Ο
Georges Simenon (Λιέγη, Βέλγιο
1903 – Λοζάνη, Ελβετία 1989), ήταν η επιτομή του δημιουργικού συγγραφέα. Έγραψε
πάνω από 400 βιβλία, και η δημοτικότητά του συνεχίζεται, παρότι έχουν περάσει
τόσα χρόνια από τον θάνατό του. Οι ιστορίες του επανεκδίδονται παντού, ταινίες
βασισμένες στα βιβλία του, γυρίζονται συνεχώς, και οι «οπαδοί» του (οι άνθρωποι
που έχουν εμμονή με το έργο του, αγοράζοντας κάθε βιβλίο του που βγαίνει στην
αγορά) είναι αναρίθμητοι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι, ελάχιστοι συγγραφείς «απολαμβάνουν»
αυτό το «προνόμιο».
Ομολογώ
ότι, δεν είχα ποτέ τις καλύτερες των «σχέσεων» με τα βιβλία του Βέλγου
συγγραφέα. Θεωρώ το σύνολο του έργου του άνισο και επαναλαμβανόμενο – ίσως η
ανάγκη για επιβίωση να τον οδήγησε σε αυτή τη μαζική παραγωγή ιστοριών που
πουλιόντουσαν σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων. Υπάρχουν όμως σε αυτόν τον
τεράστιο όγκο σελίδων, κάποια βιβλία του, που τα θεωρώ εκπληκτικά. Ένα από
αυτά, είναι και το «Ο ΩΡΟΛΟΓΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ
ΕΒΕΡΤΟΝ» («L’ HORLOGER D’ EVERTON») – (Εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Α. Μακάρωφ, σελ. 225), ένα βιβλίο που
ανήκει στην «Αμερικανική περίοδο» του
συγγραφέα – τα χρόνια από το 1945 έως το 1955 που έζησε στη Βόρεια Αμερική και δημιούργησε
κάποια από τα καλύτερα μυθιστορήματά του -, και διαφέρει πολύ από τις συνήθεις
αγωνιώδεις ιστορίες που έγραψε.
Ο
Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, πουλάει ρολόγια στο κατάστημά του, σε ένα χωριό της πολιτείας
της Νέας Υόρκης, το Έβερτον. Ζει μια μοναχική και ήρεμη ζωή, παρέα με τον
δεκαεξάχρονο γιό του, τον Μπεν. Το σπίτι τους είναι ακριβώς επάνω από το κατάστημά
του, κι εκείνος από τότε που η σύζυγός του, εξαφανίστηκε, αφήνοντάς του μια
αποχαιρετιστήρια επιστολή και το μωρό τους που ήταν μόλις έξι μηνών, είναι
πατέρας και μητέρα για τον λιγομίλητο και ελαφρώς απόμακρο Μπεν. Ο Γκάλλοουεϋ,
ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα. Περνάει μερικές
ώρες με έναν μοναχικό φίλο του, παίζοντας σκάκι, πηγαίνει κινηματογράφο, όλα
αυτά σε απόσταση περιπάτου από το σπίτι του.
«Μέχρι τα
μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την
καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα
σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες.
Άραγε, θα είχε
ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο,
αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος
άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως
ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.»
Αυτή
η μονότονη ζωή, θα αλλάξει τελείως με δραματικό τρόπο. Γυρίζοντας ένα
Σαββατόβραδο σπίτι του ο Γκάλλοουεϋ, θα διαπιστώσει ότι ο γιος του δεν έχει
επιστρέψει από τη βόλτα του. Διαπιστώνει δε, ότι το αυτοκίνητό του – που δεν το
μετακινεί σχεδόν ποτέ -, λείπει από το γκαράζ. Το επόμενο πρωί, ο άυπνος
πατέρας, θα δεχτεί την επίσκεψη ενός ζευγαριού κοντοχωριανών του, που θα του
πούνε, ότι η δεκαπενταετής κόρη τους, έχει εξαφανιστεί παρέα με τον Μπεν, με
τον οποίον, βλεπόταν το τελευταίο διάστημα. Από το σπίτι τους, λείπουν και
κάποια χρήματα, ενώ η μητέρα της μικρής, θεωρεί ότι μάλλον τα δύο παιδιά πάνε
προς κάποια Πολιτεία, που επιτρέπεται ο γάμος σε τόσο μικρή ηλικία!
Σύντομα
όμως, η πικρή αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Οι αστυνομικοί που επισκέπτονται
πρωί-πρωί τον Γκάλλοουεϋ, θα τον οδηγήσουν σε μια κοντινή πόλη, όπου θα δει το
παρατημένο αυτοκίνητό του, αλλά και το πτώμα ενός άτυχου άνδρα, από τον οποίον
λείπουν χρήματα και το αυτοκίνητο. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι το ζευγάρι
πυροβόλησε και δολοφόνησε τον άνδρα και τον έκλεψε. Το κυνηγητό έχει ξεκινήσει
και ο εμβρόντητος Γκάλλοουεϋ, ενημερώνεται μετά από λίγο, ότι ένας φίλος του
γιου του, τού είχε πουλήσει το περίστροφο του πατέρα του για πέντε δολάρια.
