Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2020 | Permalink
"Η Μαντόνα με το γούνινο παλτό"
Η
φήμη που συνοδεύει το μυθιστόρημα «Η ΜΑΝΤΟΝΑ ΜΕ ΤΟ ΓΟΥΝΙΝΟ ΠΑΛΤΟ» («Kürk mantolu madonna») του Τούρκου εκδότη,
δημοσιογράφου, πολιτικού ακτιβιστή και συγγραφέα Sabahattin Ali (1907, Αγρίντερε
(Αρντίνο) - 1948) είναι μεγάλη. Το βιβλίο που γράφτηκε το 1940-41 και εκδόθηκε
το 1943 στην Τουρκία, αφού πρώτα δημοσιευόταν σε συνέχειες επί πολλούς μήνες σε
μια εφημερίδα, δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην αρχή, αλλά μετά την δολοφονία
του συγγραφέα το 1948 και μέχρι το 1965 έκανε πολλές εκδόσεις. Σιγά-σιγά
ξεχάστηκε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια (το 2013) που επανεκδόθηκε στην
Τουρκία, και αυτόματα έγινε μπεστ-σέλερ, αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό, η
νεότερη κριτική το θεώρησε αριστούργημα και μεταφέρθηκε στο θέατρο. Αυτή η
μεγάλη του επιτυχία, έφερε αυτόματα και την μετάφρασή του σε πολλές γλώσσες (οι
ξένοι κριτικοί εκστασιάστηκαν), και (ευτυχώς) την έκδοσή του στη χώρα μας από
τις (πάντα καλές) εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση και (εξαιρετικό) επίμετρο της
Ε.Ι. Σακαλή (σελ.284).
«Η
Μαντόνα με το γούνινο παλτό», ένα εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο, αφηγείται την
συγκινητική ιστορία ενός εξαρχής καταδικασμένου έρωτα, τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Είναι ένα βιβλίο που έχει εγκιβωτισμένο ένα άλλο βιβλίο, με ήρωα έναν
καταπιεσμένο άνθρωπο, έναν «αντιήρωα», έναν άνθρωπο χαμένο στα γρανάζια της
καθημερινότητας, που έχει την εμφάνιση ενός αδιάφορου και χλιαρού γραφειοκράτη
για να αποδειχτεί ότι στην πραγματικότητα ήταν κάποιος άλλος, που είχε βιώσει
μια ιστορία πάθους, αλλά η τύχη και οι καταστάσεις δεν τον βοήθησαν.
«Πόσο
καλά καταλαβαίνουν οι άνθρωποι ο ένας τον άλλον... Κι εγώ απ' τη μεριά μου,
στην κατάσταση που βρισκόμουν, είχα την αξίωση να αναλύσω το μυαλό ενός άλλου,
να δω αν η ψυχή του ήταν αμέριμνη ή ταραγμένη. Ακόμη κι ο πιο απλοϊκός, ο πιο
μίζερος, ο πιο χαζός άνθρωπος του κόσμου μπορεί να έχει μια υπέροχη, περίπλοκη
ψυχή που να σε κάνει να πέφτεις από έκπληξη σε έκπληξη!... Γιατί αποφεύγουμε
τόσο να δούμε τι σημαίνει αυτή η αντίφαση και νομίζουμε ότι είναι το πιο εύκολο
πράγμα να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα και να κατανοήσουμε ένα ανθρώπινο
πλάσμα; Γιατί, ενώ αποφεύγουμε να βγάλουμε μια κρίση για τα χαρακτηριστικά ενός
τυριού που το δοκιμάζουμε πρώτη φορά, όταν πρόκειται για έναν άνθρωπο που
συναντούμε τυχαία παίρνουμε μια τελεσίδικη απόφαση και πάμε παρακάτω μ' ελαφριά
καρδιά;»
Ο
αφηγητής της ιστορίας είναι ένας ονειροπόλος νέος, που του αρέσει η ποίηση και
απολύεται από την τράπεζα στην οποία εργαζόταν. Ένας φίλος από το σχολείο, τον
προσλαμβάνει στην εταιρεία του περισσότερο χάριν φιλίας παρά έχοντάς τον
ανάγκη. Στο γραφείο που τοποθετείται, έχει απέναντί του, τον Ραΐφ-εφέντη, ο οποίος
μεταφράζει από τα Γερμανικά για την εταιρεία – επιστολές, συμβόλαια κλπ. Ο Ραΐφ
είναι ένας ήρεμος και σιωπηλός άνθρωπος, που δεν χαίρει μεγάλης δημοτικότητας
στο γραφείο, και περνάει τη μέρα του απομονωμένος, συζητώντας μόνο τα
απαραίτητα με όλους, συμπεριλαμβανομένου και του αφηγητή. Με τον καιρό ο
αφηγητής (που παραμένει ανώνυμος για όλο το βιβλίο) γνωρίζεται καλύτερα με τον Ραΐφ,
πηγαίνοντας σπίτι του και βλέποντας ότι εκείνος ζει, σε μια πολυπληθή
οικογένεια με κόρες και γιους παντρεμένους, όπου όλοι μαζί ζουν στο ίδιο σπίτι,
που έχει πάντα φασαρία και όλοι ζητάνε κάτι από αυτόν τον ταλαίπωρο. Όταν ο Ραΐφ
αρρωσταίνει βαριά και βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, εμπιστεύεται ένα
τετράδιο στον αφηγητή – ένα μαύρο τετράδιο – ημερολόγιο που βρισκόταν στο
συρτάρι του γραφείου του μαζί με ένα μαύρο σαπουνάκι.
