Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011 | Permalink
Η χώρα όπως είναι
«Ο κόσμος δεν είναι απλώς πιο παράξενος απ’όσο γνωρίζουμε, αλλά πολύ πιο παράξενος απ’όσο μπορούμε να μάθουμε» A.Huxley

Ο Φρανκ Μπάσκομπ είναι για τον τεράστιο Αμερικανό συγγραφέα Richard Ford, ότι είναι ο Ζούκερμαν για τον Philip Roth – έτσι κι αλλιώς οι συγκρίσεις μεταξύ των δυό τους δεν είναι λίγες. Ουσιαστικά ένα alter-ego, ένας ήρωας, καθημερινός άνθρωπος, ο οποίος έχει καταστεί «ορόσημο» για την σύγχρονη λογοτεχνία, ομοιάζοντας όμως, περισσότερο στον Λ.Μπλουμ του Τζοϊσικού «Οδυσσέα» και λιγότερο σε άλλους εμβληματικούς ήρωες της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Το υπέροχο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα του Φορντ, «Η ΧΩΡΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ» (The lay of the land), (Εκδ. Πατάκη, (έξοχη) μετάφρ. Σπ.Τσούγκος, σελ.734) είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με τον «Αθλητικογράφο», (ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει), συνεχίστηκε με το εξαιρετικό «Independence Day» (δυστυχώς αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά) και ολοκληρώνεται (;) με το προαναφερθέν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι για να διαβάσει (απολαύσει)κανείς το εκπληκτικό αυτό βιβλίο θα πρέπει να έχει διαβάσει τα προηγούμενα, αφού το καθένα από αυτά λειτουργούν μια χαρά ως αυτόνομα - απλά θα μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τον μοναδικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα του μοναδικού αυτού ήρωα που έπλασε η πένα του μεγάλου συγγραφέα.

Στην τριλογία του, ο Φορντ ουσιαστικά γράφει την σύγχρονη αμερικάνικη ιστορία, και δεν είναι καθόλου υπερβολικό αυτό. Ο Φρανκ στον «Αθλητικογράφο», είναι τριανταπεντάρης, γράφει διηγήματα που δεν διαβάζει κανείς, και βγάζει τα προς το ζην, ως ανεξάρτητος αθλητικογράφος. Πεθαίνει το μικρότερο παιδί του, ο Ραλφ και χωρίζει με την γυναίκα του. Στο «Independence day», μια δεκαετία αργότερα, έχει γίνει μεσίτης στο Χαντάμ, μια μικρή ανερχλομενη πόλη στο Νιού Τζέρσεϋ, προσπαθεί να ισορροπήσει τη ζωή του, έχοντας δύο δυσπροσάρμοστα παιδιά να αναθρέψει, την ανεξάρτητη (και προκλητική) Κλαρίσα και τον προβληματικό Πολ με τους οποίους νιώθει να μην έχει καμία σχέση. Στην «Χώρα όπως είναι», ξαναβρίσκουμε τον Φρανκ Μπάσκομπ στα 55 του πλέον με την ζωή του να έχει γίνει (κυριολεκτικά) άνω-κάτω. Είναι πλέον επιτυχημένος μεσίτης, με δικό του γραφείο στο παραθαλάσσιο θέρετρο Σι-Κλιφτ (παραμένοντας βέβαια στην πολιτεία του Νιού Τζέρσεϋ), όπου έχει αγοράσει και ένα πολύ ωραίο σπίτι πάνω στην παραλία.

Η δράση του μυθιστορήματος, εξελίσσεται μία εβδομάδα πριν και κατά τη διάρκεια της «Ημέρας των Ευχαριστιών» (Thanks Giving Day – τέλος Νοεμβρίου, της γιορτής που μαζεύει γύρω από το τραπέζι την παραδοσιακή αμερικάνικη οικογένεια), και ο Φρανκ προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που έχουν προκύψει στη ζωή του από τον περασμένο Ιούνιο όταν η (εδώ και μερικά χρόνια) σύζυγός του, η Σάλλυ τον παράτησε για να ακολουθήσει τον πρώτο της άνδρα, τον Γουόλλυ, κάπου στη Σκωτία, ο οποίος θεωρείτο νεκρός ή αγνοούμενος αλλά αίφνης εμφανίστηκε μετά από 30 χρόνια μπροστά της σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η Σάλλυ γεμάτη ενοχές για την (βιαστική;) απόφασή της να θεωρήσει τον Γουόλλυ νεκρό αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή της σ’αυτόν και ο Φρανκ μένει «κόκκαλο». Η γκαντεμιά του όμως δεν έχει τέλος διότι δύο μήνες μετά, τον Αύγουστο πληροφορείται μετά από κάποιες εξετάσεις ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη και πρέπει να υποβληθεί επειγόντως σε επέμβαση εμφύτευσης σφαιριδίων τιτανίου με κόκκους ραδιενεργού ιωδίου σε μια κλινική στο Ρότσεστερ.

Βρισκόμαστε στους τελευταίους μήνες του 2000. Ο Αμερικάνικος λαός είναι διχασμένος μεταξύ Μπους και Γκορ περιμένοντας τα αποτελέσματα του σώματος των εκλεκτόρων για το τι έβγαλαν οι κάλπες στην Φλόριδα και ο Φρανκ κυκλοφορεί με αυτοκόλλητο στο αυτοκίνητό του κατά του Μπους σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί ο νεοπλουτισμός και ο άκρατος συντηρητισμός της μεσοαστικής Αμερικής των προαστίων και των εξοχικών σπιτιών που το φθηνότερο από αυτά υπερβαίνει τα 500.000$ και προορίζονται είτε για κατοίκους της Γκόθαμ σίτυ, είτε για νεόπλουτους επαρχιώτες που θέλουν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους να αποκτήσουν ένα παραθαλάσσιο σπίτι για τα γεράματά τους.

Ο Φρανκ βλέπει ότι έχει αλλάξει πλέον η ζωή του. Έχει εισέλθει στην «Μόνιμη Περίοδο» (όπως την αποκαλεί), την φάση της ζωής του που είναι «το τέλος της αδιάκοπης πορείας να γίνεις κάτι, της σκέψης ότι η ζωή μηχανευόταν θαυμάσιες αλλαγές για μένα, ακόμη κι αν αυτό δεν ίσχυε.» Ουσιαστικά είναι, «μια απερίφραστη ρήξη με το παρελθόν και προσφέρει την ελευθερία να στοχάζεσαι το παρελθόν σου σαν κάτι αόριστο» ενώ το μέλλον (το όποιο μέλλον) να μη σου προκαλεί κανένα φόβο. Ο Φρανκ είναι αισιόδοξος άνθρωπος και αντιμετωπίζει τα γεγονότα με χιούμορ και εγκαρτέρηση, φιλοσοφώντας και ευρισκόμενος σε συνεχή κίνηση ασχολούμενος με πάμπολλα πράγματα καθημερινά ενώ η έμμονη ιδέα της ούρησης και το άγχος ανεύρεσης τουαλέτας δεν τον αφήνει ποτέ.

