Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024 | Permalink
"Πούτζι" - κάτι παραπάνω από μια μυθιστορηματική βιογραφία

 

«Ξέρετε, αγαπητέ μου φίλε, ποτέ η Γερμανία δεν ήταν περισσότερο ο εαυτός της απ’ ό,τι με τον Χίτλερ και υπό την εξουσία του Χίτλερ.»
                                       Hans-Jurgen Syberberg
 
Ένας πανύψηλος άνθρωπος (σχεδόν δύο μέτρα), που είχε το παρατσούκλι «ανθρωπάκος». Ένας μποέμ τύπος που τον ενδιέφερε η τέχνη και η μουσική και έφτασε να γίνει για μια (μικρή έστω) περίοδο ο έμπιστος του Χίτλερ. Αυτός ήταν ο Ερνστ Χανφστέγκλ, ο πανύψηλος συνεργάτης του Χίτλερ, που αποκαλείτο απ’ όλους «Πούτζι» (ανθρωπάκος – παρατσούκλι που του είχε δώσει μια καμαριέρα της οικογένειάς του όταν ήταν δύο ετών), και την ιστορία του περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο, ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Thomas Snegaroff (ε.γ.1974), στη μυθιστορηματική βιογραφία «ΠΟΥΤΖΙ» («Putzi») – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Κ. Γούλα, σελ.417).


Πρόσωπο αμφιλεγόμενο ο Πούτζι, που κανείς μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά στην ερώτηση. Τι ήταν ακριβώς; Ένας «Κλόουν» ή ένα «Τέρας» με αγαθή εμφάνιση; Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και εξαιρετικό στυλ τον βίο και πολιτεία του ανδρός, αλλά κι ο ίδιος νιώθει ότι ο Πούτζι του ξεγλιστράει απ’ τα χέρια – δεν μπορεί (παρά την ογκώδη έρευνα και τις πολλές αναφορές) να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ένα παιχνιδάκι στα χέρια ενός παράφρονα ή ένας άνθρωπος που αναζητούσε με μανία έναν «πατέρα» να ακουμπήσει επάνω του;
 
«Πίσω από τον πιανίστα, πίσω από τον γελωτοποιό που περιέγραφε ο περίγυρος του Χίτλερ, πίσω από τον ευκατάστατο άνδρα που έκανε ό,τι μπορούσε για να δαμάσει το κτήνος, όπως αυτοπροσδιορίζεται ο Πούτζι στα Απομνημονεύματά του, κρυβόταν ένας σκιώδης ιδεολόγος, ένας μεγάλος μαριονετίστας που κουνούσε επιδέξια τα νήματα. Η σκιά όμως ήταν τόσο πυκνή που τον βύθισε μια για πάντα στο απύθμενο σκοτάδι των καιρών. Ο Ντέιβιντ Μάργουελ το βίωσε πριν από μένα: ο Πούτζι κινείται ασταμάτητα και ξεγλιστράει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μας.»
 

Ο Χανφστέγκλ γεννήθηκε το 1877 στο Μόναχο, σε μια οικογένεια εμπόρων τέχνης και το 1911 μετέβη στις Η.Π.Α., να σπουδάσει στο Χάρβαρντ Τέχνη, Φιλοσοφία και Ιστορία – περίοδο που την εκμεταλλεύτηκε δεόντως όταν υπηρέτησε τους Ναζί για να φιλτράρει την εικόνα τους στις Η.Π.Α. – και μετά, ανέλαβε το μικρό οικογενειακό κατάστημα στη Νέα Υόρκη με είδη τέχνης. Δεν πολέμησε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς παρέμεινε στη Ν.Υόρκη, όπου γνωρίστηκε με μποέμ συγγραφείς της εποχής και η έμφυτη ικανότητά του στις δημόσιες σχέσεις τον έβαλε σε κύκλους διανοουμένων. Η οικογένεια όμως δέχτηκε ισχυρά πλήγματα στον πόλεμο, δύο αδέρφια του σκοτώθηκαν και η προσπάθεια για επέκταση της επιχείρησης, στις Η.Π.Α. ναυάγησε. Το 1920 παντρεύτηκε μια Γερμανίδα που ζούσε κι εκείνη στη Ν. Υόρκη, την Χελένα Νιμάγιερ (ένας γάμος που έληξε σχετικά γρήγορα), ενώ προηγουμένως είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες κι έναν μεγάλο έρωτα με την συγγραφέα Τζούνα ΜπαρνςΝυχτοδάσος»). Όταν αναγκάστηκε να κλείσει το κατάστημα της Νέας Υόρκης, γύρισαν πίσω στο Μόναχο.
 
Ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος στο Μόναχο, και ο Χίτλερ είχε φανεί στο προσκήνιο. Οι γνωριμίες του Πούτζι από το Χάρβαρντ, τον καθιστούν ένα άτομο εμπιστοσύνης για να τον φέρει σε επαφή με ανθρώπους από τις Η.Π.Α. (δημοσιογράφους, κυβερνητικούς υπαλλήλους, κατασκόπους – μπορεί όλα αυτά μαζί), που παρακολουθούν τα γεγονότα. Μέσω αυτών, πηγαίνει στις συγκεντρώσεις του Χίτλερ σε μπυραρίες και αλλού, κι ενθουσιάζεται με τις ρητορικές δεξιότητες του. Γνωρίζει τον Χίτλερ, ο οποίος γίνεται στενός φίλος της οικογένειας με την Χελένα να εντυπωσιάζεται τόσο πολύ που όταν κυνηγημένος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 23 καταφεύγει σπίτι τους, του παίρνει το περίστροφο που είχε στρέψει στον εαυτό του, από τα χέρια, παροτρύνοντάς τον να παραδοθεί, λέγοντάς του «θα βγείτε από την φυλακή, ήρωας».


Οι σχέσεις της οικογένειας Χανφστέγκλ, με τον Χίτλερ γίνονται όλο και πιο στενές μετά την φυλακή. Ο Πούτζι παίζει μουσική στις συγκεντρώσεις τους, μαγεύοντας τον Χίτλερ, του γνωρίζει την οικογένεια Βάγκνερ. Χρηματοδοτεί την εφημερίδα του κόμματος, τον γνωρίζει σε ισχυρούς οικονομικά παράγοντες της χώρας, οι οποίοι ενθουσιάζονται μαζί του και προσφέρουν τεράστια ποσά για την άνοδο του κόμματος. Είναι από τους πρώτους αναγνώστες του «Ο αγών μου» και προσπαθεί να τον πείσει, να προσεγγίσει τις Η.Π.Α. (και να γίνει ο «εκλεκτός» τους), καθώς διαβλέπει ότι θα μπορούσαν οι ναζιστικές ιδέες (αντισημιτισμός, εθνικισμός, φυλετική καθαρότητα) να βρουν πρόσφορο έδαφος εκεί – υπήρχε άλλωστε η περίπτωση του Χ.Φορντ που ιδεολογικά συγγένευε με τον Αυστριακό.
Όμως η ταχύτατα ανερχόμενη δημοφιλία και άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, θα φέρουν τον Πούτζι, όλο και πιο κάτω στις προτιμήσεις του Δικτάτορα. Όταν οι Ναζί αναλάβουν την εξουσία, στον Πούτζι ανατίθεται ο ρόλος του Υπεύθυνου για τον Διεθνή Τύπο και κυρίως για τις σχέσεις με τις Η.Π.Α., όπου υπήρχε ισχυρό φιλοναζιστικό κλίμα. Ο Πούτζι βρίσκεται στο στοιχείο του, πηγαίνει από δεξίωση σε δεξίωση, γνωρίζει επώνυμους στις χώρες που επισκέπτεται, συναντιέται με τον Τσώρτσιλ και άλλους, καλλιεργεί ένα πρόσωπο των Ναζί, που έρχεται σε αντιπαράθεση, με την εσωτερική βία που ήδη ασκείται στους πολίτες της χώρας. Η σχέση του όμως με τον Γκαίμπελς δεν είναι καλή και η επιρροή του τελευταίου στον Χίτλερ όλο και μεγαλώνει προς απογοήτευση του Πούτζι που βλέπει να μη τον λαμβάνουν στα σοβαρά. Ήδη παλαιοί γνωστοί και σύντροφοι του Χίτλερ έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται και όταν θα γίνει η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» το 1934, μπορεί και να τη γλυτώνει, επειδή βρισκόταν στις Η.Π.Α.
 