Το
ημερολόγιο είναι γραμμένο το 1933 και αφηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν στη
ζωή του Ραΐφ, δέκα χρόνια πριν, όταν εκείνος πηγαίνει για σπουδές στο Βερολίνο της
Γερμανίας. Έχει σταλεί από την οικογένειά του για να μάθει την τέχνη της σαπωνοποιίας,
αφού ο πατέρας του είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε σαπούνια. Ο Ραΐφ όμως, δεν δείχνει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το επάγγελμα, και τριγυρίζει στους δρόμους μιας πόλης
τελείως διαφορετικής από την επαρχιακή και αγροτική πόλη της Τουρκίας στην
οποία είχε ζήσει μέχρι τότε. Η κοσμοπολίτικη πόλη συναρπάζει τον άβγαλτο και
επαρχιώτη νέο – καμπαρέ, θέατρα, μουσικές, τέχνη παντού, ωραίες γυναίκες να
περπατάνε στο δρόμο, να καπνίζουν και να κάθονται στα καφέ, είναι εικόνες
πρωτόγνωρες για εκείνον. Μια μέρα ο Ραΐφ θα βρεθεί στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής
σε μια γκαλερί της πόλης. Θα σταθεί μπροστά σε έναν πίνακα, μιας ζωγράφου της Μαρίας
Πούντερ, είναι μια αυτοπροσωπογραφία της και είναι ο μοναδικός της πίνακας στην
έκθεση. Ο πίνακας απεικονίζει μια γυναίκα τυλιγμένη σε ένα γούνινο παλτό, με
μια θλιμμένη έκφραση στα μάτια. Ο Ραΐφ μαγνητίζεται και μαγεύεται από τον
πίνακα. Θα επισκεφτεί την έκθεση πολλές φορές μόνο και μόνο για να δει τον
πίνακα αυτόν.
«Μολονότι
ήξερα άπό την πρώτη στιγμή ότι δεν είχα δει ποτέ και πουθενά αυτή τη
φυσιογνωμία ή κάποια άλλη που να της έμοιαζε, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι
γνωριζόμασταν. Το ωχρό πρόσωπο, τα μαύρα φρύδια και τα μαύρα μάτια, τα πυκνά
καστανά μαλλιά και κυρίως αυτή η έκφραση αθωότητας και θεληματικότητας συνάμα,
η απέραντη μελαγχολία σε συνδυασμό με την ισχυρή προσωπικότητα, σε καμιά
περίπτωση δε μού ήταν ξένα. Αυτή τη γυναίκα εγώ τη γνώριζα ήδη από τους
ονειρικούς κόσμους των πέντε μου χρόνων και από τα βιβλία που διάβαζα στα επτά
μου.(...) Ήταν ένα κράμα και μια σύνθεση όλων των γυναικών που στοίχειωναν τη
φαντασία μου. Φορούσε μια γούνα από αγριόγατα και, μέσα από τη σκιά, ξεπρόβαλλε
ένα μικρό κομμάτι του λαιμού σ' ένα θαμπό λευκό χρώμα και, στη συνέχεια, ελαφρά
γερμένο στ' αριστερά, ένα οβάλ πρόσωπο. Τα μαύρα μάτια της σαν βυθισμένα σε
βαθιές ανεξιχνίαστες σκέψεις κοιτούσαν χαμηλά, και μ' όλο που ήταν σίγουρο ότι
δε θα έβρισκαν τίποτα, έψαχναν ν' αρπαχτούν από μια τελευταία ελπίδα. Όμως στο
θλιμμένο βλέμα κρυβόταν θαρρείς μια πρόκληση. Ήταν σαν να έλεγε: «Ναι, αυτό που
ψάχνω δεν πρόκειται να το βρω...Αλλά και τι έγινε;» »
Μια
μέρα η ζωγράφος θα του μιλήσει κι εκείνος θα ταραχτεί ακόμα περισσότερο. Θα την
συναντήσει στον δρόμο τυχαία και θα την ακολουθήσει. Εκείνη εμφανίζεται ως
τραγουδίστρια σε ένα καμπαρέ, θα της μιλήσει, θα γνωριστούν και θα αρχίσουν να
κάνουν παρέα. Η Μαρία Πούντερ, είναι Γερμανοεβραία από την Τσεχία, λίγο απ’ όλα
(ζωγράφος, τραγουδίστρια, ίσως και πόρνη), μια γυναίκα μοιραία, που γύρω της οι
άντρες στριφογυρίζουν, εκείνος είναι ένας επαρχιώτης Τούρκος, που βγαίνει πρώτη
φορά στον αληθινό κόσμο, δειλός και αδαής, άβουλος και γνωρίζοντας ότι η διαμονή
του στο Βερολίνο έχει διάρκεια λήξης. Το ερωτικό παιχνίδι καθορίζεται από τις βουλές
της Μαρίας, εκείνη τον παρασύρει σε ατελείωτους περιπάτους, σε συναντήσεις σε
καφέ και ρεστωράν. Η Μαρία (που θα μπορούσε να έχει βγει από τις σελίδες του «Αντίο Βερολίνο»
του Κ. Ίσεργουντ), είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη από τον Ραΐφ, δεν θέλει
ερωτήσεις για τη ζωή της, ούτε δεσμεύσεις, δεν δείχνει να έλκεται ιδιαίτερα από
εκείνον – ο οποίος είναι βαθιά ερωτευμένος. Θα περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι η
ερωτική τους ιστορία να αποκτήσει κάποιο νόημα αλλά το τέλος της θα έρθει
σύντομα και δεν θα έχει happy-end, όπως όλες οι ερωτικές ιστορίες στη λογοτεχνία που
σέβονται τον εαυτό τους.