Τα γεγονότα της καθημερινότητας του δεν τον αφήνουν σε ησυχία. Ο συνεργάτης του στο μεσιτικό γραφείο, ένας Ασιάτης μετανάστης, βουδιστής αλλά και πλήρως αλλοτριωμένος από την αμερικάνικη παράκρουση του πλουτισμού τον τρέχει δεξιά κι αριστερά για χρηματοοικονομικές συμβουλές. Η κόρη του Κλαρίσσα μόλις της ανακοίνωσε την ασθένειά του, παράτησε την ωραιότατη σύντροφο της στην Ν.Υόρκη και ήρθε να ζήσει μαζί του, αποφασισμένη να δοκιμάσει και μια αλλαγή στην ερωτική της συμπεριφορά, παρουσιάζοντάς του ξαφνικά έναν περίεργο τύπο ως εραστή της. Ο γιός του, Πολ μάλλον "σαλεμένος", ο οποίος ζει στο Κάνσας δουλεύοντας για την εταιρία καρτών Hallmark, θα έρθει σπίτι με την νέα του σύντροφο για την Ημέρα των Ευχαριστιών, ενώ η πρώτη του σύζυγος, η Άνν μετά από τρεις γάμους, του την ψιλοπέφτει ξανά, αλλά εκείνος σκέφτεται ακόμα την Σάλλυ, αρνούμενος να προσαρμοστεί στην ιδέα ότι εκείνη (η οποία αγνοεί για την ασθένεια του), ενδέχεται να μην επιστρέψει ποτέ κοντά του. Εκτός των άλλων αφιερώνει αρκετό από τον χρόνο του, έχοντας μπει σε ένα δίκτυο «Χορηγών» (όπως αυτοαποκαλούνται), πολίτες που βοηθάνε τον κόσμο προσφέροντας τον χρόνο τους για να επισκεφτούν, να ακούσουν και (γιατί όχι;) να συμβουλεύσουν ανθρώπους που (θεωρούν ότι) χρειάζονται να μιλήσουν με κάποιον, ο οποίος δεν θα είναι ψυχοθεραπευτής ή ψυχαναλητής για ζητήματα που τους απασχολούν.

Ο Φορντ είναι ένας συγγραφέας τόσο καλός που νιώθεις ότι δεν πρέπει να σου ξεφύγει ούτε λέξη, ούτε πρόταση απ’το βιβλίο που είναι κάτι παραπάνω από «σπουδή στη ζωή» (πομπώδης έκφραση αλλά ταιριάζει). Ο Φρανκ προβάλλει σαν ένας καθημερινός άνθρωπος – αν και στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι. Σκεπτικιστής αλλά και τόσο αισιόδοξος για τη ζωή, βλέπει την οικονομική άνοδο της χώρας, την «φούσκα των ακινήτων» που δεν θ’αργήσει να σκάσει με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομική ζωή της χώρας. Σκέφτεται συνεχώς το παρελθόν, τον θάνατο του γιού του πριν από μια εικοσαετία, «…Για μένα που έμεινα πίσω, δεν υπάρχει κάποια νεκρή ζώνη όπου η ζωή βρίσκεται σε αναστολή, τσακισμένη, ανεμοδαρμένη, καμία αίσθηση ότι δε ζω την πραγματική ζωή μου αλλά μια ζωή σαν βραβείο παρηγοριάς που κανείς δεν θέλει – διότι είμαι σίγουρος πως και αυτό μπορεί να συμβεί…», τις σχέσεις του με τις γυναίκες, τις πόλεις και τα προάστεια όπως ήταν παλιά και όπως έχουν γίνει τώρα. Παρατηρεί τους γύρω του και πως έχει μεταλλαχθεί η συμπεριφορά τους, έχει γίνει πιο επιθετική όπως περνάνε τα χρόνια.

Η ανάγνωση του εξαιρετικού, σχεδόν αριστουργηματικού αυτού μυθιστορήματος είναι σκέτη απόλαυση. Παρ’ότι κυλάει αργά – μου πήρε γύρω στις 8-9 ημέρες να το διαβάσω – δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Είναι μια δημιουργία υπέροχα δομημένη όπου παρά το ψυχρό και απρόσωπο σκηνικό των χειμωνιάτικων θερέτρων και της υπερκαταναλωτικής και υστερικής Αμερικής των προαστίων ξεπροβάλλει το αισιόδοξο συναίσθημα του γοητευτικού μεσήλικα, που αρνείται να το βάλει κάτω και προσπαθεί να κρατηθεί από τα καλά πράγματα και να συνεχίσει να παλεύει, σκέψη που δεν τον αφήνει ακόμα και στις φορτισμένες δραματουργικά τελευταίες 20 σελίδες του βιβλίου όπου νομίζεις ότι θα «χορέψει τον τελευταίο χορό» αλλά αυτός εκεί, επιμένει και βγαίνει νικητής.

«Δεν πιστεύω στην θεϊκή, διάφανη αποκάλυψη που εκπορεύεται από μια κυρίαρχη λεπτομέρεια. Αυτά είναι ψέμματα των ανθρωπιστικών επιστημών, με σκοπό να μας απομακρύνουν από το κατεξοχήν πολύτιμο εδώ και τώρα. Οι στιγμές της ζωής μας έρχονται πραγματικά χωρίς να τις προσέχουμε, όχι με την παραγγελία ενός ελκυστικού αρώματος.»

Ο σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα, Ρίτσαρντ Φορντ, γεννήθηκε το 1944 και είναι ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή αμερικανούς (και όχι μόνο) συγγραφείς. Δεν εκδίδει συχνά βιβλία ενώ έχει αποσπάσει το Πούλιτζερ για το «Independence Day» και το Pen/Faulkner award για τον «Αθλητικογράφο», βιβλίο που το Times Magazine θεωρεί ως ένα από τα καλύτερα 100 μυθιστορήματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας που έχουν γραφτεί ποτέ. Διακρίσεις έχουν αποσπάσει και οι ιστορίες διηγημάτων του, ενώ το μυθιστόρημα «Η ΧΩΡΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ» βραβεύτηκε με το National Book Critics Circle Award το 2006. Η τελευταία του δημιουργία με τίτλο «Canada» αναμένεται εδώ και χρόνια να εκδοθεί στις Η.Π.Α.








Hosted by kiwi6.com music upload.
Download mp3 - Upload music.



