Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020 | Permalink
Δύο πολύ αξιόλογα ελληνικά μυθιστορήματα ("ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ" και "ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ"

Δύο ωραία και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πρόσφατα ελληνικά μυθιστορήματα, παρουσιάζουμε σήμερα με το κείμενο αυτό. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη «ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ», το πέμπτο βιβλίο (τρίτο μυθιστόρημα), της συγγραφέως με το οποίο παρουσιάζει ευχάριστη εξέλιξη, και το βραβευμένο (βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης», ως καλύτερο μυθιστόρημα του 2019), μυθιστόρημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, με τίτλο «ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ», που εισέρχεται με ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο, στον κόσμο του μυθιστορήματος μετά από δύο συλλογές διηγημάτων. 
Ας μιλήσουμε όμως για τα βιβλία πιο αναλυτικά.


Στα πολυτελή ξενοδοχεία των Αθηνών, με την πλεονεκτική θέση να «βλέπουν» την Ακρόπολη, τα καλά και ακριβά δωμάτια έχουν πάντα «θέα Ακρόπολη». Ο όρος είναι κάτι σαν συνθηματικό για τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων αυτών αλλά και για τους τουριστικούς πράκτορες ή τους συχνούς πελάτες τους. Οι (πολλοί) χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Λουκίας Δέρβη (Αθήνα,1972) με τίτλο «ΘΕΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.212), είναι οι άνθρωποι που εργάζονται και περνάνε πολλές ώρες της ημέρας τους (και της ζωής τους) σε ένα τέτοιο πολυτελές ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος, το Athens Excelsior.

Η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας, εκτυλίσσεται το 1992 λίγους μήνες μετά την δολοφονία του Αξαρλιάν. Κεντρικός ήρωας (και εξόχως ενδιαφέρων λογοτεχνικός χαρακτήρας, που ενδεχομένως θα του άξιζε περισσότερη εμβάθυνση), είναι ο σαραντάρης ρεσεψιονίστ Μάκης Ιγγλέσης, που το χαρακτηριστικό στοιχείο της εξωτερικής του εμφάνισης είναι το πρόβλημα που έχει το πόδι του, με αποτέλεσμα να το σέρνει - κάτι που προσέχει ο σχετικά άγνωστος τότε, πολύ παρατηρητικός Κέβιν Σπέισι, όταν διαμένει ως πελάτης στο ξενοδοχείο, με αποτέλεσμα να το μιμηθεί και να αποσπάσει το πρώτο του Όσκαρ στους «Συνήθεις Ύποπτους» του 1995 - ένα από τα αρκετά «κλεισίματα του ματιού» της συγγραφέως προς τον αναγνώστη.


Ο Ιγγλέσης, έχασε πρόσφατα την μητέρα του, κάτι που τον έχει συνταράξει και βρίσκεται προ μεγάλων αλλαγών και αποφάσεων στη ζωή του. Ο δεύτερος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η όμορφη Θέκλα, που εργάζεται ως καμαριέρα στο executive floor του ξενοδοχείου, εξυπηρετώντας τα προνομιούχα δωμάτια που προσφέρουν τη θέα στον «ιερό βράχο». Η Θέκλα, έχει ένα παιδί και είναι χωρισμένη και πολύ κακοποιημένη από τον γάμο της με τον Παρμενίωνα, που είχε διατελέσει συνάδελφός της στο ξενοδοχείο και πλέον, μετά τον χωρισμό του με την Θέκλα δούλευε ως σεκιουριτάς σε νυχτερινό κέντρο. Ο Ιγγλέσης, ξεχώρισε την Θέκλα από τότε που είχε πρωτοέρθει εκείνη στο ξενοδοχείο, πληγώθηκε όταν επίλεξε τον Παρμενίωνα, με τον οποίο ήταν φίλοι, αλλά πλέον κάνει όνειρα ότι μπορεί η χυμώδης καμαριέρα να τον κοιτάξει ερωτικά. Η ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά, θα προκύψει μετά την παράκληση της Θέκλας, που μετά δυσκολίας τα φέρνει βόλτα, να της δανείσει ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, που ο Ιγγλέσης το κάνει με προθυμία.