Ο Πούτζι, από εκείνο το σημείο και μετά, κι όταν παύεται από τις αρμοδιότητές του, καθώς η κόντρα με τον Γκαίμπελς έχει οξυνθεί, ζει με τον τρόμο της σύλληψής του. Ο Χίτλερ τον αποφεύγει, κανείς δεν τον παίρνει πλέον στα σοβαρά (τον πήραν άραγε ποτέ;). Θα εκμεταλλευτεί ένα ταξίδι στο Λονδίνο για να ζητήσει καταφύγιο εκεί. Θα παραμείνει έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μεταφερόμενος από φυλακή σε φυλακή, στην Αγγλία, στον Καναδά, στις Η.Π.Α., αλλά θα την γλυτώσει.
 

Ο
Snegaroff, περιγράφει ενδελεχώς έναν άνθρωπο που πίστεψε και λάτρεψε τον Χίτλερ σε σημείο εμμονής. Ο Χίτλερ ήταν τα πάντα γι’ αυτόν, «πατέρας», «αδερφός». Ήταν σαν έρωτας χωρίς σεξουαλικό πρόσημο. Ο Χίτλερ όμως δεν είχε συναισθήματα, απλά έπαιρνε ότι τον βόλευε και μετά τους πετούσε σαν σκουπίδια. Εξάλλου ο Πούτζι αντιπροσώπευε ότι ήθελε να ξεχάσει. Τα πρώτα χρόνια, που ήταν ένα τίποτα και εξαρτιόταν από την προστασία κάποιων ισχυρών, τα χρόνια που φοβόταν και το έδειχνε. Ο αφελής και «ελαφρύς» Πούτζι δεν του χρησίμευε σε κάτι από την στιγμή που ανήλθε στην εξουσία και έπρεπε να παραμερισθεί.
 
Ποιος όμως ήταν ο Πούτζι και πόσα γνώριζε από τα εγκλήματα του καθεστώτος, πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί συνέχιζε να λατρεύει και να υποστηρίζει τον Χίτλερ, ακόμα και στην περίοδο του εγκλεισμού του κατά την περίοδο του πολέμου; Μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του; Μήπως το μόνο που ήθελε ήταν να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο και να πηγαίνει από πάρτι σε πάρτι αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του; Είχε καταλάβει ποτέ τι ακριβώς ήταν ο Χίτλερ ή δεν τον ενδιέφερε;
 
«Η καθημερινή ενοχή μας είναι μεγαλύτερη από την αλλοτινή ενοχή, καθότι είναι πλήρως συνειδητή και ανανεώνεται καθημερινά από την ψυχρή απληστία μας, είναι επίσης μεγαλύτερη λόγω του ότι είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, έτσι που οι νεκροί που έχουμε στη συνείδησή μας ακόμη ψάχνουν τη Νυρεμβέργη τους. Ζούμε σήμερα ανάμεσα σε παιδιά και τα παιδιά φοβούνται όλα τον πατέρα τους, ιδίως όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη, και όταν συνειδητοποιούν την ομοιότητά τους, τη νύχτα, συχνά στη γωνία ενός δρόμου, στη βιτρίνα των μεγάλων καταστημάτων.» Hans-Jurgen Syberberg από ένα αφιέρωμα του Cahiers du cinema σε αυτόν.


Η έρευνα του συγγραφέα είναι εντυπωσιακή. Έχει περπατήσει στους δρόμου του Μονάχου, όπου βρισκόταν το εντυπωσιακό σπίτι των Χανφστέγκλ (πολύ κοντά σε αυτό της οικογένειας Τόμας Μαν), έχει συνομιλήσει με ανθρώπους που είτε γνώριζαν, είτε είχαν ασχοληθεί με την «περίπτωση Πούτζι», διερεύνησε τις σχέσεις και τις υπόγειες διαδρομές επιφανών Αμερικανών με το Ναζιστικό καθεστώς, ενώ παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον η συνομιλία του με τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη Hans-Jurgen Syberberg, που η ταινία του «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία», αποτελεί την καλύτερη ανάλυση για τους Γερμανούς που μπορεί να δει κανείς. Όλα αυτά με την αρωγή του γιου του Πούτζι, που ήταν βαφτισιμιός του Χίτλερ και πολέμησε (καθώς είχε και την Αμερικανική υπηκοότητα υιοθετώντας το όνομα της Αμερικανίδας γιαγιάς του) στον Αμερικανικό στρατό.
 