Bruce Springsteen - Human touch
 
Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011 | Permalink
Rookies
3 πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, με αρκετά καλά στοιχεία αλλά και πολλές ελλείψεις. Όλοι τους έχουν πράγματα που μου άρεσαν και που αν τα δουλέψουν με υπομονή και επιμονή, τα αποτελέσματα θα τους δικαιώσουν. Το ακαταμάχητο στυλ της Κάββαλου, η χειμαρρώδης γλώσσα του Γεννάρη, η φαντασία και το ταλέντο του Μουζουράκη είναι στοιχεία που μου άρεσαν και ξεχώρισαν από τα αρκετά μυθιστορήματα νέων (και όχι τόσο νέων) ελλήνων συγγραφέων που πέφτουν (είτε κατόπιν επιλογής, είτε επειδή κάποιοι πολύ ευγενικοί δημιουργοί ή εκδοτικοί οίκοι έχουν την καλωσύνη να μου τα στέλνουν) στα χέρια μου, και τα θεώρησα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και άξια (μιας μικρής) παρουσίασης από το blog.

Και «αλτσχάϊμερ» και «trance», δύο λέξεις που «τραβάνε το μάτι» στο εξώφυλλο μαζί με μια προκλητική φωτογραφία της συγγραφέως...Η συλλογή διηγημάτων / μικρών ιστοριών της πρωτοεμφανιζόμενης Στέργιας Κάββαλου με τον ευρηματικό (και πανέξυπνο) τίτλο «ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ TRANCE», (Εκδ. Τετράγωνο, σελ.125) σίγουρα δεν αποτελεί τομή στην νεοελληνική πεζογραφία αλλά έχει τεράστιο ενδιαφέρον με την απλή και κοφτερή χρήση της γλώσσας, το ωραίο στυλ των ιστοριών οι οποίες έχουν ένα πικρό και κυνικό ύφος σύγχρονου νεορομαντισμού με έντονες απηχήσεις της ζωής στην μεγαλούπολη.

Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής μιλάνε για ανθρώπους μόνους επί το πλείστον, ανθρώπους. Ετοιμοθάνατες γριές με αλτσχάιμερ, γηραιές κυρίες που έχουν πεθάνει μόνες στο διαμέρισμα και δεν τις ψάχνει κανείς, ζευγάρια κάθε ηλικίας που δεν επικοινωνούν, σαραντάρες απελπισμένες, μετανάστες που παλεύουν για το μεροκάματο, η τηλεόραση να παίζει τις αγαπημένες σειρές, άνθρωποι στα όρια τους. Υπάρχουν δυό – τρία διηγήματα αληθινά διαμάντια, όπως το «Merci πολλά», το «Σεα in love» και το «Αλτσχάιμερ trance». Έτσι κι αλλιώς όλα διακρίνονται από τον πρωτότυπο τίτλο τους. Υπάρχουν προτάσεις σκόρπιες που «τσακίζουν» και τις σκέφτεσαι για καιρό, υπάρχουν «ατάκες» που σου μένουν χωρίς να λένε ουσιαστικά τίποτα. Η Κάββαλου έχει ταλέντο και το αποδεικνύει με τις μικρές ιστορίες που λες και βγήκαν με μια ανάσα, ένα «φύσημα», σαν να στις ψιθύριζε μια κολλητή σου μια νύχτα σε ένα μπαρ.

«Εμπιστεύσου και λίγο το πρόσωπο. Άσ’το να δείχνει και όχι μόνο να φαίνεται. Σταμάτα να κοιτάς τις αυτιστικές σου φωτογραφίες που δείχνουν εσένα σε καθρέφτη. Όμορφη. Σταμάτα να παίρνεις τη δύναμη που σου λείπει από την ίδια σου τη σάρκα για να βγάλεις ίσα τη μέρα. Πήγαινε παρακάτω. Η ηδονή και όλες οι αυτοεκτιμήσεις είναι πέρα από το me vs me.
Βάλε και κανέναν άλλο στο παιχνίδι. Αντί να χώνεσαι στις γωνίες χαϊδεύοντας το κεφάλι σου για να απαλύνεις τον πόνο άσε και κάποιον άλλο να σου λούσει τα μαλλιά, να στα χτενίσει πλεξούδες και ας σε πονέσει. Βάλε το γδαρμένο σου χέρι μέσα στο δικό του και άφησέ τον να σε σηκώσει. Κι ας μην ξέρεις για πού είστε.
Άφησέ τον να σε κεράσει ένα κουτάλι ζάχαρη χωρίς να παλεύεις με τους λευκούς κόκκους που κολλάνε τη γλύκα μέσα τους. Σταμάτα να αφαιρείς πραγματικότητα και να προσθέτεις όνειρα. Πάψε να ζεις αντιστρόφως ανάλογα.»


Ομολογώ ότι μπερδεύτηκα (και μάλλον δεν είμαι ο μόνος) με το μυθιστόρημα του Μιχάλη Γεννάρη, «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», (Εκδ. Ίνδικτος, σελ.275), για το οποίο βραβεύτηκε (μόλις χθες) με το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ ως «πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας». Κατ’αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι είναι το στυλ της λογοτεχνίας που δεν απολαμβάνω. Δεν έχω πια τις αντοχές για αυτό το είδος γραφής που παραπέμπει ευθέως σε συγγραφείς όπως ο Μάτεσις ή ο Ταχτσής, μου «πέφτουν βαριές» οι μεγάλες δόσεις «νεοελληνικής πραγματικότητας» και προτιμώ πιο ξεκάθαρες αφηγήσεις, μεγαλύτερη λιτότητα στο ύφος και περισσότερο υπαινικτικό στυλ γραφής.

Το αντίθετο δηλαδή από το «tour de force» του προικισμένου και κατά τα φαινόμενα διαβασμένου (για να είμαι δίκαιος) πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα ο οποίος περιγράφει σχεδόν παροξυσμικά μια ιστορία νεοελληνικής τρέλλας που έχει αρκετές αρετές (πρώτιστα σε γλωσσικό επίπεδο) αλλά και πολλά μειονεκτήματα τα οποία δυστυχώς κυριαρχούν στην τελική εντύπωση του αναγνώστη.

Γηραιά μουρλοκακομοίρα στα τελειώματα της ζωής της αναπολεί τα «έργα και ημέρες» ενός ταραχώδους βίου. Στιγματισμένη από μια αναπηρία, σε συνεχή πόλεμο με συγγενείς, γείτονες και ότι άλλο κινείται γύρω της ζει στροβιλισμένη από διάφορες καταστάσεις που είτε της τυχαίνουν, είτε της προκαλεί η ίδια. Τραγουδίστρια σε επαρχιακά μαγαζιά, μοδίστρα, πόρνη και μετέπειτα τσατσά, μικροεπιχειρηματίας στην Ν.Υόρκη όπου δολοφονείται ο σύζυγός της καταλήγει να περιμαζεύει εκπάγλου καλλονής εφήβους, να τους «εκπαιδεύει» στις μικροκλοπές ή στην μαστροπεία και έτσι να πορεύεται. Όλα αυτά περιγράφονται μάλλον υστερικά και μπερδεμένα, πρόσωπα μπαινοβγαίνουν και μαθαίνουμε την ιστορία τους, η ηρωίδα είναι σε παροξυσμό, ενώ τα αντρικά κορμιά είναι (σχεδόν πάντα) γυμνά και λαχταριστά. Ονόματα από την μυθολογία και την Παλαιά Διαθήκη σε μια ανοικονόμητη μυθοπλασία χωρίς αρχή, μέση, τέλος.