Γυρίζοντας σπίτι, οι δημοσιογράφοι τον περιμένουν και του προτείνουν να
ηχογραφήσει ένα μήνυμα προς τον γιο του, για να μεταδοθεί ραδιοφωνικά. Το
κάνει, προτρέποντάς τον να παραδοθεί. Οι αναφορές της αστυνομίας, λένε ότι το
κλεμμένο αυτοκίνητο κατευθύνεται νοτιοδυτικά και ότι είναι θέμα ωρών να τους
πιάσουν. Ο Γκάλλοουεϋ, προσπαθεί να σκεφτεί, τι έχει πάει λάθος, τι έχει χάσει,
πως έχει οδηγηθεί εκεί η κατάσταση. Θυμάται το παρελθόν, την καθημερινότητα στο
Έβερτον, τη ζωή με τον Μπεν και μπερδεύεται ακόμα περισσότερο, μπροστά σε αυτά
που περιμένουν εκείνον και τον γιο του στο άμεσο μέλλον. Όταν το ζευγάρι
συλληφθεί, ο Μπεν αρνείται να τον δει, να του μιλήσει, κάνοντας το μαρτύριό του
αφόρητο.
«Πολύ φοβάμαι,
κύριε Γκάλλοουεϋ, ότι όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, είμαστε οι τελευταίοι που
ξέρουμε τα παιδιά μας.»
Η
παραπάνω πρόταση, «στοιχειώνει» τη σκέψη του ήρωα του βιβλίου, σχεδόν από την
αρχή! Ο Γκάλλοουεϋ γνώριζε ότι δεν ήταν ο «τέλειος πατέρας» (αν μπορεί να
υπάρξει τέτοιος), αλλά για τα δικά του μέτρα, έκανε ότι ήταν δυνατόν. Ήταν
πάντα υποστηρικτικός και διακριτικός, φρόντιζε τον γιο του, από τότε που
έμειναν οι δυο τους και είχε προσαρμόσει τη ζωή του, σύμφωνα με τις ανάγκες του
Μπεν. Τι έφταιξε λοιπόν; Πως σκότωσε τόσο εύκολα και χωρίς σκέψη ο γιος του,
έναν αμέριμνο άνθρωπο απλά για να φύγει μακριά και να ικανοποιήσει το καπρίτσιο
του – διότι κανείς δεν θα πήγαινε κόντρα στη σχέση του με την κόρη των
γειτόνων, απλά ήθελαν να φύγουν μακριά, να παντρευτούν.
Οι
ενοχές του Γκάλλοουεϋ, οι σκέψεις για το παρελθόν και πως συνδέεται με το παρόν
– ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του, η σύζυγός του είχε
εγκαταλείψει εκείνον, εκείνος προβεί σε μια αυθόρμητη ενέργεια, κάνοντας ένα
γάμο με μια γυναίκα που δεν ήξερε καθόλου. Όλα αυτά συνδέονται; Τα ερωτήματα
που βασανίζουν τον τραγικό πατέρα, επανέρχονται στο μυαλό του, καθώς η επιλογή
του είναι μία: να στηρίξει τον γιο του μέχρι τέλους. Να βρίσκεται εκεί, δίπλα
του, ότι κι αν γίνει.
Σπουδαίο
μυθιστόρημα όπου, το στυλ του Σιμενόν είναι σαγηνευτικό. Ξεδιπλώνει με υπομονή
την ιστορία, αυτό το υπαρξιακό νουάρ, με το βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο, που
εστιάζει στην αδιέξοδη σχέση μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Κάθε πρόταση,
κάθε παράγραφος του μυθιστορήματος, είναι ακριβής σαν την κατασκευή ενός ρολογιού.
Συγκινητικό αλλά όχι συναρπαστικό το βιβλίο, μπορεί να απογοητεύσει τους αναγνώστες
που ψάχνουν το θρίλερ και το «ποιος το έκανε» στοιχείο μιας αστυνομικής
ιστορίας, αλλά θα εκπλήξει και θα θέλξει, εκείνους (όπως εγώ) που περιμένουν
πολλά περισσότερα πράγματα από ένα μυθιστόρημα.
Υ.Γ.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε εξαιρετικά στην κινηματογραφική οθόνη, διασκευασμένο ως «L’ Horloger de Saint Paul» από τον έξοχο Bertrand Tavernier, με τον Philippe Noiret στον
πρωταγωνιστικό ρόλο, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.
Βαθμολογία 87 / 100
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.