Ο Snegaroff, ασχολείται με την «μικροϊστορία», με ένα δευτερεύον πρόσωπο της Ιστορίας, έναν άνθρωπο που αποτελεί μάλλον υποσημείωση στην ιστορία της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, έναν άνθρωπο που οι περισσότεροι της εποχής, δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, θεωρώντας τον «γραφικό» (έπαιζε ρόλο το ύψος αλλά και το μάλλον κωμικό ύφος). Ο Πούτζι σε κανένα σημείο δεν γίνεται συμπαθής στον αναγνώστη, περισσότερο απορίες του προκαλεί παρά κάτι άλλο. Απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν, άλλωστε το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία και πέραν των γεγονότων, υπάρχει μυθοπλασία, αλλά μπορούμε μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές συναντήσεων και συζητήσεων, μικρών λεπτομερειών και άλλων, να αντιληφθούμε πως μπορεί κάποιος αφελής ίσως, και όχι ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος να παρασυρθεί από έναν παρανοϊκό ηγέτη (όπως άλλωστε και ένα ολόκληρο έθνος).
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Τετάρτη, Απριλίου 03, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 03, 2024 | Permalink
Graham Greene "Ο επίτιμος πρόξενος"
Είναι ορισμένοι συγγραφείς, που ακόμα και τον τηλεφωνικό κατάλογο να γράψουν, επιβάλλεται να τους διαβάσεις. Ένας από αυτούς είναι ο εξαιρετικός Βρετανός Graham Greene (Αγγλία 1904 – Ελβετία 1991), που προσφέρει εγγυημένη λογοτεχνική απόλαυση σε όλα του τα μυθιστορήματα. «Ο Επίτιμος πρόξενος» («The Honorary Consul»), που κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδ. Πόλις (είχε εκδοθεί και πριν από 35 χρόνια από τις εκδ. Νεφέλη), σε μετάφραση του Αχ. Κυριακίδη (σελ. 387), δεν είναι από τα πιο γνωστά του βιβλία (αδίκως), παρότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του. Ένα βιβλίο που εμπεριέχει μια ιστορία για την αναζήτηση νοήματος, αλλά και ένα βιβλίο λύτρωσης που περιγράφει ένα κόσμο που παραπαίει και είναι χαμένος στο χάος και την αβεβαιότητα.


Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε ένα (πολύ) απομακρυσμένο χωριό της Αργεντινής, σε μια περιοχή που τη χωρίζει από την Παραγουάη ο ποταμός Παρανά (που αποτελεί και μεθοριακή γραμμή μεταξύ των δύο χωρών). Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο νεαρός γιατρός Εδουάρδο Πλαρ, γιος ενός εξόριστου Άγγλου με προοδευτικές ιδέες και μιας Ισπανίδας. Ο πατέρας του Πλαρ, αφού έστειλε την σύζυγό του και τον έφηβο τότε γιο του στο Μπουένος Άιρες, έμεινε στην απέναντι πλευρά και φυλακίστηκε. Πολλά χρόνια μετά μάθανε ότι έχει πεθάνει. Ο Πλαρ έχει επιλέξει να ζήσει κοντά στην πόλη που χάθηκε ο πατέρας του – από την άλλη άκρη του ποταμού -, προσπαθώντας να βρει τον εαυτό του, την ταυτότητά του σε μια πόλη, όπου υπάρχουν κι άλλοι δυο Άγγλοι, με τους οποίους κάνει παρέα, ο εξηντάρης Τσάρλι Φόρτναμ και ο Δόκτωρ Χάμφρις. Ο Φόρτναμ είναι ο επίτιμος πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή, ένας άτυπος τίτλος χωρίς προνόμια, χωρίς αρμοδιότητες, που ο φανατικός πότης και μονίμως μεθυσμένος Φόρτναμ, τον χρησιμοποιεί για να εισάγει πολυτελή αυτοκίνητα ανά διετία χωρίς δασμούς και να τα πουλάει. Έχει δε παντρευτεί την Κλάρα, μια νεαρή πρώην πόρνη, με την οποία ο Πλαρ διατηρεί ερωτική σχέση, που όλη η επαρχιακή πόλη γνωρίζει εκτός του άμεσα ενδιαφερόμενου Φόρτναμ.
 
