Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2023 | Permalink
Mbougar Sarr - Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων
«Έπειτα, πολύ καιρό μετά, κατάλαβα: το να έχεις μια πληγή δε συνεπάγεται ότι πρέπει και να τη γράψεις. Δε σημαίνει καν ότι σκέφτεσαι να τη γράψεις. Και δε μιλώ για το αν μπορείς να το κάνεις. Ο χρόνος είναι φονιάς. Σκοτώνει μέσα μας την ψευδαίσθηση ότι οι πληγές μας είναι μοναδικές. Όχι, δεν είναι. Καμιά πληγή δεν είναι μοναδική. Τίποτα ανθρώπινο δεν είναι μοναδικό. Όλα γίνονται φριχτά κοινότοπα με τον χρόνο. Ιδού το αδιέξοδο ž αλλά ακριβώς σ’ αυτό το αδιέξοδο έχει η λογοτεχνία μια πιθανότητα να γεννηθεί.»
 
Σαγηνευτικό και πολυεπίπεδο λογοτεχνικό ταξίδι, μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αναζήτηση ταυτότητας σε μια περιπλάνηση ανά τον κόσμο και τις διαφορετικές ηπείρους, και μια αστυνομικής υφής ιστορία αναζήτησης. Όλα τα παραπάνω (και ακόμα περισσότερα) συνθέτουν το μυθιστόρημα – ποταμός, «Η ΠΙΟ ΜΥΣΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» («La plus secrete memoires des hommes»), του νεότατου Σενεγαλέζου (που ζει στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά) συγγραφέα Mohamed Mbougar Sarr (Ντακάρ Σενεγάλης, 1990) – (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Μ.Πατεράκη-Γαρέφη, σελ.555), ίσως το καλύτερο (σίγουρα το πιο ιντριγκαδόρικο) βιβλίο που διάβασα μέχρι τώρα μέσα στη χρονιά.


«Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων», είναι ένα από τα βιβλία που μιλούν για ένα ολόκληρο σύμπαν, είναι ένας λαβύρινθος, στον οποίον εισέρχεσαι, και αγωνιάς μέχρι να βρεις την έξοδο (αν την βρεις), χάνεσαι, μπερδεύεσαι, ίσως και να κουράζεσαι με τα πολλά αδιέξοδα που θα συναντήσεις, αλλά η λύση είναι πάντα εκεί και ο συγγραφέας που (νιώθεις να) περπατάει μαζί σου, σε παίρνει από το χέρι και μέσα από τους αλληλοσυμπληρώμενους διαδρόμους σε οδηγεί. Είναι ένα βιβλίο που είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσεις, αλλά, και να μιλήσεις γι’ αυτό όσο πιο κατανοητά γίνεται.
 
Ο (φανερός ήρωας του βιβλίου) νεαρός Σενεγαλέζος συγγραφέας Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, ζει στο Παρίσι και προσπαθεί να βρει την λογοτεχνική του φωνή, μέσα από συναντήσεις με συνομήλικούς του συγγραφείς, ετερόκλητες λογοτεχνικές παρέες και ατελείωτες βόλτες στη γαλλική πρωτεύουσα. Μαθητής ακόμα στη Σενεγάλη, είχε βρει σε μια ανθολογία να αναφέρεται το βιβλίο ενός συμπατριώτη του συγγραφέα, κάποιου Τ.Σ.Ελιμάν με τίτλο, «Ο Λαβύρινθος του Απάνθρωπου». Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1938 στη Γαλλία, οι κριτικοί αρχικά είχαν εκστασιαστεί μαζί του και αποκαλείτο «Ο μαύρος Ρεμπό», αλλά αργότερα ο συγγραφέας του, κατηγορήθηκε για αντιγραφή μέρους από άλλα βιβλία ή αποσπασμάτων γνωστών συγγραφέων, και το βιβλίο με τη σύμφωνη γνώμη των εκδοτών του, αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, ο συγγραφέας εξαφανίστηκε χωρίς να υπερασπίσει τον εαυτό του – βασικά ούτε καν ασχολήθηκε, σε λίγο χρόνο, μεσολάβησε κι ο Β παγκόσμιος πόλεμος, όπου οι άνθρωποι είχαν σοβαρότερα θέματα να τους απασχολούν.
 
