Παρασκευή, Ιουλίου 31, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 31, 2020 | Permalink
"Το αρχείο των χαμένων παιδιών"
"Η
παραμεθόριος είναι ένα ασαφές και αόριστο μέρος
Φτιαγμένο
απ’ τα συναισθηματικά απομεινάρια ενός αφύσικου ορίου.
Βρίσκεται
διαρκώς σε μια μεταβατική κατάσταση.
Κατοικείται
από το ανεπίτρεπτο και το απαγορευμένο"
Gloria Anzaldua “Borderlands/La
Frontera: The New Mestiza
Το
1957, ο Τζακ Κέρουακ εξέδωσε ένα μυθιστόρημα δρόμου, το εμβληματικό "Στο Δρόμο", που έμελλε να γίνει κλασσικό, αντανακλώντας μια ολόκληρη εποχή,
και να διαβάζεται από γενιές αναγνωστών. Πάνω από 60 χρόνια αργότερα, έρχεται η
Μεξικάνα (που ζει στη Νέα Υόρκη και γράφει στα Αγγλικά) συγγραφέας Valeria Luiselli (Πόλη του Μεξικού,
1983), να ανανεώσει το είδος και να γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο, με τίτλο "ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ
ΠΑΙΔΙΩΝ" ("Lost Children Archive") - (εκδ.
Μεταίχμιο, μετάφρ. Βασιλ. Κνήτου, σελ. 500). Ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, που
ουσιαστικά είναι ένα μυθιστόρημα δρόμου ("road
novel"), το οποίο ισορροπεί με ιδανικό τρόπο μεταξύ
δοκιμίου, μυθοπλασίας, αυτο-μυθοπλασίας ("auto-fiction") γραμμένο με πρωτοτυπία και συγγραφική
μαεστρία που εκπλήσσει.
Ένα
ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά ξεκινάνε ένα ταξίδι προς τα νοτιοδυτικά. Δεν
είναι μια συνηθισμένη οικογένεια και αυτό το ταξίδι πρόκειται να είναι το
τελευταίο που θα κάνουν όλοι μαζί γιατί ο χωρισμός του ζευγαριού αποτελεί
μονόδρομο μετά το αδιέξοδο της σχέσης τους. Ο πατέρας σκοπεύει να μείνει με τον
γιό του για καιρό στην Αριζόνα, η μητέρα δεν έχει αυτή την πρόθεση, εξάλλου δεν
ρωτήθηκε ποτέ, ήταν μια απόφαση ζωής του συζύγου που πάρθηκε μονομερώς. Ασχολούνται
και οι δύο με την καταγραφή ήχων ("Oral
Historians" αυτοαποκαλούνται) - έτσι γνωρίστηκαν
άλλωστε δουλεύοντας σε ένα πρότζεκτ στη Νέα Υόρκη, εκείνος έχει ένα γιο δέκα
χρονών, από τον προηγούμενο του γάμο, εκείνη μια κόρη πέντε ετών από τον
προηγούμενό της γάμο. Η αφήγηση γίνεται από την πλευρά της μητέρας κατά το
μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου και κατά ένα μέρος από τον γιο. Όλοι είναι
ανώνυμοι (“μαμά”, “μπαμπάς”, “αγόρι”, “κορίτσι”) στην πλοκή του βιβλίου.
