Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007 | Permalink
ノルウェイの森 (Αχ βρε Χαρούκι-χαρουκίρι θα κάνω γιά χάρη σου)
«Οί πράξεις μας εξακολουθούν να ταξιδεύουν μαζί μας από μακριά.Και ότι υπήρξαμε κάποτε μας κάνει αυτό που είμαστε τώρα.» G.Eliot
Οφείλω να το παραδεχθώ.Η γοητεία που ασκεί επάνω μου ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι μεγάλη.Δεν μπορώ να του αντισταθώ με τίποτα αφού ώρες-ώρες πιστεύω ότι είμαι ένας από τους ήρωές του (ένας Τόρου κι’εγώ?)
Το «ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ» του Χαρούκι Μουρακάμι (Εκδ.ΩΚΕΑΝΙΔΑ,σελ. 505) (88),είναι ένα άκρως γοητευτικό και ύπουλο βιβλίο.Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να διεισδύει μέσα σου αργά και υπνωτιστικά,να καταλαμβάνει τις αισθήσεις σου,το μυαλό σου ώστε να μη μπορείς να ξεφύγεις.Πλέκει γύρω σου έναν ιστό της αράχνης,κάνεις προσπάθειες να αποστασιοποιηθείς αλλά το μόνο που καταφέρνεις είναι να μπλεχτείς όλο και περισσότερο.Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με το τραγούδι των Beatles «Norwegian wood»,ένα φαινομενικά απλό ποπ τραγουδάκι που σου κολλάει όμως και δεν μπορείς να το ξεχάσεις.
Η ιστορία του βιβλίου και αυτή φαινομενικά απλή,ένα αγόρι (λίγο χλιαρό,λίγο ανώριμο,πολύ ασταθές συναισθηματικά) συναντάει ένα κάπως (έως πολύ) περίπλοκο κορίτσι που του αλλάζει τη ζωή.
Ο Τόρου Βατανάμπε στα 37 του ακούει στο αεροπλάνο καθώς προσγειώνονται το τραγούδι των Beatles,το μυαλό του πάει ασυναίσθητα σχεδόν 20 χρόνια πίσω,στην Ναόκο-ήταν το αγαπημένο της τραγούδι.
«...οι αναμνήσεις μου θαμπώνουν κι έχω ξεχάσει ήδη πολλά πράγματα.Γράφοντας από μνήμης όπως κάνω τώρα,νιώθω συχνά ένα κέντημα ανησυχίας και αβεβαιότητας.Κι άν έχω ξεχάσει κάτι?Το πιό σημαντικό απ’όλα?Κι’αν υπάρχει κάπου μέσα μου μιά σκοτεινή τρύπα,όπου βουλιάζουν μία μία όλες οι πραγματικά σπουδαίες αναμνήσεις και γίνονται λάσπη?»
Η Ναόκο ήταν το κορίτσι του καλύτερου φίλου του Βατανάμπε,ο οποίος αυτοκτόνησε.Ο Βατανάμπε την συναντάει τυχαία κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου των σπουδών του στο Τόκυο.Τον πρώτο καιρό απλά περπατάνε με τις ώρες χωρίς να πολυμιλάνε,σιγά-σιγά γίνονται απαραίτητοι ο ένας γιά τον άλλον.Δεν θίγουν το θέμα της αυτοκτονίας τού Κιζούκι που τόσο τους έχει πονέσει αλλά η σχέση τους προχωράει ώσπου κάποια στιγμή η Ναόκο σπάει και νοσηλεύεται σε ένα ιδιότυπο νοσηλευτήριο χωμένο κάπου στην Ιαπωνική εξοχή όπου οι ασθενείς αυτοβοηθούνται κατά κάποιο τρόπο.
Ο Βατανάμπε μένει μόνος του στο Τόκυο.Ξέρει ότι η σχέση με την Ναόκο ήταν/είναι δύσκολη,από τη μιά είναι ερωτευμένος μαζί της και θέλει να συντηρήσει τον έρωτα του,από την άλλη προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του σε ένα απρόσμενα μοντέρνο Τόκυο,όπου ο κόσμος ακούει ροκ,πίνει και ξενυχτάει,όπου το σεξ προσφέρεται απλόχερα.Ο Βατανάμπε κυκλοφορεί στη πόλη τη νύχτα με το ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ στο χέρι και τον ΥΠΕΡΟΧΟ ΓΚΑΤΣΜΠΥ στο μυαλό,στις βόλτες του γνωρίζει μιά αυθόρμητη και ιδιόμορφη κοπέλλα,την Μιντόρι,η οποία είναι το άκρως αντίθετο της μελαγχολικής Ναόκο και μπερδεύεται τελείως.Όλα αυτά θα του αλλάξουν τη ζωή.