Ο Ντιεγκάν αφότου έφυγε από τη χώρα του, προσπαθούσε να βρει στο Παρίσι, στα παλαιοβιβλιοπωλεία, ένα αντίτυπο του βιβλίου που απασχολούσε το μυαλό του από τα μαθητικά του χρόνια. Κανείς δεν είχε τίποτα – δεν γνώριζε κάτι. Το 1970 είχε εκδοθεί ένα μικρό βιβλίο από μια Γαλλίδα δημοσιογράφο, με τίτλο «Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο νέγρος Ρεμπό;», με την έρευνα που είχε κάνει η συγγραφέας του για τον Τ.Σ.Ελιμάν, αλλά κι αυτό ήταν δυσεύρετο πλέον. Ο Ντιεγκάν γίνεται συγγραφέας, γράφει ένα βιβλίο που αποτελεί εμπορική αποτυχία αλλά οι κριτικοί τον αναγνωρίζουν ως «νέα ελπιδοφόρα φωνή», και προσπαθεί να γράψει κάτι καλύτερο.
 
Ώσπου ένα βράδυ, πέφτει τυχαία πάνω σε μια συμπατριώτισσα του συγγραφέα , την Σιγκά Ντ. που ήταν πλέον εξηντάρα και θεωρείτο το «μεγάλο όνομα» της Σενεγαλέζικης λογοτεχνικής σκηνής. Η Σιγκά Ντ. όμως παρέμενε μια ωραία γυναίκα και ο Ντιεγκάν παρότι πολλά χρόνια νεότερός της, έλκεται απεριόριστα από αυτήν. Θα πάνε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένει και πάνω στη κουβέντα, θα βγάλει ένα βιβλίο από τη τσάντα της. Είναι «Ο λαβύρινθος του Απάνθρωπου»! Η Σιγκά Ντ. εκπλήσσεται από τη γνώση και την περιέργεια του Ντιεγκάν και του δανείζει το βιβλίο, δίνοντάς του ραντεβού στο Άμστερνταμ, όπου θα τον περιμένει, όταν είναι έτοιμος για να συζητήσουν γι’ αυτό. Ο Ντιεγκάν θα το διαβάσει το ίδιο βράδυ και ξανά το επόμενο μεσημέρι. Γνωρίζει μετά την ανάγνωση, ότι τίποτα απ’ ότι πίστευε για τη Λογοτεχνία και την συγγραφή δεν θα ήταν ξανά το ίδιο!
 
«Θα σου δώσω μια συμβουλή: μην προσπαθείς ποτέ να πεις για τι πράγμα μιλάει ένα μεγάλο βιβλίο. Ή, αν το κάνεις, ιδού η μόνη δυνατή απάντηση: για τίποτα. Ένα βιβλίο μιλάει πάντα για τίποτα και, ωστόσο, όλα είναι εκεί μέσα. Μην ξαναπέσεις ποτέ στην παγίδα να θελήσεις να πεις για τι πράγμα μιλάει ένα βιβλίο που νιώθεις ότι είναι σπουδαίο. Αυτή είναι η παγίδα που σου στήνει η κοινή γνώμη. Οι άνθρωποι θέλουν ένα βιβλίο να μιλάει απαραιτήτως για κάτι. Η αλήθεια, Ντιεγκάν, είναι ότι μόνο ένα βιβλίο μέτριο ή κακό ή κοινότοπο μιλάει για κάποιο πράγμα. Ένα μεγάλο βιβλίο δεν έχει θέμα και δε μιλάει για τίποτα, προσπαθεί απλώς να εκφράσει ή να ανακαλύψει κάποιο πράγμα, αλλά αυτό και μόνο είναι ήδη όλα, και αυτό το κάποιο πράγμα είναι ήδη όλα.»
 