Είναι οι μέρες που επισκέπτεται την πόλη, ο Αμερικανός πρέσβυς και μια ομάδα ανταρτών, υπό την καθοδήγηση του πρώην συμμαθητή του Πλαρ στο σχολείο, Λεόν Ρίβας, σχεδιάζει την απαγωγή του πρέσβυ, με σκοπό να πιέσει για την απελευθέρωση ομοϊδεατών τους, από τις φυλακές της Παραγουάης. Η απαγωγή όμως εξελίσσεται σε τραγέλαφο, καθώς οι αντάρτες απαγάγουν τον Φόρτναμ, μπερδεύοντας τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Ο Φόρτναμ τραυματίζεται κατά την απόπειρα και έτσι καλείται ο Πλαρ να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες. Ο Πλαρ ήταν συμπαθών προς τους αντάρτες, είτε επειδή ήταν παλιοί συμμαθητές του – με τον δε Λεόν Ρίβας ήταν φίλοι, είτε επειδή θεωρούσε δίκαιο τον αγώνα τους κατά του καταπιεστικού καθεστώτος της Παραγουάης. Ο δε Λεόν Ρίβας που ήταν παππάς και μετά πέταξε το ράσο, είναι ένας άνθρωπος βασανισμένος από τις ηθικές ανησυχίες, που όμως για τους κατοίκους του μικρού και πανάθλιου χωριού όπου βρίσκεται η καλύβα που έχουν καταφύγει, θεωρείται ακόμα ιερέας – μια περίπτωση πολύ συχνή στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες 60-70.
 
Εκεί λοιπόν, που για τον γιατρό Πλαρ, κυλούσε ήρεμα (σχετικά) η ζωή στη μικρή επαρχιακή πόλη, και οι συζητήσεις με ένα συγγραφέα της περιοχής γύρω από το «machismo» - που η ακριβής του έννοια στα ελληνικά, μόνο με τη λέξη «βαρβατίλα» μπορεί να γίνει κατανοητή – που είναι διάχυτο στη Λατινοαμερικάνικη κουλτούρα και γενικότερα για τη λογοτεχνία και την φιλοσοφία, ήταν απολαυστικές, τώρα με την απαγωγή, η κατάσταση γίνεται περίπλοκη και άκρως βασανιστική για τον Πλαρ, που δεν μπορεί να περιμένει κάτι καλό να βγει από αυτή.
 
«Στα δεκατέσσερά του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που’ χε κάνει τον πατέρα του να μείνει στην ποταμίσια αποβάθρα της παλιάς πρωτεύουσας. Χρειάστηκε να ζήσει κάμποσα χρόνια στο Μπουένος Άιρες μέχρι ν’ αρχίσει να καταλαβαίνει πως ή ζωή του εξόριστου μόνο απλή δεν ήταν: πολύ χαρτομάνι, πολλές επισκέψεις σε κρατικές υπηρεσίες. Το απλό ανήκε δικαιωματικά στους γηγενείς, σ’ εκείνους που θεωρούσαν τις συνθήκες της ζωής, όσο παράξενες κι αν ήταν, δεδομένες. Η ισπανική γλώσσα έχει λατινικές ρίζες, και οι Λατίνοι ήταν απλοί άνθρωποι. Η λέξη «machismo» - ο κακώς εννοούμενος ανδρισμός – ήταν το ισπανικό αντίστοιχο της λατινικής «virtus». Καμία σχέση με το αγγλικό θάρρος ή την αγγλική φλεγματικότητα. Ίσως ο πατέρας του, αλλοδαπός όπως ήταν, προσπαθούσε να μιμηθεί το machismo όταν επέλεξε ν’ αντιμετωπίσει μονάχος του τους καθημερινά αυξανόμενους κινδύνους στην άλλη πλευρά των παραγουανών συνόρων, αλλά το μόνο που’ χε δείξει στην αποβάθρα ήταν το φλέγμα.»
 
