - ένα φωτεινό σημείο ορατό από όλους που θα μάχεται αιώνια τα σκοτάδια της ψυχής.

Πολυεπίπεδο βιβλίο το "Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", μιλάει για την συγχώρεση και την συμπόνοια, την μοναξιά και την αγάπη, την οικογενειακή βία, την επιβίωση και την δύναμη της θέλησης. Είναι ένα καθαρά "γυναικείο μυθιστόρημα" (υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να γραφτεί μόνο από γυναίκα συγγραφέα), που ότι χάνει σε ένταση, το κερδίζει στις περιγραφές των μικρών προσωπικών στιγμών, που η Στράουτ χειρίζεται με μεγάλη ικανότητα στην αφήγηση και με υπαινικτικό ύφος, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς (που δεν θα ήταν περίεργο να υπήρχαν) και στηριζόμενη περισσότερο σε αυτά που δεν αναφέρονται αλλά υπονοούνται. Ωραίο μυθιστόρημα, που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον από ψυχαναλυτικής πλευράς - το ότι με κράτησε και το σκεφτόμουν μετά, ενώ δεν με αφορούσε καθόλου, το λες και απόδειξη της αξίας του.

"Αυτόν τον καιρό, θυμάμαι κατά διαστήματα πώς έδυε ο ήλιος στα χωράφια γύρω από το μικρό μας σπίτι το φθινόπωρο.
Τη θέα του ορίζοντα, ολόκληρο τον κύκλο, που αν γυρίσεις κι ο ήλιος δύει πίσω σου, ο ουρανός μπροστά γίνεται ροζ και απαλός, μετά πάλι κάπως γαλάζιος, λες και δεν μπορεί να βάλει φρένο στην ομορφιά του, μετά η γη κοντά στον ήλιο που βασιλεύει σκοτεινιάζει, γίνεται σχεδόν μαύρη κόντρα στο πορτοκαλί της γραμμής του ορίζοντα, αλλά αν γυρίσεις πάλι από την άλλη, η γη είναι ακόμα διαθέσιμη στο μάτι, τόσο απαλή, τα λιγοστά δέντρα, τα σιωπηλά χωράφια με τα σπαρτά για τη χλωρή λίπανση ήδη οργωμένα, κι ο ουρανός, κι αυτός για λίγο ακόμα, κι ακόμα λίγο, ώσπου τελικά να σκοτεινιάσει. Θαρρείς πως εκείνες τις στιγμές μπορεί η ψυχή να είναι ήσυχη.
Ό,τι είναι ζωή μου φαίνεται εκπληκτικό."

Βαθμολογία 81 / 100

Υ.Γ. Το βιβλίο της Στράουτ μεταφέρθηκε την σεζόν που μας πέρασε, με μεγάλη κριτική και εμπορική επιτυχία στο θέατρο, με ερμηνεύτρια την (πάντα εξαιρετική) Laura Linney σε σκηνοθεσία Richard Eyre. Περισσότερες λεπτομέρειες εδώ.