Ο Ντιεγκάν πλέον, εμμονικά αναζητά τα ίχνη του Τ.Σ.Ελιμάν, και το βιβλίο αποκτά τη μορφή ενός λογοτεχνικού θρίλερ, μιας περιπέτειας που τα διάφορα πρόσωπα που εισβάλλουν στη πλοκή, και ο διαφορετικός αφηγηματικός ρυθμός από μέρος σε μέρος του βιβλίου, προσθέτει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία στην ιστορία. Από την Ευρώπη στη Νότια Αμερική και πάλι στην Αφρική – μητέρα των πάντων -, διαβάζουμε για ένα ταξίδι στην ιστορία, από το Ολοκαύτωμα και την Αποικιοκρατία, στον μαγικό ρεαλισμό της Σενεγάλης, στο παρελθόν μιας οικογένειας και στην πολιτική κατάσταση της αφρικανικής χώρας στο σήμερα.
 
Από το Ντακάρ στο Παρίσι και από εκεί στο Μπουένος Άιρες και στο Άμστερνταμ, ο αναγνώστης θα διαβάσει για τον Γκόμπρβιτς και τον Σάμπατο, για φυγάδες Ναζί έως το τραγικό ζευγάρι των εκδοτών του βιβλίου με την μοίρα που καθόρισε η γνωριμία τους με τον Τ.Σ.Ελιμάν. Ο ίδιος ο εξαφανισμένος συγγραφέας (ο κρυφός ήρωας του βιβλίου), θα αποδειχθεί ένας ήρωας «bigger than life», που η τραγική του μοίρα θα τον υποχρεώσει σε μια περιπλάνηση άνευ ορίων και όρων, όπου ότι άγγιζε καιγόταν.
 
«Το κακό είναι το μεγάλο ζήτημα. Η αθωότητα δεν περνάει στη λογοτεχνία. Τίποτα ωραίο δε γράφεται χωρίς μελαγχολία. Μπορείς να τη διασκεδάσεις, να τη μεταμφιέσεις, να την προεκτείνεις σε απόλυτη τραγωδία ή να τη μεταστοιχειώσεις σε ατέρμονη κωμωδία. Όλα επιτρέπονται στις παραλλαγές και στους συνδυασμούς που προσφέρει η λογοτεχνική δημιουργία. Ανασηκώνεις μια καταπακτή θλίψης, και η λογοτεχνία κάνει να ανεβεί ένα πελώριο γέλιο από την τρύπα. Μπαίνεις σ’ ένα βιβλίο όπως σε μια λίμνη πόνου, μαύρη και παγωμένη. Αλλά, στο βάθος της, ακούς ξάφνου τον χαρούμενο σκοπό μιας γιορτής: τανγκό φυσητήρων, ζουκ ιπποκάμπων, τουέρκ χελωνών, μούνγουοκ γιγάντιων κεφαλόποδων. Στην αρχή είναι η μελαγχολία, η μελαγχολία να είσαι άνθρωπος ž η ψυχή που θα ξέρει να την κοιτάξει μέχρι τον πάτο της και να την κάνει ν’ αντηχήσει στον καθένα, μόνον αυτή θα είναι η ψυχή του καλλιτέχνη – του συγγραφέα.»
 