Εκείνο βέβαια που εντυπωσιάζει στον Γεννάρη, είναι η γλώσσα του κειμένου η οποία είναι κάποιες φορές μαγευτική και παρασέρνει τον αναγνώστη. Είναι δε το στοιχείο (και δεν είναι καθόλου ασήμαντο αυτό), που σε κρατάει στο μυθιστόρημα από το οποίο ενδέχεται πολλές φορές να χαθείς και να μη ξέρεις που πατάς και που πηγαίνεις. Γλώσσα λαϊκή και ρέουσα, γλώσσα χωρίς ταμπού, τρέχει «με τα φρένα σπασμένα» καταφέρνοντας να ισορροπεί και να χαρίζει εξαιρετικές εικόνες μιας πινακοθήκης χαρακτήρων. Η προσπάθεια του συγγραφέα δείχνει μεράκι, τεχνική πολλή δουλειά και είναι ομολογουμένως ελπιδοφόρα.

«Ως τα δεκαέξι ήμουν η σκλάβα της μητρός μου. Ότι λεφτά κέρδιζα τα έκλεβε. Τετράδιο είχε η Αδαμαντία Δραγάτση και σημείωνε στο τεφτέρι πόσες δραχμές εισπράττω και τα κατέθετε στο Ταμιευτήριο για να είναι υπό την εγγύηση του Ελληνικού Κράτους. Ψέμματα. Λούσα δικά της. Ολοκαίνουργια φορέματα και χρυσαφικά, τα δικά μου χρήματα, και διασκεδάσεις στις μπουζουκοταβέρνες του Πειραιώς παρέα με τον Τασούλη. Ελευθέρων ηθών η μάνα που μου έλαχε.
Ανήμερα των δεύτερων γάμων έπαιξε κανονάκι φρυγικό. Φόρεσε τις χρυσές δαχτυλήθρες για πρώτη φορά μετά το φευγιό μας από τη Μυτιλήνη. Γδύθηκε το νυφικό κι αφηνίασαν τα βυζιά της. Κούρδισε την ξαπλωτή άρπα του Πυθαγόρα, έσκυψε και τραγούδησε θρήνο Μικρασιατικό στην ταβέρνα του Κουντουριώτη. Δεν ντράπηκε η ζωντοχήρα. Το «Αμάν Ντόκτορ» έψαλε η δίγαμη μαιτρέσσα στα τουρκικά. Πέταξε ψηλά στο ταβάνι τα γοβάκια της Πολυξένης και χόρεψε τσιφτετέλι. Ανυπόδητη.
Τα ομιλούσε απταίστως τα μογγολέζικα των βαρβάρων. Η μάνα της μάνας μου, η Πλουσιανή, ήταν Μικρασιάτα. Απ’τ’Άδανα της Κιλικίας. Χτύπαγε τον αργαλειό και τρανταζόταν η γης. Ήξερε την παλαιά τέχνη των Φοινίκων, πως βάφεις με θαλασσινό κογχύλι τα στρωσίδια. Κι όλα μας τα σεντόνια ήσαν πορφυρά σα ματωμένα. Όταν πλάγιαζα και σκεπαζόμουν, σαν να βρισκόμουν μέσα στο κήτος του προφήτου Ιωνά. Και Λεβιάθαν λέγεται η φάλαινα που με κατάπινε. Ξύπνησα ένα πρωί και την καμάκωσα. Έφυγα απ΄τα Μανιάτικα. Ελευθερώθηκα. Μόνη, ότι κατάφερα στη ζωή, και βοήθεια από κανέναν.»

Σε τελείως άλλο κλίμα και ύφος κινείται ο Κώστας Μουζουράκης με το πολύ καλό και φαντεζί πρώτο του μυθιστόρημα, «ΦΙΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 307). Χωρίς να πρωτοτυπεί θεματικά και υφολογικά, ο σχετικά νέος (γεν.1974) συγγραφέας, έγραψε ένα «hard-boiled» βιβλίο καταιγιστικής δράσης στο οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς δεκάδες επιρροές, λογοτεχνικές και κινηματογραφικές.

Ιδεολόγοι ληστές τραπεζών («απαλλοτριωτές»), θυμίζοντας ευρωπαϊκές οργανώσεις του Μάη του '68 και εντεύθεν. Ντεσπεράντο, ρομαντικός τύπος που έλκεται από την αφόρητα κλισέ ιστορία της ρωσίδας πόρνης και αποφασίζει να την ελευθερώσει από το επαρχιακό καταγώγιο με κίνδυνο της ζωής του – υπακούοντας δε στον νεορομαντισμό και νεοσυντηρητισμό της εποχής, ούτε καν την αγγίζει στην πορεία προς την «απελευθέρωση». Σκληρή και ωραιότατη γκόμενα με οικολογικό προφίλ που ζει αποτραβηγμένη σε ειδυλιακό περιβάλλον κάπου στα βουνά, δίπλα σε λίμνες με καταρράκτες. Όλοι αυτοί θα συναντηθούν στο (ευρηματικό ως τίτλο – «μακελειό.com») τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος σε ένα δραματικό και βίαιο φινάλε που διαβάζεται σε αργή κίνηση και κατάλληλη μουσική υπόκρουση.

Θυμίζει τον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού» του Δ.Μαμαλούκα, ενώ είναι πολύ έντονη η επιρροή του μεγάλου Jean-Patrick Manchette με τον συνδιασμό πολιτικού νουάρ και συμπαθητικών (για τον αναγνώστη) χαρακτήρων που κινούνται στα όρια μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας κινούμενοι από ένα δικό τους πολύ έντονο προσωπικό κώδικα ηθικής – το βιβλίο διακρίνεται από τάσεις καταγγελτικής ηθικολογίας. Υπάρχει η αίσθηση ότι διαβάζεις μια άλλη κινηματογραφική μεταφορά της «Γλυκειάς συμμορίας» του Νικολαίδη (η οποία παρότι αμιγώς και εξόχως σινεφίλ ταινία ήταν περισσότερο «λογοτεχνική» από το μυθιστόρημα του Μουζουράκη), ενώ είναι περισσότερο ορατή η επίδραση της «΄Αγριας συμμορίας» (The wild bunch) του μέγιστου Sam Peckinpah παρά κάποιες ταινίες του (χαριτωμένου υποκλοπέα) Tarantino. Η μουσική και οι στίχοι κάποιων ροκ τραγουδιών, η ποίηση της Κ.Γώγου και άλλα πολλά συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου, λειτουργώντας αρκετά καλά και συμβάλλοντας στο «σπιντάτο» της γραφής.