Το ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, ένα «bildungsroman»,μιά άλλη εξωτική «Αισθηματική αγωγή» . Ο ήρωας είναι ένας νέος που σιγά-σιγά γνωρίζει τον εαυτό του,ανακαλύπτει τις αισθήσεις του.Τις περισσότερες φορές ουσιαστικά «σέρνεται» από τα γεγονότα ,ή περνάει δίπλα τους,χωρίς να τα βιώνει (οι μαθητικές/φοιτητικές εξεγέρσεις στο Τόκυο,ο αυξανόμενος εθνικισμός) . Στο πρώτο μισό του βιβλίου,ενδέχεται να εξοργίσει τον αναγνώστη κινούμενος ως «τουρίστας»,αλλά όσο προχωράει το story,ο Μουρακάμι αριστουργηματικά (και μάλλον αυτοβιογραφικά) ωριμάζει τον ήρωά του μέχρι τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων 100 σελίδων.Ο Βατανάμπε στο τέλος δεν κρατάει στα χέρια του τίποτα,μόνο αναμνήσεις και ένα τραγούδι να τον συνοδεύει.
Το ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ είναι κατώτερο από το ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ , αλλά μπορεί να αγαπηθεί με την ίδια ένταση (ή να μισηθεί – το καταλαβαίνω,πρέπει να μπεις στον κόσμο του συγγραφέα,αλλιώς δεν σου λέει τίποτα) . Είναι σαν να ακούς ένα ωραίο μελαγχολικό ποπ τραγούδι ή σαν να διαβάζεις ένα ωραίο διήγημα τού Ρ.Κάρβερ – κλείνεις το βιβλίο και εκείνη τη στιγμή δεν θέλεις τίποτε άλλο,νιώθεις γαλήνη ,ξέροντας ότι οι εικόνες του θα σε συνοδεύουν γιά αρκετό καιρό.
Το βιβλίο είναι ήδη ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα μας και αρκετά blogs,εχουν ασχοληθεί ,ενδεικτικά αναφέρω, το Μουρακαμόπληκτο Alef,τον φίλο και συναγωνιστή Nuwanda,την Delirium tremens που έπαθε πραγματικό ντελίριο με τον συγγραφέα,τον Βασίλειο (με τον οποίο διαφωνώ στην προσέγγιση του μυθιστορήματος,αλλά τα γράφει τόσο ωραία-και με ωραίο βιντεάκι),το café society-που συγκρίνει το βιβλίο με ωραίο malt (εξαιρετικά πετυχημένο),της Κας Μ.Καρλαύτη γιά το Λέξημα,ενώ ο Nuwanda έχει μεταφράσει και μιά ωραία συνέντευξη του συγγραφέα.
«Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι,μιά πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου,κομμάτι του εαυτού μου:ο θάνατος υπάρχει,όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της.
Ζώντας καθένας τη ζωή του,τρέφουμε τον θάνατο.Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια,δεν είναι παρά μία μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε.Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα:δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη μας γιά την απώλεια ενός αγαπημένου πλάσματος.Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη.Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’αυτή.Μα ότι κι αν μάθουμε,δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα..»
Οφείλω να το παραδεχθώ.Η γοητεία που ασκεί επάνω μου ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι μεγάλη.Δεν μπορώ να του αντισταθώ με τίποτα αφού ώρες-ώρες πιστεύω ότι είμαι ένας από τους ήρωές του (ένας Τόρου κι’εγώ?)
Το «ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ» του Χαρούκι Μουρακάμι (Εκδ.ΩΚΕΑΝΙΔΑ,σελ. 505) (88),είναι ένα άκρως γοητευτικό και ύπουλο βιβλίο.Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να διεισδύει μέσα σου αργά και υπνωτιστικά,να καταλαμβάνει τις αισθήσεις σου,το μυαλό σου ώστε να μη μπορείς να ξεφύγεις.Πλέκει γύρω σου έναν ιστό της αράχνης,κάνεις προσπάθειες να αποστασιοποιηθείς αλλά το μόνο που καταφέρνεις είναι να μπλεχτείς όλο και περισσότερο.Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με το τραγούδι των Beatles «Norwegian wood»,ένα φαινομενικά απλό ποπ τραγουδάκι που σου κολλάει όμως και δεν μπορείς να το ξεχάσεις.
Η ιστορία του βιβλίου και αυτή φαινομενικά απλή,ένα αγόρι (λίγο χλιαρό,λίγο ανώριμο,πολύ ασταθές συναισθηματικά) συναντάει ένα κάπως (έως πολύ) περίπλοκο κορίτσι που του αλλάζει τη ζωή.
Ο Τόρου Βατανάμπε στα 37 του ακούει στο αεροπλάνο καθώς προσγειώνονται το τραγούδι των Beatles,το μυαλό του πάει ασυναίσθητα σχεδόν 20 χρόνια πίσω,στην Ναόκο-ήταν το αγαπημένο της τραγούδι.
«...οι αναμνήσεις μου θαμπώνουν κι έχω ξεχάσει ήδη πολλά πράγματα.Γράφοντας από μνήμης όπως κάνω τώρα,νιώθω συχνά ένα κέντημα ανησυχίας και αβεβαιότητας.Κι άν έχω ξεχάσει κάτι?Το πιό σημαντικό απ’όλα?Κι’αν υπάρχει κάπου μέσα μου μιά σκοτεινή τρύπα,όπου βουλιάζουν μία μία όλες οι πραγματικά σπουδαίες αναμνήσεις και γίνονται λάσπη?»