Ο Μπουγκάρ Σαρ, αφιερώνει το βιβλίο του, στον συγγραφέα από το Μάλι, Γιάμπο Ουολογκέμ, που η ιστορία του αποτέλεσε την έμπνευση για το «Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων». Ο Ουολογκέμ (1940-2017), ήταν ο πρώτος Αφρικανός συγγραφέας που απέσπασε ένα Γαλλικό βραβείο, με το πρώτο του μυθιστόρημα «
Le devoir de violence» το 1968. Παρά την αρχική αποθεωτική υποδοχή από τους κριτικούς, αργότερα κατηγορήθηκε για λογοκλοπή από βιβλία του Graham Greene και του Andre Schwarz-Bart. Ο Ουολογκέμ μετά από αυτή την κατακραυγή, αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έγραψε μόνο μερικά παιδικά βιβλία και έζησε σε μια μικρή πόλη του Μάλι διευθύνοντας ένα Κέντρο Νεότητας.
 
Ο Μπουγκάρ Σαρ, όμως στο μυθιστόρημά του, οικοδομεί ένα ολόκληρο λογοτεχνικό σύμπαν (και αυτό θεωρώ ότι αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμά του). Χρησιμοποιώντας διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, ημερολογιακές καταγραφές, θρύλους της χώρας του, ιστορίες που εμπλέκονται η μία μέσα στην άλλη, αυτό που στην τέχνη ονομάζεται «mise en abyme», εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, που εισέρχονται στην μεγαλύτερη «εικόνα» και την τονίζουν ακόμα περισσότερο. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες συναντούν πραγματικούς πρωταγωνιστές της Λογοτεχνίας, πραγματοποιώντας ένα ταξίδι μέσα στα πλαίσια αυτής της Τέχνης και της Θεωρίας της.
 
Τι σήμαινε να είσαι μαύρος συγγραφέας σε μια χώρα που το χρώμα έπαιζε ρόλο και η προσωρινή αποδοχή, ήταν καλή για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα; Πόσο σοβαρά μπορούν να σε πάρουν; Ο Μπουγκάρ Σαρ, στο μυθιστόρημά του, τονίζει την «αφέλεια» των Αφρικανών απέναντι στην χώρα που θαύμαζαν. Από τους Αφρικανούς στρατιώτες που έγιναν τροφή στα κανόνια του Α παγκοσμίου πολέμου, πολεμώντας για μια χώρα που θεωρούσαν «πατρίδα» τους, μέχρι την καχυποψία και την ευκολία του λογοτεχνικού (και όχι μόνο) μικρόκοσμου της Γαλλικής ιντελιγκέτσιας, η απόσταση δεν είναι μεγάλη και ο σπαρακτικός βίος του Τ.Σ.Ελιμάν, ενός ηθελημένα απόκληρου, θα βγάλει στην επιφάνεια όλον τον ρατσισμό και την απογοήτευση.
 
Η αναζήτηση του (φανερού) ήρωα του βιβλίου, του νεαρού Ντιεγκάν, είναι ένα ταξίδι στην ιστορία της λογοτεχνίας, στην ιστορία της πατρίδας του, όπου τα ερωτήματα για την ταυτότητα, την αλήθεια και το ψέμα, την ειλικρίνεια και την παραπλάνηση, το αυθεντικό και το κατασκευασμένο επανέρχονται διαρκώς. Είναι όμως και ένα ενδελεχές πολιτικό σχόλιο για τις συνθήκες που διαμόρφωσαν μια ήπειρο, για τον ρατσισμό σε όλους τους τομείς (από τα Γράμματα μέχρι την καθημερινή ζωή), για την έννοια της φιλίας και της συντροφικότητας, της μοναξιάς και της πικρίας.
 
«Ποια είναι λοιπόν αυτή η πατρίδα; Την ξέρεις: είναι προφανώς η πατρίδα των βιβλίων: των βιβλίων που διάβασες και αγάπησες, των βιβλίων που διάβασες και ντρόπιασες, των βιβλίων που ονειρεύεσαι να γράψεις, των ασήμαντων βιβλίων που έχεις ξεχάσεις και που δεν ξέρεις καν αν τα είχες ανοίξει κάποτε, των βιβλίων που δε θα διαβάσεις ποτέ αλλά που δε θα τα αποχωριζόσουν για τίποτα στον κόσμο, των βιβλίων που περιμένουν την ώρα τους σε μια υπομονετική νύχτα, πριν απ’ το θαμβωτικό λυκόφως των αναγνώσεων της αυγής.»
 