«Οι Κένεντις βαράγανε το «I Fought The Law».
Ένιωσε να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Ληστής τραπεζών. Του φαινόταν να ’χει κάτι απ’ την αίγλη του Τζέσε Τζέιμς, του Μπίλυ δε Κιντ, του Νίκο Ρομανέτι απ’ τη Βιτζανόβα, που διαδέχτηκε τον Μπελακόσια στην αρχηγία των ληστών στο νησί της Κορσικής και σκοτώθηκε πάνω σε μάχη με τους Ιταλούς στρατιώτες. Και του Σιντερχάνες, του Μποζολίνο, του Καρτούς, του Ζακ Μεσρίν, των αδερφών Ντάλτον και των αδερφών Παλαιοκώστα… Τους γούσταρε όλους αυτούς. Ήταν οι δικοί του ήρωες. O Κάρλο τού μιλούσε για τα κατορθώματά τους, αλλά ο Κάρλο γούσταρε περισσότερο τους πολιτικοποιημένους, αυτούς που μοίραζαν τα λεφτά στον κόσμο, όπως ο Ρομπέν των Δασών. Ή ο Πάντσο Βίγια κι ο αναρχικός Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ, που λήστεψε μέχρι και την Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας κι έδωσε τα χρήματα για την υπεράσπιση αντιφασιστών φυλακισμένων.

O Έκτορας δεν τα πολυκαταλάβαινε πάντως αυτά. Στο κάτω κάτω, οι τράπεζες ήταν εκεί έξω – όποιος ήθελε φράγκα, ας έπαιζε τον κώλο του να τα πάρει. O Κάρλο πάλι υποστήριζε ότι το να κάνεις ληστείες είναι «ηθικά νομιμοποιημένο» σε μια κοινωνία-αρένα, όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» κι η ηθική με τη νομιμότητα δε συναντιούνται σχεδόν ποτέ στην ίδια φράση. H άποψή του ήταν ότι το Μεγάλο Κόλπο, η Απόλυτη Ληστεία, είναι, ούτως ή άλλως, απολύτως νόμιμη – αλλά μόνο αυτή. H Ληστεία των Πολλών απ’ τους Λίγους, των Φτωχών απ’ τους Πλουσίους, η Ληστεία με τα χίλια πρόσωπα: απ’ το χρέος του Τρίτου Κόσμου, τη φορολογία και τις ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας του Πρώτου μέχρι τα δάνεια και τους μισθούς των εργαζομένων. Έλεγε ότι ήταν ένα σπουδαίο κόλπο της Παγκόσμιας Κλίκας των Πλουσίων, γιατί παράλληλα χρηματοδοτούσε ένα τεράστιο αριθμό μπράβων για προστασία –από στρατούς και μπάτσους μέχρι δικαστές και κονδυλοφόρους–, με τα λεφτά αυτών που λήστευε. Κι η λέξη-κλειδί, πάνω στην οποία βασιζόταν αυτή η τεράστια απάτη, ήταν η λέξη «νομιμότητα». Που σήμαινε ότι υπήρχαν χίλιοι τρόποι για ν’ αρπάξεις χρήματα απ’ τους φτωχούς, άμα ήσουν πλούσιος, και χίλιοι νόμοι για να εμποδίσουν να συμβεί το αντίστροφο. Κι ο πολύς κόσμος, ηττημένος ή παραπλανημένος, το ’χε φάει το παραμύθι. Ζούσε και πέθαινε με την αυταπάτη ότι μια μέρα θα μπει στο Κλαμπ των Ισχυρών. Έτσι γινόταν πάντα, κι έτσι γίνεται και σήμερα. Απόδειξη ότι, ενώ, κατά γενική ομολογία, «τα πράγματα δυσκολεύουν», οι τράπεζες θησαυρίζουν. Κι άμα τυχόν τα πράγματα δυσκολέψουν και για τις τράπεζες, τότε τις ξελασπώνει ο κόσμος. O κόσμος που τα περνάει δύσκολα. O χρεωμένος στις τράπεζες κόσμος. Τα φώτα στο μαλάκα!»


Το μυθιστόρημα κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση και βιάζεσαι να φτάσεις μέχρι το τέλος. Η γραφή κοφτή και ασθματική, το κέντρο της Αθήνας περιγράφεται σαν να διαβάζεις (καλογραμμένο) άρθρο free-press εντύπου, ενώ οι δρόμοι με την μηχανή στα βουνά και τα ποτάμια έχουν μια υφή διαφημιστικού σποτ. Όλα όμως λειτουργούν ωραία και κυρίως γοητευτικά. Το πρώτο βήμα του Μουζουράκη μπορεί να πατάει σε πολλά δάνεια, να είναι γεμάτο κοινοτοπίες, να θυμίζει συνεχώς κάτι άλλο που έχεις ξαναδιαβάσει, ή, που έχει ξαναδεί καμιά κατοσταριά φορές, αλλά είναι ελκυστικό – περνάς καλά (πολύ καλά θα έλεγα…) και σου αφήνει μια ωραία γεύση σύγχρονης και νεανικής λογοτεχνίας.







Manos Hadjidakis & New York Rock & Roll Ensemble - Dedication by librofilo
 
Τρίτη, Μαΐου 10, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 10, 2011 | Permalink
Auto da fe ενός μεγάλου τεχνίτη της γραφής
Το «κάτι σαν μυθιστόρημα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σπιρτόζο βιβλίο, «ΘΕΡΟΣ»(Summertime), του έξοχου Νοτιοαφρικανού συγγραφέα, J.M. Coetzee,(εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ.286), είναι λίγο απ’όλα. Εν μέρει αυτοβιογραφία, λίγο από ημερολόγιο, εν μέρει μυθιστόρημα, ενώ κάποιος θα μπορούσε να το δει και ως νεκρολογία ενός συγγραφέα που είναι ακόμα ζωντανός. Ουσιαστικά όμως στο παράξενο αυτό βιβλίο ο συγγραφέας «ξεγυμνώνει» ή θα μπορούσε να πει κανείς ότι «εμπαίζει» τον εαυτό του σε μια περίοδο που δημιουργικά δεν συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό στη ζωή του, απλά μικρά καθημερινά επεισόδια που με τον τρόπο τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός εκπληκτικού συγγραφικού έργου που θα παραχθεί λίγα χρόνια μετά.

Το «Θέρος» είναι το τρίτο μέρος της αυτοβιογραφίας του Κουτσί. Και αν τα δύο πρώτα, «Σκηνές απ΄τη ζωή ενός παιδιού» (Boyhood), και, «Σκηνές απ’τη ζωή ενός νέου» (Youth), είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, εδώ η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη αλλά χρησιμοποιείται ως τέχνασμα ένας (μάλλον αφελής) βιογράφος, αφού ο διάσημος συγγραφέας είναι (μυθιστορηματικά) ήδη νεκρός. Ο βιογράφος δεν έχει γνωρίσει προσωπικά τον Κουτσί και προσπαθεί μέσα από συνεντεύξεις με κάποιους ανθρώπους, τέσσερις γυναίκες και ένα άνδρα, να συνθέσει το πορτρέτο του συγγραφέα τα χρόνια 1972 έως 1975, όταν εκείνος επέστρεψε στην Ν.Αφρική μετά από ένα διάστημα που έζησε στις Η.Π.Α. και που είναι η περίοδος που ο Κουτσί έκανε τα πρώτα συγγραφικά βήματα και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο Σκοτεινές χώρες (Dusklands)»). Εκτός από τις συνεντεύξεις χρησιμοποιούνται και κάποιες σημειώσεις, εν είδει ημερολογίου που αποσαφηνίζουν κάποια πράγματα για την οικογενειακή κατάσταση του ιδιόρρυθμου συγγραφέα.