Μυθιστόρημα
μαθητείας και αυτογνωσίας, αλλά και πολιτική αλληγορία για την νεαρή Τουρκία
του Κεμάλ που προσπαθεί να εξευρωπαϊστεί, η «Μαντόνα…» του Αλί είναι ένα
μελαγχολικό βιβλίο για τα χαμένα όνειρα, για το «είναι και το φαίνεσθαι» (όπως εύστοχα
παρατηρεί η μεταφράστρια κ. Σακαλή στο επίμετρο του βιβλίου). Το κοινωνικό και
πολιτικό σχόλιο είναι ευδιάκριτο όπως και η ικανότητα του συγγραφέα στην
ψυχολογική αποτύπωση των τριών χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν στην ιστορία –
βάζω προφανώς και τον αφηγητή μέσα.
Πάνω
απ’ όλα όμως, έχουμε στα χέρια μας ένα θαρραλέο βιβλίο – γραμμένο στην
μεταΚεμαλική Τουρκία που έψαχνε τους βηματισμούς της – το οποίο μιλάει για έναν
διαπολιτισμικό έρωτα, μια σχέση μεταξύ ενός Τούρκου και μιας Γερμανοεβραίας,
δυο ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα, με διαφορετική προσωπικότητα, εκείνη
είναι εξωστρεφής και γεμάτη με ανησυχίες, εκείνος είναι ένας καταπιεσμένος και
δειλός άνθρωπος (ο ορισμός του «αντιήρωα») που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα
στερεότυπα και τις υποχρεώσεις που ορίζουν η κουλτούρα του και η καταγωγή του.
Αυτή η καταδικασμένη (εκ των προτέρων) ερωτική ιστορία δεν συγκινεί για την
(αναμενόμενη) εξέλιξή της, αλλά για τα χαμένα όνειρα των δύο ηρώων της, για τα
παιχνίδια της τύχης που δεν ευνόησαν τους δύο νέους, για τις «αλυσίδες» που
είναι δύσκολο (έως αδύνατο) να τις σπάσεις.
Ωραίο
μυθιστόρημα η «Μαντόνα με το γούνινο παλτό», (που έχει μεταφερθεί στο θέατρο και μάλλον σύντομα στον κινηματογράφο), επηρεασμένο από τους Ρώσους
κλασσικούς στο ύφος, με πολύ συναισθηματικό βάθος και ιδιαίτερα μελαγχολικό που
όμως δείχνει την ηλικία του, καθώς σε πολλά σημεία μοιάζει ξεπερασμένο, παρά τα
αναμφίβολα επίκαιρα στοιχεία του. Θεωρείται ημιαυτοβιογραφικό, καθώς ο
συγγραφέας έζησε για 18 μήνες στο Βερολίνο και ερωτεύτηκε τρελά την καλλιτέχνιδα
«φροϊλάιν Πούντερ» (όπως την αναφέρει σε μια επιστολή του), ενώ υπάρχουν
φωτογραφίες του σε δάσος του Βερολίνου με μια γυναίκα που θεωρείται ότι είναι η
Μαρία Πούντερ.
Ιδιαίτερα
ενεργός ως πολιτικοποιημένος διανοούμενος ο Σαμπαχατίν Αλί, «ενοχλούσε» πολλούς
με τις Μαρξιστικές ιδέες του, ερχόμενος συνέχεια σε σύγκρουση με τους φανατικούς
Εθνικιστές. Όπως αναφέρει η μεταφράστρια στο επίμετρο του βιβλίου, θα
δολοφονηθεί το 1948 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες από έναν πρώην αξιωματικό του
στρατού, διότι (όπως εκείνος ισχυρίστηκε) «προσέβαλε τα εθνικά του αισθήματα».
Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε τετράχρονη φυλάκιση (!) και εξέτισε μόνο τέσσερις
εβδομάδες από την ποινή του. Η τσάντα του Σ. Αλί με τα προσωπικά του
αντικείμενα ακόμα δεν έχει παραδοθεί στην κόρη του.
Βαθμολογία
80 / 100
Δημοσίευση σχολίου