Ο τόσο σαγηνευτικός λογοτεχνικός λαβύρινθος του «Η ΠΙΟ ΜΥΣΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», δεν είναι μόνο ένας ύμνος στη Λογοτεχνία, και στην δύναμη της αφήγησης, αλλά και ένα δώρο στον αναγνώστη, ο οποίος εισέρχεται σε έναν ιστό της αράχνης, από τον οποίο μόνο έκθαμβος μπορεί να βγει. Το πολυφωνικό και πολυεπίπεδο αυτό μυθιστόρημα, που ξαφνιάζει και συγκλονίζει από την πρώτη του σελίδα, είναι ένα ιδιαίτερο παζλ, με τα μυστικά και τους αφρικάνικους θρύλους που περιέχει, τα λογοτεχνικά παιχνίδια και τις παραπομπές που το διατρέχουν, τους γρίφους και τον λογοτεχνικό πλούτο που διαθέτει, απαιτούν αναγνωστική εγρήγορση και επάρκεια, προκαλούν σε σκέψεις και ερωτήματα που γεννιούνται διαρκώς. Το βιβλίο αυτό, είναι ένα αριστούργημα!
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2023 | Permalink
Bournville
Σε ένα κείμενό μου, τέσσερα χρόνια πριν, για τον Jonathan Coe (Worcestershire 1961), και το ωραίο μυθιστόρημά του «ΜΕΣΗ ΑΓΓΛΙΑ», είχα γράψει για τον Βρετανό συγγραφέα, ότι είναι «ανατόμος της (Βρετανικής) κοινωνίας». Αυτός ο χαρακτηρισμός τού ταιριάζει απόλυτα, ίσως και να ισχυροποιείται, στο μυθιστόρημά του, «ΜΠΟΡΝΒΙΛ, ΤΟ ΔΙΑΙΡΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ», («BOURNVILLE») – (εκδόσεις Πόλις, μετάφρ. Α.Τριμπέρη, σελ. 494), όπου ως συνήθως συμβαίνει με τα βιβλία του Coe, έχει στο επίκεντρό του, μια ιστορία που αρχικά, διαβάζεται ευχάριστα και καθώς, η τεράστια αφηγηματική μαεστρία στην αποτύπωση της καθημερινότητας, παρασύρει τον αναγνώστη, εντέχνως ο ικανότατος συγγραφέας περιγράφει τις αλλαγές στην Βρετανική κοινωνία, τις ανατροπές, τις χαρές και τις απογοητεύσεις, συνδυάζοντάς τα με το εύστοχο πολιτικό σχόλιο.


Το Μπόρνβιλ, είναι μια μικρή πόλη στις νοτιοδυτικές περιοχές του Μπέρμιγχαμ, ένα «πρότυπο-χωριό» στη μέση Αγγλία που φτιάχτηκε αρχικά για να εγκατασταθούν οι εργαζόμενοι στην εμβληματική σοκολατοποιία
Cadbury, το οποίο, χρησιμεύει ως καμβάς για να ξεδιπλωθεί ουσιαστικά, η μεταπολεμική πορεία της κοινωνίας της Μεγάλης Βρετανίας, μέσα από την ιστορία τεσσάρων γενεών μιας οικογένειας της περιοχής, που τα όνειρα και τα μικροδράματά τους, οι ευτυχισμένες και οι δυστυχισμένες τους στιγμές, αντανακλούν την εποχή τους.
 