Η Ναόκο ήταν το κορίτσι του καλύτερου φίλου του Βατανάμπε,ο οποίος αυτοκτόνησε.Ο Βατανάμπε την συναντάει τυχαία κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου των σπουδών του στο Τόκυο.Τον πρώτο καιρό απλά περπατάνε με τις ώρες χωρίς να πολυμιλάνε,σιγά-σιγά γίνονται απαραίτητοι ο ένας γιά τον άλλον.Δεν θίγουν το θέμα της αυτοκτονίας τού Κιζούκι που τόσο τους έχει πονέσει αλλά η σχέση τους προχωράει ώσπου κάποια στιγμή η Ναόκο σπάει και νοσηλεύεται σε ένα ιδιότυπο νοσηλευτήριο χωμένο κάπου στην Ιαπωνική εξοχή όπου οι ασθενείς αυτοβοηθούνται κατά κάποιο τρόπο.
Ο Βατανάμπε μένει μόνος του στο Τόκυο.Ξέρει ότι η σχέση με την Ναόκο ήταν/είναι δύσκολη,από τη μιά είναι ερωτευμένος μαζί της και θέλει να συντηρήσει τον έρωτα του,από την άλλη προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του σε ένα απρόσμενα μοντέρνο Τόκυο,όπου ο κόσμος ακούει ροκ,πίνει και ξενυχτάει,όπου το σεξ προσφέρεται απλόχερα.Ο Βατανάμπε κυκλοφορεί στη πόλη τη νύχτα με το ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ στο χέρι και τον ΥΠΕΡΟΧΟ ΓΚΑΤΣΜΠΥ στο μυαλό,στις βόλτες του γνωρίζει μιά αυθόρμητη και ιδιόμορφη κοπέλλα,την Μιντόρι,η οποία είναι το άκρως αντίθετο της μελαγχολικής Ναόκο και μπερδεύεται τελείως.Όλα αυτά θα του αλλάξουν τη ζωή.
Το ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, ένα «bildungsroman»,μιά άλλη εξωτική «Αισθηματική αγωγή» . Ο ήρωας είναι ένας νέος που σιγά-σιγά γνωρίζει τον εαυτό του,ανακαλύπτει τις αισθήσεις του.Τις περισσότερες φορές ουσιαστικά «σέρνεται» από τα γεγονότα ,ή περνάει δίπλα τους,χωρίς να τα βιώνει (οι μαθητικές/φοιτητικές εξεγέρσεις στο Τόκυο,ο αυξανόμενος εθνικισμός) . Στο πρώτο μισό του βιβλίου,ενδέχεται να εξοργίσει τον αναγνώστη κινούμενος ως «τουρίστας»,αλλά όσο προχωράει το story,ο Μουρακάμι αριστουργηματικά (και μάλλον αυτοβιογραφικά) ωριμάζει τον ήρωά του μέχρι τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων 100 σελίδων.Ο Βατανάμπε στο τέλος δεν κρατάει στα χέρια του τίποτα,μόνο αναμνήσεις και ένα τραγούδι να τον συνοδεύει.
Το ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ είναι κατώτερο από το ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ , αλλά μπορεί να αγαπηθεί με την ίδια ένταση (ή να μισηθεί – το καταλαβαίνω,πρέπει να μπεις στον κόσμο του συγγραφέα,αλλιώς δεν σου λέει τίποτα) . Είναι σαν να ακούς ένα ωραίο μελαγχολικό ποπ τραγούδι ή σαν να διαβάζεις ένα ωραίο διήγημα τού Ρ.Κάρβερ – κλείνεις το βιβλίο και εκείνη τη στιγμή δεν θέλεις τίποτε άλλο,νιώθεις γαλήνη ,ξέροντας ότι οι εικόνες του θα σε συνοδεύουν γιά αρκετό καιρό.
Το βιβλίο είναι ήδη ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα μας και αρκετά blogs,εχουν ασχοληθεί ,ενδεικτικά αναφέρω, το Μουρακαμόπληκτο Alef,τον φίλο και συναγωνιστή Nuwanda,την Delirium tremens που έπαθε πραγματικό ντελίριο με τον συγγραφέα,τον Βασίλειο (με τον οποίο διαφωνώ στην προσέγγιση του μυθιστορήματος,αλλά τα γράφει τόσο ωραία-και με ωραίο βιντεάκι),το café society-που συγκρίνει το βιβλίο με ωραίο malt (εξαιρετικά πετυχημένο),της Κας Μ.Καρλαύτη γιά το Λέξημα,ενώ ο Nuwanda έχει μεταφράσει και μιά ωραία συνέντευξη του συγγραφέα.
«Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι,μιά πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου,κομμάτι του εαυτού μου:ο θάνατος υπάρχει,όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της.
Ζώντας καθένας τη ζωή του,τρέφουμε τον θάνατο.Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια,δεν είναι παρά μία μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε.Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα:δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη μας γιά την απώλεια ενός αγαπημένου πλάσματος.Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη.Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’αυτή.Μα ότι κι αν μάθουμε,δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα..»