Φαίνεται περισσότερο πολύπλοκο απ’ότι είναι. Στην πραγματικότητα είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ιδιαίτερα ευχάριστα και άνετα αφού η γραφή του Κουτσί είναι γεμάτη χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο ήρωας (στο προκείμενο), ο ίδιος ο συγγραφέας, παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια τεσσάρων γυναικών με τις οποίες συνδέθηκε αισθηματικά, με δύο και ερωτικά, με τις άλλες δύο προσπάθησε αλλά γνώρισε την απόρριψη, άλλοτε ως αφελής, άλλοτε ως άτσαλος, μετριότατος ως εραστής, τρυφερός αλλά ταυτόχρονα αφηρημένος, συναισθηματικά ανώριμος, χωρίς πάθος, γενικότερα ως άνθρωπος που δεν δείχνει με τίποτα ότι πρόκειται στα προσεχή χρόνια να παράξει συγγραφικό έργο τέτοιας ποιότητας που θα τον οδηγήσει στο βραβείο Νόμπελ το 2003. Ο Κουτσί πέφτει συνέχει σε γκάφες, ορισμένες φορές με τη στάση του παραπέμπει σε κάποιες γκροτέσκες κινηματογραφικές φιγούρες ενώ τα επεισόδια με την Βραζιλιάνα μητέρα μιας μαθήτριας του, την οποία πολιορκεί χωρίς επιτυχία είναι σπαρταριστά και ταυτόχρονα βαθιά μελαγχολικά.

Οι σχέσεις με τον πατέρα του κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο με έναν Καφκικό τρόπο. Ο Κουτσί ζει με τον καταθλιπτικό του πατέρα, ο οποίος σε κάποια φάση της ζωής του έχασε την δικηγορική του άδεια και εργάζεται ως λογιστής σε μια εταιρία μεταφορών. Οι δύο άνδρες ζουν κοινωνικά απομονωμένοι, σε ένα σιωπηλό σπίτι. Οι συγγενείς του, στέκονται κριτικά απέναντί τους και κυρίως απέναντι στον Κουτσί για τον οποίο πιστεύουν ότι τον έχουν απελάσει από τις Η.Π.Α. και του φέρονται περιφρονητικά ενώ ο ίδιος δεν κάνει τίποτα για να τους αλλάξει την άποψη που έχουν γι’αυτόν.

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η χώρα βρίσκεται σε αναταραχή. Το απαρτχάιντ και οι σχέσεις των μαύρων με τους λευκούς Αφρικάνερς, απόγονους των Μπόερς είναι στο προσκήνιο των διαλόγων του συγγραφέα με τις γυναίκες με τις οποίες σχετίστηκε και μέσα από αυτές περνάνε οι απόψεις του Κουτσί για το θέμα, όπου εκείνος πιστεύει ότι ο αγώνας των μαύρων είναι σωστός και δίκαιος απλά θεωρεί τον εαυτό του εκτός αυτού του παιχνιδιού λόγω των «Αφρικάνερ καταβολών του». Μέσα από αυτό το auto-da-fe, ο Κουτσί προβάλλει ως ένας ρομαντικός, ένας οραματιστής που θα ήθελε να δει ένα ουτοπικό (και μάλλον πολιτικά αφελές) μέλλον. «Επιθυμούσε διακαώς να έρθει εκείνη η ημέρα που όλοι οι άνθρωποι στη Νότιο Αφρική δεν θα χρησιμοποιούσαν πια κανένα προσδιορισμό για τον εαυτό τους, ούτε το Αφρικανοί ούτε το Ευρωπαίοι, ούτε το λευκοί ούτε το μαύροι, ούτε οτιδήποτε άλλο, όταν οι ιστορίες των οικογενειών θα ήταν πια τόσο περίπλοκες και ανακατεμένες, ώστε οι άνθρωποι θα ήταν εθνολογικά δυσδιάκριτοι, δηλαδή…μιγάδες. Το αποκαλούσε βραζιλιάνικο μέλλον

Ο Κουτσί σ’αυτό το περίεργο «μυθιστόρημα» λέει κάτι πολύ απλό και συνάμα προβοκατόρικο. Ότι ο καλλιτέχνης είναι ασήμαντος στην προσωπική του ζωή, ουσιαστικά ανύπαρκτος έξω από την καλλιτεχνική του δημιουργία. Ο συγγραφέας μπορεί έτσι να βλέπει τον εαυτό του, μπορεί από την άλλη να «παίζει» με τον αναγνώστη του, να είναι όλο αυτό ένα συγγραφικό τρικ, μια διακωμώδηση των αυτοβιογραφιών γενικότερα.

Το «Θέρος» είναι μια εξαιρετική καλλιτεχνική δημιουργία. Η ανυπέρβλητη ικανότητα του Κουτσί στην αφήγηση κρατάει τον αναγνώστη σε κάτι που κάποιος άλλος μπορεί να τον έδιωχνε μακριά. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ολοζώντανοι και δυναμικοί ερχόμενες σε αντίθεση με τον πολύ cool και κάπως «αλλού γι’αλλού» συγγραφέα – θα μπορούσε κάποιος μετά από πολλά χρόνια, όταν ο Κουτσί δεν θα ζει πλέον, να το δει και ως ένα πολύ ωραίο και καλογραμμένο μυθιστόρημα, ένα καθαρό page-turner γεμάτο χιούμορ, ειρωνία και πολλή σοφία.

____________________________________________________________________

Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 5 χρόνια από τη δημιουργία του blog. 5 χρόνια γεμάτα βιβλία, κάτω από μια (χαλαρή θέλω να πιστεύω) διαφορετική και τελείως ανεξάρτητη οπτική. Παρά τις μεγάλες αλλαγές που έγιναν στην προσωπική μου ζωή από το 2006, ένα πράγμα με κράτησε «όρθιο» και αυτό ήταν (και είναι) η λογοτεχνία. Μένω σταθερός στο motto με το οποίο ξεκίνησα αυτό το ιστολόγιο, «Διαβάζω για να ζω, ζω για να διαβάζω».
Ευχαριστώ όσους με διαβάζουν όλα αυτά τα χρόνια, και όσους με ακολουθούν ή «συνομιλούν» μαζί μου εσχάτως μέσω Facebook και Twitter, ευχαριστώ τους αρκετούς φίλους που δημιούργησα μέσω του blog και υπόσχομαι (μπορεί να το δει κάποιος και ως απειλή αυτό), ανάλογη συνέχεια.