«Δεν μύριζε σοκολάτα, αλλά η σοκολάτα ήταν παντού. Δεν χρειαζόταν να δώσουν ένα όνομα στο εργοστάσιο που δέσποζε στο κέντρο του χωριού. Απλώς το αποκαλούσαν «το Εργοστάσιο». Και μέσα σε εκείνο το εργοστάσιο, έφτιαχναν σοκολάτα. Έφτιαχναν σοκολάτα για περισσότερα από εξήντα χρόνια. Ο Τζον Κάντμπουρι είχε ανοίξει το πρώτο του κατάστημα στο κέντρο του Μπέρμιγχαμ το 1824, πουλώντας κόκκους κακάο για ροφήματα ζεστής σοκολάτας: πιστός κουάκερος, όπως και τα αδέρφια του, έβλεπε το ρόφημα αυτό όχι μόνο σαν θρεπτικό στοιχείο του πρωινού αλλά και σαν ένα υγιεινό υποκατάστατο του αλκοόλ μέσα στη μέρα. Οι δουλειές πήγαιναν όλο και καλύτερα, το ανθρώπινο δυναμικό αυξανόταν, οι εγκαταστάσεις μεγάλωναν, και μετά, το 1879, οι γιοι του αποφάσισαν να μεταφέρουν όλη την παραγωγή έξω από το Μπέρμιγχαμ. Η περιοχή που διάλεξαν ήταν κυρίως πλαγιές με λιβάδια. Το όραμά τους: η αρμονική συνύπαρξη βιομηχανίας και φύσης ž συμβιωτικά, αλληλοεξαρτώμενα. Στην αρχή το εργοστάσιο ήταν μικρό. Ένα μονώροφο κτίριο από κόκκινο τούβλο, ευήλιο χάρη στα μεγάλα παράθυρα στις τρεις πλευρές του, από τα οποία έβλεπες τα καταπράσινα τοπία που το περιέβαλλαν. Δίπλα στο εργοστάσιο δημιουργήθηκαν αθλητικές εγκαταστάσεις, κήποι και παιδικές χαρές. Από εδώ, το κέντρο της πόλης φαινόταν μακρινό. Το μέρος το χαρακτήριζαν χωριό και πράγματι έδινε την αίσθηση χωριού. (…) Όμως οι φιλοδοξίες της οικογένειας Κάντμπουρι δεν τελείωναν εκεί. Οραματίζονταν σπίτια: σπίτια οικονομικά, σπίτια καλοχτισμένα, σπίτια με μεγάλους κήπους, όπου θα άνθιζαν δέντρα και θα καλλιεργούνταν φρούτα και λαχανικά. Ο κουακερισμός, όπως και στο παρελθόν, βρισκόταν στην καρδιά του σχεδίου τους και ο στόχος ήταν «η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης και του εργατικού πληθυσμού, μέσα και γύρω από το Μπέρμιγχαμ, με την παροχή καλύτερων κατοικιών, που θα διέθεταν κήπους και ανοικτούς χώρους για την προσωπική τους ψυχαγωγία».»
 
Έχοντας ο Coe, ως κεντρικό χαρακτήρα στο πολυπρόσωπο μυθιστόρημά του, την Μαίρη Λαμπ, μια γυναίκα που γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και έζησε μέχρι το 2020, και την ιστορία της οικογένειάς της, τους γονείς, τον σύζυγό της, τα τρία της παιδιά και τα εγγόνια της, και χωρίζοντας το βιβλίο σε επτά «επεισόδια» (αν μιλήσουμε με τηλεοπτικούς όρους) ή επτά στιγμές της Ιστορίας, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, από το 1945 έως το 2021, αφηγείται σημαντικά γεγονότα στην οικογενειακή ιστορία της ηρωίδας του, αλλά μέσα από αυτά περιγράφει την Βρετανική κοινωνία και τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτήν, πολιτικές και πολιτιστικές, όπως και το πώς αυτή (η κοινωνία) μορφοποιείται και αντιδρά.
 