Ο Πλαρ, άθελά του, γίνεται συνεργός των ανταρτών, καθώς γνώριζε ότι κάτι ετοιμάζουν, και η κλήση του στην καλύβα-κρησφύγετο, με τον απαχθέντα Φόρτναμ, να αντιλαμβάνεται την παρουσία του, μετατρέπει τα πράγματα σε πολύ σοβαρά. Η ατμόσφαιρα στην καλύβα γίνεται ασφυκτική, οι προσπάθειες για εκβιασμό των αρχών αποτυγχάνουν καθώς οι Βρετανοί αδιαφορούν για την τύχη του συμπατριώτη τους, βρίσκουν δε και αφορμή για να τον απαλλάξουν και τυπικά από οποιοδήποτε τίτλο, οι δε αντάρτες συνειδητοποιούν σιγά-σιγά ότι, μόνο ένα αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει. Ο Λεόν Ρίβας συνεχίζει να προβληματίζεται και επαναφέρει διαρκώς τις θεολογικές συζητήσεις, ενώ ο Φόρτναμ πληροφορείται ότι ο Πλαρ είναι εραστής της συζύγου του. Το δραματικό φινάλε που έρχεται κορυφώνει την ένταση στο σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα.
 
Ο Greene, ως συνήθως στα έργα του, εμβαθύνει και σε αυτό, στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, στα παιχνίδια της πολιτικής και στη σχετικότητα της Ηθικής. Ο ήρωάς του, παλεύει μέσα του για την ταυτότητα του, την πίστη του, τα ηθικά του όρια, και όλα αυτά χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα ευρηματικά, για να φωτίσουν ουσιαστικά τα ευρύτερα θέματα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Συνδυάζοντας αριστοτεχνικά πολλαπλά αφηγηματικά νήματα – πολιτικό θρίλερ, ψυχολογικό δράμα, αναζήτηση ταυτότητας, αγάπη και ρομαντισμό, το βιβλίο εναλλάσσεται μεταξύ δράματος και σάτιρας, ενώ το κοινωνικό σχόλιο είναι κυρίαρχο απ’ άκρη σ’ άκρη.
 
«Θα μπορούσες να πεις ότι υπάρχει κάπου ένας μεγάλος φαρσέρ που του αρέσει να μπερδεύει τα πράγματα. Ίσως η σκοτεινή πλευρά του Θεού να’ χει αίσθηση του χιούμορ.»

Μέσα από συγκροτημένους και αληθοφανείς χαρακτήρες, ο Greene, περιγράφει το πορτρέτο μιας κοινωνίας που μάχεται την αποικιοκρατία και τον αυταρχισμό του καθεστώτος, επισημαίνει τις προσωπικές απογοητεύσεις και επιλογές ζωής, μέσα σε μια διαρκώς αυξανόμενη σύγχυση γύρω από το τι είναι ηθικό και πως εκφράζεται αυτό σε ένα καθεστώς εξαπάτησης, προσδοκίας και ατελείωτης βίας. Τα όρια είναι ασαφή και το διαρκές ερώτημα για το Καλό και το Κακό, οδηγεί σε προσωπικά και γενικότερα αδιέξοδα.
 
Το βιβλίο που έχει πολλές ομοιότητες με το «Κάτω από το ηφαίστειο»
του Μάλκολμ Λόουρι, έχει όλα τα στοιχεία ενός «μεγάλου» μυθιστορήματος. «Ο επίτιμος πρόξενος» (που δεν ευτύχησε ιδιαίτερα στην κινηματογραφική του μεταφορά το 1983 - στις ελληνικές αίθουσες προβλήθηκε με τον τίτλο «Η ερωμένη του διπλωμάτη», με τον
Richard Gere (έλεος) στον πρωταγωνιστικό ρόλο), διαθέτει λυρισμό και σκοτεινό χιούμορ σε αφθονία, στέρεο ψυχολογικό υπόβαθρο και ζωντάνια στους χαρακτήρες (που είναι ένας κι ένας). Η απαράμιλλη αφηγηματική ικανότητα του Graham Greene, ωθεί τον αναγνώστη σε προβληματισμό γύρω από την αλήθεια, τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, την εξουσία, τη δικαιοσύνη και πρώτιστα την ηθική ακεραιότητα.
 
Βαθμολογία 85 / 100