Hosted by kiwi6.com music upload.
Download mp3 - Upload music.




A man of great promise -THE STYLE COUNCIL
 
Πέμπτη, Μαΐου 05, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 05, 2011 | Permalink
Looking back
«…Συχνά το μυαλό συλλαμβάνει τα μικρά πράγματα πιο εύκολα από όσο τη γενική εικόνα• ότι, για παράδειγμα, είναι πιο θελκτικό για τους αναγνώστες να κατανοήσουν το νόημα ενός ιστορικού γεγονότος πελώριας κλίμακας μέσω της ιστορίας μιας οικογένειας.»

Περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου. Ο Αμερικανοεβραίος πανεπιστημιακός και συγγραφέας, Daniel Mendelsohn ψάχνει να βρει πως χάθηκαν 6 από αυτούς στο εκπληκτικό βιβλίο «ΧΑΜΕΝΟΙ» (The Lost), (Εκδ. Πόλις, (εξαιρετική) μετάφρ. Μ. Ζαχαριάδου, σελ. 581). Το χαμένο για πάντα κομμάτι μιας πολυμελούς οικογένειας, από τη μεριά της μητέρας του συγγραφέα, αποτελεί μόνο την αφορμή για ένα ταξίδι στα βάθη της ιστορίας ενός τόπου, ενός χωριού της Γαλικίας που αποτελεί τώρα κομμάτι της Ουκρανίας, στα βάθη της ιστορίας της γενοκτονίας ενός λαού.

Όταν ήταν μικρός ο συγγραφέας αναρωτιόταν γιατί μπαίνοντας σε ένα δωμάτιο όταν ήταν μαζεμένοι όλοι οι συγγενείς της οικογένειας, αυτοί έβαζαν τα κλάμματα μόλις τον έβλεπαν και έβγαζαν κραυγές: «Ω, μοιάζει τόσο πολύ του Σμιλ!». Σιγά-σιγά έμαθε ότι αναφερόντουσαν στον μεγαλύτερο αδερφό του παππού του, ο οποίος με την γυναίκα και τις 4 κόρες τους έπεσαν θύματα της Ναζιστικής θηριωδίας. Λεπτομέρειες κανείς δεν ήξερε να του πει και ο συνήθως λαλίστατος παππούς του, που οι κάθε είδους ιστορίες δεν έλειπαν από το ρεπερτόριο του. απέφευγε να επεκταθεί στο θέμα. Όταν κάτι μπαίνει στο μυαλό σου από την παιδική σου ηλικία δύσκολα βγαίνει κι έτσι ο μικρός Ντάνιελ από την εφηβεία του ακόμα αρχίζει και ψάχνει την οικογενειακή ιστορία ρωτώντας δεξιά κι αριστερά για πληροφορίες. Για τον μόνο που δεν μαθαίνει πολλά είναι για τον Σμιλ και την οικογένειά του, οι οποίοι ζούσαν στο (τότε) Μπόλεχοβ κάποτε ΑυστροΟυγγρικό, μετέπειτα Πολωνικό, μετά τον πόλεμο Σοβιετικό Μπόλεχοφ και νυν Ουκρανικό Μπόλεχιβ, όπου η οικογένεια των Γιέγκερ διατηρούσε ένα μεγάλο (κόσερ) χασάπικο και αργότεραν είχε φορτηγά όπου έκανε διανομές σε κοντινές περιοχές. Ο Σμιλ Γιέγκερ είχε μεταναστεύσει κι εκείνος στις ΗΠΑ αλλά μετά από ένα χρόνο γύρισε πίσω, αφού προτιμούσε να είναι «ένα μεγάλο ψάρι σε μια μικρή λίμνη» παρά το αντίθετο και μέχρι το 1939 αυτή του η απόφαση φαινόταν μάλλον σωστή.

Ο Μέντελσον εμμονικά και με πάθος θα ασχοληθεί επί χρόνια, ψάχνοντας το τι συνέβη τις μοιραίες μέρες της γερμανικής κατοχής της πόλης και πως αφανίστηκαν τα 6 μέλη της οικογένειας. Ξεκινώντας από το διαδίκτυο για επιζώντες από το Μπόλεχοβ του πήρε περίπου 5 χρόνια και πολλά ταξίδια, στο Μπόλεχοβ, στην Αυστραλία, στο Ισραήλ, στην Βαλτική, στην Σουηδία, στην Δανία, ξανά πίσω στο Ισραήλ για να καταλήξει στο Μπόλεχοβ. Μνήμες κομματιασμένες και πολλές φορές λανθάνουσες πληροφορίες από γείτονες, φίλους του Σμιλ και της οικογένειάς του, κουβέντες στον αέρα που πιάνει ο συγγραφέας, στοιχεία που οδηγούν σε άλλα στοιχεία. Πρόδωσε κάποιος τον Σμιλ και την μια κόρη που κρύβονταν σε ένα κελλάρι; Και ποιος τους έκρυβε; Ήταν έγκυος η μία κόρη, ή όχι, ή μήπως ήταν η άλλη; Γιατί ο παππούς του Μέντελσον που τόσο αγαπούσε και θαύμαζε τον μεγάλο του αδερφό τον Σμιλ, δεν απάντησε στις εκκλήσεις βοηθείας, στα γράμματα για οικονομική βοήθεια στην αρχή του πολέμου, όταν ο Σμιλ εκλιπαρούσε για λίγα χρήματα, (αφού του είχαν κατασχέσει οι Γερμανοί τα φορτηγά με τα οποία έκανε μεταφορές) για να μπορέσει να στείλει την οικογένειά του στις Η.Π.Α και την σωτηρία;

Ο συγγραφέας κουβαλάει μαζί του φωτογραφίες, οι άνθρωποι που συναντάει κουβαλάνε μνήμες. «Πλούσιοι σε αναμνήσεις, φτωχοί σε αναμνηστικά» όπως χαρακτηριστικά γράφει. Προσπαθεί να κατανοήσει το ιστορικό πλαίσιο. Οι επιζώντες του αναπαριστούν τις ημέρες των Aktion, των αιφνίδιων (ή όχι και τόσο αιφνίδιων) οργανωμένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ναζί με την βοήθεια των Ουκρανών συγχωριανών τους, των μέχρι τότε υπαλλήλων τους ή και φίλων τους και ο Μέντελσον βάζει την φαντασία του να δουλέψει. Σκέφτεται την Ρούχελε να στέκει γυμνή μπροστά από τον λάκο και να αντικρύζει το εκτελεστικό απόσπασμα, τον Σμιλ και την Φρίντκα να εκτελούνται «καρφωμένοι» από κάποιον γείτονα, την Έστερ, την σύζυγο του Σμιλ, να την φορτώνουν στο τρένο που θα την οδηγήσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και στον θάλαμο αερίων – ήταν μαζί η μικρή κόρη, η Μπρόνια, ή την σκότωσαν οι στρατιώτες όπως και τα υπόλοιπα Εβραιόπουλα στριφογυρίζοντας τα και τσακίζοντας τα κεφάλια τους; Τι ρόλο έπαιξε η Εβραϊκή αστυνομία σε όλα αυτά;