«Πάνω στην ώρα χτύπησε το μπίπερ της για να την ειδοποιήσουν από κάτω ότι τη ζητούσε η κυρία Ανδρόνικου. Ήθελε πάλι, όπως σε κάθε διαμονή της στο Athens Excelsior, να της βάλει η Θέκλα μια λεκάνη με κρύο και μια με ζεστό νερό για να κάνει ποδόλουτρο και μετά να της τρίψει τις πατούσες για πέντε λεπτά, μαλακά, λίγο πιο έντονα από χάδι. Ειδική απαίτηση, παρατυπία, που δεν περιλαμβανόταν ούτε κατά διάνοια στα καθήκοντά της, αλλά είχε συμφωνήσει γιατί γι' αυτή την υπηρεσία η κυρία Ανδρόνικου της έδινε πέντε χιλιάδες δραχμές τη φορά. Και ήταν κανόνας απαράβατος να μένει η Θέκλα αμίλητη, μετά τον χαιρετισμό τίποτα, ούτε κιχ.(...) Κατά βάθος, πίσω από τα ψεύτικα χαμόγελα και την επιτηδευμένη ευγένεια, την όλο σεβασμό σιωπή της, η Θέκλα την περιφρονούσε. Ένιωθε να τη χωρίζει μια άβυσσος από τους πελάτες του Athens Excelsior, των οποίων τον απόπατο ήταν αναγκασμένη να καθαρίζει. Όλοι αυτοί ήταν απλώς τυχεροί επειδή είχαν λεφτά. »

Γύρω τους περιστρέφονται, αρκετοί υπάλληλοι του ξενοδοχείου - χαζοχαρούμενες νεαρές ρεσεψιονίστ, μπελ μπόις, εκπαιδευόμενες που θέλουν να κάνουν καριέρα, καμαριέρες, στελέχη της Διεύθυνσης, πελάτες και άλλοι. Ένας κόσμος που η Δέρβη, με εντυπωσιακά συγκροτημένο ύφος, απεικονίζει ως θεατρικό σκηνικό, όπου η κίνηση είναι συνεχής και η ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ζωντανή. Το ξενοδοχείο παρουσιάζεται στην καθημερινότητά του, πίσω από την λαμπερή βιτρίνα, με τους (πάντα κι αναγκαστικά χαμογελαστούς) ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό, να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, με τα άγχη και τις αγωνίες τους, με τους έρωτες, τη μοναξιά και τα πάθη τους.

Σε αυτό, το καλύτερο έως τώρα μυθιστόρημά της, η Λουκία Δέρβη, παρουσιάζει εντυπωσιακή βελτίωση. Με απλό και συγκροτημένο ύφος και έντονη θεατρικότητα στους διαλόγους και στην ατμόσφαιρα, περιγράφει τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο κόσμων - των εύπορων πελατών και των βιοπαλαιστών υπαλλήλων. Μπορεί να λείπει η ένταση και κάποια από τα θέματα που θίγονται να μένουν ημιτελή ως προς την πλοκή, αλλά το «Θέα Ακρόπολη" (δυστυχώς με ένα εξώφυλλο που το αδικεί), με τον ωραίο του ρυθμό και τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, είναι ένα πολύ αξιόλογο μυθιστόρημα, με μια δημιουργό που βαδίζει με σταθερά βήματα προς την ωριμότητα.

Πολύ πιο περιπεπλεγμένα παρουσιάζονται τα πράγματα για τον Βαγγέλη, τον ήρωα του πολύ καλού μυθιστορήματος «ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ» του Ιάκωβου Ανυφαντάκη (Ηράκλειο Κρήτης, 1983) - (εκδ. Πατάκης, σελ.340), ενός πολυεπίπεδου και ιδιαίτερα φιλόδοξου βιβλίου, με το οποίο ο ικανότατος συγγραφέας, που γνωρίσαμε από τις συλλογές διηγημάτων του, κάνει την πρώτη (αρκετά επιτυχημένη) προσπάθειά του στο μυθιστόρημα.

Το «Κάποιοι άλλοι» είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται μεταξύ Αθηνών, Γκανσκ της Πολωνίας, Τρικάλων και Αγίου Νικολάου Κρήτης σε μια πλοκή που δείχνει χαοτική (και σε κάποια σημεία είναι) και αδιέξοδη, για να ισορροπήσει προς το τέλος του βιβλίου. Ο Βαγγέλης και η Μάρω, ένα νιόπαντρο ζευγάρι νέων ανθρώπων που ξενιτεύονται λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο Βαγγέλης, είχε μια αξιόλογη καριέρα ως δημοσιογράφος, ώσπου η κρίση χτυπάει το επάγγελμα του, απολύεται και το μέλλον στην Αθήνα δείχνει ζοφερό. Η Μάρω είναι γιατρός, έχει σπουδάσει στην  Πολωνία, οπότε δεν είναι δύσκολο για εκείνη να βρει δουλειά σε νοσοκομείο του Γκντασκ. Η Μάρω δουλεύει ατελείωτες ώρες, ο Βαγγέλης προσπαθεί να ξεπεράσει τον θυμό του, το σοκ της απόλυσης και να ξαναβρεί τον εαυτό του.