"Κανένας
δεν βλέπει τα παιδιά που φτάνουν τώρα εδώ ως πρόσφυγες ενός πολέμου ανάμεσα σε
δύο ημισφαίρια, ενός πολέμου που απλώνεται τουλάχιστον από τούτα τα βουνά
μπροστά μας μέχρι κάτω, στα νότια των ΗΠΑ και στις βόρειες μεξικανικές ερήμους,
σαρώνοντας τις μεξικανικές οροσειρές, τα δάση και τις ζούγκλες, φτάνοντας στη
Γουατεμάλα, στο Ελ Σαλβαδόρ και στα βουνά Κελάκε στην Ονδούρα. Κανένας δεν
βλέπει αυτά τα παιδιά ως συνέπειες ενός ιστορικού πολέμου που έχει ξεκινήσει
εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Όλοι ρωτούν διαρκώς: "Ποιου πολέμου, που;
Γιατί είναι εδώ; Γιατί ήρθαν στις ΗΠΑ; Τι θα τα κάνουμε;" Κανένας δεν
ρωτάει: "Γιατί έφυγαν από τις πατρίδες τους; "
Ο
σκοπός του ταξιδιού, είναι ότι ο μπαμπάς θέλει να κάνει μια ενδελεχή έρευνα για
τους Απάτσι της Αριζόνα, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της πολιτείας αυτής. Κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού με το αυτοκίνητο, εκείνος θα μαζεύει ήχους από τον
δρόμο - τον ήχο του ανέμου, τον ήχο του χεριού ενός ανθρώπου που ψαχουλεύει τις
τσέπες του, τον ήχο που κάνουν τα δόντια μασώντας φαγητό. Εκείνη – η μαμά -, θα
επικεντρωθεί σε συνεντεύξεις με ανθρώπους των περιοχών που διασχίζουν, θα
καταγράφει αποσπάσματα συζητήσεων σε ντάινερς ή από εκπομπές στο ραδιόφωνο. Στη
Νέα Υόρκη την περιμένει ένα μεγαλύτερο και απαιτητικότερο πρότζεκτ που έχει
βάλει ήδη στα σκαριά, μια έρευνα για τα παιδιά - μετανάστες που διασχίζουν τα
σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού ασυνόδευτα και χωρίς χαρτιά. Την αφορμή για την έρευνα αυτή,
την έδωσε η γνωριμία της με μια Μεξικάνα μετανάστρια που περιμένει τα δύο της
μικρά κορίτσια να έρθουν από το Μεξικό και συνελήφθησαν στα σύνορα. Από τότε
αγνοείται η τύχη τους καθώς βρίσκονται σε ένα κέντρο κράτησης περιμένοντας να
απελαθούν πάλι προς τα πίσω.
Το
μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τέσσερις ενότητες ("Οικογενειακό ηχητικό
τοπίο", "Αναπαράσταση", "Απατσερία", "Το Αρχείο
των Χαμένων Παιδιών") και περιγράφει αυτό το ταξίδι για μια "no man's land" μέσα από τα
μάτια της μητέρας, η οποία διαβάζει ένα βιβλίο με τίτλο "Ελεγείες για
χαμένα παιδιά" μιας Ιταλίδας συγγραφέως που ονομάζεται Έλα Καμποσάντο, που
με αφορμή την Σταυροφορία των Παιδιών το 1212, αφηγείται ελεγειακές ιστορίες για
επτά παιδιά που ταξιδεύουν από διαφορετικά μέρη με βάρκες, πάνω σε βαγόνια
τρένων κλπ. Αποσπάσματα του (επινοημένου αυτού) βιβλίου εισέρχονται στην
αφήγηση, λειτουργώντας ώς ένα εγκιβωτισμένο βιβλίο μέσα στο μυθιστόρημα της
Λουιζέλι.
Από
την αρχή γίνεται σαφές ότι αυτό δεν είναι ένα ταξίδι αναψυχής. Το αυτοκίνητο
διασχίζει μια χώρα γεμάτη από εγκαταλειμμένα βενζινάδικα, ερημωμένα μοτέλ,
κατεστραμμένα εργοστάσια, ρημαγμένες εκκλησίες. Μέσα από ατελείωτες σιωπές
μεταξύ του ζευγαριού και διάφορες ερωτήσεις από τα δυο παιδιά, σταματάνε σε
πόλεις που τους κοιτάνε περίεργα, εχθρικές απέναντι στους ξένους - το
μεξικάνικο look της μητέρας και της κόρης, κεντρίζει το ενδιαφέρον, σε
κάποιους λένε ότι είναι Γάλλοι, σε άλλους ότι παίρνουνε πλάνα για ένα
"σπαγγέτι-γουέστερν"! Κατά την διάρκεια των διαδρομών, ακούνε μουσική
και τραγουδάνε, ακούνε ηχητικά βιβλία με τον προγραμματισμό της συσκευής να
ξεκινάει πάντα με την εισαγωγή του "Δρόμου" του Κόρμακ Μακάρθι,
τρομάζοντάς τους. Η μητέρα πληροφορείται από τα δελτία ειδήσεων, τι γίνεται με
τους μετανάστες στα σύνορα με το Μεξικό, ενώ παρακολουθεί κι ένα ρεπορτάζ για
τα κέντρα κράτησης των παιδιών, βυθιζόμενη όλο και περισσότερο σε αυτή την
ιστορία που μονοπωλεί πλέον τη σκέψη της.