Οι επτά ιστορικές «στιγμές» (όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας» είναι: Η «ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη, 8 Μαΐου 1945», «Η στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β, 2 Ιουνίου 1953», «Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου: Αγγλία εναντίον Δυτικής Γερμανίας, 30 Ιουλίου 1966», «Η ανακήρυξη του Κάρολου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας, 1 Ιουλίου 1969», «Ο γάμος του Κάρολου, Πρίγκιπα της Ουαλίας και της Λαίδης Νταϊάνα Σπένσερ, 29 Ιουλίου 1981», «Η κηδεία της Νταϊάνα, Πριγκίπισσας της Ουαλίας, 6 Σεπτεμβρίου 1997» και τέλος, «Η 75η επέτειος της Ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη, 8 Μαΐου 2020».
Όπως διαπιστώνει ο προσεκτικός αναγνώστης, τα γεγονότα δεν είναι ισοβαρούς παγκόσμιου ενδιαφέροντος, αλλά όλα σηματοδοτούν κάτι στο μυθιστόρημα και σε όλα «πρωταγωνιστούν» η Μαίρη Λαμπ και η οικογένειά της, όπως και κάποιοι φίλοι ή συγγενείς τους. Επίσης σε αυτά τα γεγονότα, επικρατεί ομοθυμία στη συγκίνηση και στην τόνωση του ιδιαίτερου πατριωτισμού που χαρακτηρίζει τους Βρετανούς, ενώ αντικατοπτρίζεται το γενικότερο συναίσθημα της χώρας, απέναντι στην Ευρώπη αλλά και στους εαυτούς τους. Παραδείγματος χάριν, το φαινομενικά αδιάφορο (τουλάχιστον στους εκτός της νήσου ανθρώπους) της στέψης του Κάρολου ως Πρίγκιπα της Ουαλίας, δίνει την αφορμή στον Coe, να περιγράψει σε ένα ωραιότατο μέρος του βιβλίου, την αφύπνιση των νεότερων μελών της οικογένειας και την συνειδητοποίηση τους, στα συναισθήματα των Ουαλών απέναντι στους Άγγλους, ή ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, περιγράφει πως υποδέχονται τα μέλη της οικογένειας, τους μακρινούς συγγενείς τους από την Δυτική Γερμανία, που έχουν έρθει να τους επισκεφθούν με αφορμή τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.
 
Έχοντας στο επίκεντρο του βιβλίου μια τυπική βρετανική οικογένεια με θέσεις που ποικίλουν από εθνικιστικές (ο σύζυγος της Μαίρης και ο ένας γιος, έως πιο «φιλοευρωπαϊκές» τα υπόλοιπα μέλη), ο Coe περιγράφει με την γνωστή γλαφυρότητά του, πως αλλάζει η Βρετανική κοινωνία μέσα σ’ αυτές τις επτά περίπου δεκαετίες που διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του. Από το Μπόρνβιλ που δεν είναι πια το ειδυλλιακό χωριό, μέχρι την κοινωνική και πολιτισμική διαστρωμάτωση στην περιοχή με Ινδούς να κατοικούν στην περιοχή και να συμμετέχουν στη ζωή του τόπου ή τις κοινωνικές αλλαγές με την μαύρη σύζυγο ενός από τους γιους της Μαίρης που «σκανδαλίζει» τον πατέρα του, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πως αλλάζει όμως και η επίδραση του εργοστασίου της Cadbury, που τελικά καταλήγει να πουληθεί σε μια πολυεθνική εταιρεία – όπως άλλωστε οι μεγαλύτερες βρετανικές (κάποτε ανθηρές και εμβληματικές) αυτοκινητοβιομηχανίες.
 