«Γνώρισα την Μάρω όπως πρέπει να γνωρίζονται τα ζευγάρια: στο Facebook. Δεν υπήρξαν ψευτορομαντικές αηδίες με κεραυνοβόλους έρωτες στο τρένο, ούτε κοινοί γνωστοί που μας προξένεψαν, δεν ήμασταν παιδικοί φίλοι που ανακάλυψαν στα τριάντα το καταπιεσμένο τους πάθος. Έγραφα για θέματα πολιτισμού σε μια μεγάλη εφημερίδα. Της άρεσαν αυτά που έγραφα, μου έστειλε αίτημα φιλίας. Μου άρεσαν οι φωτογραφίες της στο χιονισμένο Γκντασκ, της έστειλα μήνυμα. Μιλήσαμε για μουσική, σινεμά, πολιτική και για οτιδήποτε άλλο μιλάνε δυο άνθρωποι που αποφεύγουν να πουν αυτό που σκέφτονται. »

Ένα βράδυ τρεις άνθρωποι πέφτουν από ένα αεροπλάνο, που πραγματοποιούσε την πτήση Κωνσταντινούπολη-Παρίσι, τα δύο πτώματα έχουν πέσει στο Γκντασκ – το ένα μάλιστα στην ταράτσα του σπιτιού του ζεύγους -, το τρίτο στα περίχωρα του Παρισιού, αν όμως για τους δύο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, ο τρίτος που είχε πέσει σε μια λεωφόρο του Γκντασκ είναι ένας διάσημος μεσήλικας φωτογράφος, που κανείς δεν έχει καταλάβει πως βρέθηκε νεκρός εκεί. Το δημοσιογραφικό ένστικτο του Βαγγέλη αφυπνίζεται και προσπαθεί να σκαλίσει την υπόθεση, να μάθει πράγματα για τη ζωή του Ρέι Πάρκερ, του φωτογράφου αθλητικών εκδηλώσεων και μόδας, που βρήκε τραγικό θάνατο πέφτοντας από τον ουρανό.

Η έρευνα θα τον οδηγήσει σε ένα χάος πληροφοριών, που σχετίζονται με έναν μέτριο Κροάτη τερματοφύλακα που έχει γίνει μεγαλοπαράγων του διεθνούς ποδοσφαίρου, σε μια υπόθεση τόσο μπλεγμένη που χρειάζονται πόροι και πολλά στοιχεία για να την βγάλει εις πέρας. Ο Βαγγέλης επικοινωνεί με τους συγγενείς του Πάρκερ στην Αμερική, με φίλους του και συνεχώς πέφτει σε αντικρουόμενες πληροφορίες. Το ίδιο διάστημα, έχοντας ουσιαστικά ολόκληρη τη μέρα στη διάθεσή του, νιώθει ιδιαίτερη έλξη για μια νεαρή Πολωνέζα με την οποία αθλείται, πέφτει πάνω σε έναν παλιό του φίλο, μεσίτη που είχε καταχραστεί κάποιες χιλιάδες ευρώ από το ζευγάρι, θυμάται τις προβληματικές του σχέσεις με την οικογένεια της Μάρως και τον δεσποτικό εύπορο επαρχιώτη πατέρα της. Η σχέση του με την Μάρω περνάει κρίση και καθώς εκείνος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην έρευνα για τον θάνατο του Ρέι Πάρκερ, τα προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα πυκνώνουν και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη.


Ιστορία ενός λούζερ, σύγχρονο μυθιστόρημα των προσωπικών αδιεξόδων, αλλά και μια ιστορία με στοιχεία νουάρ, το «Κάποιοι άλλοι», απλώνεται σε πολλά πεδία – κάπου είναι «whodunit» αστυνομική έρευνα, σε πολλά σημεία είναι ένα βιβλίο για το αδιέξοδο μιας σχέσης χωρίς πολλή αγάπη, με πολλή αφόρητη ελληνική επαρχία και σκηνές μαγκιάς για να καταλήξει (ίσως αυτό που ήταν από την αρχή) μια υπαρξιακή ιστορία μοναξιάς, χαμένων ευκαιριών, ήττας και διαψευσμένων ελπίδων.

Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικό, αν δεν ήταν τόσο μπερδεμένο και υπερφιλόδοξο (που παλεύει να καλύψει πολλά θέματα με τη μία), και αν του έλειπαν περίπου 100 σελίδες. Δεν πρέπει όμως να αδικούμε την προσπάθεια του Ανυφαντάκη σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που δεν φοβάται να αναμίξει λογοτεχνικά είδη μέσα στο ίδιο βιβλίο, να οικοδομήσει και να οργανώσει σε σημείο την πλοκή δείχνοντας ότι δεν χάνει τον έλεγχο ούτε στιγμή. Η τελική εντύπωση είναι ότι το «Κάποιοι άλλοι», είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα που αφήνει πολλές υποσχέσεις, για την εξέλιξη του συγγραφέα.

Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία): 79 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home