"Η
γενναιοδωρία στον γάμο, η πραγματική και συνεχής γενναιοδωρία, είναι δύσκολη.
Αν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε πως ο σύντροφός μας πρέπει να προχωρήσει ένα βήμα
πιο πέρα από μάς ή ίσως ακόμα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μας, είναι σχεδόν
αδύνατη. Ξέρω ότι δεν ήμουν γενναιόδωρη όσον αφορά τα μελλοντικά επαγγελματικά
σχέδια του άντρα μου - μ' αυτή του την ιδέα περί καταγραφής απόηχων. Όλο αυτό
τον καιρό προσπαθώ πράγματι να τον εκδικηθώ γι' αυτό. Το πρόβλημα- το δικό μου
πρόβλημα - είναι ότι μάλλον είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του ή τουλάχιστον δεν
μπορών να φανταστώ τη ζωή του χωρίς την καθημερινή χορογραφία της παρουσίας του:
τον αφηρημένο, απόμακρο, κάποιες φορές ριψοκίνδυνο τρόπο με τον οποίο κινείται
σ' έναν χώρο όταν συλλέγει ήχους και τη σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του όταν
ξανακούει το υλικό που έχει καταγράψει· τα όμορφα, μελαχρινά, οστεώδη μακριά
του πόδια και την ελαφριά καμπύλη της πλάτης του· τα κοντά σγουρά μαλλιά στον
αυχένα του· και τη διαδικασία, τη σχολαστική και ενστικτώδη συγχρόνως, που
ακολουθεί για να φτιάξει καφέ το πρωί, για να φτιάξει ηχητικά κομμάτια ή
κάποιες φορές για να μου κάνει έρωτα."
Ο
γιος προσπαθεί να μάθει τον χειρισμό μιας πολαρόιντ τραβώντας συνέχεια
φωτογραφίες, το κορίτσι κάνει ερωτήσεις - και τα δύο παιδιά έχουν επίγνωση ότι
κάτι δεν πηγαίνει καλά με τους δυο γονείς κι ότι η οικογένεια βρίσκεται σε μια
παραζάλη. Η στενοχώρια και η αγωνία για την τύχη των χαμένων παιδιών της
Μεξικάνας, που ζήτησε την βοήθεια της μητέρας, δημιουργούν ένα κλίμα δυσθυμίας.
Συνειδητοποιούν ότι είναι κι εκείνοι εξόριστοι στην αχανή τους χώρα με τα
φαράγγια και τις δασώδεις εκτάσεις, εξόριστοι όπως οι Απάτσι κάποτε που χάσανε
τη γη τους, με εμβληματική φιγούρα ανάμεσά τους τον Τζερόνιμο – γι’ αυτό είναι
θεμελιώδες για τον μπαμπά να τους πάει στο μέρος όπου ο Ινδιάνος αρχηγός
παραδόθηκε -, όπως οι Μεξικάνοι πρόσφυγες που προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη
ζωή σε μια περιοχή που κάποτε τους ανήκε.