Μέσα από την προσπάθεια της σοκολάτας Cadbury, να πάρει άδεια πώλησης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έχοντας περισσότερα φυτικά έλαια και λιγότερη σοκολάτα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί «σοκολάτα» βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών, και είχε άδεια εξαγωγής μόνο για τις Σκανδιναβικές χώρες), παρακολουθούμε και τις δυσκολίες κατανόησης και συνεννόησης με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο Μάρτιν, ο ένας γιος της οικογένειας, που δουλεύει στην Cadbury, συμμετέχει στις συζητήσεις και προσπαθεί να προσεγγίσει τα διάφορα λόμπι, συναντώντας δημοσιογράφους. Οι συζητήσεις καταλήγουν συνήθως σε αδιέξοδο, λύση δεν βρίσκεται, και ο συγγραφέας περιγράφει τον πολιτικό οπορτουνισμό, που με περιπτώσεις σαν αυτήν οδήγησε στην ψήφιση του Brexit, ενώ οι περιγραφές του Μπόρις Τζόνσον (στη θητεία του) ως δημοσιογράφου στις Βρυξέλλες είναι σπαρταριστές.
 
Το μυθιστόρημα φτάνει μέχρι τους πρώτους μήνες της επέλασης του Ιού και τα lockdowns σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, μέχρι να φτάσουν στη Μεγάλη Βρετανία. Μπορεί όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του βιβλίου, το ύφος του Coe να γίνεται περισσότερο πολιτικό και ελαφρώς καταγγελτικό, αλλά γίνεται επίσης και πολύ συναισθηματικό. Οι σελίδες που περιγράφονται οι τελευταίες ημέρες της Μαίρης εν μέσω πανδημίας (χαρακτήρας που βασίστηκε στη μητέρα του συγγραφέα – όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον επίλογο του βιβλίου) είναι αφοπλιστικές και ιδιαίτερα συγκινητικές, καθώς η ηρωίδα του βιβλίου σβήνει μόνη υπακούοντας στους κανονισμούς κατά του Covid.


Από τα παραπάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, το «BOURNVILLE», είναι ένα βιβλίο, με το οποίο ο αναγνώστης «περνάει καλά» μαζί του, ακόμα κι αν μείνει στο πρώτο επίπεδο, της νοσταλγίας και της γλαφυρής αφήγησης, αφήνοντας τις σελίδες να κυλάνε. Όμως το φιλόδοξο μυθιστόρημα του Coe, είναι πολλά παραπάνω από αυτό. Ο συγγραφέας χειρίζεται με άψογο ύφος την έκταση της ιστορίας του σε μια μακρά χρονική περίοδο, όπως και τα πολλά πρόσωπα που εισέρχονται με μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στη πλοκή. Θίγοντας ευαίσθητα θέματα (ο Ουαλικός εθνικισμός, η ξενοφοβία στο βάθος της βρετανικής κοινωνίας, η καθόλου ασήμαντη ιστορία της σοκολατοβιομηχανίας, ο ανταγωνισμός με την Ευρώπη) και εισάγοντάς τα χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, στην ιστορία, ο Coe, αποδεικνύει για άλλη μια φορά την ικανότητά του να περνάει τα σοβαρότερα θέματα με τον πιο φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο.
 
Γλυκόπικρο και εύστοχο το βιβλίο, διαθέτει ατμόσφαιρα και ευαισθησία, μουσικό ρυθμό, ωραίους διαλόγους, ζωντάνια και  ευφυία, (πολύ) χιούμορ και δυναμισμό τονίζοντας εμφατικά την επιστροφή του Coe σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. «Όλα αλλάζουν και όλα μένουν τα ίδια» φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας για τη χώρα του, και το δείχνει με τον πιο πειστικό λογοτεχνικά τρόπο στο υπέροχο (και μάλλον) ελεγειακό του μυθιστόρημα, όπου μιλάει για τα αγαπημένα του θέματα, την Αγγλία, την κοινωνία της, τις αντιθέσεις της και την καθημερινότητα της.
 
Βαθμολογία 85 / 100