Ερωτήματα που παράγουν περισσότερες απορίες παρά απαντήσεις. Διάσπαρτες μνήμες ανθρώπων που γλύτωσαν ως εκ θαύματος και τώρα 50-60 χρόνια μετά προσπαθούν να θυμηθούν καθημερινά γεγονότα. «Ήταν κουφός, τα πόδια της ήταν ωραία, ήταν φιλική, ήταν έξυπνος, το ένα κορίτσι ήταν μαζεμένο ή ίσως και εύκολο, στο άλλο άρεσαν τα αγόρια ή ίσως έκανε απλώς τη δύσκολή. Ήταν πεταλούδα! Εκείνος είχε δύο φορτηγά, έφερνε τις πρώτες φράουλες, κρατούσε το σπίτι της τέλειο, ήταν λίγο μεγαλοπιασμένος, έπαιζαν χαρτιά, οι γυναίκες έπλεκαν βελονάκι, ήταν ψηλομύτα, hoch Nase! Ήταν καλή σύζυγος, καλή μητέρα, καλή νοικοκυρά• τι άλλο να πει κανείς; Τον αποκαλούσαν «βασιλιά», τα βιβλία της τα κουβαλούσε έτσι, τα μάτια της ήταν γαλάζια αλλά είχαν ένα καφετί κομματάκι εδώ, πήγαιναν σινεμά, πήγαιναν για σκι, έπαιζαν βόλεϊ, έπαιζαν μπάσκετ, έπαιζαν πινγκ-πονγκ! Εκείνος πήρε πρώτος ραδιόφωνο, η κεραία ήταν τόσο ψηλή, μόνο δυο άνθρωποι στο Μπόλεχοφ είχαν αυτοκίνητα, κι ο ένας ήταν αυτός. Πήγαιναν στον οίκο της προσευχής ή μπορεί και όχι ή πήγαιναν μόνο στις μεγάλες γιορτές• προσεύχονταν, έφτιαχναν τσίμες κάθε Πρωτοχρονιά, πήγαιναν κρυφά στο χασάπικο του Πολωνού κι έτρωγαν λουκάνικα στα μουλωχτά! Την αγαπούσε τη γυναίκα του τόσο πολύ, au au au au au!
Ήταν ωραία οικογένεια, όμορφη οικογένεια.
Ήταν ζωή αυτή, ήταν ζωή.»

Ο Μέντελσον συνδιάζει την αφήγηση και την κυκλική ροή της περιγραφής των γεγονότων με κομμάτια από την Βίβλο, επικεντρώνοντας στην Γένεση, στην ιστορία του Αβραάμ, στους Κάιν και Άβελ, στην ιστορία των Σοδόμων και Γομόρων, παραλληλίζοντας τα με τις καταστάσεις του Ολοκαυτώματος προσφέροντας φιλοσοφικά σχόλια στα γεγονότα αλλά εκείνο που σου μένει από αυτό το εξαιρετικό βιβλίο είναι οι «φωνές» των γηραιών πλέον επιζησάντων, που μεταφέρονται με συναρπαστικό τρόπο και τις διαβάζεις με κομμένη την ανάσα, λυρικές και κινηματογραφικές. Ακόμα και στις φορές που η εμμονή του για κάποια πράγματα, να προσπαθεί να διευκρινίσει το ένα ή το άλλο γίνεται κουραστική και νιώθεις να κάνει κύκλους γύρω από το ίδιο θέμα, δεν ενοχλεί καθώς είναι τόσο γοητευτική (εντάξει, «γοητευτική» μπορεί να μην είναι η αρμόζουσα λέξη) η αναπαράσταση των γεγονότων, που βάζει κάτω ακόμα και το πιο ευφάνταστο μυθιστόρημα ή αφήγηση γύρω από το Ολοκαύτωμα.

Ο Μέντελσον δεν θα πάρει απαντήσεις, δεν θα βρει την άκρη σε όλες του τις απορίες και πολλά γεγονότα θα μείνουν ανεξιχνίαστα ή καλυμμένα υπό κάποιο πέπλο σιωπής. Από αυτό το συγγραφικό ταξίδι δεν θα βγει ο ίδιος άνθρωπος, είναι και ένα γερό μάθημα αυτογνωσίας και σχετικότητας των πραγμάτων και των γεωγραφικών ισορροπιών. Η τελευταία επίσκεψη στο Μπόλεχοβ, ίσως οι πιο συγκλονιστικές σελίδες του βιβλίου, θα του δώσουν αρκετές απαντήσεις αλλά το όλο θέμα συνεχίζει να είναι σαν «μπάμπουσκα», πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο, κάτι καινούργιο θα προκύψει απλά πρέπει να μπει μια τελεία κάπου. Η ιστορία του Σμιλ Γιέγκερ και της οικογένειάς του, ανολοκλήρωτη όπως είναι η ίδια η ζωή, απεικονίζει με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο τη μοίρα όχι μόνο ενός ταλαιπωρημένου λαού αλλά και ενός κόσμου που όλο αλλάζει και όλο ο ίδιος μένει. Ο συγγραφέας με το παράδειγμα του προτρέπει να «σκάψουμε», να μάθουμε, να μην αφήσουμε τις ιστορίες να χάνονται – έτσι κι αλλιώς «κανένα πλήθος βιβλίων, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν αρκεί για να τα καταγράψει όλα, έστω κι αν μπορούσαν να καταγραφούν…Αλλά μπορεί για λίγο ένα μικρό μέρος να διασωθεί, αρκεί κάποιος να βρεθεί αντιμέτωπος με την πληθώρα όλων όσων υπάρχουν και όλων όσων υπήρξαν, και να πάρει την απόφαση να κοιτάξει πίσω, να ρίξει μια τελευταία ματιά, να αναζητήσει για λίγο τα ερείπια του παρελθόντος και να δει όχι μόνο ό,τι χάθηκε αλλά και ό,τι μπορεί ακόμα να βρεθεί

Ο Daniel Mendelsohn (γεν. 1960) διδάσκει αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία στο Bard College. Είναι επίσης κριτικός βιβλίων, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Θεωρείται «ειδικός» στην Καβαφική ποίηση και το τελευταίο του βιβλίο είναι τα «C. P. Cavafy: Collected Poems» και «C. P. Cavafy: The Unfinished Poems» (για το δεύτερο τιμήθηκε με το βραβείο Guggenheim.

_________________________________________________









"Je crois entendre encore"
(Yiddish Version) from "Les pêcheurs de perles (The Pearl Fishers)" (1863)
Music by Georges Bizet
Libretto by Michel Carré and Eugène Cormon (uncredited)
Performed by Salvatore Licitra and The Orchestra of the Royal Opera House
Concertmaster Vasko Vassilev