Μετά
τη μέση του βιβλίου, η Λουιζέλι μετατοπίζει με έξοχη λογοτεχνική ικανότητα, το
βάρος της ιστορίας, χρησιμοποιώντας ως αφηγητή το αγόρι, που βλέποντας την
στασιμότητα και την αδυναμία των γονιών του, να φτάσουν στον προορισμό τους
οδηγεί την κατάσταση στα άκρα "δραπετεύοντας" από το σπίτι που έχουν
νοικιάσει. Δείχνοντας μια εκπληκτική ενσυναίσθηση και ωριμότητα, οδηγεί την
μικρή του αδελφή, στο δικό τους ταξίδι προς το άγνωστο και τα ασαφή πλαίσια που
έχουν τεθεί από τους γονείς τους. Η αγωνία διαδέχεται την αναμονή και το βιβλίο
αποκτάει έναν ρυθμό διαφορετικό.
"Η
δυστυχία μεγαλώνει σιγά σιγά. Φωλιάζει μέσα σου σιωπηρά, λαθραία. Τη θρέφεις,
ταΐζοντάς την κομμάτια του εαυτού σου καθημερινά - είναι το σκυλί που κρατάς
κλειδωμένο στην πίσω αυλή και που, αν το αφήσεις, θα σου δαγκώσει το χέρι. Η
δυστυχία παίρνει χρόνο, αλλά τελικά σε καταλαμβάνει ολοκληρωτικά."
Κινούμενο
σε τρεις άξονες, το εκπληκτικό βιβλίο της Λουιζέλι (που πρέπει να κρατήσουμε το
όνομά της), θίγει το προσφυγικό πρόβλημα, τις οικογενειακές σχέσεις, την κρίση της
χώρας. Η
συγγραφέας “πατάει” πάνω στις αρχετυπικές ιστορίες κατάκτησης της Δύσης –
κάποτε πήγαιναν να αποικίσουν με κάρα (“wagons”),
η μοντέρνα οικογένεια του 21ου αιώνα (παιδιά από διαφορετικούς
γάμους, σύζυγοι ανεξάρτητοι οικονομικά ο ένας από τον άλλον) πάει με ένα “station-wagon” αυτοκίνητο, τότε
οι κίνδυνοι ήταν πολλοί – τώρα μάλλον κινδυνεύεις από τους μπουρτζόβλαχους και τους
σαλεμένους.
Η
ιστορία του βιβλίου, ξεκινάει από ένα άλλο βιβλίο που είχε δημοσιεύσει η
Λουιζέλι το 2017, είναι το “Tell me how it ends: An essay in forty questions”, μια έρευνα πάνω στα παιδιά από το Μεξικό
που φτάνουν στα σύνορα με τις ΗΠΑ ζητώντας άσυλο. Η Λουιζέλι πρόσφερε
εθελοντικά τις υπηρεσίες της, ως μεταφράστρια/διερμηνέας στο Ομοσπονδιακό
Δικαστήριο της Νέας Υόρκης, βοηθώντας τα παιδιά να συμπληρώσουν το φυλλάδιο με τις
40 ερωτήσεις. Η εμπειρία της αυτή, συγκλόνισε την συγγραφέα, που με το “Αρχείο
των Χαμένων Παιδιών”, προσπαθεί (και το καταφέρνει ιδανικά) να συνταιριάξει την
μυθοπλασία με το δοκίμιο (το “fiction” με το “non-fiction”), γράφοντας δύο
διαφορετικά βιβλία χρησιμοποιώντας το ίδιο πρωτογενές υλικό.
"Το
μόνο που βλέπω εκ των υστέρων είναι το χάος της ιστορίας που επαναλαμβάνεται,
ξανά και ξανά, παίζεται από την αρχή, ερμηνεύεται ξανά, και ο κόσμος, με την
τσακισμένη του καρδιά να πάλλεται κάτω απ' τα πόδια μας, να καταρρέει, να τα
ρημάζει όλα ξανά και ξανά καθώς ακολουθεί τον δρόμο του γύρω από τον ήλιο. Και
στη μέση όλων αυτών φυλές, οικογένειες, άνθρωποι, όλα τα όμορφα πράγματα να
συντρίβονται, χαλάσματα, σκόνη, εξάλειψη."
Το
μυθιστόρημα είναι γεμάτο από λογοτεχνικές και μουσικές αναφορές. Βιβλία που
έχουν μπει σε κούτες και συνοδεύουν την οικογένεια στο ταξίδι της, ενδεικτικά της
προσωπικότητας του καθενός, Σούζαν
Σόνταγκ, Αν Κάρσον, Κόρμακ Μακάρθι, Μπολάνιο, “Ο Άρχοντας των μυγών” του W.Golding, τα “Κάντος” του Έζρα
Πάουντ, η “Έρημη Χώρα” του Τ.Σ. Έλιοτ, το (απαραίτητο ευαγγέλιο) “Πέδρο Πάραμο”
του Χουάν Ρούλφο, οι “Ελεγείες από το Ντουίνο” του Ρίλκε, η “Καρδιά του
Σκοταδιού” του Κόνραντ, ενώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού “ακούγονται” τραγούδια
του Bowie, μουσικές του Philip
Glass. Η Λουιζέλι καταφέρνει οι διακειμενικές αναφορές να μη
“βαραίνουν” το βιβλίο της, τις χρησιμοποιεί διακριτικά ενσωματώνοντας βιβλία
και μουσική στην ροή της ιστορίας που αφηγείται, όπως άλλωστε και τις φωτογραφίες
με πολαρόιντ, τους χάρτες και τις ανακοινώσεις.
Η
Βαλέρια Λουιζέλι με το “Αρχείο των Χαμένων Παιδιών” ανανεώνει το είδος του
μυθιστορήματος δρόμου, γράφοντας ένα υβριδικό βιβλίο που παίρνει μαζί του τον
αναγνώστη σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι, σε αυτή την αναζήτηση όχι μόνο των “χαμένων
παιδιών”, αλλά και του εαυτού. Η σκιαγράφηση της ψυχολογίας των παιδιών – του αγοριού
και του κοριτσιού είναι έξοχη και από τις πιο καίριες που μπορεί να συναντήσει
κανείς σε ένα μυθιστόρημα. Η μελαγχολία και το αίσθημα της αποξένωσης που
διαπερνάει την οικογένεια, μεταφέρεται στον αναγνώστη, ενώ η απόγνωση που
αισθάνεται η ηρωίδα του βιβλίου, βλέποντας τις αδιέξοδες προσπάθειές της να βρει
και να μάθει νέα για τα χαμένα παιδιά της Μεξικάνας φίλης της, είναι
διαπεραστική και ταυτόχρονα τρομακτική.
"Όλη
αυτή η χώρα, είπε ο Μπαμπάς, είναι ένα τεράστιο νεκροταφείο, αλλά κάποιοι μόνο
άνθρωποι αποκτούν κανονικούς τάφους, γιατί οι περισσότερες ζωές δεν έχουν καμία
αξία. Οι περισσότερες ζωές σβήνονται, χάνονται ρουφηγμένες απ' τον σκουπιδοφάγο
που αποκαλούμε ιστορία, είπε."
Η
συγγραφέας θέτει συνεχώς ερωτήματα, για την Αμερικάνικη πολιτική στο
προσφυγικό, για τα σύνορα και την ρευστότητά τους μέσα στον ιστορικό χρόνο, για
την μετακίνηση πληθυσμών, για τις γενοκτονίες που άλλοτε θεωρούνται
ανδραγαθήματα και γιορτάζονται με μεγαλοπρέπεια και άλλοτε εγκλήματα, για το
ποιος θεωρείται “πρόσφυγας”, τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια των ιστοριών για
τον εξοστρακισμό ολόκληρων πληθυσμών από την Αμερικάνικη ήπειρο.
Βαθιά
πολιτικό βιβλίο, αλλά και ταυτόχρονα πολύ προσωπικό, το “Αρχείο των Χαμένων
Παιδιών” είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, που θίγει συνεχώς καταστάσεις και προβληματισμούς.
Οι έννοιες του “εξόριστου” και του “διαφορετικού/άλλου”, της οικογένειας και της
σύνδεσης των μελών που την απαρτίζουν, της αγάπης και της απομάκρυνσης. Είναι
ένα βιβλίο που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν και ένα μελλοντικό
κλασσικό έργο αναφοράς.
Βαθμολογία
87 / 100